ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΣυμβΠλημΘεσ 1586/2022
Δεύτερο
βούλευμα που διατάσσει εκταφή και νεκροψία παρά την ύπαρξη πιστοποιητικού θανάτου
και αντίθετης εγκυκλίου του Προϊσταμένου Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία
του Νικολάου Διαλυνά,
δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Δρ. του Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου του Μονάχου)
ΒΟΥΛΕΥΜΑ 1586/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους
Δικαστές …, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, …,
Πλημμελειοδίκη - Εισηγήτρια και … Πλημμελειοδίκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο γραφείο της
Προέδρου στις …2022, παρουσία και της Γραμματέα …, προκειμένου να αποφανθεί
σχετικά με ποινική υπόθεση, περί της οποίας η Αντεισαγγελέας …, εισήγαγε τη με
αριθμό …2022 έγγραφη πρόταση της, η οποία έχει ως εξής:
«I. Εισάγω στο Συμβούλιο
Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30§2, 138§1, 244§5 και 307 περ. γ'
Ν.Κ.Π.Δ. (Ν. 4620/2019), τη συνημμένη με Α.Β.Μ.: … ποινική δικογραφία, κατόπιν
της από …2022 (κατατεθείσας αυθημερόν)
προσφυγής της … του … και της … κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός …, με την οποία
αιτείται την άρση της ανακύψασας διαφωνίας μεταξύ αυτής και του Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της ίδιας ως άνω δικογραφίας, εκκρεμούσας στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης,
αναφορικά με την απόρριψη σχετικού αιτήματος αυτής περί άμεσης εκταφής της
σωρού του θανόντος ανηλίκου τέκνου της του … και της …,
γεν. …2019, για τη διενέργεια νεκροψίας
- νεκροτομής για τη διακρίβωση των αιτιών του θανάτου του, και εκθέτω τα
ακόλουθα:
II. Σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 31 §§1, 3 Ν.Κ.Π.Δ. (Ν. 4620/2019): «1. Η ... προκαταρκτική εξέταση
διενεργούνται ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό τη
διεύθυνση του: α) από τους πταισματοδίκες και όπου δεν υφίσταται ειδικό
πταισματοδικείο από τους ειρηνοδίκες .... 3. Όλοι οι ανωτέρω υποχρεούνται να
εκτελούν αμελλητί τις παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών
σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης
δικαστικών λειτουργών».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 245§§1, 2 Ν.Κ.Π.Δ., ως ισχύουν «1. Η προανάκριση
ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του
εισαγγελέα, είναι συνοπτική και δεν περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του
κατηγορουμένου. Εφόσον ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε,
η προανάκριση περατώνεται και χωρίς την απολογία του. Παραγγελία για
προανάκριση δίνεται μόνο στις περιπτώσεις του εδ. δ'
της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και στις περιπτώσεις των άρθρων 43 παρ. 2
εδ. β', 322 παρ. 3 εδ. α'
περ. γ' και 323 εδ. γ' περ. γ'. Ο ανακριτικός
υπάλληλος που ορίζεται σύμφωνα με το εδ. α' είναι
υποχρεωμένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την
υπόθεση για την οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιον του τους μάρτυρες για
εξέταση και τους κατηγορούμενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην
περιφέρεια του εφετείου της έδρας του. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι
είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος
ζητεί την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από
τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε
προθεσμία δέκα (10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το
πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την
παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την
έννοια της διάταξης αυτής τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα
σε μία εφετειακή περιφέρεια. Η προανάκριση περατώνεται: α) με απευθείας κλήση
του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό
συμβούλιο ή γ) με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει
τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση, η προανάκριση μπορεί και να
διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο
εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και δεν
προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί
απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να
χωρίσει την υπόθεση και να την εισαγάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό
συμβούλιο. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και επί συναφών
εγκλημάτων, είτε πρόκειται για έναν είτε για περισσότερους κατηγορούμενους. 2.
Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα και από
την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών
στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια
πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου
στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οι κατά το
άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις
ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να
ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα.
Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του
υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας, αφού
λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.».
Εξάλλου, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 243§1 Ν.Κ.Π.Δ. (Ν. 4620/2019): «Η προκαταρκτική εξέταση
ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241 και 245 παρ. 1 εδάφιο δ' έως ζ' και
με αυτή επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να
αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Για την επίτευξη του σκοπού
αυτού κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα
αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι
ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 259, 260, 264 και 265, καθώς και
όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους».
Περαιτέρω, βάσει των
διατάξεων των άρθρων 244§§1, 5 Ν.Κ.Π.Δ. (Ν. 4620/2019), όπως ισχύουν : «1. Αν η
προκαταρκτική εξέταση διενεργείται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου
προσώπου ή αν κατά τ διάρκεια της αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση
αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται υποχρεωτικώς πριν από πέντε
τουλάχιστον ημέρες αν κατοικεί ή διαμένει σε γνωστή διεύθυνση στο εσωτερικό και
πριν από 15 τουλάχιστον ημέρες αν κατοικεί ή διαμένει σε γνωστή διεύθυνση στο
εξωτερικό για την παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται χωρίς όρκο ... 5. Το αρμόδιο
δικαστικό συμβούλιο επιλύει όλες τις διαφορές ή αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά
την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ του υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την
κατηγορία ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα».
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι
ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει το δικαίωμα να ενεργήσει προκαταρκτική
εξέταση (είτε προσωπικά είτε με κάποιον
από τους γενικούς
ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους), προκειμένου: α) να
συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να εξακριβωθεί αν τελέστηκε
ή όχι αξιόποινη πράξη που αναφέρεται σε μήνυση, έγκληση, αναφορά, αίτηση, άδεια
δίωξης, ανακοίνωση ανακριτικού ή δημοσίου υπαλλήλου, έκθεση δικαστή ή σε
οποιαδήποτε άλλη πληροφορία για την τέλεση της (notitia
criminis) και να κρίνει ο Εισαγγελέας αν υπάρχει
περίπτωση κίνησης ποινικής δίωξης και β) να εξακριβωθεί το πρόσωπο που φέρεται
ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη. Η προκαταρκτική εξέταση είχε ήδη αναβαθμιστεί
με τις νομοθετικές παρεμβάσεις (άρθρο 2 του Ν 3160/2003 και άρθρο 5 του Ν
3346/2005) που προσάρμοσαν τη νομοθεσία μας στις επιταγές της Ε.Σ.Δ.Α. και της
νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. σε μεγάλο βαθμό, αναβαθμίσθηκε σε σχέση με τη μορφή που
είχε πριν από την επελθούσα νομοθετική μεταβολή (ΣυμβΕφΠατρ 77/2021
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπή σε Μαργαρίτη Λ., «Ο Νέος Κώδικας Ποινικής
Δικονομίας - Ερμηνεία κατ' άρθρο του Ν. 4620/2019» τόμος Α', έκδ. 2020, υπό άρθρο 243, αρ. περιθ. 1 σελ. 1337). Στην δε Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο
νόμου «Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» αναφέρεται ότι «... οι διατάξεις
για την προκαταρκτική εξέταση εντάχθηκαν για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας στο
δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου τμήματος του τρίτου βιβλίου, αφού η προηγούμενη
ρύθμιση τους στο πλαίσιο του άρθρου 31 Κ.Π.Δ., πέραν του ότι ήταν εμβόλιμη,
έδιδε την εντύπωση διαφοροποίησης της από τις λοιπές ανακριτικές διαδικασίες
της προανάκρισης και ανάκρισης. Ύστερα από ευρεία συζήτηση στο πλαίσιο της
Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αποφασίστηκαν, εξάλλου, τόσο τα ζητήματα σε σχέση
με τη φυσιογνωμία, το εύρος της εφαρμογής της, την υποχρεωτικότητα
και τη διάρκεια της, όσο και τα ειδικότερα σημεία πρόσθετης μεταρρύθμισης της.
Τούτο ήταν αναγκαίο, καθώς η προκαταρκτική εξέταση, ως γνωστόν, με τον μεν Ν.
3160/2003 είχε ορισθεί ως υποχρεωτική για τα κακουργήματα και για τα
πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, όπερ
διατηρήθηκε και με τον Ν. 3346/2005 που αξίωσε από τον εισαγγελέα για την
άσκηση ποινικής δίωξης μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης την ύπαρξη
επαρκών ενδείξεων βασιμότητας της ενοχής, ενώ με τον Ν. 4055/2012 κατέστη
υποχρεωτική μόνον επί κακουργημάτων. Ειδικότερα, για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας
και πεδίου εφαρμογής της λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν και τα στατιστικά
στοιχεία που ζητήθηκαν από τις τρεις μεγαλύτερες εισαγγελίες πρωτοδικών της
χώρας (δηλαδή της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά). Τα στοιχεία αυτά
αφορούν τρία έτη πριν την αναβάθμιση της προκαταρκτικής εξέτασης με τον Ν.
