ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΠΠρΠειρ 1140/2020
Σχετικώς άκυρη σύμβαση πώλησης λόγω
εικονικότητας -Έγκυρη και αμοιβαίως επιδιώξιμη η
υποκρυπτόμενη σύμβαση δωρεάς υπό τρόπο -Προϋποθέσεις εγκυρότητας νόμιμης
ανάκλησης δωρεών λόγω αχαριστίας και λόγω μη εκτέλεσης του τρόπου υπό τον οποίο
αυτές συστήθηκαν -.
Με τη γενόμενη
νόμιμη και έγκυρη ανάκληση των δωρεών λόγω αχαριστίας και λόγω μη εκτέλεσης του
τρόπου υπό τον οποίον ταύτες συστήθηκαν, η εναγομένη πλέον διατηρεί εμπράγματο
δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του αμέσως ανωτέρω διαμερίσματος χωρίς νόμιμη
αιτία (αιτία που έληξε, ΑΚ 904 επ). Καταδίκη σε
δήλωση βουλήσεως της δωρεοδόχου - εναγομένης, σε περίπτωση άρνησης στην επαναμεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω διαμερίσματος,
και μεταγραφή της προς τούτο τελεσίδικης απόφασης (και της δήλωσης του δωρητή)
σε συμβολαιογράφο για αποδοχή απόφασης (949 ΚΠολΔ,
1192, 1198 ΑΚ).
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1140/2020
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
(Αριθμός κατάθεσης δικογράφου
)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές
, Πρόεδρο
Πρωτοδικών, Πρωτοδίκη,
Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις
για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου αγωγή, μεταξύ των κάτωθι
διαδίκων:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ:
, κατοίκου
ΑΦΜ
ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξούσιου του δικηγόρου
Γεώργιου Καλτσά και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ:
. κατοίκου Κερατσινίου
Αττικής
, η οποία προκατέθεσε προτάσεις δια της πληρεξούσιας
της δικηγόρου
και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η υπό κρίση
αγωγή του, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην
αρχή τΠζ παρούσας δικάσιμος της
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αγωγή, επιδόθηκε νομίμως στην
εναγομένη εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση της σύμφωνα με το
άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την
προσκομιζόμενη και μνημονευόμενη στις προτάσεις του ενάγοντος έκθεση επίδοσης,
η οποία (έκθεση επίδοσης) κατατέθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας των 100
ημερών από την κατάθεση της αγωγής, όπως απαιτείται κατ' άρθρα 237 παρ. 1, 238
παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ,
ως ισχύουν, ενώ εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας από την κατάθεση της αγωγής,
κατατέθηκαν και οι προτάσεις τόσο του ενάγοντος όσο και της εναγομένης όπως
επίσης απαιτείται κατά τα ίδια ως άνω άρθρα. Οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από
τους υπογράφοντες τα δικόγραφα των προτάσεων τους, πληρεξούσιους δικηγόρους τους,
οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη
σειρά της από το οικείο πινάκιο (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά
δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου), σύμφωνα δε με την ισχύουσα πλέον
διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 εδ. ζ' ΚΠολΔ, χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης και χωρίς την παρουσία
των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, συγχρόνως δε από τη διάταξη του
άρθρου 115 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το
άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με το γεγονός της
καταργήσεως του άρθρου 270 ΚΠολΔ (και δη του εδ. α' της παρ. 1 αυτού, που όριζε εν είδει
γενικού κανόνα ότι η ενώπιον των πρωτοβαθμίων Δικαστηρίων συζήτηση είναι
προφορική) με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015, συνάγεται ότι
δεν καθίσταται υποχρεωτική η προφορική συζήτηση αγωγών που έχουν κατατεθεί από
την 1η. 1.2016 και εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω,
προσκομίζονται μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους τα πληρεξούσια έγγραφα προς
τους δικηγόρους τους, κατ' αρ. 96 ΚΠολΔ, τα οποία
κατατέθηκαν ομοίως εντός της νόμιμης προθεσμίας των 100 ημερών από την κατάθεση
της αγωγής όπως απαιτείται κατά το ίδιο ως άνω άρθρο.
