ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΤρΔΕφΑθ 3048/2020
Αστική ευθύνη δημοσίου - Αναγκαστική απαλλοτρίωση
- Μη ορθός κτηματολογικός πίνακας - Συστατικά - Δεδικασμένο - Συντρέχον πταίσμα
-.
Υποχρέωση
του Δημοσίου σε αποζημίωση λόγω μη ορθού κτηματολογικού πίνακα επί αναγκαστικής
απαλλοτριώσεως. Συντρέχον πταίσμα. Αν τα αρμόδια διοικητικά όργανα που
συνέταξαν τον κτηματολογικό πίνακα, που πρέπει να προσκομίζεται ενώπιον του
αρμοδίου για τον καθορισμό της αποζημίωσης πολιτικού δικαστηρίου, παραλείψουν
να περιλάβουν σε αυτόν τα συστατικά ή επικείμενα του ακινήτου που
απαλλοτριώθηκε, εξαιτίας δε της παράλειψης αυτής, δεν καθορισθεί από το αστικό
δικαστήριο αποζημίωση για τα επίμαχα συστατικά ή επικείμενα, ο δικαιούχος της
αποζημίωσης διατηρεί την ευχέρεια να ασκήσει ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου
διοικητικού πρωτοδικείου αγωγή ζητώντας ως αποζημίωση το ισόποσο της αξίας των
συστατικών αυτών. Τούτο ισχύει και για την περίπτωση εσφαλμένης αναγραφής του
εμβαδού, του όγκου και των άλλων προσδιοριστικών στοιχείων της αξίας του απαλλοτριούμενου ακινήτου και των κτισμάτων και κατασκευών
που έχουν ανεγερθεί σ αυτό. Δεδικασμένο από την απόφαση του πολιτικού
δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζονται οι δικαιούχοι αποζημίωσης και
προσδιορίζεται το ύψος αυτής. Δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη
ή ανυπαρξία υποχρέωσης προς αποζημίωση για τα τμήματα του ακινήτου που δεν
περιλήφθηκαν στον κτηματολογικό πίνακα και το διάγραμμα. Δεν προέκυψε συντρέχον
πταίσμα της ζημιωθείσας ανώνυμης εταιρίας.
Αριθμός απόφασης 3048/2020
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 4ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τις:
Μαρία Καλαϊτζή, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Λουκία Σκουρολιάκου,
Ελεάνα Λεοντάρη
(Εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την Ευτυχία Σιδερή,
δικαστική υπάλληλο,
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε
δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει τις με
αριθμούς καταχώρησης ΕΦ./9.4.2019 και ΕΦ./9.4.2019 εφέσεις,
Α) του Ελληνικού Δημοσίου,
που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με τη Δικαστική
Πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Αγγελική Λεκάκη, σύμφωνα με τη με ημερομηνία κατάθεσης
3.1.2020 δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δ.,
κατάτης
ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΛΑΜΔΑ ΒΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σμόλικα αρ. 13
και Δυρραχίου) και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Απόστολο
Παπακωνσταντίνου, σύμφωνα με τη με ημερομηνία κατάθεσης 13.1.2020 δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ.
και
Β) της ανώνυμης εταιρίας
με την επωνυμία «ΛΑΜΔΑ ΒΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που
εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σμόλικα αρ. 13 και
Δυρραχίου) και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Απόστολο
Παπακωνσταντίνου, σύμφωνα με τη με ημερομηνία κατάθεσης 13.1.2020 δήλωση αυτού,
κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ.,
κ α τ ά τ ο υ Ελληνικού
Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με τη
Δικαστική Πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Αγγελική Λεκάκη, σύμφωνα με τη με ημερομηνία
κατάθεσης 3.1.2020 δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δ.
Μετά τη συνεδρίαση το
Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς :
1. Επειδή, με την
κρινόμενη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, για την άσκηση της οποίας δεν
απαιτείται, κατά νόμο, η καταβολή παραβόλου, επιδιώκεται παραδεκτώς
η εξαφάνιση της 19754/2018 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου της Αθήνας (Τμήμα 13ο), κατά το μέρος που έγινε εν μέρει δεκτή η
με χρονολογία κατάθεσης 20.11.2012 αγωγή της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας, με
την επωνυμία «ΛΑΜΔΑ ΒΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» κατά του
Ελληνικού Δημοσίου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει σ` αυτή εντόκως με
επιτόκιο 6%, από 23.11.2012 έως την εξόφληση, το ποσό των 79.835,63 ευρώ, κατ`
εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ). Το εν λόγω ποσό επιδικάστηκε στην εφεσίβλητη, ως
χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη εξαιτίας
της παράνομης παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Περιβάλλοντος
Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) να συμπεριλάβουν στον οικείο
κτηματολογικό πίνακα, που καταρτίστηκε το έτος 2000 και διορθώθηκε το έτος
2001, τα επικείμενα συστατικά που ανήκουν στο ακίνητο ιδιοκτησίας της που απαλλοτριώθηκε και βρίσκεται στη συμβολή οδών Π. Ράλλη και Κηφισού, στην θέση «Ελαιώνα», στη περιοχή του -τότε- Δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη (με αριθμ.
κτηματολογικού πίνακα .), η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη αποζημίωσης
για τα εν λόγω επικείμενα συστατικά. Εξάλλου, με την κρινόμενη έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΛΑΜΔΑ ΒΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», για την
άσκηση της οποίας καταβλήθηκε παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ (βλ. το με κωδικό
./14.3.2019 ηλεκτρονικό παράβολο), ζητείται παραδεκτώς
η εξαφάνιση της ίδιας πιο πάνω απόφασης και να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή
της κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία είχε ζητήσει αποζημίωση συνολικού
ποσού 148.513,79 ευρώ (114.243,79 ευρώ θετική ζημία και 34.270,00 ευρώ
διαφυγόντα κέρδη). Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά
της ίδιας δικαστικής απόφασης, είναι συναφείς, κατά την έννοια των διατάξεων
του άρθρου 122 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και πρέπει να συνεκδικασθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 125 του
ίδιου Κώδικα.
2. Επειδή, στο άρθρο 105
του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ.
456/1984 ΦΕΚ Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες
πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας
εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η
πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του
γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρο και το υπαίτιο
πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση
γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή
από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης αλλά και από μη νόμιμες
υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων
υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι εν λόγω υλικές ενέργειες ή παραλείψεις
συνάπτονται με τα ιδιαίτερα καθήκοντα της θέσης τους και την οργάνωση και
λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική
διαχείριση του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που
ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995).
Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων
του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται
συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα
και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται
από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις
αρχές της καλής πίστης (Σ.τ.Ε. 2146/2004, 2796/2006 7μ., 2741/2007, 1019/2008,
4133/2011 7μ., 877, 1183/2013, 2327, 2669/2015, 596, 1414/2017). Ο κατά τα
παραπάνω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής
ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται
και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ
596/2017, 1413/2006 7μελούς). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση
αποζημίωσης είναι η επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και
αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενεργείας
ή παράλειψης υλικής ενεργείας του δημοσίου οργάνου και της ζημίας που επήλθε (ΣτΕ 1634/2017, 596/2017, 2937/2009 κ. ά.). Αιτιώδης δε
σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η
παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη
συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου
περιστατικού να επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 596,
1414/2017, 332/2009 7μ.). Δεν αποκλείεται δε, κατ αρχήν, η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και
συνυπαιτιότητα εκείνου που ζημιώθηκε, εφ όσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (βλ. Σ.τ.Ε.
