ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ.Ολ 1750/2019

 

Μάθημα Θρησκευτικών Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου - Ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως των μαθητών - Ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης - Εκπαίδευση σύμφωνα με θρησκευτικές πεποιθήσεις - Αρχή ισότητας -.

 

Ακύρωση απόφασης του Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος Θρησκευτικά Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου. Κρίθηκε ότι το προσβαλλόμενο πρόγραμμα σπουδών το οποίο απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και όχι μόνο στους ορθόδοξους δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των ορθόδοξων χριστιανών μαθητών στους οποίους κατά το Σύνταγμα πρέπει να απευθύνεται και είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς συνίσταται προεχόντως στη διδασκαλία διαφόρων ηθικών και κοινωνικών ζητημάτων που χαλαρά μόνον συνδέονται με ορθόδοξη χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία ή είναι άσχετα ή και αντίθετα με αυτήν. Η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2, 13 παρ. 1, 4, παρ. 1 και 14 Συντ. και 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Αντίθετες μειοψηφούσες απόψεις).

 

 

 

Αριθμός 1750/2019

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Ο. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Π. Μπραϊμη, Χρ. Ντουχάνης, Ε. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, I. Σύμπλης, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Μίντζια, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Ε. Μουργιά, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α. Μίντζια και Μ. Τριπολιτσιώτη καθώς και η Πάρεδρος Μ. Αθανασοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

 

Για να δικάσει την από 26ης Οκτωβρίου 2017 αίτηση:

 

1.... και 8. σωματείου με την επωνυμία «… που εδρεύει στην Αθήνα (.), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

 

κατά του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Σπυρίδωνα Παπαγιαννόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

 

και κατά του παρεμβαίνοντος σωματείου με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Χολαργό Αττικής (.), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Νικολόπουλο (A.M. 10436), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 8ης Μαΐου 2018 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητας της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 99058/Δ2/13.6.2017 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Μπραΐμη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος σωματείου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. . κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 99058/Δ2/13.6.2017 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος Θρησκευτικά Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου» (Β' 2105/19.6.2017).

 

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με μείζονα σύνθεση, κατόπιν της από 8.5.2018 πράξεως του Προέδρου του, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητας της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) και 8 παρ. 4 και 5 του ν. 4205/2013 (Α' 242).

 

4. Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης αποφάσεως παρεμβαίνει το σωματείο με την επωνυμία «…».

 

5. Επειδή, οι δύο πρώτοι αιτούντες, οι οποίοι άσκησαν την κρινόμενη αίτηση ατομικά και ως ασκούντες την γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους, καθώς και το τέκνο, το οποίο είχε ενηλικιωθεί κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως, παραιτήθηκαν με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο (βλ. το με αριθμό ./18.9.2018 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο). Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 του π.δ. 18/1989, η δίκη καταργείται ως προς αυτούς και η αίτηση εισάγεται ως προς τους υπόλοιπους αιτούντες.

 

6. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έχει κανονιστικό χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 660, 661, 926/2018 Ολομ.), δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 19.6.2017. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30.10.2017, ασκείται εμπροθέσμως, δεδομένης της αναστολής της προθεσμίας ασκήσεως της μέχρι και τις 15.9.2017 λόγω των δικαστικών διακοπών.

 

7. Επειδή, ο τρίτος και η τέταρτη από τους αιτούντες, γονείς μαθήτριας Λυκείου, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά δικαιολογητικά (βλ. την από 4.9.2018 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών και την ./4.9.2018 βεβαίωση παρακολούθησης από Ημερήσιο Γενικό Λύκειο του τέκνου των αιτούντων), με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση τόσο ατομικά όσο και για λογαριασμό του ως άνω ανήλικου τέκνου τους (βλ. ΣτΕ 926/2018 Ολομ.).

 

8. Επειδή, η πέμπτη των αιτούντων Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς και ο έκτος από αυτούς Μητροπολίτης Πειραιώς προβάλλουν, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος τους, ότι έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται με την Πολιτεία επί του θέματος της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως και αγωγής των νέων και δη των παιδιών του λυκείου, ενόψει της διαλαμβανόμενης στις διατάξεις του ν. 590/1977 (περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος) βασικής αποστολής των Ιερών Μητροπόλεων και των Ιερών Ναών, των Αρχιερέων Μητροπολιτών και των Ιερέων, και ιδίως αυτής του άρθρου 2 του νόμου αυτού κατά την οποία «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος, ...». Εξάλλου, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς ισχυρίζεται επί πλέον ότι έχει και την ευθύνη λειτουργίας και την εποπτεία τριών σχολικών μονάδων διαφορετικού εκπαιδευτικού επιπέδου (παιδικού σταθμού και νηπιαγωγείου, δημοτικού σχολείου, γυμνασίου και λυκείου) και ότι, για τον λόγο αυτόν, έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως. Ενόψει αυτών έννομο έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχουν τόσο η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, όσο και ο Μητροπολίτης Πειραιώς, ο οποίος προΐσταται αυτής και φέρει την ποιμαντική ευθύνη για τους ορθόδοξους χριστιανούς της Μητροπόλεως του, δοθέντος ότι, όπως προβάλλουν, θίγονται ηθικώς από τη μεταβολή του περιεχομένου της διδασκαλίας και του εν γένει χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στα λύκεια. Το έννομο συμφέρον των ανωτέρω προσώπων ενισχύεται και εκ του ότι, λόγω της λειτουργίας σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, για τα οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας η αιτούσα Ιερά Μητρόπολη, υφίσταται υποχρέωση εφαρμογής των σχετικών προγραμμάτων σπουδών που αφορούν το μάθημα των θρησκευτικών (βλ. ΣτΕ 660/2018 Ολομ.), απορριπτόμενων  των περί του αντιθέτου προβαλλομένων με το ./7.9.2018  έγγραφο  απόψεων  της  Διοικήσεως προς το Δικαστήριο. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Θ. Αραβάνης, κατά την γνώμη του οποίου ο Μητροπολίτης και η Μητρόπολη Πειραιώς δεν έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως επικαλούμενοι το άρθρο 9 παρ. 1 περ. ε' του ν. 590/1977, διότι κατά το άρθρο αυτό αρμόδια να παρακολουθεί το δογματικό περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και όχι κάθε Μητρόπολη ή ο προϊστάμενος αυτής Μητροπολίτης. Περαιτέρω, ούτε η διατήρηση εκπαιδευτηρίων προσδίδει στους ανωτέρω έννομο συμφέρον, διότι δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι αυτοί νομίμως εκπροσωπούν τις οικείες σχολικές μονάδες ή τους μαθητές και τους γονείς των, καθ' υποκατάσταση των οικείων οργάνων διοικήσεως των εκπαιδευτηρίων και των συλλόγων γονέων.

 

9. Επειδή, ο έβδομος από τους αιτούντες προβάλλει ότι έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως λόγω της ιδιότητας του ως θεολόγου εκπαιδευτικού δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, ο οποίος υποχρεώνεται, δυνάμει της προσβαλλομένης πράξεως, να διδάσκει την πίστη των μαθητών του νοθευμένη, κατά την αντίληψη του, με δόγματα και συνήθειες άλλων θρησκειών και αιρέσεων. Προβάλλει επίσης, ότι το προσβαλλόμενο πρόγραμμα σπουδών του στερεί τη δυνατότητα να εκπληρώσει το νόμιμο και ηθικό του καθήκον ως θεολόγος εκπαιδευτικός, που είναι η καλλιέργεια στους μαθητές της ελληνορθόδοξης συνείδησης. Προς απόδειξη του εννόμου συμφέροντος του έχει προσκομίσει την από ./06.09.2018 βεβαίωση ότι υπηρετεί ως μόνιμος εκπαιδευτικός, Θεολόγος ΠΕ01, σε Ημερήσιο Γενικό Λύκειο για το σχολικό έτος 2018-2019. Ενόψει αυτών, ο ως άνω αιτών με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση (βλ. ΣτΕ 2880/2016 7μ.).

 

10. Επειδή, το όγδοο των αιτούντων σωματείο προβάλλει ότι η προάσπιση του ορθόδοξου χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, που πλήττεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποτελεί μέρος του σκοπού του ως σωματείου και, ως εκ τούτου, έχει άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, εν όψει των καταστατικών του σκοπών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η κατανόηση της ουσίας του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, η διέγερση του ενδιαφέροντος και της αγάπης του λαού προς τη θρησκευτική γνώση και ζωή εντός του πλαισίου των πατρικών παραδόσεων, ο πλήρης θρησκευτικός και ηθικός διαφωτισμός της νεότητος και η προσήλωση στην Ορθοδοξία και η άμυνα κατά πάσης αντιορθοδόξου και αντιχριστιανικής εκδηλώσεως. Με τα δεδομένα αυτά και το ως άνω σωματείο έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως (βλ. ΣτΕ 661, 926/2018 Ολομ.), τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με το ./7.9.2018 έγγραφο απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο είναι απορριπτέα.

 

11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω όλοι οι αιτούντες μετ' εννόμου συμφέροντος ασκούν την κρινόμενη αίτηση και παραδεκτώς ομοδικούν, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση (βλ. ΣτΕ 660-1/2018, 926/2018 Ολομ.). Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Θ. Αραβάνης, κατά την γνώμη του οποίου οι μη έχοντες την ιδιότητα γονέων μαθητών αιτούντες (Μητροπολίτης και Μητρόπολη Πειραιώς, θεολόγος εκπαιδευτικός και Σύλλογος Θεολόγων) απαραδέκτως προβάλλουν παράβαση του άρθ. 2 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ, το οποίο νομιμοποιούνται να επικαλεσθούν μόνο μαθητές ή γονείς μαθητών (πρβλ. ΕΕπΔΑ 7.4.1997, Scientology Kirche Deutschland). Συνεπώς οι ανωτέρω αιτούντες δεν ομοδικούν με τους λοιπούς αιτούντες γονείς μαθητών.