3160/2003, τρία έτη μετά την αναβάθμιση της, καθώς και τρία έτη μετά τη θέσπιση
του Ν. 4055/2012. Υπό το φως των ως άνω στατιστικών στοιχείων, που αποτυπώνουν
τη ζώσα δικαστηριακή πραγματικότητα, αλλά και των γενικότερων αξιακών αναφορών ως προς την αμιγώς δικονομική φυσιογνωμία
και τον διευρυμένο ρόλο της προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο του ισχύοντος
δικονομικού μοντέλου (σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση της τακτικής
προανάκρισης), η επιτροπή προέκρινε τη διεύρυνση του πεδίου υποχρεωτικής εφαρμογής
της προκαταρκτικής εξέτασης
και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (άρθρο
43 ΣχΚΠΔ), ενώ παράλληλα θέσπισε τόσο τη
δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας
ανακριτικών πράξεων (λ.χ. ερευνών, κατασχέσεων, παρακολουθήσεων, άρσης
απορρήτων, δεσμεύσεων) στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, όσο και την
αναγνώριση της διαδικαστικής θέσης του υποστηρίζοντος
την κατηγορία στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρ. 107 ΣχΚΠΔ), την
ενδυνάμωση των δικαιωμάτων του υπόπτου, όσο τέλος και την υποχρέωση του
εισαγγελέα για σύνταξη κατηγορητηρίου μετά το πέρας της προκαταρκτικής
εξέτασης. Στην κατεύθυνση αυτή προβλέφθηκε στο άρθρο 243 ΣχΚΠΔ
ο σκοπός και η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, καθώς και τα μέσα προς
υλοποίηση του σκοπού αυτού, ορίζοντας στην §2 ότι «κατά την προκαταρκτική
εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά
μέσα και να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257,
259, 260, 264 και 265 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους». Προβλέφθηκαν,
επαναδιατυπώθηκαν και συμπληρώθηκαν, περαιτέρω, στο άρθρο 244 ΣχΚΠΔ τα δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική
εξέταση, ενώ κατέστη υποχρεωτική η κλήτευση του για παροχή εξηγήσεων. Εξάλλου,
σε εναρμόνιση με τη σχετική Οδηγία 2012/13/ΕΕ (ν. 4236/2014) συμπεριλήφθηκε στο
γράμμα της οικείας διάταξης εδάφιο γ' για το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου,
το οποίο οφείλει να «περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο τη γνωστοποίηση των ποινικών
διατάξεων, η παραβίαση των οποίων διερευνάται, καθώς και των θεμάτων επί των
οποίων θα παράσχει εξηγήσεις». Με τη διατύπωση αυτή εναρμονίζεται καταρχάς η
διάταξη με την αξίωση της ως άνω Οδηγίας, αφού η αναφορά των ποινικών διατάξεων
και των θεμάτων εξήγησης παρέχει ένα αρχικά επαρκές πλαίσιο ενημέρωσης, χωρίς
ταυτοχρόνως να δημιουργεί ανυπέρβλητες δυσχέρειες σε πρακτικό επίπεδο, καθώς
δεν παραβλέπεται ότι λόγω της πρώιμης διαδικαστικής
φάσης και του υπό διάγνωση αντικειμένου της κατηγορίας δεν είναι δυνατή η
σύνταξη κατηγορητηρίου σε αυτή τη φάση. Τέλος, ειδικά ρυθμίστηκε στην §5 του
άρθρου 244 ΣχΚΠΔ ότι οι διαφορές ή αμφισβητήσεις που
τυχόν ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης μεταξύ του
υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την κατηγορία ή μεταξύ αυτών και του
εισαγγελέα θα επιλύονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και όχι από τον
Εισαγγελέα ...» (ΣυμβΕφΠατρ 77/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με
περαιτέρω παραπομπή σε Μαργαρίτη Μ. - Μαργαρίτη Α., «Κώδικας Ποινικής
Δικονομίας - Θεωρία Νομολογία», έκδ. 2020, Εισαγ. σημ. στα άρθρα 243-244, σελ. 602-603, Φράγκου Κ.,
«Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - Ν. 4620/2019 και Ν. 4637/2019 – Κατ’ άρθρο
Ερμηνεία και Νομολογία Αρείου Πάγου», έκδ. β' [2020],
υπό άρθρο 243, σελ. 832-834, ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022 ΤΝΠ
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Έτσι με αφετηριακή αναφορά στη διάταξη του άρθρου 43§1 εδ. β' Ν.Κ.Π.Δ., που καθόρισε το πεδίο υποχρεωτικής
εφαρμογής της προκαταρκτικής εξέτασης, επεκτείνοντας το από τα κακουργήματα και
στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, η προκαταρκτική
εξέταση ρυθμίστηκε αναλυτικά και αυτοτελώς στο δεύτερο κεφάλαιο του τρίτου
Βιβλίου στις αναθεωρημένες διατάξεις των άρθρων 243 και 244. Διεξοδικότερα: α)
Στην §1 του άρθρου 243 προβλέφθηκε ως σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης «η
συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν πρέπει να
κινηθεί η ποινική δίωξη». Τούτο προέκυπτε μεν εν
μέρει από την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 31,
δομήθηκε, ωστόσο, πληρέστερα στην ισχύουσα §1 του άρθρου 243 και απέκτησε
συστηματική υφή. Συνάμα, με το άρθρο 7§26 του Ν 4637/2019 προστέθηκε -με
πρόταση της Αναθεωρητικής Επιτροπής- στα άρθρα που καθορίζουν τη διενέργεια της
προκαταρκτικής εξέτασης το άρθρο 245§1 εδ. δ' έως ζ'.
Η εν λόγω προσθήκη ήταν απαραίτητη, ώστε να ρυθμίζεται ευθέως το σχετικό
ζήτημα, και β) Στο εδ. β' της §1 του άρθρου 243
θεσπίστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης η δυνατότητα
διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών
πράξεων, όπως προκύπτει από τη διατύπωση «κατά την προκαταρκτική εξέταση
μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα
και να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257,
260-269 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους». Με τη ρύθμιση αυτή
επιδιώκεται η πληρέστερη διερεύνηση των φερόμενων ως τελεσθεισών πράξεων στο
αρχικό στάδιο της ανακριτικής διερευνητικής διαδικασίας που θα επιτρέψει την
ταχύτερη συλλογή αποδείξεων και εν ταυτώ την εκφορά βασιμότερης εισαγγελικής
κρίσης για την κίνηση ή μη της ποινικής δίωξης. Συνάμα, όμως, επιδιώκεται και η
ελάφρυνση της ανάκρισης, καθόσον κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 248§2 ο
ανακριτής μπορεί να μην επαναλάβει τις διενεργηθείσες ανακριτικές πράξεις της
προκαταρκτικής εξέτασης, αν θεωρήσει ότι αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη
νομιμότητα τους ή την
πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης (βλ. ΣυμβΕφΠατρ
77/2021 ΤΝΠ με περαιτέρω παραπομπή σε Δαλακούρα Θ., «Ο Νέος Κώδικας Ποινικής
Δικονομίας - Συνοπτική ερμηνεία κατ' άρθρο του Ν. 4620/2019», 2η εκδ. [2020], υπό άρθρο 243 σελ. 186-187, ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Άλλωστε, κατά τη διάταξη του
άρθρου 307 περ. γ' Ν.Κ.Π.Δ. (Ν. 4620/2019) ορίζεται ότι: «Κατά τη διάρκεια της
ανάκρισης το συμβούλιο πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός
διαδίκου ... αποφασίζει ... γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην
προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα ...». Υπό το προγενέστερο
νομοθετικό καθεστώς γινόταν παγίως δεκτό ότι η
διάταξη του άρθρου 307 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης
(ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ με περαιτέρω
παραπομπή σε Σεβαστίδη Χ., Κώδικας Ποινικής
Δικονομίας, τομ. Ill, σελ.
3733, όπου και σχετικές παραπομπές σε Ανδρέου Φ., άρθρο 307, σελ., 1133,
Ζαχαριάδη Α., ΚΠΔ (επιμέλεια Μαργαρίτη Α.), 2012, άρθρο 307, αριθ. 2, σελ.
1224-1225 και αριθ. 3, σελ. 1225, Ζησιάδη I., Αρμοδιότης συμβουλίου πλημμελειοδικών προ της ενάρξεως της
ανακρίσεως και διαρκούσης ταύτης, ΤιμΤομ Γ. Σιμωνέτου, 1958, σελ. 158, Καίσαρη Π., άρθρο 307, σελ.
3930, Παπαδογιάννη Μ.: άρθρο 307, σελ. 585). Η
διαπίστωση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία κατά την ερμηνεία του άρθρου 307 Κ.Π.Δ.,
καθώς στο άρθρο 307 περ. β' και γ' Κ.Π.Δ. γίνεται αναφορά κατά τρόπο γενικό
στην «προδικασία». Αντιθέτως, εκ του γεγονότος ότι στην προανάκριση και στην
προκαταρκτική εξέταση τη διεύθυνση έχει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, γινόταν
δεκτό ότι αποκλειστικά
αυτός αποφαίνεται σχετικά, ενώ κατά της απόφασης του δεν χωρεί προσφυγή
στο συμβούλιο, ωστόσο, ήδη με τη νεοεισαχθείσα με τον
Νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διάταξη του άρθρου 244§5 προβλέφθηκε ρητά (σε
αντιστοίχιση ως προς τη γραμματική διατύπωση με την ήδη υπάρχουσα διάταξη του
άρθρου 307 περ. γ' ΚΠΔ.) ότι το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο επιλύει τις
διαφορές που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ των διαδίκων ή
μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα. Συνεπώς, τυπικά αρρύθμιστη παραμένει η
περίπτωση που οι σχετικές διαφορές προκύπτουν κατά το στάδιο της προανάκρισης
(είτε της τακτικής της παραγράφου 1 του άρθρου 245 ΚΠΔ είτε της λεγόμενης
«αυτεπάγγελτης» αστυνομικής προανάκρισης της παραγράφου 2 του ίδιου ανωτέρω
άρθρου) και της αξιολόγησης της έγκλησης στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου
43 Ν.Κ.Π.Δ. Ωστόσο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου θα πρέπει να γίνει
δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 307 περ. γ' Ν.Κ.Π.Δ.
