ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΔΕφΑθ 790/2020

 

Προσφυγή ακύρωσης - Φαρμακευτικές εταιρίες - ΕΟΠΥΥ - Οφειλόμενος ΦΠΑ - Υποχρέωση επιστροφής (rebate) - Δίκαιο ΕΕ - Κώδικας ΦΠΑ -.

 

Η βάση επιβολής του ΦΠΑ συνίσταται στην πράγματι ληφθείσα αντιπαροχή. Η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο εκείνου που εισέπραξε ο υποκείμενος στον φόρο. Σε περίπτωση μείωσης της τιμής που επέρχεται έπειτα από την πραγματοποίηση της πράξης, τα κράτη μέλη οφείλουν να μειώσουν τη βάση επιβολής του φόρου, άρα και του ποσού του ΦΠΑ που οφείλει ο υποκείμενος στον φόρο, όταν, κατόπιν μιας πράξης, ο τελευταίος δεν λαμβάνει την αντιπαροχή ή λαμβάνει μόνο ένα μέρος της. Επιβολή στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, κατόχους αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, προκειμένου για κάθε συνταγογραφούμενο από ιατρό φάρμακο, το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., της υποχρεώσεως «επιστροφής» (rebate) στους εν λόγω φορείς ποσού κλιμακούμενου αναλόγως του όγκου πωλήσεων εκάστου φαρμάκου, κάθε τρίμηνο. Συνιστά μια υποχρεωτική από το νόμο χορηγούμενη εκ των υστέρων έκπτωση στο αντίτιμο των ήδη πωληθέντων φαρμακευτικών προϊόντων, που οφείλουν οι φαρμακευτικές εταιρίες προς τους Φ.Κ.Α. και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για την οποία πρέπει να εκδίδεται σχετικό πιστωτικό τιμολόγιο. Δεν συμβιβάζεται προς τις οικείες διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ και της οδηγίας 2006/112 ο υπολογισμός του ΦΠΑ που οφείλει η φαρμακευτική επιχείρηση, ως υποκείμενη στον φόρο, σε βάση ανώτερη του ποσού το οποίο αυτή εν τέλει εισπράττει. Η βάση επιβολής του φόρου πρέπει να μειώνεται κατά το ποσό της έκπτωσης. Προσφυγή ακύρωσης κατά αποφάσεως Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κατά το μέρος που απέρριψε ενδικοφανή προσφυγή κατά της προσφεύγουσας α.ε. Αναβολή έκδοσης οριστικής απόφασης. Διαταγή διενέργειας ελέγχου.

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 790/2020

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 4ο Τριμελές

 

Αποτελούμενο από τις: Μαρία Καλαϊτζή, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Λουκία Σκουρολιάκου, Ελεάνα Λεοντάρη (Εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα τον Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο, δικαστικό υπάλληλο,

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει τη με αριθμό καταχώρησης ΠΡ478/15.5.2019 προσφυγή,

 

τ η ς ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «A. Φ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «A. Α.Ε.», η οποία εδρεύει στο … Αττικής (οδός … αρ. …) και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστείδη Αγγελάκο,

 

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και παραστάθηκε με το Δικαστικό Πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ. Γεώργιο Καφίρη, σύμφωνα με τη με ημερομηνία κατάθεσης 1.11.2019 δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δ.

 

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι   η ε ξ ή ς :

 

