ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

ΣυμβΠλημΘεσ 707/2022

 

Covid-19 – Δεκτή προσφυγή κατά απόρριψης αιτήματος διενέργειας νεκροψίας-νεκροτομής– Υπόνοιες ιατρικής αμέλειας -.

 

Θάνατος νοσηλευόμενου. Έκδοση πιστοποιητικού θανάτου από το νοσηλευτικό ίδρυμα με αιτιολογία θανάτου, μεταξύ άλλων, την λοίμωξη Covid-19. Μη έκδοση ιατροδικαστικής παραγγελίας νεκροψίας νεκροτομής. Δεκτή η προσφυγή κατά απορρίψεως από τον αρμόδιο εισαγγελέα διενέργειας νεκροψίας-νεκροτομής στη σορό του θανόντος για τη διερεύνηση τυχόν ευθυνών για τον θάνατό του και διαταγή, στο πλαίσιο της διενεργούμενης αστυνομικής προανάκρισης για τη διερεύνηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, διενέργειας νεκροψίας-νεκροτομής από την αρμόδια ιατροδικαστική υπηρεσία.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του Νικολάου Διαλυνά, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Δρ. του Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου του Μονάχου)

 

ΒΟΥΛΕΥΜΑ 707/2022

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Ιωάννα Σερβέτα, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Ελένη Θεοδωρίδου, Πλημμελειοδίκη-Εισηγήτρια και Αλεξάνδρα Παπαχρίστου, Πλημμελειοδίκη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο γραφείο της Προέδρου στις 29 Απριλίου 2022, παρουσία και της Γραμματέα Αικατερίνης Αντωνιάδου, προκειμένου να αποφανθεί για ποινική υπόθεση, περί της οποίας ο Αντεισαγγελέας Χρίστος Σ. Σπηλιόπουλος εισήγαγε τη με αριθμό 873/21-4-2022 έγγραφη πρότασή του, η οποία έχει ως εξής:

 