και κατά τα ανωτέρω δικονομικά στάδια. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, η
προκαταρκτική εξέταση έχει αναβαθμιστεί (μέσω της δυνατότητας διενέργειας όλων
των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων κ.λπ.) και
ενόψει του γεγονότος της συρρίκνωσης της τακτικής προανάκρισης. Επομένως, θα
παρουσιαζόταν ως ανακόλουθη τυχόν επιλογή του νομοθέτη τα ζητήματα που
αναφύονται κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (κατά την οποία το
πρόσωπο σε βάρος του οποίου αυτή διενεργείται έχει την ιδιότητα του υπόπτου) να
επιλύονται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, πλην όμως αυτό να μη συμβαίνει
στο δικονομικό στάδιο της προανάκρισης, κατά το οποίο το πρόσωπο σε βάρος του
οποίου αυτή διενεργείται έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου κατ' άρθρο 72
Ν.Κ.Π.Δ. (γίνεται πάγια δεκτό ότι ως «ανάκριση» κατά τη διάταξη αυτή νοείται η
κύρια ανάκριση, η προανάκριση, αλλά και η αστυνομική προανάκριση - ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ με περαιτέρω παραπομπή
σε ΣυμβΑΠ 115/1995). Σε κάθε δε περίπτωση, το
δικαστικό συμβούλιο ως πολυπρόσωπο δικαιοδοτικό όργανο παρέχει περισσότερα
εχέγγυα ευθυκρισίας επί των κατά κανόνα αναφυομένων στην προανάκριση (και δη
αυτή της παραγράφου 2 του άρθρου 245 ΚΠΔ και την εν γένει προδικασία δυσχερών
ζητημάτων, τυχόν δε αποδοχή της άποψης περί μη αρμοδιότητας του, θα είχε ως
αποτέλεσμα οι διάδικοι και κυρίως ο κατηγορούμενος να μην έχουν δικαίωμα
προστασίας έναντι των σχετικών παραγγελιών του αρμοδίου για τη διεύθυνση και
εποπτεία της προανάκρισης εισαγγελέα (άρθρο 31 §1 ΚΠΔ - ΣυμβΠλημΘεσ
707/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) και έναντι της απόρριψης των προβαλλόμενων από μέρους
του αιτημάτων. Εξάλλου, δε θα πρέπει να παροράται ότι
σε αντίθετη περίπτωση, η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου θα εξαρτιόταν
ουσιαστικά από το τυχαίο γεγονός του χρόνου υποβολής της σχηματισθείσης κατά
την αστυνομική προανάκριση δικογραφίας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών (κατ' άρθρο
245§2 εδ. τελ. Ν.Κ.Π.Δ.) ή της υποβολής της σχετικής
έγκλησης με εγχείριση αυτής στον Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και από τη μετέπειτα τυχόν παραγγελία για
διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του
άρθρου 244§5 Ν.Κ.Π.Δ. ή την άσκηση ποινικής δίωξης δια της παραγγελίας για
διενέργεια κύριας ανάκρισης, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου
307 Ν.Κ.Π.Δ. (ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 1§§1 περ. β', 2 περ. α' του Ν. 3772/2009 ορίζεται ρητά ότι
«1. Η Ιατροδικαστική Υπηρεσία του Κράτους υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης
και διαρθρώνεται ως εξής: .... β) στις Περιφερειακές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες
που υπάγονται διοικητικώς στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών ... 2.
Περιφερειακές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες είναι: α) η Ιατροδικαστική Υπηρεσία
Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη ...» κατά δε τη διάταξη του άρθρου 2 του
ίδιου νόμου, όπως ισχύουν, ορίζεται ρητά ότι: «1. Η κατά τόπον
αρμοδιότητα των ιατροδικαστικών υπηρεσιών συμπίπτει προς εκείνη του ομώνυμου ή
των ομώνυμων προς αυτές Εφετείων. Οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες διενεργούν
ιατροδικαστικές πράξεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ψυχιατρικές
πραγματογνωμοσύνες, ύστερα από παραγγελία των Εισαγγελικών και Ανακριτικών
αρχών και των Ανακριτικών υπαλλήλων, οι οποίοι ενεργούν ύστερα από εισαγγελική
παραγγελία, καθώς και των ποινικών δικαστηρίων που λειτουργούν στην περιφέρεια
του ομώνυμου ή των ομώνυμων προς αυτές Εφετείων...». Και ναι μεν, όπως
επισημαίνεται, το Συμβούλιο της Ευρώπης, στο οποίο η Ελλάδα είναι μέλος από την
ίδρυση του το 1949, αναγνώρισε από πολύ νωρίς το πρόβλημα της εναρμόνισης των
ιατροδικαστικών πράξεων στα κράτη - μέλη, αναφορικά με το πρωτόκολλο αφορά στις
νεκροτομές που θα πρέπει να διενεργούνται σε όλους τους προφανείς βίαιους
θανάτους ή σε περιπτώσεις υποψίας αυτών, ακόμη και όταν υπάρχει χρονική
καθυστέρηση μεταξύ των αιτιωδών
συνθηκών και του επελθόντος
θανάτου, και συμπεριλαμβάνει σε
αυτούς και τις περιπτώσεις υποψίας ιατρικής αμέλειας, πλην η σχετική σύσταση
δεν έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με νόμο, παρά την αντίστοιχη εκπροσώπηση αυτής στη
σχετική συνάντηση των αρμοδίων υπουργών στο Συμβούλιο (ΣυμβΕφΠατρ
77/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ με τη σχετική Σύσταση No
R(99)3 του Συμβουλίου των Υπουργών των Κρατών Μελών, για την Εναρμόνιση των
Κανόνων των Ιατροδικαστικών Πράξεων (υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών στις
2 Φεβρουαρίου 1999), κατά την οποία: «Το Συμβούλιο των Υπουργών, σύμφωνα με
τους όρους του άρθρου 15β του Νόμου του Συμβουλίου της Ευρώπης, Λαμβάνοντας
υπόψη ότι ο σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η επίτευξη της μεγαλύτερης
δυνατής σύγκλισης ανάμεσα στα Κράτη Μέλη ... Γνωρίζοντας ότι η συνήθης πρακτική
σε όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να διενεργείται
νεκροψία-νεκροτομή για να καθοριστεί η αιτία και ο τρόπος του θανάτου για
ιατροδικαστικούς ή άλλους σκοπούς ή για να καθοριστεί η ταυτότητα του νεκρού.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχει η εμπλοκή των θυμάτων και των οικογενειών
τους σε ποινικές και αστικές υποθέσεις. Υπογραμμίζοντας την ανάγκη για έρευνα, περιγραφή,
φωτογραφική τεκμηρίωση και δειγματοληψία βιολογικών υλικών κατά την
ιατροδικαστική εξέταση ώστε να ικανοποιηθούν βασικές ιατρικές και επιστημονικές
αρχές και ταυτοχρόνως να ληφθούν υπόψη οι νομικές προϋποθέσεις και διαδικασίες
..., Αναγνωρίζοντας τη σημασία των ορθών κανόνων διενέργειας μιας
νεκροψίας-νεκροτομής, ειδικώς όταν έρχονται στο φως παράνομες εκτελέσεις και
εγκλήματα που διαπράττονται από τις αρχές εξουσίας, Υπογραμμίζοντας την ανάγκη
να προστατευθεί η ανεξαρτησία και
η αμεροληψία των
πραγματογνωμόνων, καθώς και να διατίθενται σε αυτούς όλα τα απαραίτητα νομικά
και τεχνικά εφόδια για να εκτελέσουν το καθήκον τους με τον προσήκοντα τρόπο
και να προωθηθεί η εκπαίδευση τους, Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των εθνικών
συστημάτων ποιοτικού ελέγχου ώστε να εξασφαλισθεί η
αξιόπιστη διενέργεια ιατροδικαστικών νεκροτομών, Υπογραμμίζοντας την
ανάγκη για ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας με Η σκοπό την προοδευτική
εναρμόνιση των κανόνων διενέργειας ιατροδικαστικών πράξεων σε ευρωπαϊκό
επίπεδο, Έχοντας λάβει υπόψη τη Σύσταση 1159 του 1991 για την εναρμόνιση των
κανόνων διενέργειας ιατροδικαστικών πράξεων, που υιοθετήθηκε στην 43η Τακτική
Συνεδρίαση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, Έχοντας
λάβει υπόψη το πρότυπο Πρωτόκολλο Νεκροψίας-Νεκροτομής των Ηνωμένων Εθνών, που
υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών το 1991, ... 1) Συνιστά στις
Κυβερνήσεις των Κρατών Μελών: ι. Να υιοθετήσουν, ως δικά τους εσωτερικά
πρότυπα, τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Σύσταση ϋ.
Να λάβουν ή να ενισχύσουν, ανάλογα με την περίπτωση, όλα τα απαραίτητα μέτρα
ώστε να εφαρμοσθούν προοδευτικώς οι αρχές και οι
κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Σύσταση iii.
Να θεσπίσουν ένα πρόγραμμα διασφάλισης της ποιότητας, προκειμένου να
εφαρμοστούν σωστά οι αρχές και οι κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη
Σύσταση ... Σκοπός της Σύστασης: 1. Οταν ένας θάνατος
μπορεί να οφείλεται σε μη φυσικά αίτια, οι αρμόδιες Αρχές, με τη συνδρομή ενός
ή περισσοτέρων ιατροδικαστών, θα πρέπει να εξετάζουν το χώρο του θανάτου, να
εξετάζουν το σώμα και να αποφασίζουν αν θα γίνει νεκροτομή. 2. Νεκροτομές θα
πρέπει να γίνονται σε όλες τις περιπτώσεις υπόνοιας ή προφανούς μη φυσικού
θανάτου, ακόμη και αν υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ των γεγονότων που
προηγήθηκαν και του χρόνου του θανάτου, ειδικώς δε: ... e. Σε περιπτώσεις
υπόνοιας ιατρικής αμέλειας» (ΣυμβΕφΠατρ 77/2021 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ με περαιτέρω παραπομπή σε Ιατροδικαστή Β' Τάξης Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης
«Ο Ρόλος του Ιατροδικαστή στη Δικαστική Διερεύνηση Υποθέσεων Ιατρικής
Αμέλειας», ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
III. Στην προκείμενη
περίπτωση, κατόπιν υποβολής της από 22-06-2022 (εγχειρισθείσας αυθημερόν) σχετικής έγκλησης της προσφεύγουσας …, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός
…, κατά παντός υπευθύνου για το θάνατο του ανηλίκου υιού της …, γεν.
24-05-2019, που απεβίωσε την 10-06-2022, στο Γενικό Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης
«ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», με την οποία δηλώθηκε νομότυπα από την ίδια υποστήριξη
της κατηγορίας, με προσκόμιση και
του σχετικού ηλεκτρονικού παραβόλου (με αριθμό … - άρθρο 63 εδ.
