ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΑθ 4131/2021

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Ρυμοτομικά βάρη - ʼρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης - Αγωγή νομής - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Παραγραφή αξίωσης από αδικοπραξία - Έκτακτη χρησικτησία -.

 

Ιδιοκτήτης ακινήτου που έχει ρυμοτομηθεί κατ’ εφαρμογή του σχεδίου πόλεως εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση αυτή με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση και να ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης ακινήτου. Σε περίπτωση άρνησης της Διοίκησης να προβεί στη νόμιμη οφειλόμενη αυτή ενέργειά της ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί αν προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της άρνησης της διοίκησης. Στοιχεία αγωγής αποζημίωσης για αφαίρεση και μη απόδοση νομής πράγματος. Αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πενταετής παραγραφή αξίωσης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας. Η παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από τη διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της δεν αρχίζει από το χρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που εξακολουθεί να υφίσταται η προαναφερόμενη κατάσταση και να προκαλεί ζημία σε αυτόν. Όταν υπόχρεος προς αποζημίωση από αδικοπραξία οργάνων του είναι Δήμος η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δήμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία.

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

2ο ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΜΗΜΑ

 

Αριθμός Απόφασης 4.131/1-10-2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Τακτική Διαδικασία)

 

 

Αποτελούμενο από τους δικαστές, Αθανάσιο Δαββέτα, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Φιλόπουλο, Εφέτη, και Αποστολία Παντελίδου, Εφέτη, εισηγήτρια, και από τη γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα, την 1η Ιουνίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ο.Τ.Α. α' βαθμού) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λιοσίων αρ. 22), νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Δήμαρχο του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε, δυνάμει του υπ'αρ../2019 πληρεξούσιου του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ., σε συνδυασμό με το πρακτικό της υπ'αρ../20-9-2021 συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Αθηναίων, από τον πληρεξούσιο, με πάγια αντιμισθία, δικηγόρο του Στυλιανό Μπεζαντέ, ο οποίος με την από 28-5-2021 μονομερή δήλωση του, δεν παρέστη κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 242§2 σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ,Δ., χωρίς να απαιτείται εκ μέρους του κατάθεση του προβλεπόμενου από την παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ., γραμμάτιου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, σύμφωνα με τα άρθρα 276 Κ.Δ.Κ. (Ν.3.463/2006), 19 παρ. 1 κ.δ. από 26-6/10-7-1944 «Περί κωδικός νόμων περί δικών του Δημοσίου» και 61 παρ.3 γ' Κώδ.Δικ.(Ν. 4194/2013), και

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΚΑΘΉΣ Οί ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αιόλου αρ. 86), νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε, δυνάμει του υπ'αρ../29-10-2020 πληρεξουσίου ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ., από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ανδριανή Παπαδοπούλου, η οποία με την από 31-5-2021 μονομερή δήλωση της, δεν παρέστη κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 242§2 σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ., ενώ προσκόμισε το υπό στοιχ. ./2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Α.

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία, με την υπ' αριθμ. έκθ. κατάθ. -Γ.Α.Κ. ./Α.Κ.Δ../29-12-20Π αγωγή της, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία έστρεψε κατά του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της αγωγής, αυτής εξεδόθη η 4.115/30-12-2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ άσκησε την υπ' αριθμόν κατάθ. στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./14-6-2016 έφεσή του, ζητώντας να γίνει, αυτή δεκτή, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, με επιμέλεια του, στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της υπ' αριθ.εκθ.κατ. ./20-7 2016 πράξης της Γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού, για την αρχική δικάσιμο της 26ης-9-2017 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 22ας-1-2019, οπότε και συζητήθηκε. Επίσης, τυ εναγόμενο με ιδιαίτερο δικόγραφο που απηύθυνε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, άσκησε τους υπ' αρ.έκθ.κατ.Γ.Α.Κ. ./Ε.Α.Κ../7-4-2017 πρόσθετους λόγους έφεσης, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 26-9-2017 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 22ας-1-2019, οπότε και συζητήθηκαν. Λόγω, όμως, αδυναμίας έκδοσης απόφασης, εισήχθησαν προς ανασυζήτηση οι υποθέσεις, με τις υπ'αρ../2021 και ./2021 πράξεις της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου αυτού, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με έκθ.κατ. Γ.Α.Κ. ./E.A.K../2-3-2G21 και Γ.Α.Κ. ./Ε.Α.Κ../18-2-2021 αντίστοιχα, κατ' εφαρμογή του άρ.307 Κ.Πολ.Δ., η μεν πρώτη (έφεση) για τη δικάσιμο της 18ης-5-2021, οπότε αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο, η δε δεύτερη (πρόσθετοι λόγοι έφεσης) για τη σημερινή δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

 

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό . και ., αντίστοιχα, και συζητήθηκαν.

 

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά είχαν προκαταθέσει προτάσεις κατά την αρχική δικάσιμο της 22ας-1 -2019 καθώς και συμπληρωματικές προτάσεις μαζί με τις προαναφερόμενες μονομερείς δηλώσεις τους, κατ' άρθρο 242§2 Κ.Πολ.Δ.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ.

 

I. Νόμιμα εισάγονται για ανασυζήτηση η υπ'αριθ.εκθ.καταθ. στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./14-6-2016 έφεση καθώς και οι υπ' αρ. έκθ. κατ. στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Γ.Α.Κ. ./Ε.Α.Κ. ./7-4-2017 πρόσθετοι λόγοι έφεσης του ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγόμενου κατά της 4.115/30-12-2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις υπ' αρ. έκθ.κατ. Γ.Α.Κ../Ε.Α.Κ../2-3-202Ι και Γ.Α.Κ../Ε.Α.Κ../Ι8-2-2021, αντίστοιχα, πράξεις της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου αυτού, κατ' εφαρμογή του άρ.307 Κ.Πολ.Δ., λόγω αδυναμίας έκδοσης απόφασης.

 

II. Η κρινόμενη έφεση πρέπει να συνεκδικαστεί, κατά το άρθρο 246 του Κ.Πολ.Δ., με τους κρινόμενους πρόσθετους λόγους έφεσης, διότι αυτοί τελούν σε εξάρτηση με την έφεση και φέρουν, σε σχέση με αυτή, παρακολουθηματικό χαρακτήρα, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, και, επομένως, δε νοείται χωριστή εκδίκαση τους (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, στ' έκδοση, παρ.

 

ΙΙΙ. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της 4.115/30-12-2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 περ. β' Κ.Πολ.Δ.) και έχει ασκηθεί νομότυπα, εμπρόθεσμα (άρθρα 495,511,513 παρ.1 στοιχ. β', 516 § 1, 517, 518 §2 σε συνδυασμό με τα άρ. 144 επ.Κ.Πολ.Δ.) και παραδεκτά (άρ.532 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι η ένδικη έφεση ασκήθηκε από το εκκαλούν εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών, η οποία άρχεται από την επόμενη ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης που περατώνει τη δίκη, ήτοι από 31-12-2015 (κατ' άρθρο 518§2 σε συνδ. με άρ. 144§Ι Κ.Πολ.Δ.), διότι δεν προέκυψε ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης οριστικής απόφασης, χωρίς εξάλλου, να απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του Δήμου του παραβόλου που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 εδ.β Ν.2.579/1998 σε συνδυασμό με το άρθρο 276 Κ.Δ.Κ. (Ν.3.463/2006) Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί 584).

 

Περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια τακτική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 Κ.Πολ.Δ.}.

 

IV. Οι κρινόμενοι πρόσθετοι λόγοι έφεσης αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ' άρ. 520 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., ασκήθηκαν, δε, παραδεκτά με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ.την προσκομιζόμενη με επίκληση υπʼ αριθμ. ./11-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Εφετείου Αθηνών ...), δεδομένου ότι ως ημέρα συζήτησης της υπόθεσης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και κοινοποίησης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης νοείται εκείνη, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκαση αυτής, ανεξάρτητα αν αυτή είναι η, κατά τα άρθρα 226 § 2 και 498 § 1 Κ.Πολ.Δ., από τον γραμματέα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αρχικώς ορισθείσα ή μεταγενέστερη που προσδιορίστηκε μετά την αναβολή ή τη ματαίωση της (Ολ.Α.Π. 2.091/1986, Α.Π. 182.2/2017, Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, Αθήνα 2009, παρ.603-604). Πρέπει, επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια τακτική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 Κ.Πολ.Δ.).

