ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΑθ 1859/2022

 

Συμφωνία Συνδιαλλαγής -.

 

Διατάξεις 99 έως 106 Ν. 3588/2007 πριν την αντικατάστασή τους από το άρθρο 12 Ν. 4013/2011. Η λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής είναι δυνατή είτε με αίτηση οπουδήποτε πιστωτή που δεν υπέγραψε τη συμφωνία, είτε αυτοδικαίως σε περίπτωση λήξης της διάρκειας ισχύος της (παρ. 2 άρθρου 105) και σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του οφειλέτη ή υπαγωγής του σε οποιαδήποτε διαδικασία αναδιοργάνωσης ή εκκαθάρισης της περιουσίας του (παρ. 3 του άρθρου 105). Η περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και υποβολή και μόνο σχετικών αίτησης πτώχευσης ή υπαγωγής σε νέα προπτωχευτική διαδικασία δεν επιφέρει αυτοδικαίως της λύση της συμφωνίας η οποία εξακολουθεί να ισχύει και να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1859/2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Ιωάννη Σταυρόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Άννα Καρυδά, Πρωτοδίκη, Ελένη Γκαρδιακού, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Διαμάντω Μπίθα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 25η Νοεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας την επωνυμία «...» όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την ειδική …. διακριτικό τίτλο «...» εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία προκατέθεσε εμπροθέσμως προτάσεις στις 17.09.2020 εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Μάριο Π. Παναγιωτόπουλο (AM ΔΣΑ 16717) δυνάμει της από 08.09.2020 ειδικής εξουσιοδότησης μεταπληρεξουσιότητας της δικηγόρου Δέσποινας Σαρηδημητρόγλου (ΑΜΔΣΑ 20916), η υπογραφής της οποίας βεβαιώνεται κατ' άρθρο 96 ΚΠολΔ από δικηγόρο Αθηνών, η οποία τυγχάνει πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας εταιρίας δυνάμει της από 19.02.2020 εξουσιοδότησης του διευθύνοντα συμβούλου και νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας ., προσκομίζεται δε και το υπ' αριθμ. Π./17.09.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...» όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία προκατέθεσε εμπροθέσμως προτάσεις στις 17.09.2020 εκπροσωπούμενη από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αθανασία Σδρόλια (AM ΔΣΑ 23987) δυνάμει του από 09.03.2020 πρακτικό συνεδρίαση του ΔΣ της εναγομένης, που επικυρώνει ο πρόεδρος του Συμβουλίου ….. το γνήσιο της υπογραφής του οποίου βεβαιώνει η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος, προσκομίζεται δε και το υπ' αριθμ. Π./17.09.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.01.2020 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 20.01.2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./20.01.2020, η συζήτηση της οποίας, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 237 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό…

 

Η συζήτηση της υπόθεσης έλαβε χώρα όπως ανωτέρω αναφέρεται, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων με τις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτές:

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΜΟ

 

I] Με τις διατάξεις των άρθρων 99 έως 106 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας), όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, εισήχθη από τη Γαλλία στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα ο θεσμός της διαδικασίας συνδιαλλαγής («procedure de conciliation»). Σκοπός του νομοθέτη ήταν η πρόληψη της πτώχευσης, με το να τεθούν στη διάθεση του οφειλέτη νομικοί μηχανισμοί αποτρεπτικοί της αναπόδραστα καταστροφικής ρευστοποίησης, ώστε οι οικονομικές δυσκολίες να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προσεκτικό και σοβαρό, με φαντασία, διαπραγμάτευση, ασφάλεια και διαμόρφωση περιβάλλοντος εμπιστοσύνης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Με