ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΠειρ 1237/2019

 

Δάνειο σε ελβετικό φράγκο -.

 

Δέχεται την αγωγή δανειοληπτών κατά της Εθνικής Τράπεζας, για δάνειο με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου και υποχρεώνει την αντίδικο να υπολογίσει αναδρομικά από την αρχή της συμβατικής σχέσης, τις απορρέουσες από το δάνειο υποχρεώσεις των οφειλετών με την ισχύουσα κατά το χρόνο εκταμίευσης ισοτιμία. Ακυροι ως αδιαφανείς οι υπ’ αριθμ. 14, 9 και 16, όπως και ο όρος αναγνώρισης του υπολοίπου σε μεταγενεστέρως συναφθείσα Πρόσθετη Πράξη. Το κενό που ανακύπτει πρέπει να πληρωθεί με το 200 ΑΚ και όχι το 291 ΑΚ. Ακυρος ο ΓΟΣ υπ’ αριθμ. 14 και κατά το σκέλος που αφορά στο προσφερόμενο από την Τράπεζα, πρόγραμμα Προστασίας της Δόσης (περιορισμένο χρονικά, προστασία μόνο της δόσης και όχι του κεφαλαίου, ενώ από τη διατύπωση του ΓΟΣ «μειωθεί ή αυξηθεί» προκύπτει ότι αφορούσε και σε Προστασία της Τράπεζας και όχι μόνο του δανειολήπτη). Ανεπαρκής και η μετατροπή νομίσματος ως μέθοδος αντιστάθμισης. Παραβίαση από την Τράπεζα των υποχρεώσεών της σύμφωνα με την ΠΔΤΕ 2501/2002 (ΑΡ. Β ΚΕΦ. 2 ΠΕΡ Χ ΚΑΙ ΧΙ).

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΝΕΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 1237/2019

 

Αριθμός κατάθεσης αγωγής ./2018

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Πρόεδρο Πρωτοδικών, ... Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, ... Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Σεπτεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ..., ΑΦΜ ..., και 2) ..., ΑΦΜ ..., κατοίκων ... για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις και το υπ' αριθμ. ... γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Κάλτσας (AM ΔΣΠ 3231), και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος», ΑΦΜ ., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις και το υπ' αριθμ. ... γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ η πληρεξούσια ... και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 6-2-2018 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./6-2-2018, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε με την από 29-6-2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 6-2-2018 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./6-2-2018, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη και αφού επακολούθησε η κατάθεση εγγράφων προτάσεων, αποδεικτικών μέσων, διαδικαστικών εγγράφων, αποδεικτικού επίδοσης (βλ. την υπ' αριθμ.έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ...) και δικαστικών πληρεξουσίων (βλ. την από 10-5-2018 εξουσιοδότηση των εναγόντων, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους, με την οποία δίνεται η πληρεξουσιότητα προς τον δικηγόρο Γεώργιο Καλτσά, και το υπ' αριθμ. γενικό δικαστικό πληρεξούσιο της εναγομένης προς την δικηγόρο ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ...) εντός των νομίμων προθεσμιών (άρθρο 237 ΚΠολΔ), στη συνέχεια η υπόθεση προσδιορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, με την από 29-6-2018 πράξη του, για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.

 

I. Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου είναι: α) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, β) μεταβίβαση της κυριότητας αυτών από το δανειστή στον οφειλέτη, γ) συμφωνία των μερών περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, δ) η μεταβίβαση κυριότητας των αντικαταστατών πραγμάτων να γίνεται με τον αποκλειστικό σκοπό της χρησιμοποίησης τους, από τον δανειζόμενο και δη της ανάλωσης τους, από αυτόν. Δηλαδή, αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι, εκτός του να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση, κατά τους όρους των άρθρων 185 - 195 ΑΚ, η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων (ΑΠ 889/2010 ΔΕΕ 2010.1037, ΑΠ 992/2010 Νόμος, ΕφΘρ 21/2017 Νόμος). Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, για την κατάρτιση του δανείου, δεν απαιτείται οπωσδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων, που αποτελούν το , αντικείμενο του δανείου, όπως ρητά αναφέρει η ΑΚ 806, αλλά αρκεί το δάνεισμα να περιέρχεται από την περιουσία του δανειοδότη, στην περιουσία του δανειολήπτη. Το οικονομικό αυτό αποτέλεσμα επέρχεται π.χ. με συμφωνία των μερών, ότι το οφειλόμενο χρέος από άλλη αιτία, θα οφείλεται εφεξής, λόγω δανείου, με επιταγή, γραμμάτιο εις διαταγήν ή συναλλαγματική, που εκδίδεται ή οπισθογραφείται υπέρ του δανειολήπτη, με εκχώρηση απαίτησης, με πράξη γύρου (πίστωση τραπεζικού λογαριασμού του λήπτη) κ.α. (Εφθρ 21/2017 Νόμος, Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος I (2004), σελ. 577, Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Τόμος Γ, Ημιτόμος Γ, σελ. 354). Η κατά τα ανωτέρω, δε, μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειακής σύμβασης, εις τρόπον, ώστε, αν αυτή ελλείπει, να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίστηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη, μάλιστα, από την ανωτέρω διάταξη, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ 609/2005 ΕλλΔνη 47.1014, ΕφΑΘ 1167/2011 ΕλλΔνη 2012.1065).

 

II. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του α.ν. 362 της 4/4.6.1945, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΕισΝ αυτού: «πάσα δικαιοπραξία έγγραφος ή προφορική εξ ης πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις προς καταβολήν τιμήματος ή μισθώματος πράγματος ή αμοιβής πάσης φύσεως υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος εν Ελλάδι δύναται να συνομολογήται μόνον εις δραχμάς. Η ρήτρα εν δικαιοπραξία δι' ης, παρά την διάταξιν της προηγουμένης παραγράφου, συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις εν Ελλάδι εις χρυσόν, χρυσά νομίσματα ή συνάλλαγμα, ή εις δραχμάς μεν ων όμως το ποσόν αφίεται να προσδιορισθή εκ της τιμής του χρυσού ή των χρυσών νομισμάτων ή του συναλλάγματος ή του τιμαρίθμου, είναι άκυρος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το αρμόδιον δικαστήριον προσδιορίζει κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός την δικαίαν αντιπαροχήν, ήτις όμως δεν δύναται να είναι ανώτερα του εις δραχμάς ισαξίου του εν τη ρήτρα αναφερομένου ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος επί τη βάσει της κατά το άρθρο 2 του παρόντος νομίμου τιμής αυτών κατά την ημέραν της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφ' όσον και το ούτω προκύπτον ποσόν εις δραχμάς δεν ήθελε θεωρηθή ως υπέρογκον». Οι διατάξεις αυτές έχουν, κατά τη διασταλτική τους ερμηνεία, εφαρμογή σε κάθε εν ζωή δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως και σε σύμβαση δανείου, ως και σε περίπτωση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους. Μερική απόκλιση του προαναφερόμενου απαγορευτικού κανόνα, αποβλέποντας στην προστασία του εθνικού νομίσματος, απετέλεσε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η μεταγενέστερη διάταξη της παρ. 7 της 267/9.4.1953 Πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου, που κυρώθηκε με το Ν. 2415/1953, στην οποία ορίζεται ότι «από της ισχύος της παρούσης επιτρέπεται η μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, πλην των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, συνομολόγησις δανείων με την ρήτρα δολαρίου ή άλλου ξένου νομίσματος, εξαιρέσει των χρυσών νομισμάτων. Νοείται ότι η πληρωμή των εκ των δανείων τούτων υποχρεώσεων ενεργείται δια της καταβολής του οφειλομένου ποσού επί τη βάσει της επισήμου τιμής του ξένου συναλλάγματος κατά την ημέραν της εξοφλήσεως». Έτσι με τη διάταξη αυτή, επιτράπηκε κατ' εξαίρεση και μόνο προκειμένου περί συμβάσεων δανείου, η συνομολόγηση της ρήτρας σε ξένο νόμισμα (συνάλλαγμα), πλην χρυσού, κατά την οποία συμφωνείται η αυτούσια καταβολή ορισμένης ποσότητας ξένων νομισμάτων. Η ρήτρα αυτή διαφοροποιείται από τη ρήτρα σε αξία ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος, σύμφωνα με την οποία η καταβολή γίνεται σε εγχώριο νόμισμα και ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα και πάλι αλλά κατά την τρέχουσα αξία που θα έχει το ξένο νόμισμα κατά το χρόνο της πληρωμής (ΟλΑΠ 21/1990). Περαιτέρω, με την υπ' αριθμ. 142/13-11-1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η κατά την υπ' αριθμ. 187/19-10-1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων), ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιτράπηκε εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμ. 1976 της 19/25-9-1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 του ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ' αριθμ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔ/ΤΕ 1976/19-9-1991, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονταν για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ' αριθμ. 2325 της 2/11-8-1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 2342 της 24/29-11-1994 πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του ΠΔ 96/1993 «Περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, στις διατάξεις της Οδηγίας αριθμ. 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας αριθμ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔΤΕ, επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι, καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών» (ΑΠ 2196/2009 ΧΡΙΔ 2011.105, ΕφΑΘ 91/2004 ΔΕΕ 2004.427, ΕπισκΕμπΔ 2005.104). Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το Ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την εντεύθεν ομαλοποίηση της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα, με παράλληλη κατάργηση με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας και γενικά κάθε διατάξεως που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα (ΑΠ 2196/2009 ΧρΙΔ 2011.105). Επιπλέον, στο άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 ορίζεται ότι: «1. Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί αι πληρωτέοι εν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς επί τη τρεχούση τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως. Επί τη ούτη τιμή αποδίδονται και οι εις συνάλλαγμα παρά τραπέζης καταθέσεις, πλην των καταθέσεων των ανηκουσών εις μονίμως κατοικούντος εν τη αλλοδαπή προ της ισχύος να αποδίδωνται εις αυτούσιον συνάλλαγμα». Από την προαναφερόμενη διάταξη, που διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 ΑΚ, συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωση του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Με την αντικατάσταση, δε, της δραχμής ως εθνικού νομίσματος από το ευρώ, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 678/2010, ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1349/1997, δημ. σε Νόμος, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194). Έτσι, μετά το Ν. 2842/2000, την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος, την κατάργηση των νομισματικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων ελέγχου συναλλάγματος και την ελεύθερη πλέον συνομολόγηση σε ξένο νόμισμα, επί μεν οικειοθελούς εκπλήρωσης της ενοχής, ενόψει και της διαζευκτικής ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 291 ΑΚ, το 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 έχει ενδοτικό χαρακτήρα και δεν διαφέρει πλέον ουσιωδώς από την ΑΚ 291, με την έννοια ότι ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, καταβάλλει είτε σε ημεδαπό είτε σε αλλοδαπό νόμισμα, επί, δε, άσκησης της αξίωσης του δανειστή και επιδίκασης συγκεκριμένης οφειλής, το δικαστήριο ελλείψει αντίθετης συμφωνίας, δεν θα επιδικάσει αλλοδαπό νόμισμα, αλλά το ισάξιο του σε ευρώ κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής (βλ. Γ. Ιατράκη, Η εκπλήρωση της χρηματικής παροχής με ξένο νόμισμα, ΧρΙΔ 2011.566).

 

III. Προσέτι, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 5 της προαναφερόμενης με αριθμ. 2325/1994 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (όπως η παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε με την ΠΔΤΕ 2342/1994): «3. Το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω τράπεζα. Οι τράπεζες, στις οποίες τηρούνται οι ως άνω λογαριασμοί έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα ή οποία τηρεί τον σχετικό φάκελο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη, καθώς και τα παραστατικά χρησιμοποίησης του δανείου...5... Οι δανείστριες τράπεζες οφείλουν να τηρούν σε ειδικά κατά δάνειο φάκελο τα εξής δικαιολογητικά: α) Τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη, β)...».

