ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 439/2023

 

Προϋποθέσεις παραδεκτού εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ειδικώς επί υποθέσεων κήρυξης αναδάσωσης.

 

 

Αριθμός 439/2023

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Παναγιώτα Καρλή, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Πρόεδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Χρήστος Ντουχάνης, Αγγελική Μίντζια, Σύμβουλοι, Ζωή Θεοδωρικάκου, Νικόλαος Βαγιωνάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μαρία Μάσσια.

 

Για να δικάσει την από 20 Δεκεμβρίου 2019 έφεση:

 

του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τη Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

κατά της ., κατοίκου Μεταμόρφωσης Αττικής (.), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε στο ακροατήριο,

 

και κατά της υπ’ αριθμ. 10/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Νικόλαου Βαγιωνάκη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον πληρεξούσιο της εφεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου.

 

2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 10/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 11.11.2015 αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης και ακυρώθηκε η 2002/20.10.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (Δ΄ 508/5.11.2014), με την οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση, εμβαδού 1,04252 στρεμμάτων, στη θέση «Λόφος Κόκκου» της περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, επί της οποίας η εφεσίβλητη προέβαλε δικαιώματα κυριότητας.

 

3. Επειδή, με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213, έναρξη ισχύος από την 1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου) προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 δεύτερο εδάφιο, το οποίο, εν συνεχεία, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ως εξής: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγουμένου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμα και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλομένη απόφαση». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η οποία καταλαμβάνει την κρινόμενη έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (23.12.2019), ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (βλ. Σ.τ.Ε. 103/2016, 91/2016, πρβλ. Σ.τ.Ε. 3316/2015, 4931/2014, 3578/2014). Εξ άλλου, ως ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης, όχι δε οι αναφερόμενοι απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (βλ. Σ.τ.Ε. 2503-2504/2022, 1358/2017, 3481, 3224/2015 κ.ά.). Περαιτέρω, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. Σ.τ.Ε. 2503-2504/2022, 1381/2017, 346/2017 κ.ά.). Τα ίδια ισχύουν ως προς τα ζητήματα για τα οποία ο εκκαλών επικαλείται έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1976/2018, 737-742/2018).

 

4. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν αυτοψίας που πραγματοποιήθηκε από δασικούς υπαλλήλους της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών στη θέση «Λόφος Κόκκου» της περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, σε έκταση συνολικού εμβαδού 9,01102 στρεμμάτων, αποτελούμενη από δύο επί μέρους τμήματα, εκτάσεως 7,96850 και 1,04245 στρεμμάτων, αντίστοιχα, όπως αυτή απεικονίζεται στο από Ιουνίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα και στο . απόσπασμα πινακίδας Γ.Υ.Σ. (κλ. 1:5000), διαπιστώθηκε ότι στο τμήμα αυτής, με έκταση 1,04245 στρεμμάτων, αφενός είχαν φυτευθεί ελαιόδενδρα σε σειρές και, μεμονωμένα, συκιές (χέρσα έκταση), αφετέρου δε είχε τσιμεντοστρωθεί με εναπόθεση παλαιών αντικειμένων και παλιοσίδερων, η έκταση δε αυτή αποτελούσε τμήμα ευρύτερης έκτασης με νεοφυτεία πεύκης, που συνιστούσε δασικό οικοσύστημα, καθώς και τμήμα οικοπεδοποιημένης - οικοδομημένης έκτασης. Η εν λόγω έκταση συνορεύει βόρεια, ανατολικά και δυτικά με αναδασωτέα έκταση και οικοπεδοποιημένη-οικοδομημένη έκταση και νότια με αναδασωτέα έκταση. Η ευρύτερη έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη, έχει κηρυχθεί δασωτέα σύμφωνα με το από 14.3.1915 β.δ. (Α΄ 105/18.3.1915) και αναδασωτέα α) με την 108424/13.9.1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (Β΄ 133/16.10.1934), η οποία δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί μέχρι σήμερα και β) με την 1147/1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (Δ΄ 1110/25-10-1994), εντός του περιγράμματος της οποίας εμπίπτει και η οποία, σύμφωνα με τις 4643/2011 και 4644/2011 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας, έχει αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου να εξετάσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσής της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη συνταχθείσα ΔΥ/7.10.2014 έκθεση αυτοψίας-πρόταση, από την ερμηνεία αεροφωτογραφιών των ετών λήψης 1937 και εντεύθεν προέκυψαν τα κάτωθι ως προς τη μορφή της έκτασης κατά το παρελθόν: Τα έτη 1937 και 1939 η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης που καλύπτεται από ασβεστόλιθο (βράχο), επί του οποίου φύεται χορτολιβαδική βλάστηση (φρύγανα και χόρτα) και ισχνή δασική βλάστηση (σχίνα, πρίνα), δηλαδή δασικό οικοσύστημα, ομοίως το 1945 χωρίς, όμως, την παρουσία δασικής βλάστησης, το 1960 ομοίως με το 1945 με σταδιακή, όμως, επανεγκατάσταση της δασικής βλάστησης (σχίνα, πρίνα), τα έτη 1972, 1979 και 1988 ομοίως με το 1960 και το 2007 είναι διαμορφωμένη με φυτεία ελαιοδέντρων και αποτελεί ευρύτερη έκταση που καλύπτεται από ασβεστόλιθο (βράχο), επί της οποίας φύεται αραιή χορτολιβαδική βλάστηση (φρύγανα, χόρτα) και μεμονωμένα άτομα πεύκης. Περαιτέρω, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι «αδιάψευστο στοιχείο της ανέκαθεν, ως ανωτέρω, μορφής δάσους της έκτασης αυτής» συνιστούν τα εξής στοιχεία: 1. Ο χάρτης του Γερμανού αρχαιολόγου . των ετών 1878/79, κλίμακας 1:25.000 - φύλλο KEPHISIA, όπου η επίδικη έκταση εμφανίζεται ως αναπόσπαστο τμήμα ευρύτερου δάσους κωνοφόρων. 2. Η από 25.11.1987 έκθεση φωτοερμηνείας δασολόγων, κατά την οποία η έκταση εμφανίζεται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1937, 1938 και 1945 ως δασική και ως δασική κατά την ημερομηνία συντάξεώς της. 3. Η έκθεση φωτοερμηνείας του 4ου συνεργείου κτηματογράφησης (./2.6.1994) και το διάγραμμα με το υπόμνημα που την συνοδεύει, σύμφωνα με τα οποία η επίδικη έκταση είναι δασική στις 9.9.1994 και δασική στις Α/Φ του 1937. 4. Η ./23.6.2010 θεώρηση του Διευθυντή Δασών Αθηνών στο υπ’ αρ. . φύλλο του προς ανάρτηση προσωρινού δασικού χάρτη των Δήμων Αθηναίων – Γαλατσίου – Ψυχικού – Ν. Χαλκηδόνας – Ν. Φιλαδέλφειας, όπου η συνολική έκταση, εμβαδού 9,01102 στρεμμάτων, αναφέρεται με κωδ. ΔΑ00090 ως δάσος και δασική έκταση στις Α/Φ παλαιότερης λήψης, άλλης μορφής/κάλυψης έκταση στις Α/Φ πρόσφατης λήψης και στις αυτοψίες, όπως προκύπτει από το ενσωματωμένο σε αυτό το φύλλο υπόμνημα. 5. Η 1641/5.6.1912 Δασική Απαγορευτική Διάταξη του Δασάρχη Αθηνών, σύμφωνα με την οποία η ευρύτερη περιοχή στη θέση Ομορφοκκλησιά - Άγιος Γεώργιος Γαλατσίου αποτελούσε δάσος πεύκης, επί του οποίου απαγορεύτηκε η ρυτινοσυλλογή. 