ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΔΕφΑθ 2160/2020

 

Παράλειψη πράξης από όργανα του Δημοσίου - Εξέλιξη σε βαθμίδα Καθηγητή - Αστική ευθύνη δημοσίου - Αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Παράνομη συμπεριφορά της Διοίκησης λόγω υπέρβασης του εύλογου χρόνου για την ολοκλήρωση της διαδικασίας κρίσης για την εξέλιξη υποψηφίου στη βαθμίδα Καθηγητή. Δεκτή η έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που δέχθηκε εσφαλμένα ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εφεσίβλητου από τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας κρίσης του εκκαλούντος. Επιδίκαση εύλογου ποσού χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του εκκαλούντος. Επιτόκιο 6%.

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 2160/2020

 

ΤΟ

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Τμήμα 4ο Τριμελές

 

Αποτελούμενο από τις: Μαρία Καλαϊτζή, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Λουκία Σκουρολιάκου και Ασπασία Μάλλιαρη -Εισηγήτρια, Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Ευτυχία Σιδερή, δικαστική υπάλληλο,

 

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την από 5.12.2018 (αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ ΕΦ ./19.12.2018) έφεση,

 

του Φ. Ρ. του Π. - Ν., κατοίκου … (οδός …, αριθ. …), ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, τον οποίο διόρισε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου,

 

κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΕΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ», που εδρεύει στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου Αττικής (οδός Ηρώων Πολυτεχνείου, αριθ. 9) και παραστάθηκε με τη Δικαστική Πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δέσποινα Καλέση.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και,

 

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα,

 

Σκέφτηκε κατά τον Νόμο.

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. το με κωδικό πληρωμής ... ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων), ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 15768/2018 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η με ημερομηνία κατάθεσης 21.1.2010 αγωγή του ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου νπδδ να του καταβάλει, νομιμοτόκως, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), το ποσό των 75.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς του, παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του εφεσίβλητου να ολοκληρώσουν, εντός ευλόγου χρόνου, τη διαδικασία εξέλιξής του στη βαθμίδα του Καθηγητή.

 

2. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, αν.ν. 2783/1941), ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διατάξεως που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος...», στο δε άρθρο 106 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγούμενου άρθρου «εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ, πδ 456/1986, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. …». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δεν αποκλείεται «Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 59 του ίδιου Κώδικα, στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, «να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού…».

 

3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, ανεξάρτητα από τη φύση της παρανομίας ως τυπικής ή ουσιαστικής, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσης ζημίας (πρβλ. ΣτΕ 410/2016, 895/2014, 2645/2014 κ.ά) Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε στον παθόντα λόγω αδικοπραξίας και είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή, μεταξύ άλλων, της προσωπικότητάς του (πρβλ ΣτΕ 410/2016). Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932 του Α.Κ. παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης (είδος, βαρύτητα και συνθήκες τέλεσης της προσβολής, την οικονομική κατάσταση του προσβληθέντος κ.λπ.) -συνεκτιμώντας και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του- και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (βλ. ΣτΕ 4022/2015, 868/2011), να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε στον προσβληθέντα ηθική βλάβη (ΣτΕ 410/2016, 347/2012, βλ. ΣτΕ 1906, 2188/2015, 2202/2014, 877/2013.).

 

4. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2517/1997 «Εκλογή Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 160/11.08.1997), ορίζεται ότι: «1. Η εκλογή μέλους Δ.Ε.Π. γίνεται με προκήρυξη της αντίστοιχης θέσης και με ανοικτή διαδικασία. Η προκήρυξη αφορά είτε πλήρωση νέων θέσεων Δ.Ε.Π. στο πλαίσιο του ετήσιου προγραμματισμού, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις είτε πλήρωση θέσεων ύστερα από αίτηση του μέλους Δ.Ε.Π. για εξέλιξη. Τα μέλη Δ.Ε.Π. έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στην αμέσως επόμενη βαθμίδα, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών παραμονής στη θέση της βαθμίδας που κατέχουν κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. …. 4. Αναπληρωτές Καθηγητές - Καθηγητές. α) οι Αναπληρωτές Καθηγητές και οι Καθηγητές εκλέγονται ως μόνιμοι. β) οι Αναπληρωτές Καθηγητές, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών στη βαθμίδα που βρίσκονται, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στη βαθμίδα του Καθηγητή μέχρι δύο φορές που θα απέχουν τουλάχιστον τρία έτη μεταξύ τους. 5. Το χρονικό διάστημα της τριετίας για τη δεύτερη κρίση εξέλιξης των Επίκουρων Καθηγητών και Αναπληρωτών Καθηγητών υπολογίζεται από την υποβολή της αίτησης υποψηφιότητας για την πρώτη κρίση. 6. Αρμόδιο όργανο για την κρίση εκλογής ή εξέλιξης των μελών Δ.Ε.Π. και για την κρίση μονιμοποίησης των Επίκουρων Καθηγητών είναι το εκλεκτορικό σώμα, όπως αυτό ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις. 7. Κατά τη διαδικασία της ψηφοφορίας η άρνηση ψήφου ή η λευκή ψήφος θεωρούνται ψήφοι αρνητικού περιεχομένου. 8. Οι θέσεις που κενώνονται για οποιαδήποτε αιτία επαναπροκηρύσσονται εκτός ετήσιου προγραμματισμού, σε οποιαδήποτε βαθμίδα. 9. Μέλη Δ.Ε.Π., που υπηρετούν με οποιοδήποτε καθεστώς στα Α.Ε.Ι., έχουν δικαίωμα να υποβάλουν υποψηφιότητα σε οποιαδήποτε προκήρυξη με ανοικτή διαδικασία θέσεων μελών Δ.Ε.Π. σε οποιαδήποτε βαθμίδα, στο ίδιο ή άλλο Α.Ε.Ι., εφόσον πληρούν τις απαραίτητες τυπικές προϋποθέσεις και ειδικότερα καλύπτουν το αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης.». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του ν. 2083/1992 «Εκσυγχρονισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης» (Α΄ 159), όπως οι διατάξεις των κεφαλαίων Α΄ και Β΄ καταργήθηκαν με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 2188/1994 (Α΄ 18) και τα επόμενα κεφάλαια Γ΄, Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ μετονομάστηκαν, αντίστοιχα, σε Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, και το κεφάλαιο Δ΄ τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον ν. 3027/2002 (Α΄ 152) ορίζεται ότι: «Α. Προκήρυξη. 1. Ο προγραμματισμός νέων θέσεων Δ.Ε.Π. στα Α.Ε.Ι. γίνεται σε ετήσια βάση. … 2. Η προκήρυξη των κενών θέσεων Δ.Ε.Π. γίνεται από τη Γ.Σ. τμήματος ύστερα από εισήγηση της Γ.Σ. του οικείου τομέα. Στην προκήρυξη αναφέρεται η βαθμίδα, ο τομέας και το γνωστικό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης, το οποίο πρέπει να καλύπτει έναν πλήρη κλάδο της οικείας επιστήμης με εύρος τουλάχιστον μιας αναγνωρισμένης ειδικότητας. … Γ. Εισηγητικές Επιτροπές. 1. Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την υποβολή της σχετικής αίτησης ή από το τέλος της προθεσμίας για υποβολή υποψηφιότητας, συγκροτείται με απόφαση της Γ.Σ. του τμήματος το οικείο εκλεκτορικό σώμα, το οποίο ορίζει τριμελή εισηγητική επιτροπή από μέλη Δ.Ε.Π. του ίδιου γνωστικού αντικειμένου, τα οποία μπορούν να έχουν την ιδιότητα του εκλέκτορα. Το εκλεκτορικό σώμα, προκειμένου να προβεί στον ορισμό της εισηγητικής επιτροπής συγκαλείται, σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την συγκρότηση του, με ευθύνη του προέδρου του τμήματος και θεωρείται ότι ευρίσκεται σε απαρτία αν παραστούν το 1/3 των μελών του ή κατά την επαναληπτική συνεδρίαση οσαδήποτε μέλη και αν παραστούν. … 2. Η εισηγητική επιτροπή μέσα σε αποκλειστική προθεσμία σαράντα (40) ημερών από τον ορισμό της υποβάλλει στη Γ.Σ. τμήματος ειδικά αιτιολογημένη έκθεση που περιλαμβάνει: i) αναλυτική παρουσίαση και αξιολόγηση του έργου και της προσωπικότητας των υποψηφίων και κρίση για την προσφορά τους στην πρόοδο της επιστήμης, ii) γνώμη για το βαθμό ανταπόκρισης των υποψηφίων στα απαιτούμενα νόμιμα προσόντα, iii) αξιολογική κατάταξη των υποψηφίων. 3. Η ανωτέρω έκθεση κοινοποιείται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν από τη συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος στους υποψηφίους, οι οποίοι μπορούν να υποβάλλουν σχετικό υπόμνημα … 4. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία υποβολής της εισηγητικής έκθεσης η διαδικασία εκλογής συνεχίζεται χωρίς αυτή. 3. … Δ. Εκλέκτορες - Ψηφοφορία. … 1. Δικαίωμα ψήφου για εκλογή ή εξέλιξη, όπου αυτή προβλέπεται στο νόμο αυτόν, έχουν όλα τα μέλη Δ.Ε.Π. του Τμήματος της βαθμίδας για την οποία γίνεται η κρίση και των ανώτερων από αυτήν, εφόσον ο αριθμός τους δεν υπερβαίνει τους τριάντα (30). Αν το εκλεκτορικό σώμα συγκροτείται από το νόμο χωρίς να μεσολαβεί ορισμός ή κλήρωση, δεν απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος για τη συγκρότησή του, συγκαλείται για να ορίσει τριμελή εισηγητική επιτροπή με ευθύνη του Προέδρου του Τμήματος, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης ή τη λήξη της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων και βρίσκεται σε απαρτία εφόσον παρίσταται το ένα τρίτο των μελών του. 2. … 5. Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της εισηγητικής έκθεσης ή μετά την άπρακτη πάροδο της σχετικής προθεσμίας συνέρχεται υπό την προεδρία του προέδρου του τμήματος σε κοινή συνεδρίαση η γενική συνέλευση και το σώμα των εκλεκτόρων. Ο πρόεδρος του τμήματος συντάσσει και γνωστοποιεί τη σχετική ημερήσια διάταξη οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα σύγκλησης της κοινής συνεδρίασης. Η έλλειψη απαρτίας της γενικής συνέλευσης δεν εμποδίζει τη συζήτηση και την ψηφοφορία για την εκλογή ή την εξέλιξη των μελών Δ.Ε.Π., εφόσον βρίσκεται σε απαρτία το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει απαρτία, εφόσον παρίστανται περισσότερο από τα μισά μέλη Δ.Ε.Π. του εκλεκτορικού σώματος. …. Στην αρχή της συνεδρίασης οι υποψήφιοι μπορούν να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους για το περιεχόμενο της εισηγητικής έκθεσης, απαντούν στις ερωτήσεις των μελών των δύο σωμάτων και αποχωρούν. Για την άσκηση του δικαιώματος αυτού των υποψηφίων γνωστοποιείται προς αυτούς από τον πρόεδρο του τμήματος η ημερήσια διάταξη της κοινής συνεδρίασης μέσα στην ανωτέρω προθεσμία. … 6. Ο υποψήφιος εκλέγεται αν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εκλεκτόρων. … 9. Ο διορισμός και η μονιμοποίηση του μέλους Δ.Ε.Π. γίνεται με πράξη του Πρύτανη, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η σχετική πράξη με τα πρακτικά εκλογής ή μονιμοποίησης του εκλεκτορικού σώματος διαβιβάζονται, χωρίς καθυστέρηση, από το Ίδρυμα στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εφόσον κριθεί νόμιμη η σχετική διαδικασία μετά την άσκηση, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός, προκαταρκτικού ελέγχου νομιμότητας από τον Πρύτανη, ενώ τα πρακτικά κοινοποιούνται στους υποψηφίους. Η εν λόγω πράξη του Πρύτανη δεν μπορεί να δημοσιευθεί ούτε να εκτελεσθεί και είναι άκυρο οποιοδήποτε από αυτά συμβεί, αν προηγουμένως δεν ασκηθεί ο προβλεπόμενος έλεγχος νομιμότητας από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την περιέλευση της πράξης στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η πράξη διορισμού ή μονιμοποίησης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εκτελείται χωρίς άλλη διατύπωση, εφόσον κριθεί νόμιμη μετά την άσκηση και του τελικού ελέγχου νομιμότητας ή εφόσον παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω τρίμηνη προθεσμία. Αν διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας σε οποιονδήποτε από τους δύο ανωτέρω ελέγχους, η πράξη αναπέμπεται στο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να συνεχισθεί η διαδικασία από το σημείο που παρουσιάζεται η έλλειψη νομιμότητας. … 11. Η παραβίαση των αναφερομένων στη διαδικασία εκλογής αποκλειστικών προθεσμιών δεν δημιουργεί ακυρότητα της διαδικασίας, αλλά μόνον πειθαρχική ευθύνη του προέδρου του τμήματος ή των μελών των εισηγητικών επιτροπών».. Εξάλλου, με την παρ. 13 του άρθρου 3 του ν. 3255/2004 (Α΄ 38) ορίσθηκε ότι: «Η αποκλειστική προθεσμία που προβλέπεται στην παρ. 9 του άρθρου 6 κεφάλαιο Δ΄ του Ν. 2083/1992 (ΦΕΚ 159 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2454/1997 (ΦΕΚ 7 Α΄) και την παρ. 19 Α του άρθρου 3 του Ν. 3027/2002 (ΦΕΚ 152 Α΄) για την άσκηση ελέγχου νομιμότητας από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στις πράξεις διορισμού και μονιμοποίησης των μελών Δ.Ε.Π. από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ορίζεται σε τέσσερις (4) μήνες. Η διάταξη αυτή δεν αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων του Α.Ν. 261/1968 (ΦΕΚ 12 Α΄)».

 