Κατά το άρθρο 138 § 1 δήλωση βουλήσεως που
δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, κατά δε την
§ 2 του ίδιου άρθρου άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική
είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για
τη σύσταση της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν μεταξύ των όρων που
απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό την εικονική καλυπτόμενης άλλης
δικαιοπραξία είναι συστατικός τύπος, όπως το συμβολαιογραφικό έγγραφο που
επιβάλλει ο νόμος πάντοτε για τη δωρεά ακινήτου (άρθρα 159 § 1, 369 και 498 § 1
ΑΚ), αρκεί ότι ο τύπος αυτός να τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν
απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτόν και το είδος και γενικότερα το
περιεχόμενο της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας αλλά αυτά αποδεικνύονται με τα
επιτρεπόμενα εκάστοτε αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα από το συμβολαιογραφικό
έγγραφο πωλήσεως ακινήτου, την οποία εικονικά συνήψαν τα μέρη, δεν απαιτείται
να προκύπτει η δωρεά, την οποία θέλησαν πράγματι τα μέρη και η οποία καλύπτεται
υπό την εικονική πώληση. Η λύση αυτή προκύπτει αυτονοήτως από την ίδια την
έννοια της εικονικότητας, όπως την αναγνωρίζει ο νόμος. Διότι υπό την αντίθετη
εκδοχή, ούτε εικονικότητα, ούτε κάλυψη υπό την εικονική άλλης δικαιοπραξίας θα
υπήρχαν. Ο,τι ισχύει δε για το είδος της καλυπτόμενης
δικαιοπραξίας προδήλως ισχύει και για το υπόλοιπο περιεχόμενο της, όπως είναι
και η πρόσθετη υποχρέωση (όρος) που υπό την μορφή του τρόπου βαρύνει τον
δωρεοδόχο. Πράγματι, θα ήταν λογικά ανακόλουθο να μην υποβάλλεται στο συστατικό
τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου η ίδια η καλυπτόμενη δικαιοπραξία κατά τη
βασική περί αυτής δήλωση και να υποβάλλεται σε αυτόν ένας όρος μόνο της
δικαιοπραξίας αυτής, όπως είναι επί δωρεάς ο τρόπος. ’λλωστε η τήρηση του
συμβολαιογραφικού τύπου και μόνο έστω για τον τρόπο, τον οποίο τυχόν θέλησαν τα
μέρη για την καλυπτόμενη δικαιοπραξία, θα μπορούσε κατά περίπτωση να ενέχει και
αποκάλυψη της εικονικότητας με το ίδιο συμβολαιογραφικό έγγραφο, που θα
αναιρούσε την έννοια της εικονικότητας, όπως κατά τα ανωτέρω την προβλέπει και
την αναγνωρίζει ο νόμος (Ολ ΑΠ 36/1998 δημ. Νόμος). Εξάλλου επί ανακλήσεως της συμφωνηθείσης
δωρεάς υπό τρόπο και, ειδικότερα, υπό τον όρο διατροφής, φροντίδας,
περιποιήσεως και περιθάλψεως του δωρητή, απόκειται στον δωρεοδόχο να
επικαλεσθεί και αποδείξει, προς απαλλαγή του, είτε ότι εξεπλήρωσε
τον τρόπο, είτε ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει
αυτός (δωρεοδόχος) ευθύνη. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 336 και 342 του
ΑΚ, τεκμαίρεται το πταίσμα της μη εκπληρώσεως λόγω του συμβατικού χαρακτήρος της εκ του τρόπου ενοχής και γι' αυτό το βάρος
της αποδείξεως της ανυπαιτίου μη εκπληρώσεως φέρει ο
δωρεοδόχος. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 505 και 507 του ΑΚ ο δωρητής έχει το
δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα
αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως, αν
αθέτησε την υποχρέωση του να διατρέψει το δωρητή (το πρώτο) και ο δωρητής ή ο
κληρονόμος του έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος παραλείπει
υπαίτια να εκτελέσει τον τρόπο υπό τον οποίο έγινε η δωρεά (το δεύτερο).
Τρόπος, κατά την έννοια του άρθρου 503 του ΑΚ, είναι ο όρος υπό τον οποίο
παρέχεται η δωρεά, με τον οποίο ο δωρητής επιβάλλει στο δωρεοδόχο υποχρέωση
προς παροχή (πράξη ή παράλειψη). Ο τρόπος δεν είναι απαραίτητο να έχει
περιουσιακή αξία, πρέπει όμως να μην αντιτίθεται προς το νόμο ή τα χρηστά ήθη.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (άρθρο 505 του ΑΚ), ως αχαριστία, που
δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική
συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, η οποία αποτελεί παράβαση των κανόνων του
δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, οφείλεται δε σε
υπαιτιότητα του και μπορεί να καταλογιστεί σ' αυτόν. Έτσι, αχαριστία μπορεί,
κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του
δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από
περίθαλψη και διατροφή ή από εκδηλώσεις αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική
του στήριξη λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης, στην οποία έχει
περιέλθει εξαιτίας ασθένειας ή γήρατος, καθώς και η προσβλητική συμπεριφορά και
περιφρονητική διαγωγή του δωρεοδόχου. Η αδιαφορία αυτή είναι, λόγω των συνθηκών
υπό τις οποίες βρίσκεται ο δωρητής, κοινωνικά αποδοκιμαστέα, κατά τρόπο ώστε,
όταν αυτή συντρέχει, να δικαιούται ο δωρητής να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και
αν ο δωρεοδόχος που αδιαφορεί για την τύχη του δεν ανέλαβε, με τη σύμβαση της
δωρεάς, τέτοια υποχρέωση. Το ζήτημα δε, αν η καταδεικνύουσα
την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά η όχι βαρύ παράπτωμα
αυτού, κρίνεται από το Δικαστή, ο οποίος για τη μόρφωση της κρίσης του εκτιμά
την εν λόγω συμπεριφορά βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και, ιδίως, του δεσμού
μεταξύ δωρητή και δωρεοδόχου, των ελατηρίων της δωρεάς και της αξίας του
αντικειμένου της, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη το βαθμό της υπαιτιότητας του
δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού
συγγενούς του (ΑΠ 656/2011, 654/2011, ΑΠ 1523/2010, ΑΠ 1248/2009 δημ. Νόμος). Ειδικότερα αχαριστία μπορεί, κατά τις
περιστάσεις, να αποτελεί η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου, γενικώς
για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη, έστω και
αν ο δωρεοδόχος, που αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε, με τη σύμβαση της
δωρεάς, τέτοια υποχρέωση (ΑΠ 1275/1994 ΕλΔνη 37.