1.. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί παράβολο, ποσού 2.469,25 ευρώ (βλ. το ./14.5.2019 διπλότυπο είσπραξης, τύπου Α, Σειράς Θ . της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Φ.Α.Ε. Αθηνών), ζητείται η ακύρωση της ./26.3.2019 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κατά το μέρος που με αυτή απορρίφθηκε η ./26.11.2018 ενδικοφανής προσφυγή (άρθρου 63 του ν. 4174/2013), που η προσφεύγουσα ανώνυμη εταιρία άσκησε κατά της τεκμαιρόμενης αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Φ.Α.Ε. Αθηνών - της οποίας επίσης ζητά την ακύρωση - στην . /30.7.2018 επιφύλαξη του άρθρου 20 του ν. 4174/2013, που η ίδια είχε συνυποβάλει με την από 30.7.2018 και με αριθμό καταχώρησης taxisnet . τροποποιητική δήλωση Φ.Π.Α., περιόδου μηνός Ιουνίου 2017. Με την εν λόγω επιφύλαξη η προσφεύγουσα, κάτοχος αδείας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων, είχε ζητήσει την αναγνώριση του δικαιώματός της να προβεί σε μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α. εκροών της κατά το ποσό των 4.115.412,19 ευρώ, που αφορά το καθαρό ποσό της «πρόσθετης επιστροφής» (rebate) (συνολικό ποσό 4.362.336,92 ευρώ, αναλυόμενο σε καθαρή αξία 4.115.412,19 και Φ.Π.Α. 246.924,73 ευρώ), που κατ' εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 3 του ν. 3918/2011 κλήθηκε να αποδώσει στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου -Μαρτίου 2017 (rebate α' τριμήνου 2017). Περαιτέρω, ζητά να γίνει δεκτή η πιο πάνω επιφύλαξή της, καθώς και να της επιστραφεί νομιμοτόκως το ποσό του Φ.Π.Α. που κατέβαλε αχρεωστήτως, ποσού 246.924,73 ευρώ. Η υπό κρίση προσφυγή παραδεκτώς ασκείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 και 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α' 97) και 63 παρ. 1, 5 και 8 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, ΦΕΚ Α' 170), μόνο κατά της ./26.3.2019 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κατά το μέρος που απέρριψε την παραπάνω ./26.11.2018 ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας και όχι και κατά της ενσωματωθείσας σ' αυτήν τεκμαιρόμενης αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών στην ./30.7.2018 επιφύλαξη, η οποία πλέον απώλεσε την εκτελεστότητά της, ενόψει δε του ότι συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην ουσία της.

2. Επειδή, η Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (L 347), η οποία κωδικοποίησε παλαιότερες διατάξεις της Έκτης Οδηγίας του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977 (77/388/ΕΟΚ) ορίζει στο άρθρο 73 ότι : «Για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, εκτός αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 74 έως 77, η βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνει οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αποκτώντα, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, περιλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την τιμή των πράξεων αυτών.», στο άρθρο 78 ότι : «Στη βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: α) τα τέλη, δικαιώματα, εισφορές και φόροι, με εξαίρεση τον ΦΠΑ, β)..», στο άρθρο 90 αυτής, το οποίο επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο του άρθρου 11 Γ παρ. 1 της έκτης οδηγίας, ότι : «1. Σε περίπτωση ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μείωσης της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη. 2. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής της τιμής, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τη διάταξη της παραγράφου 1.». Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει ότι το άρθρο 90 παρ. 1 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το οποίο ρυθμίζει τις περιπτώσεις ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής ή μείωσης της τιμής που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβαίνουν σε μείωση της βάσης επιβολής του φόρου, άρα και του ποσού του Φ.Π.Α. που οφείλει το υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο, όταν μετά τη διενέργεια της οικείας πράξης το πρόσωπο αυτό δεν λαμβάνει την αντιπαροχή ή ένα μέρος της. Η διάταξη αυτή συνιστά έκφραση της θεμελιώδους αρχής της οδηγίας για τον ΦΠΑ, κατά την οποία η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι λαμβανόμενη αντιπαροχή, συνέπεια δε της αρχής αυτής είναι ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράττει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο εκείνου που έλαβε ο υποκείμενος στο φόρο [βλ. την απόφαση ΔΕΕ της 23ης Νοεμβρίου 2017, C-246/16, σκέψεις 13 και 14, καθώς και τις αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2012, C-588/10, σκέψεις 26 και 27, της 15ης Μαΐου 2014, C-337/13, σκέψη 22, της 12ης Οκτωβρίου 2017, C-404/16, σκέψη 26, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, C- 462/16, σκέψη 32, της 3ης Ιουλίου 1997, C- 330/95, σκέψη 15 κ.ά.]. Το εν λόγω δε άρθρο 90 παράγραφος 1 της οδηγίας για τον ΦΠΑ, το οποίο, στις περιπτώσεις που προβλέπει, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, παρέχει μεν στα τελευταία (κράτη μέλη) ορισμένη διακριτική ευχέρεια κατά την κατάρτιση των μέτρων για τον καθορισμό του ποσού της μείωσης, το στοιχείο, όμως αυτό δεν επηρεάζει, πάντως, το γεγονός ότι η υποχρέωση αναγνώρισης του δικαιώματος για μείωση της βάσης επιβολής είναι επακριβώς καθορισμένη και ανεπιφύλακτη στις περιπτώσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο (βλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 2014, C-337/13 σκέψη 34). Εξάλλου, η παρ. 2 του άρθρου 90 επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον προαναφερόμενο κανόνα, αυστηρά μόνο στην περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής του τιμήματος, στηρίζεται δε στην παραδοχή ότι η μη καταβολή της αντιπαροχής ενδέχεται, υπό ορισμένες περιστάσεις και λόγω του ισχύοντος εντός του οικείου κράτους μέλους δικαίου, να είναι δυσχερώς διακριβώσιμη ή να είναι απλώς προσωρινή (απόφαση της 3ης Ιουλίου 1997, C-330/95, σκέψη 18).