5. Επειδή, στη συνέχεια, με τον ν. 3549/2007 (Α΄ 69) μεταρρυθμίστηκε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, μεταβλήθηκε, μεταξύ άλλων, ο τρόπος συγκρότησης των εκλεκτορικών σωμάτων και συμπληρώθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2083/1992. Ειδικότερα, στο άρθρο 24 του ανωτέρω νόμου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Σε κάθε περίπτωση εκλογής, εξέλιξης ή μονιμοποίησης, το εκλεκτορικό σώμα απαρτίζεται κατά τα δύο τρίτα από μέλη Δ.Ε.Π. του οικείου Τμήματος, και κατά το ένα τρίτο από μέλη Δ.Ε.Π. άλλων Τμημάτων του ιδίου ή άλλων Α.Ε.Ι. Το σύνολο των μελών του εκλεκτορικού σώματος δεν μπορεί να είναι μικρότερο από έντεκα και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τριάντα. Στο εκλεκτορικό σώμα μετέχουν μέλη Δ.Ε.Π. της βαθμίδας για την οποία γίνεται η κρίση και των ανώτερων από αυτή. Τα μέλη Δ.Ε.Π. που προέρχονται από άλλα Τμήματα του ιδίου ή άλλων Α.Ε.Ι. πρέπει να είναι του ίδιου γνωστικού ή συναφούς αντικειμένου με την υπό πλήρωση θέση. Εάν υπάρχουν περισσότερα από τα απαιτούμενα μέλη Δ.Ε.Π. με το ίδιο ή συναφές γνωστικό αντικείμενο, ο ορισμός τους γίνεται με κλήρωση μεταξύ μελών Δ.Ε.Π. άλλων Τμημάτων του ιδίου ή άλλων Α.Ε.Ι. που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και ανέρχονται σε αριθμό τουλάχιστον ίσο με το διπλάσιο των θέσεων των εξωτερικών εκλεκτόρων. … 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται για τα εκλεκτορικά που έχουν συγκροτηθεί σε σώμα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 3. α) Στο τέλος της παραγράφου 1 του Κεφαλαίου Γ΄ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 προστίθενται τρία νέα εδάφια που έχουν ως εξής: Ένα τουλάχιστον από τα μέλη της τριμελούς εισηγητικής επιτροπής απαιτείται να προέρχεται από Τμήμα άλλου Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Εάν μέλος της τριμελούς εισηγητικής επιτροπής παραιτηθεί ή εκλείψει για οποιονδήποτε λόγο, η σύνταξη της έκθεσης συνεχίζεται και ολοκληρώνεται εντός της νόμιμης προθεσμίας από τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής. Τα τυχόν παραιτούμενα μέλη της τριμελούς εισηγητικής επιτροπής, εφόσον είναι μέλη του εκλεκτορικού σώματος, εκπίπτουν από αυτό και αντικαθίστανται νομίμως. β) Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου Γ΄ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 η φράση "μέσα σε αποκλειστική προθεσμία σαράντα (40) ημερών" αντικαθίσταται με τη φράση "μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών και όχι νωρίτερα από είκοσι (20) ημέρες". γ) Η παράγραφος 3 του Κεφαλαίου Γ΄ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 αντικαθίσταται ως εξής: “3. Η ανωτέρω έκθεση κοινοποιείται τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος για τη διενέργεια της εκλογής στα μέλη του και στους υποψηφίους, οι οποίοι μπορούν να υποβάλουν σχετικό υπόμνημα τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος για τη διενέργεια της εκλογής." ….4. Η παράγραφος 4 του Κεφαλαίου Δ΄ του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 αντικαθίσταται ως εξής: “4. Κατά τη διαδικασία συγκρότησης του εκλεκτορικού σώματος, στο συνολικό αριθμό των εκλεκτόρων δεν υπολογίζονται όσοι απουσιάζουν λόγω νόμιμης άδειας ή για λόγους ανωτέρας βίας που πιστοποιεί η Γ.Σ. του Τμήματος με πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή της. Σε περίπτωση επίκλησης λόγου ασθενείας απαιτείται απαραιτήτως βεβαίωση από δημόσιο νοσοκομείο. Εφόσον το εκλεκτορικό σώμα συγκροτηθεί σε σώμα, η σύνθεση του δεν μεταβάλλεται παρά μόνο εάν μέλος του παραιτηθεί, εκλείψει ή βρεθεί σε νόμιμη άδεια. Στις περιπτώσεις αυτές και εφόσον ο αριθμός των υπόλοιπων μελών του εκλεκτορικού σώματος είναι μικρότερος από έντεκα (11) ή δεν καλύπτει τα ποσοστά που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, το μέλος αυτό αναπληρώνεται από το πρώτο κατά σειρά μη κωλυόμενο αναπληρωματικό μέλος, μέσα από κατάλογο αναπληρωματικών μελών που ορίζεται κατά τη συγκρότηση του εκλεκτορικού σώματος”. 5. Στο τέλος της παραγράφου 5 του Κεφαλαίου Δ` του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 προστίθενται εδάφια ως εξής: “Εάν ο Πρόεδρος του Τμήματος δεν συγκαλεί το εκλεκτορικό σώμα για την εκλογή, εξέλιξη ή μονιμοποίηση μέλους Δ.Ε.Π., το εκλεκτορικό σώμα συγκαλείται υποχρεωτικά από τον Πρύτανη, μέσα σε σαράντα (40) ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία ο Πρόεδρος του Τμήματος όφειλε να το συγκαλέσει. Στην περίπτωση αυτή ο Πρύτανης προεδρεύει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στη συνεδρίαση του εκλεκτορικού σώματος. 6. Δεν επιτρέπεται να μετέχουν στην ίδια συνεδρίαση συλλογικού οργάνου κρίσης μέλη Δ.Ε.Π., τα οποία είναι σύζυγοι ή συνδέονται μεταξύ τους με συγγένεια έως και τέταρτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας, όταν κρίνεται ένα από τα δύο. 7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και στα Τ.Ε.Ι.».

 

6. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι ο χαρακτηρισμός ως αποκλειστικών των προθεσμιών που τάσσονται από τον νόμο για τον ορισμό της τριμελούς εισηγητικής επιτροπής, για την κατάθεση της εισηγητικής έκθεσης και για τη σύγκληση σε κοινή συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης του Τμήματος και του εκλεκτορικού σώματος, έχει την έννοια της έντονης υπόδειξης προς τα σώματα αυτά, προς τον σκοπό της ταχύτερης δυνατής περάτωσης της παραπάνω διαδικασίας και όχι της θέσπισης γνήσιας ανατρεπτικής προθεσμίας (βλ. ΣτΕ 652/2012, 3575/2009). Και ναι μεν η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 2083/1992 ορίζει, κατά τη ρητή διατύπωσή της, ότι η παράβαση των αναφερομένων σ΄ αυτήν αποκλειστικών προθεσμιών δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας εκλογής, αλλά μόνο πειθαρχική ευθύνη του προέδρου του τμήματος ή των μελών των εισηγητικών επιτροπών, πλην, κατά την ορθή έννοιά της, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει την εφαρμογή των γενικών αρχών περί της ανάγκης ολοκλήρωσης της διοικητικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου. Επομένως, η ύπαρξη της διάταξης αυτής δεν αποκλείει κρίση περί παράνομης συμπεριφοράς της Διοίκησης λόγω της υπέρβασης του ευλόγου χρόνου για την εκφορά κρίσης περί την εξέλιξη του υποψηφίου και την ολοκλήρωση της διαδικασίας πλήρωσης της προκηρυχθείσας θέσης, ενώ, περαιτέρω, η κρίση περί της παρόδου ή μη του ευλόγου χρόνου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται τελικώς από το Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση των ιδιαιτέρων συνθηκών της περιπτώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2312/2013, 3575, 1563/2009, 2731/2007, 3363/2004, 515/2003, 1562/1999, 3757/1997, 1563/1997, 2867/1995).

 

