ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 135/2022

 

Κατά τόπον αρμοδιότητα δικαστηρίου - Ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας - Σύμβαση ΝΠΔΔ για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας - Έγγραφος τύπος - Αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης - Αναρμοδιότητα πολιτικών δικαστηρίων -.

 

Η έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως παράγει δικονομική δέσμευση και, αν δεν περιέχει αντίθετη πρόβλεψη, δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία υπερισχύει της νόμιμης γενικής δωσιδικίας του εναγομένου αλλά και των συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών, με αποτέλεσμα ο ενάγων να στερείται του δικαιώματος επιλογής. Δικαιοδοσία διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων. Για την σύναψη συμβάσεως που συνάπτει Ν.Π.Δ.Δ. για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ, αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000,00 ευρώ, τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στον νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών. Το Διοικητικό Εφετείο αποτελεί πλέον το αρμόδιο Δικαστήριο επί κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση. Απόρριψη αγωγής ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στις 11 Ιουλίου 2019, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016. Ενόψει και του ότι η επίδικη σύμβαση παροχής υπηρεσιών έχει συναφθεί με αντισυμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ δικαιοδοσία να εκδικάσει την ιδιωτικού δικαίου διαφορά που εισάγεται με αυτήν, δεδομένου ότι βάσει του νόμου (άρθρο 205 Α Ν.4412/2016) έχει υπαχθεί πλέον στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων και δη του Διοικητικού Εφετείου  στην περιφέρεια του οποίου εκτελέστηκαν οι συμβάσεις.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός  Απόφασης 135/2022

 

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής ΜΤ./11.7.2019]

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης – κλήσης  ΜΤ./29.6.2021]

 

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σπυροπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 23 Φεβρουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Της ενάγουσας : Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «. & ΣΙΑ Ε.Ε.», με έδρα τον Πύργο Ηλείας, οδός ., κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου ., ΔΟΥ Πύργου, η οποία προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της κλήσης, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Μάριου Καραμάνη (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000177, από 8.11.2019 δικαστικό πληρεξούσιο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως), ο οποίος προκατέβαλε τις εισφορές, που προβλέπονται στο άρθρο 61 Ν.4194/2013 (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλ Νο : Η./19.11.2019), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Του εναγομένου : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΥΡΓΟΥ», με έδρα το Κατάκολο Ηλείας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της κλήσης, κατά το άρθρο 237 παρ.1εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Διονυσίου Λίμουρα (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000232, υπ’ αριθμ. ./2021 απόφαση του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Πύργου Κατακόλου ληφθείσα κατά την .η τακτική συνεδρίασή του), ο οποίος προκατέβαλε τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 Ν.4194/2013 (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλ Νο:Η./08.12.2021), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.5.2019 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ./11.7.2019 και αρχικά με την υπ’ αριθμ../27.01.2020 Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 27ης.5.2020, ότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, ως μέτρο αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού (COVID 19), δυνάμει της υπ’ αριθμ.Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340/15.5.2020 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β 1857/15.5.2020), ενώ εν συνεχεία, με την υπ’αριθμ../09.6.2020 Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών, επαναφέρθηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 Ν.4690/2020, να συζητηθεί στη δικάσιμο 9ης.9.2020. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ.140/09.4.2021 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία ανέστειλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής, έως ότου προσκομιστεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων πράξη του αρμοδίου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι έχει αποφανθεί σχετικά με τον έλεγχο της δαπάνης της επίδικης σύμβασης, για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί στο αρμόδιο τμήμα τέτοια υπόθεση, αντίστοιχη βεβαίωση του Γραμματέα του. Ήδη με την από 28.6.2021 αίτηση-κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ./29.6.2021, η υπόθεση παραδεκτά επαναφέρθηκε προς συζήτηση, με την δε υπ’ αριθμ../12.01.2022 Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [23.02.2022] και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό [.].          