 

IV. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 24 στ. β του Ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012.1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη» διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ.) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στ. β του Ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ. είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3587/2007. Ορίζεται δε πλέον σε αυτή ότι γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, ο όρος «σημαντική», που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα διάταξη. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν δείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο.σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ' αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kasleme Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική, και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔ 2005.802). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος. Ως προς δε το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ., αυτό καλύπτεται, καταρχήν, και εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου 6 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 80 - 82 και 85). Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από το Δικαστήριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΜονΕφΘεσ 3/2017, ΕφΑθ 1471/2013, δημ. σε Νόμος). Η συμπληρωματική δε αυτή ερμηνεία κατ' άρθρο 200 ΑΚ δεν απαιτεί την υπαγωγή στην έννοια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών ειδικών συνθηκών ατομικά προσδιοριζόμενων, αλλά εξαιρεί το αντικειμενικό στοιχείο και επιβάλλει να ερμηνευτεί η σύμβαση με γνώμονα τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη. Συγκεκριμένα, καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος της δήλωσης βούλησης, που θα προσέδιδαν σε αυτήν ο μέσος άνθρωπος ή κοινωνική ολότητα (ΕφΝαυπλ 457/2017 Νόμος) σταθμίζοντας τα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών και, κυρίως, εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, την ενημέρωση και ης διαπραγματεύσεις, που είχαν προηγηθεί, πως οι σχετικές δηλώσεις βούλησης του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο, καθώς και τη φύση της σύμβασης (ΟλΑΠ 12/2009, ΑΠ 934/2014 Χρίδ 2014.732, ΕφΝαυπλ 457/2017 Νόμος). Για να συναγάγει, εξάλλου, το ερμηνευτικό του πόρισμα το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αντλήσει στοιχεία και εκτός αυτής. Δεν αποκλείεται να λάβει υπόψη του και στοιχεία από τη μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης συμπεριφορά των μερών, ως ενδεικτικά του νοήματος, που τα μέρη προσδίδουν στη σύμβαση, γεγονός, που υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες με αυτό ενέργειες τους (ΑΠ 374/2013 ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ και το εξ αυτής απορρέον κριτήριο της δίκαιης κρίσης, ως μέσο συμπλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την προστασία του αντισυμβαλλόμενου - καταναλωτή, δεδομένου ότι η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται κυρίως στις ατομικές συμβάσεις και δεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις, όπου οι όροι μεταξύ των συμβαλλομένων δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους γ.ο.σ. (ΑΠ 1030/2001 Νόμος). Έτσι η απόφαση του Δικαστηρίου, που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου, κατά τα ανωτέρω όρου, δεν είναι διαπλαστική, διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του άρθρου 371 εδ. 2 ΑΚ (οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, η οποία διαπλάσσει το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσης) παρά μόνον σε συμπλήρωση του κενού, που δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί τη σύμβαση (ΕφΝαυπλ 457/2017 Νόμος).

 

V. Εξάλλου, με την Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 (ΦΕΚ Α, 277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992 (όπως ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007) και, άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους, για τη σύμβαση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς και να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί, στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παράγραφο Β της ίδιας ΠΔΤΕ, και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κτλ.). Αναφορικά, ειδικότερα, με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, δάνεια, θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενο διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. Β αρ. 2 περ. χ). Το ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στην παραπάνω πράξη, η ως άνω, όμως, απαίτηση δεν αφορά απλά και μόνο, στην υπόμνηση για την πιθανότητα αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρά πρέπει να οδηγεί το δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γι' αυτόν. Ειδικότερα, η παραπάνω διάταξη, που θεσπίζει την εν λόγω υποχρέωση ενημέρωσης (παρ. Β αρ. 2 περ. χ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, βάσει της οποίας, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1352/2011, ΕφΑΘ 1403/2015, δημ. σε Νόμος) οι τράπεζες έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς, γι' αυτούς, συνέπειες, πρέπει δε να εξειδικευθεί, ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της, βάσει των όσων ορίζονται στην ίδια ως άνω ΠΔΤΕ, στην παρ. Β αρ. 1 (in fine), αναφορικά με τις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα εκεί οριζόμενα: «Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε: αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της τοποθέτησης, (και) σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων με εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κλπ), παραθέτοντας δυο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα». Και ναι μεν, η προπαρατιθέμενη διάταξη αναφέρεται στην ενημέρωση των συναλλασσομένων με την τράπεζα, οι οποίοι επιλέγουν ένα καταθετικό προϊόν, το οποίο έχει ένα βαθμό ρίσκου και γι' αυτό προσιδιάζει (χωρίς, ωστόσο, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 3606/2007), στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, άξιο, ωστόσο, ανάλογης προστασίας είναι και το συμφέρον των δανειοληπτών που επιλέγουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, ως εκ του πράγματος και δεδομένης της μακράς διάρκειας των δανείων (ιδίως αυτών της στεγαστικής πίστης), ενέχει υψηλό ρίσκο. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το συμφέρον των τελευταίων τούτων χρήζει ακόμη μεγαλύτερης προστασίας, έναντι αυτού των καταθετών, στους οποίους, κατά το γράμμα της, αναφέρεται η παραπάνω διάταξη της παρ. Β αρ. 1 (in fine), καθώς οι δανειολήπτες, επειδή είναι αυτοί που «ζητούν χρήμα», βρίσκονται σε οικονομικά ασθενέστερη θέση, έναντι αυτών που επενδύουν χρήμα, και, άρα, είναι πιθανότερο να παρασυρθούν ευκολότερα σε επιλογές χωρίς, προηγουμένως, να έχουν αντιληφθεί, ή έστω εκτιμήσει, τις οικονομικές συνέπειες που μπορεί να συνεπάγονται γι' αυτούς. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε θεσπιζόμενη, με την προαναφερόμενη διάταξη της ΠΔΤΕ 2501 (παρ. Β αρ. 2 περ. χ), υποχρέωση ενημέρωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνίσταται και στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλακτικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δυο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (ΕφΝαυπλ 457/2017, ΕφΠειρ 791/2017, δημ. σε Νόμος).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου και του αιτήματος αυτής, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι συνήψαν με την εναγόμενη στο υποκατάστημα της .... ως συνοφειλέτες: α)  ... σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους που αντιστοιχούσαν στο ποσό των ... ευρώ περίπου, και β) την από πρόσθετη πράξη του ως άνω στεγαστικού δανείου, με την οποία αναγνώριζαν το κατά τον χρόνο εκείνο άληκτο κεφάλαιο του δανείου στο ποσό των ελβετικών φράγκων και παρέτειναν τον χρόνο αποπληρωμής αυτού, οι όροι των οποίων ήταν προδιατυπωμένοι, η δε χορήγηση του δανείου συμφωνήθηκε σε ελβετικά φράγκα, με τις συνθήκες και τους όρους, όπως ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή. Ότι με τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης, επιθυμούσαν να λάβουν στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, εκμεταλλευόμενοι τη συναλλαγματική υπεροχή του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και τη συνεπεία αυτής δανειοδότηση τους με χαμηλότερο επιτόκιο. Ότι αποφάσισαν και κατέληξαν στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση μετά από ενημέρωση των υπαλλήλων της εναγομένης, ότι επρόκειτο για την πλέον συμφέρουσα επιλογή (χαμηλό επιτόκιο), χωρίς κίνδυνο, καθώς δεν είχαν λόγο να συμβληθούν σε ελβετικά φράγκα, αφού δεν διέθεταν εισοδήματα στο εν λόγω νόμισμα, γεγονός που γνώριζε η αντισυμβαλλόμενη τράπεζα, ενώ οι ίδιοι δεν γνώριζαν, ούτε ενημερώθηκαν σχετικά από τους υπαλλήλους της εναγομένης, ότι με τις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβαναν εκτός από τον κίνδυνο του κυμαινόμενου επιτοκίου και τον κίνδυνο διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ότι το δάνειο που έλαβαν δεν ήταν απλό στεγαστικό δάνειο, αλλά επενδυτικό προϊόν. Ότι η μηνιαία ενημέρωση που ελάμβαναν από την εναγομένη τράπεζα ανέφερε τις οφειλές τους σε ελβετικά φράγκα, με αποτέλεσμα να πιστεύουν ότι με τις καταβολές των μηνιαίων δόσεων μειωνόταν και το κεφάλαιο του δανείου τους, πλην όμως κατά το έτος 2016 αντιλήφθηκαν ότι αυτό δεν συνέβαινε, αφού το υπόλοιπο του κεφαλαίου του δανείου τους είχε ελάχιστα μειωθεί σε ευρώ (ενώ μειωνόταν σε ελβετικά φράγκα), και συγκεκριμένα ενώ κατά τα έτη 2009 έως 2016 είχαν καταβάλει συνολικά 127.279,14 ευρώ, το άληκτο κεφάλαιο σε ευρώ ανερχόταν σε 168.377,46 ευρώ, δηλαδή ελάχιστα μικρότερο από το εκταμιευθέν ποσό των 218.000 ευρώ. Ότι τότε αντιλήφθηκαν πλέον, ότι η τράπεζα τους είχε επιρρίψει τον κίνδυνο αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία είχε αλλάξει υπέρ του ελβετικού φράγκου, με συνέπεια την εκτίναξη της οφειλής τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν οι ενάγοντες: Α) να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση δανείου είναι ανυπόστατη, καθώς ουδέποτε έλαβε χώρα, κατά την συναλλακτική τους σχέση, η μεταβίβαση της κυριότητας και παράδοση του δανεισθέντος ποσού των ως άνω ελβετικών φράγκων, όπως απαιτείται με βάση τον παραδοτικό (re καταρτιζόμενο) χαρακτήρα της δανειακής σύμβασης, αφού κάθε οφειλή τους σε ελβετικό φράγκο προέκυψε μόνο εικονικά και λογιστικά και όχι από πραγματική μεταβίβαση του ποσού αυτού, με συνέπεια να μην θεμελιώνεται νόμιμη αξίωση της εναγομένης σε βάρος τους για επιστροφή του ως άνω ποσού των ελβετικών φράγκων, και Β) επικουρικά: (α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σύμβασης στεγαστικού δανείου: (i) ως αντικείμενης σε απαγορευτικές διατάξεις νόμων, και δη σε αυτές των ΑΚ 806 και των ΠΔΤΕ 1955/1991 και 2325/1994, που απαγορεύουν τη χορήγηση στεγαστικού δανείου σε ξένο νόμισμα, εφόσον δεν υπήρχε ανάγκη από τους ενάγοντες χορήγησης συναλλάγματος και αφετέρου διότι, ουδέποτε έλαβε αυτούσια απόδοση των ποσού των 332.000 ελβετικών φράγκων, αλλά η σχετική εγγραφή, έλαβε χώρα λογιστικά, (Η) άλλως ως καταχρηστικής σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, διότι περιλαμβάνει προδιατυπωμένους άκυρους και καταχρηστικούς όρους και συγκεκριμένα τους υπ' αριθμ. 9, 14 και 16 όρους, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή (αδιαφάνεια και έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τις συνέπειες σε περίπτωση διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου), η ακυρότητα των οποίων επιφέρει κατ' άρθρο 181 ΑΚ την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, (β) άλλως να αναγνωριστεί η ακυρότητα των υπ' αριθμ. 9, 14 και 16 όρων της σύμβασης δανείου και του υπ' αριθμ. I περ. β, παρ. 2, όρου της πρόσθετης πράξης, ως καταχρηστικών ΓΟΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή (αδιαφάνεια και έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τις συνέπειες σε περίπτωση διακύμανσης της συναλλαγματική ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου), και (γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να προβεί στον συνυπολογισμό όλων των γενομένων χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κλπ) και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, αφού προβεί σε μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου - ευρώ κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 18 και 33 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, είναι νόμιμη μόνον όσον αφορά στην κύρια βάση της (ανυπόστατο της σύμβασης δανείου λόγω μη καταβολής του δανείσματος που είχε συμφωνηθεί σε ελβετικό φράγκο) και στις επικουρικές βάσεις της που στηρίζονται στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή (και συγκεκριμένα σε έλλειψη διαφάνειας και ενημέρωσης), στηριζόμενη ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6 και 7 του Ν. 2251/1994, 281, 806 ΑΚ, ΠΔΤΕ 2501/2002 και 70 ΚΠολΔ, ενώ: 1) μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, κρίνεται η επικουρική βάση της αγωγής, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης, ως αντίθετης σε απαγορευτικές διατάξεις νόμου κατά το άρθρο 174 ΑΚ και συγκεκριμένα σε αυτές των άρθρων 806 ΑΚ και την ΠΔΤΕ 1955/1991, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη, δεν είναι απαγορευμένη η χορήγηση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, ενώ παράλληλα, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας (βλ. σχ. άρθρα 4 παρ.1, 19 παρ.4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39), κατά τρόπο που, εν προκειμένω, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες, ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορήγησης και της αποπληρωμής του επιδίκου δανείου σε ξένο νόμισμα, χωρίς τη δημιουργία, μεταξύ των διαδίκων, ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, αφού, κατά τα επικαλούμενα, το ευρώ ήταν το μοναδικό νόμισμα πληρωμής, ενώ το ελβετικό φράγκο χρησίμευε ως λογιστική μονάδα, ώστε δεν προσδοκάτο περαιτέρω οικονομικό κέρδος, προερχόμενο από την καθ' οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος (βλ. ΔΕΕ, C-312/14, Banif Plus Bank Zrt. κατά Marton Lantos και Martonne Lantos, σκέψεις 43 επ.). Και 2) μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα κρίνεται και η επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία οι ενάγοντες ζητούν την αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης σύμβασης, ως αντικείμενης στην ΠΔΤΕ 2325/1994, εφόσον δεν τηρήθηκε η διαδικασία σύναψης δανείου σε συνάλλαγμα και συγκεκριμένα δεν εκδόθηκαν από την εναγόμενη βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, στις οποίες να εμφαίνεται είτε ότι η ίδια αγόρασε το ποσό του δανείου σε συνάλλαγμα, είτε ότι είχε αναλόγου ύψους διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, δοθέντος ότι αφενός ούτε από την υπ' αριθμ. ΠΔΤΕ 2325/1994, ούτε εξ άλλης διατάξεως τίθεται ως νόμιμη προϋπόθεση της εγκυρότητας της δανειακής σύμβασης σε συνάλλαγμα, η συνδρομή πραγματικής ανάγκης, εκ μέρους του δανειολήπτη, για χορήγηση συναλλάγματος, αφετέρου δε διότι η παραβίαση εκ μέρους της τράπεζας, των διατάξεων της παρατιθέμενης, ανωτέρω, στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη, υπ' αριθμ. 2325/1994 ΠΔΤΕ, δεν συνεπάγεται ακυρότητα του χορηγουμένου σε συνάλλαγμα δανείου, την οποία δύναται ο δανειολήπτης να επικαλεστεί, αλλά ενδεχομένως κυρώσεις σε βάρος της τράπεζας, επιβαλλόμενες από την εποπτεύουσα αρχή (ΕφΘρ 21/2017 Νόμος). Κατά τα λοιπά, και δη κατά την κύρια βάση (ανυπόστατο σύμβασης) και κατά τις επικουρικές βάσεις που στηρίζονται στον Ν. 2251/1994, οι οποίες κρίθηκαν παραδεκτές και νόμω βάσιμες, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου και του ότι δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του μη αποτιμητού σε χρήμα αιτήματος αυτής.