473/2011, πρβ. Α.Π.
1653/2001, 53/2006). Η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενεστέρων όλως εξαιρετικών και
απροβλέπτων γεγονότων, ιδίως δε ενέργειες τρίτων προσώπων (ΣτΕ
4410- 4422/2015, 3124/2011). Εξάλλου, η κατά τα άρθρο 105 ΕισΝΑΚ,
ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από την παράνομη δραστηριότητα των δημοσίων
οργάνων περιλαμβάνει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας
(διαφυγόν κέρδος) του ζημιωθέντος, κατ΄ άρθρο 298 ΑΚ.
Ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα
με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα
προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Προκειμένου περί του διαφυγόντος
κέρδους, το οποίο, κατά κανόνα, δεν είναι επιδεκτικό πλήρους δικανικής
πεποίθησης, επιτρέπεται στο δικαστή να αρκεσθεί στην πιθανότητα, η οποία
υφίσταται όταν συντρέχουν ικανοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της αληθείας και δεν
προκύπτει κάτι το αντίθετο (ΣτΕ 11/2010, 1479,
1410/2006). Τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους,
με βάση, την κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι
ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει, κατά το
άρθρο 73 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο
πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97), να εκτίθενται στην αγωγή. Απαιτείται,
δηλαδή, η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία στο δικόγραφο της
αγωγής των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που
καθιστούν πιθανό το διαφυγόν κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια αυτού, καθώς
και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (βλ. Σ.τ.Ε. 1479/2006, 11/2010,
1630/2012, 80/2013 7μ., 528/2014, 1284/2016, 1369/2018 πρβ. Α.Π. 20/1992 Ολομ., 559/2004, 218/2007, 1138/2014, 730/2015, 637/2017).
3. Επειδή, στο άρθρο 17
του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1.
2.
Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται
στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το
χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της
αποζημίωσης...3.
4.
Η αποζημίωση ορίζεται πάντοτε από τα πολιτικά δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από
ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου
». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο προσδιορισμός της αποζημίωσης του ιδιοκτήτη έπειτα από αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου του κατά την διαδικασία που διαγράφεται από την οικεία νομοθεσία ανήκει στα πολιτικά
δικαστήρια και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και, γενικά, δεν ανήκουν στην δικαιοδοσία των
διοικητικών δικαστηρίων αξιώσεις που συνδέονται με την εκτίμηση της αξίας του
ακινήτου που απαλλοτριώνεται και του βάσει αυτής της εκτίμησης καθορισμού της
αποζημίωσης. Αντίθετα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. αξιώσεις λόγω παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων
οργάνων της διοίκησης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της
διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (Α.Ε.Δ. 13/1992, ΣτΕ.
1958/2006, 2733/2007, 1936/2009, 2413/2009, 1869/2011, 265/2013, 1634/2017).
4. Επειδή, το ν.δ. 797/1971 «Περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» (ΦΕΚ Α΄
1), το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κήρυξης
της ένδικης απαλλοτρίωσης (το έτος 2000), ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «1. Διά την έκδοσιν αποφάσεως κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως
απαιτούνται: α) Κτηματολογικόν διάγραμμα, εικονίζον
την απαλλοτριωτέαν και τας περιλαμβανομένας επί μέρους
ιδιοκτησίας. β) Κτηματολογικός πίναξ, εμφαίνων τους
εικαζομένους ιδιοκτήτας των απαλλοτριουμένων
ακινήτων, το εμβαδόν εκάστου τούτων, ως και πάντα τα κύρια προσδιοριστικά
στοιχεία των επ
αυτών υφισταμένων κατασκευών. 2.
3.
», στο δε επόμενο άρθρο 3 ότι: «Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις ακινήτου συνεπάγεται αυτοδικαίως και την απαλλοτρίωσιν παντός επ` αυτού
υπάρχοντος κτίσματος, μονίμου κατασκευής, δένδρου ή φυτείας, ως και πάντων των
κατά τα άρθρα 953 και επόμενα του Αστικού Κώδικος
συστατικών του πράγματος, έστω και αν ταύτα δεν περιελήφθησαν ρητώς εις την
περί κηρύξεως της απαλλοτριώσεως απόφασιν».
Περαιτέρω, ο Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος
κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (ΦΕΚ Α΄ 17) και άρχισε να ισχύει
από 6.5.2001, καταλαμβάνοντας και τις εκκρεμείς απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν
μετά την 1η.2.1971, από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη ισχύος
του (βλ. άρθρο 29 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου),
ορίζει ότι : « 1. Για την έκδοση απόφασης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
απαιτούνται: α) κτηματολογικό διάγραμμα το οποίο να εικονίζει την απαλλοτριούμενη έκταση και τις ιδιοκτησίες που
περιλαμβάνονται σε αυτήν, β) κτηματολογικός πίνακας ο οποίος να εμφανίζει τους
εικαζόμενους ιδιοκτήτες των απαλλοτριούμενων
ακινήτων, το εμβαδόν κάθε ιδιοκτησίας, καθώς και όλα τα κύρια προσδιοριστικά
στοιχεία των κατασκευών και λοιπών συστατικών που τυχόν υπάρχουν σε κάθε
ιδιοκτησία και γ)
2. Το κτηματολογικό διάγραμμα και πίνακας συντάσσονται υποχρεωτικά με βάση τις
τελευταίες αποτυπώσεις των ιδιοκτησιών από δημόσια αρχή
» (άρθρο 3), ότι : « Η αναγκαστική απαλλοτρίωση της κυριότητας του ακινήτου επιφέρει αυτοδικαίως και την απαλλοτρίωση κάθε κτίσματος, κατασκευής και δέντρου που υπάρχει πάνω σε αυτό και κάθε άλλου
συστατικού του πράγματος, κατά τα άρθρα 953 και επόμενα του Αστικού Κώδικα,
ανεξάρτητα από τη μνεία τους στην απόφαση κήρυξης της αναγκαστικής
απαλλοτρίωσης ή στο κτηματολογικό διάγραμμα ή στον κτηματολογικό πίνακα» (άρθρο
4), ότι : « 1. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον
δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που
προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση
» (άρθρο 7), ότι: «2. Μετά τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κάθε νομέας ή κάτοχος του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε υποχρεούται να παραδώσει τούτο ελεύθερο στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση μέσα σε δέκα ημέρες από έγγραφη πρόσκληση αυτού, στην οποία αναφέρεται συνοπτικά ο
τρόπος της συντέλεσης» (άρθρο 9 παρ. 2), ότι : «1. Η αποζημίωση πρέπει να είναι
πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριούμενου
ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό
προσδιορισμό της αποζημίωσης... 3.