7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών, με την ./17.4.2000 πράξη του Πρύτανη του εφεσίβλητου νπδδ (ΦΕΚ 161/28.6.2000, τ. Ν.Π.Δ.Δ.), διορίστηκε σε θέση Διδακτικού - Ερευνητικού Προσωπικού της βαθμίδας του Αναπληρωτή Καθηγητή στον Τομέα IV «Σύνθεση και Ανάπτυξη Βιομηχανικών Διαδικασιών» του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, στο γνωστικό αντικείμενο «Οργανική Χημική Τεχνολογία, Υγιεινή, Ασφάλεια, Προστασία Περιβάλλοντος». Με την 1594/24.3.2004 αίτησή του, ο εκκαλών ζήτησε, μετά την συμπλήρωση του ελάχιστα απαιτούμενου χρόνου στην ανωτέρω βαθμίδα, να κινηθεί η διαδικασία εξέλιξής του στη βαθμίδα του Καθηγητή, στον ίδιο ως άνω Τομέα IV του ανωτέρω Τμήματος του εφεσίβλητου νπδδ. Με την Φ.121/28/66412/Β2/11.1.2005 απόφαση της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 14/24.1.2005 τ. Παράρτημα) εγκρίθηκε η προκήρυξη θέσης ΔΕΠ στη βαθμίδα του Καθηγητή στο προαναφερόμενο γνωστικό αντικείμενο και ο εκκαλών, μοναδικός υποψήφιος, υπέβαλε την 2065/24.3.2005 αίτηση υποψηφιότητας μετά των σχετικών δικαιολογητικών. Ακολούθως, στις 20.4.2005 πραγματοποιήθηκε κοινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος της Σχολής Χημικών Μηχανικών του εφεσίβλητου, κατά την οποία ορίστηκαν, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του ν. 2083/1992, τα μέλη που θα συμμετείχαν στο Εκλεκτορικό Σώμα, ενώ, στη συνέχεια, κατά τη συνεδρίαση της 1ης.6.2005 του Εκλεκτορικού Σώματος, ορίστηκε Τριμελής Εισηγητική Επιτροπή για την εν λόγω κρίση, αποτελούμενη από τους κ.κ. …. Μετά την υποβολή της από 21.6.2005 αίτησης - ένστασης του εκκαλούντος, αποφασίστηκε, κατά την κοινή συνεδρίαση Γενικής Συνέλευσης και Εκλεκτορικού Σώματος, στις 2.11.2005, η αντικατάσταση των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος κ.κ…, λόγω της εκπαιδευτικής άδειας που είχαν λάβει. Ειδικότερα, όμως, στο απόσπασμα του πρακτικού της ως άνω κοινής συνεδρίασης της 2ας.11.2005, αναφέρεται ότι ο εκκαλών υπέβαλε την από 21.6.2005 αίτηση εξαίρεσης του μέλους της Τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής …, λόγω του ότι συνδεόταν με αυτόν με συγγένεια εξ αγχιστείας εκ πλαγίου, τετάρτου βαθμού, η αίτηση δε αυτή διαβιβάστηκε στον Νομικό Σύμβουλο του εφεσίβλητου (σχετ. το με αριθ. πρωτ. ./25.7.2005 έγγραφο). Η εν λόγω αίτηση έγινε δεκτή με τη με αριθ. πρωτ. 247/Φ.341/30.8.2005 Γνωμοδότηση του ως άνω Νομικού Συμβούλου (το κείμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο στο παραπάνω πρακτικό), ο οποίος, κατ΄ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 2 εδαφ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45), σύμφωνα με τις οποίες τα μέλη συλλογικών οργάνων οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρόταση εφόσον, μεταξύ άλλων, είναι συγγενείς εξ αγχιστείας εκ πλαγίου έως και τετάρτου βαθμού με κάποιον από τους ενδιαφερόμενους, αποφάνθηκε ότι, λόγω της υφιστάμενης συγγένειας, καθίσταται μη νόμιμη η συμμετοχή του ... στην Τριμελή Εισηγητική Επιτροπή και πρέπει αυτός να εξαιρεθεί. Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω πρακτικό, αναφέρεται από τον Πρόεδρο της Σχολής ... ότι «Επομένως, εδώ γίνεται δεκτό νομικά ότι ο κ. ... έχει όντως συγγένεια … με τον κ. ... και επομένως δεν είναι δυνατόν η συμμετοχή του κ. ... σε οποιοδήποτε συλλογικό όργανο, συμπράττει σε οποιαδήποτε διοικητική πράξη που αφορά τον κ. .... Επομένως, υπάρχει θέμα συγγένειας άρα δεν μπορεί ο κ. ... να συμμετέχει στο Εκλεκτορικό Σώμα και άρα θα αντικατασταθεί για αυτό. Το ότι ζήτησε εκπαιδευτική άδεια αυτό είναι δεύτερο. Μετά ζήτησε και εκπαιδευτική άδεια. Δεν μπορεί λοιπόν να συμμετάσχει και προφανώς όπως καταλήγει και η νομική γνωμάτευση δεν είναι δυνατόν να συμμετάσχει και στην τριμελή εισηγητική επιτροπή …». Εν συνεχεία, κατά την συνεδρίαση του Εκλεκτορικού Σώματος στις 21.12.2005, ορίστηκε νέα Τριμελής Επιτροπή αποτελούμενη από τους κ.κ. Α. ..., ιατρό πνευμονολόγο Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, ενώ, στις 8.3.2006, τροποποιήθηκε εκ νέου η σύνθεση της Εισηγητικής Επιτροπής και ορίστηκαν ως μέλη μόνο καθηγητές του ΕΜΠ, ήτοι οι κ.κ. ..., ... και .... Περαιτέρω, κατά την κοινή συνεδρίαση Γενικής Συνέλευσης και Εκλεκτορικού Σώματος της Σχολής, στις 26.10.2006, αντικαταστάθηκαν δύο μέλη του Σώματος και συγκεκριμένα ο κ. ..., λόγω διορισμού του στη βαθμίδα του Καθηγητή στο γνωστικό αντικείμενο «Ενζυμική και Μικροβιακή Τεχνολογία» (ήτοι σε θέση μέλους ΔΕΠ, της οποίας η προκήρυξη είχε εγκριθεί με την ίδια ως άνω Φ.121/28/66412/Β2/24.1.2005 Υπουργική Απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε και η προκηρυχθείσα θέση του εκκαλούντος) και ο κ. Γ. Τσαγκάρης, λόγω συνταξιοδότησης. Κατόπιν αυτών, υποβλήθηκαν δύο εκθέσεις της Τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής, εκ των οποίων η μία (αρνητική) στις 11.12.2006 και η άλλη (θετική) στις 19.1.2007. Ακολούθως, στην κοινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης, στην οποία συμμετείχε ως μέλος ο κ. …, και του Εκλεκτορικού Σώματος στις 13.6.2007, η διαδικασία της εκλογής απέβη άκαρπη, διότι ο εκκαλών, μη συγκεντρώνοντας υπέρ αυτού την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εκλεκτόρων, κρίθηκε αρνητικά για την εξέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή. Κατά της ανωτέρω απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, ο εκκαλών άσκησε την από 13.9.2007 αίτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησε την ακύρωσή της, για τους λόγους που προβάλλονται με αυτήν. Εν συνεχεία, ο Πρύτανης του εφεσίβλητου νπδδ, κατά την άσκηση του προβλεπόμενου ελέγχου νομιμότητας, αφού διαπίστωσε ότι κατά την τελευταία (13.6.2007) κοινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος, συμμετείχε ως μέλος της Γενικής Συνέλευσης ο Καθηγητής κ. …, συγγενής εξ αγχιστείας τετάρτου βαθμού με τον εκκαλούντα, διετύπωσε με το ./21.11.2007 έγγραφό του ερώτημα προς τον Νομικό Σύμβουλο του εφεσίβλητου, σχετικά με τη νομιμότητα της ως άνω διαδικασίας κρίσης. Στην 341/Φ.55/5.12.2007 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου, που έγινε δεκτή από τον Πρύτανη, αναγράφεται ότι «ο κ. …  ο οποίος κατά τη διαδικασία πήρε το λόγο και διατύπωσε τις απόψεις του επ΄ αυτής, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της 13-6-2007, δεν συμμετείχε νομίμως ως μέλος της Γ.