                                                      

Η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, έγινε χωρίς την αναγκαία παρουσία των πληρεξούσιων Δικηγόρων των διαδίκων (άρθρο 237 παρ.4 προτελ.εδ. ΚΠολΔ).

 

                              Αφού μελέτησε τη δικογραφία

                              Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο από το οικείο πινάκιο οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου). Πλην, όμως, από τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.2  του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ.4 εδ.προτελ. ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία δεν είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν κατατεθεί μετά την 01η.01.2016 και εφεξής και συνεπώς γι’ αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται  και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων τους), εφόσον αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, υποχρέωση που εν προκειμένω έχουν τηρήσει αμφότερες οι πλευρές.

 

Σημειωτέον ότι εν προκειμένω οι διάδικοι εκ περισσού κατέθεσαν προτάσεις, ενόψει του ότι αμφότεροι παραστάθηκαν κανονικά, έχοντας καταθέσει νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις, κατά την αρχική συζήτηση της 09ης.9.2020, της οποίας η παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται κατά το άρθρο 254 παρ.1 εδ.τελ. ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του Ν.4842/2021 [ΦΕΚΑ 190/13.10.2021] και κατά το άρθρο 116 παρ.1β του ίδιου νόμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο, ως εκ τούτου εάν κάποιος παρέστη κανονικά κατά την προηγουμένη συζήτηση, κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη, όπως και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν δηλαδή δεν παρέστη στην αρχική αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, δικάζεται κατ` αντιμωλία (ΕφΘρακ 88/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[Ι] Κατά τον ΚΠολΔ η τοπική αρμοδιότητα, δηλαδή το ποσοστό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας, που ασκεί καθένα συγκεκριμένο και γεωγραφικά εντοπισμένο δικαστήριο, συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της πολιτικής δίκης, που πρέπει να συντρέχει προκειμένου το δικαστήριο να εξετάσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Από τη νομική της φύση συνάγεται, πρώτον, ότι το βάρος αποδείξεως της κατά τόπον αρμοδιότητας φέρει ο ενάγων και, δεύτερον, ότι η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτησή της δεν συνιστά ένσταση αλλά άρνηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 επομ. και 42 – 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τοπική αρμοδιότητα καθορίζεται από το νόμο, όμως, επί διαφορών με περιουσιακό αντικείμενο, είναι δυνατή η παρέκτασή της με συμφωνία των διαδίκων, δυνάμει της οποίας ένα τοπικά αναρμόδιο κατά το νόμο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο, η οποία, όταν πρόκειται για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη εφόσον καταρτίζεται εγγράφως, αναφέρεται σε συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές αυτές και προσδιορίζει το ή τα δικαστήρια που καθίστανται αρμόδια. Η έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως, ως έκφραση της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, παράγει δικονομική δέσμευση και, αν δεν περιέχει αντίθετη πρόβλεψη, δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία υπερισχύει της νόμιμης γενικής δωσιδικίας του εναγομένου αλλά και των συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών, με αποτέλεσμα ο ενάγων να στερείται του κατά το άρθρο 41 ΚΠολΔ δικαιώματος επιλογής, σε περίπτωση δε που εισαγάγει τη διαφορά προς εκδίκαση στο δικαστήριο που θα ήταν αρμόδιο αν δεν υπήρχε η συμφωνία παρεκτάσεως, αποκρούεται με την επίκληση της σχετικής ρήτρας. Το δικαίωμα του εναγομένου στην προβολή της αναρμοδιότητας, που θεμελιώνεται σε έγκυρη δικονομική συμφωνία, είναι δικονομικής φύσεως και για το λόγο αυτό δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, στον οποίον εμπίπτει η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Η  κατάφαση του κύρους της ρήτρας παρεκτάσεως οδηγεί το δικάζον δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 40 ΚΠολΔ, στην κήρυξη της τοπικής αναρμοδιότητάς του και στον προσδιορισμό ως αρμόδιου του επιλεγέντος  δικαστηρίου, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση με οριστική του απόφαση [ΕφΠειρ 446/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου εκτενείς παραπομπές σε θεωρία και νομολογία].