 

3. Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ Α' 248), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 19, με τίτλο «Φορολογητέα αξία στην Παράδοση αγαθών, στην Ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών και στην Παροχή υπηρεσιών» ότι: «1. Στην Παράδοση αγαθών, στην Ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών, καθώς και στην Παροχή υπηρεσιών, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αντιπαροχή που έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής των αγαθών ή αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες από τον αγοραστή, το λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένη με οποιοδήποτε παροχή που συνδέεται άμεσα με αυτή.... 5. Στη φορολογητέα αξία δεν περιλαμβάνονται:

α) Οι χορηγούμενες στον αγοραστή ή το λήπτη εκπτώσεις, εφόσον αποδεικνύονται από στοιχεία, τα οποία εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν.....». Επίσης, στο άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 4308/2014 (ΦΕΚ Α' 251) «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι : «6. Πιστωτικό τιμολόγιο είναι το τιμολόγιο που εκδίδεται για κάθε περίπτωση εκπτώσεων, επιστροφών ή άλλων διαφορών.».

 

4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 35 του ν. 3918/2011 (ΦΕΚ Α' 31), με τίτλο «Καθορισμός ποσού έκπτωσης των φαρμακευτικών εταιριών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου και τα Νοσοκομεία», όπως ισχύει έπειτα από την αντικατάστασή του από το άρθρο 87 παρ. 1 ν. 4472/2017, ΦΕΚ Α' 74, και εφαρμόζεται αναδρομικά από 1.1.2017, σύμφωνα με τη παράγραφο 9 του αυτού άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι: «1. Για κάθε φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα που συνταγογραφείται από ιατρό και το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) και τον Εθνικό Οργανισμό Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) θεσπίζεται «τιμή κοινωνικής ασφάλισης» (εφεξής Τ.Κ.Α.), η οποία συνίσταται επί της τιμής παραγωγού και εισαγωγέα, όπως αυτή ορίζεται στην εκάστοτε ισχύουσα υπουργική απόφαση που καθορίζει τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, μειωμένη κατά τα ποσοστά επιπρόσθετης έκπτωσης των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου...... 3. (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 97 παρ. 7 του ν. 4486/2017, ΦΕΚ Α 115 και ισχύει από 1.1.2017) Οι Κάτοχοι ’δειας Κυκλοφορίας φαρμάκων (ΚΑΚ) υποχρεούνται κάθε τρίμηνο σε ποσό επιστροφής ίσο με το ποσοστό επί των συνολικών πωλήσεων, του προηγούμενου τριμήνου όλων των συσκευασιών, περιεκτικοτήτων και μορφών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος, σύμφωνα με τον τύπο που ακολουθεί... Για την απόδοση του πρόσθετου ποσού επιστροφής λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις του προηγούμενου τριμήνου βάσει των στοιχείων που αντλεί ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και οι Φ.Κ.Α. από το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, το σύστημα σάρωσης συνταγών του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και από το άθροισμα των τιμολογίων που εκδίδουν οι φαρμακευτικές εταιρείες προς τα φαρμακεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στο σύνολό τους και σε κάθε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ. ξεχωριστά. Το ποσό καταβάλλεται αντίστοιχα για το πρώτο τρίμηνο μέχρι 31 Μαΐου, για το δεύτερο τρίμηνο μέχρι 31 Αυγούστου, για το τρίτο τρίμηνο μέχρι 30 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και για το τέταρτο τρίμηνο μέχρι 28 Φεβρουάριου του επόμενου έτους. Η είσπραξη των εν λόγω ποσών γίνεται αποκλειστικά με ευθύνη και μέριμνα των υπηρεσιών των φορέων, στα πλαίσια περιστολής της φαρμακευτικής δαπάνης...4. Η καταβολή του ποσού επιστροφής των παραγράφων 2 και 3 από τον Κ.Α.Κ. ή φαρμακευτική εταιρεία μπορεί να γίνει είτε με απευθείας κατάθεση μετρητών στον λογαριασμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή του ΦΚΑ και του νοσοκομείου, είτε μέσω συμψηφισμού του ποσού επιστροφής με αντίστοιχες οφειλές του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή του νοσοκομείου προς τις φαρμακευτικές εταιρείες για προμήθεια φαρμάκων στα φαρμακεία τους. 5. Ο Ε.Ο.Π.Π.Υ. δύναται να συμψηφίζει με απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου τα οφειλόμενα από τους Κατόχους ’δειας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων ποσά, που προκύπτουν από την υποχρέωσή τους επιστροφής (rebate) των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, με ισόποσες οφειλές του προς τους Κ.