Σ. της Σχολής στην κοινή συνεδρίαση … για την κρίση εξέλιξης του κ. Φ. Ρ. στη βαθμίδα του Καθηγητή, καθόσον συνδέεται με τον κρινόμενο με συγγένεια …». Κατόπιν αυτών, ο ανωτέρω Πρύτανης, με το ./27.12.2007 έγγραφό του ανέπεμψε τον φάκελο κρίσης στη Σχολή Χημικών Μηχανικών, προκειμένου να επαναληφθεί η διαδικασία από το σημείο που διαπιστώθηκε η μη σύννομη ενέργεια, δηλαδή αυτή της συμμετοχής του Καθηγητή …  στην από 13.6.2007 κοινή συνεδρίαση. Εξάλλου, ένεκα της ως άνω αναπομπής, με την 1906/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καταργήθηκε η δίκη επί της ασκηθείσας κατά του τελευταίου αυτού πρακτικού, αιτήσεως ακυρώσεως. Στην από 16.4.2008 κοινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος αποφασίστηκε η αναβολή της σχετικής διαδικασίας, στη δε κοινή συνεδρίαση της 2ας.7.2008 συζητήθηκε εκ νέου το θέμα της εκλογής του εκκαλούντος και αποφασίστηκε, αφενός η υλοποίηση της διαδικασίας κρίσης με τη διαδικασία που οριζόταν στον νεότερο ν. 3549/2007, σύμφωνα και με την 274/22.5.2008 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του εφεσίβλητου, αφετέρου να ζητηθεί από τον εκκαλούντα η παραίτηση από μηνύσεις και αγωγές που είχε ασκήσει κατά μελών του εκλεκτορικού σώματος, ώστε να κινηθεί η διαδικασία εξέλιξής του. Το σχετικώς, όμως, συνταχθέν, κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, πρακτικό ακυρώθηκε με την 1907/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως του εκκαλούντος, με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί, κατά το νόμο, η εξέλιξη μέλους ΔΕΠ να εξαρτάται από τον τρόπο άσκησης εκ μέρους του, του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας από το δικαστήριο. Εξάλλου, στην 184/Φ23/27.5.2008 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου επί του ./31.3.2008 εγγράφου του Τμήματος Διδακτικού Προσωπικού, όπου ενσωματώθηκε και το 2262/18.3.2008 έγγραφο της Σχολής Χημικών Μηχανικών, στα πλαίσια επαναπροκήρυξης, με τον νέο νόμο πλαίσιο, της επίμαχης θέσης στη βαθμίδα του Καθηγητή στην ως άνω Σχολή αναφέρονται τα εξής: «… Με την επισήμανση ότι η αναπομπή του θέματος από τον κ. Πρύτανη είναι νόμιμη, … θα πρέπει να παρατηρηθεί κατ΄ αρχάς ότι οι διαδικασίες θα πρέπει να επαναληφθούν, … από το στάδιο κατά το οποίο εμφιλοχωρεί η νομική πλημμέλεια της σύνθετης διοικητικής ενέργειας που συνιστά η συμμετοχή του καθηγητή κ. … στις διαδικασίες εκλογής. Φρονούμε, όμως, ότι … δεν θα πρέπει να δοθούν ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνείες στις αρχές και διατάξεις που ισχύουν επί ανακλήσεως των παράνομων διοικητικών πράξεων, με τρόπο που να καθίσταται δυσμενέστερη η θέση του κρινόμενου αναπληρωτή καθηγητή, ο οποίος σημειωτέον είχε επισημάνει τη μη νόμιμη συμμετοχή του κ. ... και συνεπώς δεν ευθύνεται για την ακύρωση της διαδικασίας, ήταν δηλαδή καλόπιστος. Μπορεί δηλαδή κατά την κυριαρχική πάντως κρίση της Γ. Συνέλευσης να καθοριστεί το ίδιο με προηγουμένως γνωστικό αντικείμενο, ώστε να μην καταστεί δυσμενέστερη η θέση του καλόπιστου κρινόμενου …». Στη συνεδρίαση της 18ης.11.2009 της Γενικής Συνέλευσης της Σχολής Χημικών Μηχανικών εγκρίθηκε προς προκήρυξη, θέση για τη βαθμίδα Καθηγητή με το μικρότερου εύρους γνωστικό αντικείμενο «Οργανική Χημική Τεχνολογία». Ακολούθως, ο εκκαλών άσκησε την ένδικη, με ημερομηνία κατάθεσης, 21.1.2010 αγωγή, με την οποία προέβαλε ότι από την υποβολή της αίτησης υποψηφιότητάς του τον Μάρτιο του έτους 2004, παρήλθαν έξι έτη χωρίς να ολοκληρωθεί η διαδικασία κρίσης του για την εξέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή, η υπέρβαση δε του εύλογου χρόνου για την εκφορά της ως άνω κρίσης αποτελεί παράνομη συμπεριφορά του εφεσίβλητου οφειλόμενη σε παραλείψεις των οργάνων του και συγκεκριμένα στη μη έγκαιρη σύγκληση, από τον εκάστοτε διατελέσαντα Πρύτανη και τον Πρόεδρο της Σχολής Χημικών Μηχανικών, του Εκλεκτορικού Σώματος, προκειμένου αυτό να κρίνει επί της εξελίξεώς του, στη μη ακύρωση ή τη μη αποτροπή από τα ως άνω όργανα αντίστοιχα της συμμετοχής, ως μέλους στην Εισηγητική Επιτροπή και στη Γενική Συνέλευση, κατά την κοινή συνεδρίαση (13.6.2007) αυτής με το Εκλεκτορικό Σώμα, του Καθηγητή …, με τον οποίο ήταν συγγενής εξ αγχιστείας, αλλά και στην απόφαση της ΓΣ, με την οποία του ζητήθηκε η παραίτηση από ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέλιξής του, η οποία ακυρώθηκε με την 1907/2007 απόφαση του ΣτΕ ως παράνομη. Περαιτέρω δε, ισχυρίστηκε ότι, συνεπεία της ως άνω παράνομης συμπεριφοράς οργάνων του εφεσίβλητου υπέστη ηθική βλάβη συνιστάμενη στην προσβολή της προσωπικότητάς του, καθώς τόσο η επιστημονική εικόνα όσο και το ακαδημαϊκό του κύρος επλήγησαν, αφού δημιουργήθηκε η εσφαλμένη εντύπωση σε συναδέλφους και φοιτητές ότι δεν διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα εξέλιξης στην ανώτατη βαθμίδα, ενώ η μακροχρόνια διαμάχη τον έπληξε ηθικά και του δημιούργησε αφόρητο ψυχικό άλγος, αποσπώντας τον από το ακαδημαϊκό του έργο. Ζήτησε δε ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 75.000 ευρώ. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του, ο εκκαλών επικαλέστηκε και προσκόμισε α) τις .../3.5.2018 νομίμως, κατόπιν επίδοσης της σχετικής κλήσης στο εφεσίβλητο (σχετ. η ...Δ/20.4.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, των συναδέλφων του κ.κ. ... και ..., οι οποίοι κατέθεσαν, ο πρώτος εξ αυτών, ότι από, μεθοδευμένα, παράνομες πράξεις οργάνων του εφεσίβλητου, ο εκκαλών στερήθηκε της κρίσης του στην ανώτερη βαθμίδα μέχρι τελικώς να συνταξιοδοτηθεί, εξέλιξη την οποία δικαιούτο, η δεύτερη ότι η συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση, προσώπου το οποίο είχε κώλυμα (συγγενική σχέση), το οποίο μάλιστα αρχικά είχε οριστεί και μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής, έγινε σκοπίμως προκειμένου να καθυστερήσει η κρίση του εκκαλούντος και να στερηθεί της δυνατότητας ολοκλήρωσης της ακαδημαϊκής του καριέρας στην ανωτάτη βαθμίδα, αποτέλεσε για τον ίδιο βαρύτατο ηθικό πλήγμα, αφού, στην πορεία των ετών που η κρίση του δεν ολοκληρώθηκε και ενόψει του οι αποκλειστικές προθεσμίες που θέτει ο νόμος από την προκήρυξη μιας θέσης μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών είναι της τάξης των 2 - 3 μηνών, εξελίχθηκαν στη βαθμίδα του Καθηγητή πολύ νεότεροι συνάδελφοι του (ακόμα και πρώην φοιτητές του), η άνιση ΔΕ και άδικη σε βάρος του μεταχείριση, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Αναπληρωτής Πρόεδρος της Σχολής κ. ..., ο οποίος ήταν στο ίδιο ΦΕΚ προκήρυξης θέσεων με αυτή του εκκαλούντος, για την ίδια βαθμίδα Καθηγητή και στην ίδια Γενική Συνέλευση (Ιούνιος 2005), οπότε ορίσθηκαν οι Τριμελείς Εισηγητικές Επιτροπές τους, εξελέγη Καθηγητής εντός 35 ημερών από τον ορισμό της Τριμελούς Επιτροπής του, ενώ τέλος, κατέθεσε ότι για τη δεινή θέση στην οποία περιήλθε ο εκκαλών ευθύνονται οι διατελέσαντες Πρύτανης και Πρόεδρος της Σχολής αντίστοιχα, κατά τα κρίσιμα έτη 2006 - 2010 και, τέλος, ο τρίτος κατέθεσε, ότι άδικα και μεθοδευμένα ο εκκαλών δεν κρίθηκε στην βαθμίδα του Καθηγητή μέχρι την συνταξιοδότησή του, γεγονός για το οποίο ο ίδιος ενημέρωσε την επιστημονική κοινότητα, το ελληνικό Κοινοβούλιο και τον ηλεκτρονικό τύπο, διαμαρτυρόμενος για την απρεπή συμπεριφορά των οργάνων του εφεσίβλητου έναντι του εκκαλούντος, β) τις από 11.7.2006, 7.5.2007 και 13.5.2008 επιστολές του εκκαλούντος προς τον Πρύτανη του εφεσίβλητου, με τις οποίες εξέφραζε την δυσαρέσκεια του για τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέλιξής του στη βαθμίδα του Καθηγητή, παρά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, ενώ κατονόμασε ως αποκλειστικά υπεύθυνα της καθυστέρησης όργανα του εφεσίβλητου, ήτοι τον εκάστοτε Πρόεδρο της Σχολής και τον διατελέσαντα Πρύτανη, οι οποίοι σκοπίμως δεν ολοκλήρωσαν τη διαδικασία εκλογής του. Εξάλλου, από την με αριθ. πρωτ. ./3.5.2018 έκθεση απόψεων, με την οποία το εφεσίβλητο νπδδ ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, προκύπτει ότι στις 31.8.2014, έλαβε χώρα η αυτοδίκαιη αποχώρηση του εκκαλούντος από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του εκ του νόμου ορίου ηλικίας (αρ. πράξης 25302/31.12.2013, ΦΕΚ 798, τ. Γ΄), χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία κρίσης για την εξέλιξη του στη βαθμίδα του Καθηγητή.

