ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΔΕφΑθ 2353/2021

 

Δημοτικά και κοινοτικά κοιμητήρια - Αρμοδιότητα Διοικητικού Εφετείου -.

 

Κρίθηκε ότι το ένδικο βοήθημα που άσκησε ο εκκαλών ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου στρέφεται κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων περί δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων, οι οποίες εντάσσονται στη νομοθεσία περί ΟΤΑ και δεν αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών του. Η εκδίκαση του εν λόγω ένδικου βοηθήματος υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου αποφαινόμενου ανεκκλήτως επ αυτού. Εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω ένδικο βοήθημα ως απαράδεκτο χωρίς να εξετάσει πρωτίστως την αρμοδιότητά του. Τοπικώς αρμόδιο το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στο οποίο πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση.

 

 

Αριθμός απόφασης: 2353/2021

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 7ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουλίου 2021, με δικαστές τις: Μαρία Κάτρη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ελένη Ιατρού, Εφέτη Δ.Δ., και Χρυσηίδα Μαριόλη, Εφέτη Δ.Δ. (εισηγήτρια), και γραμματέα την Ελισσάβετ Ανδρέου,

 

για να δικάσει την έφεση με ημερομηνία κατάθεσης 27-10-2020 (ΑΒΕΜ ./12-11-2020),

 

του ., κατοίκου Κυψέλης Αττικής (οδός .), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Σφακιανάκη,

 

κατά: 1) του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την

επωνυμία «Δήμος Αθηναίων», που εκπροσωπείται νομίμως από το Δήμαρχο του, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Στέλιου Μπεζαντέ, που κατέθεσε την από 31-5-2021 δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2915/2001, και 2) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κυριακής Παναγιωτοπούλου, που κατέθεσε την από 1-7-2021 δήλωση παράστασης, σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του ν. 2717/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2915/2001,

 

και κ α τ ά της 3689/2020 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο διάδικος που παραστάθηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε, σύμφωνα με το νόμο.

 

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

 

Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, ζητείται η εξαφάνιση της 3689/2020 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και η παραπομπή της από 22-12-2016 (αριθμός εισαγωγής δικογράφου: ΠΡ./22-12-2016) προσφυγής που άσκησε ο εκκαλών ενώπιον του Τριμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να εκδικασθεί ως αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τον ορθό, κατά τον εκκαλούντα, νομικό της χαρακτηρισμό, στον αρμόδιο για την εκδίκαση της ακυρωτικό σχηματισμό του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε η παραπάνω προσφυγή του εκκαλούντος, η οποία στρεφόταν κατά της ./2016 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων περί μη έγκρισης εξόφλησης οφειλόμενων τελών οικογενειακού τάφου και επιστροφής του τάφου αυτού στο Δήμο και β) της σιωπηρής απόρριψης από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής της ./5-10-2016 διοικητικής προσφυγής του κατά της ανωτέρω πράξης. Η έφεση αυτή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξεταστεί, περαιτέρω, στην ουσία.

 

Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 702/1977 (Φ.Ε.Κ. Α' 268) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) ... . ια) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πλην εκείνων που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τους, οι οποίες παραμένουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν θίγονται οι διατάξεις, με τις οποίες διαφορές από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου ως διαφορές ουσίας, ιβ) ... » [(όπως η περίπτωση ια' προστέθηκε με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Φ.Ε.Κ. Α' 213/17-12-2010)].

 

Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 12 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Φ.Ε.Κ. Α' 97), ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του. 2. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση υπάγεται ... σε άλλο τακτικό διοικητικό δικαστήριο, παραπέμπει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο δικαστήριο. ... ». Επιπλέον, στο άρθρο 34 του ν. 1968/1991 (Φ.Ε.Κ.Α' 150) ορίζεται ότι: «1. Στις διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακύρωσης αν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει ότι στερείται αρμοδιότητας, επειδή η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό. Η απόφαση περί παραπομπής είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο παραπέφθηκε η υπόθεση εφ' όσον τούτο είναι ισόβαθμο ή κατώτερο του παραπέμποντος. Το αυτό ισχύει, και για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνει ότι το ενώπιον του εισαγόμενο ένδικο μέσο ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Στις ακυρωτικές υποθέσεις, για τις οποίες προβλέπει ειδικώς το άρθρο 1 του ν. 702/1977 το Συμβούλιο της Επικρατείας, εάν κρίνει ότι η υπόθεση είναι της αρμοδιότητας του διοικητικού εφετείου, μπορεί να παραπέμψει σε αυτό ή να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατʼ ουσίαν. 2. Όταν συντρέχει περίπτωση παραπομπής κατά την προηγούμενη παράγραφο, η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων, περί της καταβολής τελών και παραβόλου και γενικώς περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο. 3. ... ».