τη διαδικασία συνδιαλλαγής επιδιωκόταν, υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής και με τη σύμπραξη των πιστωτών, η ικανοποίηση των τελευταίων μέσω της διάσωσης της επιχείρησης, που απειλούταν με οικονομική κατάρρευση ή εκείνης που τα δεδομένα της επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν άφηναν προσδοκία επιβίωσης, με απώτερους σκοπούς τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, την προαγωγή του τοπικού κοινωνικοοικονομικού χώρου, όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση και ευρύτερα της εθνικής οικονομίας. Η διαδικασία συνδιαλλαγής δεν ήταν παρά μια συλλογική συναινετική διαδικασία, που λειτουργούσε στα πλαίσια της συμβατικής αυτονομίας. Εντούτοις, προβλεπόταν εκ του νόμου τριπλή παρέμβαση του δικαστηρίου, με την έκδοση τριών αποφάσεων, δυνάμει των οποίων λειτουργεί η διαδικασία συνδιαλλαγής, και ειδικότερα η πρώτη απόφαση, που επέτρεπε το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής» (άρθρο 100 ΠτΚ), η δεύτερη απόφαση, που επικύρωνε ή όχι τη συμφωνία, που τυχόν είχε συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των πιστωτών, που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, με τη συμμετοχής του μεσολαβητή (άρθρο 101 παρ. 1 ΠτΚ), και η τρίτη απόφαση, που διατάσσει τη λύση της συμφωνίας λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της (άρθρο 105 ΠτΚ) (βλ. και ΠΠρΑΘ 861/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 4013/2011, συμφωνίες συνδιαλλαγής που έχουν ήδη συναφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που αντικαθίστανται με το άρθρο 12 του ίδιου ως άνω Νόμου δε θίγονται και διέπονται από τις οικείες διατάξεις του ΠτΚ, όπως ίσχυαν πριν το Νόμο αυτό, εκτός αν παρά τη συμφωνία συνδιαλλαγής συντρέχουν ως προς τον οφειλέτη οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 99, όπως ισχύει μετά από τη θέση σε ισχύ του ανωτέρω νόμου και ο οφειλέτης ζητήσει την υπαγωγή του σε διαδικασία εξυγίανσης. Ακόμα, κατά το άρθρο 104 παρ. 1 περ. β' και γ' ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής επάγεται ως αποτελέσματα και ότι (περ. β') προσωρινά, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας αναστέλλονται τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής, της ίδιας αναστολής ισχύουσας και ως προς τα μέτρα αυτά και σχετικά με τους εγγυητές και τους συνοφειλέτες εις ολόκληρον, καθώς και ότι (περ. γ') αναστέλλεται για την ίδια περίοδο η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή μηχανολογικού εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 104 παρ. 1 περ. ζ' ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η συμφωνία συνδιαλλαγής δεσμεύει μόνο τον οφειλέτη και τους πιστωτές που την υπέγραψαν, ενώ κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία συνδιαλλαγής αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής από το δικαστήριο δεν αναιρεί το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων των πιστωτών, οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας, ούτε βέβαια τις καθιστούν εξαρτώμενες υπό όρο, αφού σε κάθε περίπτωση η συνδιαλλαγή είναι επιγενόμενη και δεν πλήττει το κύρος της απαίτησης. Αυτό μάλιστα ισχύει τόσο για τις απαιτήσεις των πιστωτών που υπέγραψαν τη συμφωνία συνδιαλλαγής με τον οφειλέτη, όσο και για τις απαιτήσεις των πιστωτών, οι οποίοι δε συμφώνησαν και δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Πιο συγκεκριμένα, οι πιστωτές που Λ>?