 

8. Επειδή, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι κατόπιν υποβολής της από 24.3.2005 αιτήσεως υποψηφιότητας του εκκαλούντος, η Γενική Συνέλευση συνήλθε άμεσα στις 20.4.2005 και συγκροτήθηκε το Εκλεκτορικό Σώμα, το οποίο την 1.6.2005 όρισε την Εισηγητική Επιτροπή και ότι η σύνθεση αμφοτέρων των οργάνων τροποποιήθηκε στις 2.11.2005 και 26.10.2006 (Εκλεκτορικό Σώμα) και στις 21.12.2005 και 8.3.2006 (Εισηγητική Επιτροπή), λόγω κωλύματος μελών του, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και ότι η από 13.6.2007 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης και Εκλεκτορικού Σώματος, ακυρώθηκε μετά την άσκηση ελέγχου νομιμότητας, με αποτέλεσμα να πρέπει να επαναληφθεί η διαδικασία, με εκ νέου συγκρότηση του Εκλεκτορικού Σώματος, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσονταν στις νεότερες διατάξεις του ν. 3549/2007, ενώ το από 2.7.2008 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης ακυρώθηκε με την 1907/2009 απόφαση του ΣτΕ, έκρινε ότι οι ανωτέρω ενέργειες των αρμοδίων οργάνων του εφεσίβλητου δεν ήταν παράνομες, διότι παρίσταντο εντός του νομικού πλαισίου που ορίζει τη διαδικασία εκλογής και έλαβαν χώρα εντός ευλόγου χρόνου, ενόψει της ακύρωσης επιμέρους πράξεων (είτε στα πλαίσια ελέγχου νομιμότητας είτε στα πλαίσια δικαστικού ελέγχου) και της μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος εκλογής μελών ΔΕΠ, η οποία δημιούργησε μια εύλογη καθυστέρηση στην εξέλιξη της διαδικασίας. Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αναπόδεικτο τον ισχυρισμό του εκκαλούντος περί εσκεμμένης συμμετοχής του μέλους κ …  στα συλλογικά όργανα του εφεσίβλητου, προκειμένου να κωλυσιεργήσει η διαδικασία, με το σκεπτικό ότι δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο του φακέλου η εκ των προτέρων γνώση των μελών της Συνέλευσης για την επίμαχη συγγενική σχέση, τα δε οικεία όργανα του εφεσίβλητου προκάλεσαν, αμέσως μετά την υποβολή ένστασης εκ μέρους του εκκαλούντος, τη διατύπωση σχετικής γνωμοδότησης (247/Φ.341/30.8.2005), την οποία και ακολούθησαν. Τέλος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι δεν μπορεί να εκληφθεί ως αδικαιολόγητη παρεμπόδιση ολοκλήρωσης της επίμαχης διαδικασίας, η συμμετοχή του ανωτέρου συγγενούς του εκκαλούντος, ως απλού μέλους στη Γενική Συνέλευση, στην από 13.6.2007 κοινή συνεδρίαση Γενικής Συνέλευσης και Εκλεκτορικού Σώματος, διότι ο ανωτέρω δεν συμμετείχε στο Εκλεκτορικό Σώμα, στη δε προαναφερθείσα γνωμοδότηση δεν περιλαμβανόταν κρίση περί κωλύματος συμμετοχής αυτού στη Γενική Συνέλευση, ενώ η απαγόρευση συμμετοχής συγγενών σε αντίστοιχα όργανα δεν ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, καθώς θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το άρθρο 24 του ν. 3549/2007, απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφασή του την αγωγή του εκκαλούντος ως αβάσιμη. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, προβάλλοντας ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι δεν υφίσταται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εφεσίβλητου παρά την υπέρβαση του εύλογου χρόνου για την εκφορά κρίσης περί την εξέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή. Αντίθετα, το εφεσίβλητο νπδδ, με τη με αριθ. ./31.1.2020 έκθεση απόψεών του, ζητεί την απόρριψη της έφεσης ως αβάσιμης, επαναλαμβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του και προβάλλοντας ότι κατά την από 16.7.2019 κοινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος της Σχολής Χημικών Μηχανικών, ο εκκαλών εξελέγη σε θέση Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού της βαθμίδας του Καθηγητή του Τομέα IV «Σύνθεση και Ανάπτυξη Βιομηχανικών Διαδικασιών» της ανωτέρω Σχολής, με γνωστικό αντικείμενο «Οργανική Χημική Τεχνολογία, Υγιεινή, Ασφάλεια, Προστασία Περιβάλλοντος».

 

9. Επειδή, ειδικότερα, ο εκκαλών, επαναφέροντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς του, υποστηρίζει ότι τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του, δεν προέβησαν, ως όφειλαν, στις προβλεπόμενες ενέργειες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας κρίσης του, κυρίως διότι, δεν έλαβε χώρα εντός ευλόγου χρόνου η σύγκληση του Εκλεκτορικού Σώματος, προκειμένου να εκφέρει κρίση για τον διορισμό του στη βαθμίδα του Καθηγητή κατόπιν της από 24.3.2004 αίτησής του, κατά την κοινή δε συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος, στις 13ης.6.2007, κατά την οποία έγινε το πρώτον ψηφοφορία για την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, προσεκλήθη να συμμετάσχει, ως μέλος της Γενικής Συνέλευσης, ο Καθηγητής ..., παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό στα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου ότι τούτο ήταν μη νόμιμο λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης. Εξαιτίας δε της παράνομης συμμετοχής του ... στην ανωτέρω συνεδρίαση αναπέμφθηκε η υπόθεσή του στη Σχολή για επανάληψη της διαδικασίας κρίσης του, όμως, τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου δεν μερίμνησαν για την έγκαιρη σύγκληση του Εκλεκτορικού Σώματος, καθώς στην από 16.4.2008 κοινή συνεδρίαση των ανωτέρω οργάνων αποφασίστηκε η αναβολή της σχετικής διαδικασίας, στη δε από 2.7.2008 κοινή συνεδρίαση των ιδίων οργάνων, ζητήθηκε από αυτόν η παραίτηση από τα ένδικα βοηθήματα που είχε ασκήσει προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία εξέλιξής του, όμως το σχετικώς συνταχθέν πρακτικό της συνεδρίασης αυτής ακυρώθηκε ως μη νόμιμο με απόφαση του ΣτΕ. Ως εκ τούτου, ο εκκαλών προβάλλει ότι από την υποβολή της αίτησής του για εξέλιξη στις 24.3.2004, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής του στις 21.1.2010, παρήλθαν έξι έτη χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία, ενώ παρήλθαν περισσότερα από δύο έτη από τον Δεκέμβριο του έτους 2007, οπότε αναπέμφθηκε ο φάκελος κρίσης του από τον Πρύτανη του εφεσίβλητου μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής, χωρίς την εκφορά σχετικής κρίσης, η παράλειψη δε αυτή είναι παράνομη διότι υπερβαίνει κάθε έννοια ευλόγου χρόνου. Εξάλλου, ο εκκαλών προβάλλει ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά το μέρος που δέχθηκε ότι οι επίμαχες ενέργειες έλαβαν χώρα εντός ευλόγου χρόνου ενόψει της ακύρωσης επιμέρους πράξεων και της μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος, διότι, αφενός η ακύρωση πράξεων, λόγω του παράνομου χαρακτήρα τους, δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για τη δικαιολόγηση της υπέρβασης των προβλεπόμενων στον νόμο προθεσμιών, αφετέρου δεν μεσολάβησε καμία κρίσιμη νομοθετική μεταβολή, καθότι εφαρμοστέο ήταν το καθεστώς βάσει του οποίου ξεκίνησε η διαδικασία κρίσης του (άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 3549/2007), το οποίο συμπλήρωσε και δεν αντικατέστησε εκείνες του άρθρου 6 του ν. 2083/1992. Τέλος, ο εκκαλών προβάλλει ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι ήταν αναπόδεικτος ο προβληθείς πρωτοδίκως ισχυρισμός του περί του ότι ήταν γνωστό το κώλυμα συμμετοχής του ... στα συλλογικά όργανα του εφεσίβλητου, είναι μη νόμιμη, καθώς τούτο προέκυπτε τόσο από τις νομίμως ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις που είχε προσκομίσει, όσο και από το γεγονός ότι είχε γίνει στο παρελθόν δεκτή από τον Νομικό Σύμβουλο του εφεσίβλητου αίτηση εξαίρεσης του ανωτέρω προσώπου και είχε τροποποιηθεί εξ αυτού του λόγου η σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος, το δε κώλυμα συμμετοχής του …  προβλεπόταν από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και δεν θεσμοθετήθηκε το πρώτον με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3549/2007.