 

Η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, επικαλούμενη, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στις έγγραφες προτάσεις της, ότι οι ενάγοντες έλαβαν πλήρη ενημέρωση από τους υπαλλήλους της κατά το προσυμβατικό στάδιο σύναψης της δανειακής σύμβασης, για το περιεχόμενο των συμβατικών όρων αυτής και τον κίνδυνο από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου, σύμφωνα και με τα κατά τον χρόνο εκείνο προβλεπόμενα από την ΠΔΤΕ 2501/2002 και τις σχετικές εγκυκλίους της τράπεζας. Περαιτέρω, προτείνει την ένσταση απόσβεσης του δικαιώματος των εναγόντων για ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης ή απάτης (άρθρο 157 εδ. α ΑΚ) και την ένσταση παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων από τις διαπραγματεύσεις (άρθρο 198 παρ. 2, 937 ΑΚ), οι οποίες όμως αλυσιτελώς προτείνονται, καθόσον η αγωγή δεν στηρίζεται στις διατάξεις περί πλάνης ή απάτης, ούτε σε αυτές περί ευθύνης κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Τέλος, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες ασκούν την εναντίον της αξίωση καταχρηστικά, διότι οι ίδιοι ζήτησαν την χορήγηση του δανείου τους σε ελβετικό φράγκο, έχοντας προηγουμένως απευθυνθεί σε επενδυτικό σύμβουλο, τον γνώριζαν επομένως κατά το προσυμβατικό στάδιο εξ αυτού του λόγου, αλλά και λόγω του υψηλού τους μορφωτικού επιπέδου και της ηλικίας τους, τους κινδύνους από τη λήψη δανείου σε συνάλλαγμα, και επέλεξαν το συγκεκριμένο είδος δανείου προκειμένου να επωφεληθούν του ευνοϊκού επιτοκίου, προσέτι δε ελάμβαναν μηνιαίες ενημερώσεις για το υπόλοιπο του δανείου τους χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν ή να αμφισβητήσουν την οφειλή και το ύψος της επί 9 έτη έως τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής και χωρίς να κάνουν χρήση των δυνατοτήτων που είχαν για ρύθμιση της οφειλής τους, ότι δεν διαμαρτυρήθηκαν παρόλο που η αλλαγή της ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ ήταν σταδιακή και όχι ραγδαία, συνέχιζαν δε να καταβάλουν τις δόσεις τους, με αποτέλεσμα η όλη τους συμπεριφορά να καθιστά καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, σε κάθε δε περίπτωση δημιούργησαν στην εναγομένη, η οποία σε περίπτωση ακύρωσης των επιδίκων ΓΟΣ θα υποστεί δυσανάλογη ζημία (λόγω της ανατροπής των οικονομικών της στοιχείων παρελθουσών χρήσεων), την εύλογη πεποίθηση, ότι δεν θα ασκήσουν το επίδικο δικαίωμα τους. Η ένσταση αυτή της εναγομένης όσον αφορά στο πρώτο σκέλος της είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Όσον αφορά, όμως, στον ισχυρισμό περί αποδυνάμωσης δικαιώματος, πρέπει η ένσταση να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι, όπως γίνεται δεκτό, μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι αυτός δε θα ασκήσει το δικαίωμα του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκηση του καταχρηστική υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ' ανάγκην και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος (ΑΠ 536/2017 Νόμος). Οι δε επικαλούμενες από την εναγομένη επαχθείς για την ίδια συνέπειες λόγω της ανατροπής των οικονομικών της στοιχείων παρελθουσών χρήσεων, σε περίπτωση ακύρωσης των επιδίκων ΓΟΣ, δεν συνιστούν τέτοιες ειδικές συνθήκες που να καθιστούν τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος από τους ενάγοντες καταχρηστική, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για την εναγομένη.

 