υπέγραψαν τη συμφωνία συνδιαλλαγής διατηρούν το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων τους, προβαίνουν όμως με δική τους πρωτοβουλία και ανάλογα με το είδος της καταρτιζόμενης κάθε φορά συμφωνίας με τον οφειλέτη, είτε σε μείωση αυτών κατά ένα ποσοστό, είτε σε ρύθμιση σταδιακής εξόφλησης τους, όσον αφορά δε στους πιστωτές, με τους οποίους δεν καταρτίστηκε συμφωνία με τον οφειλέτη και οι οποίοι δεν υπέγραψαν τελικά τη συμφωνία συνδιαλλαγής, αυτοί δε δεσμεύονται από τους όρους της συμφωνίας, αλλά δεσμεύονται απλώς από την αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη και ενδεχομένως και των συνοφειλετών ή των εγγυητών για το διάστημα της διάρκειας της συμφωνίας συνδιαλλαγής, δηλαδή για μία διετία, όπως συνάγεται από το άρθρο 103 παρ. 2 στοιχ. δ' ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011 (βλ. και ΠΠρΑΘ 861/2011 όπ.π.). Επιπλέον, από τον παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγύησης, σύμφωνα με τον οποίο ο εγγυητής ευθύνεται μόνο στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης (άρθρα 850, 851 και 853 ΑΚ), αν ο πιστωτής υπογράψει τη συμφωνία συνδιαλλαγής αποδεχόμενος τη μείωση της απαίτησης του ή τη βελτίωση των όρων ικανοποίησης της, οι ευνοϊκότεροι αυτοί όροι ενεργούν και υπέρ του εγγυητή (βλ. και ΠΠρΑΘ 861/2011 όπ.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 105 ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, «(παρ. 1) [τ]ο πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε συμβληθέντα πιστωτή μπορεί, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των όρων της συμφωνίας συνδιαλλαγής, να κηρύξει τη λύση της. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή που δεν υπέγραψε τη συμφωνία, μπορεί να κηρύξει τη λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής, εάν από όλες τις περιστάσεις, ιδίως εν όψει των ληφθέντων μέτρων και της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, προκύπτει πρόδηλη αδυναμία βιώσιμης συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Οι διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφος 3 εφαρμόζονται αναλόγως, (παρ. 2) Αυτοδικαίως επέρχεται η λύση της συμφωνίας σε περίπτωση λήξης της διάρκειας ισχύος της. (παρ. 3) Αυτοδικαίως επίσης επέρχεται η λύση της συμφωνίας σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του οφειλέτη ή υπαγωγής του σε οποιαδήποτε Διαδικασία αναδιοργάνωσης ή εκκαθάρισης της περιουσίας του». Η έκδοση της απόφασης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση ως αμέσως εκτελεστή εκ του νόμου (άρθρ. 7 παρ 3 ΠτΚ) επιφέρει αυτοδικαίως και τη λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής, αντιθέτως η είσοδος του οφειλέτη μετά την επικύρωση της συμφωνίας σε κατάσταση παύσης πληρωμών και μόνο δεν συνεπιφέρει αυτοδικαίως λύση της συμφωνίας. Ως λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής νοείται η περάτωση της ισχύος της και των συνεπειών της επικύρωσης της για όλους τους πιστωτές, συμβληθέντες ή μη, και για τον οφειλέτη (Σπ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, € εκδ., σ. 566). Γενική δε, συνέπεια της λύσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής είναι η άρση των αποτελεσμάτων της επικύρωσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής που προβλέπονται στο αρ. 104 ΠτΚ, χωρίς ανατροπή των εννόμων καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά τη διαδικασία (ΠΠρωτΑΘ 710/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Κοτσίρης, Η διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον πτωχευτικό κώδικα, 2010, σ.127). Εξάλλου, οι διακανονισμοί εξόφλησης οφειλών σε δόσεις που υπερβαίνουν χρονικά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας συνδιαλλαγής (η οποία δε μπορεί κατά νόμο να υπερβεί τα 2 έτη από την επικύρωση της) δεν επιδρούν στη νομιμότητα της, επειδή η διάρκεια αυτής αφορά μόνο τους μη συμβληθέντες πιστωτές και την άσκηση των δικαιωμάτων τους (άρθρο 104 ΠτΚ), ενώ αντίθετα οι υπογράψαντες τη συμφωνία πιστωτές ενέχονται πλέον με βάση τους όρους της και πέραν του χρόνου διάρκειας της ισχύος της, δυνάμενοι, επί μη εκπλήρωσης των όρων της εκ μέρους του οφειλέτη, να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση με βάση την απόφαση επικύρωσης της (άρθρο 104 παρ. 2 ΠτΚ), με κύρια εξαίρεση την περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη. Αυτό συνάγεται από την αντιδιαστολή της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 105 ΠτΚ (Εφ Πειρ 207/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1851/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη εντός της οριζόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας (βλ. την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. .