 

Η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου από τον εναγόμενο δεν αποτελεί ένσταση υπό δικονομική ή ουσιαστική έννοια, γιατί ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων για την έρευνα της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, αλλά αποτελεί οιονεί αρνητική απάντηση διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2000, τόμος I, άρθρο 46, αρ. 3, σελ. 106).

 

Η κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που προσδιορίζεται από τα άρθρα 22 έως 41 του ΚΠολΔ, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση (άρθρο 216 παρ.2 εδαφ.β ΚΠολΔ) και απόδειξη των στοιχείων εκείνων, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 46 ΚΠολΔ). Η αυτεπάγγελτη, όμως, έρευνα της κατά τόπο αρμοδιότητας περιορίζεται όταν ο εναγόμενος παραστεί κατά τη συζήτηση και δεν προτείνει εγκαίρως, κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία (άρθρο 263 του ΚΠολΔ), τη σχετική ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας. Και τούτο επειδή στην περίπτωση αυτή θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας κατά το άρθρο 42 παρ.2 ΚΠολΔ. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται μόνο αν υφίσταται αποκλειστική (και όχι συντρέχουσα) τοπική αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, οπότε το κατά τόπο αναρμόδιο Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητά του στην περίπτωση αυτή, οφείλει να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, παρά τη μη πρόταση ένστασης αναρμοδιότητας, καθόσον δεν αρκεί η θεωρούμενη ως υπάρχουσα σιωπηρή περί παρέκτασης συμφωνία, αφού, όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα, η συμφωνία περί παρέκτασης πρέπει να είναι ρητή κατά το άρθρο 42 παρ.1 εδ.2 του ΚΠολΔ (ΕφΘες 227/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).

 

[ΙΙ] Στο άρθρο 94 παρ.1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84 Α΄/17-4-2001), ορίζεται ότι: 1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε ο Ν.1406/1983 (Φ.Ε.Κ.182 Α΄), με το άρθρο 1 παρ.2 του οποίου υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ.ι΄), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση (ΕφΛαρ123/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), οι οποίες ειδικότερα υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων (άρθρο 6 παρ.2 περ. α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Διοικητική σύμβαση, από την οποία απορρέει διοικητική διαφορά ουσίας, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι μόνο εκείνη, στην οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και με τη οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στην σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 11/2013, ΑΕΔ 3/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 28/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2000, ΕλλΔνη 2000.667). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και προσδίδουν εξουσιαστική θέση στο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες που παρέχουν στα τελευταία την δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντά τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού (ΣτΕ 380/1994, ΣτΕ 898/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις, στις οποίες δεν συντρέχουν σωρευτικά τα ανωτέρω χαρακτηριστικά γνωρίσματα, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 8/1992, ΕλλΔνη 1993. 1453). Επίσης, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται και οι διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που έχουν ως υπόβαθρο μια άκυρη σύμβαση, που δεν είναι διοικητική (ΑΠ 1307/2010, ΕφΑΔ 2011.451, ΕφΑθ 1781/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2941/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ,  ΕφΛαρ 123/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