«Εισάγω στο Συμβούλιό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2 και 4, 13Β παρ. 1 εδ. β’ και 307 περ. γ' του νέου ΚΠΔ την από 15-4-2022 εγχειρισθείσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης τιτλοφορούμενη ως «προσφυγή κατά της απορρίψεως από τον Εισαγγελέα υπηρεσίας του αιτήματος για τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής» της … του …, κατοίκου …. (οδός …), προκειμένου να αρθεί η προκύψασα κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης διαφορά μεταξύ αυτής και του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 Ν. 4620/2019) «Κατά την διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει: α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω, β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κ.τ.λ., γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα, δ) για την αποπεράτωση ή την εξακολούθηση της ανάκρισης, ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 245 παρ.1 και 2 νέου ΚΠΔ (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 122 Ν. 4855/2021) «1. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, είναι συνοπτική και δεν περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου. Εφόσον ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προανάκριση περατώνεται και χωρίς την απολογία του. Παραγγελία για προανάκριση δίνεται μόνο στις περιπτώσεις του εδ. δ' της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και στις περιπτώσεις των άρθρων 43 παρ. 2 εδ. β', 322 παρ. 3 εδ. α' περ. γ' και 323 εδ. γ' περ. γ’. Ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται σύμφωνα με το εδ. α' είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιον του τους μάρτυρες για εξέταση και τους κατηγορούμενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του εφετείου της έδρας του. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος ζητεί την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα σε μία εφετειακή περιφέρεια. Η προανάκριση περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο ή γ) με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση, η προανάκριση μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να χωρίσει την υπόθεση και να την εισαγάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και επί συναφών εγκλημάτων, είτε πρόκειται για έναν είτε για περισσότερους κατηγορούμενους. 2. Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας, αφού λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 243 παρ.1 και 2 ΚΠΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 1. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα «με τα άρθρα 240, 241 και 245 παρ.1 εδάφιο δ' έως ζ'» και με αυτή επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 259, 260, 264 και 265 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους... 2. Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 37 πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως τρεις το πολύ μήνες ή, εφόσον η φύση της υπόθεσης ή της πράξης που πρέπει να διενεργηθεί το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα, με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών κατά περίπτωση». Η προκαταρκτική εξέταση, η οποία είχε ήδη αναβαθμιστεί με τις νομοθετικές παρεμβάσεις (άρθρο 2 του Ν. 3160/2003 και άρθρο 5 του Ν. 3346/2005) που προσάρμοσαν τη νομοθεσία στις επιταγές της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ σε μεγάλο βαθμό, αναβαθμίσθηκε σε σχέση με τη μορφή που είχε πριν από την επελθούσα νομοθετική μεταβολή (Λάμπρος Μαργαρίτης, «Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - Ερμηνεία κατ' άρθρο του Ν.4620/2019» τόμος Α', έκδ. 2020, υπό άρθρο 243, αρ. περιθ. 1 σελ. 1337). Στη δε Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» αναφέρονται -μεταξύ άλλων - τα ακόλουθα: «Οι διατάξεις για την προκαταρκτική εξέταση εντάχθηκαν για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου τμήματος του τρίτου βιβλίου, αφού η προηγούμενη ρύθμισή τους στο πλαίσιο του άρθρου 31 ΚΠΔ, πέραν του ότι ήταν εμβόλιμη, έδιδε την εντύπωση διαφοροποίησης της από τις λοιπές ανακριτικές διαδικασίες της προανάκρισης και ανάκρισης. Ύστερα από ευρεία συζήτηση στο πλαίσιο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αποφασίστηκαν, εξάλλου, τόσο τα ζητήματα σε σχέση με τη φυσιογνωμία, το εύρος της εφαρμογής της, την υποχρεωτικότητα και τη διάρκεια της, όσο και τα ειδικότερα σημεία πρόσθετης μεταρρύθμισής της... Υπό το φως των στατιστικών στοιχείων, που αποτυπώνουν τη ζώσα δικαστηριακή πραγματικότητα, αλλά και των γενικότερων αξιακών αναφορών ως προς την αμιγώς δικονομική φυσιογνωμία και τον διευρυμένο ρόλο της προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο του ισχύοντος δικονομικού μοντέλου (σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση της τακτικής προανάκρισης), η επιτροπή προέκρινε τη διεύρυνση του πεδίου υποχρεωτικής εφαρμογής της προκαταρκτικής εξέτασης και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (άρθρο 43 ΣχΚΠΔ), ενώ παράλληλα θέσπισε τόσο τη δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων (λ.