 

12.   Επειδή, το παρεμβαίνον σωματείο, σύμφωνα με το καταστατικό του, έχει ως μέλη του θεολόγους και εκπαιδευτικούς του μαθήματος των θρησκευτικών και βασικό σκοπό την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα. Μεταξύ των αποτυπωμένων στο καταστατικό του ειδικότερων σκοπών και αξόνων δράσης είναι: «α) Η εκπόνηση και η διατύπωση προτάσεων σχετικά με το περιεχόμενο και το χαρακτήρα της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα (σε Α/βάθμια και Β/βάθμια εκπαίδευση), β) Η συμβολή στη δημιουργία ενός πλαισίου διαλόγου  μεταξύ των φορέων της Ελληνικής Πολιτείας που είτε εμπλέκονται θεσμικά στο σχεδιασμό και την παροχή της θρησκευτικής εκπαίδευσης (Υπουργείο Παιδείας, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, συνδικαλιστικοί φορείς εκπαιδευτικών κ.ά.) είτε έχουν νόμιμο και θεμιτό ενδιαφέρον για αυτήν (Εκκλησία της Ελλάδος, θρησκευτικές κοινότητες, ανεξάρτητες αρχές, πολιτικά κόμματα, σύλλογοι κ.ά.), γ) ... δ) Η συμβολή στην ανάπτυξη ελεύθερου διεπιστημονικού και θεολογικού διαλόγου σχετικά   με  το  περιεχόμενο  και το χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα [...], ε) ... στ) ... ζ) ... η) ...». Επίσης, μεταξύ των    δραστηριοτήτων του παρεμβαίνοντος σωματείου, όπως αποτυπώνονται στο καταστατικό του, είναι η προσφυγή στη δικαιοσύνη και γενικώς η ανάληψη κάθε ενέργειας αναγκαίας για τη διαφύλαξη και την προστασία των σκοπών, της δραστηριότητας και της ηθικής υποστάσεως του συνδέσμου, στις οποίες περιλαμβάνεται, όπως προβάλλεται, και η άσκηση της εν λόγω  παρεμβάσεως. Με  βάση  τα  ανωτέρω, το προαναφερθέν σωματείο προβάλλει ότι έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης παρεμβάσεως, καθώς, βάσει των καταστατικών σκοπών του, μεριμνά για την ενασχόληση με το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαιδεύσεως μέσω της αξιοποιήσεως όλων των σύγχρονων εξειδικευμένων παιδαγωγικών μεθόδων και παράλληλα τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των διδασκόντων στο μάθημα των θρησκευτικών. Όπως προβάλλει δε, μέλη του συγκαταλέγονται μεταξύ των θεολόγων και δασκάλων που συμμετείχαν στην εκπόνηση του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, που αποτελεί περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξεως, μεταξύ των εμπειρογνωμόνων και αξιολογητών των προγραμμάτων και μεταξύ των συντακτών των φακέλων - βιβλίων που διανεμήθηκαν στους μαθητές. Υπό τα δεδομένα αυτά, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη παρέμβαση το ως άνω σωματείο.

 

13. Επειδή, στην αρχή του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος («Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»), στο δε άρθρο 2 παρ. 1 αυτού, το οποίο εντάσσεται στο Α' Τμήμα του Μέρους Πρώτου αυτού, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εν συνεχεία, στο άρθρο 3, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Β' αυτού (με τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας») του Μέρους Πρώτου του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού- τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. 3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο.  Η επίσημη  μετάφραση του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη». Περαιτέρω, στο Μέρος Δεύτερο του Συντάγματος με τίτλο: «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ορίζεται, στο μεν άρθρο 5 αυτού, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην  Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν  την  απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο ... 3. ... 4. ... 5. ...», στο δε άρθρο 13 αυτού ορίζεται ότι: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. ... 4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5. Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 3, επιτρέπεται κατ' εξαίρεση η κατάσχεση εφημερίδων ή άλλων εντύπων, μεταξύ άλλων για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Εξάλλου, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. ... 2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3. Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4. ... 5. ...», στο δε άρθρο 21 αυτού ορίζεται ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους ... και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. ... 3. ... 4. ... 5. ... 6. ... 7. ...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 110 (παρ. 1) δεν υπόκεινται, μεταξύ άλλων, σε αναθεώρηση και οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 αυτού.

 

14. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (Α' 68) και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 (Α' 256) εγγυάται, στην παρ. 1, την ελευθερία της θρησκείας ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα το άρθρο 9 ορίζει ότι: «Πάν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ' ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων». Περαιτέρω στο άρθρο 14 αυτής ορίζεται ότι: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Εξάλλου, το άρθρο 2 του (Πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, ορίζει δε ειδικότερα ότι: «Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Πάν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και την εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικός και φιλοσοφικός πεποιθήσεις».

 

15. Επειδή, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα) (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία αναγορεύει την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ των σκοπών της την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων. Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, ενόψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται, για την πλειοψηφία, βεβαίως, των Ελλήνων πολιτών που ασπάζονται το δόγμα αυτό, ευλόγως, εφ' όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος (βλ. ΣτΕ 460/2013 Ολομ.), η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995), ενόψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεκτέθηκε, ως η θρησκεία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στην ανάπτυξη, άλλωστε, θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι γονείς τους, αντλώντας από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Συμβάσεως της ΕΣΔΑ, να «εξασφαλίζουν» την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995). Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογένειας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι ως «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως εκ τούτου δε αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Συνεπώς, στις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος  διατάξεις  αντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες, μέσω, κυρίως, των προγραμμάτων διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, για τους αποτελούντες την κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού μαθητές, δεν υπηρετείται ο ως άνω συνταγματικός σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ). Περαιτέρω, ως αποστολή της Παιδείας, η, υπό την προεκτεθείσα έννοια, «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, επιτελείται δε κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό, πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995), να μην υποβαθμίζεται, κατά την διδασκαλία και την εξέταση, σε σχέση με άλλα μαθήματα και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Πρέπει δηλαδή το μάθημα να διατηρεί ως προέχουσα και κύρια μέριμνα όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως (αντικείμενο άλλωστε και άλλων μαθημάτων) αλλά την καλλιέργεια των κατάλληλων προϋποθέσεων ώστε να μπορεί να μεταδοθεί το προεκτεθέν  κατά  το  Σύνταγμα  περιεχόμενο  του.   Η διδασκαλία των ανωτέρω στοιχείων είναι συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Τούτο δε ενόψει και του ότι οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ' όσον οι γονείς τους, ή οι ίδιοι αν είναι ενήλικοι, υποβάλουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, να παρακολουθήσουν τα τέκνα τους τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο. Η δήλωση, εξάλλου, αυτή, που θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, εφ' όσον γίνεται χάριν απαλλαγής των μαθητών αυτών από την, επιβαλλόμενη κατ' αρχήν από το Σύνταγμα και το νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού [πρβ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995, βλ. επίσης ΣτΕ 2280/2001 Ολομ., πρβ. σε σχέση με την ΕΣΔΑ και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.9.2007 Folgero και λοιποί κατά Νορβηγίας (αρ. Προσφυγής 15472/02), σκ. 96-102]. Για τους μαθητές όμως αυτούς που απαλλάσσονται από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, και προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία "ελεύθερης ώρας" και, εντεύθεν, ο κίνδυνος απομακρύνσεως των μαθητών από το ανωτέρω, συνταγματικώς επιβαλλόμενο, μάθημα χωρίς αποχρώντα λόγο, η Πολιτεία οφείλει να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος, συναφούς κατά την αντίληψη της περιεχομένου (π.χ. μαθήματος ηθικής), εφόσον βεβαίως συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών, κατά την αντίληψη πάντοτε της Πολιτείας. Περαιτέρω, εφόσον διασφαλίζεται η συνταγματική υποχρέωση του Κράτους για την ανάπτυξη, κατά τα άνω, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών εκείνων, οι οποίοι ανήκοντες στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, δεν εμποδίζεται η Πολιτεία να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα του μαθήματος των θρησκευτικών και εκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτήρα με πληροφορίες και γνώσεις και για άλλες, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκείες και δόγματα (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.).

 

16. Επειδή, περαιτέρω, ο νομοθέτης, για ετερόδοξους ή αλλόθρησκους μαθητές -ιδίως τους μαθητές του καθολικού δόγματος ή της εβραϊκής θρησκείας ή της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης-, έχει ρητώς προβλέψει δυνατότητα διδασκαλίας του οικείου δόγματος ή θρησκείας από πρόσωπα προτεινόμενα από την οικεία θρησκευτική κοινότητα, προκειμένου δε περί της μουσουλμανικής μειονότητας από μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό (βλ. άρθρα 19 παρ. 1 του ν. 3379/1955, Α' 260, 85 παρ. 4 του ν. 1566/1985, 55 παρ. 5 του ν. 4386/2016, Α' 83, και 7 παρ. 1 του ν. 694/1977, Α' 264). Ενόψει αυτού, σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ και της παρ. 1 του ΠΠΠ αυτής, το Κράτος δεν μπορεί, ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητές, που ασπάζονται ορισμένο δόγμα ή θρησκεία, το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητές που ανήκουν σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεως τους (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.).

 