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και από την υπ' αριθμ. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης ... ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (βλ. τις υπ' αριθμ. … και ... /2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ...), μη λαμβανομένης υπόψη της υπ' αριθμ. ... ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ... ενώπιον της η οποία λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ τρίτου προσώπου και της εναγομένης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες στις αρχές του έτους 2009, αναζητούσαν τραπεζικό φορέα, προκειμένου να λάβουν στεγαστικό δάνειο με συμφέροντες όρους, προκειμένου να προβούν στην ανέγερση, αποπεράτωση και επέκταση κατοικίας, πέραν της πρώτης, και συγκεκριμένα σε οικόπεδο. Έτσι, στις καταρτίστηκε μεταξύ αφενός των εναγόντων, ως συνοφειλετών, και αφετέρου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η με αριθμό σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού ... δανείου σε συνάλλαγμα, το οποίο συμφωνήθηκε σε .... Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου συμφωνήθηκε συνολικής διάρκειας 168 μηνών με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR ελβετικού φράγκου (CHF) διάρκειας ενός μηνός, στρογγυλοποιημένο στα τρία δεκαδικά ψηφία, όπως αυτό καθορίζεται δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού εκάστης δόσης, προσαυξημένο: α) για τα πρώτα 4 έτη αποπληρωμής του δανείου, κατά περιθώριο 2,10% σταθερό για την εν λόγω περίοδο, και β) για την υπολειπόμενη διάρκεια μέχρι τη λήξη κατά περιθώριο 1,90% σταθερό, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975. Στην ανωτέρω έντυπη σύμβαση περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, ο όρος 14, που προέβλεπε ότι: «Το συνομολογούμενο δάνειο θα εξοφληθεί από τον οφειλέτη κατά το σύστημα της σύνθετης χρεολυσίας (μέθοδος προοδευτικού χρεολυσίου ή Γαλλική μέθοδος) εντός προθεσμίας ΔΕΚΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ (14) ετών, με την πληρωμή από τον οφειλέτη στη δανείστρια ΕΚΑΤΟΝ ΕΞΗΝΤΑ ΟΚΤΩ (168) συνεχών μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο όπως περιγράφεται στο επόμενο άρθρο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε Ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε Ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης. Για τον υπολογισμό των τόκων του δανείου, το έτος κατανέμεται σε δώδεκα (12) ίσα διαστήματα και συγκεκριμένα 12 ίσους μήνες, όπου ένας ίσος μήνας θεωρείται ότι έχει 30,4166 ημέρες. Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα αρχίσουν να καταβάλλονται ένα μήνα μετά την πρώτη εκταμίευση και στη συνέχεια την ίδια ημερομηνία κάθε επόμενου μηνός. Εάν η ημερομηνία πληρωμής της δόσης συμπέσει με ανύπαρκτη ημερολογιακά ημερομηνία, η ημερομηνία πληρωμής της δόσης θα μεταφέρεται στην προηγούμενη υπαρκτή ημερομηνία... Κάθε μία τοκοχρεολυτική δόση περιλαμβάνει τον τόκο, που προκύπτει από το κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο κεφάλαιο επί το επιτόκιο του δανείου του επόμενου άρθρου, καθώς και το χρεολύσιο που αναλογεί σε κάθε δόση. Περισσότεροι οφειλέτες ή εγγυητές ευθύνονται έναντι της Τράπεζας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας. Ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι κατανοούν πλήρως και αναλαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη δανείου σε συνάλλαγμα ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνση τους σε Ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω ενδεχόμενης δυσμενούς για αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το Ευρώ. Για το λόγο αυτό και για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τυχόν σημαντικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ, και μόνο για τα τέσσερα (4) πρώτα έτη αποπληρωμής του δανείου, ορίζεται ότι η τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής από τον οφειλέτη των οφειλόμενων τοκοχρεολυσίων δεν μπορεί να διακυμανθεί (μειωθεί ή αυξηθεί) πλέον των πέντε εκατοστιαίων μονάδων (5%) επί της ισχύουσας τιμής αγοράς από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου. Σε περίπτωση τμηματικής εκταμίευσης, η παραπάνω τιμή αγοράς αναφέρεται στην ισχύουσα τιμή αγοράς από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της πρώτης εκταμίευσης». Επίσης, με τον με αριθμό 9 όρο της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι: «Συνομολογείται ρητά μεταξύ των συμβαλλομένων ότι σε περίπτωση καθυστέρησης, εν όλω ή εν μέρει, εξόφλησης οποιοσδήποτε οφειλής από το δάνειο αυτό ή παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, που συμφωνείται ρητά ότι όλοι είναι ουσιώδεις, η δανείστρια δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενων ποσών. Σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων η δανείστρια δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να ασκήσει γενικά όλα γενικά τα δικαιώματα της, που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση και το νόμο και επί πλέον να ζητήσει από τον οφειλέτη τη συμπλήρωση της εμπράγματης ασφάλειας της επί άλλου ακινήτου. Επίσης στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα δύναται να μετατρέπει το νόμισμα του δανείου σε Ευρώ, με βάση την ισχύουσα τιμή αγοράς ελβετικού νομίσματος (ελβετικό Φράγκο CHF) κατά την ημέρα μετατροπής. Στην περίπτωση αυτή, το κόστος για την μετατροπή του βάρους από ελβετικά φράγκα σε Ευρώ, βαρύνει εξ ολοκλήρου τον οφειλέτη». Τέλος, στον όρο 16 ορίστηκε ότι: «Ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει πρόωρα ολοσχερώς το δάνειο, όπως επίσης δικαιούται να καταβάλει σε μείωση του κεφαλαίου του δανείου οποιοδήποτε ποσό υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξοφληθεί ολοσχερώς τυχόν καθυστερούμενες οφειλές και χωρίς την υποχρέωση να αποζημιώσει τη δανείστρια. Το πρόωρα αποπληρούμενο κεφάλαιο θα καταβάλλεται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού του κεφαλαίου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία καταβολής του κεφαλαίου. Συμφωνείται ρητώς ότι πρόωρη εξόφληση (μερική ή ολική) του δανείου μπορεί να γίνει μόνο κατά τις ημερομηνίες λογισμού των δόσεων του δανείου και εφόσον έχει προηγηθεί δεκαπενθήμερη (15 ημέρες) έγγραφη υποβολή αιτήματος από τον Οφειλέτη προς την Τράπεζα». Το ποσό του δανείσματος της δανειακής σύμβασης των ελβετικών φράγκων εκταμιεύθηκε στις ..., πιστώθηκαν δε στον με αριθμό ... λογαριασμό που τηρούνταν προς εξυπηρέτηση της σε ελβετικό φράγκο. Ακολούθως, το ποσό αυτό μετατράπηκε αυθημερόν σε ευρώ (και συγκεκριμένα σε 218.277,45 ευρώ), με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς της ΕΚΤ κατά την ημέρα εκταμίευσης, και αναλήφθηκε από τους ενάγοντες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες για τις οποίες ελήφθη το δάνειο. Η εκταμίευση του ανωτέρω ποσού προκύπτει από την πίστωση του ανωτέρω λογαριασμού σε ελβετικό φράγκο, που είναι προγενέστερη της μετατροπής αυτού σε ευρώ και της αντίστοιχης εκταμίευσης του στο εγχώριο νόμισμα. Αλλωστε, από την κίνηση του λογαριασμού και τις ενημερώσεις που οι ενάγοντες ελάμβαναν αναφορικά με το υπόλοιπο του δανειακού λογαριασμού της, προκύπτει ότι το νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε το δάνειο ήταν το ελβετικό φράγκο. Δηλαδή, με μόνη την πίστωση του προαναφερόμενου λογαριασμού των δανειοληπτών σε ελβετικά φράγκα, το δάνεισμα της επίδικης σύμβασης, τέθηκε στη διάθεση τους και έτσι αυτοί κατέστησαν δικαιούχοι του ανωτέρω ποσού, ανεξάρτητα από το ότι κατόπιν ανέλαβαν, όχι ελβετικά φράγκα, αλλά το ισόποσο τους σε ευρώ. Έτσι το δάνεισμα περιήλθε στην κυριότητα των δανειοληπτών σε ελβετικά φράγκα σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού από τον οποίο και είχαν δικαίωμα αναλήψεως του ποσού, ανεξάρτητα από την μετατροπή του, ακολούθως, σε ευρώ. Συνακόλουθα, τα όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες στην κύρια βάση της αγωγής τους περί του ανυπόστατου της οφειλής σε ελβετικά φράγκα, καθόσον τέτοια (ελβετικά φράγκα), ουδέποτε τους παραδόθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ' ουσίαν, καθόσον το δάνεισμα των συμβάσεων περιήλθε στη σφαίρα της κατοχής τους. Επίσης, από την κίνηση του λογαριασμού αυτού σε ελβετικό φράγκο που προαναφέρθηκε και τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες βεβαιώσεις της εναγομένης σχετικά με τα καταβληθέντα από τους ενάγοντες ποσά σε ευρώ προς εξόφληση των δόσεων του δανείου, προκύπτει ότι οι ενάγοντες εξοφλούσαν τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου σε ευρώ και ακολούθως γινόταν η πίστωση των ποσών αυτών στον προαναφερόμενο λογαριασμό με μετατροπή στο αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες, που είναι στο επάγγελμα συνταξιούχος ιατρός ο πρώτος και συνταξιούχος υπάλληλος του ΙΚΑ η δεύτερη, ζουν και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και παρόλο που συνήψαν την δανειακή σύμβαση σε ελβετικά φράγκα, είχαν ανάγκη να λάβουν το δάνεισμα σε ευρώ, προκειμένου να αξιοποιήσουν το ποσό για τους ανωτέρω σκοπούς, και με το ίδιο νόμισμα εξοφλούσαν και τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, στο οποίο άλλωστε εκφράζονται και τα εισοδήματα τους. Η επιλογή, λοιπόν, σύναψης του δανείου σε ελβετικό φράγκο από τους ενάγοντες, όπως και από μεγάλη μερίδα των δανειοληπτών εκείνης της χρονικής περιόδου, παρόλο που τούτο δεν αντιπροσώπευε τις πραγματικές τους ανάγκες, εξηγείται από το ότι από τη θεσμοθέτηση του ευρώ (Ιανουάριο 1999) η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή (διακύμανση της τάξεως του 5,3%) ενώ ταυτόχρονα, το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR CHF (επιτόκιο αναφοράς των αγγλικών τραπεζών για τα ελβετικά φράγκα), κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα, από το αντίστοιχο επιτόκιο EURIBOR (διατραπεζικό επιτόκιο που προσφέρεται για τις καταθέσεις μιας τράπεζας στην άλλη, σε ευρώ), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα επιτοκιακό όφελος για τους δανειολήπτες, που δανείζονταν με επιτόκιο LIBOR CHF. Οι ανωτέρω λόγοι, έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα, για το συγκεκριμένο προϊόν, σε σχέση με ένα δάνειο σε ευρώ, τονίζονταν δε το πλεονέκτημα αυτό στις σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες των τραπεζών και έτσι προωθούνταν, από αυτές, κατά τον τότε χρόνο, τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα. Αναφορικά με το επιτόκιο LIBOR CHF, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο ήταν και παρέμεινε ιδιαίτερα χαμηλό, σε σχέση με το επιτόκιο EURIBOR, έβαινε δε διαρκώς μειούμενο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι από τις αρχές του έτους 2008 και εντεύθεν, η ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, ο δε δείκτης της διακύμανσης, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή, για τα προηγούμενα δεκαπέντε έτη, τριπλασιάστηκε. Μάλιστα το έτος 2011 η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, έθεσε όριο στην ισοτιμία των δυο νομισμάτων, αυτό του 1,20 (δηλαδή 1 ευρώ = 1,20 ελβετικό φράγκο), το οποίο όμως απελευθέρωσε, με νεώτερη απόφαση της τον Ιανουάριο του 2015. Έτσι αποδεικνύεται, με βάση τα ανωτέρω, ότι στην επίδικη περίπτωση η ισοτιμία κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (ήτοι στις 15-4-2009) ήταν 1,521 (δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,521 ελβετικά φράγκα), ενώ τρία έτη μετά στις 3-1-2012 ανερχόταν σε 1,2155 και στις 3-2-2015 ανερχόταν σε 1,0519. Τούτο σημαίνει ότι η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλουν οι ενάγοντες προς αποπληρωμή του δανείου τους σε ευρώ αυξήθηκε, όπως και το οφειλόμενο σε ποσό ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου. Οι δε ενάγοντες παρατηρούσαν την αύξηση της μηνιαίας δόσης που κατέβαλαν σε ευρώ, γεγονός που απέδωσαν στο κυμαινόμενο επιτόκιο, πιστεύοντας ότι μειώνεται με τις μηνιαίες καταβολές το άληκτο κεφάλαιο του δανείου τους. Τον Απρίλιο του 2013, επειδή πλέον, λόγω της δυσμενούς για τους δανειολήπτες αλλαγής της ισοτιμίας, είχε αρχίσει να επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό το ύψος της μηνιαίας δόσης που κατέβαλαν σε ευρώ, οι ενάγοντες ζήτησαν από την εναγομένη τράπεζα επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου, προκειμένου να μειωθεί η μηνιαία δόση. Έτσι, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων η από 24-4-2013 πρόσθετη πράξη, σύμφωνα με την οποία οι δανειολήπτες αναγνώρισαν το κατά τον χρόνο εκείνο άληκτο κεφαλαίο του δανείου στο ποσό των 247.791,49 ελβετικών φράγκων (χωρίς να αναφέρεται το ισόποσο σε ευρώ), και παρατάθηκε η συνολική διάρκεια αποπληρωμής κατά εννέα (9) έτη, ήτοι κατά εκατόν οκτώ (108) δόσεις. Ειδικότερα, στον όρο υπ' αριθμ. I περ. β, 2η παρ. της πρόσθετης πράξης αναφέρεται ότι: «Η συνολική ενήμερη οφειλή (εξ άληκτου κεφαλαίου) που απορρέει από την ως άνω υπ' αριθμ. ./01.04.2009 σύμβαση δανείου, ανέρχεται σήμερα στο ποσό των ελβετικών φράγκων ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΠΤΑ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΠΤΑΚΟΣΙΩΝ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΕΚΑΤΟΣΤΩΝ (CHF 247.791,49), το οποίο ο οφειλέτης και ο εγγυητής αποδέχονται και αναγνωρίζουν ανεπιφύλακτα με την παρούσα πρόσθετη πράξη». Η επιλογή εκ μέρους των εναγόντων του δανεισμού σε ελβετικό φράγκο έγινε κατόπιν σχετικής ενημέρωσης εκ μέρους του οικονομικού συμβούλου, συνεργάτη της εναγομένης, …, και ακολούθως των υπαλλήλων της, λόγω των πλεονεκτημάτων του χαμηλού επιτοκίου (όπως ανωτέρω αναλύθηκε) και της ευνοϊκής ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου - ευρώ, η οποία είχε παραμείνει σταθερή τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η μηνιαία καταβλητέα δόση να είναι μικρότερη, αλλά να εμφανίζεται και ως τέτοια στην μελλοντική προοπτική της. Ωστόσο, προέκυψε ότι οι ενάγοντες, κατά την επιλογή και υπογραφή της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, ενώ ενημερώθηκαν από τον συνεργάτη της εναγομένης (οικονομικό σύμβουλο) και από τους υπαλλήλους της για την ύπαρξη του συγκεκριμένου "τραπεζικού προϊόντος", ήτοι του δανείου σε συνάλλαγμα - ελβετικό φράγκο, ωστόσο δεν ενημερώθηκαν για τον συναλλαγματικό κίνδυνο της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ευρώ με τρόπο κατανοητό για τους ίδιους, καθόσον δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις περί τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και γενικότερα ενασχόληση με τραπεζικές συναλλαγές (άλλα δάνεια ή επενδύσεις), ούτε βέβαια είχαν περιουσία ή εισοδήματα σε ελβετικά φράγκα. Εξάλλου, ως προελέχθη, μεταξύ των προδιατυπωμένων όρων της σύμβασης περιλαμβάνονταν: ο όρος 14 της σύμβασης, περί της υποχρεώσεως των οφειλετών να εξοφλούν τις δόσεις του δανείου προς την τράπεζα μόνο σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης (ελβετικού φράγκου) την ημέρα της καταβολής, ο όρος 9, περί του δικαιώματος της τράπεζας, σε περίπτωση καταγγελίας να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα τιμή αγοράς του CHF κατά την ημέρα μετατροπής, και ο όρος 16 για πρόωρη εξόφληση του δανείου με βάση την ισχύουσα τιμή πώλησης του CHF κατά την ημέρα καταβολής, τέλος στην πρόσθετη πράξη οι ενάγοντες αναγνωρίζουν το κατά τον χρόνο σύναψης της άληκτο κεφάλαιο του δανείου σε ελβετικό φράγκο. Με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες υποστηρίζουν, κατά την επικουρική της βάση (Ν. 2251/1994), ότι οι ανωτέρω όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, λόγω της ασάφειας και αοριστίας τους, με συνέπεια οι ενάγοντες, στερούμενοι ειδικών οικονομικών γνώσεων και ανάλογης πείρας (κι αυτό ανεξάρτητα από το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο), να μην αντιληφθούν, κατά την κατάρτιση των συμβάσεων τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν αυτοί (οι όροι), κατά τη διάρκεια της εξόφλησης του δανείου, σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενοι όροι, που ήταν προδιατυπωμένοι από την εναγόμενη τράπεζα και περιλαμβάνονταν στους γενικούς όρους συναλλαγών, χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται: α) σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούσαν οι ενάγοντες καθ' όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου (με τον 14 όρο), αναγκαίως δε και ο όρος περί αναγνώρισης της οφειλής τους σε ελβετικά φράγκα κατά την 24η-4-2013, β) σε ευρώ το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου σε ελβετικά φράγκα, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης (με τον 9 όρο), και γ) σε ευρώ το υπόλοιπο του δανείου κατά τον χρόνο καταβολής σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου (με τον όρο 16), είναι αόριστοι και ασαφείς, και επομένως καταχρηστικοί και άκυροι. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάζεται από την εναγόμενη τράπεζα η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., η οποία επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του καταναλωτής - πελάτης, που όμως διαθέτει τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356). Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής - στην κρινόμενη υπόθεση οι ενάγοντες/δανειολήπτες, οι οποίοι δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, και ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο - να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τον ίδιο οι παραπάνω όροι και, συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kasleme Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 73-75). Τα στοιχεία αυτά, τα οποία κατέχουν εν γένει οι επαγγελματίες του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού τομέα και των οικείων κύκλων, δεν είναι κατ' ανάγκην γνωστά στο μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις μικροοικονομίας και μακροοικονομίας. Ειδικότερα, δεν διατυπώνονται στους επίδικους δανειακούς γενικούς όρους συναλλαγών με σαφήνεια, οι συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνουν οι δανειολήπτες τόσο σε σχέση με το ύψος της δόσης όσο και του κεφαλαίου. Δεν μπορούσαν, επομένως, οι ενάγοντες να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι από γραμματική άποψη, πλην όμως μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι βάσει των κριτηρίων, που ο Ν. 2251/1994 και η οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους ως προς τις οικονομικές συνέπειες τους, οδηγούν ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή - πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα (ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kasleme Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 60 - 75, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128).  Τούτων δοθέντων, αν και η εναγομένη τράπεζα δεν μπορούσε να' προβλέψει την ανατροπή της σταθερότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εφόσον αυτή δεν καθορίζεται μονομερώς από την ίδια, αλλά επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες, (όπως από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, τα επιτόκια, το ισοζύγιο πληρωμών, τον πληθωρισμό, τα επίπεδα τιμών, την παρέμβαση των Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και από τις προσδοκίες του κοινού) και ούτε (αυτή) καθόριζε την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου μονομερώς και κατά απόλυτη κρίση της, ωστόσο είχε γνώση του αναληφθέντος κινδύνου από την αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, όφειλε συνεπώς στη συγκεκριμένη περίπτωση να θέσει υπόψη των εναγόντων, που δεν διαθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις, τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος σε μια τέτοια, όπως οι επίδικη, συναλλαγή σε ξένο νόμισμα. Αντίθετα, η τράπεζα δεν παρέσχε τέτοια ενημέρωση, όσον δε αφορά στον ισχυρισμό της ότι, ήδη από το 2007 η διοίκηση της τράπεζας είχε εκδώσει εγκυκλίους σχετικά με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο και πίνακες με συγκριτικά παραδείγματα λήψης δανείου σε ελβετικό φράγκο και σε ευρώ, με ή χωρίς πρόγραμμα προστασίας δόσης, δεν αποδείχθηκε ότι οι πίνακες αυτοί δόθηκαν στους ενάγοντες προς ενημέρωση τους κατά το προσυμβατικό στάδιο, καθώς δεν προσκομίζεται τέτοιο έγγραφο υπογεγραμμένο από τους ενάγοντες, ούτε προκύπτει κάτι τέτοιο από το κείμενο της επίδικης δανειακής σύμβασης (πχ με παραπομπή στους πίνακες αυτούς), παρόλο που σε αυτήν αναφέρεται στον προδιατυπωμένο όρο 14, ότι οι δανειολήπτες κατανοούν πλήρως και αναλαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται η λήψη δανείου σε συνάλλαγμα, κι αυτό διότι με τον όρο αυτό μάλλον επιτείνεται η καταχρηστικότητα, όταν οι δανειολήπτες δεν έχουν λάβει καμία ενημέρωση, όπως εν προκειμένω, για τον κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εντούτοις υπογράφουν ότι τον κατανοούν πλήρως και τον αναλαμβάνουν. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., προϊσταμένου Τμήματος της Υποδιεύθυνσης Εξυπηρέτησης Δικτύου της Διεύθυνσης Τραπεζικής Επιχειρήσεων και Δανείων Λιανικής της εναγομένης, ο οποίος τα όσα καταθέτει περί ενημέρωσης των εναγόντων κατά το προσυμβατικό στάδιο της επίδικης δανειακής σύμβασης τα γνωρίζει από την επικοινωνία του με τους υπαλλήλους του καταστήματος της εναγομένης που χορήγησε το δάνειο και όχι από ιδία αντίληψη. Περαιτέρω, η εναγομένη δεν παρέσχε ούτε δυνατότητες άρσης του συναλλαγματικού κινδύνου. Όσα δε επικαλείται, σχετικά με το ότι η τράπεζα είχε εκδώσει το 2010 σχετική εγκύκλιο που επέτρεπε στους δανειολήπτες ελβετικού φράγκου να μετατρέψουν το δάνειο τους σε ευρώ, σε χρόνο μετά την κατάρτιση των συμβάσεων, προϋποθέτει ότι οι ενάγοντες είχαν ενημέρωση από την εναγομένη σχετικά με τον κίνδυνο της διακύμανσης της ισοτιμίας, κάτι που δεν αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε. Μάλιστα τα ετήσια σημειώματα που έστελνε η εναγομένη στους ενάγοντες σχετικά με το ποσό στο οποίο διαμορφωνόταν η τοκοχρεωλυτική μηνιαία δόση των δανείων ήταν σε ελβετικό φράγκο, χωρίς να αναφέρεται η ισοτιμία και το αντίστοιχο σε ευρώ ποσό, ώστε να δύνανται οι ενάγοντες να αντιληφθούν άμεσα ότι έχει αρχίσει να αλλάζει η συναλλαγματική ισοτιμία σε βάρος του ευρώ. Εξάλλου, όσον αφορά στην "λύση" της μετατροπής του νομίσματος των δανείων σε ευρώ, πρόκειται για πρακτική ανεφάρμοστη και άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος, διότι εάν οι δανειολήπτες την επιχειρήσουν, η μετατροπή θα υπολογιστεί με ισοτιμία κατά την ημερομηνία της μετατροπής, δηλαδή με τη μεταγενέστερη δυσμενή για το ευρώ ισοτιμία. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα προστασίας της μηνιαίας δόσης, το οποίο επέλεξαν οι ενάγοντες κατά την σύναψη του δανείου (όρος 14 τελ. παρ.), ήταν περιορισμένο χρονικά μόνο για τα τέσσερα πρώτα έτη αποπληρωμής του, ενώ προστάτευε όχι μόνο τους δανειολήπτες, αλλά και την τράπεζα, αφού προέβλεπε ότι για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τυχόν σημαντικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου δεν μπορεί να διακυμανθεί (μειωθεί ή αυξηθεί) πλέον των πέντε εκατοστιαίων μονάδων επί της ισχύουσας τιμής αγοράς από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου, προσέτι η προστασία αφορούσε μόνο τη δόση καθεαυτή και όχι το οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο προσαυξημένο με τη ζημιογόνα για τον δανειολήπτη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποχρέωνε αναπόφευκτα σε παράταση του χρόνου συνολικής αποπληρωμής του δανείου και, συνεπώς, ακόμη και υπό την ισχύ του προγράμματος προστασίας, σε συνολική καθολική επιβάρυνση του δανειολήπτη με τη συναφή εκ της συναλλαγματικής μεταβολής ζημία. Επομένως, στην ουσία καθίστατο προστασία δίχως αποτέλεσμα. Ενόψει δε των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε χώρα ενημέρωση των εναγόντων στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και το αργότερο ως τη σύναψη των συμβάσεων, οπότε διαμορφώνεται η δικαιοπρακτική απόφαση του καταναλωτή (βλ. ειδικότερα άρθρο 197 ΑΚ «"Κατά τις διαπραγματεύσεις" για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 198 παρ. 1 ΑΚ «Όποιος "κατά τις διαπραγματεύσεις" για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει» και ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007, 975 ΑΠ 1679/2008 ΝοΒ 2009, 388 ΕφΘεσ 1034/2013 Αρμ. 2014, 623, ΕφΑθ 1471/2013 Αρμ 2014.752· ΕφΠειρ 469/2009 ΤΝΠ Νόμος- ΕφΠειρ 52/201 1 Αρμ 2012. 1711- ΕφΑθ 2021/2010 ΛΕΕ 2011. 86- ΠΠρΑΘ 240/2013 Νόμος, ΠΠρΑΘ 2856/2013 Νόμος, ΠΠρΖακυν 22/2012 Νόμος). Συνάμα δεν πληρούται και το αναγκαίο πλαίσιο ενημέρωσης, που τίθεται με την ΠΔΤΕ 2501/2002, όπως ειδικά αναλύεται στην υπό στοιχείο V μείζονα πρόταση. Η ενημέρωση δε πρέπει να αφορά ιδίως τα ακόλουθα: «σε περιπτώσεις δανεισμών με κυμαινόμενο επιτόκιο ... πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου» (άρθρο Β2 περίπτωση ιν), «σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος» (άρθρο Β2 περίπτωση χ). Αυτές δε οι υποχρεώσεις εξειδικεύτηκαν περαιτέρω αφενός τόσο από την από 19.03.2007 Σύσταση της ΤτΕ (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος), όσο και από την από 23.04.2013 εγκύκλιο της ΤτΕ (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος) σύμφωνα με τις οποίες «στις περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων σε ξένο νόμισμα ... για τη διευκόλυνση ... της κατανόησης των επιπτώσεων στις δόσεις του δανείου από ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή του επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να δίνουν παραδείγματα στα οποία, για τον υπολογισμό της δόσης αποπληρωμής του δανείου (κεφάλαιο και τόκοι), θα λαμβάνει: α) ως ισοτιμία τη μεγίστη τιμή της αρνητικής διακύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ των νομισμάτων, που προσδιορίζουν την οφειλή του δανειολήπτη, β) ως επιτόκιο αναφοράς, το υψηλότερο επιτόκιο της τελευταίας τριετίας». Ωστόσο, η τακτική ενημέρωσης, που η ακολούθησε η εναγομένη, δεν πληρούσε τις ως άνω ασφαλιστικές δικλείδες, καθώς δεν περιείχε με αποσαφηνισμένους όρους το βάρος του υπέρμετρου κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που συνδεόταν άρρηκτα με το μεγάλο βάθος χρόνου της επίδικης δανειακής σύμβασης. Κατόπιν τούτων, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένης σύμβασης και η απουσία παρουσίασης ρεαλιστικού παραδείγματος διαμόρφωσης των υποχρεώσεων των εναγόντων στο μέλλον, ιδίως, σε περίπτωση αρνητικής πορείας του ευρώ και στο πλαίσιο μακροχρόνιας δανειακής σύμβασης, επιβεβαιώνουν την αδιαφάνεια των επίδικων όρων (14, 9 και 16 της σύμβασης και I περ. β 2η παρ. της πρόσθετης πράξης), ιδίως, όταν ο έλεγχος των όρων αυτών δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο διατυπωμένο περιεχόμενο τους, αλλά εδράζεται αξιολογικά σε μια σειρά αλληλοσυμπληρούμενων εκτιμήσεων της συνολικής κατάστασης ανισότητας των μερών και αφηρημένης επικινδυνότητας των καταχρηστικών αυτών όρων, και, συνεπώς, αναδεικνύουν την ανάγκη στάθμισης του βαθμού έντασης, με τον οποίο εμφανίζεται η επίδικη αξιολογική παράμετρος στο συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Οι επίμαχοι λοιπόν, όροι ήταν σαφείς ως προς τη γραμματική τους διατύπωση, πλην όμως αδιαφανείς και αόριστοι ως προς τις οικονομικές συνέπειες τους (κίνδυνος μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας), ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλλοντας τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, οι όροι αυτοί είναι αδιαφανείς και υπερβαίνουν σημαντικά τα όρια, που τάσσονται από τις παρ. 6, 7 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1964. Η ακυρότητα, ωστόσο, των ως άνω όρων δεν επιφέρει την ακυρότητα του συνόλου της επίδικης σύμβασης (ΑΚ 181), όπως επικαλούνται οι ενάγοντες, καθώς δεν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν την σύναψη της επίδικης σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος της (ΑΠ 328/2001 ΕλλΔνη 2001.1295), αφού πρωτίστως οι ενάγοντες απέβλεψαν στο δανεισμό, με αποτέλεσμα η ισχύς της επίδικης σύμβασης να είναι δυνατή και μετά την αποξένωση των προαναφερόμενων όρων. Το κενό δε αυτό καλύπτεται κατά το άρθρο 200 ΑΚ, ήτοι σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ενώ εφαρμογή του άρθρου 291 ΑΚ εν προκειμένω δεν χωρεί, εφόσον δεν πρόκειται για συναφή ρύθμιση (ΑΠ 374/2013 Νόμος). Ειδικότερα, η ρύθμιση του άρθρου 291 ΑΚ συνιστά ρύθμιση ενδοτικού δικαίου και καθιερώνει τη διαζευκτική ευχέρεια του οφειλέτη να εξοφλήσει είτε αυτουσίως στο αλλοδαπό νόμισμα, είτε σε ευρώ με την τρέχουσα κατά τον χρόνο πληρωμής ισοτιμία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι επίδικες ρήτρες είναι απλώς και μόνο «δηλωτικές» επαναλαμβάνουσες ρύθμιση νόμου, όπως επικαλείται η εναγομένη. Η έλλειψη δε συνάφειας ερείδεται, αφενός στο γεγονός ότι εν προκειμένω οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι δύο και προσδιορίζονται επί τη βάσει της τιμής αγοράς ευρώ/φράγκου και της τιμής πώλησης ευρώ/φράγκου στη διατραπεζική αγορά, ενώ στην 291 ΑΚ λόγος γίνεται μόνο για μια συναλλαγματική ισοτιμία επί τη βάσει της οποίας επιτρέπει στον οφειλέτη να εκπληρώσει στο ημεδαπό νόμισμα, και αφετέρου στο ότι η ρύθμιση της ΑΚ 291, κατόπιν ερμηνείας, αφορά στιγμιαίες συμβάσεις και όχι δάνεια, όπως το επίδικο που αποπληρώνονται μετά από πολλά χρόνια (ΠολΠρΑΘ 334/2016 Νόμος). Τούτων δοθέντων δεν καταστρατηγείται το άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας 93/2013 (13η αιτιολογική έκθεση), εφόσον μάλιστα, η κάλυψη συμβατικού κενού από υφιστάμενες διατάξεις νόμου ενδοτικού δικαίου, εν προκειμένω τη διάταξη 291 ΑΚ, είναι τελολογικώς παράδοξο να εφαρμοστεί, αφού και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο, δηλαδή η καταστρατήγηση της αρχής της διαφάνειας και θα εξουδετερωνόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που ασκεί στις τράπεζες η απαγόρευση της χρήσης αδιαφανών όρων (ΑΠ 1515/2013 Νόμος, ΑΠ 124/2013 Νόμος, ΑΠ 7/2011 ΕλλΔνη 2011.468, ΑΠ 1381/2010 Νόμος, ΑΠ 1287/2010 ΧρΙΔ 2011.704). Ακολούθως, στο πλαίσιο της συμπληρωματικής κατ' άρθρο 200 ΑΚ ερμηνείας της σύμβασης, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη: ά) τις aovec rnc συναλλακτικής ευθύτητας, τις οποίες οφείλει να τηρεί κάθε χρηστός και γνωστικός συναλλασσόμενος, καθώς και τις σύμφωνες με αυτές συνήθειες των συναλλαγών, β) το είδος, τη φύση και το σκοπό της επίμαχης σύμβασης, την οποία συνήψαν οι διάδικοι, και, συγκεκριμένα, το γεγονός πως επρόκειτο για καταρτισθείσα στην Ελλάδα δανειακή σύμβαση, μέσω της οποίας οι ενάγοντες θα αποπλήρωναν (σε ευρώ) το τίμημα για την ανέγερση των κατοικιών τους, γ) τα συμφέροντα των διαδίκων, εκ των οποίων εκείνα της εναγομένης δεν εξαρτώνται από τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αλλά εξυπηρετούνται μέσω του προαναφερόμενου κυμαινόμενου επιτοκίου, με το οποίο και συμφωνήθηκε πως θα αποπληρωθεί το δάνειο, δ) τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές στα μέσα του έτους 2009, οπότε και συνήφθη η επίμαχη σύμβαση, και οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τη σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ε) το γεγονός πως οι ενάγοντες, ως υπήκοοι Ελλάδας, οι οποίοι ζουν και δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, δεν μπορούν παρά να χρησιμοποιούν το εγχώριο νόμισμα, και δη το ευρώ, στις συναλλαγές τους, στ) το γεγονός πως η εναγομένη γνώριζε πως οι ενάγοντες αδυνατούσαν να έχουν στην κατοχή τους ελβετικά φράγκα, με συνέπεια να εξοφλούν, όπως και πράγματι έκαναν, ουσιαστικά σε ευρώ τα δάνεια, ζ) το γεγονός πως τα χρηματικά ποσά, που χορηγήθηκαν με τα δάνεια, ναι μεν εκταμιεύθηκαν σε ελβετικά φράγκα, πλην, όμως, αμέσως μετά την εκταμίευση τους μετατράπηκαν από την ίδια την εναγομένη σε ευρώ και, μάλιστα, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων ισοτιμία κατά την ημέρα της εκταμίευσης τους, η) το γεγονός πως η εναγομένη διέθεσε ουσιαστικά στους ενάγοντες το χρηματικό ποσό των 218.277,45 ευρώ, που ισούντο κατά την ημέρα της εκταμίευσης του με το ποσό των 332.000 ελβετικών φράγκων, αφού οι ενάγοντες με ευρώ θα αποπλήρωναν το ποσό που απαιτούνταν για την αποπεράτωση των κατοικιών, θ) το γεγονός πως η εναγόμενη, στο πλαίσιο της επίμαχης σύμβασης, δεν παρείχε ουσιαστικά στους ενάγοντες κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων και ι) τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, η οποία ορίζει πως "με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας", καταλήγει στο συμπέρασμα πως η εναγόμενη, όσον αφορά στην απόδοση του εν λόγω δανείου, δεν μπορεί να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη, που ίσχυε κατά την αποδέσμευση του κεφαλαίου αυτού (δανείου) στις 15-4-2009. Επομένως, με βάση την ισοτιμία αυτή θα πρέπει να υπολογίζει, αφενός τις καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούνται προς εξόφληση του δανείου, αφετέρου το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, ο δε υπολογισμός αυτός κρίνεται εύλογος και δικαιολογημένος. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής εκ μέρους των εναγόντων, καθόσον, το γεγονός ότι οι ίδιοι ζήτησαν την χορήγηση του δανείου σε ελβετικό φράγκο, έχοντας προηγουμένως απευθυνθεί σε επενδυτικό σύμβουλο, τον ..., καθώς και ότι έτυχαν ευνοϊκού επιτοκίου, δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι γνώριζαν πλήρως τι σημαίνει και τι συνεπάγεται η ανάληψη από μέρους τους του κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Το αυτό ισχύει και ως προς το μορφωτικό τους επίπεδο και την ηλικία, αλλά και όσον αφορά στις μηνιαίες ενημερώσεις που ελάμβαναν, αφού οι ενημερώσεις αυτές ήταν σε ελβετικά φράγκα.