.» (άρθρο
13), ότι : «1. Ο προσδιορισμός της αποζημιώσεως, κατά τα άρθρα 18
και επόμενα και η αναγνώριση των δικαιούχων, κατά τα άρθρα 26
και επόμενα, χωρούν με βάση τα κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1 κτηματολογικό διάγραμμα και κτηματολογικό
πίνακα. 2. Σε περίπτωση που ο εικαζόμενος ιδιοκτήτης ή κάθε ενδιαφερόμενος
θεωρεί ότι το διάγραμμα και ο πίνακας είναι εσφαλμένα, μπορούν με αίτησή τους
να ζητήσουν τη διόρθωση ή συμπλήρωση. Το ίδιο δικαίωμα έχει ο Γενικός Γραμματέας
Περιφέρειας, η οικεία Κτηματική Υπηρεσία, ο υπέρ ου κηρύχθηκε η αναγκαστική
απαλλοτρίωση και ο υπόχρεος να καταβάλλει την αποζημίωση. 3. Η αίτηση αυτή
μπορεί να υποβάλλεται από την επομένη της κήρυξης της αναγκαστικής
απαλλοτρίωσης. Η αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί από τον καθ` ου η αναγκαστική
απαλλοτρίωση μετά την πάροδο της κατά το άρθρο 9 παράγραφος 2 προθεσμίας, η
οποία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου γίνεται μηνιαία.
8. Κάθε αμφισβήτηση για την ακρίβεια ή την πληρότητα των στοιχείων του κτηματολογικού διαγράμματος και
πίνακα λύεται κατά τη δίκη για την αναγνώριση των δικαιούχων, ύστερα από αίτηση
του ενδιαφερομένου, η οποία δύναται να ασκηθεί και προφορικά καταχωριζόμενη στα πρακτικά. 9
» (άρθρο 16 ), ότι: «1. Αρμόδιο να προσδιορίσει προσωρινώς την αποζημίωση είναι το μονομελές
πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη
έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής. 2
9.
Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου
» (άρθρο 19), ότι: «1. Αρμόδιο να προσδιορίσει οριστικά
την αποζημίωση είναι το εφετείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής.
» (άρθρο 20) και ότι: «1. Η αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης γίνεται με δικαστική απόφαση, κατά την ειδική
διαδικασία που ορίζεται με τις διατάξεις του παρόντος. 2. Αρμόδιο για την
αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης είναι το μονομελές πρωτοδικείο στην
περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε ή το μεγαλύτερο τμήμα
αυτού. Το πρωτοδικείο επιλαμβάνεται μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου. ...7.
Το δικαστήριο αναγνωρίζει τους δικαιούχους της αποζημίωσης με βάση κάθε
στοιχείο που προσκομίζουν οι διάδικοι ή που το εξετάζει αυτεπαγγέλτως.
12. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου για την αναγνώριση
δικαιούχων δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα
» (άρθρο
26). Εξάλλου, κατά το άρθρο
953 του Αστικού Κώδικα (π.δ.
456/1984, ΦΕΚ A
164), ως «συστατικό μέρος πράγματος» ορίζεται το πράγμα «που δεν μπορεί να αποχωρισθεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του
ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού
τους», κατά δε το άρθρο 954 του ίδιου Κώδικα: «Συστατικά του ακινήτου με την
έννοια του προηγούμενου άρθρου είναι και: 1. τα πράγματα που έχουν συνδεθεί
στερεά με το έδαφος, ιδίως οικοδομήματα, 2. τα προϊόντα του ακινήτου, εφόσον
συνέχονται με το έδαφος, 3....».
5. Επειδή, από τον
συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων, ερμηνευομένων
υπό το φως των συνταγματικών προβλέψεων για την προστασία της ιδιοκτησίας,
συνάγεται ότι, για την συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, απαιτείται η
προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημίωσης, η οποία, πέραν της αξίας του
ακινήτου, περιλαμβάνει και την αξία των κατ άρθρο 953 του ΑΚ συστατικών του, τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη τόσο του άρθρου 3 του ν.δ/τος 797/1971 όσο και του ήδη
ισχύοντος άρθρου 4 του ν. 2882/2001, συναπαλλοτριώνονται
αυτοδικαίως, έστω και αν δεν έχουν περιληφθεί ρητά στην απόφαση με την οποία
κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση (ΣτΕ 1634/2017, 265/2013, ΑΠ
300/2009, 1543/2003, 1112/1995 κ.α.). Ως εκ τούτου, το κτηματολογικό διάγραμμα
και ο κτηματολογικός πίνακας που συντάσσονται κατά την διαδικασία της
αναγκαστικής απαλλοτρίωσης πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να
απεικονίζουν την αληθή κατάσταση του απαλλοτριούμενου
ακινήτου. Επομένως, σε περίπτωση που τα αρμόδια διοικητικά όργανα που συνέταξαν
τον κτηματολογικό πίνακα (ο οποίος πρέπει να προσάγεται ενώπιον του αρμοδίου
για τον καθορισμό της αποζημίωσης πολιτικού δικαστηρίου) παραλείψουν να περιλάβουν
σε αυτόν τα συστατικά ή επικείμενα του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε, εξαιτίας δε
της παράλειψης αυτής, δεν καθορισθεί από το αστικό δικαστήριο αποζημίωση για τα
επίμαχα συστατικά ή επικείμενα, ο δικαιούχος της αποζημίωσης διατηρεί την
ευχέρεια να ασκήσει ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου
αγωγή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., ζητώντας ως
αποζημίωση το ισόποσο της αξίας των συστατικών αυτών (ΣτΕ
1634/2017, 265/2013 (γεωτρήσεις), 1867 - 9/2011 (δενδρύλλια φυτωρίου),
1912/2011 (αμπέλι), 2413/2009 (δένδρα, φυτείες), 1936/2009 (επικείμενες
ξηρολιθοδομές), 2835/2002 (κύριος εξοπλισμός εργοστασίου), 3139/2002
(μηχανήματα εργοστασίου), ΑΠ 1199/1983 (μάνδρα από τσιμεντόλιθους), 522/2000
(γεωτρήσεις), 5/2002 (λίθινη περίφραξη) κ.α.]. Τα προαναφερόμενα ισχύουν, και
για την περίπτωση εσφαλμένης αναγραφής του εμβαδού, του όγκου και των άλλων
προσδιοριστικών στοιχείων της αξίας του απαλλοτριούμενου
ακινήτου και των κτισμάτων και κατασκευών που έχουν ανεγερθεί σ΄ αυτό (πρβλ. ΣτΕ 2216/2014 σκ.5, 237/2011, 2733/2007, 700/2003).