 

V. Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη- καθ' ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης εξέθετε ότι ήταν καθολική διάδοχος-με συγχώνευση και απορρόφηση-της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Ότι, δυνάμει του υπ' αριθμ. ./8.4.1974 νομίμως μεταγεγραμμένου συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., περιήλθε στην ως άνω εταιρεία, κατά πλήρη κυριότητα το λεπτομερώς περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια ακίνητο (οικόπεδο), επιφάνειας 2.071,75 τ.μ., κείμενο στην Αθήνα, στη θέση «Όπλα Αγίου Δημητρίου» ή «Θυμαράκια» των Κάτω Πατησίων και επί των οδών Γιάνναρη και Παρασκευοπούλου. Οτι το ανωτέρω οικόπεδο κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο υπέρ του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος-ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης, δυνάμει του από 14.9.1981 διατάγματος περί τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων. Ότι, κατόπιν αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε η 6.577/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης επί του απαλλοτριωθέντος στο ποσό των 125.000 δρχ. ανά τ.μ. Ότι το εναγόμενο δεν προέβη σε παρακατάθεση του καθορισθέντος ποσού αποζημίωσης εντός ενάμιση έτους από τη δημοσίευση της παραπάνω  απόφασης, με  αποτέλεσμα να αρθεί αυτοδίκαια η απαλλοτρίωση. Ότι την 28η.2.1982 διαπιστώθηκε άτι το εναγόμενο προέβη παρανόμως στην κατεδάφιση του κατασκευασθέντος από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας μαντρότοιχου επί της οδού ., και την απομάκρυνση της επ' αυτού (μαντρότοιχου) μεταλλικής θύρας εισόδου. Ότι κατά της παράνομης αυτής πράξης η ενάγουσα άσκησε αγωγή προστασίας της νομής της επί του επιδίκου και ότι, δυνάμει της 8.572/1987 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε, δυνάμει της 10.789/89 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, δικαιώθηκε. Ότι το εναγόμενο εξακολουθεί από το έτος 1982 και εντεύθεν να κάνει παρανόμως χρήση του ακινήτου, χωρίς να έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα. Ότι, εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της κατάληψης του επιδίκου από το εναγόμενο, η ενάγουσα υπέστη ζημία, που αντιστοιχεί στα απολεσθέντα εισοδήματα που θα αποκόμιζε με την ελεύθερη διάθεση του ακινήτου. Ότι, αν το ακίνητο δεν ήταν δεσμευμένο, θα μπορούσε η ενάγουσα να το εκμισθώνει σε τρίτους, ως υπαίθριο χώρο στάθμευσης οχημάτων, με εκτιμώμενη μηνιαία μισθωτική αξία για το έτος 2006 στο ποσό των 10.248,056, για το έτος 2007 στο ποσό των 10.545,246 και για το έτος 2008 στο ποσό των 10.956,506, τα οποία αποτελούν το βάσιμα προσδοκώμενο κέρδος που απώλεσε, αν δεν επισυνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ζήτησε η ενάγουσα να της καταβάλει το εναγόμενο, ως αποζημίωση (διαφυγόν κέρδος): α)για το χρονικό διάστημα από 1.6.2006 έως 31.12.2006 (7 μήνες) ποσό (10.248,05X7 μήνες=) 71.736,356, β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007 (12 μήνες) ποσό (10.545,24 Χ 512μήνες=) 126.542,886 και γ)για το χρονικό διάστημα από 1Λ .2008 έως 31.12.2008 (12 μήνες) ποσό (10.956,50 Χ12μήνες=)131.478? και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1.6.2006 έως 31.12.2008 το ποσό των 329.757,236, που αντιστοιχεί στον πορισμό του κέρδους που ματαιώθηκε, εξαιτίας του ζημιογόνου γεγονότος της αυθαίρετης δέσμευσης (κατάληψης) του ακινήτου, νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους ποσό από τη λήξη εκάστου μηνός, άλλως για το συνολικό ποσό από την επίδοση της αγωγής, μέχρι εξόφλησης. Επικουρικώς, ζήτησε η ενάγουσα το ίδιο ως άνω ποσό των 329.757,236, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. Α.Κ.), καθώς το εναγόμενο αποκόμισε, ως ωφέλεια, το ποσό αυτό, από την παράνομη χρήση του ακινήτου σε βάρος της περιουσίας και με βλάβη της ενάγουσας, το οποίο θα αναγκαζόταν να καταβάλει το εναγόμενο στην ενάγουσα ή σε τρίτο για τη μίσθωση του επίδικου ή άλλου όμοιου ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 4.114/2015 οριστική του απόφαση, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς αμφότερες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική) έκανε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη κατά την κυρία βάση της, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 329.757,236, νομιμοτόκως από την επομένη την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους της έφεσης το εναγόμενο-εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης, με λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της, προκειμένου να απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν η αγωγή της αντιδίκου του.

 