χ. ερευνών, κατασχέσεων, παρακολουθήσεων,  άρσης απορρήτων, δεσμεύσεων) στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, όσο και την αναγνώριση της διαδικαστικής θέσης του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρ. 107 ΣχΚΠΔ), την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων του υπόπτου, όσο τέλος και την υποχρέωση του εισαγγελέα για σύνταξη κατηγορητηρίου μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης... Τέλος, ειδικά ρυθμίστηκε στην παρ. 5 του άρθρου 244 ΣχΚΠΔ ότι οι διαφορές ή αμφισβητήσεις που τυχόν ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης μεταξύ του υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την κατηγορία ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα θα επιλύονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και όχι από τον Εισαγγελέα» (βλ. Μιχ. Μαργαρίτη – Αν. Μαργαρίτη «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - Θεωρία Νομολογία», έκδ. 2020, Εισαγ. σημ. στα άρθρα 243-244, σελ. 602-603). Πράγματι, στη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 244 ΚΠΔ ορίζεται ότι «το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο επιλύει όλες τις διαφορές ή αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ του υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την κατηγορία ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα». Υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς γινόταν παγίως δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 307 ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης (βλ. Χαρ. Σεβαστίδη: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τομ. ΙΙΙ, σελ. 3733, όπου και σχετικές παραπομπές σε Φ. Ανδρέου: άρθρο 307, σελ., 1133, Α. Ζαχαριάδη: ΚΠΔ (επιμέλεια Λ. Μαργαρίτη), 2012, άρθρο 307, αριθ. 2, σελ. 1224-1225 και αριθ. 3, σελ. 1225, Ι. Ζησιάδη: Αρμοδιότης συμβουλίου πλημμελειοδικών προ της ενάρξεως της ανακρίσεως και διαρκούσης ταύτης, ΤιμΤομ Γ. Σιμωνέτου, 1958, σελ. 158, Π. Καίσαρη: άρθρο 307, σελ. 3930, Μ. Παπαδογιάννη: άρθρο 307, σελ. 585). Η διαπίστωση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία κατά την ερμηνεία του άρθρου 307 ΚΠΔ, καθώς στο άρθρο 307 περ. β' και γ' ΚΠΔ γίνεται αναφορά κατά τρόπο γενικό στην «προδικασία». Αντιθέτως, εκ του γεγονότος ότι στην προανάκριση και στην προκαταρκτική εξέταση τη διεύθυνση έχει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, γινόταν δεκτό ότι αποκλειστικά αυτός αποφαίνεται σχετικά, ενώ κατά της απόφασης του δεν χωρεί προσφυγή στο συμβούλιο (βλ. και ΣυμβΑΠ 1575/2012 (: μη εφαρμογή άρθρου 307 ΚΠΔ στην προκαταρκτική εξέταση), ΠοινΧρ 2013. 518, ΠοινΔικ 2013. 860 (περίλ.), Α.Ζαχαριάδη: ό.π., άρθρο 307, αριθ. 2, σελ. 1224-1225 και αριθ. 3, σελ. 1225, Π. Καίσαρη: άρθρο 307, σελ. 3930, Α Κονταξή: άρθρο 307, σελ. 1935 και 1937. Βλ. όμως αντίθ. αίτηση αναίρεσης ΕισΑΠ (Ν. Παντελή), ΠοινΧρ 2013. 521, Η. Αναγνωστόπουλο, παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 1575/2012, ΠοινΧρ 2013, σελ. 523 επ., που δέχονται ότι η εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠΔ δεν περιορίζεται μόνο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα στάδια της ποινικής προδικασίας και καταλαμβάνει και την προκαταρκτική εξέταση). Ωστόσο, ήδη με τη νεοεισαχθείσα με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διάταξη του άρθρου 244 παρ.5 προβλέφθηκε ρητά (σε αντιστοίχιση ως προς τη γραμματική διατύπωση με την ήδη υπάρχουσα διάταξη του άρθρου 307 περ. γ' ΚΠΔ) ότι το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο επιλύει τις διαφορές που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα. Συνεπώς, τυπικά αρρύθμιστη παραμένει η περίπτωση που οι σχετικές διαφορές προκύπτουν κατά το στάδιο της προανάκρισης (είτε της τακτικής της παραγράφου 1 του άρθρου 245 ΚΠΔ είτε της λεγόμενης  «αυτεπάγγελτης» αστυνομικής προανάκρισης της παραγράφου 2 του ίδιου ανωτέρω άρθρου). Ωστόσο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 307 περ. β' και γ' ΚΠΔ και κατά το ανωτέρω δικονομικό στάδιο. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, η προκαταρκτική εξέταση έχει αναβαθμιστεί (μέσω της δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων κ.