Α.Κ., από την προμήθεια φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων για τα φαρμακεία του, τα Νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., τους συμβεβλημένους παρόχους και τους εποπτευόμενους από το Υπουργείο Υγείας Φορείς και Οργανισμούς καθώς και τα υπαγόμενα σε αυτό Ν.Π.Ι.Δ.. και Ν.Π.Δ.Δ. Εφόσον μετά τον συμψηφισμό ως ανωτέρω, παραμένει ανεξόφλητο ποσό απαιτήσεων ή σε περίπτωση κατά την οποία φαρμακευτικές εταιρείες ή Κ.Α.Κ. φαρμακευτικών σκευασμάτων δεν έχουν απαιτήσεις έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., αλλά μόνο έναντι νοσοκομείων, τότε οι απαιτήσεις του Ε.Ο.Π.Π.Υ. έναντι των φαρμακευτικών εταιρειών ή των Κ.ΑΚ από το ποσό επιστροφής (rebate) που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου δύνανται να εκχωρούνται κατόπιν απόφασης του Διοικητικού του Συμβουλίου, προς τα νοσοκομεία έναντι καταβολής νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης ασφαλισμένων του, τα δε νοσοκομεία συμψηφίζουν υποχρεωτικά το ποσό των ανωτέρω εκχωρούμενων προς αυτά απαιτήσεων με οφειλές τους προς τις φαρμακευτικές εταιρείες και τους Κ.Α.Κ. φαρμακευτικών σκευασμάτων. Ο συμψηφισμός γίνεται μόνο μεταξύ των εκχωρηθέντων προς τα νοσοκομεία, κατά το προηγούμενο εδάφιο, απαιτήσεων και εκκαθαρισμένων οφειλών των νοσοκομείων προς φαρμακευτικές εταιρείες ή Κατόχους Αδείας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμακευτικών σκευασμάτων που δημιουργήθηκαν εντός του ίδιου έτους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας καθορίζονται τα ποσά που κάθε φορά εκχωρούνται και συμψηφίζονται κατά τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, η σχετική διαδικασία, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων. 6. α)...γ) Οι εταιρείες δικαιούνται βεβαίωσης καταβολής του ποσού επιστροφής για φορολογική χρήση.....». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α' 41) : «2. Το εκάστοτε καταβληθέν ποσό της επιστροφής (rebate) της παρ.1 του άρθρου 35 του ν. 3918/2011 όπως ισχύει κάθε φορά.... εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα ως παραγωγική δαπάνη του τελικώς καταβάλλοντος το ποσό αυτό.». Με τις παραπάνω διατάξεις επιβλήθηκε στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, κατόχους των αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, προκειμένου για κάθε συνταγογραφούμενο από ιατρό φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., η υποχρέωση «επιστροφής» στους εν λόγω φορείς ποσού κλιμακούμενου αναλόγως του όγκου πωλήσεων εκάστου φαρμάκου σε ορισμένη χρονική περίοδο (κάθε τρίμηνο). Το μέτρο αυτό (rebate), με το οποίο επιδιώκεται η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, συνίσταται σε περιορισμό χρηματικών απαιτήσεων που απορρέουν από εξωνοσοκομειακές πωλήσεις φαρμάκων προς χρήση των ασφαλισμένων, των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως (Φ.Κ.Α.) με (ολική ή μερική, κατά περίπτωση) κάλυψη της δαπάνης από τους Φ.Κ.Α. και όχι σε επιβολή φόρου ή κοινωνικής εισφοράς ως πόρου των Φ.Κ.Α., συμβάλλει δε στην βελτίωση των οικονομικών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και εντεύθεν στην διατήρηση του αντίστοιχου -σημαντικού- κύκλου εργασιών των δραστηριοποιουμένων στον χώρο αυτόν επιχειρήσεων, χωρίς να επιβαρύνουν τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητές τους στην αγορά του φαρμάκου, ενώ, κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α' 41), το ποσό της «επιστροφής» εκπίπτει ως παραγωγική δαπάνη από τα ακαθάριστα έσοδα των υπόχρεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας (άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε' ν. 2238/1994, Α' 151). Εξάλλου, για τον περιορισμό αυτό, ο οποίος δεν εδράζεται στην βούληση των κατόχων αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) φαρμάκων, αλλά επιβάλλεται μονομερώς με διατάξεις διοικητικού δικαίου, εκδίδονται κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης και, ακολούθως, εκτελεστές ατομικές πράξεις των οργάνων των Φ.Κ.Α., το περιεχόμενο των οποίων εξαντλείται στην αναζήτηση επιστρεπτέων ποσών και σε τυχόν συμψηφισμό απαιτήσεων, οι οποίες υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α' του Συντάγματος (ΣτΕ 1282/2017, 349/2015 κ.α).