VI. Με τα άρθρα 94 παρ. 1, 3 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 2 στοιχ. η' του Ν. 1406/1983 ορίζεται αντιστοίχως ότι «Η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές» και «υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ' αυτή. Στις διαφορές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης κατ των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.». Επίσης, με τα άρθρα 105 και 106 εδ. α' Εισ.Ν.Α.Κ., 914 Α.Κ. ορίζεται αντιστοίχως ότι «Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα. Για παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος» και «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τις διατάξεις αυτές συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ. προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., και από υλική πράξη οργάνου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνον όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ' ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθ' εαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών που αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθ 'εαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσης υπεροχής έναντι τ ων πολιτών, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίος στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική (Α.Π.599/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά δε, τη διάταξη του άρθρου 106 Εισ.Ν.Α.Κ., οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (105) εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους (Α.Π. 1.932/2014, Τ.Ν.Π. Νόμος, Α.Π. 599/2013, Ελλ.Δνη 54, 1631, Α.Π. 1793/2009, Νο.Β. 58, 733). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν-να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης...».Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: α)ότι είναι επιτρεπτή με διάταξη νόμου, η θέσπιση γενικών και αντικειμενικών περιορισμών της ιδιοκτησίας, χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, εφόσον αυτοί δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αναιρώντας ή αποδυναμώνοντας το σε μεγάλο βαθμό, είναι δε αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπούμενου αποτελέσματος (Ολ.Α.Π. 896/1985) και β) ότι επιτρέπεται η οριστική στέρηση ή αφαίρεση της ιδιοκτησίας (με μετάθεση ολική της κυριότητας του πράγματος σε άλλο πρόσωπο ή δημιουργία άλλου εμπράγματου δικαιώματος) με πράξη της πολιτείας, μόνο αν επιβάλλεται προς θεραπεία δημόσιας ωφέλειας, εφόσον προηγηθεί της κατάληψης καταβολή πλήρους αποζημίωσης που καθορίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 24 (παρ. 2-4) του Συντάγματος «2.Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης...3. Για να αναγνωρισθεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες, για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει. 4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμιση της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής». Σε εκτέλεση και εφαρμογή των ως άνω συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 24, εκδόθηκαν αρχικά ο Ν. 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών» και στη συνέχεια ο Ν. 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, κ.λπ.», με τους οποίους θεσμοθετήθηκαν νέες διαδικασίες (διαφέρουσες από τη ρυμοτομία των Ν.Δ.17.7.1923 και 797/1971) συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών, με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου τους ή με υποχρεωτική συμμετοχή αυτών με ολόκληρο το ακίνητο τους έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας. Ειδικότερα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 947/1979 θεσπίστηκε η υποχρέωση των ιδιοκτησιών που περιλαμβάνονται σε περιοχή χαρακτηριζόμενη ως οικιστική για εισφορά σε γη, με σκοπό τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που απαιτούνται για την πολεοδομική διαμόρφωση και ανάπτυξη της περιοχής, σε αρμονία με τη ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 3 του Συντάγματος, οι όροι και η διαδικασία δε πραγματοποίησης της θεσπισθείσας εισφοράς σε γη ρυθμίστηκε με τα άρθρα 18-20 του ίδιου νομοθετήματος. Ακολούθως, με το άρθρο 22 του ίδιου ως άνω Ν, 947/1979 ορίζεται ότι «1. Από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρο 14 παρ. 1 (του ίδιου νόμου) προεδρικού διατάγματος (περί χαρακτηρισμού περιοχής ως οικιστικής και καθορισμού των όρων αναπτύξεως αυτής) επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση οιωνδήποτε ακινήτων κειμένων εντός της περιοχής της χαρακτηριζόμενης ως οικιστικής, ανεξαρτήτως του προβλεπόμενου υπό του ως άνω διατάγματος τρόπου αναπτύξεως ή αναμορφώσεως αυτής, εν τω συνόλω ή κατά ζώνας αυτής: α) προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, πέραν των διά της εισφοράς εις γην αποκτωμένων...3. Η απαλλοτρίωση ενεργείται υπέρ και δαπάναις του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως ή υπέρ αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού ή αναδόχου φορέως...4. Ειδικώς διά τις απαλλοτριώσεις προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, αυτές κηρύσσονται δια αυτού τούτου του προεδρικού j διατάγματος περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης». Αντιστοίχως, με τα άρθρα 8 και 12 δε αυτού ρυθμίστηκε νέα διαδικασία απόκτησης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οποία εφαρμόζεται στις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου και προβλέπεται ο τρόπος υλοποίησης της διαχείρισης με την έκδοση της Πράξεως Εφαρμογής, με την οποία καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γη (εκ ποσοστού ανάλογου με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας) για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και υποχρεωτικές αναδασμικές μεταβολές (μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων), ακολούθως συντάσσεται και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. πολεοδομική μελέτη και τέλος καταρτίζεται πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία κυρώνεται με απόφαση του Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες της έγκρισης σχεδίου πόλης. Για τη δημιουργία των κοινόχρηστων. χώρων που αυτή προβλέπει, καθιερώνεται, αντιστοίχως, υποχρέωση εισφοράς σε γη. Η υποχρέωση αυτή που πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται  για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους και μπορεί, για να γίνει δυνατή η διάθεση της εισφοράς γης για τους σκοπούς του νόμου, να επιφέρει σημαντικές διαρρυθμίσεις στα τμήματα που προέρχονται από εισφορά γης, καθώς και σε κάθε ιδιοκτησία γενικά, όπως μετακινήσεις, τακτοποιήσεις, προσκυρώσεις, ανταλλαγές, καθώς και αλλαγές της μορφής των ιδιοκτησιών. Μετά την κύρωση της με απόφαση του Νομάρχη, η πράξη εφαρμογής γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτοχρόνως και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 7 περ. α' του Ν.1337/1983 (και αντιστοίχως του άρθρου 48 παρ. 7 περ. α' του από 14/277/1999 Π.Δ. ΚΒΠΝ) με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες σε αυτήν μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες, για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του Ν.Δ. από 177/16.8.1923 και του Ν.Δ. 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (ήδη του Ν. 2882/2001 -«Κώδικας Αναγκαστικών  Απαλλοτριώσεων»). Οι μεταβολές των ιδιοκτησιών χωρίζονται, δηλαδή, σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεταβολές που συνίστανται σε εισφορά σε γη, με την αφαίρεση τους και τη διάθεσή τους για τους προβλεπόμενους στον νόμο σκοπούς (άρθρου 17 παρ. I του Ν. 947/1979 άρθρο 8 παρ. 8 του Ν. 1337/1983-άρΘρο 45 παρ. 8 ΚΒΠΝ). Με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι μεταβολές της κατηγορίας αυτής στις ιδιοκτησίες. Στη δεύτερη κατηγορία μεταβολών ανήκουν εκείνες που αφορούν προσκυρώσεις, τακτοποιήσεις και ρυμοτομήσεις ή και δεσμεύσεις ιδιοκτησιών, πέραν της οφειλόμενης εισφοράς σε γη. Οι επεμβάσεις αυτές, εφόσον συνίστανται σε αναγκαστικές αφαιρέσεις ιδιοκτησιών ή τμημάτων ιδιοκτησιών επιπλέον εκείνων που περιλαμβάνονται στην καθορισμένη έκταση εισφοράς σε γη, δεν ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, αλλά, σύμφωνα, με το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος θα πρέπει να προηγηθεί η πλήρης αποζημίωση των θιγόμενων ιδιοκτησιών και μόνο μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των εν λόγω ακινήτων, με την καταβολή της αποζημίωσης ή τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της παρακατάθεσης της, επέρχεται μεταβολή της πρώτης κατηγορίας αυτής. Εξάλλου, κατά το εδάφιο τέσσερα (4) της παραγράφου τέσσερα του άνω άρθρου (17) «η αποζημίωση που ορίσθηκε (για τη στέρηση της ιδιοκτησίας) καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως». Η τελευταία διάταξη επαναλαμβάνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.Δ 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη πλέον στο άρθρο 11 παρ. 3 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων-Κ.Α.Α.Α. του Ν. 2.882/2001»). Στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 11 του Ν.Δ. 797/1971 ορίζεται ότι «ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα αύτην αρχή υποχρεούται όπως εντός ενός διμήνου εκδώσει πράξη, βεβαιούσα την επελθούσαν ανάκληση και δημοσιευόμενην διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήσει, κατά την υπό του παρόντος οριζόμενη ειδική διαδικασία περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, βεβαιούσας την ανάκληση, καλουμένου εις την δίκη του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωση και του Δημοσίου» (αντίστοιχη ρύθμιση, καθορίζουσα τετράμηνη προθεσμία για την έκδοση βεβαιωτικής πράξης από την αρμόδια αρχή, περιλαμβάνεται στις παραγράφους 3 και 4 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων - Κ.Α.Α.Α. Ν.2.881/2001»). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά την πάροδο της άνω συνταγματικής προθεσμίας (18μηνο) χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης και συνεπώς μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτρίωση αυτή αίρεται ουσιαστικά ως προς τη νομική κατάσταση του ακινήτου. Δηλαδή, το ακίνητο απαλλάσσεται από το βάρος της απαλλοτρίωσης και αποβάλλει το χαρακτήρα του ως ρυμοτομούμενο ακίνητο (Α.Π. 67/1981, No.Β. 29, 1261, Ε.Λαρ. 174/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο ιδιοκτήτης δε, που στερήθηκε το απαλλοτριούμενο ακίνητο πριν από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, έχει δικαίωμα . να ανακτήσει τη νομή του και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, κατά τις γενικές διατάξεις, για τον χρόνο που στερήθηκε την κατοχή του. Η μη καταβολή της πλήρους αποζημίωσης της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας, αλλά και τη μετάσταση της νομής (Α.Π. 771/1977, Νο.Β. 1978, 490, Α.Π. 444/1975, Ε.Ε.Ν. 1976, 36, Ε.Α. 15.088/1988, Αρχ.Νομ. 1990, 26). Την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη πριν από την καταβολή της αποζημίωσης προβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης στο άρθρο 17 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση, διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη». Το Σύνταγμα, με τη διάταξη, του αυτή, κατοχυρώνει κυρίως τη νομή του ιδιοκτήτη και καθιστά παράνομη κάθε ενέργεια εναντίον της. Επιπλέον, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 και σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση, δύναται με απόφαση της να την ανακαλέσει ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα (4) έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης...Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς....4....κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης...». Από τις ανωτέρω διατάξεις του ως άνω άρθρου του Κ.Α.Α.Α. δε προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και οι ανωτέρω αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξη τους διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους, σύμφωνα με τον νόμο, για μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο με τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εύλογα όρια, με αποτέλεσμα να στερείται ο ιδιοκτήτης το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου «κατά την πραγματική αξία του» και ελεύθερης οικονομικής εκμετάλλευσης αυτού, αποτελούν οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας, που έρχεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική προστασία αυτής. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου, ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση, την υποχρέωση, δε, αυτή δεν αναιρεί το ότι για την άρση απαιτείται τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση προς τον σκοπό να αρθεί η απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (Σ.τ.Ε. 2276/2014, Σ.τ.Ε. 392/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ιδιοκτήτης ακινήτου, που έχει ρυμοτομηθεί κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση αυτή με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης, μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση καινά ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, γιατί η διατήρηση της στην περίπτωση αυτή προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της ιδιοκτησίας. Εάν η Διοίκηση αρνηθεί να προβεί στη νόμιμη (οφειλόμενη) αυτή ενέργεια της, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί να προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της ρητής ή σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης. Το Διοικητικό Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, θα κάνει δεκτή την αίτηση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ακυρώνοντας την άρνηση της Διοίκησης και θα αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο, ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση και δεσμεύσει εκ νέου το ακίνητο, είτε τέλος να θεωρήσει για κάποιο νόμιμο λόγο (δασικός χαρακτήρας, οριοθέτηση αιγιαλού η ρέματος) ότι το ακίνητο παραμένει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, με την οποία βεβαιώνεται η άρση της απαλλοτρίωσης μέχρι την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή την επανεπιβολή σ 'αυτό ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο (Α.Π. 57/2014 Τ.Ν.Π. Νόμος).