β' Ν.Κ.Π.Δ.), και κατέστη διάδικος της σχετικής ποινικής διαδικασίας (άρθρο
70§1 εδ. α' Ν.Κ.Π.Δ.), διατάχθηκε η διενέργεια
προκαταρκτικής εξέτασης από την Πταισματοδίκη του ΙΓ' Τμήματος Πλημμελειοδικών
Θεσσαλονίκης, δυνάμει της σχετικής υπ' αριθ. Β.Μ. . από 24-06-2022 σχετικής
παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της οποίας
παραγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, η επισύναψη αντιγράφου του αντίστοιχου ιατρικού
φακέλου από το ως άνω νοσηλευτικό ίδρυμα και η διενέργεια σχετικά ιατρικής
πραγματογνωμοσύνης, ενώ δυνάμει της σχετικής από 24-06-2022 Πράξης του ίδιου ως
άνω Εισαγγελέα απορρίφθηκε ρητά το υποβληθέν με την προαναφερόμενη έγκληση
αίτημα περί εκταφής της σωρού του ανωτέρω ανηλίκου, ώστε να διενεργηθεί
νεκροψία - νεκροτομή και σχετικές ιστολογικές εξετάσεις για την ακριβή, κατά τα
αιτούμενα, διάγνωση της αιτίας του θανάτου αυτού, με το αιτιολογικό (της ως άνω
Πράξης) ότι: «...υφίσταται πιστοποιητικό θανάτου...». Ήδη με την κρινόμενη
προσφυγή η προσφεύγουσα - διάδικος (δηλώσασα υποστήριξη της κατηγορίας)
επικαλείται διαφωνία μεταξύ αυτής και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης
αναφορικά με τη διενέργεια της προαναφερόμενης ανακριτικής πράξης αιτούμενη την
επίλυση της σχετικής διαφωνίας υπέρ της διενέργειας αυτής.
Η κρινόμενη προσφυγή
ασκήθηκε αυτοπροσώπως από την ίδια την προσφεύγουσα την …2022, ήτοι κατά το
στάδιο της διενεργούμενης, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκαταρκτικής
εξέτασης, παραδεκτά ενώπιον του Συμβουλίου Σας, ενόψει της ανακύψασας διαφωνίας
μεταξύ της προσφεύγουσας -
δηλώσασας υποστήριξη της κατηγορίας και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών
Θεσσαλονίκης στο στάδιο διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, καθόσον με την
ανωτέρω από …2022 ρητή Πράξη του τελευταίου απορρίφθηκε ρητά το υποβληθέν από
την προσφεύγουσα αίτημα περί εκταφής της σωρού του ανωτέρω θανόντος
ανηλίκου τέκνου της για τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής προς διακρίβωση
των ακριβών αιτιών του θανάτου αυτού, και διατάχθηκε την ίδια ημέρα η
διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς διερεύνηση των καταγγελλομένων, είναι
δε και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 243§1, 178, 244§5 και 307
περ. γ' Ν.Κ.Π.Δ. και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της.
Με την προαναφερόμενη υπ'
αριθ. … Β.Μ. έγκληση της η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι την … 2022 ο ήδη
αποβιώσας ανήλικος υιός της του … και της …, γεν. …2019, εμφάνισε αδιαθεσία
συνοδευόμενη από πυρετό, με παρουσία την επομένη ημέρα και νευρικών κινήσεων
των άνω άκρων («τρέμουλο»), υποβληθείς, κατόπιν υπόδειξης της παιδιάτρου, που
παρακολουθούσε περιοδικά την υγεία και φυσική κατάσταση του εν λόγω ανηλίκου,
σε γενική εξέταση ούρων και καλλιέργεια ούρων, παραπεμφθείς, ακολούθως, από την
ίδια ιατρό στο Γενικό Νοσοκομείο …, όπου κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω
έγκληση, υποβλήθηκε σε σειρά κλινικών εξετάσεων, μεταξύ των οποίων,
(ενδεικτικά) αιματολογικές εξετάσεις, ακτινογραφία θώρακος, οφθαλμολογικός
έλεγχος, αξονική εγκεφάλου με νάρκωση και παρακέντηση υγρού από το νωτιαίο
μυελό χαμηλά στη μέση αυτού χωρίς νάρκωση, με χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής
λόγω ενδείξεων για εγκεφαλίτιδα, και ακολούθως ο ως άνω ανήλικος διακομίστηκε
στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης … προκειμένου να ερευνηθεί σε ειδικό
μικροβιολογικό εργαστήριο το υγρό που λήφθηκε με την παρακέντηση και να
ελεγχθούν τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε
και να χορηγηθεί η απαιτούμενη θεραπεία σε νοσηλευτικό ίδρυμα που διαθέτει
Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.). Ότι στο ανωτέρω νοσηλευτικό ίδρυμα
υποβλήθηκε σε καρδιογράφημα και διαγνώσθηκε, με εκτίμηση του συνόλου των
εξετάσεων και της κλινικής εικόνας αυτού, με εγκεφαλίτιδα, αναμένοντας την
ολοκλήρωση των εργαστηριακών εξετάσεων για την εφαρμογή της ενδεδειγμένης, κατά
τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, φαρμακευτικής
αγωγής, πλην όμως, παρά την αρχική βελτίωση της υγείας του, επήλθε επιδείνωση
αυτής, με δυσκολία στην αναπνοή και έτερη
συμπτωματολογία (εμετοί, έκκριση υγρού από τη μύτη και το στόμα), μεταφερθείς ο
ανήλικος στη Μ.Ε.Θ., μη ανταποκρινόμενος στη χορηγούμενη φαρμακευτική αγωγή,
νοσηλευόμενος σε κρίσιμη κατάσταση με επίδραση της διαγνωσμένης, κατά τα
διαλαμβανόμενα στην έγκληση, εγκεφαλίτιδας σε διάφορα όργανα του ανηλίκου
(καρδιά, νεφρά) εμφανίζοντας εκτενή εσωτερική αιμορραγία, υποβληθείς σε
μεταγγίσεις αίματος, με επελθόντα το θάνατο αυτού την
…2022 με αιτία θανάτου (αναγραφόμενη στην υπ' αριθ…
από
…2022 Ληξιαρχική Πράξη
Θανάτου αυτού) την: «Καρδιακή ανακοπή, διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη, οξεία νεφρική
ανεπάρκεια, καρδιογενή καταπληξία, καρδιακή ανακοπή
με επιτυχή σ. οξεία μυοκαρδίτιδα, άτυπη ιογενή λοίμωξη του Κ.Ν.Σ. (σ.σ.
Κεντρικού Νευρικού Συστήματος)». Με την ίδια έγκληση υποβλήθηκε αίτημα περί
εκταφής της σωρού του ανωτέρω ανηλίκου για τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής
για τη διακρίβωση της αιτίας θανάτου του ανηλίκου, το οποίο, απορρίφθηκε, κατά
τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, δυνάμει της προαναφερόμενης από …2022 Πράξης
του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Πλην όμως, η απόρριψη του σχετικού
αιτήματος, με παράλληλη παραγγελία επισύναψης του σχετικού ιατρικού φακέλου του
ανηλίκου θανόντος και διενέργειας σχετικά ιατρικής
πραγματογνωμοσύνης υπήρξε, στην προκείμενη περίπτωση, σύννομη και,
δικαιολογημένη, καθόσον, κατά τα διαλαμβανόμενα τόσο στην ανωτέρω έγκληση όσο
και στην κρινόμενη προσφυγή, ο θανών ανήλικος τόσο πριν όσο και κατά τη
νοσηλεία αυτού υποβλήθηκε σε σειρά πολυάριθμων κλινικών εξετάσεων (ενδεικτικά
γενική εξέταση ούρων, καλλιέργεια
ούρων, αιματολογικές εξετάσεις, ακτινογραφία θώρακος, οφθαλμολογικός
έλεγχος, αξονική εγκεφάλου με νάρκωση και παρακέντηση υγρού από το νωτιαίο
μυελό χαμηλά στη μέση του ανηλίκου δίχως νάρκωση, καρδιογράφημα) με
παρακολούθηση της υγείας αυτού εντός των ανωτέρω νοσηλευτικών ιδρυμάτων με
χορήγηση σχετικής φαρμακευτικής αγωγής, επελθόντος
του θανάτου αυτού, ενόσω τελούσε νοσηλευόμενος, και όχι επί παραδείγματι στην
οικία του αιφνιδίως, ώστε να απαιτείται τυχόν, ως ενδεχόμενα αναγκαία και
ενδεδειγμένη ανακριτική πράξη η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής, η οποία,
ενόψει του συνόλου των κλινικών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε λίγο πριν το
θάνατο του ο ως άνω ανήλικος, ουδέν περαιτέρω δύναται να εισφέρει στη
διερεύνηση των καταγγελλομένων, δοθέντος ότι η εκτίμηση περί της αντιμετώπιοης κατά τρόπο ενδεδειγμένο και σύμφωνο με τους
κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες ή μη του σχετικού περιστατικού, με επίδειξη ή μη
του αντικειμενικώς επιβαλλόμενου και αναμενόμενου καθήκοντος επιμέλειας από
μέρους του εμπλεκόμενου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, άλλως η τυχόν συνδρομή
αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ιατρικών και νοσηλευτικών
ενεργειών - πράξεων ή παραλείψεων του ίδιου προσωπικού και του επελθόντος αποτελέσματος - θανάτου του ανηλίκου, ειδικότερα
δε η διακρίβωση και αποτύπωση του ενδεχόμενου αιτιακής
σύνδεσης του διερευνώμενου θανάτου με οποιαδήποτε ιατρική και νοσηλευτική πράξη
ή παράλειψη εκ μέρους του ανωτέρω ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και δη
αν δύναται να αποδοθεί αυτός σε παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της
ιατρικής επιστήμης εκ μέρους τους, ήτοι αν η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου
ιατρικού περιστατικού υπήρξε πλημμελής για οιονδήποτε λόγο, άλλως αν οι
τελευταίοι αντικειμενικά κατέβαλαν την απαιτούμενη από το μέσο ιατρό και
νοσηλευτή προσοχή, όταν οι τελευταίοι βρίσκονται υπό τις ίδιες περιστάσεις και
ενήργησαν «lege artis»,
ήτοι προέβησαν στις απαραίτητες και ενδεδειγμένες ιατρικές και νοσηλευτικές
ενέργειες, από την εκτίμηση των οποίων και δεν ανέκυπτε η αναγκαιότητα τήρησης
οιασδήποτε διαφορετικής θεραπευτικής ή
διαγνωστικής αντιμετώπισης, δύναται ευχερώς και επαρκώς να διακριβωθεί με τη
διενέργεια της ήδη παραγγελθείσας ιατρικής
πραγματογνωμοσύνης με εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου του ιατρικού
φακέλου του ανηλίκου, χωρίς να απαιτείται, ενόψει των ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενων,
η διενέργεια κατά τα αιτούμενα νεκροψίας - νεκροτομής με εκταφή της σωρού του
ανηλίκου στο παρόν στάδιο, δοθέντος ότι δεν προκύπτει σχετική αναγκαιότητα,
ενόψει της προαναφερόμενης επάρκειας των κλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων,
αξιοποίησης υλικού από τη σωρό του ανηλίκου, σε κάθε δε περίπτωση εφόσον κατά
τη διενέργεια της παραγγελθείσας πραγματογνωμοσύνης
απαιτηθεί αιτιολογημένα για οιονδήποτε λόγο η αξιολόγηση περαιτέρω στοιχείων με
εκταφή της σωρού του ανηλίκου, δύναται ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών να
παραγγείλει τη διενέργεια αυτής σε μεταγενέστερο χρόνο.