ΣΤ/24.01.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), η ενάγουσα εκθέτει, ότι δυνάμει της υπ' αριθ. ./03-11-1992 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο στο αγωγικό δικόγραφο, που συνήφθη στη Χαλκίδα μεταξύ της ίδιας και της τότε ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «...» και των ομόρρυθμων εταίρων της ως πιστούχων και των ... και ... ως εγγυητών, συμφωνήθηκε η παροχή πίστωσης στην πιστούχο εταιρία μέχρι του ποσού των 130.000.000 δραχμών, διαιρεμένη σε δύο τμήματα, με το πρώτο τμήμα ποσού 60.000.000 δραχμών να χορηγείται ως βραχυπρόθεσμα δάνεια για την αντιμετώπιση των αναγκών σε κεφάλαια κίνησης και με το δεύτερο τμήμα ποσού 70.000.000 δραχμών να χορηγείται ως μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια για την πραγματοποίηση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, με τους οφειλέτες να επιβαρύνονται και με έξοδα, κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι δυνάμει της σύμβασης αυτής, χορηγήθηκαν στην πιστούχο ομόρρυθμη τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή δάνεια α) στις 09.11.1992 μεσοπρόθεσμο δάνειο ποσού 29.750.000 δρχ (87.307,41 ευρώ) διάρκειας 3 ετών με επιτόκιο 26,25%, β) στις 09.11.1992 μεσοπρόθεσμο δάνειο ποσού 34.000.000 δρχ (99.779,89 ευρώ) διάρκειας 8 ετών με επιτόκιο 24,25%, γ) στις 12.11.1992 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 32.400.000 δρχ (95.084,37 ευρώ) λήξης την 31.3.1994 με επιτόκιο 25%, δ) στις 20.11.1992 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 5.000.000 δρχ (14.673,51 ευρώ) λήξης την 31.03.1994 με επιτόκιο 26%, ε) στις 17.02.1993 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 5.000.000 δρχ (14.673,51 ευρώ) λήξης την 30.06.1994 με επιτόκιο 26%, στ) στις 04.06.1993 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 12.000.000 δρχ (35.216,43 ευρώ), ζ) στις 09.06.1993 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 5.100.000 δρχ (14.966,98 ευρώ) λήξης την 31.12.1994 με επιτόκιο 26%, η) στις 23.06.1993 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 9.000.000 δρχ (26.412,32 ευρώ) λήξης την 31.12.1994 με επιτόκιο 26%, θ) στις 29.06.1993 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 5.700.000 δρχ (16.727,80 ευρώ) λήξης την 31.12.1994 με επιτόκιο 26%, ι) στις 07.09.1993 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 1.600.000 δρχ (4.695,52 ευρώ) λήξης την 31.03.1995 με επιτόκιο 26%, ια) στις 05.04.1995 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 9.000.000 δρχ (26.412,32 ευρώ) λήξης την 31.12.1995 με επιτόκιο 25%, ιβ) στις 17.04.1995 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.100.000 δρχ (6.162,87 ευρώ) λήξης την 30.09.1996 με επιτόκιο 25%, ιγ) στις 03.09.1996 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 4.900.000 δρχ (14.380,04 ευρώ) λήξης την 31.12.1997 με επιτόκιο 23%, ιδ) στις 06.09.1996 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 4.900.000 δρχ (14.380,04 ευρώ) λήξης την 31.12.1997 με επιτόκιο 23% ιε) στις 01.10.1996 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.800.000 δρχ (8.217,16 ευρώ) λήξης την 31.03.1998 με επιτόκιο 22%, ιστ) στις 24.10.1996 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.800.000 δρχ (8.217,16 ευρώ) λήξης την 31.03.1998 με επιτόκιο 22%, ιζ) στις 25.11.1996 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.800.000 