[ΙΙΙ] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 118 παρ.1 έως 4 του Ν. 4412/2016 (Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών  ( προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ), (ΦΕΚ Α 147/08.8.2016), ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την παρ. 4 άρθρου 47 του Ν.4472/2017, ορίζεται σχετικά με την δυνατότητα των φορέων του Δημοσίου, να προβαίνουν σε απευθείας αναθέσεις έργων και προμηθειών ότι : « 1. Προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται όταν η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, χωρίς ΦΠΑ, είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ. 2. Η απευθείας ανάθεση διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της αναθέτουσας αρχής, χωρίς να απαιτείται η συγκρότηση συλλογικού οργάνου για το σκοπό αυτόν. 3. Μετά την έκδοση της απόφασης απευθείας ανάθεσης, η αναθέτουσα αρχή δημοσιεύει αυτή στο ΚΗΜΔΗΣ, σύμφωνα με το άρθρο 66, με την επιφύλαξη του άρθρου 379 παράγραφος 3. Η απόφαση ανάθεσης περιέχει κατ’ ελάχιστο : α) την επωνυμία και τα στοιχεία επικοινωνίας της αναθέτουσας αρχής, β) περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης και της αξίας της, γ) όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του οικονομικού φορέα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση, δ) κάθε άλλη πληροφορία που η αναθέτουσα αρχή κρίνει απαραίτητη. 4. Αν παραβιασθεί η υποχρέωση της παρ.3, η σύμβαση είναι αυτοδίκαια άκυρη». Κατά δε το άρθρο 1 του καταργηθέντος Ν. 2286/1995, οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως, η δε διαδικασία τους ρυθμίζεται ήδη από το Ν.4412/2016. Στα άρθρα 40 και 41 του Ν.Δ. 496/1974 Περί Λογιστικού ΝΠΔΔ ορίζεται ότι «Συμβάσεις, δια των οποίων δημιουργούνται υποχρεώσεις εις βάρος του νομικού προσώπου δεν δύναται να συνομολογηθούν, εφόσον δεν προβλέπονται υπό των διεπουσών τούτο γενικών ή ειδικών διατάξεων (άρθρο 40). Πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του νομικού προσώπου έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσό τούτο δύναται να αυξομειούται δι’αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης, αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως» (Σημειώνεται ότι με την υπ αριθμ. 2/42053/0094 (ΦΕΚ Β΄1033/7-8-2002) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών το ως άνω ποσό αναπροσαρμόστηκε και καθορίστηκε στα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ). Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, συμβάσεις, με τις οποίες δημιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος Ν.Π.Δ.Δ., δεν δύναται να συνομολογηθούν, εφόσον δεν προβλέπονται από τις διατάξεις - γενικές ή ειδικές - που διέπουν τη λειτουργία του. Κάθε δε σύμβαση για λογαριασμό του Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 2.500 Ευρώ ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Η πρόταση καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής μπορούν να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 84 του Ν.Δ.321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», με τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν.2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ.) και ήδη του άρθρου 130 Ν.4270/2014 (που αντικατέστησε το Ν.2362/1995), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ.1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή. Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου καλύπτεται σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες, κατά το άρθρο 192 ΑΚ, στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι για την σύναψη συμβάσεως που συνάπτει Ν.Π.Δ.Δ. για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ, αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000,00 ευρώ, τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών. Σε περίπτωση δε άκυρης σύμβασης λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά το άρθρο 904 του ΑΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με την διάταξη αυτή ή άλλη. Έτσι, σε περίπτωση που με σύμβαση με το Νομικό Πρόσωπο Δήμου δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από την διάταξη του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού ΝΠΔΔ» έγγραφος τύπος  ή τηρήθηκε μεν ο έγγραφος τύπος, χωρίς όμως να τηρηθούν οι από τον νόμο προβλεπόμενες διατυπώσεις της προηγούμενης λήψης απόφασης από το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο, η σύμβαση είναι άκυρη και το Νομικό Πρόσωπο του Δήμου υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση και συνίσταται στη χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών που δέχθηκε και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση έργου (ΑΠ 766/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2941/2008, ΕλλΔνη 2008. 1106, ΠΠΘες 16764/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 1352/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΗλ 201/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 1123/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘες 16584/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘες 16329/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘες 16329/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘες 1168/2013, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