Συνακόλουθα, ορθώς και
αιτιολογημένα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης απέρριψε το ως άνω
υποβληθέν από την προσφεύγουσα αίτημα περί εκταφής της σωρού του ανηλίκου… του
… και της … γεν. …2019, για τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής, καθόσον η εν
λόγω ανακριτική ενέργεια δεν κρίνεται αναγκαία, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά
αναφερόμενα, η δε σχετική ανακύψασα διαφωνία μεταξύ της προσφεύγουσας και του
Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης πρέπει, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά εκτεθέντα, να αρθεί υπέρ της άποψης του ως άνω Εισαγγελέα.
ΓΙΑΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ: ΝΑ ΑΡΘΕΙ η
διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ της προσφεύγουσας -δηλώσασας υποστήριξη της
κατηγορίας του …, και
της … κατοίκου Θεσσαλονίκης,
οδός …, και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ως προς την εκταφή της
σωρού του θανόντος ανηλίκου … του… και της …, γεν. …2019,
για τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής υπέρ της άποψης του Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και δη υπέρ της απόρριψης του σχετικού
υποβληθέντος αιτήματος.
Θεσσαλονίκη 11 Ιουλίου 2022
Η Εισαγγελέας
Αντεισαγγελέας
Πλημμελειοδικών»
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.. Νόμιμα εισάγεται με την
πιο πάνω υπ' αριθ. .../.2022 πρόταση της
Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ.2, 138 παρ.1, 243 παρ.1, 244 παρ. 5
και 307 περ. γ του ΚΠΔ η από : ..2022 προσφυγή της του … και της …, κατοίκου
Θεσσαλονίκης … που εγχειρίσθηκε στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την 2022, από την ίδια (την προσφεύγουσα),
με την οποία αιτείται να αρθεί υπέρ της η διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ αυτής και
της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης στο στάδιο της διενέργειας προκαταρκτικής
εξέτασης επί της με Α.Β.Μ. .. ποινικής δικογραφίας αναφορικά με την απόρριψη
του υποβληθέντος αιτήματος αυτής περί άμεσης εκταφής της σορού του θανόντος ανηλίκου τέκνου της, του … και της … που γεννήθηκε
την …2019, για τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής και ιστολογικών εξετάσεων,
προκειμένου να εξακριβωθούν τα αίτια του θανάτου του, όπως το αίτημα αυτό είχε
υποβληθεί με την από 12 μήνυση της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών
Θεσσαλονίκης για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια εις βάρος
του άνω τέκνου της κατά παντός υπευθύνου, με την οποία προέβη και σε δήλωση
υποστήριξης της κατηγορίας λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη εκ του θανάτου
του (τέκνου της). Περαιτέρω, η πιο πάνω προσφυγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις
των άρθρων 243 τταρ.1, 244 παρ.5 και 307 περ. γ του ΚΠΔ και πρέπει να εξετασθεί
περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα
άρθρα 138 παρ. 3 και 308 παρ. 2 ΚΠΔ, ειδοποιήθηκε, μετά από αίτηση της,
παραδεκτά και νομότυπα η προσφεύγουσα-παρισταμένη για την υποστήριξη της
κατηγορίας (βλ. την από … βεβαίωση της Γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών
Θεσσαλονίκης, προς τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της, Νικόλαο Διαλυνά)
για να λάβει γνώση της ανωτέρω εισαγγελικής πρότασης, ώστε να ασκήσει το
δικαίωμα ακρόασης της και αυτή υπέβαλε το από 2022 υπόμνημα.
II. Σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 307 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 ν.
4620/2019) «Κατά την διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με
πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α)
όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω,
β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η
κατάσχεση κ.τ.λ., γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην προδικασία
μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα, δ) για την αποπεράτωση ή
την εξακολούθηση της ανάκρισης, ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του
εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του
εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την αντικατάσταση της
προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους και στ)
για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις». Περαιτέρω, σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 245 παρ.1 και 2 νέου ΚΠΔ (όπως το άρθρο αυτό
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 122 ν. 4855/2021) «1. Η προανάκριση ενεργείται από
οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα,
είναι συνοπτική και δεν περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου.
Εφόσον ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προανάκριση
περατώνεται και χωρίς την απολογία του. Παραγγελία για προανάκριση δίνεται μόνο
στις περιπτώσεις του εδ. δ' της παρ. 3 του παρόντος
άρθρου, καθώς και στις περιπτώσεις των άρθρων 43 παρ. 2 εδ.
β’ 322 παρ. 3 εδ. α' περ. γ' και 323 εδ. γ' περ. γ'. Ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται
σύμφωνα με το εδ. α' είναι υποχρεωμένος να
διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την
οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιον του τους μάρτυρες για εξέταση και τους
κατηγορούμενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του
εφετείου της έδρας του. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι
άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος ζητεί την εξέταση
των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από τον αρμόδιο
ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα
(10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το πέρας των άνω
ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διάταξης
αυτής τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα σε μία εφετειακή
περιφέρεια. Η προανάκριση περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου
στο ακροατήριο ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο ή γ) με
παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος.
Στην τελευταία περίπτωση, η προανάκριση μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο
τρόπο. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν
υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο. Αν υπάρχουν
περισσότεροι κατηγορούμενοι και δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε
βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά η
ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να χωρίσει την υπόθεση και να την εισαγάγει
μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται
αναλόγως και επί συναφών εγκλημάτων, είτε πρόκειται για έναν είτε για
περισσότερους κατηγορούμενους. 2. Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε
αδίκημα και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των
αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει
δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης
αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή
πλημμέλημα, οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να
επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η
πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του
εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο
και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας,
αφού λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 243 παρ.1 και 2 ΚΠΔ (όπως οι
λέξεις «μετά άρθρα 240 και 241» στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1
αντικαταστάθηκαν ως άνω και το τρίτο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ.
26 ν. 4637/2019 -ΦΕΚ Α 180/18.11.2019) «1. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται
σύμφωνα «με τα άρθρα 240, 241 και 245 παρ.1 εδάφιο δ' έως ζ'» και με αυτή
επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί
αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού κατά
την προκαταρκτική εξέταση
μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα
αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι
ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 259, 260, 264 και 265 καθώς και
όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους... 2. Η προκαταρκτική εξέταση είναι
συνοπτική και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 37
πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης δεν
μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο χρόνος αυτός
μπορεί να παραταθεί έως τρεις το πολύ μήνες ή, εφόσον η φύση της υπόθεσης ή της
πράξης που πρέπει να διενεργηθεί το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα,
με ειδικά αιτιολογημένη πράξη
του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή
εφετών κατά περίπτωση». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο Εισαγγελέας
Πλημμελειοδικών έχει το δικαίωμα να ενεργήσει προκαταρκτική εξέταση (είτε
προσωπικά είτε με κάποιον από τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους,
προκειμένου: α) να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να εξακριβωθεί αν τελέστηκε ή όχι αξιόποινη πράξη που αναφέρεται σε μήνυση,
έγκληση, αναφορά, αίτηση, άδεια δίωξης, ανακοίνωση ανακριτικού ή δημοσίου
υπαλλήλου, έκθεση δικαστή ή σε οποιαδήποτε άλλη πληροφορία για την τέλεση της (notitia criminis) και να κρίνει ο
Εισαγγελέας αν υπάρχει περίπτωση κίνησης ποινικής δίωξης και β) να εξακριβωθεί
το πρόσωπο που φέρεται ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη. Η προκαταρκτική εξέταση,
η οποία είχε ήδη αναβαθμιστεί με τις νομοθετικές παρεμβάσεις (άρθρο 2 του ν.
3160/2003 και άρθρο 5 του ν. 3346/2005) που προσάρμοσαν τη νομοθεσία στις
επιταγές της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ σε μεγάλο βαθμό, αναβαθμίσθηκε σε
σχέση με τη μορφή που είχε πριν από την επελθούσα
νομοθετική μεταβολή (Βλ. ΣυμβΕφΠατρών 77/2021, Νόμος,
ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ
(εισαγγελική πρόταση), Μαργαρίτη, «Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας -
Ερμηνεία κατ' άρθρο του Ν.4620/2019» τόμος Α', έκδ.