640), οι συνεχείς ύβρεις του δωρεοδόχου, οι σωματικές βλάβες σε βάρος του
δωρητή, η προσβλητική συμπεριφορά και η περιφρονητική διαγωγή του δωρεοδόχου, η
απόπειρα θανατώσεως, ο τραυματισμός, η άδικη επίθεση κατά του δωρητή κ.λ.π. (Εφ.Πειρ. 780/1996 ό.π., Εφ.Πειρ. 521/1988
Ελλ.Δνη
31.1478, Εφ.Κρ.
858/1990 Ελλ.Δνη 33.1255, Καράκωστος,
στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, αρθρ. 505 αρ.8 με περαιτέρω παραπομπές στην
νομολογία). Εξάλλου τα ίδια πραγματικά περιστατικά που δέχεται ως αληθινά το
Δικαστήριο και δικαιολογούν την ανάκληση της δωρεάς, καθόσον συνιστούν βαριά
παραπτώματα του δωρεοδόχου, με τα οποία φάνηκε αχάριστος απέναντι στον δωρητή,
δύνανται ταυτόχρονα να αποτελούν υπαίτια παραβίαση από αυτόν του τρόπου υπό τον
οποίο έγινε η δωρεά (ΑΠ 759/1988, ΑΠ 500/2019 δημ.
Νόμος). Κατά δε το άρθρο 510 § 1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς αποκλείεται αν ο
δωρητής έδωσε συγγνώμη στο δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής
έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε το λόγο της ανάκλησης. Κατά την
έννοια της τελευταίας διάταξης, η τιθέμενη με αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία
προς ανάκληση της δωρεάς, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο
(βλ. Ερμ. ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου κάτω από άρθρο
510 παρ. II) δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το
λόγο της αχαριστίας είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης
της δωρεάς, η οποία μπορεί να γίνει και με την άσκηση της αγωγής ανάκλησης,
διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται
υπόψη ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση
του τελευταίου παραπτώματος (ΑΠ 1043/2000 δημ.
Νόμος). Εξάλλου, η ανάκληση της δωρεάς μπορεί να γίνει με μονομερή δήλωση του
δωρητή, η οποία πρέπει να γνωστοποιηθεί στο δωρεοδόχο. Η δήλωση αυτή της
ανακλήσεως δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο, ακόμη και αν αντικείμενο της δωρεάς
είναι ακίνητο, μπορεί δε να περιληφθεί και σε δικόγραφο του δωρητή, τα
αποτελέσματα της, όμως, επέρχονται μόνον όταν αυτή περιέλθει στο δωρεοδόχο (βλ.
Φραγκίστα ό.π. στο άρθ. 509
αριθ. 1 μέχρι 4, ΑΠ 845/1984 ΝοΒ 33.616), από το
χρονικό δε αυτό σημείο ανατρέπεται η ενοχική σύμβαση της δωρεάς. Τούτο σημαίνει
ότι αν ο δωρητής δεν είχε ακόμη εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, αυτές με την
ανάκληση αποσβήνονται, αν όμως είχε προβεί σε περιουσιακές παροχές προς το
δωρεοδόχο, αυτές αναζητούνται, όπως προαναφέρθηκε, κατά τις αρχές του
αδικαιολόγητου πλουτισμού. Από τη στιγμή συνεπώς, που ο δωρεοδόχος λάβει γνώση
της ανακλήσεως ευθύνεται σαν να του είχε επιδοθεί η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή
(βλ. ΕΑ 4778/1998 δημοσίευση Νόμος, Αθ. Φραγκίστα ό.π., αριθ. 6-7).
Περαιτέρω, και ο δωρητής και ο δωρεοδόχος μπορούν να εγείρουν αναγνωριστική
αγωγή με αίτημα την διαπίστωση της υπάρξεως ή της μη υπάρξεως παραπτώματος του
δωρεοδόχου που να δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς (ΕφΑθ
7671/1978 ΝοΒ 27, σελ. 430, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου:
Αστικός Κώδιξ, στο άρθρο 509, σελ. 24). Στην
τελευταία αυτή περίπτωση η εν λόγω διαφορά δεν έχει περιουσιακό χαρακτήρα και
δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, δεδομένου ότι αντικείμενο της δεν είναι το
ακίνητο που δωρήθηκε, αλλά η δικαστική αναγνώριση της
βασιμότητας των λόγων ανάκλησης της δωρεάς (πρβλ. ΑΠ
686/1976 ΝοΒ 25, σελ. 43). Επομένως, η αγωγή με την
οποία επιδιώκεται η αναγνώριση ότι συντρέχουν οι λόγοι ανάκλησης δωρεάς
ακινήτου υπάγεται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατ
άρθρο 18 ΚΠολΔ (Εφ Αθ
9815/2002 ΕλΔνη 45/209, ΠΠρ
Κορινθ 222/2014 δημ.
Νόμος). Σύμφωνα δε και με τα προεκτεθέντα από την περιέλευση στο δωρεοδόχο της δηλώσεως του δωρητή για
ανάκληση της δωρεάς (άρθρα 509, 167 ΑΚ) η οποία είναι άτυπη, έστω και αν αφορά
ακίνητο, η εμπράγματη κατάσταση που υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης δεν
μεταβάλλεται, δηλαδή ο δωρητής δεν αποκτά την κυριότητα του αντικειμένου της δωρεάς,
αλλά ανατρέπονται αυτοδικαίως για το μέλλον τα αποτελέσματα της ενοχικής
συμβάσεως της δωρεάς και ο δωρητής δικαιούται να ζητήσει το αντικείμενο αυτής
κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθ. 904 επ.