 

VII. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1099 Α.Κ., αν ο νομέας απέκτησε τη νομή με παράνομη πράξη, αφαίρεσε δηλαδή υπαίτια από τον κύριο χωρίς τη θέληση του τη νομή του πράγματος, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις των άρθρων 914 επ., 934 επ. Α.Κ. Η αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή συνίσταται σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ' αυτόν της νομής του πράγματος, άρα και το διαφυγόν κέρδος, χωρίς να ενδιαφέρει η καλή ή κακή πίστη αυτού ή αν η ενέργεια του αποτελεί ή όχι ποινικό αδίκημα, προϋποθέτει δε πταίσμα του εναγομένου (Α.Π. 822/2014, Τ.Ν.Π. Νόμος, Ε.Α.7934/2007, Ελλ.Δνη 2008, 1106). Ειδικότερα στην αγωγή που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. AΚ πρέπει να αναφέρονται: α) η ζημιογόνος συμπεριφορά του εναγομένου, β)το παράνομο αυτής, γ)η υπαιτιότητα (αμέλεια ή δόλος), δ) η ζημία (θετική και αποθετική) και ε) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας (Ε. Α. 744/2011, Τ.Ν.Π. Νόμος, Ε. Α. 478/2004, Ελλ.Δνη 2008, 603). Τέλος, το άρθρο 904 παρ. 1 εδ. α' Α.Κ. ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Επίσης, το άρθρο 938 Α.Κ. ορίζει ότι «όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ' αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. Α.Κ. και ειδικότερα αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια υφίσταται αξίωση από τη διάταξη του άρθρου 909 Α.Κ., κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση της ωφέλειας, εφόσον είναι πλουσιότερος, κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στον σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, υφίσταται αξίωση από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 Α.Κ. με ανάλογη επέκταση αυτής, η οποία όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. β' Α.Κ. που εφαρμόζεται στην περίπτωση απόδοσης ωφέλειας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση αποτελεί πλουτισμό από χ ν παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια. Εκ τούτων παρέπεται ότι, για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 ΑΚ) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις ως άνω εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π. 1.439/2014, 3.261/2013, 547/2008 και 562/2004, Τ.Ν.Π. Νόμος). Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει επικουρικό (επιβοηθητικό) χαρακτήρα, με την έννοια ότι χορηγείται από τον νόμο, όταν δεν υπάρχει ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα και βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών άλλη αξίωση που να πηγάζει από άλλη έννομη σχέση (Ολ. Α.Π. 22/2003, Ελλ.Δνη 2003,1261 ΑΠ. 1433/2010, ΧρΙΔ.Δ. 201), 502, Α.Π. 1.014/2010, Τ.Ν.Π. Νόμος). Υπό το πρίσμα αυτό, όταν με την αγωγή ασκείται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την αξίωση του δικαιούχου από αδικοπραξία, θα πρέπει, για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου, να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής αξίωσης ή ότι η τελευταία αξίωση έχει παραγραφεί (άρθρο 938 Α.Κ.). Αν όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού χρησιμοποιείται ως επικουρική βάση της αγωγής, δηλαδή σωρεύεται στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα (υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από αδικοπραξία, άρθρο 219 Κ.Πολ.Δ.), για την πληρότητα της αρκεί να μνημονεύεται η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία («περιελθόν») σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος (άρθρο 938Α.Κ., Α.Π. 28/2010, Τ.Ν.Π. Νόμος, Ε.Πατρ. 281/2002, Αχ.Νομ. 2003,272), χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ή ότι η αξίωση του δικαιούχου έχει παραγραφεί, αφού η έλλειψη των στοιχείων της αδικοπραξίας ή η παραγραφή της αξίωσης που πηγάζει από αυτή θα διαγνωσθούν στην ίδια δίκη (Α.Π. 1468/2010, ΕΦ.Α.Δ. 2011, 100).

 

VIII. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 252, 298, 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ.Α.Π.24/2003).  Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει τη δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό κατάσταση της ζημίας δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσας και ολοκληρωθείσας πράξης του δράστη, από την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατήρησης και μη άρσης της τελευταίας, γεννάται δε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που εκείνη διαρκεί και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξης, με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως η κατά το άρθρο 937 Α.Κ. πενταετής, ως άνω, παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος-προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που εξακολουθεί να υφίσταται η προαναφερόμενη κατάσταση καινά προκαλεί ζημία σ' εκείνον (Α.Π. 292/2016, 1.604,1.605/2014, 1.730/2010, 832/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπόχρεος προς αποζημίωση από αδικοπραξία των οργάνων του είναι Δήμος, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 276 παρ.2 Κ.Δ.Κ.(Ν.3.463/2006), 3 του Ν.Α.31/1968, σύμφωνα με τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις περί προνομίων και στους Ο.Τ.Α., 48 και 49 Ν.Δ.496/1974 (περί Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ), και 140 και 141 Ν. 4.270/2014 (Δημόσιο Λογιστικό), η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δήμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους (το οποίο κατ’ άρθρο 16 του Ν. 4.270/2014 (Δημόσιο Λογιστικό), αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους), μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (πρβλ. με το προϊσχύσαν δίκαιο Α.Π. 1.604,1605/2014, 1.366/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

 

IX. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1046 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, εκείνος δε που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο.

 

Σύμφωνα επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος), είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Ασκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντας, δηλαδή η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστάτευα μενού, από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή» απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ., κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία όμως μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.λπ. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Έτι περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 980 και 982 Α.Κ, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες των άρθρων 974 και 1045 Α.Κ. προκύπτει, ότι όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, όπως είναι π.χ. ο χρησάμενος ή ο κατά παράκληση λαβών, τεκμαίρεται ότι, όσο διατηρεί την κατοχή κατέχει στο όνομα άλλου, δηλαδή ασκεί τη νομή του πράγματος όχι για λογαριασμό του, αλλά για λογαριασμό του νομέα (χρήστη κ.λπ.), δεν μπορεί δε να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, παρά μόνον εφόσον αντιποιηθεί του πράγματος και συντρέξουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 1045 Α.Κ., μάλιστα δε στην περίπτωση ακινήτου η νομή δεν χάνεται για τον νομέα, προτού λάβει γνώση της αντιποίησης της νομής από τον κάτοχο που νεμόταν για λογαριασμό του, το δε τεκμήριο της νομής του άρθρου 980 παρ. 2 Α.Κ. έχει εφαρμογή όχι μόνο κατά τη διάρκεια της έννομης σχέσης (π.χ. χρησιδανείου), που συνδέει τον κάτοχο με το νομέα, αλλά και μετά τη λήξη αυτής, εφόσον ο κάτοχος εξακολουθεί να κατέχει το πράγμα. Με βάση τα προεκτεθέντα, εκείνος που αντιποιείται για τον εαυτό του πλέον τη νομή, εφόσον είναι ενάγων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η αγωγή του και εφόσον είναι εναγόμενος, προκειμένου να αναστρέψει την αγωγή, έχει το βάρος να αποδείξει όχι μόνο ότι μετέβαλε στο μεταξύ βούληση, γιατί άρχισε να νέμεται για τον εαυτό του ή και για τρίτο, αλλά επί πλέον, εφόσον πρόκειται για ακίνητο ότι ο νομέας ή ο κληρονόμος του, έλαβαν γνώση της μεταβολής αυτής και δεν εναντιώθηκαν αποτελεσματικώς και ότι συνεπώς έτσι χάθηκε η νομή για το νομέα ή τους κληρονόμους του (Α.Π.622/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1048 εδ α' του Α.Κ. «η χρησικτησία διακόπτεται με την απώλεια της νομής». Η αναγνώριση από τον χρησιδεσπόζοντα άλλου ως αληθινού κυρίου του πράγματος συνιστά παράλληλα και αναγνώριση αυτού ως νομέα, οπότε επέρχεται διακοπή της χρησικτησίας κατ' άρθρο 1048 Α.Κ., καθώς χάνεται το πνευματικό στοιχείο (animus domini) της νομής (Α.Π. 302/1982, Νο.Β. 1982,1450).