2020, υπό άρθρο 243, αρ. 1, σ. 1337). Στη δε
Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»
αναφέρονται -μεταξύ άλλων - τα ακόλουθα: «Οι διατάξεις για την προκαταρκτική
εξέταση εντάχθηκαν για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας στο δεύτερο κεφάλαιο του
πρώτου τμήματος του τρίτου βιβλίου, αφού η προηγούμενη ρύθμιση τους στο πλαίσιο
του άρθρου 31 ΚΠΔ, πέραν του ότι ήταν εμβόλιμη, έδιδε την εντύπωση
διαφοροποίησης της από τις λοιπές ανακριτικές διαδικασίες της προανάκρισης και
ανάκρισης. Ύστερα από ευρεία συζήτηση στο πλαίσιο της Νομοπαρασκευαστικής
Επιτροπής αποφασίστηκαν, εξάλλου, τόσο τα ζητήματα σε σχέση με τη φυσιογνωμία,
το εύρος της εφαρμογής της, την υποχρεωτικότητα και
τη διάρκεια της, όσο και τα ειδικότερα σημεία πρόσθετης μεταρρύθμισης της...
Υπό το φως των στατιστικών στοιχείων, που
αποτυπώνουν τη ζώσα δικαστηριακή πραγματικότητα, αλλά και των
γενικότερων αξιακών αναφορών ως προς την αμιγώς
δικονομική φυσιογνωμία και τον διευρυμένο ρόλο της προκαταρκτικής εξέτασης στο
πλαίσιο του ισχύοντος δικονομικού μοντέλου (σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση
της τακτικής προανάκρισης), η επιτροπή προέκρινε τη διεύρυνση του πεδίου
υποχρεωτικής εφαρμογής της προκαταρκτικής εξέτασης και στα πλημμελήματα
αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (άρθρο 43 ΣχΚΠΔ),
ενώ παράλληλα θέσπισε τόσο τη δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της
προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων (λ.χ. ερευνών, κατασχέσεων,
παρακολουθήσεων, άρσης απορρήτων, δεσμεύσεων) στο πλαίσιο της προκαταρκτικής
εξέτασης, όσο και την αναγνώριση της διαδικαστικής θέσης του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διάρκεια της
προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρ. 107 ΣχΚΠΔ), την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων του υπόπτου,
όσο τέλος και την υποχρέωση του εισαγγελέα για σύνταξη κατηγορητηρίου μετά το
πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης... Τέλος, ειδικά ρυθμίστηκε στην παρ. 5 του
άρθρου 244 ΣχΚΠΔ ότι οι διαφορές ή αμφισβητήσεις που
τυχόν ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης μεταξύ του
υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την κατηγορία ή μεταξύ αυτών και του
εισαγγελέα θα επιλύονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και όχι από τον
Εισαγγελέα» (βλ. ΣυμβΕφΠατρών 77/2021, Νόμος, ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ (εισαγγελική
πρόταση), Μ. Μαργαρίτη - Αν. Μαργαρίτη «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - Θεωρία
Νομολογία», έκδ. 2020, Εισαγ.
σημ. στα άρθρα 243-244, σελ. 602-603). Πράγματι, στη διάταξη της παραγράφου 5
του άρθρου 244 ΚΠΔ ορίζεται ότι «το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο επιλύει όλες
τις διαφορές ή αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση
μεταξύ του υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την κατηγορία ή μεταξύ αυτών και
του εισαγγελέα». Υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς γινόταν παγίως δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 307 ΚΠΔ εφαρμόζεται
μόνο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης (βλ. ΣυμβΕφΠατρών
77/2021, Νόμος ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΔΣΑ (εισαγγελική πρόταση), όπου και περαιτέρω παραπομπές). Η
διαπίστωση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία κατά την ερμηνεία του άρθρου 307 ΚΠΔ,
καθώς στο άρθρο 307 περ. β' και γ' ΚΠΔ γίνεται αναφορά κατά τρόπο γενικό στην
«προδικασία». Αντιθέτως, εκ του γεγονότος ότι στην προανάκριση και στην
προκαταρκτική εξέταση τη διεύθυνση έχει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, γινόταν
στο παρελθόν δεκτό ότι αποκλειστικά αυτός αποφαίνεται σχετικά, ενώ κατά της
απόφασης του δεν χωρεί προσφυγή στο συμβούλιο (βλ. σχετ.
ΣυμβΕφΠατρών 77/2021, Νόμος, ΣυμβΠλημΘεσ
707/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ (εισαγγελική πρόταση) και περαιτέρω
παραπομπές σε ΣυμβΑΠ 1575/2012 (: μη εφαρμογή άρθρου
307 ΚΠΔ στην προκαταρκτική εξέταση), ΠοινΧρ 2013, σ.
518, ΠοινΔικ 2013, σ. 860 (περίλ.).
Βλ. όμως αντίθ. αίτηση αναίρεσης ΕισΑΠ (Ν. Παντελή), ΠοινΧρ 2013. 521, Η. Αναγνωστόπουλο, παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 1575/2012, ΠοινΧρ 2013,
σελ. 523 επ., που δέχονται ότι η εφαρμογή του άρθρου
307 ΚΠΔ δεν περιορίζεται μόνο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης, αλλά
επεκτείνεται σε όλα τα στάδια της
ποινικής προδικασίας και καταλαμβάνει
και την προκαταρκτική εξέταση).
Ωστόσο, ήδη με τη νεοεισαχθείσα με τον νέο
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διάταξη του άρθρου 244 παρ. 5 προβλέφθηκε ρητά (σε
αντιστοίχιση ως προς τη γραμματική διατύπωση με την ήδη υπάρχουσα διάταξη του
άρθρου 307 περ. γ' ΚΠΔ) ότι το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο επιλύει τις διαφορές
που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ
αυτών και του εισαγγελέα (ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ (εισαγγελική πρόταση). Έτσι με αφετηριακή
αναφορά στη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 εδ. β, που
καθόρισε το πεδίο υποχρεωτικής εφαρμογής της προκαταρκτικής εξέτασης,
επεκτείνοντας το από τα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, η προκαταρκτική εξέταση ρυθμίστηκε αναλυτικά και
αυτοτελώς στο δεύτερο κεφάλαιο του τρίτου Βιβλίου στις
αναθεωρημένες διατάξεις των
άρθρων 243 και
244. Διεξοδικότερα: α) Στην παρ. 1 του άρθρου 243 προβλέφθηκε ως σκοπός
της προκαταρκτικής εξέτασης «η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για
να αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη». Τούτο προέκυπτε
μεν εν μέρει από την προΤσχύσασα διάταξη του άρθρου
31, δομήθηκε, ωστόσο, πληρέστερα στην ισχύουσα παρ. 1 του άρθρου 243 και
απέκτησε συστηματική υφή. Συνάμα, με το άρθρο 7 παρ. 26 του Ν. 4637/2019
προστέθηκε -με πρόταση της Αναθεωρητικής Επιτροπής- στα άρθρα που καθορίζουν τη
διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης το άρθρο 245 παρ. 1 εδ.
δ' έως ζ'. Η εν λόγω προσθήκη ήταν απαραίτητη, ώστε να ρυθμίζεται ευθέως το
σχετικό ζήτημα, β) Στο εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου
243 θεσπίστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης η
δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας
ανακριτικών πράξεων, όπως προκύπτει από τη διατύπωση «κατά την προκαταρκτική
εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά
μέσα και να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257,
260-269 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους». Με τη ρύθμιση αυτή
επιδιώκεται η πληρέστερη διερεύνηση των φερόμενων ως τελεσθεισών πράξεων στο
αρχικό στάδιο της ανακριτικής διερευνητικής διαδικασίας που θα επιτρέψει την
ταχύτερη συλλογή αποδείξεων και εν ταυτώ την εκφορά βασιμότερης εισαγγελικής
κρίσης για την κίνηση ή μη της ποινικής δίωξης Συνάμα, όμως, επιδιώκεται και η
ελάφρυνση της ανάκρισης, καθόσον κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 248 παρ. 2 ο
ανακριτής μπορεί να μην επαναλάβει τις διενεργηθείσες ανακριτικές πράξεις της
προκαταρκτικής εξέτασης, αν θεωρήσει ότι αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη
νομιμότητα τους ή
την πληρέστερη διερεύνηση
της υπόθεσης (βλ, ΣυμβΕφΠατρών 77/2021, Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β', 2 περ. α' του ν. 3772/2009 ορίζεται ρητά
ότι «1. Η Ιατροδικαστική Υπηρεσία του Κράτους υπάγεται στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης και διαρθρώνεται ως εξής: .... β) στις Περιφερειακές
Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες που υπάγονται διοικητικούς στην Ιατροδικαστική
Υπηρεσία Αθηνών ... 2. Περιφερειακές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες είναι: α) η
Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη ...» κατά δε τη
διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, όπως ισχύουν, ορίζεται ρητά ότι: «1. Η
κατά τόπον αρμοδιότητα των ιατροδικαστικών υπηρεσιών
συμπίπτει προς εκείνη του ομώνυμου ή των ομώνυμων προς αυτές Εφετείων. Οι
ιατροδικαστικές υπηρεσίες διενεργούν
ιατροδικαστικές πράξεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι
ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες,
ύστερα από παραγγελία των Εισαγγελικών και Ανακριτικών αρχών και των
Ανακριτικών υπαλλήλων, οι οποίοι ενεργούν ύστερα από εισαγγελική παραγγελία,
καθώς και των ποινικών δικαστηρίων που λειτουργούν στην περιφέρεια του ομώνυμου
ή των ομώνυμων προς αυτές Εφετείων...». Περαιτέρω, η Σύσταση No R(99)3 του Συμβουλίου των Υπουργών των Κρατών Μελών, για
την Εναρμόνιση των Κανόνων των Ιατροδικαστικών Πράξεων (υιοθετήθηκε από το
Συμβούλιο Υπουργών στις 2 Φεβρουαρίου 1999), ορίζει ότι «Το Συμβούλιο των
Υπουργών, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 15β του Νόμου του Συμβουλίου της
Ευρώπης, Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η
επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής σύγκλισης ανάμεσα στα Κράτη Μέλη, ...