[ΙV] Κατά το άρθρο 309 εδ.β` του ΚΠολΔ, οι μη οριστικές αποφάσεις μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, η οποία υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Η αίτηση περί ανακλήσεως είναι παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν εισάγεται κλήση για συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση δίκης [ΠΠΘες 1209/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, η οποία τυγχάνει ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «. & ΣΙΑ ΕΕ» και έχει αντικείμενο την παροχή επιστημονικών και τεχνικών συμβουλών, την μηχανογραφική υποστήριξη και συντήρηση εφαρμογών λογισμικού, εκθέτει ότι, δυνάμει έγγραφης σύμβασης παροχής υπηρεσιών, που κατήρτισε δια του νομίμου εκπροσώπου της στο Κατάκολο Ηλείας, στις 15 Ιουνίου 2018, με αριθμό πρωτοκόλλου ./15.6.2018, με το εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΥΡΓΟΥ», όπως νομίμως εκπροσωπείτο από τον Πρόεδρο αυτού, ανέλαβε για το χρονικό διάστημα από τις 15 Ιουνίου 2018 έως τις 27 Φεβρουαρίου 2019 την κατεύθυνση και παρακολούθηση της λειτουργίας του λογισμικού συστήματος των γραφείων του εναγομένου, έναντι συνολικής αμοιβής ανερχόμενης στο ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00 €), πλέον ΦΠΑ 24%, αξίας τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (4.800,00€), ήτοι συνολικά στο ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (24.800,00€). Ότι εκτέλεσε προσηκόντως και εμπροθέσμως τις συμφωνηθείσες εργασίες, όπως αυτές αναλυτικώς κατ’ είδος αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από το εναγόμενο. Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, το εναγόμενο αρνείται να της καταβάλει την ανωτέρω συμφωνηθείσα αμοιβή της.

 

Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (24.800,00€), ως συμφωνηθέν αντάλλαγμα για τις εκτελεσθείσες εκ μέρους της εργασίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.

 

Το εναγόμενο με τις προτάσεις του στη παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση το πρώτον πρότεινε την ένσταση της τοπικής αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου να εκδικάσει την ένδικη υπόθεση, λόγω ρητής έγγραφης συμφωνίας των διαδίκων για την επίλυση των διαφορών που θα προκύψουν από την επίδικη σύμβαση παροχής υπηρεσιών αρμόδια να τυγχάνουν τα Δικαστήρια της πόλεως των Πατρών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 της επίδικης υπ’ αριθμ.πρωτ. ./15.6.2018 σύμβασης παροχής υπηρεσιών. Η ένσταση αυτή παραδεκτά προτείνεται στο παρόν δικονομικό στάδιο, κατά τη διάταξη του άρθρου 263 στοιχ. α του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο [I] νομική σκέψη της παρούσας, καθώς επί αποκλειστικής τοπικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου, η οποία εξετάζεται παρά τη μη πρόταση ένστασης αναρμοδιότητας, δεν χωρεί η θεωρούμενη ως υπάρχουσα σιωπηρή περί παρέκτασης συμφωνία. Ωστόσο το ζήτημα της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου δεν θα εξεταστεί διότι προηγείται η έρευνα της δικαιοδοσίας.

 

Ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επιδόθηκε στο εναγόμενο εντός της προβλεπόμενης νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της (άρθρα 122 παρ.1, 123, 124 παρ.2, 126 παρ.1 στοιχ.γ, 127 παρ.1, 215 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθμ../11.7.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .

 