 

Χ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, κατάγεται σε δίκη, κατά την κυρία βάση της, η διάγνωση διαφοράς που δημιουργείται από την υλική πράξη παράνομης δέσμευσης (κατάληψης) από το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. (ΟΤΑ α' βαθμού) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ» του επιδίκου ακινήτου, ιδιοκτησίας ήδη της ενάγουσας, τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» και την αποκατάσταση του διαφυγόντος κέρδους αυτής, ήτοι του πορισμού του κέρδους που ματαιώθηκε, εξαιτίας του ως άνω ζημιογόνου γεγονότος της αυθαίρετης κατάληψης επιδίκου και κατά την επικουρική της βάση ο εξαιτίας της παράνομης αυτής πορισμός ωφέλειας σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της ενάγουσας και όχι η διάγνωση διαφοράς δημοσίου δικαίου που να αφορά τη βεβαίωση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, λόγω παρέλευσης του εύλογου χρόνου παρακατάθεσης της αποζημίωσης. Με την κρινόμενη αγωγή, εισάγεται, λοιπόν, διαφορά, που, αφενός μεν, είναι από τη φύση της ιδιωτικού δικαίου ως απορρέουσα από την προσβολή άσκησης του δικαιώματος της νομής από την εφεσίβλητη επί του επιδίκου ακινήτου, εξαιτίας της αυθαίρετης κατάληψης και διαχείρισης του από το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ, ήτοι αφορά την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του εναγόμενου, αφού η επικαλούμενη στο δικόγραφο της αγωγής παράνομη πράξη του δεν έγινε, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί με την έννοια του άρθρου 305 σε συνδυασμό με το άρθρο 106 Εισ.Ν.ΑΚ., η οποία εκδηλώνεται, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη(βλ. παρ. VI.), με τη χρήση ειδικής κατά τον νόμο υπερέχουσας θέσης αυτού έναντι της ενάγουσας, τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας. Εξάλλου, το γεγονός ότι το καταληφθέν ακίνητο διατέθηκε από το εκκαλούν (Ν.Π.Δ.Δ.) σε κοινή χρήση δεν επιδρά στη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικού δικαίου, όπως αντιθέτως διατείνεται το εκκαλούν με την έφεση του, διότι δε διαλαμβάνεται παράλληλα ισχυρισμός ότι καταβλήθηκε η οφειλόμενη από την αιτία αυτή αποζημίωση ή ότι η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη, ρητής ή συναγόμενης έμμεσα από ενέργειες του ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο κατ' ανοχή του ιδιοκτήτη, κατά την έννοια του άρ. 28 Ν. 3337/1983 (Α.Π. 599/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του ήχθη σε όμοια με το παρόν Δικαστήριο κρίση, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της ότι η κρινόμενη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (και όχι διαφορά δημοσίου δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων ουσίας), ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο και εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος - ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης που προέβαλε πρωτοδίκως και επανεισάγει προς εξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με σχετικό λόγο της έφεσης, ήτοι περί έλλειψης δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προβάλλοντας τον ειδικότερο ισχυρισμό ότι η κρινόμενη διαφορά ως ανήκουσα στο δημόσιο δίκαιο υπάγεται στα διοικητικά δικαστήρια ουσίας, ελέγχονται αβάσιμα και κρίνονται απορριπτέα, πέραν του ότι το παρόν Δικαστήριο ερευνά την έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 4 εδ. α' πρώτη περίπτωση 19 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη, αφού στο δικόγραφο της περιέχονται, κατά τρόπο σαφή, όλα τα αναγκαία στοιχεία που κατά νόμο δικαιολογούν την άσκηση της (άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ήτοι ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα τόσο  κατά την κυρία βάση της (αποζημίωση για το απολεσθέν εισόδημα) όσο και κατά την επικουρική της βάση απόδοσης της ωφέλειας που απεκόμισε το εναγόμενο σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας από την παράνομη κατάληψη του επιδίκου (αδικαιολόγητος πλουτισμός κατά επικουρική διάταξη). Ειδικότερα, στην αγωγή, κατά την κυρία βάση της, προσδιορίζεται το αντικείμενο της και γίνεται αναφορά στην αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου ως άνω Ν.Π.Δ.Δ., ήτοι περιγράφεται επαρκώς: α) η ζημιογόνος συμπεριφορά του εναγόμενου, β) το παράνομο αυτής, γ) η υπαιτιότητα (δόλος), δ)ή ζημία (αποθετική), ήτοι το βάσιμα προσδοκώμενο κέρδος που απώλεσε, και ε)ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αγωγής, κατά την επικουρική της βάση, μνημονεύεται επαρκώς η ωφέλεια που αποκόμισε το εναγόμενο (Ν.Π.Δ.Δ.) εξαιτίας της αδικοπραξίας («περιελθόν») σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, ήτοι τα ωφελήματα που αυτό αποκόμισε από την αποκλειστική χρήση του επιδίκου, υπολογιζόμενα με βάση τη μισθωτική του αξία, συνεπεία της εξοικονόμησης της δαπάνης, στην οποία θα υποβαλλόταν το εναγόμενο, αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα. Μετά από όλα τα παραπάνω και τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη (βλ. παρ. VII.), πρέπει ο προβαλλόμενος πρωτοδίκως ισχυρισμός του εναγόμενου (Ν.Π.Δ.Δ.) και ήδη εκκαλούντος-ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης, περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, που επαναφέρει προς εξέταση με σχετικό λόγο έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος, πέραν του ότι η αοριστία της αγωγής ερευνάται από το δικαστήριο της ουσίας αυτεπαγγέλτως, γιατί ανάγεται στην προδικασία και συνεπώς δεν απαιτείται για την έρευνα αυτής ισχυρισμός του εναγόμενου (Α.Π. 971/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

 