6. Επειδή, από την
επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Με την
Δ12/0/33299/6.6.2000 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων
Έργων (ΦΕΚ Δ΄ 399/3.7.2000) κηρύχθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, ως «κατεπείγουσα
ανάγκη» για την κατασκευή Ολυμπιακών Έργων, η αναγκαστική απαλλοτρίωση εκτάσεων
στην περιοχή του -τότε- Δήμου Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής και συγκεκριμένα, στη
θέση «Ελαιώνας», για τη διαπλάτυνση της Λεωφόρου Κηφισού από την οδό Π. Ράλλη
έως την οδό Κωνσταντινουπόλεως, κατ εφαρμογή των από 20.9.1995 (ΦΕΚ Δ΄ 1049/30.11.1995) και από 5.4.2000 (ΦΕΚ Δ΄ 208/7.4.2000) προεδρικών διαταγμάτων για έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου του πιο πάνω Δήμου. Η έκταση που απαλλοτριώθηκε φαινόταν στο 17/2000 κτηματολογικό διάγραμμα και τον
αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα (όπως διορθώθηκε με τον 30/2001 κτηματολογικό
πίνακα) της πράξης αναλογισμού, που συντάχθηκε από τον πολιτικό μηχανικό .,
υπάλληλο της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και θεωρήθηκε από τον
Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Δ12 Τοπογραφήσεων και Απαλλοτριώσεων του
Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.,
. Σύμφωνα με το παραπάνω κτηματολογικό διάγραμμα και πίνακα,
μεταξύ των ιδιοκτησιών που ρυμοτομήθηκαν, περιλήφθηκε και η ιδιοκτησία με
αριθμό . και με φερόμενο ιδιοκτήτη την εταιρία «. Α.Ε.», η οποία ρυμοτομήθηκε
κατά 301 τ.μ. έκταση γης με τα επικείμενά της (δηλαδή
μάντρα από τσιμεντόλιθους ύψους 2,50 μ. και μήκους 7 μ. και συρματόπλεγμα ύψους
1,00 μ. και μήκους 49,50 μ.), που αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης ακινήτου
1.800 τ.μ. μέσα στο οποίο έχει ανεγερθεί, δυνάμει της ./10.6.1988 άδειας
οικοδομής της Πολεοδομίας Πειραιά, πολυώροφη οικοδομή. Το ακίνητο αυτό
βρίσκεται μέσα στο ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής, στη
θέση ʼγιος Στέφανος, στη συμβολή των οδών Πέτρου Ράλλη και Κηφισού.
Ακολούθως, δημοσιεύθηκαν η 3599/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιά και η 1169/2002 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με τις οποίες καθορίστηκε
αντίστοιχα η προσωρινή και η οριστική, αντίστοιχα, μονάδα αποζημίωσης των
δικαιούχων ιδιοκτητών. Στις μνημονευόμενες δίκες η εφεσίβλητη -εκκαλούσα
ανώνυμη εταιρία, άσκησε παρέμβαση, προβάλλοντας ως προς την ιδιοκτησία της με
αριθ. ., αφενός δικαίωμα κυριότητας, αφού φαινόταν εσφαλμένα στους
κτηματολογικούς χάρτες με την επωνυμία «.. Α.Ε.», αφετέρου την ύπαρξη
επικείμενων και συστατικών επί του ακινήτου, τα οποία δεν είχαν περιληφθεί
στους οικείους κτηματολογικούς πίνακες. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της
προσκόμισε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων την από 12.3.2001 τεχνική έκθεση
του Πολιτικού Μηχανικού
, σύμφωνα με την οποία εξαιτίας της ρυμοτομικής
απαλλοτρίωσης εξαφανίστηκε όλη η είσοδος-ράμπα καθόδου προς τα υπόγεια του
ένδικου κτιρίου, όλη η πρασιά επί της Π. Ράλλη του κτιρίου και όλος ο υπαίθριος
χώρος στη συμβολή των οδών Π. Ράλλη και Κηφισού που χρησιμοποιούνταν ως
υπαίθριος χώρος έκθεσης αυτοκινήτων. Επικείμενα του χώρου που απαλλοτριώθηκε,
ήταν τμήμα του πρώτου υπογείου εμβαδού 230 τ.μ. και ύψους 3,90 μέτρων, κάτω από
τον πιο πάνω υπαίθριο ισόγειο χώρο, όπου ήταν εγκατεστημένο φανοποιείο και
βαφείο αυτοκινήτων, το δάπεδο, η οροφή και οι πλευρικές επιφάνειές του οποίου
ήταν κατασκευασμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα, το δε δάπεδο έφερε ειδική
πλακόστρωση με κεραμικά ευρωπαϊκά πλακίδια, ενώ οι πλευρικοί τοίχοι σε ύψος 1,80
μέτρων από το δάπεδο ήταν επίσης, επενδεδυμένοι με
κεραμικά πλακίδια. Στην οροφή αυτού ήταν εγκατεστημένο καθ όλο το μήκος πλήρες σύστημα ψύξης-θέρμανσης και ανανέωσης αέρα, καθώς και αεραγωγός εφοδιασμένος με ειδικά μηχανικά οικολογικά φίλτρα για τον
καθαρισμό του αέρα και την αποκομιδή των αερίων από τη βαφή των αυτοκινήτων στο
φούρνο φανοποιείου, στον οποίο ήταν εγκατεστημένο μηχανικό τούνελ εξαερισμού με
τουρμπίνες διαστάσεων 1,50 μ.Χ1,50 μ. που κατέληγε στον υπαίθριο χώρο της
έκθεσης αυτοκινήτων. Στον απαλλοτριούμενο χώρο του
υπογείου υπήρχαν δυο τουαλέτες και αποδυτήρια των εργαζομένων επενδεδυμένες με πλακάκια και σύγχρονα είδη υγιεινής,
συνολικής επιφάνειας 15 τ.μ., γραφείο με επίπλωση για τις συναλλαγές των
πελατών του φανοποιείου επιφάνειας 10 τ.μ. και αποθήκη υλικών μηχανημάτων και
εργαλείων επιφάνειας 15 τ.μ. Στο έδαφος του φανοποιείου βαφείου ήταν εγκατεστημένο ειδικό σύστημα παροχέτευσης και αποχέτευσης των υδάτων που έφερε ειδικές σιδερένιες σχάρες προστασίας. Στο φανοποιείο υπήρχε ειδική
ηλεκτρολογική εγκατάσταση για τη λειτουργία του ηλεκτρικού φούρνου βαφής, ο
οποίος είχε κατασκευασθεί, συναρμολογηθεί και στερεωθεί στο έδαφος σε χώρο
εμβαδού 20 τ.μ. με όλα τα προβλεπόμενα συστήματα ασφαλείας. Ο συνολικός όγκος
του απαλλοτριούμενου καταστήματος του υπογείου
ανερχόταν σε 905 κ.μ. Τέλος, στον υπαίθριο χώρο της
έκθεσης αυτοκινήτων που απαλλοτριώθηκε υπήρχαν η απόληξη του μηχανικού τούνελ
εξαερισμού του φούρνου βαφής σιδερένιας κατασκευής και έξι (6) σιδερένιοι ιστοί
ύψους έξι μέτρων ο καθένας, στους οποίους ήταν τοποθετημένοι και λειτουργούσαν
διπλοί προβολείς φωτισμού. Με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ενόψει
και της παραπάνω τεχνικής έκθεσης κρίθηκε ότι κάτω από τον χώρο του ισογείου
υπήρχε και τμήμα του πρώτου υπογείου εμβαδού 230 τ.μ., όπου ήταν εγκατεστημένο
φανοποιείο και βαφείο αυτοκινήτων, όπως αναλυτικά περιγράφεται σε αυτές, το
οποίο απαλλοτριώνεται πλην όμως δεν εμφαίνεται στο κτηματολογικό διάγραμμα.