 

10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι α) ο εκκαλών υπέβαλε την με αριθ. πρωτ. ./24.3.2005 αίτηση υποψηφιότητας για τη θέση ΔΕΠ της Σχολής Χημικών Μηχανικών του εφεσίβλητου νπδδ (Τομέας IV «Σύνθεση και Ανάπτυξη Βιομηχανικών Διαδικασιών») στη βαθμίδα του Καθηγητή και στο γνωστικό αντικείμενο «Οργανική Χημική Τεχνολογία, Υγιεινή, Ασφάλεια, Προστασία Περιβάλλοντος», που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 14/24.1.2005 (τ. Παράρτημα), β) στις 20.4.2005, πραγματοποιήθηκε κοινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Σώματος Εκλεκτόρων για τη συγκρότηση Εκλεκτορικού Σώματος για την εξέλιξη του εκκαλούντος, το Σώμα δε αυτό όρισε Τριμελή Εισηγητική Επιτροπή την 1.6.2005, γ) εντός 20 ημερών από τον ως άνω ορισμό της Εισηγητικής Επιτροπής, ο εκκαλών υπέβαλε την από 21.6.2005 αίτηση περί εξαίρεσης του Καθηγητή ... από τα ανωτέρω συλλογικά όργανα, λόγω της υφιστάμενης συγγενικής τους σχέσης, η οποία έγινε δεκτή με την με αριθ. πρωτ. 247/Φ.341/30.8.2005 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του εφεσίβλητου, κατ΄ επίκληση του άρθρου 7 παρ. 2 εδαφ. α΄ του ν. 2690/1999 ενώ, στις 2.11.2005 και στις 21.12.2005 τροποποιήθηκε η σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος και της Τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής αντίστοιχα, δ) παρά την υποχρέωση υποβολής, εντός αποκλειστικής προθεσμίας σαράντα ημερών από τον ορισμό της ως άνω Τριμελούς Επιτροπής, ειδικά αιτιολογημένης έκθεσης στη Γενική Συνέλευση (άρθρο κεφ. Γ΄ παρ. 2 άρθρου 6 του ν. 2083/1992), τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια μέχρι τις 8.3.2006, οπότε τροποποιήθηκε εκ νέου η σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος, λόγω συμμετοχής σε αυτό Καθηγητή της Ιατρικής του οποίου η ειδικότητα, εκ των υστέρων, θεωρήθηκε μη συναφής με το γνωστικό αντικείμενο της προκηρυχθείσας θέσης, ε) για επτά περίπου μήνες, ήτοι από την τελευταία ως άνω τροποποίηση της σύνθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος μέχρι και τις 26.10.2006, τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου παρέλειψαν να υποβάλουν, ως όφειλαν, την προαναφερόμενη, ειδικά αιτιολογημένη έκθεση προς τη Γενική Συνέλευση προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία περί την εξέλιξη του εκκαλούντος, στην εκ νέου δε κοινή συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος στις 26.10.2006, αποφασίστηκε και πάλι η τροποποίηση της σύνθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος, για λόγους, όμως, που ανέκυψαν αποκλειστικά και μόνο ένεκα της ως άνω καθυστέρησης των οργάνων του εφεσίβλητου να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την εκφορά κρίσης περί την εξέλιξη του εκκαλούντος και σχετίζονταν με την αντικατάσταση, αφενός του μέλους του Εκλεκτορικού Σώματος ... (που είχε υποβάλει υποψηφιότητα για προκηρυχθείσα θέση που εγκρίθηκε με την ίδια Υπουργική Απόφαση ΦΕΚ 14/24.1.2005, τεύχος Παράρτημα, που εγκρίθηκε και εκείνη του εκκαλούντος) λόγω διορισμού του στη βαθμίδα του Καθηγητή, αφετέρου του μέλους ..., λόγω συνταξιοδότησης, στ) στις 11.12.2006 και 19.1.2007 υποβλήθηκαν οι σχετικές εισηγητικές εκθέσεις, όμως, η Γενική Συνέλευση και το Εκλεκτορικό Σώμα συνήλθε υπό τον Πρόεδρο του Τμήματος στις 13.6.2007, ήτοι έξι μήνες περίπου μετά την υποβολή των εκθέσεων αυτών, παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 2083/1992 προβλέπεται αποκλειστική προθεσμία είκοσι ημερών προς τούτο, ζ) στην ανωτέρω κοινή συνεδρίαση της 13ης.6.2007 εκλήθη να συμμετάσχει ως μέλος της Γενικής Συνέλευσης ο Καθηγητής ..., παρά το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο αυτό, ήταν πλέον γνωστό το κώλυμα συμμετοχής του στις συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων του εφεσίβλητου που αφορούσαν στην εκφορά κρίσης περί την εξέλιξη του εκκαλούντος (βλ. σχετ. 247/2005 θετική γνωμοδότηση Νομικού Συμβούλου του εφεσίβλητου επί της αιτήσεως του εκκαλούντος περί εξαίρεσης του ανωτέρω προσώπου, κατ΄ επίκληση της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 εδαφ. α΄ του ν. 2690/1999 και πρακτικό της 2.11.2005 κοινής συνεδρίασης Γενικής Συνέλευσης και Εκλεκτορικού Σώματος, από το οποίο προκύπτει η γνώση από τον Πρόεδρο της Σχολής και όλα τα μέλη των εν λόγω συλλογικών οργάνων περί του συγκεκριμένου κωλύματος), γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια να καθυστερήσει για άλλη μία φορά η ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, καθότι, μετά την άσκηση του προβλεπόμενου προκαταρκτικού ελέγχου νομιμότητας από τον Πρύτανη του εφεσίβλητου, αποφασίστηκε η αναπομπή του φακέλου κρίσης του εκκαλούντος στη Σχολή, προκειμένου να επαναληφθεί η διαδικασία από το σημείο που διαπιστώθηκε η μη σύννομη ενέργεια, η) ένεκα της ως άνω παράλειψης των οργάνων του εφεσίβλητου να αποτρέψουν τη συμμετοχή του … στο προαναφερόμενο συλλογικό όργανο καθυστέρησε, κατά ένα περίπου έτος, η συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης, που έλαβε χώρα στις 2.7.2008, (μετά από μία άνευ λόγου αναβολή στις 16.4.2008), με αποτέλεσμα, εξαιτίας της προηγηθείσας καθυστέρησης, η διαδικασία κρίσης του εκκαλούντος να καταληφθεί από τις διατάξεις του νεότερου ν. 3549/2007 που κρίθηκαν εφαρμοστέες με την 274/2008 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του εφεσίβλητου και θ) η διαδικασία κρίσης του εκκαλούντος επιβραδύνθηκε, περαιτέρω, λόγω του ότι με το σχετικώς συνταχθέν πρακτικό της ανωτέρω κοινής συνεδρίασης της 2ης.7.2008 της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος του εφεσίβλητου νπδδ, εξαρτήθηκε, παρανόμως, η συνέχιση της διαδικασίας εξέλιξής του από την παραίτηση αυτού από τα ένδικα βοηθήματα και τις μηνύσεις που είχε ασκήσει κατά μελών των συλλογικών οργάνων αυτού, όρος, που ίσχυσε μέχρι την ακύρωσή του με την 1907/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ συνεκτιμά και τα όσα κατέθεσαν ενόρκως συνάδελφοι του εκκαλούντος και ιδίως το γεγονός, που προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου, ότι ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο εφεσίβλητο νπδδ, κ. ..., που υπέβαλε το έτος 2005 αίτηση υποψηφιότητας για προκηρυχθείσα θέση στη βαθμίδα του Καθηγητή, (στον ίδιο Τομέα IV του εφεσίβλητου νπδδ αλλά στο διάφορο γνωστικό αντικείμενο «Ενζυμική και Μικροβιακή Τεχνολογία»), η οποία εγκρίθηκε με το ίδιο ΦΕΚ 14/24.1.2005, που εγκρίθηκε και η προκηρυχθείσα θέση ΔΕΠ, για την οποία υπέβαλε αίτηση υποψηφιότητας ο εκκαλών, ενώ ακολούθησε Συνεδρίαση των Εκλεκτορικών Σωμάτων, που συνήλθαν μετά από πρόσκληση του Προέδρου της Σχολής Χημικών Μηχανικών, προκειμένου να προβούν σε ορισμό Τριμελών Εισηγητικών Επιτροπών σχετικά με την κρίση τόσο του ... όσο και του εκκαλούντος στις ανωτέρω θέσεις (βλ. απόσπασμα πρακτικού συνεδρίασης Εκλεκτορικών Σωμάτων της 1ης.6.2005), εξελέγη Καθηγητής εντός του έτους 2006 (βλ. σχετ. απόσπασμα πρακτικού κοινής συνεδρίασης Γενικής Συνέλευσης και Εκλεκτορικού Σώματος της 26ης.10.2006), ενώ, για τον εκκαλούντα δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εξέλιξής του μέχρι την άσκηση της από 21.10.2010 αγωγής του. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαδικασία της επίδικης εκφοράς κρίσης του εκκαλούντος για την εξέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή, η οποία άρχισε με την υποβολή της υποψηφιότητάς του στις 24.3.2005 και δεν ολοκληρώθηκε μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής του στις 21.1.2010, δηλαδή παρά την πάροδο περίπου πέντε ετών, είναι παράνομη, διότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος εντός του οποίου έπρεπε αυτή να ολοκληρωθεί, ως τέτοιος δε θεωρείται, εν προκειμένω, οι 21 μήνες (από την υποβολή της ως άνω αίτησης μέχρι το τέλος του έτους 2006), βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης, αλλά και του διορισμού του “συνυποψήφιου” του εκκαλούντος, Αναπληρωτή Καθηγητή … στη βαθμίδα του Καθηγητή, στις αρχές του έτους αυτού. Ειδικότερα, η καθυστέρηση των τριών περίπου ετών για την εκφορά της ένδικης κρίσης, οφειλόμενη στην παράλειψη των οργάνων του εφεσίβλητου i) να υποβάλουν, εντός ευλόγου χρόνου, από τον ορισμό της Τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής στις 21.12.2005, ειδικά αιτιολογημένη έκθεση στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος, ii) να συγκαλέσουν σε κοινή συνεδρίαση Γενική Συνέλευση και Εκλεκτορικό Σώμα, εντός ευλόγου χρόνου, από την υποβολή των Εισηγητικών Εκθέσεων στις 11.12.2006 και 19.1.2007, iii) να αποτρέψουν, στην κοινή συνεδρίαση της 13ης.6.2007, τη συμμετοχή του Καθηγητή …, παρά το γεγονός ότι ήταν, κατά τον χρόνο αυτό, γνωστό στο εφεσίβλητο το, κατ΄ άρθρο 7 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κώλυμα συμμετοχής του εν λόγω προσώπου στα συλλογικά του όργανα που συνεδρίαζαν για την εκφορά κρίσης περί την εξέλιξη του εκκαλούντος, αλλά και iv) στον όρο που έθεσαν τα εν λόγω όργανα του εφεσίβλητου στο από 2.7.2008 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης του εφεσίβλητου, να εξαρτηθεί η συνέχιση της διαδικασίας εξέλιξης του εκκαλούντος από την παραίτησή του από ένδικα βοηθήματα και μηνύσεις που είχε ασκήσει κατά μελών των συλλογικών οργάνων του και ίσχυσε μέχρι την ακύρωσή του ως παράνομου με την 1907/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν δύναται να δικαιολογηθεί (η καθυστέρηση) από την ανάγκη αντικατάστασης των μελών της Εισηγητικής Επιτροπής στις 26.10.2006 και τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος εκλογής μελών ΔΕΠ, διότι τα γεγονότα αυτά ήταν συνέπεια της παράνομης χρονικής παράτασης της εν λόγω διαδικασίας, ούτε δε από την αναπομπή της υπόθεσης στη Σχολή Χημικών Μηχανικών μετά τη συνεδρίαση της 13.7.2006 ή τη δικαστική ακύρωση του όρου που τέθηκε στο από 2.7.2008 πρακτικό, διότι τα γεγονότα αυτά επήλθαν συνεπεία παράνομων ενεργειών οργάνων του εφεσίβλητου που έπρεπε να είχαν αποτραπεί. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εφεσίβλητου από τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας κρίσης του εκκαλούντος, έσφαλε και πρέπει η εκκαλούμενη απόφασή του να εξαφανιστεί, κατ΄ αποδοχή ως βάσιμης της έφεσης του εκκαλούντος.