ΧΙ. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης δικαστηρίου, που επαναπροσκομίζονται σε επίσημο αντίγραφο, από το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των προσκομιζομένων μετ' επίκλησης από τους διαδίκους εγγράφων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη - εφεσίβλητη-καθ'ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης  είναι καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». δια συγχώνευσης με απορρόφηση της τελευταίας ως άνω εταιρείας από την εφεσίβλητη, δυνάμει του υπ' αρ../23.9.1998 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών  , το  οποίο  μεταγράφηκε  νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών  του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και με α.α.., η δε υπ'αρ.Κ2-9572/29.09.1998 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίθηκε η ως άνω συγχώνευση, καταχωρίστηκε τη 2α. 10.1998 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών με αριθμό Μ.Α.Ε. 6082/08/Β/86/09 και ανακοίνωση για την εν λόγω καταχώριση δημοσιεύτηκε στο υπ' αρ. 7.797/2.10.1998 Φ.Ε.Κ. (τ. Α.Ε.-Ε.Π.Ε.). Με το ίδιο ως άνω συμβόλαιο, μεταβιβάστηκε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, προς την εφεσίβλητη, μεταξύ άλλων, και το κάτωθι λεπτομερώς περιγραφόμενο ακίνητο, ήτοι ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, ευρισκόμενο στην περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων,  εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης των Αθηνών, στη θέση «Όπλα Αγίου Δημητρίου» ή «Θυμαράκια» των Κάτω Πατησίων και επί των οδών ….., έκτασης κατά τους τίτλους 2.025 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 2.071,75 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Γ'-Δ-Ε-Α στο από Ιανουάριο του έτους 1974 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …. Το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα στη δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης εταιρείας με αγορά, δυνάμει του υπ' αρ../8.4.1974 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ., με α.α. .. Ακολούθως, δυνάμει του από 14.9.1981 Προεδρικού Διατάγματος (Φ.Ε.Κ. Δ' 570/13.10.1981), εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Αθηνών για το οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς ………………, στην περιοχή «Θυμαράκια» ή «Όπλα Αγίου Δημητρίου» Κάτω Πατησίων, με τον χαρακτηρισμό του εν λόγω οικοδομικού τετραγώνου ως κοινόχρηστου χώρου. Σε εφαρμογή του παραπάνω  Προεδρικού Διατάγματος εκδόθηκε στη συνέχεια η υπ' αρ. ./1990 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης της αρμόδιας υπαλλήλου του τμήματος απαλλοτριώσεων της Νομαρχίας Αθηνών, που κυρώθηκε εν μέρει με την υπ' αρ../212/1994 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών. Οι ρυμοτομούμενες εκτάσεις αποτυπώνονται σε πρόχειρο κτηματολογικό διάγραμμα συνταχθέν από την ., καθώς και στο συνοδεύον την υπ' αρ. ./1990 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο τεχνικός υπάλληλος …  και θεώρησε την 8η.10.1990 ο Προϊστάμενος του Β' Τμήματος του Δήμου Αθηναίων ….. Μεταξύ δε των απαλλοτριωθέντων ακινήτων που ευρίσκονται στις ως άνω ρυμοτομούμενες εκτάσεις, περιλαμβανόταν και το προπεριγραφέν ακίνητο της εφεσίβλητης. Το εκκαλούν προέβη τον μήνα Ιούλιο του έτους 1982, ήτοι πριν από οποιαδήποτε συντέλεση της κατά τα ανωτέρω επιβληθείσας απαλλοτρίωσης, σε παράνομη κατάληψη του εν λόγω ακινήτου, καθαιρώντας μαντρότοιχο, μήκους 90 μέτρων και ύψους 2 μέτρων και απομακρύνοντας την ευρισκομένη στον μαντρότοιχο μεταλλική θύρα εισόδου, που είχε τοποθετήσει η ως άνω δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας («ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»), και στη συνέχεια διαμορφώνοντας τον χώρο με δένδρο φύτευση, τοποθέτηση πάγκων και κατασκευή παιδικής χαράς, με αποτέλεσμα να αποβάλει την ενάγουσα από τη νομή του ακινήτου. Για τον λόγο αυτό, η τελευταία άσκησε τη με αριθμ. εκθ. καταθ. ./1983 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,επί της οποίας εκδόθηκε η 8:572/1987 απόφαση,  με την οποία αναγνώρισε την ενάγουσα ως νομέα του επιδίκου ακινήτου, διατάσσοντας παράλληλα την απόδοση του από το εκκαλούν. Η ανωτέρω απόφαση επικυρώθηκε τελεσίδικα, ως προς τις παραπάνω διατάξεις της, με την 10.789/1989 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν άσκησης από το εκκαλούν σχετικής έφεσης του. Η δε, ως άνω δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης με τη με αριθμό Β.Α.Β. 792/1997 αίτηση της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ζήτησε τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για το ανωτέρω απαλλοτριούμενο ακίνητο και επ' αυτής εκδόθηκε η 6.577/8.7.1998 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης στο ποσό των 125.000 δρχ.(και ήδη 366,84 ευρώ) ανά τ.μ. Πλην όμως, το εκκαλούν ουδόλως προέβη, εντός της προβλεπόμενης στα άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 1 του ν.δ. 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη άρθρου 11 παρ. 3 του «Κώδικα  Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων «Κ.Α.Α.Α. - ν. 2882/2001) δεκαοκτάμηνης προθεσμίας σε καταβολή της καθορισθείσας αποζημίωσης, ούτε δημοσιεύτηκε αντιστοίχως εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας γνωστοποίηση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για την παρακατάθεση της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, κατ' άρθρ. 7 παρ. 1 εδ. δ' του Ν. 2.882/2001), εφόσον υπόχρεο προς αποζημίωση ήταν το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. Το ανωτέρω γεγονός συνομολογείται, εξάλλου, από το εκκαλούν σε όλα τα δικόγραφα που κατέθεσε στο Δικαστήριο (άρ. 261 Κ.Πολ.Δ.). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, για την ανωτέρω κηρυχθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση συνέτρεχε λόγος άρσης της ήδη από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000. Για το λόγο αυτόν, η εφεσίβλητη υπέβαλε προς το εκκαλούν καθώς και προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών Πειραιώς και το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. την από 8.10.2002 αίτηση της ζητώντας την άρση της απαλλοτρίωσης, λόγω άπρακτης παρέλευσης δεκαοχτάμηνου από τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού αποζημίωσης, πλην όμως η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παρέλευση άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της. Κατόπιν αυτού, η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον  του  Τριμελούς  Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών σχετική αίτηση, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της ως άνω σιωπηρής απορριπτικής απάντησης της Διοίκησης και την αναγνώριση της αυτοδίκαιης άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Επί της αίτησης αυτής, εκδόθηκε η 5.019/2005 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας αφενός ακυρώθηκε η προαναφερθείσα σιωπηρή αρνητική απάντηση της Διοίκησης επί της από 8.10.2002 αίτησης της εφεσίβλητης και αφετέρου αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να προβεί σε βεβαίωση της αυτοδικαίως επελθούσας ανάκλησης της απαλλοτρίωσης. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω απόφαση και κατόπιν της σχετικής από 20.2.2006 εισήγησης της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως, το Δημοτικό Συμβούλιο του εκκαλούντος με την υπ' αρ. ./20.3.2006 πράξη του, αποφάσισε την έγκριση της ανωτέρω εισήγησης περί τροποποίησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών με  άρση  και επανεπιβολή νέας απαλλοτρίωσης. Ακολούθως δε, με την υπ' αρ.././21.7.2006 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ' αρ. ./7.9.2006 Φ.Ε.Κ. (τ.4° Απαλλοτριώσεων), αποφασίστηκε η άρση και η επανεπιβολή νέας απαλλοτρίωσης του χώρου στο Ο.Τ. . περ. . επί των οδών … (εντός του οποίου περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο) για κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, η έναρξη δε ισχύος της ως άνω απόφασης έλαβε χώρα από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, προκύπτει ότι, αναφορικά με το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται με την υπό κρίση αγωγή αποζημίωση χρήσης από την ενάγουσα, λόγω παράνομης κατάληψης του ακινήτου της, ήτοι για τη χρονική περίοδο από 1.6.2006 έως 31.12.2008, ουδόλως υφίστατο καθεστώς συντελεσμένης απαλλοτρίωσης του επίδικου ακινήτου, καθώς η αρχικώς επιβληθείσα με το από 14-9-1981 Π.Δ. είχε αρθεί και επανεπιβληθεί νέα απαλλοτρίωση, με την υπ' αρ. ././21.7.2006 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (Φ.Ε.Κ. ./7.9.2006, τ.4° Απαλλοτριώσεων), ενώ κανένας από τους διαδίκους δεν ισχυρίστηκε ούτε προέκυψε ότι η μεταγενέστερα επανεπιβληθείσα απαλλοτρίωση τελικά συντελέστηκε, καθώς από κανένα από τα προσκομιζόμενα από τους διάδικους αποδεικτικά μέσα δε συνάγεται αν έχουν ολοκληρωθεί ή εκκινήσει έστω διαδικασίες προσδιορισμού αποζημίωσης για την εν λόγω νεότερη απαλλοτρίωση, ούτε αν έχει λάβει καταβολή ή παρακατάθεση του τυχόν καθορισθέντος ποσού της απαλλοτρίωσης αυτής. Επομένως, εφόσον η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης για την απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας αλλά και της νομής στο εναγόμενο, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, η ενάγουσα, ως ιδιοκτήτρια αυτής, διατηρεί πλήρη δικαιώματα στο ακίνητο, καθιστάμενης παράνομης κάθε ενέργειας προσβολής των δικαιωμάτων αυτών. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την υπ'αρ../28-2-2019 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγόμενου Δήμου, εγκρίθηκε η απευθείας εξαγορά του επίδικου ακινήτου στην τιμή του 1.326.500 ευρώ, κατόπιν πρόβλεψης σχετικού κωδικού στον προϋπολογισμό του εναγόμενου Δήμου, ενώ με την υπ' αρ. ./14.12.2020 απόφαση του ίδιου Δημοτικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε η καταβολή αποζημίωσης ύψους 1.326.500 ευρώ, για την αγορά του επίδικου ακινήτου. Επομένως, δεν υφίσταται βούληση του εναγόμενου να καταβάλει αποζημίωση για τη συντέλεση της εν λόγω απαλλοτρίωσης, καθόσον επιδιώκει την απευθείας αγορά του επίδικου ακινήτου, χωρίς όμως παράλληλα να έχει άρει προηγουμένως το ρυμοτομικό βάρος που επέβαλε στο ακίνητο. Από τα ανωτέρω συνάγεται, άρα, ότι καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα το εκκαλούν παρανόμως και υπαιτίως κατέχει το προπεριγραφέν ακίνητο της εφεσίβλητης, έχοντας προβεί σε κατάληψη του και μετατροπή του σε χώρο πρασίνου, παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, χωρίς ουδέποτε να έχει προβεί από τον μήνα Ιούλιο του έτους 1982 και εντεύθεν σε απόδοση του προς την εφεσίβλητη, αποστερώντας με τον τρόπο αυτόν από την τελευταία την χρήση και κάρπωσή  του. Ομοίως, κρίθηκε από το Δικαστήριο αυτό, με την 3.242/2021 απόφασή του, επί προγενέστερης αγωγής, κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους του εναγόμενου Δήμου, για το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα από 1-3-2005 έως 31-5-2006. Επομένως, θα πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα-εφεσίβλητη, για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 1-6-2006 έως 31-12-2008, αποζημίωση χρήσης, διότι θα μπορούσε το επίδικο ακίνητο να εκμισθωθεί σε τρίτους, ως υπαίθριος χώρος στάθμευσης, καθόσον η περιοχή, στην οποία βρίσκεται, είναι πυκνοδομημένη, με παλαιές πολυκατοικίες, χωρίς χώρους στάθμευσης. Με την εκκαλούμενη, δε, δικαστική απόφαση, επιδικάστηκε ως αποζημίωση χρήσης, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 329.757,236, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως προς το οποίο μάλιστα δεν διατυπώνεται κανένα ειδικό παράπονο από το εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Αντίθετα, δεν εκτιμάται βάσιμος ο ισχυρισμός του   εναγόμενου-εκκαλούντος-ασκούντος   τους πρόσθετους λόγους έφεσης που επαναφέρει προς εξέταση με σχετικό λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη] δεν θα είχε τη δυνατότητα να κάνει οποιαδήποτε νόμιμη χρήση στο επίδικο ακίνητο που θα της απέφερε νόμιμη πρόσοδο, λόγω του ότι αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι πολεοδομικά δεσμευμένο. Ειδικότερα, όπως προελέχθη, για την προηγουμένη της επανεπιβολής αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δυνάμει της αρ. ./ 270/21.7.2006 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών (Φ.