 

Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 1 του α.ν. 582/1968 «Περί δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων» (Φ.Ε.Κ. Α' 225) ορίζεται ότι: «1. Η ίδρυσις και συντήρησις κοιμητηρίων (νεκροταφείων) ανήκει εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων. 2. ... », στο άρθρο 3 ότι: «1. Τα κοιμητήρια χαρακτηρίζονται ως πράγματα εκτός συναλλαγής, εφ' ών κατά το άρθρον 970 του Αστικού Κωδικός δύναται να αποκτάται ιδιωτικόν δικαίωμα ιδιαίτερον (ειδικόν δικαίωμα) επί ωρισμένου χώρου ταφής. 2. Η παραχώρησις ιδιαιτέρου δικαιώματος ταφής εκ μέρους του διοικούντος το νεκροταφείον δήμου ή κοινότητος αποτελεί διοικητικής φύσεως παραχώρησιν αδείας χρήσεως δημοτικού πράγματος, των σχετικών πράξεων του δήμου ή κοινότητος συνιστωσών εκτελεστός διοικητικός πράξεις. Ο εφ' ού παρέχεται δικαίωμα χρήσεως χώρος δεν αποτελεί περιουσιακόν στοιχείον του προς όν η παραχώρησις και δεν είναι επιδεκτικός οιασδήποτε μεταβιβάσεως προς τρίτους δια πράξεων εν ζωή ή αιτία θανάτου. 3. Δια της συστάσεως οικογενειακού τάφου παρέχεται αποκλειστικόν δικαίωμα ταφής εν αυτώ μόνον του προς όν η παραχώρησις, του συζύγου ή της συζύγου αυτού, των κατ' ευθείαν γραμμήν ανιόντων και κατιόντων αυτού νομίμων, θετών, νομιμοποιηθέντων και αναγνωρισθέντων μετά των συζύγων και κατιόντων αυτών, του πατρός ή μητρός του συζύγου ή της συζύγου του προς όν η παραχώρησις, ως και των μη εχόντων ιδίαν οικογένειαν αδελφών αυτού, εφ' όσον συγκατατίθεται εγγράφως ούτος και μη υπάρχοντος αυτού ο σύζυγος ή η σύζυγος και οι κατιόντες αυτού. Κατ' εξαίρεσιν, δι' αποφάσεως του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου δύναται να επιτραπή η αναγνώρισις δικαιώματος ταφής εις οικογενειακόν τάφον και προσώπων συνδεομένων μετά του αρχικού δικαιούχου και του συζύγου ή της συζύγου αυτού και δι' ετέρου βαθμού συγγενείας εξ αίματος ή αγχιστείας τη προηγουμένη εγγράφω συγκαταθέσει του δικαιούχου ή τούτου μη υπάρχοντος, της συζύγου και των κατιόντων αυτού επί τη καταβολή ιδιαιτέρου δικαιώματος ουχί ελάσσονος του ημίσεος του απαιτουμένου δια την παραχώρησιν δικαιώματος συστάσεως οικογενειακού τάφου».

 

Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, με τη σύσταση οικογενειακού τάφου παραχωρείται στο δικαιούχο και τα περιοριστικώς αναφερόμενα μέλη της οικογένειας του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του α.ν. 582/1968, το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης ορισμένου τάφου. Η σύσταση του οικογενειακού τάφου χωρεί με ρητή πράξη της αρμόδιας δημοτικής αρχής (πρβλ. ΣτΕ 2110/2012, 4171/1999, 1576/1996), με την οποία παραχωρείται η χρήση του τάφου στο δικαιούχο. Ως άδεια χρήσης πράγματος ανήκοντος στη δημόσια περιουσία του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η πράξη παραχώρησης οικογενειακού τάφου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, με την οποία ιδρύεται έννομη σχέση δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου με περαιτέρω συνέπεια ότι ο χώρος, επί του οποίου παρέχεται δικαίωμα χρήσης (ταφής), δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του δικαιούχου (πρβλ. ΣτΕ 3071/2014). Η νομοθεσία δε που διέπει την ίδρυση, συντήρηση και λειτουργία κοιμητηρίων, κατ' εφαρμογή της οποίας οι σχετικές αρμοδιότητες ανατίθενται στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, καθώς και οι, κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων της, εκδιδόμενοι κανονισμοί λειτουργίας των κοιμητηρίων, εντάσσονται στην εν γένει νομοθεσία περί οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 περ. ια' του ν. 702/1977 [πρβλ. ΣτΕ 2137/2020, 3071-2/2014, 496/2011, (Ολομ) ΣτΕ 3582/1999 κ.ά.]. Στη νομοθεσία αυτή υπάγονται οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις για την παραχώρηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων χρήσεως στα δημοτικά κοιμητήρια (πρβλ. ΣτΕ 594/2020, 2820/2012). Συνεπώς, οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων, όπως οι πράξεις παραχώρησης ή άρνησης παραχώρησης οικογενειακού τάφου, οι οποίες εκδόθηκαν, κατ' εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων, υπάγονται, ως ακυρωτικές, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου, δεδομένου και του ότι οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και του ότι οι σχετικές διαφορές δεν έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων ως διαφορές ουσίας (πρβλ. ΣτΕ 2137/2020).

 

Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Το έτος 1953 παραχωρήθηκε το δικαίωμα χρήσης του οικογενειακού τάφου με στοιχεία . στο Α' Κοιμητήριο Αθηνών στη ., ενώ το έτος 1959 αναγνωρίστηκε δικαίωμα χρήσης του ίδιου τάφου στον αδελφό της πιο πάνω δικαιούχου, ., και στους κατιόντες αυτού και το έτος 1966 αναγνωρίστηκε το ίδιο δικαίωμα στην αδελφή της αρχικής δικαιούχου, Ελένη χήρα Νικολάου Παπανικολάου, και στους κατιόντες αυτής. Η τελευταία ταφή στον ανωτέρω τάφο έλαβε χώρα στις 7-3-1980, οπότε ενταφιάσθηκε ο …, παππούς του εκκαλούντος. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στην οικεία κάρτα ενημέρωσης που τηρούνταν στο αρχείο του παραπάνω Κοιμητηρίου διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν καταβληθεί τα προβλεπόμενα τέλη φύλαξης και συντήρησης του προαναφερθέντος τάφου από το έτος 1982. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα δεδομένα του αρχείου του ίδιου Κοιμητηρίου (ταφολόγιο), για την ταφή του … μερίμνησε ο …., οποίος είχε δηλώσει ως ταχυδρομική διεύθυνση την οδό … άνευ περιοχής, ενώ κανένα στοιχείο δεν υπήρχε στο σχετικό φάκελο για πιθανή συγγένεια του τελευταίου με το … ούτε είχαν δηλωθεί ποτέ στοιχεία κάποιου κατιόντα του εν λόγω θανόντος. Το Σεπτέμβριο του έτους 2015 επισκέφθηκε το πιο πάνω Κοιμητήριο ο εκκαλών, ο οποίος προσκόμισε πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, από το περιεχόμενο του οποίου προέκυπτε ότι ήταν εγγονός του …. Ακολούθως, ο εκκαλών κατέθεσε την ./23-11-2015 αίτηση, με την οποία ζήτησε να του επιτραπεί η εξόφληση των τελών του . οικογενειακού τάφου. Η Υπηρεσία του Κοιμητηρίου διαβίβασε το αίτημα του στην Επιτροπή Κοιμητηρίων, η οποία εισηγήθηκε ομόφωνα στο Δημοτικό Συμβούλιο τη μη έγκριση της εξόφλησης των τελών του . οικογενειακού τάφου, διότι η σχετική οφειλή εκκρεμούσε από το έτος 1981 και ο τάφος είχε, ήδη, περιέλθει στο Δήμο. Στη συνέχεια, με την ./2016 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, αφού λήφθηκε υπόψη η ανωτέρω εισήγηση, εγκρίθηκε, βάσει των οικείων νομοθετικών διατάξεων και του Κανονισμού Λειτουργίας Δημοτικών Κοιμητηρίων του Δήμου Αθηναίων, η «μη εξόφληση των οφειλόμενων τελών του οικογενειακού τάφου, πέραν της δεκαετίας, με στοιχεία . του Α' Κοιμητηρίου και επιστροφή του τάφου αυτού στο Δήμο, σύμφωνα με την υπ' αρ. ./16 απόφαση της επιτροπής Κοιμητηρίων». Κατά της παραπάνω απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου ο εκκαλών άσκησε την από 5-10-2016 προσφυγή και την από 14-10-2016 συμπληρωματική προσφυγή ενώπιον της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, οι οποίες απορρίφθηκαν σιωπηρώς. Ακολούθως, ο εκκαλών άσκησε την από 22-12-2016 (αριθμός εισαγωγής δικογράφου: ./22-12-2016) προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, καθώς και με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων που κατέθεσε, ζήτησε την ακύρωση της ./2016 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων περί μη έγκρισης εξόφλησης οφειλόμενων τελών οικογενειακού τάφου και επιστροφής του τάφου αυτού στο Δήμο, καθώς και κάθε πράξης συναφούς με αυτήν. Η παραπάνω προσφυγή απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποίησης του δικηγόρου που υπέγραψε το οικείο δικόγραφο με έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 30 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας τρόπους.