δρχ (8.217,16 ευρώ) λήξης την 31.03.1998 με επιτόκιο 22%, ιη) στις 27.12.1996 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.800.000 δρχ (8.217,16 ευρώ) λήξης την 30.06.1998 με επιτόκιο 22%, ιθ) στις 30.01.1997 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.400.000 δρχ (7.043,28 ευρώ) λήξης την 30.06.1998 με επιτόκιο 21%, κ) στις 27.02.1997 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.400.000 δρχ (7.043,28 ευρώ) λήξης την 30.06.1998 με επιτόκιο 21%, κα) στις 12.03.1997 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.400.000 δρχ (7.043,28 ευρώ) λήξης την 30.06.1998 με επιτόκιο 20,5%, κβ) στις 26.03.1997 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.400.000 δρχ (7.043,28 ευρώ) λήξης την 30.06.1998 με επιτόκιο 20,5%, κγ) στις 29.04.1997 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.800.000 δρχ (8.217,16 ευρώ) λήξης την 30.09.1998 με επιτόκιο 20%, κδ) στις 12.05.1997 βραχυπρόθεσμο δάνειο ποσού 2.800.000 δρχ (8.217,16 ευρώ) λήξης την 30.09.1998 με επιτόκιο 20% και κε) στις 29.07.2008 δάνειο ποσού 700.000 ευρώ για ρύθμιση οφειλής. On στη συνέχεια, δυνάμει της υπ' αριθ. ./21.11.2007 πρόσθετης πράξης διακανονισμού οφειλών, που συνήφθη μεταξύ της ίδιας και της ομόρρυθμης εταιρίας ως πιστούχου και μεταξύ άλλων και της εναγόμενης ως εγγυήτριας, ευθυνόμενης ως αυτοφειλέτριας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η τελευταία αποδέχτηκε ότι η πιστούχος εταιρία υπέρ της οποίας εγγυήθηκε, δανείστηκε και έλαβε τα αναφερόμενα στην αγωγή μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα δάνεια, ότι οι απαιτήσεις της ενάγουσας κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, απαιτητές, βέβαιες και εκκαθαρισμένες και ότι το υπόλοιπο του πρώτου δανείου ανερχόταν στο ποσό των 413.812,75 ευρώ (κεφάλαιο ποσού 99.779,90 ευρώ + συμβατικοί τόκοι ποσού 73.668,11 ευρώ + τόκοι υπερημερίας ποσού 240.364,74 ευρώ), το υπόλοιπο του δεύτερου δανείου ανερχόταν στο ποσό των 93.447,83 ευρώ (κεφάλαιο 24.602,24 ευρώ + συμβατικοί τόκοι 36.734,57 ευρώ + τόκοι υπερημερίας 32.141,05 ευρώ), το υπόλοιπο των βραχυπρόθεσμων δανείων ανερχόταν στο ποσό των 2.897.673,22 ευρώ (κεφάλαιο 361.261,94 ευρώ + συμβατικοί τόκοι 149.038,82 + τόκοι υπερημερίας 2.387.673,22 ευρώ) και ότι το υπόλοιπο ποσό οφειλής από ασφάλιστρα και λοιπές χρεώσεις ανερχόταν στο ποσό των 7.946,42 ευρώ, ήτοι ότι το υπόλοιπο των ως δανείων αυτών και της εξ αυτών οφειλής ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.413.210,98 ευρώ. Ότι η ίδια στα πλαίσια απόφασης των καταστατικών της οργάνων για ευνοϊκή ρύθμιση των καθυστερούμενων απαιτήσεων της πιστούχου εταιρίας, αποδέχτηκε την αίτηση ρύθμισης αυτής να θεωρήσει την ανωτέρω οφειλή πλήρως εξοφληθείσα υπό τους όρους Α] της καταβολής κατά το χρόνο υπογραφής της ανωτέρω υπ' αριθ. ./21.11.2007 πρόσθετης πράξης ποσού 50.000 ευρώ και Β] της καταβολής ποσού 700.000 ευρώ πλέον των τόκων του κεφαλαίου εντός προθεσμίας 12 ετών από την υπογραφή της ως άνω πρόσθετης πράξης, του υπόλοιπου ποσού διαγραφόμενου σε βάρος της ίδιας (της ενάγουσας) με τους ειδικότερους όρους που περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι, ακόμη, συμφωνήθηκε με την ανωτέρω πρόσθετη πράξη ότι η παραπάνω ρύθμιση έγινε για λόγους ταμειακής διευκόλυνσης της πιστούχου εταιρίας και δε συνιστά ανανέωση χρέους, ενώ συμφωνήθηκε και ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης έστω και μιας δόσης περισσότερο από 3 μήνες από τη λήξη της, τότε αυτοδίκαια θα ανατρεπόταν η συμφωνία ρύθμισης και η οφειλή θα επανερχόταν στο αρχικό ποσό της συνολικής οφειλής, το οποίο θα εκτοκιζόταν στο τέλος κάθε εξαμήνου και επί του υπολοίπου θα οφείλονταν και τόκοι υπερημερίας, κάθε δε ποσό που θα είχε καταβληθεί στο πλαίσιο της ρύθμισης θα καταλογιζόταν σύμφωνα με το νόμο στα παλαιότερα χρέη. Ότι η εναγόμενη ως