Γνωρίζοντας ότι η συνήθης πρακτική σε όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της
Ευρώπης είναι να διενεργείται νεκροψία-νεκροτομή για να καθοριστεί η αιτία και
ο τρόπος του θανάτου για ιατροδικαστικούς ή άλλους σκοπούς ή για να καθοριστεί
η ταυτότητα του νεκρού, Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχει η εμπλοκή των
θυμάτων και των οικογενειών τους σε ποινικές και αστικές υποθέσεις,
Υπογραμμίζοντας την ανάγκη για έρευνα, περιγραφή, φωτογραφική τεκμηρίωση και
δειγματοληψία βιολογικών υλικών κατά την ιατροδικαστική εξέταση ώστε να
ικανοποιηθούν βασικές ιατρικές και επιστημονικές αρχές και ταυτοχρόνως να
ληφθούν υπόψη οι νομικές προϋποθέσεις και διαδικασίες, ... Αναγνωρίζοντας τη
σημασία των ορθών κανόνων διενέργειας μιας νεκροψίας-νεκροτομής, ειδικώς όταν
έρχονται στο φως παράνομες εκτελέσεις και εγκλήματα που διαπράττονται από τις
αρχές εξουσίας, Υπογραμμίζοντας την ανάγκη να προστατευθεί η ανεξαρτησία και η
αμεροληψία των πραγματογνωμόνων, καθώς και να διατίθενται σε αυτούς όλα τα
απαραίτητα νομικά και τεχνικά εφόδια για να εκτελέσουν το καθήκον τους με τον
προσήκοντα τρόπο και να προωθηθεί η
εκπαίδευση τους, Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των εθνικών συστημάτων ποιοτικού
ελέγχου ώστε να εξασφαλισθεί η αξιόπιστη διενέργεια ιατροδικαστικών νεκροτομών,
Υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας με σκοπό την
προοδευτική εναρμόνιση των κανόνων διενέργειας ιατροδικαστικών πράξεων σε
ευρωπαϊκό επίπεδο, Έχοντας λάβει υπόψη τη Σύσταση 1159 του 1991 για την εναρμόνιση
των κανόνων διενέργειας ιατροδικαστικών πράξεων, που υιοθετήθηκε στην 43η
Τακτική Συνεδρίαση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του Συμβουλίου της Ευρώπης,
Έχοντας λάβει υπόψη το πρότυπο Πρωτόκολλο Νεκροψίας-Νεκροτομής των Ηνωμένων
Εθνών, που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών το 1991, ... 1)
Συνιστά στις Κυβερνήσεις των Κρατών Μελών: i. Να υιοθετήσουν, ως δικά τους
εσωτερικά πρότυπα, τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη
Σύσταση ϋ. Να λάβουν ή να ενισχύσουν, ανάλογα με την περίπτωση, όλα τα
απαραίτητα μέτρα ώστε να εφαρμοσθούν προοδευτικώς οι
αρχές και οι κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Σύσταση in. Να θεσπίσουν
ένα πρόγραμμα διασφάλισης της ποιότητας, προκειμένου να εφαρμοστούν σωστά οι
αρχές και οι κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Σύσταση ... Σκοπός της
Σύστασης: 1. Όταν ένας θάνατος μπορεί να οφείλεται σε μη φυσικά αίτια, οι
αρμόδιες Αρχές, με τη συνδρομή ενός ή περισσοτέρων ιατροδικαστών, θα πρέπει να
εξετάζουν το χώρο του θανάτου, να εξετάζουν το σώμα και να αποφασίζουν αν θα
γίνει νεκροτομή. 2. Νεκροτομές θα πρέπει να γίνονται σε όλες τις περιπτώσεις
υπόνοιας ή προφανούς μη φυσικού θανάτου, ακόμη και αν υπάρχει μεγάλη
καθυστέρηση μεταξύ των γεγονότων που προηγήθηκαν και του χρόνου του θανάτου,
ειδικώς δε: ... e. Σε περιπτώσεις υπόνοιας ιατρικής αμέλειας» (βλ. ΣυμβΕφΠατρών 77/2021, Νόμος, ΣυμβΠλημΘεσ
707/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ (εισαγγελική πρόταση).
III. Από την αξιολόγηση του
συνόλου του αποδεικτικού υλικού, που συγκεντρώθηκε κατά τη διενεργούμενη
προκαταρκτική εξέταση, των εγγράφων που υπέβαλε η προσφεύγουσα και του από …2022
υπομνήματος της, εκτιμώμενων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρα 177 παρ.
1 και 178 ΚΠΔ), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η προσφεύγουσα,
του …. και της … κάτοικος - Θεσσαλονίκης … υπέβαλε, αυτοπροσώπως,
ενώπιον της Εισαγγελέως
Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την από …2022
μήνυση της στρεφόμενη κατά παντός υπευθύνου για το θάνατο του ανηλίκου υιού
της, … του …. και της …. που γεννήθηκε την
…2019 και απεβίωσε την …2022, στο Γενικό Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης Με την ως άνω
μήνυση της η προσφεύγουσα δήλωσε νομότυπα υποστήριξη της κατηγορίας-με
προσκόμιση και του σχετικού
ηλεκτρονικού παραβόλου (με αριθμό …) το άρθρο 63 εδ. β' ΚΠΔ- και διόρισε πληρεξούσιο Δικηγόρο και αντίκλητο
της το Δικηγόρο Θεσσαλονίκης, Νικόλαο Διαλυνά. Ως εκ
τούτου κατέστη διάδικος της σχετικής ποινικής διαδικασίας (άρθρο 70 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ). Περαιτέρω, με την άνω μήνυση της υπέβαλε
αίτημα άμεσης εκταφής του αποβιώσαντος τέκνου της. ώστε να διενεργηθεί
νεκροψία-νεκροτομή και ιστολογικές εξετάσεις, προκειμένου να διαγνωσθεί η αιτία
θανάτου του. Εν συνεχεία διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από
τον Πταισματοδίκη του … Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, δυνάμει της
σχετικής υπ' αριθ. Α.Β.Μ. … από …2022 παραγγελίας της Εισαγγελέως
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της οποίας παραγγέλθηκε, μεταξύ
άλλων, η επισύναψη αντιγράφου του αντίστοιχου ιατρικού φακέλου από το ως άνω
νοσηλευτικό ίδρυμα και η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Δυνάμει,
ωστόσο, της από …22 πράξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης
απορρίφθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας περί άμεσης εκταφής της σορού του
αποβιώσαντος τέκνου της ώστε να διενεργηθεί νεκροψία-νεκροτομή και σχετικές
ιστολογικές εξετάσεις για την ακριβή, κατά τα αιτούμενα, διάγνωση της αιτίας
του θανάτου αυτού, με το αιτιολογικό (της ως άνω Πράξης) ότι: «...υφίσταται
πιστοποιητικό θανάτου...». Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της υποστηρίζουσας την κατηγορία και της Εισαγγελέως
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης αναφορικά με τη διενέργεια της προαναφερόμενης
ανακριτικής πράξης στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Ήδη με την
κρινόμενη προσφυγή της, η προσφεύγουσα - δηλούσα την υποστήριξη της κατηγορίας
επικαλείται ότι ο ήδη αποβιώσας ανήλικος υιός της, … του… και της …, που
γεννήθηκε την …2019, την …2022 εμφάνισε αδιαθεσία συνοδευόμενη από πυρετό, με
παρουσία την επομένη ημέρα (g 2022) και νευρικών κινήσεων των άνω άκρων
(«τρέμουλο»). Εν συνεχεία επικαλείται η προσφεύγουσα ότι την 2022 και ενώ το
άνω ανήλικο τέκνο της συνέχιζε να παρουσιάζει πυρετό και «τρέμουλο»
επικοινώνησε με την παιδίατρο που παρακολουθεί τα τέκνα της στις Σέρρες, η
οποία της υπέδειξε να ενεργήσει γενική εξέταση και καλλιέργεια ούρων.
Περαιτέρω, επικαλείται ότι μετά τη διενέργεια κλινικής εξέτασης η πιο πάνω
παιδίατρος … παρέπεμψε τον ανήλικο, στο Γενικό Νοσοκομείο .., όπου κατά τα
διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω έγκληση, υποβλήθηκε σε αιματολογικές εξετάσεις,
ακτινογραφία θώρακος, οφθαλμολογικό έλεγχο, αξονική εγκεφάλου με νάρκωση και
παρακέντηση υγρού από το νωτιαίο μυελό. Ότι ακολούθως ο ως άνω ανήλικος
διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης , προκειμένου να ερευνηθεί σε
ειδικό μικροβιολογικό εργαστήριο το υγρό που λήφθηκε με την παρακέντηση και να
ελεγχθούν τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε
και να χορηγηθεί η απαιτούμενη θεραπεία σε νοσηλευτικό ίδρυμα που διαθέτει
Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.). Ότι στο ανωτέρω νοσηλευτικό ίδρυμα
υποβλήθηκε σε καρδιογράφημα και διαγνώσθηκε, με εκτίμηση του συνόλου των
εξετάσεων και της κλινικής εικόνας αυτού,
με εγκεφαλίτιδα, αναμένοντας την
ολοκλήρωση των εργαστηριακών
εξετάσεων για την εφαρμογή της ενδεδειγμένης, κατά τους γενικά παραδεδεγμένους
κανόνες της ιατρικής επιστήμης, φαρμακευτικής αγωγής, πλην όμως, παρά την
αρχική βελτίωση της υγείας του, επήλθε επιδείνωση αυτής, με δυσκολία στην
αναπνοή και επιπλέον συμπτωματολογία (έμετοι, έκκριση υγρού από τη μύτη και το
στόμα). Ότι εν συνεχεία ο ανήλικος μεταφέρθηκε στη Μ.Ε.Θ. του πιο πάνω
Νοσοκομείου, μη ανταποκρινόμενος στη χορηγούμενη φαρμακευτική αγωγή,
νοσηλευόμενος σε κρίσιμη κατάσταση με επίδραση της διαγνωσμένης, κατά τα
διαλαμβανόμενα στην έγκληση, εγκεφαλίτιδας σε διάφορα όργανα του ανηλίκου
(καρδιά, νεφρά) εμφανίζοντας αυξανόμενη εσωτερική αιμορραγία, υποβληθείς σε
μεταγγίσεις αίματος, με επελθόντα το θάνατο αυτού την
…2022 με αιτία θανάτου (αναγραφόμενη στην υπ' αριθ …22
από …2022 ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτού) την:
«Καρδιακή ανακοπή, διάχυτη
ενδοαγγειακή πήξη, οξεία νεφρική
ανεπάρκεια, καρδιογενή καταπληξία, καρδιακή ανακοπή
με επιτυχή σ. οξεία μυοκαρδίτιδα, άτυπη ιογενή λοίμωξη του Κ.Ν.Σ. (σ.σ.