17. Επειδή, οι Σύμβουλοι Μ. Γκορτζολίδου και Ε. Νίκα διατύπωσαν την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Υπό το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο και την συνδυασμένη ερμηνεία των σχετικών συνταγματικών διατάξεων κατά το γράμμα και τον σκοπό τους, ενόψει της τυπικής τους ισοδυναμίας, καθώς και της αντίληψης του νοήματος τους σε αρμονία και με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της ΕΣΔΑ, συνάγονται τα ακόλουθα: Απώτερος σκοπός της παιδείας, ως βασικής αποστολής του Κράτους είναι η "διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών". Η "αγωγή των Ελλήνων", η οποία παρέχεται προς τον σκοπό αυτό, οφείλει, μεταξύ των άλλων, να συμβάλλει στην "ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής τους συνείδησης". Ως "συμβάλλουσα" δε στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων μαθητών, οι οποίοι εισέρχονται στον σχολικό βίο με ήδη διαμορφωμένη συνείδηση περί του θείου, απότοκη των βιωμάτων τους από το οικογενειακό περιβάλλον, όπως αυτά αναπτύσσονται σε συνθήκες πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας προστατευόμενης από το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, νοείται η αγωγή εκείνη που έχει ως αντικείμενο να εισαγάγει τους μαθητές και να τους εξοικειώσει με την έννοια του ιερού ως έγκυρης πρότασης νοηματοδότησης του βίου. Και δη, για την πλειοψηφία των Ελλήνων μαθητών που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, όπως η πρόταση αυτή έχει διαμορφωθεί από την χριστιανική ορθοδοξία και αναδειχθεί ιστορικά στην Ελλάδα ως το "επικρατέστερο", συλλογικό θρησκευτικό βίωμα, ενώ, εξάλλου, για τους ετεροδόξους ή αλλόθρησκους μαθητές ιδίως τους μαθητές του καθολικού δόγματος ή της εβραϊκής θρησκείας ή της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης, ο νομοθέτης, σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητας, έχει ρητώς προβλέψει δυνατότητα διδασκαλίας του οικείου δόγματος ή θρησκείας από πρόσωπα προτεινόμενα από την οικεία θρησκευτική κοινότητα (βλ. και σκέψη 16 της παρούσης). Ειδικότερα για την πλειοψηφία των μαθητών που ασπάζεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, κατά την αντίληψη του συνταγματικού νομοθέτη, η θρησκευτική αγωγή, από την μία μεν πλευρά δεν επιτρέπεται να υπερβεί τον χαρακτήρα της ως "έγκυρης" μεν, αλλά, πάντως, "πρότασης" για την συγκρότηση ελεύθερων συνειδήσεων, ικανών για τις δικές τους προσωπικές επιλογές και, επομένως, δεν είναι επιτρεπτό να μεταβάλλεται σε δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση, από την άλλη, όμως, οφείλει να διατηρεί ως προέχουσα και κύρια μέριμνα όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως (αντικείμενο άλλωστε και άλλων μαθημάτων), αλλά την   εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης των μαθητών αυτών, με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά τα λοιπά, είναι ασφαλώς ελεύθερη η Πολιτεία να επιλέγει και να καθορίζει κανονιστικά το περιεχόμενο της σχετικής αγωγής κατά την εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική και τα πορίσματα της παιδαγωγικής επιστήμης, μη ελεγχόμενη δικαστικά στις επιλογές της αυτές παρά μόνον ως προς την τήρηση των πιο πάνω συνταγματικών υποχρεώσεων. Εξάλλου, ο Σύμβουλος Σ. Μαρκάτης διατύπωσε την ειδικότερη γνώμη ότι: Κατά την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να διαμορφώνει το πρόγραμμα της σχολικής εκπαιδεύσεως των Ελλήνων μαθητών, υπό τον όρο ότι το περιεχόμενο των διδασκόμενων μαθημάτων οδηγεί στην επίτευξη των σκοπών, στους οποίους ο συνταγματικός νομοθέτης αποβλέπει, αναγνωρίζοντας την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους. Στους σκοπούς αυτούς ο συνταγματικός νομοθέτης ρητώς συγκαταλέγει την ανάπτυξη -και όχι διαμόρφωση- της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών, οι οποίοι εισέρχονται στον σχολικό βίο με ήδη διαμορφωμένη συνείδηση περί του θείου, απότοκη των βιωμάτων τους από το οικογενειακό περιβάλλον, όπως αυτά αναπτύσσονται σε συνθήκες πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας προστατευόμενης από το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνεπώς, κατά την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, το σχολικό πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει μάθημα, στο οποίο οι μαθητές ασκούνται στην κατανόηση και εμπέδωση των θρησκευτικών δογμάτων, τα οποία ήδη πρεσβεύουν, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει μορφή κατηχήσεως σ' αυτά ώστε να μην διακυβεύεται η διάπλαση ελεύθερης προσωπικότητας που, επίσης αναγνωρίζεται, κατά την ίδια διάταξη, ως σκοπός της παιδείας. Έτσι, κατά την διάταξη αυτή, στο σχολικό πρόγραμμα, που καταρτίζει ο κοινός νομοθέτης, πρέπει να περιλαμβάνεται η διδασκαλία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως θρησκεύματος της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, καθώς και η διδασκαλία άλλων δογμάτων της χριστιανικής πίστεως ή άλλων θρησκειών στην περίπτωση που η εκπαίδευση παρέχεται σε περιοχές όπου ευδιάκριτο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού πρεσβεύει τα δόγματα αυτά ή τις άλλες θρησκείες, υπό την εξυπακουόμενη, εκ του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος, προϋπόθεση της μη υποχρεωτικής παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού από ετερόδοξους χριστιανούς, αλλόθρησκους, μη θρησκευόμενους ή άθεους μαθητές. Μάθημα "θρησκειολογικού" περιεχομένου, δηλαδή προσφορά και επεξεργασία γνώσεων για τις ανά τον κόσμο θρησκευτικές δοξασίες και αντιλήψεις μπορεί να είναι χρήσιμο για την πνευματική αγωγή των μαθητών και την διάπλαση της προσωπικότητας τους, πλην δεν οδηγεί στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως, την οποία το ισχύον Σύνταγμα ρητώς επιβάλλει, και, συνεπώς, δεν υποκαθιστά θεμιτώς την διδασκαλία των θρησκευτικών δογμάτων, τα οποία απαντώνται στην ελληνική επικράτεια. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Κ. Κουσούλης, Α. Χλαμπέα, Χ. Ντουχάνης και I. Σύμπλης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του  Κράτους και έχει ως σκοπό την διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, καθώς και, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, ως εκ τούτου δε περιλαμβάνει και τη θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών. Η τελευταία πραγματοποιείται ιδίως μέσω του μαθήματος των θρησκευτικών. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 (με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας), 13 παρ. 1 (σύμφωνα με το οποίο η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη) και του ανωτέρω άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 της ΕΣΔΑ και 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η μετάδοση γνώσεων ή πληροφοριών θρησκευτικού χαρακτήρα στην εκπαίδευση πρέπει να είναι αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική και να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να θίγεται η ελευθερία του κράτους να διαμορφώνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανάλογα με τις ανάγκες και τις παραδόσεις του ή σύμφωνα με τις αρχές της τυχόν επίσημης ή επικρατούσας θρησκείας, εφόσον, στην  περίπτωση  αυτή,  προβλέπεται  σύστημα απαλλαγής των μαθητών που δεν παραβιάζει τη θρησκευτική τους ελευθερία (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ Folger0 κατά Νορβηγίας, Ολομ., 29.6.2007, Hansan και Eylem Zengin κατά Τουρκίας, 9.10.2007, Grzelak κατά Πολωνίας, 15.6.2010, izzetin Dogan κ.ά. κατά Τουρκίας, Ολομ., 26.4.2016). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του ίδιου άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και με την αναγνώριση, στο άρθρο 3 του Συντάγματος, της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ως επικρατούσας στην Ελλάδα, δηλαδή ως θρησκείας της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2280-2285/2001), συνάγεται ειδικότερα ότι επιβάλλεται κατ' αρχήν, στο πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης των μαθητών, να δίνεται έμφαση στη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εναπόκειται δε στον νομοθέτη να καθορίσει το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών ή άλλου ισότιμου μαθήματος, κατά τρόπο ώστε να εκπληρώνεται η ως άνω συνταγματική υποχρέωση και για τους μη ορθόδοξους Έλληνες, καθώς και να θεσπίσει σύστημα απαλλαγής από τη διδασκαλία των θρησκευτικών με τρόπο που να μην παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία των μαθητών. Από το συνδυασμό των ιδίων ως άνω συνταγματικών διατάξεων συνάγεται επίσης ότι εντός του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται θρησκειολογικά, φιλοσοφικά ή άλλα στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, και δοθέντος ότι με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν παρέχεται δικαίωμα στους γονείς να αξιώνουν από το κράτος την οργάνωση διδασκαλίας με συγκεκριμένο περιεχόμενο, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να διαμορφώσει το ειδικότερο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών, λαμβάνοντας υπόψη και παιδαγωγικά κριτήρια. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος αφενός μεν των διατάξεων τυπικού νόμου που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης και τις γενικές κατευθύνσεις των προγραμμάτων σπουδών, αφετέρου δε των κανονιστικών πράξεων, με τις οποίες εγκρίνονται τα προγράμματα σπουδών, είναι οριακός, ενώ εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου οι ουσιαστικές εκτιμήσεις και οι παιδαγωγικές επιλογές της Διοίκησης, οι οποίες στηρίζονται σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις. Ομοίως μειοψήφησε ο Σύμβουλος Θ. Αραβάνης, ο οποίος διατύπωσε την εξής γνώμη: Με τις διατάξεις του άρθ. 13 παρ. 1 Συντ., οι οποίες είναι θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες σε αναθεώρηση (άρθ. 110 παρ. 1), προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως (εδ. α'), η οποία είναι ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας (άρθρ. 5 Συντ.) και συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει το θρήσκευμα ή το δόγμα της εκλογής του ή να μην ακολουθεί κανένα θρήσκευμα ή να είναι άθεος (ΣΕ 194/1987). Το β' εδάφιο της ίδιας διατάξεως κατοχυρώνει την θρησκευτική ισότητα, έκφραση της οποίας είναι το δικαίωμα του καθενός να απολαύει, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, το σύνολο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, τόσο ατομικών και πολιτικών όσο κοινωνικών, όπως το δικαίωμα της παιδείας. Η κατά τα άνω κατοχυρούμενη ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, είναι απαραβίαστη και υπόκειται μόνο στους περιορισμούς της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, περιλαμβάνει δε, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του (ΣΕ 2280-2285/2001 πλήρ. Ολομ. σκ. 9). Επομένως, κανένας (άρα ούτε οι μαθητές ή οι γονείς των, βλ. ΕΔΔΑ 16.10.2010, Grzelak, σκ. 87, 92, 100) δεν μπορεί να εξαναγκασθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει, αμέσως  ή  εμμέσως,  το  θρήσκευμα  ή  τις  θρησκευτικές εν  γένει πεποιθήσεις του (σκ. 9-10). Διάφορο δε είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποιήσεως του θρησκεύματος του ατόμου για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας (όπως η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους αντιρρήσεων συνειδήσεως, ή η ίδρυση θρησκευτικών ενώσεων). Το άρθρο 3 Συντ., το οποίο αφορά τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και υπόκειται σε αναθεώρηση, αναφέρεται απλώς στο πραγματικό   γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, περιλαμβανόμενο δε στα ελληνικά συντάγματα από την Επανάσταση και εξής ετέθη και στο Σύνταγμα του 1975 κυρίως για λόγους ιστορικούς (βλ. Πρακτ. Ολομ. Συντ., σ. 402). Η διάταξη αυτή έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, συναπτόμενο ιδίως με τον καθορισμό επίσημων θρησκευτικών αργιών (βλ. ΣΕ 100/2017 Ολομ.) κ.λπ., και δεν επηρεάζει την άσκηση του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Τούτο άλλωστε θα αντέβαινε και στην ειδική διάταξη του άρθ. 13 παρ. 1, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση και των ατομικών κ.λπ. δικαιωμάτων ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις (ΣΕ 2280-2285/2001 πλ. Ολομ., σκ. 10). Ομοίως δεν επηρεάζει την άσκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην προμετωπίδα του Συντάγματος, η οποία τέθηκε ομοίως για ιστορικούς λόγους και έχει περιορισμένη κανονιστική επιρροή, αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 3 παρ. 1 (πρβλ. απόφαση της 26.9.1990 του Ομοσπ. Δικαστηρίου της Ελβετίας, BGE 116 la S 252, 258, σκ. 5, το Σύνταγμα της οποίας περιλαμβάνει αντίστοιχη προμετωπίδα). Εξ άλλου, όπως κρίνει παγίως το ΕΔΔΑ, η ελευθερία της σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας (άρθ. 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), είναι ένα από τα θεμέλια μιας «δημοκρατικής κοινωνίας» κατά την έννοια της Συμβάσεως. «Όσον αφορά την θρησκευτική της διάσταση, είναι ένα από τα ζωτικότερα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψη τους για τη ζωή, αλλά είναι επίσης ένα πολύτιμο στοιχείο για τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους σκεπτικιστές και τους αδιάφορους. Είναι προϊόν του πλουραλισμού, ο οποίος κατακτήθηκε ακριβά ανά τους αιώνες, που δεν μπορεί να διαχωρισθεί από μια τέτοια κοινωνία. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, ιδίως, την ελευθερία ενός προσώπου να ασπάζεται ή όχι μία θρησκεία και την ελευθερία να ασκεί ή όχι τα θρησκευτικά του καθήκοντα» (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 25.3.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, σκ. 31, της 18.2.1999, Buscarini κατά Αγίου Μαρίνου, σκ. 34, 3.10.2010, Π.Δ. κατά Ελλάδος, σκ. 76, κ.ά.), καθώς και να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις συν τω χρόνω (ΕΔΔΑ Grzelak σκ. 93). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθ. 16 παρ. 2 Συντ., ως «ανάπτυξη εθνικής συνείδησης» νοείται η συνειδητοποίηση της συμμετοχής στην εθνική κοινότητα που προσδιορίζεται διαχρονικά ως ελληνική, με κριτήρια προεχόντως πολιτιστικά και γλωσσικά. Ο όρος «θρησκευτική συνείδηση», αυτόθι, παραπέμπει στον ταυτόσημο όρο "θρησκευτική συνείδηση" του άρθ. 13 παρ. 1 Συντ., και όχι στον διαφορετικό όρο "επικρατούσα θρησκεία" του άρθ. 3 Συντ., δεδομένου άλλωστε ότι αν ήθελε αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης θα το όριζε ρητώς.  Ως «ανάπτυξη» δε θρησκευτικής συνείδησης νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση πάντως στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της "επικρατούσας" θρησκείας με την ανωτέρω έννοια. Σημαίνει δε την εσωτερική και μη υποκείμενη σε εξωτερική χειραγώγηση στάση του μαθητή αναφορικά με το θείο, και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το δικαίωμα του μαθητή, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητα του (βλ. ΕΔΔΑ 11.9.2006, Konrad), να ασπάζεται ή όχι συγκεκριμένο θρήσκευμα, να αλλάξει θρήσκευμα ή να είναι άθρησκος. Συνεπώς η ανάπτυξη «εθνικής συνείδησης» κατά το Σύνταγμα δεν εξαρτάται από την καλλιέργεια «θρησκευτικής συνείδησης» ούτε από την πίστη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι (ελληνική) εθνική συνείδηση μπορεί απολύτως να έχουν και όσοι ασπάζονται διαφορετικό ή δεν ασπάζονται κανένα θρήσκευμα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και εκ του ότι το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ως στοιχείου της παιδείας (άρθ. 16 Συντ. 1952, 17 Συντ. 1968, 1973) εγκαταλείφθηκε σαφώς από το Συντ. 1975. Εξ άλλου, το άρθ. 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ στην 1η φράση κατοχυρώνει το δικαίωμα παντός προσώπου στην εκπαίδευση, στην δε 2η φράση το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους. Όπως έχει κριθεί, η ανωτέρω 2η φράση «πρέπει να αναγιγνώσκεται υπό το φώς όχι μόνο της πρώτης φράσης ..., αλλά επίσης, ιδίως, του άρθ. 9 της Συμβάσεως το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, περιλαμβανομένης της μη προσχώρησης σε κάποια θρησκεία, και επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη ένα καθήκον "ουδετερότητας και αμεροληψίας"» (ΕΔΔΑ Lautsi κλπ 18.3.2011 (ευρ. συνθ.), σκ. 60 κ.ά.). Εν όψει τούτων, από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ [βλ. και άρθ. 18 παρ. 1-3 του Δ/νούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), ν. 2462/1997 (Α' 25), και 3 παρ. 1, 12 παρ. 1-2, 14 παρ. 1-3 της Δ/νούς Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού (ΔΣΔΠ), ν. 2101/1992 (Α' 192)], συνάγεται ότι υποκείμενο του δικαιώματος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι τόσο οι Έλληνες, ήτοι οι κεκτημένοι την ελληνική ιθαγένεια (βλ. ΣΕ 3317/2014 Ολομ.), όσο και οι νομίμως ευρισκόμενοι στην Ελλάδα αλλοδαποί, στο πλαίσιο των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών και των διατιθέμενων μέσων (ΕΔΔΑ 23.7.1968, Affaire linguistique Beige, σκ. Β.3). Η κατ' άρθ. 16 παρ. 2 Συντ. «ανάπτυξη» θρησκευτικής συνειδήσεως επιτυγχάνεται μέσω της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια βάσει του οικείου προγράμματος σπουδών. Για τη διαμόρφωση του εν λόγω προγράμματος και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή οριοθετείται από τις μνημονευθείσες αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών» που προϋποθέτει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και τη σφαιρική προσέγγιση της διδακτέας ύλης, και κατοχυρώνουν την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας και του δικαιώματος πληροφόρησης, φορέας της οποίας είναι αυτοτελώς και το παιδί (βλ. ΕΔΔΑ 7.12.1976, Kjeldsen σκ. 52), καθώς και το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους. Οι διατάξεις αυτές δεν παρέχουν στους γονείς δικαίωμα να αξιώνουν από το Κράτος την οργάνωση διδασκαλίας συγκεκριμένου περιεχομένου (ΕΔΔΑ 10.1.2017, Osmanoglu, σκ. 92-95, 18.3.2011 Lautsi κλπ (Ευρ. Σύνθ.) σκ. 60, 72). Σε περίπτωση δε συγκρούσεως του συμφέροντος του παιδιού και των πεποιθήσεων των γονέων υπερτερεί το συμφέρον του παιδιού (Osmanoglu, σκ. 95, 97, 105, 27.4.1999 Martins Casimiro (παραδ.), 18.12.1996 Βαλσάμης σκ. 37, 18.12.1986, Johnston, σκ. 63, 30.11.2004 Bulski, Kjeldsen σκ. 54). Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος κατά τη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος,   περιλαμβανομένου   του μαθήματος των θρησκευτικών, που απευθύνεται σε όλους αδιακρίτως τους μαθητές και όχι μόνο στους ορθόδοξους χριστιανούς, όπως δέχεται η πλειοψηφία, δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας και της αμεροληψίας (προαναφ. Lautsi σκ. 60, 72, 10.11.2005 Leyla Sahin, σκ. 107), να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητα τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ειδικότερα, το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει "πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα", πλην η μετάδοση των γνώσεων αυτών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την επικρατούσα θρησκεία,  πρέπει να  είναι  "αντικειμενική,  κριτική  και πλουραλιστική" και "να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό" (ΕΔΔΑ προαναφ. Kjeldsen σκ. 53, 29.6.2007 Folgero σκ. 84, Grzelak σκ. 104, Osmanoglu σκ. 91, βλ. και Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης ως και κατευθυντήριες γραμμές του Τολέδο (2007) που υιοθέτησε ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ)). Εν όψει τούτων, κατά το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν ο νομοθέτης ουδόλως υποχρεούται να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό χαρακτήρα, ενώ απαγορεύεται να προσδώσει κατηχητικό χαρακτήρα, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με "ανάπτυξη" θρησκευτικής συνειδήσεως με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά με "επιβολή" θρησκευτικής συνειδήσεως συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και αποστερεί από τον μαθητή το δικαίωμα να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας του και της αντίληψης του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και ναι μεν οι κείμενες διατάξεις παρέχουν τη δυνατότητα απαλλαγής του μαθητή από μάθημα που αντίκειται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις αυτού ή των γονέων του (υπό την προϋπόθεση ότι με τη σχετική αίτηση ο ενδιαφερόμενος δεν υποχρεώνεται να δηλώσει αμέσως ή εμμέσως ότι έχει ή δεν έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις, προαναφ. απόφ. Grzelak 92-100 κ.ά.), πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέτρο διότι, όταν ιδίως δεν προβλέπεται εναλλακτικό μάθημα, όπως στην Ελλάδα, ο μαθητής αποστερείται της θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά παράβαση του άρθ. 16 παρ. 2 Συντ., ενώ η απαλλαγή δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης του παιδιού (βλ. προαναφ. απόφ. Osmanoglu, σκ. 96, 103). Ακριβώς δε αυτόν το σκοπό υπηρετεί ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο κατά τα εκτεθέντα (βλ. ΕΔΔΑ (παραδ.) 6.10.2009 Appel-lrrgang). Οίκοθεν εξ άλλου νοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις και τη θρησκευτική τους αγωγή εκτός του σχολείου, όπως στην οικογενειακή εστία, ή στο κατηχητικό (βλ. προαναφ. αποφ. Folgero, σκ. 88-89, Kjeldsen, σκ. 50-54, Konrad κ.ά.). Συνεπώς, κατά την αυτή γνώμη, δύναται ο νομοθέτης, κατά τη σχετική ευρεία διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το Σύνταγμα, να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά καθώς και ιστορίας της Τέχνης, για την οποία η θρησκευτικότητα αποτέλεσε ανέκαθεν σημαντική πηγή έμπνευσης. Το περιεχόμενο μάλιστα αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που προαναφέρθηκαν (ΠΕ 347/2002). Η αντίθετη άποψη δεν ευρίσκει έρεισμα στις μνημονευθείσες διατάξεις ούτε στο άρθ. 4 του Συντ. περί ισότητας, από την άποψη ίσης μεταχείρισης με τους μαθητές της μουσουλμανικής μειονότητας, του καθολικού δόγματος και της εβραϊκής κοινότητας, διότι αυτοί διέπονται από ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες τελούν, ή ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες, για τις οποίες κατά τα διεθνή νόμιμα επιτρέπονται θετικές διακρίσεις, και συνεπώς δεν υφίσταται ομοιότητα καταστάσεων. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος αν θεμιτώς οι σχετικές με την εκπαίδευση των μαθητών αυτών διατάξεις προβλέπουν μάθημα θρησκευτικών αποκλειστικά περιορισμένο στα οικεία δόγματα, ήτοι κατ' ουσίαν κατηχητικού χαρακτήρα. Επίσης μειοψήφησε ο Σύμβουλος Μιχ. Πικραμένος, κατά την γνώμη του οποίου το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος που αναγορεύει την παιδεία σε βασική αποστολή του κράτους και έχει ως πρωταρχικό σκοπό τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών και την ανάπτυξη της  εθνικής  και  θρησκευτικής  συνείδησης,  πρέπει  να  ερμηνευθεί συστηματικά σε συνδυασμό με τις ακόλουθες, μη αναθεωρητέες κατά το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, διατάξεις: α) του άρθρου 13 παρ. 1 που καθιερώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικότερα στο μεν πρώτο εδάφιο το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης στο δε δεύτερο εδάφιο την αρχή της θρησκευτικής ισότητας, έκφραση της οποίας είναι το δικαίωμα καθενός να απολαύει, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, το σύνολο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα στην παιδεία. Σύμφωνα με την αρχή της θρησκευτικής ισότητας απαγορεύεται η θέσπιση προνομίων υπέρ προσώπων που πρεσβεύουν συγκεκριμένες θρησκευτικές αντιλήψεις και επομένως απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η προνομιακή μεταχείριση των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, β) του άρθρου 5 παρ. 1 που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, γ) του άρθρου 2 παρ. 1 που ορίζει ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, δ) του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 που καθιερώνει τη δημοκρατική αρχή. Εντός του ως άνω συνταγματικού πλαισίου ο βασικός προσανατολισμός της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος είναι η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών που ενστερνίζονται την αντίληψη ότι είναι αφενός άτομα τα οποία ασκούν τα δικαιώματα τους, μέσα σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και ισότητας που συνιστούν θεμέλια της δημοκρατίας, και αφετέρου μέλη μιας ανοιχτής και πλουραλιστικής κοινωνίας που κατανοούν και σέβονται τα δικαιώματα των άλλων. Επί τη βάσει των ανωτέρω, το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά το μέρος που θέτει ως σκοπό της παιδείας την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, η οποία είναι διαφορετική από την εθνική ελληνική συνείδηση (η ανάπτυξη της οποίας καθιερώνεται επίσης στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος) που μπορεί να έχουν πρόσωπα διαφορετικών θρησκειών ή άθεοι, επιτάσσει θρησκειολογικό προσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης δεδομένου ότι ως θρησκευτική συνείδηση νοείται το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου σχετικά με τη φυσική ή μεταφυσική θεώρηση του κόσμου σε αναφορά ιδίως με το "θείο", το δε περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να είναι σε ό,τι αφορά το "θείο", είτε θετικό -μορφοποιημένο ή μη σε ορισμένο θρήσκευμα- είτε αρνητικό. Στο μάθημα των θρησκευτικών με θρησκειολογικό προσανατολισμό επιδιώκεται ιδίως: α) η γνώση της ιστορίας και των βασικών αρχών των σημαντικότερων θρησκειών και του αθεϊσμού, β) η απόκτηση από τους μαθητές των απαραίτητων γνώσεων και ικανοτήτων ώστε να μπορούν να αντιπαρατεθούν τόσο στο θρησκευτικό φανατισμό όσο και στις διακρίσεις εις βάρος εκείνων που πρεσβεύουν άλλες θρησκείες ή είναι άθεοι, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου φιλοσοφικού, ανθρωπολογικού και θρησκευτικού προβληματισμού που καλλιεργεί την κριτική αυτογνωσία και τον σεβασμό προς τον άλλο. Εξάλλου, η θρησκειολογική εκπαίδευση δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ως επικρατούσα θρησκεία αυτή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, διότι στο πλαίσιο του μαθήματος αποδίδεται σε αυτήν ιδιαίτερη τιμή και σεβασμός, ενώ της δίδεται η ευκαιρία να δοκιμαστεί στο πεδίο της διαμόρφωσης της συνείδησης του νέου ανθρώπου συγκρινόμενη με τις άλλες θρησκείες και την αθεΐα δείχνοντας τη δύναμη και τον πλούτο των αρχών και των ιδεών της. Υπό αυτό το περιεχόμενο το μάθημα των θρησκευτικών υπηρετεί τον σκοπό της παιδείας, που είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και του αναστοχασμού, ο διάλογος, ο σεβασμός προς τους άλλους, και, τελικά, η διάπλαση ελευθέρων και υπεύθυνων πολιτών που έχουν μαθητεύσει σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς την επιβολή ιδεολογικών κατευθύνσεων αλλά υπό συνθήκες ελευθερίας που  πραγματώνουν το δικαίωμα αυτοκαθορισμού κάθε πολίτη και ενισχύουν το αίσθημα της ευθύνης του απέναντι στους άλλους. Ως εκ τούτου δεν νοείται απαλλαγή μαθητών από τη  διδασκαλία του  μαθήματος των θρησκευτικών με αυτούς τους προσανατολισμούς και το περιεχόμενο, διότι τούτο θα αντέβαινε στις θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος που επιτάσσουν ελεύθερη διαμόρφωση της συνείδησης των πολιτών, χωρίς κρατική επιβολή απόψεων και  καταναγκασμούς,  στο πλαίσιο μιας πολυφωνικής κοινωνίας και θα οδηγούσε σε αποκλεισμό μαθητών από μαθήματα τα οποία συνιστούν την ουσία της παρεχόμενης από το κράτος παιδείας που είναι η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών. Εξάλλου, αυτός ο προσανατολισμός της θρησκευτικής εκπαίδευσης δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας ως ένα από τα θεμέλια μιας «δημοκρατικής κοινωνίας» (ΕΔΔΑ της 3.10.2010, Π.Δ. κατά Ελλάδος, σκ. 76, της 25.3.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, σκ. 31, της 18.2.1999, Buscarini κατά Αγίου Μαρίνου, σκ. 34 κ.ά.), διότι δεν επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά τηρεί την αρχή της ουδετερότητας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητα τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους, το δε περιεχόμενο του μαθήματος είναι αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό (ΕΔΔΑ 7.12.1976, Kjeldsen σκ. 53, 29.6.2007, Folgero σκ. 84).