Ε.Κ. .7.9.2006, τ.4° Απαλλοτριώσεων), χρονική περίοδο, ήτοι για το πριν από τον Σεπτέμβριο του έτους 2006 διάστημα, έχει βεβαιωθεί η άρση της απαλλοτρίωσης με την ίδια ως άνω απόφαση του Νομάρχη και επομένως αποτελούσε υποχρέωση της Διοίκησης να άρει το συγκεκριμένο ρυμοτομικό βάρος του χαρακτηρισμού του επιδίκου ακινήτου ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου. Για το μετέπειτα, δε, της επανεπιβολής της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης χρονικό διάστημα, μετά τον Σεπτέμβριο του έτους 2006, ουδόλως υφίσταται κώλυμα για τη Διοίκηση να προβεί σε έκδοση βεβαιωτικής πράξης για την επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, κατά τα προαναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη (άρ. 1! Κ.Α.Α.Α.), και να άρει το σχετικό ρυμοτομικό βάρος, εκδίδοντας παράλληλα την απαιτούμενη άδεια για μετατροπή του επίδικου ακινήτου σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης, καθόσον η επανεπιβληθείσα απαλλοτρίωση διατηρείται για υπέρμετρα μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή της, με αποτέλεσμα να στερείται ανεπίτρεπτα η ενάγουσα το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου και ελεύθερης οικονομικής εκμετάλλευσης του. Εκ του αποτελέσματος συνεπώς, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη δεν θα ήταν σε θέση να προβεί στην έκδοση άδειας μετατροπής του επίδικου ακινήτου σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης, καθόσον το εκκαλούν με σειρά παραλείψεων του, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη πράξη της κατάληψης του επίδικου ακινήτου και με τη ζημία που προκλήθηκε, εξακολουθούσε να το διατηρεί παρανόμως στην κατοχή του και αρνείτο αδικαιολόγητα να στέρξει εκουσίως στην άρση της παράνομης κατάστασης που αυτό το ίδιο είχε δημιουργήσει, παραλείποντας να το αποδώσει στην αληθή νομέα και κυρία αυτού, εφεσίβλητη. Επομένως, ο ειδικότερος ισχυρισμός του εναγόμενου που επαναλαμβάνει στο εφετήριο, ότι δηλαδή η ενάγουσα δε θα είχε τη δυνατότητα έκδοσης άδειας για τη μετατροπή του επιδίκου σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης, διότι ήταν πολεοδομικά δεσμευμένο, ελέγχεται αβάσιμος και κρίνεται απορριπτέος.  Επίσης, απορριπτέα ως αβάσιμη κρίνεται και η ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ως προς αμφότερες τις νομικές της βάσεις (κύρια και επικουρική), που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει το εναγόμενο-εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης προς εξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με σχετικό παράπονο που περιέχεται στους πρόσθετους λόγους έφεσης, επικαλούμενο τη διάταξη του άρθρου 937 Α.Κ. και ειδικότερα ότι από τη συντελεσθείσα την 28η-10-1982 γνώση εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης της αυθαίρετης κατάληψης του επίδικου ακινήτου μέχρι την άσκηση της αγωγής (29-12-2011) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας και κατά συνέπεια η ένδικη αξίωση (ως προς αμφότερες τις νομικές της βάσεις) έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ένδικη αδικοπραξία που τέλεσε το εναγόμενο-εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης σε βάρος της ενάγουσας-εφεσίβλητης-καθ'ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, δεν έλαβε χώρα άπαξ, επομένως δεν ολοκληρώθηκε κατά το έτος 1982, και η απαίτηση της εφεσίβλητης, η οποία έχει βάση συνεχιζόμενης αδικοπραξίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί γεννηθείσα από την κατάληψη του ακινήτου από το εκκαλούν. το οποίο παραλείπει προς άρση της αδικοπραξίας, για ολόκληρο τον εφεξής χρόνο, ο οποίος και δεν μπορεί να υπολογισθεί εκ των προτέρων, αλλά αναγεννάται εξακολουθητικώς, εφόσον συνεχίζεται η παράνομη και αυθαίρετη κατάληψη του η δε παραγραφή αρχίζει από της τελευταίας ημέρας. Συνεπώς, η εκ του άρθρου 937 Α.Κ., κατά ανωτέρω αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη (βλ. παρ. VIII.), καθοριζομένη πενταετής παραγραφή δεν αρχίζει ως προς όλη τη ζημία από τότε που επήλθαν οι πρώτες επιζήμιες συνέπειες, αλλά ως προς τις ζημίες που πραγματοποιήθηκαν μεταγενέστερα αρχίζει χωριστή παραγραφή με αφετηρία όχι προγενέστερη του χρόνου της επέλευσης τους, και ειδικότερα από το τέλος του έτους, μέσα στο οποίο εμπίπτουν τα εν λόγω χρονικά σημεία, τα οποία συνεχίζονται, εν προκειμένω, κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2006 έως 31-12-2008, ενώ η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε την 29-12-2011 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Κωνσταντίνου Έξαρχου στο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής), ήτοι πριν από την παρέλευση της ως άνω πενταετούς προθεσμίας της παραγραφής.    Ομοίως, απορριπτέος ως ουσία βάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος που επαναφέρει με σχετικό λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, περί ιδίας κυριότητας επί της επίδικης έκτασης, λόγω συμπλήρωσης χρονικού διαστήματος πλέον των είκοσι ετών, κατά το οποίο το εκκαλούν κατείχε το ακίνητο, ασκώντας επ' αυτού κυριαρχικές πράξεις νομής διανοία κυρίου. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο-εκκαλούν είχε καταλάβει το ακίνητο από το έτος 1982, προβαίνοντας σε πλήρη διαμόρφωση του, ως χώρου πλατείας και πάρκου, συνεπώς αυτό βρισκόταν συνεχώς και αδιαλείπτως στην κατοχή του, γεγονός εξάλλου που συνομολογεί και η ίδια η ενάγουσα-εφεσίβλητη, καθ' υποφοράν ήδη στο δικόγραφο της αγωγής. Πλην όμως, ουδόλως αποδείχθηκε η συνδρομή του πνευματικού στοιχείου της διανοίας κυρίου (animus domini), ώστε να θεωρηθεί ότι το εκκαλούν είχε σε όλη της την έκταση τη νομή του εν λόγω ακινήτου, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη βλ. παρ. ΓΧ.). Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν κατείχε, κατά τον ανωτέρω χρόνο το ακίνητο για τη επίτευξη των σκοπών της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης του, ενώ η εφεσίβλητη ασκούσε, κατά το ίδιο ως άνω διάστημα πλήρως τα δικαιώματα που πηγάζουν από τη νομή και κυριότητα της επί αυτού, καθώς, εντός της προαναφερόμενης χρονικής περιόδου είχε ήδη υποβάλει: α)την από 1.11.1982 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση κατάστασης ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, β) τη με αριθμ. εκθ. καταθ. 5.904/1983 αγωγή αποβολής από τη νομή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ)τη με αριθμό ./1997 αίτηση της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως ιδιοκτήτριας απαλλοτριούμενου ακινήτου, για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης, Το γεγονός δε ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν προέβη επί δεκαετίες σε εκτέλεση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης, με την οποία C/ αναγνωρίστηκε η νομή της επί του επιδίκου ακινήτου και διετάχθη η απόδοση του σε αυτήν δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή ως προς το πνευματικό στοιχείο της νομής, δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή διεγνώσθη αυθεντικά υπέρ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης το επίδικο δικαίωμα. Ακόμα όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το εναγόμενο ενεργούσε επί του ακινήτου κυριαρχικές πράξεις (δένδροφύτευσης, πλακόστρωσης, καλλωπισμού, συντήρησης, καθαριότητας κ.λπ.), με τις οποίες εκδηλωνόταν η πρόθεση του να το εξουσιάζει απεριόριστα, αποκλειστικά και με διάρκεια ήτοι με τέτοιο τρόπο που θα προσιδίαζε σε κύριο αυτού, ώστε να δύνανται να χαρακτηριστούν ενέργειές του, ως πράξεις νομής - εντούτοις το ίδιο προέβαινε, καθ' όλο το εξεταζόμενο, χρονικό διάστημα, με έγγραφα και δικόγραφά του, σε κατά τακτά διαστήματα δηλώσεις αναγνώρισης της εφεσίβλητης και της ως άνω δικαιοπαρόχου αυτής, ως αληθών κυρίων του ακινήτου και, κατά συνέπεια, ως νομέων αυτού, με αποτέλεσμα να επέρχεται διακοπή της χρησικτησίας του εκκαλούντος επί του ακινήτου, κατ' άρθρο 1048 Α.Κ., καθόσον το τελευταίο αποστερούνταν με τις δηλώσεις του αυτές του πνευματικού στοιχείου (animus domini) της νομής. Ειδικότερα, το εναγόμενο, ήδη από την υπ' αρ. πρωτ. ./08.06.1982 επιστολή του που απηύθυνε προς την προαναφερόμενη ανωτέρω δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, αναγνώριζε την τελευταία ως ιδιοκτήτρια αυτού -περιγράφοντας το χαρακτηριστικά ως «άχτιστο χώρο 2.000 μ2 που ανήκει στην Κτηματική Τράπεζα» - και παράλληλα, ενημερώνοντας την τελευταία για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου που είχε λάβει χώρα. την καλούσε να ρυθμίσει τις μεταξύ τους οικονομικές υποχρεώσεις επί τη βάσει συμβολικού τιμήματος που προτίθετο να καταβάλει το εκκαλούν. Την ως άνω επιστολή, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, επικαλέσθηκε το εκκαλούν μεταγενέστερα, κατά το έτος 1990, σε ανύποπτο χρόνο, στο πλαίσιο της από 12.6.1990 ασκηθείσας αναίρεσης του ενώπιον του Αρείου Πάγου και ως βάση υποστήριξης των αναιρετικών του λόγων, ισχυριζόμενο εν προκειμένω ότι είχε στην κατοχή του το επίδικο ακίνητο «με την πλήρη έγκριση, συναίνεση και γνώση» του τότε Διοικητή και νομίμου εκπροσώπου της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης και ειδικότερα «δυνάμει εννόμου σχέσεως και δη συμφωνίας» του τότε Δημάρχου (του εκκαλούντος) και του τότε νομίμου εκπροσώπου (της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης), προβαίνοντας συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, σε ρητή αναγνώριση της κυριότητας και - συνακόλουθα - της νομής της δικαιοπαρόχου εταιρείας της εφεσίβλητης επί του ακινήτου, καθώς αποδέχθηκε ότι το ίδιο το εκκαλούν είχε μόνο κατοχή επί του ακινήτου και μάλιστα δυνάμει συγκεκριμένης συμφωνίας - έγκρισης με την ιδιοκτήτρια αυτού. Εν συνεχεία, δεκαέξι περίπου χρόνια μετά, ήτοι κατά το έτος 2006, το εκκαλούν προέβη εκ νέου, με έγγραφα του, σε αναγνώριση ετέρου προσώπου - και όχι του ιδίου - ως κυρίου του ακινήτου, ήτοι της εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα: α)με το υπ' αρ. . /2.2.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας του εκκαλούντος Δήμου προς τη Διεύθυνση Σχεδίου Πόλεως γνωστοποιήθηκε η πρόβλεψη στον προϋπολογισμό του έτους 2006 Κ.Α.7121 Φ. 10 (Απαλλοτριώσεις κτιρίων-εγκαταστάσεων, κτιρίων-τεχνικών έργων του Δήμου), πίστωσης αποζημίωσης για τον χώρο του επιδίκου ποσού 1.044.910,00, και β)με την υπ' αρ. ./2006 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εκκαλούντος Δήμου, εγκρίθηκε η από 20.2.2006 εισήγηση του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως αυτού, για την ενίσχυση της πίστωσης του Κ.Α.712Ι Φ. 10 με το ποσό των 200.0006 και την τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του οικείου Δήμου με άρση και επανεπιβολή του από 14-9-1981 Π.Δ., αποδεχόμενο συνεπώς το εκκαλούν ότι, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, δεν διέθετε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου. Επιπροσθέτως, από τις από 21-2-2019 και 14-12-2020 αναρτητέες. αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, σε συνδυασμό με το υπ' αρ.πρωτ. ./24-1-2017 έγγραφο του Δημάρχου του εκκαλούντος Δήμου προς την εφεσίβλητη εταιρεία, αποδεικνύεται ότι αποφασίστηκε η απευθείας αγορά του επιδίκου αντί τιμήματος 1.326.500 ευρώ.