τρίτη συμβαλλόμενη εγγυήτρια αφού έλαβε υπόψη την ανωτέρω ευνοϊκή ρύθμιση για τις οφειλές της πιστούχου εταιρίας, δήλωσε ότι αποδέχονταν πλήρως αυτή με όλους τους όρους και τις συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης της και ότι η ανωτέρω πρόσθετη σύμβαση αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αρχικής υπ' αριθμ ./03.11.1992 σύμβασης. Ότι, περαιτέρω, μετά από αίτηση της πιστούχου εταιρίας και σε εφαρμογή αποφάσεων του Υπουργείου Οικονομικών περί παροχής εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, η ίδια προέβη εκ νέου σε ρύθμιση της οφειλής, συναφθείσας της υπ' αριθ. ./11-7-2008 πρόσθετης πράξης ρύθμισης οφειλών, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο, μεταξύ της ίδιας και πιστούχου και της εναγομένης ως εγγυήτριας, δυνάμει της οποίας αναγνωρίστηκε ότι την 25η Αυγούστου 2007, η συνολική οφειλή ανερχόταν στο ποσό των 3.364.147,86 ευρώ. Ότι η ανωτέρω οφειλή περιορίστηκε στο ποσό των 700.000 ευρώ, με τον περιορισμό αυτό να ισχύει μόνο εφόσον οι οφειλέτες τηρήσουν τους όρους της ρύθμισης, άλλως θα αναβίωνε η προηγούμενη οφειλή με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από 25.08.2007. Ότι προς εξυπηρέτηση της παραπάνω σύμβασης δανείου μετά των πρόσθετων πράξεων ρύθμισης τηρήθηκαν οι υπ' αριθ. . και . τραπεζικοί λογαριασμοί, αντίγραφα της κίνησης των οποίων, επισυνάπτονται στο αγωγικό δικόγραφο, οι οποίοι έκλεισαν λόγω καθυστέρησης και παράβασης των όρων ρύθμισης οριστικά την 17η Μαΐου 2012. Ότι τα χρεωστικά κατάλοιπα ανέρχονταν από τον πρώτο λογαριασμό στο ποσό των 4.826.302,94 ευρώ και από το δεύτερο λογαριασμό στο ποσό των 4.319,92 ευρώ, ήτοι το συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο ανέρχονταν στο ποσό των 4.830.622,86 ευρώ. Ότι η ίδια κατήγγειλε τη σύμβαση με τις πρόσθετες πράξεις αυτής με την από 25.05.2012 εξώδικη γνωστοποίηση-καταγγελία που επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή νόμιμα στην εναγόμενη στις 6 Ιουνίου 2012 κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι σε βάρος της εναγόμενης άσκησε την από 28.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2015 αγωγή με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να της καταβάλει μέρος της απορρέουσας από την ένδικη δανειακή σύμβαση απαίτησης της ύψους 700.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης της ύψους 4.130.622,86 ευρώ, με το εκάστοτε ισχύον τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων, από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης ήτοι από την 06η Ιουνίου 2012, άλλως με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η ένδικη αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 18, 22, 36 και 37 του ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώ για το παραδεκτό της συζήτησης έχει κατατεθεί και το από 08.09.2020 ενημερωτικό έγγραφο. Ωστόσο, είναι απορριπτέα στο σύνολο της ως απαράδεκτη, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης που προβλήθηκε με τις προτάσεις της. Ειδικότερα, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εναγομένη εταιρία κατέθεσε την από 20.10.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./20.10.2008 αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία της συνδιαλλαγής και λήψης προληπτικών μέτρων και προστασίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), με αίτημα, μεταξύ άλλων, το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99 έως 106 ΠτΚ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011. Επ' αυτής, εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθ. 98/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία δέχτηκε την αίτηση και διέταξε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, ορίζοντας μεσολαβητή προκειμένου να γνωμοδοτήσει με έγγραφη πλήρως αιτιολογημένη γνωμοδότηση του εάν επιτεύχθηκε και με ποιο τρόπο