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν κατά την επικουρική της βάση που στηρίζεται στο Ν. 2251/1994, και συγκεκριμένα κατά το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας μόνο των προαναφερόμενων συγκεκριμένων καταχρηστικών όρων των συμβάσεων, να αναγνωριστεί ότι οι όροι 14, 9 και 16 της υπ' αριθμ... δανειακής σύμβασης και ο όρος I περ. β 2η παρ. της από 24-4-2013 πρόσθετης πράξης, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, τυγχάνουν, κατά το ως άνω αναφερόμενο σκέλος τους, άκυροι, ως καταχρηστικοί, με συνέπεια, αφενός οι καταβολές, που οι ενάγοντες πραγματοποιούν είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικά φράγκα, προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ανωτέρω σύμβαση υποχρεώσεων τους, αφετέρου το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, ως και το κεφάλαιο κατά τον χρόνο πρόωρης εξόφλησης αυτού, να πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη, με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ελβετικού φράγκου και ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, ήτοι ισοτιμία 1,521 που ίσχυε στις 15-4-2009. Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να προβεί στον συνυπολογισμό όλων των γενομένων χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κ.λπ.) και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, αφού προβεί σε μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου - ευρώ που ίσχυε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Ένα μέλος του Δικαστηοίου όμως και συγκεκριμένα ο ... είχε την άποψη ότι η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως μη νόμιμη και ειδικότερα - αναφορικά με τα σκέλη της που κρίθηκαν παραδεκτά και νόμιμα σύμφωνα με την πλειοψηφήσασα άποψη και προς αποφυγή επαναλήψεων - λεκτέα τα ακόλουθα: Πριν από το δικαστικό έλεγχο ενός Γ.Ο.Σ., είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν ο όρος αυτός εμπίπτει στα «essentialia negotii», «accidentalia negotii» ή «naturalia negotii» της δικαιοπραξίας. «Essentialia negotii» (ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας) είναι τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται από το νόμο και αρκούν για την ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης δικαιοπραξίας ορισμένης μορφής, όπως είναι οι όροι που καθορίζουν την παροχή και αντιπαροχή, «accidentalia negotii» (τυχαία στοιχεία της δικαιοπραξίας) είναι τα στοιχεία εκείνα που δεν αποτελούν το συνηθισμένο περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, - προστίθενται δε σ' αυτήν από τους δικαιοπρακτούντες και είτε ρυθμίζουν ορισμένα θέματα διαφορετικά απ' ό,τι οι ενδοτικοί κανόνες δικαίου, είτε αποτελούν αίρεση ή προθεσμία ή ποινική ρήτρα, ενώ «naturalia negotii» (συνηθισμένα ή φυσικά στοιχεία της δικαιοπραξίας) είναι τα στοιχεία που ρυθμίζονται από το νόμο, ο οποίος συμπληρώνει τη δικαιοπρακτική ρύθμιση, συνήθως με διατάξεις ενδοτικού δικαίου (ΠΠρΘεσ 2134/2016 αδημ. στο νομικό τύπο, με περαιτέρω παραπομπή σε Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του αστικού δικαίου, έκδ. 1983, σελ 256 -257. Βλ. επίσης Γεωργιάδη Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδ. 2002, σελ. 331 -332). Ο όρος, λοιπόν, της σύμβασης, που εμπίπτει στα "naturalia negotii", συνιστά δηλωτικό όρο, ο οποίος απλώς επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διατάξεων του ενδοτικού δικαίου. Η ένταξη του κρινόμενου κάθε φορά όρου σε μία από τις τρεις ανωτέρω κατηγορίες αυτονόητα προηγείται του δικαστικού ελέγχου, διότι η ένταξη αυτή έχει αντανακλαστικές επιπτώσεις, όχι μόνο στο εύρος του δικαστικού ελέγχου, αλλά ακόμη και στο επιτρεπτό αυτού. Έτσι, εάν πρόκειται για όρο που εμπίπτει στα «essentialla negotii» της σύμβασης και αφορά σε κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη αυτής, όπως η διάρκεια και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής, ο δικαστικός έλεγχος του υπόκειται στους περιορισμούς της διάταξης του αρθρ. 4 §2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, με συνέπεια η καταχρηστικότητά του να ελέγχεται μόνο στην περίπτωση που ο όρος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975). Εάν πρόκειται για όρο που εμπίπτει στα «accictentalia negotii» της σύμβασης, ο δικαστικός έλεγχος του είναι πλήρης και δεν έχει περιορισμούς. Δηλαδή, ο πλήρης έλεγχος ενός όρου, που θα αφορά και τη διαφάνεια και εν γένει την καταχρηστικότητά του περιεχομένου του, είναι επιτρεπτός μόνο εφόσον ο κρινόμενος όρος δεν εμπίπτει στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης ή εμπίπτει σε αυτό, αλλά δεν είναι διαφανής. Αντίθετα, εάν πρόκειται για όρο που εμπίπτει στα «naturalia negotii» της σύμβασης, τότε αυτός, σύμφωνα με την 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρ. 1 §2 της Οδηγίας 93/13, που ορίζει ότι «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η έκφραση «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, «εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως», εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου. Η 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρ. 1 §2 της Οδηγίας 93/13 αποκλείουν την εφαρμογή της Οδηγίας για ρήτρες της σύμβασης που απηχούν εθνικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου, δηλαδή τις λεγόμενες δηλωτικές ρήτρες, Ο έλεγχος της καταχρηστικότητας, κατά την Οδηγία, θέτει περιορισμούς στη μονομερή εκμετάλλευση της συμβατικής ελευθερίας. Αποσκοπεί, λοιπόν, να υπαγάγει σε έλεγχο μόνο συμβατικές συμφωνίες, αλλά όχι κανόνες δικαίου. Καθώς πρέπει να αποφευχθεί ένας άμεσος έλεγχος καταχρηστικότητας των κανόνων δικαίου των κρατών μελών της Ένωσης και να διαφυλαχθεί η νομοθετική τους λειτουργία, κατά το μέτρο που είναι συμβατή με το κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο, η παρ. 2 καταλαμβάνει όλες τις συμβατικές συμφωνίες που συμφωνούν κατά περιεχόμενο με τους κανόνες δικαίου των κρατών μελών. Δηλαδή, ως προς τις ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου η Οδηγία εκκινεί από τη θέση ότι αυτές αποτελούν ήδη ανάλογες και δίκαιες λύσεις στις συγκρούσεις των συμφερόντων των κοινωνών του δικαίου και δεν περιέχουν καταχρηστικές προβλέψεις κατά την έννοια της Οδηγίας. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να αποτρέψει έναν έμμεσο έλεγχο των εθνικών ρυθμίσεων από τα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές. Το άρθρο 1 §2 ανάγεται, έτσι, σε έκφραση της δέσμευσης του δικαστή από το νόμο. Οι όροι αυτοί δεν εμπίπτουν ως εκ τούτου καν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Στον έλεγχο, όμως, υπόκεινται σε κάθε περίπτωση εκείνες οι ρήτρες, που αφίστανται των κανόνων δικαίου. Στους κανόνες των εθνικών δικαίων συγκαταλέγεται τόσο το αναγκαστικό, όσο και το ενδοτικό δίκαιο. Αυτό αναφέρεται ρητά στη 13η σκέψη του Προοιμίου της Οδηγίας, συνάγεται δε και από το νόημα και τον σκοπό του άρθρ. 1 §2 της Οδηγίας, το οποίο επιβάλλει μία ευρεία πρόσληψη της έννοιας «διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», καθώς και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου στο πλαίσιο μίας συναφθείσας σύμβασης είναι εξίσου δεσμευτικές, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη των μερών. Και ως προς τις διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ο έλεγχος δεν θα είχε νόημα, διότι σε περίπτωση μη ισχύος της ρήτρας λόγω ακυρότητας, θα έπρεπε να ισχύσει εκ νέου η πρόβλεψη του νόμου. Δηλαδή, αναγκαστικές είναι όλες οι διατάξεις που ισχύουν δεσμευτικά, όταν ελλείπει μια αποκλίνουσα συμβατική πρόβλεψη (βλ. σχετ. Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Trstenjak επί της υπόθεσης C-92/11 σκέψη 47, σύμφωνα με την οποία κατά την έννοια της Οδηγίας θα πρέπει ο όρος «αναγκαστικός» να μη στηρίζεται στην παραδοσιακή διάκριση στο αστικό δίκαιο μεταξύ διατάξεων «αναγκαστικού» και «ενδοτικού» δικαίου, αλλά μάλλον να υποδηλώνει ότι στην έννοια των «νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου» εμπίπτουν οι κανόνες οι οποίοι ισχύουν, σύμφωνα με το νόμο, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, εφόσον δεν έχει συνομολογηθεί κάτι διαφορετικό (ΔΕΚ 21-3-2013. RWE Vertrieb υπόθεση 0-92/11, σκέψη 26, κατά την οποία η προβλεπόμενη από το άρθρ. 112 της Οδηγίας 93/13 εξαίρεση αφορά τις ρήτρες που απηχούν διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλόμενων μερών ή διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας τους, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Κάθε κράτος μέλος μπορεί βέβαια, όσον αφορά στις δικές του διατάξεις, να αποστεί της ενσωμάτωσης του άρθρου 1 §2 της Οδηγίας και με αυτόν τον τρόπο να επιτρέψει έλεγχο και των δικών του ρυθμίσεων. Πράγματι στην ημεδαπή έννομη τάξη δεν ενσωματώθηκε η εν λόγω διάταξη της Οδηγίας. Ως προς το ζήτημα, όμως, του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. που αποτυπώνουν και επαναλαμβάνουν κανόνες δικαίου, σύμφωνα με την άποψη που προκρίνεται ως ορθότερη, οι εν λόγω Γ.Ο.Σ εκφεύγουν πλήρως του ελέγχου, καθώς δεν μπορεί να καθίσταται μέσω των Γ.Ο.Σ. ο ίδιος ο νόμος αντικείμενο ελέγχου. Σε διαφορετική περίπτωση ένας τέτοιος έλεγχος από το δικαστή ενδεχομένως θα έθετε και ζήτημα παραβίασης της διάκρισης των εξουσιών κατά το άρθρ. 26 §1 του Συντάγματος, αλλά και παραβίαση του άρθρ. 87 §2 του Συντάγματος. Αντιθέτως, είναι ο ίδιος ο νόμος αυτός που παρέχει τα αναγκαία κριτήρια για το δικαστικό έλεγχο των Γ.Ο.Σ. Τούτο διότι με τους Γ.Ο.Σ. είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται, όμως, η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη του ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε Γ.Ο.Σ., ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του Γ.Ο.Σ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή (ΑΠ 561/2014 ΧρΙΔ 2014.622, ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2010.714). Το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. λοιπόν, δεν μπορεί να καταστεί όχημα δια του οποίου θα επιχειρηθεί ή τροποποίηση ή εν τέλει η ακύρωση στην πράξη διατάξεων, που έχει θέσει ο ίδιος ο νομοθέτης προς εξισορρόπηση αντικρουόμενων συμφερόντων των κοινωνών του δικαίου. Αντιθέτως, μία σύμφωνη με την Οδηγία και το άρθρ. 1 §2 αυτής ερμηνεία επιβάλλει μία συστολή του άρθρ. 2 παρ.6 Ν. 2261/1994, με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, και μη εφαρμογή του στις περιπτώσεις των δηλωτικών ρητρών (ΠΠΘεσ 8966/2017 ΤΝΠ Νόμος, 2134/2016 ό.π.). Οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή τους, ζητούν, μεταξύ των άλλων, να αναγνωρισθεί το ανυπόστατο της επίδικης δανειακής σύμβασης σε συνάλλαγμα, καθόσον ουδέποτε υπήρξε πραγματική μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος (των 208.754,38 ελβετικών φράγκων) και επομένως ουδεμία υποχρέωση επιστροφής του εν λόγω ποσού υφίσταται σε βάρος τους και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της διότι περιέχει τους με αριθμούς 9, 14, 16 όρους της κύριας σύμβασης και το με αριθμό 1 περ. β. παρ. 2 της πρόσθετης τοιαύτης, που είναι άκυροι, ως αόριστοι, αδιαφανείς, ασαφείς καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι per se καθώς προβλέπουν την εξόφληση των υποχρεώσεων τους έναντι της εναγομένης με βάση την εκάστοτε ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της καταβολής, τη δυνατότητα μετατροπής από την εναγομένη σε ελβετικά φράγκα των καταβολών σε ευρώ που θα πραγματοποιούν οι ενάγοντες, όσο και της οφειλής σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες, την πρόωρη εξόφληση του δανείου με βάση την ισχύουσα τιμή πώλησης του CHF κατά την ημέρα καταβολής και την αναγνώριση από τους ενάγοντες το κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης άληκτο κεφάλαιο του δανείου σε ελβετικό φράγκο. Η κύρια βάση της αγωγής με την οποία οι ενάγοντες ζητούν ν’ αναγνωριστεί το ανυπόστατο της σύμβασης στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Τούτο διότι η δανειακή σύμβαση έφερε όλα τα ουσιώδη στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου της διάταξης του άρθρου 806 ΑΚ, που είναι η μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από το δανειστή στους οφειλέτες, με αποκλειστικό σκοπό τη χρησιμοποίηση τους από τους τελευταίους και συμφωνία των μερών για την απόδοση άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, γεγονός που δεν αμφισβητείται (ΠΠρΑΘ 763/2016 ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, τα δάνεια σε συνάλλαγμα δεν είναι ασυνήθη και επιτρέπονται στις τραπεζικές συναλλαγές, η δε χρηματοδότηση σε ξένο νόμισμα φυσικών προσώπων για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών όχι μόνο δεν αντίκειτσι στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β, υπό τον τίτλο «Δάνεια προς ιδιώτες για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων», της 1955/1991 ΠΔ/ΤΕ (ΦΕΚ Α 105), η οποία απλά ρύθμιζε τους κανόνες χορήγησης δανείων σε δραχμές από πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, αλλά αντιθέτως, με την 2325/1994 ΠΔ/ΤΕ (ΦΕΚ Α 131) επιτρέπεται ρητά (ΑΠ 370/2012 ΤΝΠ Νόμος), χωρίς να απαιτείται, όπως αβάσιμα οι ενάγοντες υποστηρίζουν, να υφίσταται για τον δανειολήπτη ανάγκη συναλλάγματος. Εξάλλου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η δανειακή σύμβαση συνιστά δάνειο σε ξένο νόμισμα και δη ελβετικό φράγκο, το οποίο, αφενός μεν μπορεί να συντελείται με την περιέλευση του δανείσματος από την περιουσία του δανειοδότη σε αυτή του δανειολήπτη, με οποιονδήποτε ισοδύναμο προς τη μεταβίβαση της κυριότητας οικονομικό τρόπο [ΠΠρΘεσ 738/2016 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, Γεωργιάδη Απ. -Καραγκουνίδη-, ΣΕΑΚ, τόμ. I, άρθρο 806, πλαγιάρ. 8], όπως, εν προκειμένω, με τη μετατροπή του δανείσματος από ελβετικά φράγκα οε ευρώ και εν συνεχεία την απόδοση του ποσού σε ευρώ [βλ. ΠΠρΘεσ 738/2016 ό.π., Γιοβανόπουλο P., Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕμπΔ 2015.647 (654, 655)). αφετέρου δε δεν είναι αναγκαίο να συνδέεται αυτή με πραγματική εισαγωγή τραπεζογραμματίων ελβετικού φράγκου, το οποίο μπορεί να χορηγείται από την τράπεζα με τη μορφή λογιστικού χρήματος, προερχόμενου είτε από άντληση κεφαλαίων στο εν λόγω νόμισμα από τη χρηματαγορά, είτε από δανεισμό της τράπεζας από τη διατραπεζική αγορά του ελβετικού φράγκου, δεδομένου ότι δεν τίθενται πλέον συναλλαγματικοί περιορισμοί στη σύναψη δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. (ΣΛΕΕ), 5 παρ. 1 ν. 2842/2000, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, π.δ. 96/1993 και π.δ. 104/1994 [ΠΠρΘεσ 738/2016 ό.π., Γιοβανόπουλο Ρ ό.π., ΕπισκΕμπΔ 2015.647 (653, 654), Χασάπη Χ., Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μία προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρΙΔ 2014.413 (415επ.)|. Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση του επίδικου δανείου σε συνάλλαγμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας (βλ. σχετ. άρθρα 4 παρ. 1,19 παρ. 4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39), κατά τρόπο που, εν προκειμένω, η σχετική συναλλαγματική δραστηριότητα, την οποία δεν πραγματοποιούσε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τη διαπραγμάτευση ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων, ήταν αμιγώς παρεπόμενη της χορήγησης και της αποπληρωμής του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, η αξία του οποίου για τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθοριζόταν εκ των προτέρων, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα, προσδιοριζόταν βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης, χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της δανειακής αυτής σύμβασης και τυχόν, πάντως μη υφιστάμενης στην ένδικη περίπτωση, πράξης προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν γίνεται επίκληση δέσμευσης κεφαλαίων, επί σκοπώ της επερχόμενης αύξησης αυτών και εισροής νέων, αλλά αντίθετα μνημονεύεται η εκταμίευση ορισμένου ποσού, που προοριζόταν για την αγορά κατοικίας από τους ενάγοντες, με την επ' ωφελεία αυτών εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία μεταξύ των διαδίκων ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, αφού, κατά τα επικαλούμενα, το ευρώ ήταν το μοναδικό νόμισμα πληρωμής, ενώ το ελβετικό φράγκο χρησίμευε ως λογιστική μονάδα, ώστε δεν προσδοκάτο περαιτέρω οικονομικό κέρδος, προερχόμενο από την καθ' οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος [βλ. ΠΠρΘεσ 738/2016 ό.