 

18. Επειδή, μετά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, ο πρώτος βασικός νόμος που ρύθμισε τα θέματα οργανώσεως και διοικήσεως της γενικής εκπαιδεύσεως ήταν ο νόμος 309/1976 (Α' 100). Τα αναλυτικά προγράμματα που εκδόθηκαν με βάση τον νόμο αυτόν καθιέρωναν ως βασικό περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών τη διδασκαλία της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως [βλ. ενδεικτικά: τους σκοπούς και τη διδακτέα ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών για το Λύκειο π.δ. 373/1978 (Α' 79), τη διδακτέα ύλη του μαθήματος για την Α Τάξη του Λυκείου π.δ. 827/1979 (Α' 240), τη διδακτέα ύλη του μαθήματος για την Γ Τάξη του ημερήσιου Λυκείου γενικής κατευθύνσεως π.δ. 826/1979 (Α' 240), τον σκοπό και τη διδακτέα ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών της Γ' Τάξης Λυκείου γενικής κατεύθυνσης π.δ. 413/1984 (Α' 146)]. Επακολούθησε ο ν. 1566/1985 (Α' 167), με τον οποίο καταργήθηκε ο ως άνω νόμος 309/1976 και θεσπίσθηκαν οι κύριες διατάξεις για τη δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Ο νόμος αυτός περιέχει σαφείς αναφορές στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση [βλ. την εισηγητική του έκθεση, στην οποία γίνεται αναφορά στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση ... «... Η εκπαίδευση έχει ως κύριο σκοπό τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου και καθολικού ανθρώπου, σε σχέση με τον εαυτό του ... σε σχέση με το Έθνος (ελληνικός πολιτισμός και παράδοση, ορθόδοξη  χριστιανική παράδοση ...»]. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει  στην ολόπλευρη,  αρμονική  και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και   ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα  υποβοηθεί τους μαθητές: α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική  ανεξαρτησία,  την  εδαφική  ακεραιότητα  της  χώρας  και  τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης.  Η ελευθερία της θρησκευτικής τους πεποιθήσεως είναι απαραβίαστη, α) ... β) ... ε) ... 2. Βασικοί συντελεστές για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών είναι: α) ... β) τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα, καθώς και η σωστή χρήση τους, γ) ... 3. ... 4. ...». Ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 2525/1997 (Α' 188), στο άρθρο 7 του οποίου ορίζονται τα εξής: «1. Στους βασικούς συντελεστές της εκπαίδευσης του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 1566/1985 προστίθεται η κατάρτιση Ενιαίου Πλαισίου Προγράμματος Σπουδών (Ε.Π.Π.Σ.), το οποίο προσδιορίζει τους στόχους της διδασκαλίας από το δημοτικό σχολείο μέχρι και το λύκειο και προδιαγράφει τα πλαίσια, μέσα στα οποία αναπτύσσεται το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων. Το Ε.Π.Π.Σ. καταρτίζεται, ύστερα από γνώμη του Π.Ι., με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Περαιτέρω με την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου του ν. 2525/1997 προβλέπεται ότι τα θέματα, μεταξύ άλλων, των άρθρων 4 παρ. 11 (περιπτώσεις ε', στ' και ζ'), 5 παρ. 11 (περιπτώσεις β', γ', ζ' και η') και 8 παρ. 9 (περιπτώσεις β', γ', δ', η' και θ') του ν. 1566/1985 ρυθμίζονται εφεξής με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση του Παιδαγωγικού

"1. Ινστιτούτου, ενώ με την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 7 αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 60 του ν. 1566/1985 και ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι τα διδακτικά βιβλία γράφονται με βάση τα αναλυτικά προγράμματα και τα προγράμματα σπουδών. Στη συνέχεια με τον ν. 3966/2011 (Α' 118) ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (I.E.Π.) (άρθρο 1) και καταργήθηκε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (άρθρο 21). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού: «Το I.E.Π. είναι επιτελικός επιστημονικός φορέας που υποστηρίζει το Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στα θέματα που αφορούν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς και τη μετάβαση από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. 2. Σκοπός του I.E.Π. είναι η επιστημονική έρευνα και μελέτη των θεμάτων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και η διαρκής επιστημονική και τεχνική υποστήριξη του σχεδιασμού και της εφαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής στα θέματα αυτά. 3. Για την εκπλήρωση του σκοπού του, το I.E.Π. ασκεί, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) Γνωμοδοτεί ή εισηγείται, ύστερα από σχετικό ερώτημα του Υπουργού Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων ή αυτεπαγγέλτως, αντίστοιχα, για: αα) θέματα σχετικά με τη διαμόρφωση, το διαρκή εκσυγχρονισμό και τη βέλτιστη εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής σε όλους τους τύπους των σχολικών μονάδων, ββ) θέματα που αφορούν τα προγράμματα σπουδών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα. γγ) ...». Με το δε άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4186/2013 (Α' 193) προσδιορίσθηκαν εκ νέου, ενδεικτικώς απαριθμούμενοι, οι σκοποί του γενικού λυκείου: «Σκοποί του Γενικού Λυκείου είναι ιδίως: α) Η παροχή γενικής παιδείας υψηλού επιπέδου, που θα συμβάλλει στην ισόρροπη γνωστική, συναισθηματική, πνευματική και σωματική ανάπτυξη όλων των μαθητών, β) ... γ) Η καλλιέργεια της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς αλλά και η προετοιμασία των νέων για την κοινωνία των ευρωπαίων πολιτών, δ) ...» (βλ. και αντίστοιχο άρθρο 6 για τους σκοπούς του επαγγελματικού λυκείου).