Ωστόσο το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή. Ειδικότερα, η αξίωση της ενάγουσας να της επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 21.396,77 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, αληθών υποτιθέμενων των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο, απορρέει από την υπ’αριθμ.πρωτ../15.6.2018 σύμβαση παροχής υπηρεσιών, ποσού 20.000,00€, για την μηχανογραφική υποστήριξη και συντήρηση εφαρμογών λογισμικού του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Πύργου για το έτος 2018, που συνήψαν οι διάδικοι. Η σύμβαση αυτή, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν περιλαμβάνει όρους και εξαιρετικές ρήτρες υπέρ του εναγομένου που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και  θέτουν αυτό σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Επομένως δεν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων σχέση δημοσίου δικαίου ούτε πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς ουσίας προερχόμενης εκ διοικητικής συμβάσεως, αλλά για διαφορά ιδιωτικού δικαίου. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 α του Ν.4605/2019 (ΦΕΚ A` 52/1.4.2019), «Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν η σύμβαση εκτελείται στην Περιφέρεια δύο ή περισσότερων Διοικητικών Εφετείων, αρμόδιο καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ο ενάγων». Κατά δε το εδάφιο β’ του ίδιου άρθρου, η ισχύς αυτού αρχίζει τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 01η/7/2019 [άρθρα 144 παρ.1, 145 παρ.2 ΚΠολΔ]. Σημειωτέον ότι η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου διατηρείται και στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο της διαφοράς που προέκυψε από τη μεταξύ των μερών σύμβαση είναι αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΜΠΛαμ 74/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΛαμ 75/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ , ΜΠΗλείας 201/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΠατρ 174/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Ειδικότερα κατά το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 α του Ν. 4605/2019, το Διοικητικό Εφετείο αποτελεί πλέον το αρμόδιο Δικαστήριο επί κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση   (Δ. Ράϊκος, Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, έκδ.2019, Β. Η δικαστική έννομη προστασία κατά την εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης, 1. Η κύρια δικαστική προστασία, 1.1. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα, σελ. 905-916). Η διάταξη της παρ.1 του άρθρου 205 Α του Ν.4412/2016 είναι δικονομικού περιεχομένου και τυγχάνει εφαρμογής και στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του, ήτοι πριν την 01η.7.2019, ελλείψει αντίθετης μεταβατικής στο Ν.4605/2019 και βάσει του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ [ ΜΠΛαμ 74-77/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛειβ 41/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Επειδή η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2019, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016, ενόψει και του ότι η επίδικη σύμβαση παροχής υπηρεσιών έχει συναφθεί με αντισυμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ δικαιοδοσία να εκδικάσει την ιδιωτικού δικαίου διαφορά που εισάγεται με αυτήν, δεδομένου ότι βάσει του νόμου (άρθρο 205 Α Ν.4412/2016) έχει υπαχθεί πλέον στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων και δη του Διοικητικού Εφετείου  στην περιφέρεια του οποίου εκτελέστηκαν οι συμβάσεις. Σημειωτέον ότι το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της δικαιοδοσίας, η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη του εισαγωγικού ένδικου βοηθήματος ως απαράδεκτου (ΑΠ 1272/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 91/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την υπ’αριθμ.140/09.4.2021 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου κρίθηκε, ότι το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να κρίνει την ένδικη υπόθεση και ότι η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, και, χωρίς να εξεταστεί η ουσιαστική βασιμότητά της, ανεστάλη η έκδοση οριστικής απόφασης επί αυτής έως ότου προσκομιστεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων πράξη του αρμοδίου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι έχει αποφανθεί σχετικά με τον έλεγχο της δαπάνης της επίδικης σύμβασης, για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί στο αρμόδιο τμήμα τέτοια υπόθεση, αντίστοιχη βεβαίωση του Γραμματέα του, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 του ΚΠολΔ, η απόφαση αυτή [140/2021], κατά το μέρος αυτό συμπεριλαμβανομένης της διάταξης αυτής να ανακληθεί, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω δυσχέρειας στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΝΑΚΑΛΕΙ  την υπ’ αριθμ. 140/09.4.2021 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου κατά το μέρος που έκρινε, ότι το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να κρίνει την ένδικη υπόθεση και ότι η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, και ανέστειλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί αυτής έως ότου προσκομιστεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων πράξη του αρμοδίου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι έχει αποφανθεί σχετικά με τον έλεγχο της δαπάνης της επίδικης σύμβασης, για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί στο αρμόδιο τμήμα τέτοια υπόθεση, αντίστοιχη βεβαίωση του Γραμματέα του.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, στον Πύργο Ηλείας, στις 23 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

   

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