 

XII. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, θα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν κατά την κυρία βάση της και να υποχρεωθεί το εναγόμενο, για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας λόγο, να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 329.757,23 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοση της αγωγής, μέχρι εξόφλησης. Έτσι που έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με την απόφαση αυτή (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος που επαναφέρει προς εξέταση με σχετικούς λόγους έφεσης και πρόσθετους λόγους, ελέγχονται ως αβάσιμοι και κρίνονται απορριπτέοι. Εφόσον, λοιπόν, δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης ούτε άλλος πρόσθετος λόγος, πρέπει η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της να απορριφθούν στο σύνολο τους ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Εξάλλου, τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος(άρ. 281 Α.Κ.), ο οποίος συνιστά ένσταση κατά της αγωγής της ενάγουσας, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. προέβαλε στον μεν πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας με τις προτάσεις του, στον δε παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν τον προέβαλε καθόλου ούτε με το δικόγραφο της έφεσης ούτε με εκείνο των πρόσθετων λόγων, όπως έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 520, 525, 527 και 269 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., να είχε κάνει, για να μπορεί το Δικαστήριο να τον λάβει υπόψη του και να αποφανθεί εκ αυτού, χωρίς να αρκεί η προβολή του απλώς με τις δευτεροβάθμιες προτάσεις (βλ. Α.Π.9/2020, 1.597/203δ,Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ.Σαμουήλ. Η έφεση Στʼ εκδ. παρ.544).Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρ. 179, 191 παρ.2, 106 Κ.Πολ.Δ.), λαμβανομένων υπόψη των 6.087 και 6.088/2020 αποφάσεων του Δικαστηρίου αυτού, με τις οποίες απορρίφθηκαν, λόγω -έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, συναφείς αγωγές που αφορούσαν προγενέστερα χρονικά διαστήματα και γι' αυτόν τον λόγο δεν απορρέει από αυτές δεδικασμένο για την κρινόμενη αγωγή, όπως αβασίμως ισχυρίστηκε το εκκαλούν με τις προτάσεις του (άρ. 321, 322,324 Κ.Πολ.Δ.), ελλείψει ταυτότητας αντικειμένου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την υπ' αριθμόν κατάθ. στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./14-6-2016 έφεσή του και τους υπ' αρ. έκθ. κατ. στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού Γ.Α.Κ. ./Ε.Α.Κ. ./7-4-2017 πρόσθετους λόγους έφεσης, κατά της 4.115/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης και απορρίπτει αυτούς κατʼ ουσίαν.

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα τη 14-9-2021 και δημοσιεύτηκε την 1-10-2021, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