ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΠολΕφΠατρών 13/2022
Αγωγή
επίδειξης εγγράφων - Έννομο συμφέρον - Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων -
Προσδιορισμός αποζημίωσης - Χορήγηση αντιγράφων κτηματολογικών πινάκων και
διαγραμμάτων απαλλοτρίωσης -.
Αξίωση επιδείξεως εγγράφου. Περιπτώσεις συνδρομής
έννομου συμφέροντος του αιτούντος. Διαδικασία προσδιορισμού αποζημίωσης στο
πλαίσιο αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτων. Για τη χορήγηση αντιγράφων
κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων απαλλοτρίωσης απαιτείται η καταβολή εκ
μέρους των αιτούντων του αντίστοιχου τιμήματος. Κρίθηκε ότι δεν ύπαρξη άρνηση
του Ελληνικού Δημοσίου για τη χορήγηση αντιγράφων κτηματολογικών πινάκων και
διαγραμμάτων, εφόσον καταβαλλόταν το νόμιμο αντίτιμο.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου
Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 13/2022
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ανδρέα Κακολύρη, Πρόεδρο Εφετών, Σαλώμη Μούζουρα,
Εφέτη και Κωνσταντίνο Δεληκάρη, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ελένη Κάτσενου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις
21-10-2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ., τοπογράφου Μηχανικού,
κατοίκου Λεχαινών Νομού Ηλείας, διορισθείς πραγματογνώμονας δυνάμει της με
αριθμό 802/2001 απόφασης του Εφετείου Πατρών και 2) ., Γραμματέως Γεωργίας
Ανάπτυξης, Γεωπόνου, κατοίκου Αμαλιάδας, διορισθείσας πραγματογνώμονας δυνάμει
της με αριθμό 877/2006 απόφασης του Εφετείου Πατρών, οι οποίοι παραστάθηκαν δια
του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεωργίου Βλάχου του Δ.Σ. Πατρών, ο οποίος
κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως
εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, οδός
Νίκης αρ.2, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ.
Αναστασίας Παπαθανασοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Οι ενάγοντες άσκησαν τη με αριθμό έκθεση κατάθεσης
δικογράφου ./07-09-2021 αγωγή τους κατά του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου
ενώπιον της Γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίστηκε για τη
δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης
και κατά την εκφώνηση της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των
διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΏΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 εδ. α', 295 παρ. 1, 297 και 299 ΚΠολΔ,
προκύπτει, ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, πριν από τη συζήτηση
της, που μπορεί να γίνει είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε με
δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου, έχει ως αποτέλεσμα
ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η σχετική δίκη καταργείται. Εν
προκειμένω η δεύτερη ενάγουσα,
δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Γεώργιου Βλάχου του Δ.Σ. Πατρών, κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης δήλωσε ότι παραιτείται του
δικογράφου της κρινόμενης αγωγής κι επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ως προς αυτήν
ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε.
Περαιτέρω τα άρθρα 901-903 του ΑΚ ρυθμίζουν την
επίδειξη πραγμάτων και εγγράφων και καθορίζουν τους όρους, με τους οποίους
μπορεί να ζητηθεί και να πραγματοποιηθεί η επίδειξη αυτή. Τα ζητήματα για την
επίδειξη εγγράφων και τη χορήγηση αντιγράφων ρυθμίζουν και τα άρθρα 450 επ. ΚΠολΔ και τα άρθρα 14-17 του
Εμπορικού Νόμου, όπως επίσης και ο Οργανισμός Δικαστηρίων. Βεβαίως βασικό
δικονομικό αξίωμα είναι ότι κανείς δεν υποχρεούται να δίνει στον αντίδικο του
αποδεικτικά στοιχεία για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του. Πλην όμως σε
ορισμένες περιπτώσεις, που προβλέπονται από τις παραπάνω διατάξεις, τόσο ο
διάδικος, όσο και ο τρίτος υποχρεούνται να επιδείξουν έγγραφα τα οποία
κατέχουν, ακριβώς γιατί από αυτά μπορεί να εξαρτηθεί η ορθή απονομή της
δικαιοσύνης. Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις η διάταξη του άρθρου 902
ΑΚ έχει εφαρμογή όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, στην οποία θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί ειδικά το ζητούμενο έγγραφο, ενώ οι διατάξεις των άρθρων 450 επ. ΚΠολΔ ρυθμίζουν αποκλειστικά
την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια
εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο
πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο (ΑΠ 1264/1983 Δ. 15. 400, ΕφΘεσ 1939/1998 ΕλΔ 40. 382, ΕφΘεσ 1783/1993 Αρμ. ΜΗ 590, ΕφΑθ 16072/1988 ΕλΔ 34. 1366, ΕφΑΘ 10381/1988 ΝοΒ 37. 747).