συνδιαλλαγή. Κατόπιν, το ίδιο ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας την από 10.09.2009 αίτηση της εναγομένης με αίτημα, μεταξύ άλλων, την επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής με τους συμβληθέντες πιστωτές, εξέδωσε την υπ' αριθ. 1041/2009 απόφαση του, με την οποία απέρριψε την ανωτέρω αίτηση. Μετά από άσκηση των από 07.12.2009 και με αριθμό κατάθεσης ./07.12.2009 και από 09.12.2009 και με αριθμό κατάθεσης ./09.12.2009 εφέσεων της εναγομένης, το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την υπ' αριθ. 1851/2010 απόφαση του, με την οποία δέχτηκε τυπικά και κατ' ουσία την από 07.12.2009 έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη υπ' αριθ. 1041/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και δίκασε κατ' ουσία την ανωτέρω από 10.09.2009 αίτηση και δέχτηκε αυτήν, επικυρώνοντας τη συμφωνία συνδιαλλαγής που συνήφθη μεταξύ της αιτούσας και της πλειοψηφίας των πιστωτών της. Όπως προκύπτει ιδίως από την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου Αθηνών, επιτεύχθηκε συμφωνία και μεταξύ της εκεί εκκαλούσας και εναγομένης στην παρούσα δίκη με την πιστώτρια ενάγουσα τραπεζική εταιρία, κατά την οποία μετατράπηκε το σύνολο του υφιστάμενου δανεισμού της σε μακροπρόθεσμο δανεισμό με περίοδο χάριτος 3 ετών και με συνολικό χρόνο αποπληρωμής 15 ετών, κεφαλαιοποιούμενων όλων των τόκων μέχρι 30.06.2009.

 

κόμη, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. ./92.97.2020 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, δεν έχει ασκηθεί οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της υπ' αριθ. 1851/2010 απόφασης του τελευταίου Δικαστηρίου, ενώ, όπως προκύπτει ιδίως από το π' αριθ. ./15.07.2020 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Τμήματος Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, η εναγομένη δεν έχει πτωχεύσει. Η ενάγουσα με το δικόγραφο της προσθήκης αντίκρουσης προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφο της από 28.02.2014 αίτησης της εναγόμενης για άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ' άρθρο 106β του νόμου 3588/2007 ως ίσχυε η διάταξη μετά τη τροποποίηση της με το άρθρο 12 του νόμου 4013/2011 και εκθέτει ότι με την ανωτέρω αίτηση, η εναγόμενη αποποιήθηκε την αρχική συμφωνία συνδιαλλαγής και ζήτησε να τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης με συνέπεια να έχει επέλθει αυτοδικαίως, κατ' άρθρο 105 παρ. 3 του νόμου 3588/2007 ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής επειδή η εναγόμενη υπήχθη σε διαδικασία αναδιάρθρωσης, επιπλέον δε ως μη συμβαλλόμενη επήλθε η λύση της συμφωνίας αυτοδικαίως και λόγω παρέλευσης του χρόνου διάρκειας της αρχικής συμφωνίας (άρθρο 105 παρ 2 νόμου 3588/2007). Επί των ισχυρισμών αυτών λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Σύμφωνα και με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στην νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, η λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής είναι δυνατή είτε με αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή που δεν υπέγραψε τη συμφωνία, είτε αυτοδικαίως σε περίπτωση λήξης της διάρκειας ισχύος της. (παρ. 2 του άρθρου 105) και σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του οφειλέτη ή υπαγωγής του σε οποιαδήποτε διαδικασία αναδιοργάνωσης ή εκκαθάρισης της περιουσίας του (παρ. 3 του άρθρο 105). Για την εφαρμογή της τελευταίας περίπτωσης είναι απαραίτητη η έκδοση της σχετικής απόφασης που είτε κηρύσσει τον πιστωτή σε πτώχευση είτε τον υπαγάγει σε οποιαδήποτε διαδικασία αναδιοργάνωσης. Η περιέλευση αυτού σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και υποβολή και μόνο σχετικών αίτησης πτώχευσης ή υπαγωγής σε νέα προπτωχευτική διαδικασία δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμφωνίας, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους. Σημειώνεται δε ότι από προηγούμενη ενέργεια του παρόντος Δικαστηρίου περιήλθε εις γνώση του ότι επί της ανωτέρω αίτησης εξεδόθη η υπ' αριθμ. 