6. Οι ./23.7.1915 και ./22.10.1917 εγκρίσεις υλοτομίας πευκοδένδρων του Δασαρχείου Αττικής «εκ του Δάσους “Εύμορφη Εκκλησια”», ενδεικτικές πολλών ομοίων εγκρίσεων δηλωτικών του ανέκαθεν δασικού χαρακτήρα της έκτασης. 7. Η υπ’ αρ. 298/12.2.1927 Δασική Απαγορευτική Διάταξη του Δασάρχη Αναδασώσεων. Από τα στοιχεία αυτά του παρελθόντος, η δασική αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη έκταση ήταν δάσος σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 998/79, το οποίο εκχερσώθηκε μεταγενέστερα της 1147/1994 νομαρχιακής απόφασης και συγκεκριμένα από το 2007 και εντεύθεν. Επακολούθησαν η πρόταση για επανακήρυξη της επίδικης έκτασης ως αναδασωτέας (ΔΥ/7.10.2014) και η έκδοση της προσβληθείσας ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου 2002/20.10.2014 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής. Όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή, κηρύσσεται αναδασωτέα έκταση, δημοσίου δάσους, εμβαδού 1,04252 στρ., η οποία εκχερσώθηκε από το 2007 και εντεύθεν, σκοπός δε της κήρυξης είναι η διατήρηση του δασικού χαρακτήρα της έκτασης, ο αποκλεισμός διαθέσεώς της για άλλη χρήση και η αποκατάσταση της καταστραφείσας από παράνομη εκχέρσωση δασικής βλάστησης στην προτεραία της καταστροφής της δασική μορφή. Το δικάσαν δικαστήριο, επιληφθέν της αιτήσεως ακυρώσεως της εφεσίβλητης, δέχθηκε ότι η προσβληθείσα πράξη αναδάσωσης ερείδετο στο ότι η επίδικη έκταση αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και την ./1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών. Ωστόσο, όπως δέχθηκε το δικάσαν εφετείο, με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση της 10.4.2003, Παπασταύρου κ.λπ. κατά Ελλάδας) και του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. Σ.τ.Ε. 2208/2011, 4644/2011) κρίθηκε ότι η ανωτέρω απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, η οποία κήρυξε ως αναδασωτέα ευρύτερη έκταση, βασίστηκε στην 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, χωρίς καμία νέα επανεκτίμηση της κατάστασης, όπως αυτή αποτυπωνόταν στην τελευταία απόφαση, και ότι, εν όψει του εξαιρετικά παρωχημένου χρόνου της κήρυξής της και του γεγονότος ότι αυτή αφορούσε γενικώς στην περιοχή όλου του Λεκανοπεδίου Αττικής, που οριζόταν ευρύτατα και χωρίς διάγραμμα, εξαιρουμένων, μάλιστα, σημαντικών κατηγοριών εκτάσεων, δεν συνεπήγετο τον αυτόματο χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης ως αναδασωτέας, αλλά θα έπρεπε να αιτιολογείται με νεότερα στοιχεία η συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσής της. Περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά από το δικάσαν εφετείο, η αναφερόμενη στην ΔΥ/7.10.2014 πρόταση της δασικής αρχής χορτολιβαδική βλάστηση (φρύγανα και χόρτα) δεν ηδύνατο, εν όψει των ανωτέρω, να της προσδώσει δασική μορφή, εφόσον δεν προέκυπτε από άλλα νεότερα στοιχεία, παρά μόνο από την υπουργική απόφαση του έτους 1934, η οποία, κατά τα ανωτέρω, κρίθηκε μη επαρκής, ότι αυτή περικλείεται από δάσος ή δασική έκταση, οπότε και θα υπαγόταν στη δασική νομοθεσία, ως χορτολιβαδική έκταση, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Επίσης, η ύπαρξη ισχνής δασικής βλάστησης (σχίνων, πρίνων) και μεμονωμένων πεύκων, δεν ηδύνατο, εν όψει των ανωτέρω, να στοιχειοθετήσει δασικό οικοσύστημα. Τέλος, τα πρόσθετα στοιχεία, που αναφέρονταν στην ανωτέρω πρόταση, ως στοιχεία ενισχυτικά του δασικού χαρακτήρα της επίδικης έκτασης (χάρτης του Γερμανού αρχαιολόγου . των ετών 1878/79, η από 25.11.1987 έκθεση φωτοερμηνείας Α/Φ των ετών 1937-1938-1945, ο προσωρινός δασικός χάρτης των Δήμων Αθηναίων – Γαλατσίου – Ψυχικού – Ν. Χαλκηδόνας – Ν. Φιλαδέλφειας, η 1641/1912 Δασική Απαγορευτική Διάταξη του Δασάρχη Αθηνών και διάφορες εγκρίσεις υλοτομίας πευκοδένδρων των ετών 1915 και 1917), ανάγονταν σε χρόνο τόσο παρωχημένο (1915-1917-1945-1879) και, ως εκ τούτου, δεν συγκροτούσαν επαρκές αιτιολογικό έρεισμα για τη θεμελίωση της κρίσης της Διοίκησης ως προς το δασικό χαρακτήρα της κηρυχθείσας ως αναδασωτέας έκτασης. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση περί κήρυξης αναδάσωσης ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