ΑΚ) και ειδικότερα, λόγω λήξεως της αιτίας, για την οποία δόθηκε το πράγμα. Η
αγωγή αυτή είναι προσωπική (ενοχική) και όχι εμπράγματη, στηρίζεται δε στην
ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του, που το κατέχει χωρίς αιτία
μετά την ανάκληση. Ο δωρητής συνεπώς δικαιούται ενοχικώς
σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας
απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά
δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης. Έτσι, αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και
μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση
της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται
αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως και μεταγραφή της
σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον
συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής (άρθρα 949 ΚΠολΔ,
1192 και 1198 ΑΚ, ΑΠ 840/1994 ΕλΔ 37. 100 και εκεί
παραπομπές στη νομολογία και θεωρία).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή ο
ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του υπ' αριθμ.
συμβολαίου πώλησης και παρακράτησης επικαρπίας της συμβολαιογράφου Αθηνών
μεταβίβασε στην εναγόμενη ποσοστό 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας
(αναγραφόμενης στο συμβόλαιο αξίας
ευρώ) της περιγραφόμενης σε αυτή (αγωγή)
οριζόντιας ιδιοκτησίας, παρακρατώντας ισόβια για τον εαυτό του την επικαρπία, η
δε ως άνω συμβολαιογραφική πράξη καταχωρήθηκε νομίμως στο Κτηματολογικό Γραφείο
. Ότι η ως άνω μεταβίβαση λόγω πώλησης ήταν εικονική καθότι στην
πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε τίμημα, αλλά υπέκρυπτε δωρεά υπό τρόπο και
ειδικότερα υπέκρυπτε δωρεά που έγινε με τη συμφωνία πως η εναγόμενη θα παρέχει
σε αυτόν (ενάγοντα) φροντίδα, περιποίηση και συμπαράσταση για τα εναπομείναντα
χρόνια της ζωής του. Ότι, επιπλέον, την ίδια ημέρα, δυνάμει του υπ' αριθμ.
συμβολαίου δωρεάς και παρακράτησης επικαρπίας της
ίδιας συμβολαιογράφου Αθηνών μεταβίβασε στην εναγόμενη ποσοστό
εξ αδιαιρέτου
της ψιλής κυριότητας του ίδιου ανωτέρω ακινήτου παρακρατώντας ισόβια για τον
εαυτό του την επικαρπία, η δε ως άνω συμβολαιογραφική πράξη καταχωρήθηκε
νομίμως στο Κτηματολογικό Γραφείο
Ότι η εναγομένη, από το Φεβρουάριο του
έτους 2017 και μέχρι σήμερα παραλείπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για παροχή
φροντίδας στο πρόσωπο του και επιπλέον, επιδίδεται εξακολουθητικά σε ύβρεις και
προσβολές σε βάρος του, κατά τα ειδικώς στην αγωγή εκτιθέμενα. Ότι λόγω της μη
τήρησης από την εναγομένη του τρόπου υπό τον οποίο είχαν συναφθεί οι ανωτέρω
χαριστικές δικαιοπραξίες, άλλως, επικουρικά, λόγω της αχαριστίας που έδειξε
προς το πρόσωπο του, όπως αυτή αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή, ανακάλεσε τις ως
άνω δωρεές δυνάμει εξώδικης δήλωσης - ανάκλησης που επιδόθηκε στην εναγόμενη
στις
Με βάση δε τα παραπάνω εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά,
ζητεί, κατ' εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου και του αιτήματος του: α) να
αναγνωριστεί ότι η ανωτέρω σύμβαση πώλησης που συνάφθηκε δυνάμει του υπ' αριθμ.
συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών
τυγχάνει
άκυρη λόγω εικονικότητας και ότι είναι έγκυρη η υποκρυπτόμενη αυτής σύμβαση
δωρεάς υπό τρόπο, β) να αναγνωριστεί ότι αμφότερες οι αναφερόμενες στην αγωγή
συμβάσεις δωρεάς έχουν ανακληθεί, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αναμεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα της περιγραφόμενης στην
αγωγή οριζόντιας ιδιοκτησίας και δ) σε περίπτωση άρνησης της να καταδικαστεί σε
δήλωση βούλησης προς αναμεταβίβαστη του δικαιώματος ψιλής κυριότητας του ως άνω
ακινήτου, καθώς και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής του
δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή
παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το οποίο είναι
καθ' υλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 11 περ 1, 18
αρ. 1, 22, 31 και 218 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138, 496, 505, 509, 510, 904 ΑΚ και 176 επ., 949 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως
να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, ενόψει της αρνήσεως της ιστορικής βάσης
αυτής από την πλευρά της εναγομένης, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της: α) δεν
απαιτείται εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων (αρθρ. 220 ΚΠολΔ),
γιατί αντικείμενο της δίκης δεν είναι το ακίνητο του οποίου η παράδοση
ζητείται, αλλά μόνο η αξίωση του ενάγοντος (ενοχικό δικαίωμα) να απαιτήσει από
την εναγόμενη την παράδοση του πράγματος (βλ. ΕφΑθ
3478/1985 ΝοΒ/33. 1568, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ. υπό άρθρο 220 παρ. 20, Ερμηνεία ΚΠολΔ
Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα σελ. 1830-1831 άρθρο 949 ΚΠολΔ),
β) έχει καταβληθεί το ανάλογο με το αντικείμενο της δικαστικό ένσημο με τις
νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ' αριθμ. .