1078/2014 απόφαση του, η οποία απέρριψε την αίτηση επικύρωσης της εξυγίανσης, συνεπώς δεν τίθεται θέμα αυτοδίκαιης λύσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής. Άλλωστε στο άρθρο 14 του νόμου 4013/2011 ορίζεται ότι συμφωνίες συνδιαλλαγής που έχουν ήδη συναφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που αντικαθίστανται με τον ως άνω νόμο δεν θίγονται και διέπονται από τις διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από τον νόμο αυτό, εκτός αν παρά τη συμφωνία συνδιαλλαγής συντρέχουν ως προς τον οφειλέτη οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 99, όπως ισχύει μετά από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου και ο οφειλέτης ζητήσει την υπαγωγή του σε διαδικασία εξυγίανσης. Συνάγεται δε από τα ανωτέρω ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση η συμφωνία συνδιαλλαγής δεν παύει αυτοδικαίως κατά τους ορισμούς των διατάξεων του άρθρου 105 του προϊσχύοντος ΠτΚ αλλά με απόφαση του Δικαστηρίου αντικαθίσταται με την νέα συμφωνία εξυγίανσης κατά τους όρους των νέων διατάξεων του νόμου 4013/2011. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η επίδικη απαίτηση της ενάγουσα έχει συμπεριληφθεί στην συμφωνία συνδιαλλαγής, η δε ενάγουσα αναφέρεται μεταξύ των πιστωτών που συμφώνησαν και αποδέχτηκαν την σχετική συμφωνία, η οποία είναι ενεργή και ισχύουσα, δεσμεύει τους διαδίκους και εξακολουθεί να ισχύει και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 99 έως 106 ΠτΚ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους από το άρθρο 12 του Ν. 4013/5011. Το γεγονός ότι στη υποβολή της αίτησης για άμεση επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν συμπεριλήφθηκε μεταξύ των πιστωτών που αποδέχτηκαν αυτή, δεν αναιρεί ούτε ανατρέπει με οποιοδήποτε τρόπο την ήδη κατοχυρωμένη συμμετοχή της στην αρχική συμφωνία συνδιαλλαγής. Η ενάγουσα εταιρία δεσμεύεται από αυτήν και ως προς την επιδίωξη της απαίτησης της, η οποία επηρεάζεται από τη συμφωνηθείσα ρύθμιση σταδιακής εξόφλησης της με βάση τους ειδικότερους όρους πέραν της εκ του νόμου διάρκειας της ισχύος της συμφωνίας, με συνολικό χρόνο αποπληρωμής δέκα πέντε έτη ενώ σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των όρων της συμφωνίας εκ μέρους της οφειλετριας εταιρίας, μπορεί να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση με βάση την απόφαση επικύρωσης της. Ως προελέχθη η υπέρβαση της νόμιμης και υποχρεωτικής διάρκειας της ισχύος της συμφωνίας δεν επιδρά στη νομιμότητα του διακανονισμού εξόφλησης της οφειλής σε δόσεις, επειδή η διάρκεια που ορίζει ο νόμος για τη συμφωνία συνδιαλλαγής αφορά μόνο στους μη συμβληθέντες πιστωτές και την άσκηση των δικαιωμάτων τους, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς η ενάγουσα δε μπορεί να επιδιώξει οφειλές της κατά της εναγομένης με την άσκηση της παρούσας αγωγής κατά την τακτική διαδικασία, αλλά μπορεί μόνο είτε να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση με βάση τη συμφωνία συνδιαλλαγής ως εκτελεστό τίτλο είτε να ζητήσει τη δικαστική κήρυξη της λύσης της συμφωνίας κατ' άρθρο 105 παρ. 1 ΠτΚ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011) και κατόπιν να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων της όπως είχαν διαμορφωθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής, κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία νομική σκέψη. Τέλος τα δικαστικά έξοδα, για την επιδίκαση των οποίων υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από την εναγόμενη, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9.06.2022.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 1η/7/2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