 

5. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η επίμαχη πράξη αναδάσωσης δεν αιτιολογείται επαρκώς, είναι μη νόμιμη, το δε δικάσαν διοικητικό εφετείο, δεχόμενο τα ανωτέρω, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι η κρίση της εκκαλουμένης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη είτε χορτολιβαδικής βλάστησης, είτε ισχνής δασικής βλάστησης με μεμονωμένα πεύκα δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει δασικό οικοσύστημα, έρχεται σε αντίθεση με τις 32, 33, 34/2013 και 87/2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας, σύμφωνα με τις οποίες για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης τίθεται ως μόνη προϋπόθεση η οργανική ενότητα της δασικής βλάστησης. Επίσης, προβάλλεται ότι η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου έρχεται σε αντίθεση και με την 2215/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία επικαλέσθηκε ο εκκαλών με το από 9.11.2018 υπόμνημά του ενώπιον του δικάσαντος εφετείου. Με την απόφαση δε αυτή απορρίφθηκε έφεση, μεταξύ άλλων, της εφεσίβλητης κατά της 3536/2007 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση ακυρώσεως του δικαιοπαρόχου της, ., κατά της 900/7.12.2004 πράξης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής. Με την τελευταία αυτή πράξη είχε διαταχθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114 του ν.1892/1990, η απομάκρυνση αυθαιρέτων κατασκευών και εγκαταστάσεων (στάβλων και περίφραξης) που είχαν ανεγερθεί αυθαιρέτως σε δημόσια δασική αναδασωτέα έκταση εμβαδού 7.968,50 τ.μ., στη θέση «Λόφος Κόκκου-Ομορφοκκλησιά» στην περιφέρεια του Δήμου Γαλατσίου Ν. Αττικής, ήτοι στο έτερο τμήμα της ευρύτερης εκτάσεως επί της οποίας διενεργήθηκε η προεκτεθείσα αυτοψία. Με την απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικράτειας κρίθηκε ότι η ως άνω προσβληθείσα πράξη κατεδάφισης αιτιολογείτο νομίμως και επαρκώς ως προς τον δασικό και αναδασωτέο χαρακτήρα της ανωτέρω έκτασης. Όπως προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, το δικάσαν εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα κριθέντα με την ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας, συγκεκριμένα, δε, η κρίση του έρχεται σε αντίθεση με τα αμετακλήτως κριθέντα με την εν λόγω απόφαση όσον αφορά το νομικό ζήτημα του δασικού ή μη χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως. Τέλος, προβάλλεται ότι το δικάσαν εφετείο, δεχόμενο ότι η ύπαρξη ισχνής δασικής βλάστησης δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει δασικό οικοσύστημα, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1979. Κατά την αντίληψη του εκκαλούντος, τίθεται, εν προκειμένω, νομικό ζήτημα, υπό την έννοια αν μόνη η ύπαρξη αραιής δασικής βλάστησης στοιχειοθετεί ή όχι δασικό οικοσύστημα, επ’ αυτού δε του ζητήματος, ισχυρίζεται ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

6. Επειδή, ανεξαρτήτως του ότι με την 2215/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας κρίθηκε ο δασικός χαρακτήρας της έτερης εκτάσεως των 7,96850 στρεμμάτων και όχι της επίδικης, με τους ως άνω λόγους εφέσεως, όπως προβάλλονται, δεν τίθενται ζητήματα ερμηνείας κανόνα δικαίου, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αλλά πλήσσεται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας κατά την υπαγωγή του πραγματικού της υποθέσεως στον εφαρμοστέο κανόνα, δηλαδή πλήσσεται η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία, μάλιστα, διατυπώθηκε κατ’ εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον χαρακτηρισμό της επίμαχης εκτάσεως ως δασικής ή μη. Από τυχόν δε πλημμέλεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, που συνδέεται με το πραγματικό της συγκεκριμένης υποθέσεως, και τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό ως προς τη φύση της εκτάσεως, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση ή έλλειψη νομολογίας, που να καθιστά παραδεκτούς τέτοιους λόγους εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (βλ. Σ.τ.Ε. 2504/2022, 2399/2021, 1552/2021, 1792/2020, 673/2020, 2599/2019, 1462/2018, 3246/2017). Με τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν πληρούν τις τασσόμενες, με την εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, προϋποθέσεις και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

 

7. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.

 

Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης του ίδιου μήνα και έτους.

 

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος                  Η Γραμματέας

 

Παναγιώτα Καρλή                                    Μαρία Μάσσια