λπ.) και ενόψει του γεγονότος της συρρίκνωσης της τακτικής προανάκρισης. Επομένως, θα παρουσιαζόταν ως ανακόλουθη τυχόν επιλογή του νομοθέτη τα ζητήματα που αναφύονται κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (κατά την οποία το πρόσωπο σε βάρος του οποίου αυτή διενεργείται έχει την ιδιότητα του υπόπτου) να επιλύονται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, πλην όμως αυτό να μη συμβαίνει στο δικονομικό στάδιο της προανάκρισης, κατά το οποίο το πρόσωπο σε βάρος του οποίου αυτή διενεργείται έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου κατ' άρθρο 72 ΚΠΔ (ως γνωστόν γίνεται δεκτό ότι ως «ανάκριση» κατά τη διάταξη αυτή νοείται η κύρια ανάκριση, η προανάκριση, αλλά και η αστυνομική προανάκριση, βλ. σχετ. και ΣυμβΑΠ 115/1995, ΠοινΧρ 1995.430). Σε κάθε δε περίπτωση, το δικαστικό συμβούλιο ως πολυπρόσωπο δικαιοδοτικό όργανο παρέχει περισσότερα εχέγγυα ευθυκρισίας επί των κατά κανόνα αναφυομένων στην προανάκριση (και δη αυτή της παραγράφου 2 του άρθρου 245 ΚΠΔ) δυσχερών ζητημάτων, τυχόν δε αποδοχή της άποψης περί μη αρμοδιότητας του, θα είχε ως αποτέλεσμα οι διάδικοι και κυρίως ο κατηγορούμενος να μην έχουν δικαίωμα προστασίας έναντι των σχετικών παραγγελιών του αρμοδίου για τη διεύθυνση και εποπτεία της προανάκρισης εισαγγελέα (άρθρο 31 παρ.1 ΚΠΔ). Εξάλλου, δε θα πρέπει να παροραθεί ότι σε αντίθετη περίπτωση, η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου θα εξαρτιόταν ουσιαστικά από το τυχαίο γεγονός του χρόνου υποβολής της σχηματισθείσης κατά την αστυνομική προανάκριση δικογραφίας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών (κατ’ άρθρο 245 παρ.2 εδ. τελ. ΚΠΔ) και από τη μετέπειτα τυχόν παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 244 παρ. 5 ΚΠΔ ή την άσκηση ποινικής δίωξης δια της παραγγελίας για διενέργεια κύριας ανάκρισης, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 307 ΚΠΔ.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη σύσταση Σύσταση No R(99)3 του Συμβουλίου των Υπουργών των Κρατών Μελών, για την Εναρμόνιση των Κανόνων των Ιατροδικαστικών Πράξεων (η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών στις 2 Φεβρουαρίου 1999 στην 658η συνεδρίαση) συστήθηκε στις Κυβερνήσεις των Κρατών - Μελών «i. Να υιοθετήσουν, ως δικά τους εσωτερικά πρότυπα,  τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Σύσταση, ii. Να λάβουν ή να ενισχύσουν, ανάλογα με την περίπτωση, όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εφαρμοσθούν προοδευτικώς οι αρχές και οι κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Σύσταση, iii. Να θεσπίσουν ένα πρόγραμμα διασφάλισης της ποιότητας, προκειμένου να εφαρμοστούν σωστά οι αρχές και οι κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Σύσταση». Στις σχετικές δε παραγράφους 1 και 2 της ενότητας της Σύστασης που αφορούσε τον σκοπό αυτής αναφέρονταν τα ακόλουθα: «1. Όταν ένας θάνατος μπορεί να οφείλεται σε μη φυσικά αίτια, οι αρμόδιες Αρχές, με τη συνδρομή ενός ή περισσοτέρων ιατροδικαστών, θα πρέπει να εξετάζουν το χώρο του θανάτου, να εξετάζουν το σώμα και να αποφασίζουν αν θα γίνει νεκροτομή. 2. Νεκροτομές θα πρέπει να γίνονται σε όλες τις περιπτώσεις υπόνοιας ή προφανούς μη φυσικού θανάτου, ακόμη και αν υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ των γεγονότων που προηγήθηκαν και του χρόνου του θανάτου, ειδικώς δε: a. Σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας ή υπόνοιας ανθρωποκτονίας, b. Σε αιφνίδιο, μη αναμενόμενο θάνατο, συμπεριλαμβανομένου και του συνδρόμου του αιφνιδίου θανάτου των βρεφών, c. Σε περιπτώσεις παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως σε περιπτώσεις βασανιστηρίων ή οποιασδήποτε μορφής κακή μεταχείριση, d. Σε περιπτώσεις αυτοκτονίας ή υπόνοιας αυτοκτονίας, e. Σε περιπτώσεις υπόνοιας ιατρικής αμέλειας, f. Σε ατυχήματα, είτε με τα μέσα μεταφοράς είτε στον επαγγελματικό χώρο είτε στο οικιακό περιβάλλον, g. Σε επαγγελματικά νοσήματα και ατυχήματα, h. Σε τεχνολογικές ή περιβαλλοντικές καταστροφές, i. Σε θανάτους στις φυλακές ή σε θανάτους που σχετίζονται με ενέργειες της αστυνομίας ή του στρατού, j. Σε μη ταυτοποιημένα πτώματα και σε σκελετούς» (ως προς τα ανωτέρω βλ. σχετικά σε ΣυμβΕφΠατρών 77/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η προσφεύγουσα ..., του ..., κόρη του αποβιώσαντος στις 5-4-2022 στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο» …. του … γεννηθέντος στις ..., ζητεί να γίνει δεκτή η προσφυγή της, να επιλυθεί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης η διαφορά που ανέκυψε μεταξύ αυτής και του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (ο οποίος έδωσε εντολή να μη διενεργηθεί νεκροψία - νεκροτομή επί της σορού του ανωτέρω αποβιώσαντος πατρός της) και να διαταχθεί η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής από την αρμόδια Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, όπως η ίδια ζητούσε με την αρχική από 6-4-2022 εγχειρισθείσα στους προανακριτικούς υπαλλήλους του Αστυνομικού Τμήματος Τούμπας - Τριανδρίας μήνυση της.