 

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής : Με τις ΔΒ4Α/./29.5.2017 και ΔΒ4Α/./29.5.2017 πράξεις του Προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), η προσφεύγουσα φαρμακευτική εταιρεία κλήθηκε να αποδώσει στον εν λόγω Οργανισμό, κατ' εφαρμογή του άρθρου 35 του ν. 3918/2011, «ποσά επιστροφής» (rebate), ύψους 64.823,00 και 4.297.513,92 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά, το ποσό των 4.362.336,92 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου 2017 (rebate α' τριμήνου 2017). Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στα οφειλόμενα «ποσά επιστροφής», κατά τους υπολογισμούς του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για τα φαρμακευτικά προϊόντα της προσφεύγουσας, για τα οποία η ιδία είναι Κάτοχος ’δειας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) (βλ. την … πράξη), αλλά και για εκείνα που Κάτοχος ’δειας Κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) είναι η εγκατεστημένη στην Αγγλία θυγατρική εταιρία «A. LTD UNITED KINGDOM» (βλ. την … πράξη), της οποίας έχει διοριστεί, σύμφωνα με την ισχύουσα φαρμακευτική νομοθεσία, διανομέας και τοπικός αντιπρόσωπος στην ελληνική αγορά, που συνταγογραφήθηκαν από γιατρούς και το τίμημα των οποίων καλύπτεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και χορηγήθηκαν στους ασφαλισμένους - ασθενείς από ιδιωτικά φαρμακεία και φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ (βλ. αναλυτικό συνημμένο σε καθεμία από τις πιο πάνω πράξεις πίνακα ανά φάρμακο και ποσό επιστροφής). Ακολούθως, η προσφεύγουσα εξέδωσε αντίστοιχα (με εσωτερική υφαίρεση του Φ.Π.Α.) προς τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τα ./6.6.2018 και ./6.6.2018 πιστωτικά τιμολόγια για τα παραπάνω ποσά των 64.823,00 ευρώ (αναλυόμενο σε καθαρή αξία ποσού 61.153,77 ευρώ και ποσού ΦΠΑ - υπολογιζόμενο με συντελεστή 6%- 3.669,23 ευρώ) και 4.297.513,92 ευρώ (αναλυόμενο σε καθαρή αξία ποσού 4.054.258,42 ευρώ και ποσού ΦΠΑ 243.255,50 ευρώ) που κλήθηκε να επιστρέψει, τα οποία και απέστειλε στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., στις 22.6.2018. Στις 30.7.2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε τη με αριθμό καταχώρησης taxisnet . τροποποιητική δήλωση Φ.Π.Α., φορολογικής περιόδου μηνός Ιουνίου 2017 (χρεωστικού υπολοίπου 301.163,73 ευρώ), συνυποβάλλοντας, παράλληλα, προς τη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών την ./30.7.2018 επιφύλαξη του άρθρου 20 του ν. 4174/2013. Με την επιφύλαξη αυτή η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι το σύστημα επιστροφής (rebate) του άρθρου 35 του ν. 3918/2011 (όπως ισχύει, από 1.1.2017, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 87 του ν. 4472/2017) συνιστά μια υποχρεωτική από το νόμο χορηγούμενη εκ των υστέρων έκπτωση που οφείλουν οι φαρμακευτικές εταιρίες προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) και τον Εθνικό Οργανισμό Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), για τις πωλήσεις συνταγογραφηθέντων από γιατρούς φαρμακευτικών προϊόντων τους προς ασφαλισμένους των εν λόγω φορέων (Φ.Κ.Α. και Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) που καλύπτουν ολικώς ή μερικώς το τίμημα και οι οποίες (πωλήσεις) έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στην ελληνική αγορά δια μέσου φαρμακαποθηκών, χονδρεμπόρων, ιδιωτικών φαρμακείων και φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., με συνέπεια την αντίστοιχη μείωση του τιμήματος των πωλήσεων αυτών, η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον επαναπροσδιορισμό του Φ.