 

19. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 παρ. 2 περ. α του νόμου 4186/2013 (Α' 192) [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 45 του ν. 4264/2014 (Α' 118), με το άρθρο 43 του ν. 4351/2015 (Α' 164) και με το άρθρο 55 παρ. 6 του ν. 4386/2016 (Α' 83)] και 43 παρ. 2 εδ. ι του ως άνω νόμου [όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 45 του ν. 4264/2014 (Α' 118) και την παρ. 2 (β) του άρθρου 34 του ν. 4415/2016 (Α' 159)] και κατόπιν της 21/18.5.2017 πράξεως του Δ.Σ. του I.E.Π., καθορίσθηκε το πρόγραμμα σπουδών (Π.Σ.) του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο και ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Γενικοί  σκοποί της Θρησκευτικής  Εκπαίδευσης στο Λύκειο. Ο  σχεδιασμός του νέου Προγράμματος Σπουδών (ΠΣ) στα Θρησκευτικά Λυκείου λαμβάνει υπόψη: Τη γενική και την ειδική σκοποθεσία της Εκπαίδευσης, σύμφωνα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, το οποίο απορρέει από το Σύνταγμα της Ελλάδας και τους βασικούς νόμους για την Εκπαίδευση και ειδικότερα το Λύκειο. Τις επιστημονικές προτάσεις της σύγχρονης θρησκειοπαιδαγωγικής, σε συνδυασμό με τις νέες θεωρίες μάθησης και διδακτικής μεθοδολογίας.   Τα   παιδαγωγικά   χαρακτηριστικά   των   (μετ)εφήβων μαθητών, την προγενέστερη γνώση και τα μαθησιακά επιτεύγματα τους, τις εμπειρίες που κομίζουν από το περιβάλλον στο οποίο ζουν και επιπλέον τις προσδοκίες και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους στο μαθησιακό πεδίο του Μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ). Το πλαίσιο οργάνωσης, τις παιδαγωγικές αρχές, τους εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς καθώς και το   σύστημα   αξιολόγησης του Λυκείου. Τον εκπαιδευτικό προσανατολισμό και την ανάπτυξη των περιεχομένων του νέου ΠΣ στα Θρησκευτικά Δημοτικού και   Γυμνασίου. Την επικρατούσα τοπική θρησκευτική  παράδοση, ως θεμελιώδη πυλώνα του θρησκευτικού γραμματισμού των μαθητών και το ευρύτερο θρησκευτικό και πολιτισμικό πλαίσιο το οποίο την περιβάλλει. Τη συνθετότητα του σύγχρονου κοινωνικού και πολιτισμικού ιστού, όπως διαμορφώνεται σε τοπικό, ευρωπαϊκό και οικουμενικό επίπεδο και τις ειδικές μορφωτικές και εκπαιδευτικές ανάγκες που προκύπτουν από αυτή.  Επομένως, οι σκοποί της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο Λύκειο είναι: α) Η ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας, στην οποία συντελούν η θρησκευτικότητα και η κριτική κατανόηση της είτε κάποιος ακολουθεί μία θρησκεία είτε όχι. Η αντίληψη της αυτο-εικόνας και των ρόλων του εαυτού σε σχέση με τους άλλους είναι σημαντική στην εφηβεία και καθορίζει την ενήλικη ζωή.  Η προσωπική ταυτότητα και η αφύπνιση της προσωπικότητας εξαρτάται από τη «θρησκευτική συνείδηση» του, την οποία καλλιεργεί ελεύθερα στο σχολείο κυρίως με τη θρησκευτική εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η ηθική ανάπτυξη και η συμπεριφορά του εφήβου/της έφηβης, εφόσον η θρησκευτική εκπαίδευση συνιστά γνωριμία με το θρησκευτικό φαινόμενο στην πολυμορφία και πολυπλοκότητα του και συζητά κατά βάση τα ηθικά και υπαρξιακά ερωτήματα των εφήβων μαθητών/μαθητριών. Στη σύγχρονη θεώρηση της ταυτότητας του προσώπου φυσικά, η θρησκευτική ταυτότητα σχετίζεται και με την ηθική, αξιακή και την πολιτ-ι(εια)κή αγωγή, στις οποίες και η θρησκευτική εκπαίδευση στοχεύει, β) Η καλλιέργεια ανθρωπιστικής και Ελληνικής παιδείας. Η ανθρωπιστική παιδεία στην εκπαίδευση είναι ανάγκη να θεμελιώνεται σε μιαν ερμηνευτική αναζήτηση νοήματος του βίου. Να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάλυση της φύσης του νοήματος αυτού και στα μορφωτικά αγαθά που χρειάζεται να διερευνήσει και να ανακαλύψει ο μαθητής/η μαθήτρια ως απαραίτητη υποδομή για την ίδια του/της τη ζωή. Στο σημείο αυτό τέμνεται η σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τη διαχρονική παράδοση και τον πολιτισμό της Ορθοδοξίας, γ) Ο θρησκευτικός γραμματισμός. Ο έφηβος/η έφηβη και στη συνέχεια ο/η ενήλικας δεν αρκεί να γνωρίζει κυριολεκτικά μόνο όρους, λέξεις και σύμβολα. Η γνώση του πλαισίου, το οποίο γεννά τις έννοιες και τις διαμορφώνει, αλλά και του πολιτισμικού φορτίου τους είναι η ουσία του θρησκευτικού γραμματισμού, ο οποίος στην εκπαίδευση αποτελεί μέρος του πολυγραμματισμού, δηλαδή της ικανότητας κατασκευής νοήματος σε διαφορετικά πολιτισμικά, κοινωνικά ή ειδικά συγκείμενα, καθώς και την ικανότητα χρήσης  όχι  μόνο αλφαβητικών  αλλά  και πολυτροπικών αναπαραστάσεων. Η γλώσσα και τα κείμενα δεν είναι ουδέτερα. Ο γραμματισμός επεκτείνεται σε όλα  τα γνωστικά αντικείμενα, γιατί υπάρχουν πολλοί τρόποι παραγωγής νοήματος, αλλά και συσχέτισης αυτών των νοημάτων. Με τον θρησκευτικό γραμματισμό ως ιδιαίτερο μέρος των  πολυγραμματισμών, ο μαθητής/η  μαθήτρια  αποκτά τη δεξιότητα της λειτουργικής χρήσης αναπαραστάσεων, εννοιών, κρίσεων, γενικεύσεων, σχημάτων, εικόνων, συμβόλων, επικοινωνιακών μέσων, αφηγήσεων, νοημάτων και σημασιών. Έτσι επιτυγχάνει την κατανόηση των πάσης φύσεως κειμένων και μνημείων, την κριτική ανάλυση της γνώσης και τέλος τον μετασχηματισμό της, ώστε να νοηματοδοτήσει θρησκευτικά την πραγματικότητα και να αποκτήσει την ικανότητα να συμβάλει σε αυτήν, δ) Η κριτική θρησκευτικότητα με την έννοια της ολιστικής   νοημοσύνης   στην   εκπαιδευτική   διαδικασία   στην   οποία συμμετέχουν νους και καρδιά και η οποία διαμορφώνει ανθρώπους με «ζωηρή επιθυμία» για δικαιοσύνη και δημοκρατία. Εφόσον ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ον που πιστεύει, η θρησκευτική εκπαίδευση του παρέχει τις δυνατότητες "να πιστεύει καλά". Και αυτό σημαίνει κριτικά (ελεύθερα, διερευνητικά, ενεργητικά, με σεβασμό στους άλλους, ειρηνικά, χωρίς ηθικισμό, φανατισμό και μισαλλοδοξία). Έτσι απομακρύνεται ο κίνδυνος του θρησκευτικού  φονταμενταλισμού. Ο μαθητής/μαθήτρια χρειάζεται να έχει βασική πληροφόρηση και να ασκεί την κριτική σκέψη, ώστε να μπορεί να αποκωδικοποιεί τα στοιχεία, αρχικά της σύγχρονης ιστορίας, αλλά και γενικά της ιστορίας που σχετίζονται με θρησκευτικά ζητήματα, καθώς και να ερμηνεύει το παρελθόν και το παρόν του κόσμου στο οποίο ζει. Έτσι γίνεται ικανός/ή χωρίς να πρέπει να παραιτείται από τη βίωση της πίστης ως αλήθειας που εμπεριέχει ελπίδα, να σέβεται τους άλλους και όλο τον κόσμο, ε) Η γνωριμία και επικοινωνία με τον «άλλον». Ο μαθητής/μαθήτρια εξοικειώνεται με τον πλουραλιστικό χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία ζει, συνειδητοποιεί τα θρησκευτικά της στοιχεία, αλλά και την πολλαπλότητα της προσωπικής του/της ταυτότητας και την εξελικτική δυναμική της στις συλλογικές και κοινωνικές της εκφράσεις. ... στ) Η κοινωνικοποίηση, όχι ως παθητική υιοθέτηση του κοινωνικού συστήματος, αλλά ως μία διαδικασία εξατομίκευσης, η οποία θεμελιώνεται στη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην κοινωνική ένταξη. Το σχολείο είναι κοινότητα ολόπλευρης ζωής και γνώσης, κατεξοχήν εστία κοινωνικοποίησης. Το πρόσωπο δρα ενεργητικά στο περιβάλλον, ... Η θρησκευτική εκπαίδευση αφορά όχι μόνο σε έναν καθοριστικό όρο του οικο-περιβάλλοντος του προσώπου (Εκκλησία, παράδοση, πολιτισμός, θρησκευτικές κοινότητες, τοπικές κοινωνίες, έθνος, προσωπική πίστη, πεποιθήσεις), αλλά δημιουργεί με αποτελεσματικό τρόπο τις κατάλληλες παιδαγωγικές προϋποθέσεις ανάπτυξης της προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας συγχρόνως, λόγω του περιεχομένου και της σημασίας της θρησκευτικής γνώσης, ζ) Η ανάπτυξη κοινότητας μάθησης .... Η θρησκευτική εκπαίδευση, με την παιδαγωγική και διδακτική μέθοδο αλλά και με το θεολογικό περιεχόμενο της, έχει πολλές δυνατότητες να εμπλαισιώσει ριζικά τη δημιουργία και καλλιέργεια κοινότητας, η οποία και ως έννοια σχετίζεται με την πίστη και την παράδοση του τόπου. ... 