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να
πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου, έχει
δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο του, αν το έγγραφο
συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που
αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια
έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του με τη
μεσολάβηση τρίτων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση της δημιουργίας
αξιώσεως για την επίδειξη εγγράφου είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αυτού που
ζητεί την επίδειξη. Οι περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για επίδειξη εγγράφου ή
τη χορήγηση αντιγράφου, εξειδικεύονται στην ανωτέρω διάταξη (902 ΑΚ) και
αναφέρονται σ' αυτήν περιοριστικά (Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Αστ.
Κωδ. IV, άρθ. 902 αριθ. 3 σελ. 553, Π. Μπαλοδήμος Δ.
22. 154, ΕφΑΘ 10381/1988 ΝοΒ
37. 747, ΕφΑΘ 1090/1981 Αρμ.
1981, 479, ΕφΠατρ 102/1964 ΝοΒ
14. 1089), είναι δε οι εξής: α) όταν το έγγραφο συνετάγει,
προς το συμφέρον του αιτούντος, εάν δηλαδή συνετάγει
προς σύσταση, απόδειξη ή γενικά διατήρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος. IV
αυτό απαιτείται κατά τη σύνταξη του εγγράφου να υπήρχε ο ως άνω σκοπός (Ράμμος ΕρμΑΚ 902 αρ. 8). Το
έγγραφο δεν απαιτείται ν' αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την
επίδειξη. Αν όμως δεν έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του, δεν θεμελιώνεται
αξίωση επιδείξεως, επειδή έχει απλώς αντικειμενική γι' αυτόν αξία λόγω του
περιεχομένου του. Έτσι έννομο συμφέρον δεν υπάρχει αν το έγγραφο έχει συνταχθεί
αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγομένου κατόχου του (Ράμμος
ΕρμΑΚ 902 αρ. 8), β) όταν το έγγραφο πιστοποιεί
έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, εάν δηλαδή πρόκειται για έγγραφο
συστατικό ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας, αφορά δηλαδή κυρίως διμερείς
δικαιοπραξίες, στις οποίες ο αιτών είναι ένας από τους δικαιοπρακτούντες
και γ) όταν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και έχουν
σχέση με τον αιτούντα είτε προς το συμφέρον αυτού δι' άλλου. Στην, κατηγορία
αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση,
αφορούν όμως τις σχετικές με αυτή διαπραγματεύσεις. Δεν έχει δε σημασία αν οι
διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν ή όχι και σε κατάρτιση συμβάσεως. Ως
παραδείγματα τέτοιων εγγράφων αναφέρονται τα σχέδια της συμβάσεως, τα τηλεγραφήματα, τα σχεδιαγράμματα, οι επιστολές, οι πρόχειρες
σημειώσεις, η αλληλογραφία που έχει διαμειφθεί κλ.π.
(Ράμμος ΕρμΑΚ 902 αρ. 10).
Όσον αφορά στην αρμοδιότητα για την αγωγή περί επίδειξης εγγράφων αυτή ασκείται
αυτοτελώς στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, ωστόσο όμως μπορεί να ασκηθεί και στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο και μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις κατά του
αντιδίκου, η δε παρεμπίπτουσα αγωγή μπορεί να ασκηθεί και στο εφετείο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΜΟΝΑΚ, Τόμος Γ' Ημίτομος
Γ' άρθρο 902 παρ. 19 και 34 σελ. 749επ.)
Εξάλλου, στο άρθρο 18 του «Κώδικα Αναγκαστικών
Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (ΚΑΑΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.
2882/2001 (Α' 17), ορίζεται ότι: «1. Η αποζημίωση του απαλλοτριωμένου ...