Π.Α. εκροών που η ίδια οφείλει. Ενόψει αυτών, ζήτησε την αναγνώριση του δικαιώματός της να προβεί σε μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α. εκροών της κατά το ποσό των 4.115.412,19 ευρώ, που αφορά το καθαρό ποσό της «πρόσθετης επιστροφής» (rebate) που απέδωσε στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. (συνολικό ποσό 4.362.336,92 ευρώ, αναλυόμενο σε καθαρή αξία 4.115.412,19 και Φ.Π.Α. 246.924,73 ευρώ), κατ’ εφαρμογή των προβλεπομένων στα άρθρα 19 παρ. 1 και 5 του Κώδικα Φ.Π.Α. και 90 παρ. 1 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, καθώς και την έντοκη επιστροφή του αναλογούντος φόρου, ύψους 246.924,73 ευρώ. Κατά της σιωπηρής απόρριψης της επιφύλαξής της από τον Προϊστάμενο της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, την ./26.11.2018 ενδικοφανή προσφυγή, με την οποία υποστήριξε ότι εφόσον το συνολικό ποσό επιστροφής «rebate», που κλήθηκε να επιστρέψει στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για το Α' τρίμηνο του έτους 2017, και το οποίο συμψηφίστηκε, στις 30.6.2017 (σχετ. το ./14.6.2017 ένταλμα), με αντίστοιχες εκκρεμείς οφειλές του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς αυτήν, συνιστά μια υποχρεωτική εκ του νόμου χορηγούμενη εκ των υστέρων έκπτωση επί της αρχικής τιμής πώλησης των φαρμακευτικών της προϊόντων - πωλήσεις για τις οποίες έχει ήδη αποδώσει στο Δημόσιο τον ανάλογο Φ.Π.Α. με τις σχετικές περιοδικές δηλώσεις που υπέβαλε, κατά τη φορολογική περίοδο έκδοσης των οικείων αρχικών τιμολογίων πώλησης -πρέπει κατά το εν λόγω ποσό της έκπτωσης, για το οποίο εξέδωσε τα μνημονευόμενα πιστωτικά τιμολόγια, να μειωθεί, για την επιβολή του Φ.Π.Α., η φορολογητέα βάση των εκροών της και κατά συνέπεια, να της επιστραφεί νομιμότοκα ο επιπλέον Φ.Π.Α. εκροών της που καταβλήθηκε χωρίς να οφείλεται. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς της, η σιωπηρή άρνηση της φορολογικής διοίκησης να δεχθεί τα προαναφερόμενα αντίκειται στις ρυθμίσεις του άρθρου 19 παρ. 5 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) σε συνδυασμό με το άρθρο 90 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, C- 462/16) και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, κατ' άρθρο 20 του Χάρτη των θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στις αρχές της καλής νομοθέτησης, της χρηστής διοίκησης και της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικούμενου στη φορολογική αρχή. Η παραπάνω ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι η απόδοση των ποσών rebate, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν. 3918/2011, αποτελεί περιορισμό χρηματικής απαίτησης η οποία φορολογικά αντιμετωπίζεται ως παραγωγική δαπάνη, χωρίς να προβλέπεται από τις ισχύουσες, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, διατάξεις η διαδικασία έκδοσης πιστωτικών τιμολογίων, η δε 1035/2019 απόφαση της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ Β' 235/5.2.2019), με την οποία, κατά τροποποίηση της ΠΟΛ 1115/2016, προβλέφθηκε πλέον η έκδοση πιστωτικού τιμολογίου και στην περίπτωση του rebate (άρθρο 35 παρ. 3 του ν. 3918/2011), δεν ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ η επικαλούμενη C- 462/16 απόφαση του ΔΕΕ αφορά σε έκπτωση που παρέχεται βάσει εθνικού νόμου από φαρμακευτική επιχείρηση σε ιδιωτικό ασφαλιστικό ταμείο και ως εκ τούτου, αναφέρεται σε διαφορετική περίπτωση.