 

Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η υπό κρίση προσφυγή, η οποία υποβάλλεται από τη νομοτύπως δηλώσασα παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας (με κατάθεση και του σχετικού υπ' αριθ. ... ηλεκτρονικού παραβόλου κατ' άρθρο 63 εδ. β' ΚΠΔ) και ως εκ τούτου καταστάσα διάδικο, ….. νομίμως και παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του Συμβουλίου σας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 περ. γ' ΚΠΔ, το οποίο κατά το παρόν δικονομικό στάδιο της εκκρεμούσης αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης είναι καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο και θα πρέπει περαιτέρω να διερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, από το περιεχόμενο της προσφυγής και των συνημμένων σε αυτή εγγράφων, καθώς και από το σύνολο του συγκεντρωθέντος προανακριτικού υλικού που αυτεπαγγέλτως ζητήθηκε από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα Τούμπας - Τριανδρίας δυνάμει του υπ' αριθ. ./15-4-2022 εγγράφου μας και επισυνάπτεται στο σχηματισθέντα φάκελο, προέκυψαν τα ακόλουθα: Στις 6-4-2022 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ανωτέρω Αστυνομικό Τμήμα μήνυση κατά παντός υπευθύνου και υφ' οιανδήποτε μορφή συμμετοχής για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που φέρεται ότι τελέστηκε σε βάρος του πατέρα της ..., ο οποίος απεβίωσε στις 5-4-2022 στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο». Στη μήνυση της ανέφερε ότι ο πατέρας της εισήχθη στο ανωτέρω Νοσοκομείο και συγκεκριμένα στην Κλινική Γ' COVID στις 4-3-2022 για νοσηλεία λόγω covid-19, πλην όμως στις 10-3-2022 - όπως ενημερώθηκαν οι οικείοι του - διασωληνώθηκε και μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), όπου και κατέληξε στις 5-4-2022. Επιπλέον, στην ανωτέρω μήνυση δήλωνε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά παντός υπευθύνου, διόριζε πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο το δικηγόρο Θεσσαλονίκης Νικόλαο Διαλυνά και παράλληλα ζητούσε τη διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής και ιστολογικών εκθέσεων, ενώ διόριζε ως τεχνικό σύμβουλο την ..., ιατροδικαστή.