Ειδικότερα, με την 1169/2002 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οριστική τιμή
μονάδος της αξίας των μνημονευόμενων επικειμένων προσδιορίστηκε στα ακόλουθα
ποσά: α) για κάθε τ.μ. οπλισμένου σκυροδέματος τοιχοποιίας του δαπέδου και των
πλευρών σε 36.000 δρχ., β) για κάθε τ.μ. πλακιδίων επένδυσης των πλευρικών
τοιχωμάτων σε 12.000 δρχ., γ) για κάθε τ.μ. πλακιδίων επένδυσης δαπέδου σε
12.500 δρχ., δ) για την αξία της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης 4.800.000 δρχ. κατ
αποκοπή, ε) για το σύστημα αποχέτευσης -παροχέτευσης του δαπέδου 2.000.000 δρχ., στ) για την εγκατάσταση του αεραγωγού 600.000 δρχ.,
ζ) για την απόπηξη, αποσυναρμολόγηση και μεταφορά του
φούρνου βαφής 1.000.000 δρχ. η) για την εκ νέου κατασκευή, τοποθέτηση και
συναρμολόγηση του φούρνου βαφής 1.800.000 δρχ., θ) για την εγκατάσταση του
συστήματος εξαερισμού (ψύξης θέρμανσης της οροφής) 2.400.000 δρχ., ι) για την επένδυση με πλακίδια των τουαλετών και αποδυτηρίων 600.000 δρχ., ια) για την αγορά ειδών υγιεινής των τουαλετών 360.000 δρχ., ιβ) για την αποθήκη 12.000 δρχ. ανά τ.μ., ιγ) για το γραφείο
14.000 δρχ. ανά τ.μ., ιδ) για την απόληξη του
αεραγωγού στον υπαίθριο χώρο 120.000 δρχ. και ιε) για κάθε ιστό προβολέων
95.000 δρχ. Η συντέλεση της απαλλοτρίωσης έγινε με την παρακατάθεση της
αποζημίωσης που καθορίστηκε με την απόφαση 3599/2001 του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιά (γραμμάτιο παρακαταθήκης ./6.8.2001 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ΄
933/6.11.2001), ενώ, έπειτα από τον καθορισμό των οριστικών τιμών μονάδος
αποζημίωσης με την απόφαση 1169/2002 του Εφετείου Πειραιά, κατατέθηκε η διαφορά
της αποζημίωσης με το γραμμάτιο 8018/23.12.2003 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ
Δ΄8/16.1.2004, σύμφωνα όμως με τις ενδείξεις του κτηματολογικού πίνακα, δηλαδή
αφορούσε το οικόπεδο (301 τ.μ.), τη μάντρα από τσιμεντόλιθους (ύψους 2,50 μ.
και μήκους 7 μ.) και το συρματόπλεγμα (ύψους 1,00 μ. και μήκους 49,50 μ.),
χωρίς να συμπεριληφθούν τα λοιπά επικείμενα συστατικά που προαναφέρθηκαν για τα οποία είχαν καθοριστεί τιμές με τις μνημονευόμενες αποφάσεις. Στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε η 6524/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, αφού
κρίθηκε ότι η φερόμενη ως ιδιοκτήτρια της επίδικης έκτασης εταιρία με την
επωνυμία «. Α.Ε.» ήταν ανύπαρκτη και ότι ο ... είναι φυσικό πρόσωπο που
διετέλεσε πρόεδρος και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εφεσίβλητης - εκκαλούσας
ανώνυμης εταιρίας, αναγνωρίστηκε η τελευταία ως δικαιούχος της αποζημίωσης που
είχε καθοριστεί προσωρινά με την 3599/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιά και οριστικά με την 1169/2002 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία
αφορά το με αριθ. 57 του σχετικού 17/2000 κτηματολογικού διαγράμματος και
πίνακα ακίνητο, με τα αναφερόμενα σ αυτό επικείμενά του, χωρίς όμως να προσδιορίζονται αυτά και χωρίς να τροποποιείται το αντίστοιχο κτηματολογικό διάγραμμα. Με την από 20.11.2012 αγωγή, όπως αναπτύχθηκε με το από 9.1.2018 υπόμνημα, η
εφεσίβλητη εκκαλούσα εταιρία ισχυρίστηκε ότι η παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου να αποτυπώσουν κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού πίνακα τα συστατικά και επικείμενα της πιο πάνω ιδιοκτησίας της είναι παράνομη, με αποτέλεσμα να στερηθεί το δικαίωμα πλήρους
αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας της και ζήτησε να αναγνωρισθεί η
υποχρέωση του τελευταίου, το οποίο, άλλωστε, τελούσε, όπως η ίδια υποστήριξε,
σε πλήρη γνώση της ύπαρξης των επικειμένων και συστατικών του χώρου του
ισογείου που απαλλοτριώθηκε, να της καταβάλει νομιμότοκα
το ποσό των 114.243,79 ευρώ ως αποζημίωση, κατ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, διαφορετικά κατά τις διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η εν λόγω αποζημίωση
ισούται με την αξία των επικείμενων και των συστατικών, όπως αυτά υπολογίστηκαν
με την απόφαση 1162/2002 του Εφετείου Πειραιά περί καθορισμού οριστικής τιμής
μονάδος αποζημίωσης, σε συνδυασμό με την από 12.3.2001 τεχνική έκθεση του Πολιτικού
Μηχανικού ... και αναλύεται ως εξής: α) για συνολικά 578,29 τ.μ. οπλισμένου
σκυροδέματος τοιχοποιίας, ήτοι του δαπέδου επιφάνειας 230 τ.μ. και των πλευρών
επιφάνειας 118,29 τ.μ. (δηλαδή τρέχοντα μέτρα 30,33 τ.μ. Χ 3,90 ύψος = 118,287
τ.μ.) και οροφής 230 τ.μ. (όσο και η επιφάνεια του δαπέδου), το ποσό των
61.095,93 ευρώ (36.000 δρχ. Χ 578,29 τ.μ.= 20.818.440 δρχ.), β) για συνολικά
54,59 τ.μ. πλακιδίων επένδυσης των πλευρικών τοιχωμάτων επιφάνειας (τρέχοντα
μέτρα 30,33 τ.μ. Χ 1,80 μ. ύψος=54,59 τ.μ.), το ποσό των 1.951,95 ευρώ (12.000
δρχ. Χ 54,59 τ.μ.=655.128 δρχ.), γ) για 230 τ.μ. πλακιδίων επένδυσης δαπέδου το
ποσό των 8.437,27 ευρώ (12.500δρχ. Χ 230 τ.μ.= 2.875.000 δρχ.), δ) για την αξία