 

6. Επειδή, ήδη, η προσφεύγουσα με την προσφυγή, καθώς και με τα υπομνήματα που υπέβαλε, ζητά την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, επαναλαμβάνοντας όσα προέβαλε με την ενδικοφανή της προσφυγή, καθώς και τη νομιμότοκη, από 30.7.2018, επιστροφή σ' αυτήν του μνημονευόμενου αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού Φ.Π.Α. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, σε ακριβή αντίγραφα: 1) τις ΔΒ4Α/./29.5.2017 και ΔΒ4Α/./29.5.2017 πράξεις του Προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) μαζί με αναλυτικό, συνημμένο σε καθεμία από τις εν λόγω πράξεις, πίνακα ανά φάρμακο και ποσό επιστροφής, με τις οποίες κλήθηκε να επιστρέψει στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου 2017, τα οφειλόμενα ποσά (rebate) ύψους 64.823,00 και 4.297.513,92 ευρώ αντίστοιχα, 2) τα ./6.6.2018 και ./6.6.2018 πιστωτικά τιμολόγια που εξέδωσε προς τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ και αφορούν αντίστοιχα τα ποσά rebate που της ζητήθηκαν με τα προαναφερόμενα  ΔΒ4Α/./29.5.2017   και  ΔΒ4Α/./29.5.2017 έγγραφα αυτού, αναλυόμενα σε καθαρή αξία ποσού 61.153,77 και 4.054.258,42 ευρώ και ποσού ΦΠΑ με συντελεστή 6% 3.669,23 και 243.255,50 ευρώ με την ίδια αντιστοιχία και 3) τα με αριθμό πρωτοκόλλου κατάθεσης στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ ./22.6.2018 και ./22.6.2018 έγγραφα αυτής που απευθύνονται στην Διεύθυνση Οικονομικών του Ε.Ο.Π.Υ.Υ, με θέμα «Αποστολή πιστωτικών τιμολογίων μας (κατόπιν συμψηφισμού ποσού Rebate προς ισόποσες οφειλές σας)». Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με τη σχετική έκθεση των απόψεων του Προϊστάμενου της Υποδιεύθυνσης νομικών θεμάτων της ΑΑΔΕ, ζητά την απόρριψη της προσφυγής, ισχυριζόμενο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή.

 

7. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας υπόψη ότι :1) από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 και 5 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), ερμηνευομένων υπό το φως της θεμελιώδους αρχής που απορρέει από την οδηγία 2006/112/ΕΚ, ότι η βάση επιβολής του φόρου συνίσταται στην πράγματι ληφθείσα αντιπαροχή και ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ως ΦΠΑ ποσό υψηλότερο εκείνου που εισέπραξε ο υποκείμενος στον φόρο και έκφραση της οποίας αποτελεί η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 90 αυτής, που προβλέπει ότι σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, μείωσης της τιμής που επέρχεται έπειτα από την πραγματοποίηση της πράξης, τα κράτη μέλη οφείλουν να μειώσουν τη βάση επιβολής του φόρου, άρα και του ποσού του ΦΠΑ που οφείλει ο υποκείμενος στον φόρο, όταν, κατόπιν μιας πράξης, ο τελευταίος δεν λαμβάνει την αντιπαροχή ή λαμβάνει μόνο ένα μέρος της και 2) ότι, βάσει της διάταξης του άρθρου 35 παρ. 3 του ν. 3918/2011, επιβλήθηκε στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, κατόχους αδειών κυκλοφορίας (Κ.Α.Κ.) των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, προκειμένου για κάθε συνταγογραφούμενο από ιατρό φάρμακο, το τίμημα του οποίου καλύπτεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., η υποχρέωση «επιστροφής» (rebate) στους εν λόγω φορείς ποσού κλιμακούμενου αναλόγως του όγκου πωλήσεων εκάστου φαρμάκου, κάθε τρίμηνο, που ουσιαστικά συνιστά μια υποχρεωτική από το νόμο χορηγούμενη εκ των υστέρων έκπτωση στο αντίτιμο των ήδη πωληθέντων φαρμακευτικών προϊόντων, που οφείλουν οι φαρμακευτικές εταιρίες προς τους Φ.Κ.Α. και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για την οποία πρέπει να εκδίδεται σχετικό πιστωτικό τιμολόγιο, με αποτέλεσμα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, και ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, να μη συμβιβάζεται προς τις μνημονευόμενες διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) και της οδηγίας ο υπολογισμός του ΦΠΑ που οφείλει η φαρμακευτική επιχείρηση, ως υποκείμενη στον φόρο, σε βάση ανώτερη του ποσού το οποίο αυτή εν τέλει εισπράττει και επομένως, η βάση επιβολής του φόρου πρέπει να μειώνεται κατά το ποσό της έκπτωσης, χωρίς, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 4052/2012, με την οποία ορίζεται ότι το ποσό επιστροφής (rebate) εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα των υπόχρεων σε πληρωμή του ως παραγωγική δαπάνη, να ασκεί επιρροή, καθόσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος σχετικά με την έκπτωση δαπανών του φορολογούμενου από τα ακαθάριστα έσοδά του, προκειμένου να προσδιορισθεί το φορολογητέο του εισόδημα και όχι τον ΦΠΑ. Περαιτέρω, το Δικαστήριο εκτιμώντας ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα φαρμακευτική εταιρία, η οποία κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 35 παρ. 3 του ν. 3918/2011, κλήθηκε με τις προαναφερόμενες πράξεις του Προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) να επιστρέψει συνολικά το ποσό των 4.362.336,92 ευρώ, για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου 2017 (rebate α' τριμήνου 2017), και για το οποίο εξέδωσε τα πιο πάνω πιστωτικά τιμολόγια, δεν προκύπτει αφενός ότι το εν λόγω ποσό πράγματι επιστράφηκε η συμψηφίστηκε με οφειλές του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς την ίδια, αφού δεν προσκομίζεται το επικαλούμενο σχετικό ένταλμα, αφετέρου ότι το ποσό αυτό δεν έχει τυχόν περιληφθεί, μετά την καταβολή του, σε αντίστοιχη δήλωση ΦΠΑ με συνέπεια, ο ανάλογος φόρος να έχει συμψηφιστεί (έκπτωση του φόρου εισροών από το φόρο εκροών), το Δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, κρίνει αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει τη διενέργεια ελέγχου, κατά τα άρθρα 151 και 152 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