 

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο από 9-4-2022 δια ηλεκτρονικού μηνύματος αίτημα του πληρεξουσίου δικηγόρου της προσφεύγουσας, η τελευταία ενημερώθηκε την Πέμπτη 7-4-2022 από τον αξιωματικό υπηρεσίας ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης απέρριψε το αίτημα διενέργειας νεκροψίας - νεκροτομής και εζητείτο έγγραφη απάντηση επί του ανωτέρω γεγονότος. Σύμφωνα δε με το συνημμένο υπ' αριθ. ...-α' από 14-4-2022 έγγραφο του Α.Τ Τούμπας - Τριανδρίας, το οποίο αποτελεί απάντηση στο ανωτέρω υποβληθέν αίτημα, η αστυνομική αρχή παρέλαβε τη μήνυση, πλην όμως ενημερώθηκε από το ΓΝΘ «Ιπποκράτειο» ότι για το θάνατο του είχε ήδη εκδοθεί πιστοποιητικό στις 5-4-2022 με αιτία θανάτου «καρδιακή ανακοπή, πολυοργανική ανεπάρκεια, σηπτική καταπληξία, λοίμωξη covid-19». Κατόπιν αυτού, ενημερώθηκε ο Εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης, ο οποίος έδωσε εντολή να μη διενεργηθεί νεκροψία - νεκροτομή επί της σορού, καθώς αφενός ως αιτιολογία θανάτου που αναφέρεται από το νοσηλευτικό ίδρυμα ήταν μεταξύ άλλων η λοίμωξη Covid-19, αφετέρου σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1990/11-5-2021 παραγγελία του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας  Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, για τις σορούς για τις οποίες εκδίδονται πιστοποιητικά θανάτου από τα εκάστοτε νοσηλευτικά ιδρύματα, τα οποία βεβαιώνουν την αιτία επέλευσης του θανάτου, δε θα εκδίδονται ιατροδικαστικές παραγγελίες νεκροψίας - νεκροτομής. Εξάλλου, στο αποσταλέν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών υπ' αριθ. ./27-35-γ' από 18-4-2022 έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος με θέμα «παροχή στοιχείων» (σε απάντηση του υπ' αριθ. ./15-4-2022 εγγράφου μας) αναφέρεται επιπρόσθετα ότι η αρμόδια Εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης έδωσε εντολή για τη μη διενέργεια νεκροψίας -νεκροτομής, ενόψει και του γεγονότος ότι στην υποβληθείσα μήνυση δεν προσδιορίζονταν πράξεις ή ενέργειες οι οποίες συνιστούν υπόνοιες διάπραξης ποινικών αδικημάτων. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως διευθύνοντος την αστυνομική προανάκριση, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών έδωσε εντολή να μη διενεργηθεί νεκροψία -νεκροτομή επί της σορού. Η εντολή αυτή, η οποία δεν ήταν γραπτή αλλά προφορική, προκύπτει σαφώς από τα προαναφερθέντα έγγραφα του Αστυνομικού Τμήματος, ενόψει δε του γεγονότος ότι ήταν αντίθετη με το αντίστοιχο υποβληθέν αίτημα εκ μέρους της νυν προσφεύγουσας διαδίκου, κρίνεται ότι συμπεριλαμβάνεται στις διαφορές μεταξύ διαδίκου και εισαγγελέως, η επίλυση των οποίων εναπόκειται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Ήδη στην κρινόμενη προσφυγή της, η κόρη του αποβιώσαντος αναφέρει ότι παρά το γεγονός ότι από το χρόνο εισαγωγής του στο νοσοκομείο η οικογένεια ενημερωνόταν ότι η κατάσταση της υγείας του βελτιωνόταν σταδιακά, εντούτοις στις 10-3-2022 πληροφορήθηκαν ότι ο πατέρας της διασωληνώθηκε και μεταφέρθηκε στη ΜΕΘ. Αναφέρει δε ότι ζήτησαν εξηγήσεις από τον ιατρό … για ποιο λόγο έλαβε χώρα η διασωλήνωση, για ποιο λόγο δεν ενημερώθηκαν σε προγενέστερο αυτής χρόνο και εάν υπήρξε συναίνεση του οικείου τους για τη διασωλήνωση, πλην όμως δεν έλαβαν κάποια απάντηση. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στη ΜΕΘ ενημερώνονταν αρχικά  περί σταθεροποίησης της κατάστασης ταυ, ενώ τις τελευταίες ημέρες οι θεράποντες ιατροί (κατά δήλωση των ιδίων) προέβαιναν σε διακοπές της καταστολής μετά τις οποίες ο πατέρας της είχε επαφή με το περιβάλλον, καθώς και δοκιμές αποσύνδεσης από τη μηχανική αναπνοή. Παρά δε τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του στις 5-4-2022 πληροφορήθηκαν ότι κατέληξε αιφνιδίως από καρδιακή ανακοπή χωρίς κάποια διευκρίνιση περί των αιτιών που οδήγησαν σε αυτή. Περαιτέρω, αναφέρεται στην προσφυγή ότι υπέβαλαν αίτημα περί κανονικής ταφής, λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος νοσηλείας, πλην όμως έλαβαν την απάντηση ότι το αποτέλεσμα της μοριακής ανίχνευσης στις 1-4-2022 και 4-4-2022 ήταν απροσδιόριστο και η ταφή έπρεπε να γίνει ως περιστατικό Covid. Στο δε ερώτημά τους για ποιο λόγο δεν επαναλαμβάνονται τα τεστ, η απάντηση που έλαβαν ήταν ότι μπορεί αυτά να έβγαιναν αρνητικά. Με δεδομένη την υποβολή μήνυσης - έγκλησης κατά παντός υπευθύνου, αναφορικά με τον επελθόντα θάνατό του ..., η οποία υποδεικνύει την εκ μέρους των οικείων του ύπαρξη υπονοιών ύπαρξης ιατρικής αμέλειας και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι κατά το δικονομικό στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί εντέλει εάν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, κρίνεται αναγκαίο ότι θα πρέπει να διενεργηθούν όλες οι σχετικές ανακριτικές πράξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εισφέρουν αποδεικτικά στοιχεία για την ενίσχυση ή αποδυνάμωση της βασιμότητας της ανωτέρω έγκλησης, στις αναγκαίες δε ανακριτικές πράξεις περιλαμβάνεται πρωτίστως η διενέργεια νεκροψίας -νεκροτομής επί της σορού. Κρίνεται δε ότι κατά το χρόνο που η έγκληση υπεβλήθη δεν ήταν αντικειμενικά δυνατή η παράθεση συγκεκριμένων φερομένων ως αμελών πράξεων ή παραλείψεων συγκεκριμένων προσώπων, καθότι αυτή προϋποθέτει τη διακρίβωση της αιτίας θανάτου, σε κάθε δε περίπτωση, έστω και σε χρόνο μεταγενέστερο και δη δια της παρούσας προσφυγής, επιχειρήθηκε η καταγραφή σχετιζομένων με το θάνατο πραγματικών περιστατικών. Ως κρίσιμα δε στοιχεία αξιολογούνται αφενός η καταγραφή των αιτιών θανάτου επί του ιατρικού πιστοποιητικού θανάτου (υπό την έννοια ότι ευλόγως δύναται εκ μέρους της προσφεύγουσας να αμφισβητηθεί ότι η πολυοργανική ανεπάρκεια και η σηπτική καταπληξία πιθανώς δεν οφείλονται στη λοίμωξη covid-19, αλλά σε άλλη αιτία) και αφετέρου η ύπαρξη απροσδιόριστων αποτελεσμάτων μοριακής ανίχνευσης. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη ενός αποδεικτικού στοιχείου ή η διενέργεια μίας ανακριτικής πράξης με σκοπό τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της έγκλησης, δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλείει την αναγκαιότητα συλλογής άλλου αποδεικτικού στοιχείου ούτε την αναγκαιότητα διενέργειας μίας άλλης ανακριτικής πράξης.  Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, κρίνεται ότι το πιστοποιητικό θανάτου δεν αρκεί από μόνο του να αναιρέσει την αναγκαιότητα της αιτούμενης από τη μηνύτρια νεκροψίας -νεκροτομής του θανόντος, αντιθέτως η τελευταία αποτελεί αναγκαία ανακριτική πράξη, καθότι το πόρισμα αυτής θα υποβοηθήσει το έργο των εισαγγελικών - δικαστικών αρχών σε ειδικά ιατρικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη διερεύνηση ενός θανάτου. Αλλά - σε κάθε περίπτωση -και από άποψη σκοπιμότητας, κρίνεται ότι η εκτέλεση της αιτούμενης ανακριτικής πράξης, ως αποσκοπούσα στη διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας, θα αποσείσει τις όποιες πιθανώς υπάρχουσες υπόνοιες πρόθεσης «συγκάλυψης» ευθυνών εκ μέρους των ιατρών και της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, αλλά ακόμη και της ίδιας της δικαστικής - εισαγγελικής αρχής.