e παράβολο και το από 26-6-2019 αποδεικτικό εξόφλησης αυτού), λόγω του
χαρακτήρα της (ως προς το αίτημα για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατ' άρθρο
949 ΚΠολΔ) ως καταψηφιστικής
και απομιμητής σε χρήμα κατ' άρθρο 11 περ 1 ΚΠολΔ (βλ. Εφ Θεσσ 1342/2001
δημοσίευση Νόμος, ΕφΑθ 5856/79 ΝοΒ
27.1641, Γέσιου Φαλτσή II
& 51 σελ.63).
Από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται
και προσκομίζουν οι διάδικοι τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση
απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις υπ' αρ.
2019 και
2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης που δόθηκαν
ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του ενάγοντος (βλ.
τις υπ' αρ.
. εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο
Πειραιά
) και τις υπ αρ.
/9-7-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του
ενάγοντος που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά
κατόπιν νομίμου
κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την υπ' αρ.
έκθεση επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά
), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Δυνάμει του υπ' αριθμ.
συμβολαίου
γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου
Πειραιώς νόμιμα μετεγγραμμένου στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς
στον τόμο
με αριθμό
ο πατέρας του ενάγοντος, του μεταβίβασε λόγω γονικής
παροχής την ψιλή κυριότητα των εκεί περιγραφόμενων υπό στοιχεία Α1 και Α2
οριζόντιων ιδιοκτησιών, παρακρατώντας για τον εαυτό του την επικαρπία εφόρου
ζωής. Η υπό στοιχεία Α1 οριζόντια ιδιοκτησία αποτελείται από δύο δωμάτια,
διάδρομο, λουτρό και κουζίνα, έχει επιφάνεια 44,30 τ.μ
όγκο ιδιόκτητο 132,90 ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και των
κοινοχρήστων και κοινόκτητων χώρων και εγκαταστάσεων
89/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία επί των δαπανών κοινοχρήστων 89/1000, ειδική
αναλογία επί των δαπανών λειτουργίας και συντήρησης του ανελκυστήρα 72/1000 και
φέρει Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ)
, ενώ η υπό στοιχεία Α2
οριζόντια ιδιοκτησία αποτελείται από τρία δωμάτια, διάδρομο, λουτρό και
κουζίνα, έχει επιφάνεια 80,05 τ.μ όγκο ιδιόκτητο
240,15 κυβικά μέτρα, αναλογία επί του όγκου των κοινοχρήστων και κοινόκτητων μερών 37,70 κυβικά μέτρα, δηλαδή συνολικό μικτό
όγκο 277,85 κυβικά μέτρα, ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και των
κοινοχρήστων και κοινόκτητων χώρων και εγκαταστάσεων
161/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία επί των δαπανών κοινοχρήστων 161/1000 και
ειδική αναλογία επί των δαπανών λειτουργίας και συντήρησης του ανελκυστήρα
131/1000, φέρει δε Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ)
. Στις 21
Απριλίου 1998 ο πατέρας του ενάγοντος απεβίωσε και η παρακρατηθείσα από αυτόν
επικαρπία ενώθηκε με το δικαίωμα της ψιλής κυριότητος του ενάγοντος με άμεση
συνέπεια να καταστεί αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος των δύο ανωτέρω
αυτοτελών οριζόντων ιδιοκτησιών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ο οποίος
είχε συνάψει σχέση με την εναγομένη από το έτος 2011, δυνάμει του υπ αριθμ
. συμβολαίου πώλησης και παρακράτησης επικαρπίας της
συμβολαιογράφου Αθηνών
μεταβίβασε στην εναγόμενη ποσοστό 4/5 εξ αδιαιρέτου
της ψιλής κυριότητας (αναγραφόμενης στο συμβόλαιο αξίας
ευρώ) του
περιγραφόμενου στο ως άνω συμβόλαιο ακινήτου, ήτοι της υπό στοιχ.
Α1 οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου εμβαδού 44,30 τ.μ, που βρίσκεται σε πολυκατοικία επί της οδού
και
.
στο δήμο
. (με ΚΑΕΚ
.), παρακρατώντας ισόβια για τον εαυτό του την επικαρπία
αυτού, η δε ως άνω συμβολαιογραφική πράξη καταχωρήθηκε νομίμως στο
Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας με αριθμό καταχώρησης
. Την ίδια ημέρα, δυνάμει
του υπ' αριθμ.