της ηλεκτρονικής εγκατάστασης 4.800.000 δρχ. κατ αποκοπή, ή το ποσό των 14.086,57 ευρώ, ε) για το
σύστημα παροχέτευσης αποχέτευσης του δαπέδου 2.000.000 δρχ. ή το ποσό των 5.869,40 ευρώ, στ) για την εγκατάσταση του αεραγωγού 600.000 δρχ., ή 1.760,82 ευρώ, ζ) για την απόψυξη, αποσυναρμολόγηση και μεταφορά του φούρνου βαφής 1.000.000 δρχ.,
ή 2.934,70 ευρώ, η) για την εγκατάσταση του συστήματος εξαερισμού (ψύξης,
θέρμανσης της οροφής) 2.400.000 δρχ., ή 7.043,29 ευρώ, θ) για την επένδυση με
πλακίδια των τουαλετών και αποδυτηρίων 600.000 δρχ., ή 1.760,82 ευρώ, ι) για την
αγορά ειδών υγιεινής των τουαλετών 360.000 δρχ., ή 1.056,50 ευρώ, ια) για 15 τ.μ. αποθήκης το ποσό των 528,25 ευρώ (12.000 δρχ./τ.μ. Χ
15 τ.μ.= 180.000 δρχ.), ιβ) για 10 τ.μ. γραφείου το
ποσό των 410,85 ευρώ (14.000 δρχ./τ.μ. Χ 10 τ.μ. = 140.000 δρχ.), ιγ) για την
απόληξη του αεραγωγού στον υπαίθριο χώρο 120.000 δρχ., ήτοι 352,16 ευρώ και ιδ)
για 6 ιστούς προβολέων 1.672,78 ευρώ (95.000 δρχ. Χ 6 = 570.000 δρχ.). Προς
απόδειξη της αγωγής η εφεσίβλητη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία προσκόμισε και επικαλέστηκε πρωτοδίκως, μεταξύ άλλων:
1) την από 12.3.2001 τεχνική έκθεση του Πολιτικού Μηχανικού ..., κατά την οποία
η αξία των πιο πάνω επικειμένων-συστατικών εκτιμήθηκε α) για κάθε τ.μ.
οπλισμένου σκυροδέματος τοιχοποιίας του δαπέδου και των πλευρών σε 120.000 δρχ.,
β) για κάθε τ.μ. πλακιδίων επένδυσης των πλευρικών τοιχωμάτων σε 25.000 δρχ.,
γ) για κάθε τ.μ. πλακιδίων επένδυσης δαπέδου σε 28.000 δρχ., δ) για την αξία
της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης 6.500.000 δρχ. κατ αποκοπή, ε) για το σύστημα αποχέτευσης - παροχέτευσης του δαπέδου
3.000.000 δρχ., στ) για την εγκατάσταση του αεραγωγού του φούρνου 1.200.000
δρχ., ζ) για την απόπηξη, αποσυναρμολόγηση και
μεταφορά του φούρνου βαφής, εργασίες για τις οποίες θα απασχοληθούν επί
πενθήμερο πέντε (5) ειδικοί τεχνίτες 3.000.000 δρχ. η) για την εκ νέου
κατασκευή, τοποθέτηση και συναρμολόγηση του φούρνου βαφής, εργασίες για τις
οποίες θα απασχοληθούν επί δεκαήμερο πέντε (5) ειδικοί τεχνίτες 6.000.000 δρχ.,
θ) για την εγκατάσταση του συστήματος εξαερισμού (ψύξης θέρμανσης της οροφής) 8.500.000 δρχ.,
ι) για την επένδυση με πλακίδια των τουαλετών και αποδυτηρίων 2.500.000 δρχ.,
ια) για την αγορά ειδών υγιεινής των τουαλετών 800.000 δρχ., ιβ) για την
αποθήκη 100.000 δρχ. ανά τ.μ., ιγ) για το γραφείο
150.000 δρχ. ανά τ.μ., ιδ) για την απόληξη του
αεραγωγού στον υπαίθριο χώρο 300.000 δρχ. και ιε) για κάθε ιστό προβολέων
250.000 δρχ., 2) τις 3599/2001 και 1169/2002 αποφάσεις του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιά και του Εφετείου Πειραιά αντίστοιχα, 3) την ./3.5.2001
αίτηση -αναφορά που είχε υποβάλει προς την αρμόδια υπηρεσία του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.
(Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων/ ΕΥΔΕ-ΕΣΕΑ), στην οποία είχε επισημάνει την
ύπαρξη του υπογείου στο απαλλοτριούμενο ακίνητο, 4)
την ./10.6.1988 άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Πειραιά (Νομαρχία Αθηνών) για
την ανέγερση οικοδομής δυο (2) ορόφων-συνεργείου και τριών (3) υπογείων γκαράζ
στο ένδικο ακίνητο, 5) το συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ακινήτου αυτού της
Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Καϊάφα και 6) την 156/22.2.2001 απόφαση ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ
της Γενικής Γραμματείας Δ.Ε. του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία κατόπιν
της απόφασης επίταξης Δ12/0/37154/12.12.2000 (ορθή επανάληψη 13.2.2001) του
Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., εγκρίθηκε το από 29.1.2001 1ο Πρακτικό προεκτίμησης
ζημιών των θιγόμενων ιδιοκτησιών, με τον συνοδεύοντα αυτό πίνακα προεκτίμησης ζημιών των προς επίταξη ακινήτων, για την
κατασκευή του έργου «Εθνική Οδός Νο1-Τμήμα από Α/Κ Π. Ράλλη έως Α/Κ Λ.
Καβάλας», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ένδικο ακίνητο (ιδιοκτησία .),
με «ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΠΙΚΕΙΜΕΜΩΝ Τοίχος από σκυρόδεμα ύψους 2,50 μ. Συρματόπλεγμα
ύψους 1,00 μ. Υπόγειο κατάστημα υψ.= 3,00 μ και
κυβικά μέτρα 903,00 και οικόπεδο τετραγωνικά μέτρα 301,00». Επίσης, η
εφεσίβλητη εκκαλούσα εταιρία με την αγωγή ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Δημοσίου να της
καταβάλει, από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, το ποσό των
34.270 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος, το οποίο συνίσταται στους τόκους (6% κατ΄ έτος) που θα απέφερε το μνημονευόμενο ποσό των
114.243,79 ευρώ, αν είχε κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό, από τον Ιανουάριο
του έτους 2008 που θα εισέπραττε την αποζημίωση, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η
παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου έως τον Ιανουάριο του έτους 2013.