 

Υποχρεώνει τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, να διενεργήσει έλεγχο ΦΠΑ και να προσκομίσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου (Τμήμα 4ο), μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την επίδοση σ' αυτόν αντιγράφου της παρούσας απόφασης, έκθεση ελέγχου, στην οποία να αναφέρεται : 1) εάν στις δηλώσεις ΦΠΑ που η προσφεύγουσα φαρμακευτική εταιρία αρχικά υπέβαλε, με βάση τα οικεία τιμολόγια πώλησης, είχε συμπεριλάβει το ποσό των 4.362.336,92 ευρώ (καθαρή αξία 4.115.412,19 και Φ.Π.Α. 246.924,73 ευρώ), 2) εάν το ποσό αυτό της έκπτωσης τυχόν έχει περιληφθεί σε δήλωση ΦΠΑ της προσφεύγουσας από το μήνα Μάιο 2017 και μετά και έχει συμψηφιστεί ο ανάλογος ΦΠΑ (έκπτωση φόρου εισροών από το φόρο εκροών) και εάν ναι, σε τι ποσό ακριβώς ανέρχεται αυτός και 3) σε περίπτωση που δεν έχει λάβει χώρα τέτοιος συμψηφισμός, να υπολογιστεί εκ νέου ο ΦΠΑ που οφείλεται με βάση την ./30.7.2018 επιφύλαξη που έχει υποβληθεί από την προσφεύγουσα και εάν προκύπτει φόρος για επιστροφή, σε ποιό ποσό ανέρχεται αυτός. Επίσης, υποχρεώνει την προσφεύγουσα εταιρία να προσκομίσει στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι κατέβαλε ή συμψήφισε τα συγκεκριμένα οφειλόμενα από αυτήν ποσά επιστροφής (rebate) στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., για τα οποία και εξέδωσε τα σχετικά ./6.6.2018 και ./6.6.2018 πιστωτικά τιμολόγια ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της ζητηθεί. Στη συνέχεια, η υπόθεση να εισαχθεί σε νέα δικάσιμο που θα οριστεί, κατά την οποία οι διάδικοι θα κληθούν να παραστούν.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2020, με τη συμμετοχή της δικαστικής υπαλλήλου Ευτυχίας Σιδερή, λόγω απουσίας με άδεια του δικαστικού υπαλλήλου Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλου.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΗ               ΕΛΕΑΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΥΤΥΧΙΑ ΣΙΔΕΡΗ