συμβολαίου δωρεάς και παρακράτησης
επικαρπίας της ίδιας συμβολαιογράφου Αθηνών ο ενάγων μεταβίβασε στην εναγόμενη,
λόγω δωρεάς, το υπόλοιπο ποσοστό (1/5 εξ αδιαιρέτου) της ψιλής κυριότητας του
ανωτέρω ακινήτου παρακρατώντας ισόβια για τον εαυτό του την επικαρπία και του
ποσοστού αυτού, η δε ως άνω συμβολαιογραφική πράξη καταχωρήθηκε, επίσης,
νομίμως στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας με αριθμό καταχώρησης
Εν συνεχεία,
έπειτα από την συμβίωση του με την εναγομένη, ο ενάγων συνένωσε τις δυο
παραπάνω περιγραφόμενες αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι την υπό
στοιχεία Α1 και την υπό στοιχεία Α2 σε μια ενιαία αυτοτελή ιδιοκτησία,
διατηρώντας στην μεν υπό στοιχ. Α1 ιδιοκτησία το
δικαίωμα της επικαρπίας ενώ στην υπό στοιχ. Α2
ιδιοκτησία την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή (βλ. τα περί των ανωτέρω
εκτιθέμενα και στην υπ' αρ.
απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου
Νίκαιας). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εκ των ανωτέρω αναφερομένων
σύμβαση πωλήσεως που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων δυνάμει του υπ' αριθμ
. συμβολαίου πώλησης και παρακράτησης επικαρπίας της
συμβολαιογράφου Αθηνών
ήταν εικονική και επομένως άκυρη (άρθ. 138 παρ.1, 180
ΑΚ) διότι δεν συνομολογήθηκε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, αφού δεν υπήρχε
αληθινή βούληση ούτε του ενάγοντος να πωλήσει το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου
του δικαιώματος ψιλής κυριότητας αυτού, ούτε της εναγομένης να αγοράσει το ως
άνω εμπράγματο δικαίωμα. Στην πραγματικότητα αυτό το οποίο θέλησαν οι
συμβληθέντες ήταν να μεταβιβάσει ο ενάγων στην εναγομένη το ποσοστό των 4/5 εξ
αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του στο προπεριγραφέν
ακίνητο λόγω δωρεάς, ήτοι χωρίς αντάλλαγμα και με τον όρο της ισόβιας
περιποιήσεως, φροντίδας και περιθάλψεως του από την εναγομένη, αναφέρθηκε δε
εικονικά στο ως άνω συμβόλαιο ως αιτία μεταβίβασης η πώληση, για λόγους
φορολογικής του ελάφρυνσης (βλ. σχετικά τη σαφή περί των ανωτέρω κατάθεση των
μαρτύρων του ενάγοντος στις προσκομισθείσες από αυτόν ένορκες βεβαιώσεις).
Σημειώνεται ότι στο υπ' αρ.
συμβόλαιο αναφέρεται ότι το τίμημα της «πώλησης»
καταβλήθηκε εκτός Συμβολαιογραφείου, η δήλωση αυτή, όμως, δεν αποτελεί πλήρη
απόδειξη περί της καταβολής κατ' άρθρο 438 ΚΠολΔ,
καθ' όσον πρόκειται περί γεγονότος που δεν έλαβε χώρα ενώπιον του
Συμβολαιογράφου. Την κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω ενισχύει το γεγονός
ότι η εναγόμενη δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να
προκύπτει ο τρόπος απόκτησης από αυτή του χρηματικού ποσού των : ευρώ που
αναγράφεται ως τίμημα στο υπ' αρ
. συμβόλαιο, όπως θα ήταν το αποδεικτικό
εκταμίευσης του ποσού αυτού με ανάληψη από κάποιο τραπεζικό της λογαριασμό,
ενώ, επιπλέον, δεν προέκυψε να έλαβε χώρα κατάθεση αντίστοιχου χρηματικού ποσού
σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντα, ούτε και προσκομίζεται από την εναγομένη
σχετική απόδειξη πληρωμής από την οποία να προκύπτει ότι πράγματι είχε
καταβληθεί τίμημα εκ μέρους της για την ως άνω μεταβίβαση την οποία (απόδειξη)
συντάσσουν οι συμβαλλόμενοι σε ανάλογες περιπτώσεις κατά τα διδάγματα κοινής
πείρας. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων κατά το χρόνο σύναψης του ανωτέρω
συμβολαίου δεν είχε άμεση ανάγκη χρημάτων ώστε να υποχρεωθεί σε πώληση του
ακινήτου του, δεδομένου ότι λάμβανε σύνταξη που επαρκούσε για τη συντήρηση του,
όπως η ίδια η εναγομένη εκθέτει με το δικόγραφο των προτάσεων της. Εξάλλου,
ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης στις προκομισθείσες
από αυτή ένορκες βεβαιώσεις προκύπτουν τα αντίθετα, καθότι η αναφορά των
τελευταίων στη μη εικονικότητα της ως άνω σύμβασης μεταβίβασης ποσοστού 4/5 εξ
αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του επίδικου ακινήτου, είναι τελείως γενικόλογη
και δεν κρίνεται πειστική, δεδομένου μάλιστα ότι ουδείς εξ αυτών δεν ήταν παρών
κατά το χρόνο της επικαλούμενης από την εναγομένη καταβολής του ως άνω
χρηματικού ποσού στον ενάγοντα. Ως εκ των άνω, αποδείχθηκε ότι οι συμβληθέντες
κατά τη σύνταξη του παραπάνω συμβολαίου συμφώνησαν αμοιβαίως ότι η μεταξύ αυτών
καταρτιζόμενη πώληση δεν είναι σοβαρή και σπουδαία αλλά μόνο φαινομενική,
ήθελαν δε να καλύψουν κάτω από την πώληση αυτή δωρεά υπό τρόπον, ήτοι χωρίς
αντάλλαγμα και με τον όρο ισοβίου φροντίδας, περιποίησης και περίθαλψης του
ενάγοντος από την εναγομένη. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι η παραπάνω
εικονική σύμβαση πώλησης περιεβλήθη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και
υπεβλήθη σε καταχώρηση στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο, ενώ παραλλήλως
συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις συνάψεως της, η υποκρυπτόμενη
αυτής σύμβαση δωρεάς υπό τρόπον είναι έγκυρη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το
τέλος του έτους 2015 οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν σε τέτοιο βαθμό που
τον Φεβρουάριο του έτους 2017 η εναγομένη απέβαλε χωρίς δικαίωμα τον ενάγοντα
από την επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία (υπό στοιχ. Α1
και Α2 που συνενώθηκαν κατά τα προεκτεθέντα) και
διέμενε έκτοτε εκεί η ίδια, με αποτέλεσμα, ο ενάγων, μη έχοντας άλλη ιδιόκτητη
οικία, να αναγκαστεί για πολλούς μήνες, αρχικά να φιλοξενείται σε σπίτια
συγγενών και φίλων, και, στη συνέχεια, να καταθέσει την από 4-7-2017 αίτηση
ασφαλιστικών μέτρων νομής σε βάρος της εδώ εναγομένης επί της οποίας (αίτησης)
εκδόθηκε η υπ' αρ.