2. Η δομή του νέου Προγράμματος Σπουδών. Η ανάπτυξη του νέου ΠΣ στα θρησκευτικά του Λυκείου, ακολουθεί ιεραρχικά την παρακάτω δομή: 1. Θεματικός προσανατολισμός της τάξης: Γενικός τίτλος. 2. Ειδικοί στόχοι της τάξης: Προσδιορίζουν αδρομερώς τις μαθησιακές επιδιώξεις σε κάθε τάξη. Βασίζονται στους γενικούς σκοπούς και στους παιδαγωγικούς και εκπαιδευτικούς άξονες του Λυκείου, τους οποίους υπηρετούν και εξειδικεύουν. 3. Θεματικές ενότητες της τάξης: Επιλεγμένες θεμελιώδεις θρησκευτικές έννοιες γύρω από τις οποίες συγκροτείται και αναπτύσσεται η μαθησιακή διαδικασία με βάση τους ειδικούς στόχους της τάξης. Κάθε βασική έννοια αποτελεί μια Θεματική Ενότητα (ΘΕ) και περιλαμβάνει πέντε (05) διδακτικά δίωρα. Στην Α' και τη Β' τάξη αντιστοιχούν από πέντε (05) βασικές έννοιες με πέντε διδακτικά δίωρα καθεμία (5x5 = 25), ενώ στη Γ' τάξη αντιστοιχούν τρεις (03) βασικές έννοιες με τέσσερα (04) διδακτικά δίωρα καθεμία (3*4 = 12). 4. Διδακτικές Ενότητες της τάξης: Σε κάθε διδακτικό δίωρο αναπτύσσεται μία επιμέρους έννοια που παράγεται απαγωγικά από τη βασική έννοια της ΘΕ, με βάση τις παιδαγωγικές έρευνες και γνώσεις για τη μέση εφηβεία, τη σχέση των νέων με τη θρησκεία και το επίπεδο του θρησκευτικού τους γραμματισμού. Τα διδακτικά αποτελέσματα και το περιεχόμενο κάθε    διδακτικής ενότητας σχεδιάζονται για να νοηματοδοτήσουν θρησκευτικά την επιμέρους έννοια της διδακτικής ενότητας υπό το πρίσμα όμως της βασικής έννοιας. 5. Στο Πρόγραμμα Σπουδών για κάθε Διδακτική Ενότητα περιλαμβάνονται στις ανάλογες στήλες: · Τα βασικά προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα, τα οποία περιγράφουν (ή ορίζουν) όσα οι μαθητές/μαθήτριες θα πρέπει επαρκώς να γνωρίζουν ή να κάνουν (γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις) μετά το τέλος του μαθήματος. Τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης της μαθησιακής διαδικασίας». Η μέθοδος διδασκαλίας (βιωματική ή διερευνητική) και η αντίστοιχη θεματολογία των δραστηριοτήτων για κάθε στάδιο της. Η μέθοδος διδασκαλίας, οι δραστηριότητες και το εκπαιδευτικό υλικό προσδιορίζονται αναλυτικότερα στον Οδηγό Εκπαιδευτικού». Ακολουθούν πίνακες στους οποίους περιγράφεται το πρόγραμμα σπουδών (Π.Σ.) για κάθε τάξη. Ειδικότερα, στους πίνακες αυτούς ως "ειδικοί στόχοι" της Α' Τάξεως Λυκείου αναφέρονται οι εξής: "Οι μαθητές/μαθήτριες: 1. Να διερευνήσουν τη θρησκευτικότητα και ιδιαίτερα τη λατρεία ως συστατικό στοιχείο της ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας. 2. Να μελετήσουν την επιρροή του θρησκευτικού γεγονότος στη διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτισμικής πραγματικότητας των νέων. 3. Να ερευνήσουν τη θρησκευτική διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και της ατομικής και συλλογικής ευθύνης στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. 4. Να προσεγγίσουν ηθικά διλήμματα και προκλήσεις με θρησκευτικό περιεχόμενο και να τοποθετηθούν προσωπικά σε σχέση με αυτά. 5. Να αντιληφθούν τη θρησκευτική και ιδιαίτερα την ορθόδοξη χριστιανική οπτική για την ύπαρξη του κακού και τις επιπτώσεις του στη ζωή τους. 6. Να καλλιεργήσουν κοινωνικές δεξιότητες στο πλαίσιο της μαθησιακής κοινότητας και να συνειδητοποιήσουν τη σημασία που έχει ο διάλογος, η συνεργασία και η αλληλεγγύη. 7. Να καλλιεργήσουν δεξιότητες και στάσεις επικοινωνίας, σεβασμού και αποδοχής με απώτερο στόχο τη δημιουργία αυθεντικών σχέσεων", ενώ το πρόγραμμα για την Α' Τάξη Λυκείου διαρθρώνεται στις εξής πέντε θεματικές ενότητες (5 δίωρα η καθεμιά): 1. "άνθρωπος/πρόσωπο (με τις εξής διδακτικές ενότητες: αναζήτηση του Θεού, αυτογνωσία, επικοινωνία, ήθος, αγιότητα), 2. θρησκευτικότητα (με τις εξής διδακτικές ενότητες: πίστη, λατρεία, προσευχή, γιορτή, σωτηρία), 3. κοινότητα (με τις εξής διδακτικές ενότητες: εκκλησία, ευχαριστία, ενότητα, ταυτότητα, όρια/νόμος), 4. αξίες (με τις εξής διδακτικές ενότητες: ελευθερία, αγάπη, δικαιώματα, ισότητα, ευθύνη), 5. κακό (με τις εξής διδακτικές ενότητες: αμαρτία, θάνατος, αδικία, φανατισμός, υποδούλωση/εξάρτηση"). Ως "ειδικοί στόχοι" της Β' Τάξεως Λυκείου αναφέρονται οι εξής: "Οι μαθητές/μαθήτριες: 1. Να ανακαλύψουν απαντήσεις του χριστιανισμού σε κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον κόσμο και τον συνάνθρωπο. 2. Να διερευνήσουν αντιλήψεις και στάσεις, οι οποίες έχουν αφετηρία θρησκευτικές πεποιθήσεις για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, στο περιβάλλον τους και στον εαυτό τους. 3. Να προσεγγίσουν κριτικά τον ρόλο των θρησκειών στη διαμόρφωση πεποιθήσεων, ιδεολογιών, αξιών και στερεοτύπων σε ομάδες και πρόσωπα. 4. Να εξετάσουν τα χριστιανικά κριτήρια σε ηθικά ζητήματα που αφορούν στη ζωή και στη συνύπαρξη. 5. Να διαπιστώσουν την ανάγκη για συνύπαρξη, αλληλογνωριμία, καταλλαγή και συνεργασία μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές ή χωρίς θρησκευτικές πεποιθήσεις. 6. Να αναπτύξουν επικοινωνιακές και κοινωνικές δεξιότητες στο  πλαίσιο  της  μαθησιακής κοινότητας σε επίπεδο  θρησκευτικό, υπαρξιακό, αξιακό και ηθικό, ενώ το πρόγραμμα για τη Β' Τάξη Λυκείου διαρθρώνεται στις εξής πέντε θεματικές ενότητες (5 δίωρα η καθεμιά): "1. Θεός (με τις εξής διδακτικές ενότητες: αποκάλυψη, δημιουργία, βίωμα, λύτρωση, αθεΐα) 2. Θρησκεία (με τις εξής διδακτικές ενότητες: ιερότητα, ανταμοιβή, παράδοση, μύηση, ιεροσύνη/ιερατείο) 3. Κοινωνία (με τις εξής διδακτικές ενότητες: πολίτης, στερεότυπα, πολυπολιτισμικότητα, διάλογος, εκκοσμίκευση) 4. Πολιτισμός (με τις εξής διδακτικές ενότητες: γλώσσα, μύθος, έκφραση, ιστορία, οικουμενικότητα)  5.  Ηθική (με τις εξής διδακτικές ενότητες: βιοηθική, έρωτας, ζωή, συγχώρηση, ετερότητα). Τέλος, ως "ειδικούς στόχους της Γ' Τάξεως Λυκείου" αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση τους εξής: "Οι μαθητές/μαθήτριες: 1. Να ανιχνεύσουν τις θρησκευτικές και  ηθικές παραμέτρους σύγχρονων κοινωνικών, επιστημονικών και ηθικών ζητημάτων. 2. Να ανακαλύψουν τη θέση και τον ρόλο του χριστιανισμού και των θρησκειών απέναντι σε προβλήματα και προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας σε παγκόσμια και τοπική διάσταση. 3. Να διερευνήσουν τη σύνδεση του χριστιανικού οράματος για τη μεταμόρφωση της ζωής και του κόσμου με τη σύγχρονη διανόηση και τον πολιτισμό. 4. Να προσεγγίσουν κριτικά τις συλλογικές απόψεις και να εκφράσουν τις προσωπικές θέσεις με επιχειρήματα.", ενώ το πρόγραμμα για τη Γ' Τάξη Λυκείου διαρθρώνεται στις εξής τρεις θεματικές ενότητες: "1. Διλήμματα (με τις εξής διδακτικές ενότητες: επιστήμη, τεχνολογία, γενετική, οικολογία) 2. Προκλήσεις (με τις εξής διδακτικές ενότητες: πλούτος, εργασία, συμβίωση, επανάσταση) 3. Όραμα (με τις εξής διδακτικές ενότητες: ειρήνη, δικαιοσύνη,  ευτυχία, μεταμόρφωση)".