Αντίθετα το εκκαλούν εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με τη σχετική έκθεση των απόψεων και το
από 12.3.2018 υπόμνημά του, ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, προβάλλοντας ότι
είχε διακοπεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης των οργάνων του και
της ζημίας που προκλήθηκε. Και τούτο, διότι η εφεσίβλητη εκκαλούσα δεν ζήτησε νόμιμα και εμπρόθεσμα τη διόρθωση
της εσφαλμένης αναγραφής των φερόμενων ως επικείμενων της ιδιοκτησίας της στα
κτηματολογικά στοιχεία (κτηματολογικό διάγραμμα και πίνακα), με ειδικό αίτημα κατ΄ άρθρο 16 παρ. 8 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων
Ακινήτων στο στάδιο της αναγνώρισής της ως δικαιούχου της αποζημίωσης της
ιδιοκτησίας της που απαλλοτριώθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά,
ώστε να αναγνωριστεί δικαιούχος και για αυτά και να εισπράξει τη σχετική
αποζημίωση, και κατά συνέπεια, καθίσταται συνυπαίτια στη ζημία της σε ποσοστό
99%, κατ΄ άρθρο 300 Α.Κ., η δε κρίση της 6524/2007
απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αποτελεί δεδικασμένο ως προς το
είδος και τον αριθμό των επικείμενων της έκτασης που απαλλοτριώθηκε. Το Πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, έκρινε παράνομη την
παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. να συμπεριλάβουν, κατά την
κατάρτιση του οικείου κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα, το έτος 2000,
αλλά και κατά τη διόρθωσή του το έτος 2001, τα προαναφερόμενα επικείμενα συστατικά του ακινήτου της εφεσίβλητης εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας που απαλλοτριώθηκε, ενόψει όμως και του ότι η τελευταία παρέλειψε να ζητήσει τη διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της ιδιοκτησίας της, υποβάλλοντας ειδικό
αίτημα, κατά την παρ. 8 του άρθρου 16 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων
Ακινήτων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το στάδιο της
αναγνώρισής της ως δικαιούχου της αποζημίωσης, έκρινε, περαιτέρω, ότι συντέλεσε
και η ίδια με την εν λόγω παράλειψη στην πρόκληση της ζημίας της, με ποσοστό
20%. Ακολούθως ως προς την εκτίμηση της ζημίας, κρίθηκε αφενός ότι η κατά τα
παραπάνω θετική ζημία που προκλήθηκε στην εφεσίβλητη εκκαλούσα εταιρίας, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 99.794,55 ευρώ, αφετέρου
ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση επιδίκασης διαφυγόντος κέρδους και ως εκ τούτου, η
αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή κατά του Ελληνικού Δημοσίου και αναγνωρίστηκε η
υποχρέωση του τελευταίου να της καταβάλει
εντόκως με επιτόκιο 6%, από την επίδοση της αγωγής στις 23.11.2012 (βλ. την .Γ΄/23.11.2012
έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ... που
προσκομίστηκε πρωτοδίκως) έως την εξόφληση, το ποσό των 79.835,63 ευρώ
[99.794,55 ευρώ μειωμένο κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτής (99.794,55 Χ
20% = 19.958,92)]. Ήδη, με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και τα νομίμως
υποβληθέντα υπομνήματα ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, τόσο από το
εκκαλούν-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο όσο και από την εφεσίβλητη - εκκαλούσα
εταιρία, ώστε να γίνει δεκτή καθ ολοκληρίαν η αγωγή της.
7. Επειδή, ειδικότερα, το
εκκαλούν - εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία
και εφαρμογή του νόμου έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την
εκκαλούμενη απόφαση, ότι δεν διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της
παρανομίας, με την παράλειψη των οργάνων αυτού να συμπεριλάβουν στον
κτηματολογικό πίνακα (αρχικό αλλά και μετέπειτα διορθωμένο) τα ένδικα
επικείμενα - συστατικά του ακινήτου ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης εκκαλούσας εταιρίας που
απαλλοτριώθηκε, και της ζημίας που προκλήθηκε στην τελευταία, λόγω της
παράλειψης της ίδιας να ζητήσει τη διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων
(διαγράμματος και πίνακα) της ιδιοκτησίας της ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων
και συνακόλουθα τη ‘η συνδρομή των προϋποθέσεων για επιδίκαση αποζημίωσης του
άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι
εσφαλμένα το πιο πάνω δικαστήριο με την εκκαλουμένη δέχθηκε ότι δεν δεσμεύεται
από το δεδικασμένο της 624/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η
οποία δημοσιεύθηκε κατόπιν αίτησης της εφεσίβλητης - εκκαλούσας για την
αναγνώρισή της ως δικαιούχου της αποζημίωσης για την ιδιοκτησία της που
απαλλοτριώθηκε, ως προς το είδος και τον αριθμό των επικείμενων αυτής.
8. Επειδή, από τις συνδυασμένες
διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 1, 2 και 8 και 26 παρ. 1, 2, 7 και 12 του Κώδικα
Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων συνάγεται ότι η απόφαση του αρμόδιου
Μονομελούς Πρωτοδικείου για την αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης από
απαλλοτρίωση, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεση του
δικαστηρίου, χωρίς να περιορίζεται στον κτηματολογικό πίνακα και στο αντίστοιχο
κτηματολογικό διάγραμμα, αποτελεί δεδικασμένο, έναντι πάντων, για το ποιος
είναι δικαιούχος για την είσπραξη της αποζημίωσης και, επιπρόσθετα, εφόσον έχει
ζητηθεί με σχετική αίτηση από τον ενδιαφερόμενο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16
παρ. 8 του Κ.Α.Α.Α. και για το εμβαδόν των ακινήτων που απαλλοτριώνονται και
τον όγκο των επ
αυτών κτισμάτων (ΑΠ Ολομ. 7/2013 356/2017, 647/2014),
ενώ το Μονομελές Πρωτοδικείο κατέστη αρμόδιο να αποφασίσει επί των εν λόγω
θεμάτων οριστικά και αμετάκλητα. Επομένως, από την απόφαση του πολιτικού
δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζονται οι δικαιούχοι αποζημίωσης και
προσδιορίζεται το ύψος αυτής, δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη
ή ανυπαρξία υποχρέωσης προς αποζημίωση για τα τμήματα του ακινήτου που δεν
περιλήφθηκαν στον κτηματολογικό πίνακα και το διάγραμμα. Ενόψει αυτών, και
δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η εφεσίβλητη - εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία ζήτησε
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη διαδικασία του άρθρου 26
του Κ.Α.Α.Α., μόνο την αναγνώριση αυτής ως δικαιούχου της είσπραξης της
αποζημίωσης, χωρίς να αμφισβητήσει την πληρότητα των στοιχείων του ./2000
κτηματολογικού διαγράμματος και του αντίστοιχου κτηματολογικού πίνακα, όπως
διορθώθηκε με τον 30/2001 όμοιο, το Δικαστήριο κρίνει ότι θεμελιώνεται αξίωση
της εφεσίβλητης - εκκαλούσας εταιρίας στηριζόμενη στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, λόγω της προφανούς ζημίας που υπέστη εξαιτίας της
παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου να συμπεριλάβουν, κατά την κατάρτιση του
οικείου κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα, το έτος 2000, αλλά και κατά τη
διόρθωσή του το έτος 2001, τα προαναφερόμενα επικείμενα συστατικά του ακινήτου αυτής, των οποίων, εξάλλου, την
ύπαρξη γνώριζε το Δημόσιο, όπως αποδείχθηκε πρωτοδίκως [σχετ.