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, θα πρέπει να επιλυθεί η ανακύψασα διαφορά μεταξύ της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και της προσφεύγουσας και παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας …, του …., υπέρ της δεύτερης, ήτοι υπέρ της δεύτερης, ήτοι υπέρ γνώμης ότι είναι αναγκαία η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής στη σορό του αποβιώσαντος πατέρα της … για τη διερεύνηση των τυχόν ευθυνών για το θάνατό του και να διαταχθεί στο πλαίσιο της διενεργούμενης αστυνομικής προανάκρισης για τη διερεύνηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια η διενέργεια νεκροψίας -νεκροτομής από την αρμόδια Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ

 

Α) ΝΑ ΕΠΙΛΥΘΕΙ η ανακύψασα διαφορά μεταξύ της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και της προσφεύγουσας και παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας … του … κατοίκου … (οδός …), υπέρ της δεύτερης, ήτοι υπέρ της γνώμης ότι είναι αναγκαία η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής στη σορό του αποβιώσαντος πατέρα της ..., για τη διερεύνηση των τυχόν ευθυνών για το θάνατό του.

 

Β) ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ στο πλαίσιο της διενεργούμενης αστυνομικής προανάκρισης για τη διερεύνηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά παντός υπευθύνου, η διενέργεια από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, νεκροψίας - νεκροτομής στη σορό του … του … ο οποίος απεβίωσε στις 5-4-2022 στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο».

 

                             Θεσσαλονίκη 21 Απριλίου 2022

                                    Ο Εισαγγελέας

                                Χρίστος Σ. Σπηλιόπουλος

                            Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών»

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα εισάγεται δια της προπαρατεθείσας υπ' αριθ. 873/2022 πρότασης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 § 2 και 4, 138 § 1, 244 § 5 και 307 περ. β' και γ' του νέου ΚΠΔ, η από 15-04-2022 εγχειρισθείσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης τιτλοφορούμενη ως «προσφυγή κατά της απορρίψεως από τον Εισαγγελέα υπηρεσίας του αιτήματος για τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής» της … του και ... της ..., κατοίκου ... (οδός ...), προκειμένου να αρθεί η προκύψασα κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης διαφορά μεταξύ αυτής και της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κατόπιν υποβληθείσας από την ανωτέρω προσφεύγουσα και ήδη παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας έγγραφης μηνύσεως, κατατεθείσα στο Α.Τ. Τούμπας-Τριανδρίας και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

 

Επειδή από το σύνολο των εγγράφων της παρούσας υπόθεσης προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα στην ως άνω εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, εξ ολοκλήρου αναφέρεται και το Συμβούλιο τούτο προκειμένου να αποτελέσουν αιτιολογίες του παρόντος βουλεύματος (ΟλΑΠ 1227/1979, ΠοινΧρΛ’ σελ. 253, ΑΠ 1627/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 294/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 33/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 597/1995, ΠοινΧρ 1995 σελ. 932).

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αρθεί η ανακύψασα διαφορά μεταξύ της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και της προσφεύγουσας και αναγκαία η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής στη σορό του αποβιώσαντος τυχόν ευθυνών για το θάνατο του και να διαταχθεί στο πλαίσιο της διενεργούμενης αστυνομικής προανάκρισης για τη διερεύνηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά παντός υπευθύνου η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής από την αρμόδια Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΑΙΡΕΙ την ανακύψασα διαφορά μεταξύ της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και της προσφεύγουσας και παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας … του  … και της …, κατοίκου … (οδός …. αριθ. …), υπέρ της γνώμης της τελευταίας, είτε υπέρ του ότι είναι αναγκαία η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής στη σορό του αποβιώσαντος πατρός της …. του …. για τη διερεύνηση των τυχόν ευθυνών για το θάνατό του.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ στο πλαίσιο της διενεργούμενης αστυνομικής προανάκρισης για τη διερεύνηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά παντός υπευθύνου, τη διενέργεια από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, νεκροψίας - νεκροτομής στη σορό του … του …, ο οποίος απεβίωσε στις 05-04-2022 στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο».

 

ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΕΓΙΝΕ στη Θεσσαλονίκη στις 29 Απριλίου 2022

και ΕΚΔΟΘΗΚΕ στον ίδιο τόπο στις 29-4-2022.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