π., ΠΠΘεσ 14236/2015 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΔΕΕ, C-312/14, Marton Lantos, σκέψεις 43 επόμ., Γιοβανόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕμπΔ 2015.647 (655, 656)]. Περαιτέρω, η επικουρική βάση της αγωγής περί ακυρότητος του όρου καταβολής με βάση την τρέχουσα ισοτιμία των δύο νομισμάτων είναι μη νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη, διότι ο όρος αυτός, αναφορικά με το χρόνο υπολογισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, συνιστά δηλωτικό όρο της επίμαχης σύμβασης, αφού επαναλαμβάνει ουσιαστικά τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής», χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως χωρίς να καταλείπει τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην κρίση της εναγόμενης τράπεζας. Κατά την ανωτέρω, ενδοτικού δικαίου, διάταξη, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος συνομολόγησης ή λήξης του χρέους, αλλά της πραγματικής πληρωμής, η δε έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει σε βάρος ή σε όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη. Η ρήτρα δε αυτή, που έχει τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, θεωρείται διαφανής, καθόσον εύλογα γίνεται δεκτό ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις στις οποίες αυτή αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Η επίδικη, εξάλλου, σύμβαση δεν εμφανίζει ατυπικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τη νομοτυπική μορφή για την οποία ισχύει ο προβλεπόμενος στη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου, ο οποίος δεν αφορά σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένη κατηγορία τυποποιημένων συμβάσεων, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης χρηματικής οφειλής σε ξένα νόμισμα, ανεξαρτήτως του είδους της σύμβασης που καταρτίστηκε, δηλαδή σύμβαση πώλησης, δανείου κλπ., εφαρμόζεται δε στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως είναι και η επίμαχη σύμβαση δανείου, με την οποία νόμιμα συνομολογήθηκε, οφειλή σε ξένο νόμισμα, μετά την πλήρη απελευθέρωση της παροχής πιστώσεων και πληρωμών σε ξένο νόμισμα, με βάση ιδίως τα Π.Δ. 96/1993 και 104/1994 και τις ΠΔ/ΤΕ 2303/16-5-1994, 2325/2-8-1994 και 2342/24-11-1994, αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 63 έπ.. ΣΛΕΕ και 5 παρ. 1 Ν. 2842/2000, με το τελευταίο από τα οποία ήρθη κάθε αμφιβολία ως προς τη νομιμότητα της συνομολόγησης οποιασδήποτε ενοχής στην ημεδαπή σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα με δάνεια ή άλλες συμβάσεις. Επομένως, ο ως άνω Γ.Ο.Σ. επαναλαμβάνει εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή που οπωσδήποτε δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο που προϋπέθεσε ο εθνικός νομοθέτης, όταν θέσπιζε την ανωτέρω εθνική ρύθμιση. Ως εκ τούτου, ο επίδικος υπ' αριθμ. 14 Γ.Ο.Σ., δηλαδή η ρήτρα συναλλαγματικής ισοτιμίας, ουδόλως αφίσταται του ρυθμιστικού προτύπου που προϋπέθεσε ο εθνικός νομοθέτης στην ΑΚ 291, αντιθέτως ταυτίζεται με τις περιπτώσεις που η τελευταία διάταξη ρυθμίζει, ακόμη και υπό την άποψη που υποστηρίζεται στη θεωρία, ότι εφόσον συμφωνηθεί μεταξύ των αντισυμβαλλομένων διαζευκτική ενοχή, δηλαδή πληρωμή είτε με ξένο είτε με το εγχώριο νόμισμα, η ΑΚ 291 τυγχάνει εφαρμογής, εάν έγινε επιλογή του αλλοδαπού νομίσματος (βλ. σχετ. Σταθόπουλο Μ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση 2004, παρ. 11, αρ. 47, σημ. 33, σελ, 642, Ταμπάκη I., σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, άρθρ. 291, αρ. 9, σελ. 50, Κοντογεωργακόπουλο σε ΣΕΑΚ I, άρθρ. 291, αρ. 11, σελ. 564). Στην προκείμενη περίπτωση, η επίδικη ρήτρα συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία θεσπίζει τέτοια διαζευκτική ενοχή, ταυτίζεται με την ΑΚ 291, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στο ένδικο αγωγικό δικόγραφο περιστατικά, η εκταμίευση του δανείσματος στην υπό κρίση περίπτωση έγινε σε ελβετικά φράγκα, τα οποία, ακολούθως, μετατράπηκαν σε ευρώ και πιστώθηκαν σε λογαριασμό των εναγόντων, κατά τη σύμβαση, ο δε λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου τηρήθηκε σε συνάλλαγμα {CHF) κατά κεφάλαιο και τόκους, ενώ και η αποπληρωμή του δανείου γινόταν, επίσης, σε συνάλλαγμα, αφού κάθε καταβολή εκ μέρους του ενάγοντος, η οποία πραγματοποιούταν σε ευρώ, πιστωνόταν στο λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου σε συνάλλαγμα μετά τη μετατροπή του καταβαλλόμενου ποσού σε ελβετικά φράγκα. Σημειώνεται, τέλος, ότι η επίδικη σύμβαση συνιστά, οπωσδήποτε καταναλωτική σύμβαση στεγαστικού δανείου, χωρίς η ενσωμάτωση του επίδικου Γ.Ο.Σ. σ' αυτήν να αλλοιώνει το συμβατικό σκοπό και τη νομική της φύση, κατά τρόπο ώστε μ' αυτήν τελικά να μην επιδιώκονται καθαρά δανειοδοτικοί σκοποί, με βάση τα συμβατικό πρότυπο της σύμβασης δανείου, αλλά να αποκτούν δήθεν χαρακτήρα επενδυτικής υπηρεσίας, με συνέπεια να μην ενεργοποιείται  για τον Γ.Ο.Σ. αυτό η εξαίρεση του άρθρ. 1 §2 της παραπάνω Οδηγίας. Ειδικότερα, με βάση τα ιστορικά αφηγούμενα στο δικόγραφο της αγωγής, σκοπός της επίδικης σύμβασης ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας (βλ. σχετ. άρθρ. 4 § 1, 19 §§4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης-4-2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων), κατά τρόπο που, εν προκειμένω, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες, τις οποίες δεν πραγματοποιούσε το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τη διαπραγμάτευση ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων, ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορήγησης και της αποπληρωμής του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, η αξία του οποίου για τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθοριζόταν εκ των προτέρων, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα, προσδιοριζόταν βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης, χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της δανειακής αυτής σύμβασης και τυχόν, πάντως μη υφισταμένων στην ένδικη περίπτωση, πράξεων προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος. Τούτου, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι δεν γίνεται επίκληση δέσμευσης κεφαλαίων επί σκοπώ της επερχόμενης αύξησης αυτών και εισροής νέων, αλλά, αντίθετα, μνημονεύεται η εκταμίευση ορισμένου ποσού, που προορίζονταν για την αγορά ακινήτου από τους ενάγοντες, με την επ' ωφελεία αυτών εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το, ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία, μεταξύ των διαδίκων, ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, ώστε δεν προσδοκάτο περαιτέρω οικονομικό κέρδος, προερχόμενα από την καθ' οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος (ΔΕΕ 3-12-2015 Banif Plus BanK. Ztr/Marton Lantos υπόθεση C-312/14, curia.europa.eu, κατά την οποία δεν αποτελούν επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα, κατά τη διάταξη του άρθρ. 4 §1 σημ. 2 της Οδηγίας 2004/39, ορισμένες πράξεις συναλλάγματος, τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δυνάμει ρητρών σύμβασης δανείου σε ξένο νόμισμα, οι οποίες συνίστανται στον καθορισμό του ποσού του δανείου βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος που ισχύει κατά το χρόνο της αποδέσμευσης των κεφαλαίων και στον καθορισμό των ποσών των μηνιαίων δόσεων βάσει της τιμής πώλησης του εν λόγω ξένου νομίσματος που ισχύει κατά τον υπολογισμό κάθε μηνιαίας δόσης (Βλ. σχετ. Γιοβανόπουλο, Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕμπΔ 2015.654 επ., αντίθ. Ψυχομάνης, Τραπεζικά στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα, ΔΕΕ 2015.1 επ.). Κατόπιν τούτων, ο επίδικος όρος συναλλαγματικής ισοτιμίας, ως δηλωτικός όρος της επίδικης σύμβασης, αφού επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα και με τη ρητή επιταγή του άρθρ. 1 §2 της Οδηγίας 93/13 (ΠΠΘεσ 2134/2016 ό.π., ΠΠΘεσ 1101/2016 ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘεσ 738/2016 ΕλλΔνη 2016.847, ΠΠΘεσ 1819/2016 αδημ., ΠΠΘεσ 1825/2016 αδημ., ΠΠΘεσ 2486/2016 αδημ., Δέλλιος, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, έκδ. 2013, σελ. 188 επ., πλαγιάρ, 238 επ. Ευθυμίου Αιμ. ΧρΙΔ 2014.606). Βάσει, λοιπόν, της ρύθμισης του άρθρου 291 ΑΚ, ο οφειλέτης φέρει ούτως ή άλλως το βάρος ή το όφελος της ανόδου ή της πτώσης της αξίας του αλλοδαπού νομίσματος, οπότε ο όρος της επίμαχης σύμβασης που καταλογίζει τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας στο δανειολήπτη δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστικός. Εξάλλου σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν υφίστατο κενό ως προς το ζήτημα της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά τη συνομολόγηση της προκείμενης ενοχής στην ημεδαπή σε αλλοδαπό νόμισμα, η εφαρμογή του κανόνα δικαίου του άρθρου 291 ΑΚ δεν καταλείπει κανένα κενό στη σύμβαση, δοθέντος ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ούτε κάποια άλλη ειδικότερη διάταξη η οποία να συνηγορεί υπέρ της πρόταξης της συμπληρωματικής ερμηνείας έναντι της εφαρμογής του ανωτέρω κανόνα ενδοτικού δικαίου, της πρότυπης, δηλαδή, ρύθμισης, με την οποία ο ίδιος ο νομοθέτης εγγυάται την ισόρροπη κατανομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η εφαρμογή δε του κανονιστικού προτύπου, το οποίο θεωρείται ότι δεν εισάγει καταχρηστικές ρυθμίσεις, παρίσταται ούτως ή άλλως αδιαμφισβήτητη για την πλήρωση κενού μίας καταναλωτικής σύμβασης, που αναφύεται λόγω της κατ' άρθρ, 2 §6 Ν. 2251/1994 ακυρότητας, ενός καταχρηστικού όρου, που εμφιλοχώρησε στη σύμβαση. Τούτο ανεξαρτήτως του ότι το αποτέλεσμα που θα είχε η εφαρμογή του ενδοτικού δικαίου μπορεί να ήταν ανεπιεικές, καθόσον, εφόσον υφίσταται πράγματι διάταξη ενδοτικού δικαίου η οποία ρυθμίζει το ζήτημα που ρύθμιζε ο άκυρος όρος, ο δικαστής υποχρεούται να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τροποποιήσει το ίδιο το περιεχόμενο του άκυρου όρου μέσω συμπληρωματικής ερμηνείας της σύμβασης, προκρίνοντας άλλη λύση, η οποία ενδεχομένως να υπέβαινε επωφελής για τον καταναλωτή συναλλασσόμενο, εις βάρος, όμως, του προμηθευτή. Εξάλλου, το ΔΕΚ, ήδη ΔΕΕ, έχει αποφανθεί, όσον αφορά στην πλήρωση του κενού που δημιουργείται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όπως εν προκειμένω, από την κήρυξη της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση αυτή, υπέρ της εφαρμογής, αντί της καταχρηστικής ρήτρας, εθνικής διάταξης ενδοτικού δικαίου, η οποία, άλλωστε, θεωρείται, σύμφωνα με την 13η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες. Τούτο διότι κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία παρέχει στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία, οσάκις κηρύσσει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανομένης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να συμπληρώνει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής, αντιβαίνει στο άρθρ. 6 §1 της ανωτέρω Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο "Οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, αν μπορεί να υπάρξει και χωρίς αυτούς". Δικαιολογητικό λόγο αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης του ΔΕΕ αποτελεί το γεγονός ότι αν οι εθνικοί δικαστές είχαν την εξουσία να αναθεωρούν το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών, οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι ακόμα και αν αυτές κηρύσσονταν άκυρες η σύμβαση θα μπορούσε παρά τούτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο. Η αναγνώριση, δηλαδή, μίας τέτοιας εξουσίας στους εθνικούς δικαστές δεν θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει, αφ' εαυτής, προστασία εξίσου αποτελεσματική με εκείνη που συνεπάγεται μη εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών. Η εφαρμογή, άλλωστε, εθνικής διάταξης ενδοτικού δικαίου αντί καταχρηστικής ρήτρας συνάδει με τους σκοπούς του άρθρ. 6 §1 της Οδηγίας 93/13, καθόσον τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (βλ. σχετ. ΔΕΚ 30-4-2014 Kasler/Jelzalogbank υπόθεση C-26/13, σκέψεις 76, 78, 80 και 81, ΔΕΚ 14-6-2012 Banco Espanol/Camino υπόθεση C-618/10, σκέψεις 68, 69, 70 και 73 ΤΝΠ Νόμος). Συμπερασματικά, επομένως, το ΔΕΕ θεωρεί ως επιβεβλημένη την κάλυψη του κενού από την ακύρωση Γ.Ο.Σ. πρωτίστως με εφαρμογή διατάξεων ενδοτικού δικαίου, όπως τέτοια είναι και η ΑΚ 291, και όχι με ερμηνευτικές μεθόδους οι οποίες εμμέσως παρεισάγουν δικαστική αναθεώρηση του περιεχομένου της άκυρης ρήτρας. Ακόμη, όμως, και στο πλαίσιο της συμπληρωματικής ερμηνείας της σύμβασης, η οποία δεν αποκλείεται εκ προοιμίου, συνεχίζει δε να χωρεί εφόσον δεν υφίστανται κανόνες ενδοτικού δικαίου ή αυτοί δεν είναι πρόσφοροι για την πλήρωση του κενού ή δεν έχουν αποκλειστεί από τους συμβαλλόμενους ρητά ή σιωπηρά, αποσκοπώντας στην αναζήτηση της υποθετικής βούλησης των συμβαλλομένων επί τη βάσει κανονιστικών κριτηρίων και δη της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ, με στόχο να ανευρεθεί τι θα ήθελαν ή θα δέχονταν ως δίκαιο συμβιβασμό συμφερόντων συναλλασσόμενοι με όμοια γνωρίσματα επί μίας αντίστοιχης σύμβασης, εάν είχαν διαγνώσει έγκαιρα το κενό καλόπιστα και είχαν σκεφτεί το αρρύθμιστο ζήτημα, η πλήρωση του κενού δεν μπορεί να θίγει καταφανώς το ένα μέρος, αλλά οφείλει να εγγυάται ομοίως μία δίκαιη συμφωνία, με την έννοια της, κατά το δυνατόν, ισόρροπης κατανομής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, χωρίς να οδηγεί σε μία μονόπλευρη επιβολή των συμφερόντων του πελάτη δανειολήπτη, όπως, αντίθετα, επιδιώκει ο ενάγων, αιτούμενος ουσιαστικά τη μετακύλιση του κινδύνου δυσμενούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας αποκλειστικά σε βάρος της αντισυμβαλλομένης του εναγόμενης τράπεζας (βλ. σχετ. περί του ότι αφενός γενικός όρος δανειακών συμβάσεων, ο οποίος προβλέπει ότι ο δανειολήπτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις απορρέουσες από τη σύμβαση δανείου υποχρεώσεις προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής είναι δηλωτικός όρος που επαναλαμβάνει τη ρύθμιση της ΑΚ 291, αφετέρου η κάλυψη του κενού από την ακύρωση Γ.Ο.Σ. συμπληρώνεται πρωτίστως με εφαρμογή των διατάξεων του ενδοτικού δικαίου (Γιαβανόπουλο ο.π., Χασάπη, Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μια προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρΙΔ 2014.413 επ., παρατηρήσεις Ευθυμίου στην ΠΠρΞάνθ 23/2014 Το ανεπίτρεπτο του δικαστικού ελέγχου των Γ.Ο.Σ. συναλλαγματικής ισοτιμίας σύμβασης δανείου σε ελβετικό φράγκο που επαναλαμβάνουν την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, ΧρΙΔ 2014.609, αντίθετα Ψυχομάνης, ό.π., και γνωμοδοτικό σημείωμα των Δέλλιου και Βαλτούδη και από 10.09.2015 γνωμοδότηση Βενιέρη). Περαιτέρω και αναφορικά με την επικαλούμενη ακυρότητα per se των με αριθμούς 9, 16 της κύρια σύμβασης και 1 περ. Β παρ. 2 της πρόσθετης τοιαύτης αδιαφανών και ασαφών γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ), λόγω καταχρηστικότητας, ως αντιβαινόντων στις διατάξεις «περί προστασίας του καταναλωτή», η επικουρική αυτή βάση της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς συνάπτεται με τη συνομολόγηση της σύμβασης σε ξένο νόμισμα και επαγωγικώς την εκπλήρωση των παροχών με αντίστοιχο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν προσδίδει στην παροχή αοριστία, αφού πρόκειται για μέγεθος, που δύναται άμεσα και εύκολα να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς. Αλλωστε οι όροι αυτοί, δεν παρουσιάζουν σημεία ασάφειας, ούτε εκφέρονται με όρους ειδικούς ή επιστημονικούς, που να απαιτούν ειδικές χρηματιστηριακές γνώσεις, περισσότερες δηλαδή σε σχέση με αυτές του μέσου συναλλασσόμενου, αντιθέτως καθιστούν απολύτως σαφή τη δυνατότητα, που επιφυλάσσει η σύμβαση υπέρ του προμηθευτή, έτσι ώστε να γίνεται απολύτως κατανοητό στους δανειολήπτες πως σε περίπτωση καταγγελίας ή πρόωρης εξόφλησης θα κληθούν να καταβάλουν το συνολικώς απαιτητό κεφάλαιο, είτε στο νόμισμα αγοράς του δανείου, είτε στο ισάξιο του σε ευρώ.