η Δ12/0/37154/12.12.2000 απόφαση επίταξης (ορθή επανάληψη 13.2.2001) του
ένδικου ακινήτου του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και η 156/22.2.2001 απόφαση ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ
της Γενικής Γραμματείας Δ.Ε. του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.], ενώ, σε κάθε
περίπτωση, δεν διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω παράλειψης και
της ζημίας που επήλθε από το γεγονός ότι η εφεσίβλητη - εκκαλούσα εταιρία είχε
υποβάλει αίτημα καθορισμού αποζημίωσης στο πολιτικό Εφετείο με την παρέμβασή
της ενώπιον του τελευταίου (πρβλ. ΣτΕ
2733/2007), ή ότι δεν είχε προβεί στην μνημονευόμενη διαδικασία του άρθρου 16
παρ. 8 του Κ.Α.Α.Α., απορριπτομένων ως αβασίμων των
παραπάνω ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου.
9. Επειδή, περαιτέρω, στο
άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από
οποιαδήποτε αιτία, άρα και στην περίπτωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε
από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην
επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος
που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε
την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο
οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει
». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος, απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελεύθερα
τις περιστάσεις μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του
ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου
αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης (βλ. ΣτΕ 596/2017, 1408/2006, 2539/2008, 1970, 1974/2009, βλ.
επίσης Α.Π. 1483/1990). Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει
στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης
του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας (βλ. ΣτΕ 484/2018 Α.Π. 867/2001, 793, 1045/2007). Με βάση τα
προαναφερόμενα και λαμβάνοντας υπόψη ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν
προκύπτει ότι η εφεσίβλητη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία, κατά την διαδικασία κήρυξης της ένδικης απαλλοτρίωσης ή κατά την διοικητική ή
δικαστική διαδικασία που επακολούθησε, προέβη σε κάποια πράξη ή παράλειψη που
να συγκροτεί την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος ικανού να συμβάλει
αιτιολογημένα στην πρόκληση ή την επαύξηση του ζημιογόνου αποτελέσματος που
υπέστη από την απαλλοτρίωση της συγκεκριμένης πιο πάνω ιδιοκτησίας της,
κρίνεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την εκκαλούμενη
απόφαση τη συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος της εφεσίβλητης εκκαλούσας εταιρίας στην επέλευση της ένδικης ζημίας, χωρίς, εξάλλου, να
συνιστά κάτι τέτοιο το γεγονός ότι η ίδια παρέλειψε να ζητήσει στα πολιτικά
δικαστήρια τη διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της ιδιοκτησίας της, αφού η
εν λόγω παράλειψη δεν συνδέεται με την απαλλοτρίωση αυτή καθεαυτή και την εξαιτίας
της ζημία που της προκλήθηκε. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης της εφεσίβλητης
εκκαλούσας εταιρίας είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, απορριπτομένου κάθε αντίθετου ισχυρισμού του εκκαλούντος εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, με συνέπεια, αυτή να δικαιούται αποζημίωση
για το σύνολο της θετικής ζημίας που υπέστη, ύψους, όπως κρίθηκε με την
εκκαλούμενη απόφαση, 99.794,55 ευρώ, ποσό το οποίο δεν αμφισβητείται ειδικότερα
από τους διαδίκους.
10. Επειδή, τέλος,
προκειμένου περί του διαφυγόντος κέρδους, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα
όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην δεύτερη σκέψη της παρούσας απόφασης και
περαιτέρω, ότι η εκκαλούσα εφεσίβλητη εταιρία, σε κάθε περίπτωση, δεν προσκόμισε πρωτοδίκως κανένα αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης Τράπεζας)
για το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου στις εμπορικές τράπεζες, κατά
το διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2008, που όπως προέβαλε με την αγωγή θα
κατέθετε σε Τράπεζα το σύνολο της αποζημίωσης που θα εισέπραττε, με επιτόκιο 6%
ετησίως, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του Ελληνικού
Δημοσίου, έως τον Ιανουάριο του έτους 2013, ούτε εξέθεσε στην αγωγή αλλά ούτε
και απέδειξε τις ειδικές περιστάσεις ή τα πραγματικά περιστατικά που συνέτρεχαν
και καθιστούσαν πιθανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την
πραγματοποίηση του εν λόγω κέρδους, παραθέτοντας λογιστικά στοιχεία σχετικά με
την πορεία των εργασιών της επιχείρησής της, κατά την παραπάνω χρονική περίοδο,
από τα οποία να προκύπτουν θετικά ή αρνητικά (κέρδη ή ζημιές) αποτελέσματα των
εν λόγω χρήσεων που να δικαιολογούν ή να αποκλείουν τη δυνατότητα αυτής να
αποταμιεύσει ή όχι το ένδικο ποσό της απαλλοτρίωσης σε Τράπεζα, ενώ, εξάλλου,
δεν προέβαλε ότι είχε τυχόν κατατεθειμένα σε τράπεζα και άλλα χρηματικά ποσά,
κρίνει, ανεξαρτήτως άλλου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πιθανολογείται η
ύπαρξη διαφυγόντος κέρδους, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση
και απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου λόγου
έφεσης της εκκαλούσας εφεσίβλητης.
11. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις εκείνη του εκκαλούντος -
εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ενώ αυτή της εκκαλούσας εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η
εκκαλούμενη απόφαση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου - εκκαλούντος Ελληνικού
Δημοσίου να καταβάλει στην παραπάνω εταιρία το συνολικό ποσό των 99.794,55
ευρώ, νομιμότοκα με επιτόκιο 6%, από 23.11.2012 έως
την εξόφληση. Περαιτέρω, από το παράβολο που καταβλήθηκε ποσό 100,00 ευρώ
πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα εφεσίβλητη εταιρία (Κ.Δ.Δ. άρθρο
277 παρ. 9), ενώ κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων το εκκαλούν εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης εκκαλούσας (Κ.Δ.Δ. άρθρο
275 παρ. 1).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Συνεκδικάζει
τις εφέσεις.
Απορρίπτει την έφεση του
εκκαλούντος - εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου.
Δέχεται εν μέρει την έφεση
της εκκαλούσας εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας.
Μεταρρυθμίζει την
19754/2018 οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου της Αθήνας.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση
του εφεσίβλητου - εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην εφεσίβλητη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία το ποσό των ενενήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (99.794,55), νομιμότοκα με επιτόκιο
6%, από 23.11.2012 έως την εξόφληση.
Διατάσσει να αποδοθεί στην
εκκαλούσα εφεσίβλητη μέρος του παραβόλου που κατέβαλε ποσού 100,00 ευρώ.
Απαλλάσσει το εκκαλούν εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης εκκαλούσας.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε
στην Αθήνα στις 21 Ιουλίου 2020 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 10 Σεπτεμβρίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΗ ΕΛΕΑΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΤΥΧΙΑ ΣΙΔΕΡΗ