προσδιορίζεται κατά την ειδική διαδικασία του παρόντος άρθρου ... . 2. Η
διαδικασία προσδιορισμού της αποζημίωσης διεξάγεται ατελώς. Δικόγραφα,
εκθέσεις, δικαστικές αποφάσεις και αντίγραφα αυτών χορηγούμενα στους διαδίκους,
καθώς και σχετικές με τη διαδικασία επιδόσεις, κλήσεις, αιτήσεις και βεβαιώσεις
ή πιστοποιητικά συντάσσονται ατελώς. 3. Οι διάδικοι παρίστανται με πληρεξούσιο
δικηγόρο, στον οποίο η πληρεξουσιότητα δύναται να δοθεί και προφορικώς επ'
ακροατηρίου ή με έγγραφο που φέρει βεβαίωση δημόσιας αρχής ή αρχής Ο.Τ.Α. Α'
και Β' βαθμού για τη γνησιότητα της υπογραφής του δηλούντος. 4. Η δικαστική
δαπάνη, μαζί με τη νόμιμη, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κώδικα
Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011 (Α'
32), αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων, βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση,
επιδικάζεται από το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση, εφόσον δεν ορίζεται
διαφορετικά από το νόμο αυτόν και παρακατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και
Δανείων (Τ.Π.Δ.) υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (όπως το πρώτο αυτό
εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 18 του νόμου αυτού αντικαταστάθηκε, εν τέλει, με
το άρθρο 130 παρ. 1 του ν. 4070/2012 (Α' 82) και κατά την παρ. 9 του άρθρου 146
του τελευταίου αυτού νόμου, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη
ισχύος του νόμου αυτού, αναγκαστικές απαλλοτριώσεις)» (βλ. ΣτΕ 370/2015
δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης με τη με αριθμ.
πολ. 1261/5671/13-12-2013 (ΦΕΚ 3433/31-12-2013) υπουργική απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών ορίζεται το αντίτιμο για την έκδοση αντιγράφων για τους
κτηματολογικούς πίνακες και διαγράμματα απαλλοτρίωσης (απόσπασμα ή ολόκληρος).
Τέλος, δε, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας
(ν.2690/1999), όπως ισχύει με τις τροποποιήσεις του άρθρου 8 παρ.2 του ν.
2880/2001 και του άρθρου 11 παρ.2 του ν. 3230/2004: «κάθε ενδιαφερόμενος έχει
δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών
εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες
υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες
οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις», κατά δε την
παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου: «το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται: α) με
μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, β) με χορήγηση αντιγράφου,
εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. Η σχετική δαπάνη αναπαραγωγής
βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά» (ΣτΕ
2684/2010 ΕλλΔνη 52.1154).
Στην κρινόμενη
από 13-05-2021 αγωγή του (αριθμός
έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./07-09-2021) ο ενάγων ισχυρίζεται ότι
δυνάμει της με αριθμό Δ 8323/8865/11-1-1972 Κοινής Απόφασης των Υπουργών
Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ. κηρύχθηκε
αναγκαστικά απαλλοτρίωση, υπέρ και δαπάνες του Ελληνικού Δημοσίου, για δημόσια
ωφέλεια, δηλαδή για την κατασκευή δικτύων ύδρευσης με καταιονισμό στη Βόρεια
περιοχή ζώνης του Πηνειού Ηλείας, έκταση συνολικού εμβαδού 9.258.818τ.μ., που