 

11. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο, δικάζει την από 21.1.2010 αγωγή, λαμβάνοντας δε υπόψη ότι ο ενάγων, από την προαναφερόμενη παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, συνεπεία της οποίας θεμελιώνεται ευθύνη του τελευταίου προς αποζημίωση, κατ΄ άρθρα 105-106 του Εισ.Ν.Α.Κ., υπέστη ηθική βλάβη συνιστάμενη στην προσβολή της προσωπικότητάς του, λόγω τρώσης του ακαδημαϊκού του κύρους και στην υπέρμετρη ψυχική του φόρτιση, λόγω της επί μακρό συνεχιζόμενης διαδικασίας περί την εξέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή και συνεκτιμώντας την έκταση της ζημίας, τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή προκλήθηκε, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του ενάγοντος, καθώς και την απουσία συντρέχοντος πταίσματος αυτού, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου νπδδ να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ΄ άρθρο 932 του ΑΚ, για την ηθική βλάβη που υπέστη, το εύλογο και δίκαιο ποσό των 8.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κατά μερική αποδοχή του αγωγικού αιτήματος, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 

12. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να αποδοθεί στον εκκαλούντα το καταβληθέν παράβολο (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ). Περαιτέρω, η από 21.1.2010 αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% ετησίως, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονιστικού διατάγματος της 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», Α΄ 139 (πρβλ. ΑΕΔ 25/2012, ΣτΕ 377/2014) για το τμήμα της εν λόγω αξίωσης τόκου που ανάγεται σε χρόνο πριν τον επόμενο μήνα της έναρξης ισχύος του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 (Α΄ 65/24.4.2019), δηλαδή από την επίδοση της αγωγής, στις 22.1.2010 (βλ. σχετ. .Γ/22.1.2010 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Αθηνών ...) έως τις 30.4.2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 για το τμήμα της ίδιας αξίωσης που ανάγεται σε χρόνο μετά τον πρώτο μήνα της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, δηλαδή από 1.5.2019 έως την ολοσχερή εξόφληση, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρο 45 του ν. 4607/2019, η παρ. 1 του άρθρου αυτού εφαρμόζεται σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του ν. 4607/2019. Εξάλλου, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, το εφεσίβλητο - εναγόμενο νπδδ, πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος - ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 275 παρ.1 εδ. τελευταίο του ΚΔΔ).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Δέχεται την έφεση.

 

Εξαφανίζει την 15768/2018 οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του καταβληθέντος παραβόλου.

 

Δικάζοντας επί της αγωγής,

 

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

 

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου νπδδ, να καταβάλει στον εκκαλούντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο και με επιτόκιο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής στις 22.1.2010 (βλ. σχετ. .Γ/22.1.2010 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή Αθηνών ...) έως τις 30.4.2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 από 1.5.2019 έως την ολοσχερή εξόφληση.

 

Απαλλάσσει το εφεσίβλητο - εναγόμενο νπδδ από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος - ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 10 Μαρτίου 2020 στην Αθήνα, όπου και δημοσιεύθηκε η απόφαση σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στις 29 Μαΐου 2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ              Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

 ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΗ    ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΑΛΛΙΑΡΗ

 

 

 

 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