Κεντρικού Νευρικού Συστήματος)». Επιπροσθέτως, επικαλείται η προσφεύγουσα ότι
δέχθηκε πιέσεις προκειμένου να μην διεξαχθεί νεκροψία-νεκροτομή μετά το θάνατο
του τέκνου της. Με την πιο πάνω μήνυση υποβλήθηκε, όπως προεκτέθηκε,
αίτημα περί εκταφής της σωρού του ανωτέρω ανηλίκου για τη διενέργεια νεκροψίας
-νεκροτομής για τη διακρίβωση της αιτίας θανάτου του ανηλίκου, το οποίο,
απορρίφθηκε, δυνάμει της προαναφερόμενης από …2022 Πράξης της Εισαγγελέως
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, παραγγέλθηκε, ωστόσο, η επισύναψη του τηρούμενου
ιατρικού φακέλου του θανόντος ανήλικου τέκνου της
προσφεύγουσας και η διενέργεια σχετικά ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Ως κρίσιμο
στοιχείο αξιολογήθηκε από την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης η
καταγραφή των αιτιών θανάτου του ανήλικου, … επί του ιατρικού πιστοποιητικού
θανάτου του, που εν συνεχεία μεταφέρθηκαν στην ανωτέρω αναφερόμενη ληξιαρχική
πράξη θανάτου Ωστόσο, με την προαναφερόμενη μήνυση της προσφεύγουσας, διατυπώνονται
υπόνοιες σχετικά με την ύπαρξη ιατρικής αμέλειας συνεχόμενης με τον επελθόντα θάνατο του ανηλίκου τέκνου της, καθιστώντας ούτως
ερευνητέα όσα αναγράφονται στο πιο πάνω πιστοποιητικό
θανάτου. Εξάλλου, η νεκροψία-νεκροτομή ουσιαστικά συμβάλλει στην υποβοήθηση του
έργου των εισαγγελικών-δικαστικών αρχών σε ειδικά επιστημονικά ζητήματα και δη
ιατρικά που ανακύπτουν κατά τη διερεύνηση ενός θανάτου, δεδομένου ότι η
ιατροδικαστική εξέταση μιας σορού αποτελεί ιατροδικαστική πράξη, η οποία
σύμφωνα με τον ν. 3772/2009 διενεργείται είτε από ιατροδικαστές που υπηρετούν
στις ιατροδικαστικές υπηρεσίες του κράτους και υπάγεται περί πραγματογνωμοσύνης
διάταξη του άρθρο 183 του ΚΠΔ. Το τι αποδεικτικά στοιχεία θα εισφέρει εν
προκειμένω η νεκροψία - νεκροτομή, δηλ. αν θα επιβεβαιώσει ή όχι την
αναγραφόμενη στο πιστοποιητικό θανάτου αιτία θανάτου του ανήλικου .. , μόνο με
τη διενέργεια της ανωτέρω πράξης (νεκροψίας-νεκροτομής) μπορεί να καταδειχθεί.
Περαιτέρω σε σχέση με την αναγκαιότητα διενέργειας της νεκροψίας-νεκροτομής στο
παρόν στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης επισημαίνεται ότι τα αποδεικτικά
στοιχεία που δύνανται να εξαχθούν από αυτή ιδίως δε αυτά που αφορούν την ακριβή
αιτία θανάτου του πιο πάνω ανήλικου, ως προς την οποία εγείρονται αμφισβητήσεις
από την προσφεύγουσα μητέρα του, υπόκεινται σε αλλοίωση ή και εξάλειψη λόγω της παρόδου του χρόνου. Άλλωστε
κατά την προκαταρκτική εξέταση επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων
αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη
και για την επίτευξη του σκοπού αυτού πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναγκαία
για τη διερεύνηση του αδικήματος αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι
σχετικές ανακριτικές πράξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εισφέρουν αποδεικτικά
στοιχεία για την ενίσχυση ή αποδυνάμωση της βασιμότητας της μήνυσης Εξάλλου, η
κρίση ότι επαρκούν οι ήδη παραγγελθείσες ανακριτικές
πράξεις της επισύναψης του ιατρικού φακέλου του πιο πάνω ανηλίκου- στον οποίο
εμπεριέχονται οι ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της
προαναφερόμενης νοσηλείας του -και της διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης,
σε συνδυασμό προς το γεγονός ότι ο ανήλικος απώλεσε τη ζωή του κατά τη διάρκεια
της νοσηλείας του σε νοσηλευτικό ίδρυμα και όχι στην οικία του είναι επαρκή
αποδεικτικά στοιχεία εκ των οποίων δύναται να διακριβωθεί με ασφάλεια το
ενδεχόμενο σύνδεσης του επελθόντος θανάτου του
ανηλίκου με συγκεκριμένη ιατρική ή νοσηλευτική πράξη ή παράλειψη εκ μέρους
ιατρών ή νοσηλευτών, παρίσταται πρόωρη. Είναι δε αναμφίβολο ότι δια της νεκροψίας-νεκροτομής
θα είναι εφικτό να εισφερθούν πρόσθετα στοιχεία που
θα άγουν στην ασφαλέστερη εξακρίβωση των συνθηκών νοσηλείας, το είδος της χορηγηθείσας φαρμακευτικής αγωγής και εν τέλει της αιτίας
θανάτου του ανήλικου τέκνου της προσφεύγουσας είτε ενισχύοντας είτε
αποδυναμώνοντας τη βασιμότητα της μήνυσης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η
διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής αποτελεί αναγκαία ανακριτική πράξη για τη
διερεύνηση της ανωτέρω καταμηνυθείσας αξιόποινης
πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, καθότι το πόρισμα αυτής θα υποβοηθήσει
το έργο των εισαγγελικών - δικαστικών αρχών σε ειδικά ιατρικά ζητήματα που
ανακύπτουν κατά τη διερεύνηση ενός θανάτου ιδίως δε αυτού ενός παιδιού μόλις
τριών (3) ετών που ενώ αρχικά ήταν υγιές απώλεσε τη ζωή του σε διάστημα
τεσσάρων (4) περίπου ημερών. Εξάλλου η παραγγελία και άλλων ανακριτικών πράξεων
στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση του εγκλήματος της
ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά παντός υπευθύνου (επισύναψη ιατρικού φακέλου
και διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης), δεν αναιρεί, την αναγκαιότητα
διενέργειας και νεκροψίας - νεκροτομίας ως αυτοτελούς ανακριτικής πράξης, αφού
η ύπαρξη ενός αποδεικτικού στοιχείου ή η διενέργεια μια ανακριτικής πράξης προς
την κατεύθυνση αυτή δεν μπορεί να εκ προοιμίου να αποκλείει την αναγκαιότητα
συλλογής άλλου αποδεικτικού στοιχείου, ούτε την αναγκαιότητα διενέργειας μιας
άλλης ανακριτικής πράξης, δεδομένου ότι σκοπός του παρόντος δικονομικού σταδίου
είναι η συλλογή όλων των δυνατών αποδεικτικών στοιχείων και η διενέργεια όλων
των δυνατών και σχετικών με την μήνυση ανακριτικών πράξεων, ακριβώς λόγω του
διερευνητικού χαρακτήρα της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατ' ακολουθίαν των
ανωτέρω πρέπει να αρθεί η ανακύψασα διαφωνία
μεταξύ της προσφεύγουσας-παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας, …
του … και της …κατοίκου Θεσσαλονίκης … και της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών
Θεσσαλονίκης υπέρ της γνώμης της πρώτης, ήτοι υπέρ του ότι είναι αναγκαία η
εκταφή και η εν συνεχεία διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής στη σορό του αποβιώσαντος
την ..2022 τέκνου της, του … και της … που γεννήθηκε την …2019 και να διαταχθεί
στο πλαίσιο της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση του
εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά παντός υπευθύνου η εκταφή και η
διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής στη σορό του … που γεννήθηκε την ….2019, ο οποίος απεβίωσε την ...2022 στο Γενικό Νοσοκομείο
Θεσσαλονίκης «…».
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΡΕΙ την
ανακύψασα διαφωνία μεταξύ της προσφεύγουσας-παρισταμένης προς
υποστήριξη της κατηγορίας, … του … και της …κατοίκου Θεσσαλονίκης … και της
Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης υπέρ της γνώμης της πρώτης, ήτοι υπέρ
του ότι είναι αναγκαία η εκταφή και η εν συνεχεία διενέργεια
νεκροψίας-νεκροτομής στη σορό του αποβιώσαντος την …22 τέκνου της, του … και της … που γεννήθηκε την …5.2019.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ στο πλαίσιο της
διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση του εγκλήματος της
ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά παντός υπευθύνου την εκταφή και τη διενέργεια
νεκροψίας-νεκροτομής στη σορό του … και της … που γεννήθηκε την …2019, ο οποίος
απεβίωσε την ...2022 στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ….
ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΕΓΙΝΕ στη
Θεσσαλονίκη στις 25 Ιουλίου 2022 και
ΕΚΔΟΘΗΚΕ στον ίδιο τόπο στις
4-8-2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