βρίσκεται στον εδαφικό χώρο της εθνικής οδού Πατρών-Πύργου και ότι με τη με
αριθμό 802/2001 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου διατάχθηκε η διενέργεια
πραγματογνωμοσύνης, ενώ με την ως άνω απόφαση διορίστηκε κι ο ίδιος ως
πραγματογνώμονας. Ότι προκειμένου να διεξαχθεί η ορισθείσα από το Δικαστήριο
πραγματογνωμοσύνη, αιτήθηκε μαζί με την άλλη πραγματογνώμονα (δεύτερη
παραιτηθείσα από το δικόγραφο της αγωγής ενάγουσα) από τη Διεύθυνση
Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών Δ/10, την χορήγηση αντιγράφων των
σχετικών πινάκων και διαγραμμάτων, τα οποία κατέχει μόνο η Διεύθυνση αυτή και
τα έχει αναρτήσει ηλεκτρονικά στο ΨΙ.ΒΙ.ΠΕΚ. με αριθμό φακέλου . και ότι η ως
άνω υπηρεσία αρνήθηκε παράνομα και καταχρηστικά να τους τα χορηγήσει και τους
παρέπεμψε στην Κτηματική Υπηρεσία Ηλείας, η οποία απάντησε στην από 25 Ιουνίου
2020 αίτηση τους ότι αδυνατεί να προβεί στην σχετική πράξη, καθώς μόνον η
αρμόδια Υπηρεσία της Διεύθυνσης Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών
μπορεί να προβεί στη χορήγηση των σχετικών αντιγράφων. Με βάση δε, τα ανωτέρω
πραγματικά περιστατικά, ζητεί να διαταχθεί η Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων
(Υπουργείου Οικονομικών) να του χορηγήσει αντίγραφο του ψηφιακού αρχείου που
υπάρχει στην Υπηρεσία της και συγκεκριμένα στον φάκελο με αριθμό . του
ΨΙ.ΒΙ.ΠΕΚ, προκειμένου να χορηγηθεί στον εντεταλμένο πραγματογνώμονα οι
κτηματολογικοί πίνακες και τα τοπογραφικά διαγράμματα που περιγράφει λεπτομερώς
και αναλυτικά στο κρινόμενο δικόγραφο, για να μπορέσει να διεξαχθεί η
διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη. Τέλος δε, ζητεί να καταδικαστεί το καθ' ου στο
σύνολο των δικαστικών του εξόδων.
Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η ως άνω
αγωγή αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σύμφωνα και με τα
διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η κρινόμενη
(παρεμπίπτουσα) αγωγή (άρθρο 31 παρ.1 του ΚΠολΔ)
υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, όπου εκκρεμεί
η κύρια δίκη της απαλλοτρίωσης, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι
δε νόμιμη, στηριζόμενη στις πιο πάνω διατάξεις και πρέπει συνεπώς, να εξεταστεί
η ουσιαστική βασιμότητα της.
Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αρνείται την αγωγή
και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε από την αρμόδια υπηρεσία του υπήρξε άρνηση της
χορήγησης των αιτούμενων από τον ενάγοντα εγγράφων, όπως αναλυτικά αναφέρει
στις κατατεθείσες προτάσεις του, πλην όμως θα έπρεπε να καταβληθεί το οριζόμενο
από την υπουργική απόφαση νόμιμο αντίτιμο για τη χορήγηση τους. Πέραν δε αυτών
ισχυρίζεται ότι ο ενάγων ως διορισθείς πραγματογνώμονας δεν είναι ο πραγματικός
διάδικος της κυρίας δίκης για τον καθορισμό της οριστικής τιμής μονάδας
αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, ενώ ούτε και τα αιτούμενα έγγραφα
κατατάσσονται στην κατηγορία των δικογράφων, εκθέσεων, βεβαιώσεων και
δικαστικών αποφάσεων που περιοριστικώς αναφέρονται
στην παρ.2 του άρθρου 18 του ν. 2882/2001, τα οποία εκδίδονται ατελώς και
απαλλάσσονται του οριζόμενου αντίτιμου σύμφωνα με τη με αριθμ.
πολ. 1261/5671/13-12-2013 (ΦΕΚ 3433/31-12-2013) υπουργική απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών.