 

20. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην σκέψη 15, με την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών επιδιώκεται, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως και, ως εκ τούτου, εν όψει και της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος περί θρησκευτικής ελευθερίας, η διδασκαλία του μαθήματος αυτού δεν μπορεί παρά να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές. Από τους ειδικούς, όμως, στόχους και τις θεματικές ενότητες κάθε τάξης του προσβαλλόμενου προγράμματος σπουδών που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, αλλά και από το περιεχόμενο κάθε θεματικής ενότητας από αυτές που παρατέθηκαν ανωτέρω, προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο πρόγραμμα σπουδών -το οποίο απευθύνεται σε όλους εν γένει τους μαθητές και όχι μόνο στους ορθοδόξους- δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των ορθόδοξων χριστιανών μαθητών, στους οποίους κατά το Σύνταγμα πρέπει να απευθύνεται. Και τούτο διότι από το σύνολο της ύλης του μαθήματος των θρησκευτικών, όπως αυτή περιγράφεται στις θεματικές και διδακτικές ενότητες κάθε τάξης, προκύπτει ότι το αντικείμενο του μαθήματος αυτού στο Λύκειο δεν συνίσταται στη διδασκαλία των δογμάτων, των ηθικών αξιών, των παραδόσεων και του πνεύματος εν γένει της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ώστε να αναπτύσσεται περαιτέρω, σε σχέση με την αντίστοιχη διδασκαλία στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση των μαθητών που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Πέραν δε τούτων, και από τους σκοπούς της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο Λύκειο που αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη συνάγεται ότι το προσβαλλόμενο πρόγραμμα σπουδών είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συνίσταται δε, προεχόντως, στη διδασκαλία διαφόρων ηθικών και κοινωνικών ζητημάτων που χαλαρά μόνον συνδέονται με ορθόδοξη χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία ή είναι άσχετα ή και αντίθετα με αυτήν. Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση: α) προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος (η οποία αποτελεί το βασικό νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος), διότι, με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για το Λύκειο δεν αποβλέπει,  όπως ήδη εκτέθηκε,  στον επιβεβλημένο από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπό, την ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, β) προς την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως τους, γ) προς την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και δ) προς την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται   αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία, όπως έχει εκτεθεί, προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεως τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα (βλ. ΣτΕ 926/2018). Κατά την συγκλίνουσα ως προς το αποτέλεσμα γνώμη των Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα και Σ. Μαρκάτη, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης είναι ανίσχυρες, διότι από το περιεχόμενο τους, όπως έχει περιγραφεί, προκύπτει ότι η σχετική διδακτέα ύλη, απευθυνόμενη σε όλους εν γένει τους μαθητές, είναι τέτοια κατά το είδος και την έκταση της, ώστε να κυριαρχεί η παροχή και επεξεργασία πληροφοριών και γνώσεων αναφορικά με το περιεχόμενο της θρησκείας εν γένει, των επί μέρους εκφάνσεων του στα διάφορα θρησκεύματα και των σχετικών συγκριτικών και γενικότερων προβληματισμών, σε τρόπο που να παραβιάζεται η, σύμφωνα με την γνώμη αυτή, συνταγματική υποχρέωση της διαμόρφωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης των Ελλήνων έτσι, ώστε να αποβλέπει προεχόντως στην μετάδοση του βιώματος του ιερού, αντλούμενου, κατά πρόσφορο τρόπο, από την χριστιανική ορθοδοξία. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Κ. Κουσούλης, Α. Χλαμπέα, Χ. Ντουχάνης και I. Σύμπλης, κατά τη γνώμη των οποίων, με τα δεδομένα που εκτίθενται στη σκέψη 17, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντίκειται στις εξουσιοδοτικές διατάξεις ούτε στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος ή της ΕΣΔΑ, διότι διατηρεί την έμφαση στη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ επιτρεπτώς έχει εισαγάγει και άλλα (θρησκειολογικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά κ.λπ.) στοιχεία πέραν της διδασκαλίας αυτής. Κατά τα λοιπά, το ειδικότερο περιεχόμενο των επίδικων αναλυτικών προγραμμάτων, τα οποία έχουν διαμορφωθεί με βάση τις αρχές και τις εξελίξεις της θεολογικής και της παιδαγωγικής επιστήμης, ανήκει στην ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του κανονιστικού νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει σχετικώς ευρεία διακριτική ευχέρεια, κατά τα προαναφερθέντα στη σκέψη 17. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, 9 της ΕΣΔΑ και 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, των εξουσιοδοτικών διατάξεων, καθώς και υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης. Εξάλλου, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της θρησκευτικής ισότητας (άρθρ. 4 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος) σε βάρος των ορθόδοξων μαθητών για τον λόγο ότι παρέχεται η δυνατότητα χωριστής διδασκαλίας άλλης θρησκείας ή δόγματος σε   μαθητές που ανήκουν στη ρωμαιοκαθολική ομολογία ή στην ιουδαϊκή θρησκεία, σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 5 του ν. 4316/2016, ή σε μουσουλμάνους μαθητές είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως εάν χωρεί σύγκριση με τα μειονοτικά σχολεία των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, τα οποία διέπονται από ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς στηριζόμενο σε διεθνείς συμβάσεις, πάντως με τα ένδικα προγράμματα σπουδών οι ορθόδοξοι μαθητές εξακολουθούν να διδάσκονται κατά κύριο λόγο, στο πλαίσιο του μαθήματος των  θρησκευτικών,  τις αρχές και  τις παραδόσεις  της Ορθόδοξης Πίστης και, ως εκ τούτου, η παροχή, εν προκειμένω, της δυνατότητας χωριστής διδασκαλίας άλλης θρησκείας ή δόγματος σε αλλόθρησκους ή ετερόδοξους μαθητές δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Ομοίως μειοψήφησε ο Σύμβουλος Θ. Αραβάνης, κατά την γνώμη του οποίου, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στη σκ. 17, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε μετά από γνωμοδότηση του I.E.Π. και αφού ελήφθησαν υπόψη οι απόψεις της  Εκκλησίας,  εμπνέεται από τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις, υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης και του σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας, απολύτως απαραίτητου σε μια εποχή έξαρσης του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, αντιμετωπίζει τον μαθητή ως έλλογο και αυτεξούσιο ον που δικαιούται να διαμορφώσει ελεύθερα και κριτικά τη θρησκευτική του συνείδηση, ενώ εξ άλλου παρουσιάζει επαρκώς τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που παρατέθηκαν. Με το περιεχόμενο αυτό η προσβαλλομένη  κινείται απολύτως εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων, που είναι ερμηνευτέες  σύμφωνα  με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής  ισχύος διατάξεις. Και ναι μεν η προσβαλλομένη προβλέπει, παράλληλα με την διδασκαλία των δογμάτων και των αρχών της επικρατούσας θρησκείας, την παρουσίαση και άλλων θρησκευτικών απόψεων, καθώς και ορισμένων θεμάτων από τους χώρους της τέχνης, της λαογραφίας κλπ, μη απολύτως συναφών με την καθαυτό θρησκευτική διδασκαλία, και αποτελούντων ενδεχομένως αντικείμενο και άλλων μαθημάτων, πλην μόνο το γεγονός αυτό δεν καθιστά παράνομη και ακυρωτέα την προσβαλλομένη. Τούτο διότι η μεν παρουσίαση άλλων θρησκευτικών απόψεων επιβάλλεται για τη σφαιρική, πλουραλιστική και αμερόληπτη εκπαίδευση των μαθητών σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, καθώς και την εξοικείωση με άλλες θρησκευτικές απόψεις (πρβλ. προαναφ. αποφ. Folgei-0 σκ. 88, 89, Osmanoglu σκ. 102, 103, Appel-lrrgang κ.ά.), η δε εισαγωγή των λοιπών στοιχείων είναι κατ' αρχήν θεμιτή, διότι δεν νοούνται στεγανά μεταξύ των διδακτέων μαθημάτων, τα στοιχεία δε αυτά δεν είναι πάντως ικανά, εξ απόψεως ποσότητας και ποιότητας, να προκαλέσουν σύγχυση στους μαθητές όσον αφορά το κύριο αντικείμενο του μαθήματος των θρησκευτικών. Επομένως οι αντίθετοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως και των παιδαγωγικών επιλογών της Διοικήσεως είναι απαράδεκτη και εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος εν προκειμένω είναι οριακός. Σε κάθε περίπτωση, επί τυχόν αποδοχής της αιτήσεως το ακυρωτικό αποτέλεσμα πρέπει να περιορισθεί στους αιτούντες, διότι αυτοί, εν όψει και της δυνατότητας απαλλαγής από μάθημα που κατά τις αντιλήψεις τους δεν ικανοποιεί πλήρως τις θρησκευτικές τους απόψεις, δεν προκύπτει ότι εκπροσωπούν ούτε όλους τους ορθόδοξους γονείς και μαθητές (οι οποίοι δεν συμμερίζονται αναγκαστικά τις απόψεις των αιτούντων) ούτε την Εκκλησία της Ελλάδος (η οποία δεν είναι αιτούσα στην παρούσα δίκη και η οποία μάλιστα σε άλλη αίτηση που συζητήθηκε κατά την ίδια δικάσιμο [Ε 2355/17] έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης). Μειοψήφησε επίσης ο Σύμβουλος Μιχ. Πικραμένος, κατά την γνώμη του οποίου, σύμφωνα με τα εκτεθέντα κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη στη σκέψη 17, από τους στόχους και το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου προγράμματος σπουδών που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, αλλά και από το περιεχόμενο κάθε θεματικής ενότητας, προκύπτει ότι το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών κινείται εντός του συνταγματικού πλαισίου, καθώς απευθύνεται σε όλους τους μαθητές "είτε κάποιος ακολουθεί μία θρησκεία είτε όχι" και "συνιστά γνωριμία με το θρησκευτικό φαινόμενο στην πολυμορφία και πολυπλοκότητα του, συζητώντας, κατά βάση, τα ηθικά και υπαρξιακά ερωτήματα των εφήβων μαθητών/τριών", όπως ρητώς αναφέρεται στο κείμενο του. Με το προσβαλλόμενο πρόγραμμα σπουδών δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στη διδασκαλία τόσο της ορθόδοξης εκκλησίας όσο και άλλων χριστιανικών δογμάτων αλλά και θρησκειών και ένα μεγάλο μέρος της ύλης αναφέρεται σε θρησκευτικές και άλλες κοσμοθεωρήσεις, με σκοπό τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών μιας πλουραλιστικής και δημοκρατικής κοινωνίας που γνωρίζουν το περιεχόμενο των κυριότερων θρησκειών και εφοδιάζονται με τις απαραίτητες γνώσεις και πληροφορίες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη     σύγχρονη μάστιγα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 16 παρ. 2, 13 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

 

21. Επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, πρέπει να καταργηθεί η δίκη ως προς τους δύο πρώτους αιτούντες, περαιτέρω δε, ως προς τους λοιπούς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να απορριφθεί δε η ασκηθείσα παρέμβαση.

 

 

Δ ι ά ταύτα

 

 

Καταργεί τη δίκη ως προς τους αιτούντες … και ..

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση ως προς τους λοιπούς.

 

Ακυρώνει την 99058/Δ2/13.6.2017 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος Θρησκευτικά Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου» (Β' 2105/19.6.2017), σύμφωνα με το αιτιολογικό.

 

Απορρίπτει την παρέμβαση.

 

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου και

 

Επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο και το παρεμβαίνον σωματείο τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, ως προς τους οποίους έγινε δεκτή η αίτηση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2018

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος   Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος                              Ελ. Γκίκα

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019.

 

Η Πρόεδρος                         Η Γραμματέας

Αικ. Σάκελλαροπούλου              Ελ. Γκίκα