απόφαση του Ειρηνοδικείου Νίκαιας που την έκανε δεκτή και
υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδώσει στον ενάγοντα την κατοχή του ανωτέρω
περιγραφόμενου ακινήτου, έκτοτε δε ο ενάγων επανεγκαταστάθηκε
σε αυτό. Από τα ανωτέρω προέκυψε ότι η εναγομένη δεν τήρησε υπαιτίως
τον ανωτέρω όρο υπό τον οποίο έγινε η προς αυτήν δωρεά της ψιλής κυριότητας του
προαναφερθέντος ακινήτου, καθόσον δεν περιποιούνταν, δεν φρόντιζε και δεν
περιέθαλπε τον ενάγοντα, καίτοι ο τελευταίος λόγω της κατάστασης της υγείας του
και της ηλικίας του είχε ανάγκη την εν λόγω καθημερινή περιποίηση και φροντίδα,
αλλά αντίθετα τον απέβαλε και από την οικία του, λόγω δε της συμπεριφοράς της
αυτής φάνηκε αχάριστη από βαρύ παράπτωμα έναντι του δωρητή επιδεικνύοντας
αγνωμοσύνη και αδιαφορία προς αυτόν και παραβαίνοντας τον τρόπο υπό τον οποίο
είχαν συσταθεί οι προς αυτήν δωρεές. Επιπλέον, η εναγόμενη, παρά το γεγονός ότι
ο ενάγων επέδειξε στοργικότητα και αγάπη στο πρόσωπο της, αποκορύφωμα της
οποίας αποτέλεσαν οι ανωτέρω συμβάσεις δωρεάς προς αυτήν και παρά το γεγονός
ότι αυτός ήταν και εξακολουθεί να είναι μεγάλης ηλικίας - περίπου 86 ετών
σήμερα-, αυτή δεν επέδειξε την ανάλογη αγάπη, φροντίδα και αφοσίωση σε αυτόν
αλλά αντίθετα επέδειξε ιδιαίτερα αντικοινωνική και ανήθικη συμπεριφορά στο
πρόσωπο του. Ειδικότερα, τουλάχιστον από το έτος 2017 και μέχρι τη συζήτηση της
υπό κρίση αγωγής, η εναγόμενη πέρα από το ότι παραλείπει να τηρεί τις
δεσμεύσεις της για παροχή φροντίδας στο πρόσωπο του ενάγοντος κατά τα προεκτεθέντα, επιδίδεται, επιπλέον, εξακολουθητικά σε
ύβρεις και προσβολές σε βάρος του (χρησιμοποιώντας φράσεις όπως «
»), ενώπιον
μάλιστα και τρίτων προσώπων, ένα εκ των οποίων υπήρξε ο μάρτυρας του ενάγοντος
σύμφωνα με την κατάθεση του οποίου στην σχετική ένορκη βεβαίωση που
προσκομίζει ο ενάγων, η εναγόμενη εξύβρισε ενώπιον του τον ενάγοντα αποκαλώντας
τον
, και κάνοντας υποτιμητικές χειρονομίες σε βάρος του. Η προσβλητική αυτή
συμπεριφορά της εναγομένης που συνίστατο σε συνεχείς ύβρεις εναντίον του
ενάγοντος, αλλά και στην παράλειψη της να του παρέχει την συμφωνηθείσα φροντίδα
και περιποίηση, υπήρξε εξακολουθητική και συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι το
Φεβρουάριο του έτους 2019 οπότε ο ενάγων, της απέστειλε την από 25-2-2019
εξώδικη δήλωση, η οποία της επιδόθηκε στις 28-2-2009 (βλ. την νομίμως
προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως υπ' αριθμ.
έκθεση
επιδόσεως της δικαστικής
επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο αυτό
, βάσει της οποίας ανακάλεσε νομίμως και εγκύρως τις ανωτέρω δωρεές προς
αυτήν. Όλες οι πιο πάνω ενέργειες της εναγομένης, συνιστούν κατά την κοινή
αντίληψη εντόνως κοινωνικώς αποδοκιμαστέα συμπεριφορά, που αποδεικνύει έλλειψη
συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον ενάγοντα - δωρητή, διότι αντιβαίνουν στις
κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας και
στοιχειοθετούν αντικειμενικά την κατά την έννοια του άρθρου 505 ΑΚ αχαριστία,
που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς (βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη
ΕΡΝΟΜΑΚ τόμος Γ, ημιτόμος Α, άρθρο 505, σελ. 59).