Από την εκτίμηση όλων των νόμιμα προσκομιζόμενων
και επικαλούμενων εγγράφων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με
τη με αριθμό Δ 8323/8865/11-1-1972 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και
Δημοσίων Έργων κηρύχθηκε αναγκαστικά απαλλοτρίωση, υπέρ και δαπάνες του
Ελληνικού Δημοσίου, για την κατασκευή δικτύων ύδρευσης με καταιονισμό στη
Βόρεια περιοχή ζώνης του Πηνειού Ηλείας, έκταση συνολικού εμβαδού
9.258.818τ.μ., η οποία βρίσκεται στον εδαφικό χώρο της εθνικής οδού
Πατρών-Πύργου. Με τη με αριθμό 802/2001 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου
διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να καθοριστεί η
οριστική τιμή μονάδος αποζημίωσης της απαλλοτριωθείσας έκτασης και διορίστηκε
ως πραγματογνώμονας, μεταξύ των άλλων, ο πρώτος ενάγων (βλ. προσκομιζόμενο
φωτοαντίγραφο της ως άνω απόφασης). Ακολούθως με τη με αριθμό 877/2006 απόφαση
του ιδίου Δικαστηρίου ορίστηκε, επίσης, ως πραγματογνώμονας η παραιτηθείσα από
το κρινόμενο δικόγραφο δεύτερη ενάγουσα σε αντικατάσταση της αρχικώς διοριορισθέντος πραγματογνώμονα,.. Στη συνέχεια αποδείχθηκε
ότι προκειμένου να διενεργηθεί η οριζόμενη από το παρόν Δικαστήριο
πραγματογνωμοσύνη, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος κατέθεσε την από
26-11-2019 αίτηση του προς την Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου
Οικονομικών και ζήτησε την χορήγηση αντιγράφων κτηματολογικών πινάκων και
διαγραμμάτων και έλαβε αντίγραφα μερικών εκ των αιτούμενων κτηματολογικών
πινάκων, καταβάλλοντας μάλιστα το ποσό των 120 ως σχετικό αντίτιμο (βλ. προσκομιζόμενο φωτοαντίγραφο του από
26/11/2019 με Α/Α . διπλότυπου είσπραξης Τύπου Α της Α' Δ.Ο.Υ. Αθηνών) σύμφωνα
με τη με αρ.πολ.1261/5671/6-12-13 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚΒ'
3433/2013). Στη συνέχεια, ο ίδιος πληρεξούσιος δικηγόρος με τη από 18-12-2019
αίτηση του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ζήτησε να του χορηγηθούν
ατελώς αντίγραφα των λοιπών κτηματολογικών πινάκων, η οποία αίτηση αρχικά έγινε
δεκτή με τη με αριθμό 56773/18-12-2019 Διάταξη του εν λόγω Εισαγγελέα, η οποία
όμως τελικά ανακλήθηκε, μετά από αίτηση της ως άνω αναφερόμενης Διεύθυνσης, με
την υπ' αριθμ../19-12-2019 όμοια Διάταξη αυτού, διότι δεν είχε καταβληθεί το
προβλεπόμενο από την προαναφερόμενη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών αντίτιμο
(βλ. προσκομιζόμενα φωτοαντίγραφα από τα ως άνω αναφερόμενα έγγραφα). Στη
συνέχεια κατατέθηκε από τους ενάγοντες η
με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ ./2020 αίτηση .. ασφαλιστικών
μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με ίδιο ακριβώς αντικείμενο
και ίδια ιστορική και νομική αιτία με την κρινόμενη αγωγή, προκειμένου να τους
χορηγηθούν ατελώς αντίγραφα κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων. Ωστόσο το
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των
εναγόντων ως ουσιαστικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι η υπηρεσία του εναγομένου
Ελληνικού Δημοσίου ουδέποτε αρνήθηκε στους ενάγοντες την χορήγηση αντιγράφων
κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων, εφόσον καταβαλλόταν το νόμιμο αντίτιμο
που προβλέπεται στην ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το
παρόν Δικαστήριο έχει την αυτή δικανική κρίση, δεδομένου ότι για την χορήγηση
αντιγράφων κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων απαλλοτρίωσης (αποσπασμάτων
ή ολόκληρων) απαιτείται η καταβολή εκ μέρους των αιτούντων, που εν προκειμένω
είναι οι δικαιούχοι της αποζημίωσης των απαλλοτριωμένων ακινήτων κι όχι οι
πραγματογνώμονες, του αντίστοιχου τιμήματος, δεδομένου ότι αναφέρονται και
προσδιορίζονται ρητά στον σχετικό νόμο (άρθρο 18 παρ.2 του ν. 2882/2001) τα έγγραφα
που συντάσσονται ή χορηγούνται ατελώς και στα οποία δεν κατατάσσονται τα υπό
κρίση αιτούμενα έγγραφα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα πρέπει να
συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που
εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τη
δεύτερη ενάγουσα.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 20
Ιανουαρίου 2022 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 1-1-2022 σε έκτακτη
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και
οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και με την παρουσία της Γραμματέως.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