 

Κατ' ακολουθία, σύμφωνα με την ανωτέρω μειοψηφήσασα άποψη, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της.

 

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ, κατά τα λοιπά, εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι αναφερόμενοι ανωτέρω όροι 14, 9 και 16 της από 1-4-2009 με αριθμό ... δανειακής σύμβασης και ο όρος I περ. β 2η παρ. της από 24-4-2013 πρόσθετης πράξης, τυγχάνουν καταχρηστικοί και άκυροι, με συνέπεια, οι καταβολές, που οι ενάγοντες πραγματοποιούν είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικά φράγκα προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ανωτέρω ανωτέρω συμβάσεις υποχρεώσεων τους, το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο των δανείων σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων και το άληκτο κεφάλαιο κατά τον χρόνο πρόωρης εξόφλησης του δανείου, και κατόπιν μετατροπής τους σε ευρώ, πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ελβετικού φράγκου - ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, και δη ισοτιμία 1,521 που ίσχυε στις 15-4-2009 για την επίδικη δανειακή σύμβαση.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των γενομένων χρεώσεων (τόκων, δόσεων, κ.λπ.) και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, αφού προβεί σε μετατροπή του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου - ευρώ κατά τον αναφερόμενο στην ως άνω διάταξη χρόνο εκταμίευσης του δανείου,

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 1 Μαρτίου 2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 3 Απριλίου 2019 στο ακροατήριο του, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