Κατόπιν δε τούτων, ο ενάγων εγκύρως ανακάλεσε λόγω αχαριστίας τις γεννώμενες
προς την εναγομένη δωρεές, καθότι τα ίδια ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά
περιστατικά που δικαιολογούν την ανάκληση τους, καθόσον συνιστούν βαριά
παραπτώματα της δωρεοδόχου, με τα οποία φάνηκε αχάριστη απέναντι στον δωρητή,
εν προκειμένω, αποτελούν ταυτόχρονα και υπαίτια παραβίαση από αυτήν του τρόπου
υπό τον οποίο έγιναν οι δωρεές, η δε εναγομένη δεν απέδειξε προς απαλλαγή της
είτε ότι εκπλήρωσε τον τρόπο, είτε ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται σε γεγονός για
το οποίο δεν υπέχει αυτή ευθύνη, της ίδιας (εναγομένης) φέρουσας το σχετικό
βάρος αποδείξεως, κατά τα ειδικώς εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Σημειώνεται πως η ως άνω ανάκληση των επίδικων συμβάσεων δωρεάς, έγινε εντός
της ενιαυσίας προθεσμίας, που θέτει το άρθρο 510 εδ.α
ΑΚ, καθόσον αποδείχτηκε ότι τα περιστατικά, που συνιστούν τον λόγο αχαριστίας
υπήρξαν εξακολουθητικά, και διήρκεσαν τουλάχιστον μέχρι το Φεβρουάριο του έτους
2019, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, και ως εκ τούτου λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο
σύνολο. Κατόπιν τούτων, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν
στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ ουσίαν βάσιμη, και να αναγνωριστεί: α) ότι είναι σχετικώς
άκυρη ως εικονική η συναφθείσα δυνάμει του υπ αριθμόν συμβολαίου της
συμβολαιογράφου Αθηνών
δικαιοπραξία μεταβίβασης λόγω πώλησης από τον ενάγοντα
προς την εναγομένη ποσοστού 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του εκεί
περιγραφόμενου ακινήτου, καθώς και ότι είναι έγκυρη η υποκρυπτόμενη αυτής
σύμβαση μεταβίβασης του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της
εκεί περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, λόγω δωρεάς εν ζωή υπό τον τρόπο
της ισόβιας περιποιήσεως, φροντίδας και περιθάλψεως του ενάγοντος από την
εναγομένη, β) ότι οι αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας δωρεές ποσοστών εξ
αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας ακινήτου έχουν ανακληθεί, καθώς και να υποχρεωθεί η
εναγόμενη να αναμεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα του ως
άνω περιγραφόμενου ακινήτου στον ενάγοντα, καθότι μετά την προαναφερθείσα
ανάκληση έχει λήξει η νόμιμη αιτία των επίδικων μεταβιβάσεων λόγω δωρεάς, σε
περίπτωση δε άρνησης της, να καταδικαστεί σε δήλωση βούλησης προς τούτο κατ'
άρθρο 949 ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του
ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εναγόμενης, λόγω της ήττας της,
κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 191 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι είναι σχετικώς άκυρη ως
εικονική η συναφθείσα δυνάμει του υπ' αριθμόν
συμβολαίου της συμβολαιογράφου
Αθηνών
δικαιοπραξία μεταβίβασης λόγω πώλησης από τον ενάγοντα προς την
εναγομένη ποσοστού 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του εκεί
περιγραφόμενου ακινήτου, καθώς και ότι είναι έγκυρη η υποκρυπτόμενη αυτής
σύμβαση μεταβίβασης του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της
εκεί περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, λόγω δωρεάς εν ζωή υπό τον τρόπο
της ισόβιας περιποιήσεως, φροντίδας και περιθάλψεως του ενάγοντος από την εναγομένη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι συναφθείσες με τα υπ'
αριθμόν
και
συμβόλαια μεταβίβασης ποσοστού εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας
(4/5 και 1/5 αντίστοιχα), δωρεές εν ζωή ψιλής κυριότητας ακινήτου, της
συμβολαιογράφου Αθηνών
του περιγραφόμενου σε αυτά ακινήτου, ήτοι της υπό στοιχ. Α1 οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου πάνω από το
ισόγειο ορόφου, εμβαδού 44,30 τ.μ, που βρίσκεται σε
πολυκατοικία επί της οδού
και
οι οποίες καταχωρήθηκαν νομίμως στο
Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας με αριθμό καταχώρησης
και
αντίστοιχα, έχουν
νομίμως ανακληθεί.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να αναμεταβιβάσει στον ενάγοντα την ψιλή κυριότητα της υπό στοιχ. Α1 οριζόντιας ιδιοκτησίας που περιγράφεται στο
σκεπτικό της παρούσας και σε περίπτωση άρνησης της
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε δήλωση
βούλησης προς αναμεταβίβαση της ψιλής κυριότητας της
ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας στον ενάγοντα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τα
δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των
Ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίστηκε στον Πειραιά στις
28-2-2020 και
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση
στο ακροατήριο του στις 1.4.2020.