 

Επειδή, ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση και το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα του αμφισβητεί την ορθότητα της παραπάνω απόφασης και ζητεί την εξαφάνιση της. Ειδικότερα, προβάλλει ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έκρινε το Διοικητικό Πρωτοδικείο ότι η προσφυγή του ήταν απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποίησης του δικηγόρου που υπέγραψε το δικόγραφο. Και τούτο, διότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ν. 1968/1991, να εξετάσει, πρωτίστως, αν έχει ή όχι αρμοδιότητα για την εκδίκαση του εισαχθέντος ενώπιον του ενδίκου βοηθήματος και, στη συνέχεια, τη νομιμοποίηση του φερόμενου ως πληρεξούσιου δικηγόρου που το υπέγραψε. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς του, το ασκηθέν από αυτόν ένδικο βοήθημα ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έπρεπε, κατ' αυτεπάγγελτη εξέταση από το εν λόγω Δικαστήριο της αρμοδιότητας του, να παραπεμφθεί για εκδίκαση στον αρμόδιο ακυρωτικό σχηματισμό του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να εκδικασθεί ως αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τον ορθό νομικό του χαρακτηρισμό.

 

Επειδή με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένδικο βοήθημα που άσκησε ο εκκαλών ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στρέφεται κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν, κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων, οι οποίες εντάσσονται στη νομοθεσία περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και δεν αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των Υπηρεσιών τους, κρίνει ότι η εκδίκαση του ανωτέρω ενδίκου βοηθήματος ανήκει, κατ' άρθρο 1 παρ. 1 περ. ια' του ν. 702/1977, στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, αποφαινόμενου ανεκκλήτως επ' αυτής (άρθρο 5Α του ν. 702/1977, όπως ισχύει), καθώς και ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω ένδικο βοήθημα ως απαράδεκτο, χωρίς να εξετάσει, πρωτίστως, την αρμοδιότητα του, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1968/1991, κατ' αποδοχή ως βάσιμου του σχετικώς προβληθέντος λόγου της έφεσης. Είναι δε τοπικώς αρμόδιο για την εκδίκαση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση.

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

- Δέχεται την έφεση.

 

- Εξαφανίζει την 3689/2020 οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

- Κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο για την εκδίκαση του με χρονολογία κατάθεσης 22-12-2016 (αριθμός εισαγωγής δικογράφου: ./22-12-2016) ενδίκου βοηθήματος.

 

- Παραπέμπει στον ακυρωτικό σχηματισμό του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών το ανωτέρω ένδικο βοήθημα.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 14-9-2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του στις 29-9-2021 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου με τη συμμετοχή στη σύνθεση του Εφέτη Δ.Δ. Δημητρίου Καραουλάνη, αντί της Εφέτη Δ.Δ. Ελένης Ιατρού, η οποία, προαχθείσα σε Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ. και τοποθετηθείσα στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, δεν υπηρετεί, πλέον, στο Δικαστήριο.

 

Η ΠΡ0ΕΔΡΟΣ                                   Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΡΗ                              ΧΡΥΣΗΙΔΑ ΜΑΡΙΟΛΗ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΑΝΔΡΕΟΥ