ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 502/2019

 

Απλή ομοδικία - Αυτοκινητικό ατύχημα - Ευθύνη Επικουρικού Κεφαλαίου - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Απαράδεκτη η έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά απλών ομοδίκων του εκκαλούντος όταν η εκκαλουμένη δεν περιέχει επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούνται υπέρ των ως άνω ομοδίκων του. Υπεισέλευση του Επικουρικού Κεφαλαίου στη θέση ασφαλιστικής εταιρίας λόγω ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της. Αντισυνταγματικότητα διατάξεως με την οποία περιορίζεται το συνολικό ποσό αποζημίωσης του παθόντος σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρίας σε ορισμένο μόνο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και με ανώτατο ποσό 100.000 ευρώ. Αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Μη εφαρμοστέες και ανίσχυρες οι σχετικές διατάξεις.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 502/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Παπαδοπούλου, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών, και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Ιανουαρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως εκ του νόμου ειδικού διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Evima group Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεράσιμου Θεοδωράτου (Δ.Σ. Κεφαλληνίας), με την από 8-1-2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ..., κατοίκου Βαλσαμάτων Κεφαλληνίας, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ειρήνης Κυριακάτου (Δ.Σ. Κεφαλληνίας), με την από 9-1-2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις, 2) ..., κατοίκου Βάρδας Ηλείας, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και 3) ..., κατοίκου Λυκιαρδοπουλάτων Κεφαλληνίας, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

 

Ο ενάγων και ήδη πρώτος των εφεσίβλητων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, την από 6-9-2012 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./10-9-2012 αγωγή, σε βάρος του ήδη εκκαλούντος και των λοιπών εφεσίβλητων. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, η υπ' αριθμ. 28/2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση όσον αφορά τους δύο πρώτους των εναγομένων και ήδη δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων, και έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή όσον αφορά το τρίτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν. Κατά της ανωτέρω απόφασης, το τρίτο εναγόμενο κατέθεσε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 12-1-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./29-1-2015 έφεση του, η οποία προσδιορίσθηκε, με την υπ' αριθμ. ./9-2-2015 πράξη του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 21ης-4-2016 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516 και 517 ΚΠολΔ, προκύπτει σαφώς ότι, επί απλής ομοδικίας στην πλευρά των εναγομένων, η έφεση απευθύνεται μόνο κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, εκτός εάν η εκκαλουμένη περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του. Αν δεν συντρέχει η τελευταία περίπτωση, η κατά του απλού ομοδίκου απευθυνόμενη έφεση είναι απαράδεκτη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 73 και 532 ΚΠολΔ (ΑΠ 839/1977 ΝοΒ 26.680, ΕφΠατρ 21/2019, ΕφΠειρ 230/2014 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τ. Γ' σελ. 214 επ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη πρώτος των εφεσίβλητων, …, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, σε βάρος των: 1) ... και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Evima group Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία», στη θέση της οποίας υπεισήλθε, ως εκ του νόμου διάδοχος αυτής λόγω ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της, το Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», την από 6-9-2012 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./2012 αγωγή. Επ' αυτής, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο (681Α ΚΠολΔ), αντιμωλία του ενάγοντος και του τρίτου εναγομένου, η υπ' αριθμ. 28/2014 απόφαση ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής όσον αφορά τους δύο πρώτους των εναγομένων, λόγω μη επίδοσης σε αυτούς της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή όσον αφορά το τρίτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν. Το τελευταίο άσκησε, κατά της ανωτέρω απόφασης, την κρινόμενη έφεση, την οποία απηύθυνε τόσο κατά του ενάγοντος (ήδη πρώτου των εφεσίβλητων) όσο και κατά των λοιπών εναγομένων - απλών ομοδίκων αυτού (ήδη δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων).

 

Ωστόσο, η έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος των τελευταίων (δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων) πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, αφενός διότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι οριστική ως προς αυτούς (άρθρ. 513 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ) και αφετέρου διότι οι ανωτέρω εφεσίβλητοι είναι απλοί ομόδικοι του εκκαλούντος και η εκκαλουμένη δεν περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ των ως άνω ομοδίκων του. Όσον αφορά τον πρώτο των εφεσίβλητων, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, καθόσον αυτή επιδόθηκε στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν την 31η-12-2014 (βλ. την υπ' αριθμ. .../31-12-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ...) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29-1-2015, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 6/29-1-2015 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, επί του επικυρωμένου αντιγράφου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της, καταβλήθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, παράβολο, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Με την από 6-9-2012 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./10-9-2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, ο ενάγων και ήδη πρώτος των εφεσίβλητων εξέθετε ότι στις 7-5-2012, ο ... (πρώτος εναγόμενος), οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΑΧΤ . ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ... (δεύτερος εναγόμενος), που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Evima group Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία» (τρίτη εναγομένη), στη θέση της οποίας υπεισήλθε στη συνέχεια, ως εκ του νόμου διάδοχος αυτής λόγω ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της, το Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», από αποκλειστική υπαιτιότητα του και κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται στην αγωγή, συγκρούσθηκε με το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΙΟΤ . ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ενάγων, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί ο τελευταίος και να προκληθούν υλικές ζημίες στο οδηγούμενο από αυτόν, όχημα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 24.385,31 ευρώ, ως αποζημίωση για τις θετικές ζημίες και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ένδικη αδικοπραξία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής όσον αφορά τους δύο πρώτους των εναγομένων, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, ενώ, όσον αφορά το τρίτο εναγόμενο, αφού απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, ένα μερικότερο κονδύλιο ύψους 2.400 ευρώ, που αφορούσε δαπάνες μετακίνησης του ενάγοντος, έκρινε, κατά τα λοιπά, ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, και την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, υποχρεώνοντας το τρίτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.740 ευρώ, κατά τους ειδικότερους επιμερισμούς στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται το ανωτέρω εναγόμενο, με την υπό κρίση έφεση του, και ζητεί, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της, έτσι ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 ΑΚ και 111, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση καταστροφής πράγματος, η ζημία συνίσταται στην αξία αυτού αντίστοιχα προς την οποία μειώνεται η υπάρχουσα περιουσία του ζημιωθέντος, και το ποσό αυτής αποτελεί την επιδικαστέα αποζημίωση όταν αυτή παρέχεται σε χρήμα. Η αναγραφή δε του στοιχείου αυτού αρκεί για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής περί αποζημιώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, χωρίς να είναι απαραίτητο ειδικότερα προκειμένου περί καταστροφής αυτοκινήτου, να αναφέρονται και οι επί μέρους προκληθείσες φθορές ή η δαπάνη αποκαταστάσεως αυτών, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ανάγονται στη βάση της αγωγής και μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις (ΕφΛαρ 45/2013, ΕφΛαμ 15/2011   Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σε περίπτωση που διώκεται με αγωγή, η επιδίκαση αποζημίωσης λόγω βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, δεν απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται στο δικόγραφο αν ο ενάγων είναι ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό φορέα ούτε και οι παροχές που δικαιούται να λάβει από αυτόν, διότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι στοιχεία της βάσεως της αγωγής, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητα αυτής και μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις (βλ. ΕφΑΘ 9921/1999 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 1998, σελ. 256).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ορισμένη την αγωγή, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη όσον αφορά το μεν κονδύλιο των νοσηλίων, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ο εργοδότης ή ο φορέας απασχόλησης του ενάγοντος, ώστε να προκύπτει ποιος ήταν ο ασφαλιστικός φορέας του και να αφαιρεθούν από το ως άνω κονδύλιο τυχόν παροχές που έλαβε από αυτόν, και όσον αφορά το κονδύλιο αποζημίωσης λόγω ολικής καταστροφής του οχήματος του, διότι ο ενάγων δεν ζητούσε την αξία αυτού, αλλά τη δαπάνη αποκαταστάσεως των ζημιών που υπέστη. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν απαιτούνταν, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρονται στο δικόγραφο ο εργοδότης και ο ασφαλιστικός φορέας του ενάγοντος ούτε και οι παροχές που τυχόν δικαιούται να λάβει ή έλαβε από αυτόν. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, γίνεται επίκληση ολικής καταστροφής του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΙΟΤ . ΙΧΕ αυτοκινήτου του ενάγοντος, η αξία του οποίου προσδιορίζεται σε ποσό 17.000-18.500 ευρώ, ενώ αναφέρεται ότι το κόστος για την αγορά ανταλλακτικών και τις εργασίες επισκευής ανέρχεται σε 16.745,31 ευρώ, ήτοι σε ποσό, το οποίο, με συνυπολογισμό και της μειώσεως της εμπορικής αξίας του, λόγω του ένδικου ατυχήματος, που προσδιορίζεται με την αγωγή σε ποσοστό 10%, υπερβαίνει το κόστος για την απόκτηση ενός άλλου, ισάξιου με το ζημιωμένο, αυτοκινήτου. Συνεπώς και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα όλα τα κατά το άρθρο 216 παρ. 1  ΚΠολΔ, απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά για την υπαγωγή αυτών στους περί αδικοπραξιών κανόνες δικαίου, το γεγονός δε ότι ο ενάγων ζητεί, ως αποζημίωση λόγω της ολικής καταστροφής του οχήματος του, το ποσό των 16.745,31 ευρώ, ήτοι το ποσό που απαιτείται για την αποκατάσταση των ζημιών, και όχι το υπέρτερο ποσό που αντιστοιχεί, κατά τα εκτιθέμενα, στην αξία του οχήματος, και το οποίο δικαιούται κατά νόμο να αξιώσει, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και, συνακόλουθα, ο ανωτέρω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 "περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής" προβλέπεται ότι "κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση". Με τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 "για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων" (84/5/ΕΟΚ), προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ.1, 2 και 4 αυτής ότι "η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες. Με την επιφύλαξη μεγαλύτερων ποσών εγγύησης, που ενδεχομένως απαιτούνται από τα κράτη μέλη, κάθε κράτος μέλος απαιτεί τα ποσά υποχρεωτικής ασφάλισης να ανέρχονται τουλάχιστο σε: α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, ελάχιστο ποσό κάλυψης 1.000.000 ευρώ για κάθε θύμα (όπως ίσχυε με την Οδηγία 2005/14/ΕΚ). Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1". Οι ανωτέρω οδηγίες σκοπούν να διασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως στο έδαφος της Ένωσης και των προσώπων που επιβαίνουν σ' αυτά και σε περίπτωση πρόκλησης ατυχήματος με τέτοια οχήματα την ενιαία μεταχείριση του παθόντος, ανεξαρτήτως του τόπου επέλευσης του ατυχήματος εντός της Ένωσης με την υποχρέωση των κρατών να εγγυώνται την ασφαλιστική κάλυψη ορισμένων ελάχιστων ποσών. Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου, η συμμόρφωση της Ελλάδας προς τις ανωτέρω οδηγίες έλαβε χώρα με τις σχετικές ρυθμίσεις του Ν. 489/1976 "περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης", που ήδη κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986. Η εναρμόνιση της εθνικής μας νομοθεσίας γίνεται και με την πρόβλεψη ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης. Στο ελληνικό δίκαιο, η ίδρυση του προβλεπόμενου από την ανωτέρω δεύτερη οδηγία οργανισμού είχε ήδη εισαχθεί με το Ν.489/1976, που ήδη κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων" και συντετμημένα "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ". Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή διαμορφώθηκε, ως λόγος ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, για πρώτη φορά, με το άρθρο 50 παρ.7 του Ν. 1569/1985. Με τις διατάξεις του νόμου 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986,  προβλέπεται υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των οχημάτων που κυκλοφορούν στην Ελλάδα (άρθρο 2) και ιδρύεται το ΝΠΙΔ "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" (άρθρο 16). Το ανωτέρω ΝΠΙΔ τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Εμπορίου, διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου και σκοπός του είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19. Μέλη αυτού καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ. στ του ως άνω νόμου, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας εφόσον τα αυτοκίνητα τους εξαιρεθούν της  υποχρεωτικής ασφάλισης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου αυτού (άρθρο 18). Για την εκπλήρωση του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρο 20). Από τη νομοθεσία, λοιπόν, που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" επιτελεί κοινωνικό έργο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 § 1 του Π.Δ.237/1986, το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την §2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, μεταξύ άλλων και όταν : α) Αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, β) Το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση (ανασφάλιστο αυτοκίνητο)... (γ), (δ) Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεσις απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου. Κατά την §2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Ν. 4092/2012 "η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 § 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος". Με το άρθρο τέταρτο του Ν. 4092/2012 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Π.Δ. 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ' του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, ως ακολούθως: "2. Η αποζημίωση που καταβάλλει το "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α' και β' της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου (ατύχημα από όχημα άγνωστο, ατύχημα από όχημα ανασφάλιστο), δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ' της προηγούμενης παραγράφου (ατύχημα σε περίπτωση οριστικής ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή πτωχεύσεως αυτού) το συνολικό ποσό για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα: α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής, β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ, γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατο όριο 8.750 ευρώ, δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ, ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ, στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ. Το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία.... Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση". Η ανωτέρω κανονιστική εθνική ρύθμιση, κατά το μέρος με την οποία περιορίζεται το συνολικό ποσό αποζημίωσης του παθόντος σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρείας, σε ορισμένο μόνο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και με ανώτατο ποσό 100.000 ευρώ, δεν σκοπεί στον καθορισμό του δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου ή του περιεχομένου του δικαιώματος αυτού που εμπίπτει κατ* αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών, αλλά, αντίθετα, περιορίζει τη σύμφωνη με τις ανωτέρω οδηγίες κάλυψη που παρέχει η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από ασφαλιστική εταιρεία ή από άλλο φερέγγυο πρόσωπο και καταλύει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ανωτέρω οδηγιών. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω αναφερόμενες οδηγίες και την σκοπούμενη με αυτές, μεταχείριση των παθόντων. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Τ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε, έτσι, ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Κατά την αρχή αυτή, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια. Ειδικότερα, πρέπει να είναι: α) κατάλληλοι, δηλαδή πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαίοι, δηλαδή να συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν.

 Η ανωτέρω διάταξη του τέταρτου άρθρου του Ν. 4092/2012 με τη θέσπιση περιορισμού σε ορισμένο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και κατά ανώτατο όριο ποσού 100.000 ευρώ, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι μόνη η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό χωρίς κόστος για τους παθόντες από τροχαία ατυχήματα, όπως με την υποχρέωση αυτού να εξυγιάνει τα οικονομικά του, μέσω αύξησης των εσόδων του, του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών, με την προληπτική επιτήρηση και τον αποτελεσματικό έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και τη μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των οχημάτων που κυκλοφορούν χωρίς να καλύπτεται η έναντι τρίτων αστική ευθύνη με σύμβαση ασφάλισης. Τέλος, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων "παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου  και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή  κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας. 

 Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει το ύψος της αποζημίωσης στα αναφερόμενα σ' αυτή ποσοστά και κατ' ανώτατο ποσό σε 100.000 ευρώ, καταργεί δραστικά την αστική αυτή απαίτηση των παθόντων για  αποκατάσταση   της ζημίας τους και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε για σωματικές βλάβες σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου, το οποίο ουσιαστικά επιχειρείται να διασφαλιστεί με την ως άνω διάταξη, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική έκθεση του Ν. 4092/2012, κατά την οποία,  με τις διατάξεις αυτές σκοπείται να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, με τη στάθμιση των υποχρεώσεων του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω του ιδιαίτερου επικουρικού σκοπού αυτού (ΟλΑΠ 3/2019 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα εκ μέρους του τρίτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, Επικουρικού Κεφαλαίου, ένσταση περιορισμού της ευθύνης του σε ποσοστό επί της αποζημίωσης που τυχόν θα επιδικασθεί, κατά το άρθρο τέταρτο του Ν. 4092/2012. Ωστόσο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, οι διατάξεις του τέταρτου άρθρου περ. γ' του Ν. 4092/2012 δεν είναι εφαρμοστέες, καθώς είναι ανίσχυρες, λόγω της αντίθεσης τους στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος, 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στο Ενωσιακό Δίκαιο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε και, συνακόλουθα, ο ανωτέρω λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος (το τρίτο εναγόμενο δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση), που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 7η-5-2012 και περί ώρα 01.05 π.μ., ο ενάγων, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΟΤ . ΕΙΧ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, εκινείτο στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας και επί της οδού Βεργωτή, με κατεύθυνση προς τη Γεωργική Σχολή (προς την περιοχή Κρανιά). Την ίδια χρονική στιγμή, ο ..., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας  ΑΧΤ . ΙΧΦ αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Evima group Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία», στη θέση της οποίας υπεισήλθε, ως εκ του νόμου διάδοχος αυτής, λόγω ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της, το Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», εκινείτο επί της ιδίας ως άνω οδού, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήτοι με κατεύθυνση από τη Γεωργική Σχολή (περιοχή Κρανιά) προς το Κέντρο του Αργοστολίου. Όταν ο ανωτέρω οδηγός έφτασε στη συμβολή των οδών Βεργωτή και Σουηδίας, επιχείρησε δια στροφής προς τα αριστερά να εισέλθει στη διαγώνια οδό Σουηδίας, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού και χωρίς να παραχωρήσει προτεραιότητα στο όχημα του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί εξ αριστερών στην πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο τελευταίος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και να προσκρούσει με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου του, επί του εμπρόσθιου μέρους του αυτοκινήτου του ενάγοντος. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης των ανωτέρω οχημάτων, ήταν να τραυματιστεί ο ενάγων και να υποστεί εκτεταμένες ζημίες το οδηγούμενο από αυτόν όχημα, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Το ένδικο τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ..., οδηγού του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΑΧΤ . ΙΧΦ αυτοκινήτου, ο οποίος από αμέλεια και ανεπιτηδειότητα ως προς την οδήγηση, δεν κατέβαλε την προσοχή την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει και την οποία κάθε μέσος συνετός οδηγός θα κατέβαλε εάν βρισκόταν σε παρόμοιες με αυτόν συνθήκες, με αποτέλεσμα να μην προβλέψει και να μην αποφύγει την ανωτέρω περιγραφόμενη σύγκρουση. Η υπαιτιότητα του (αμέλεια) συνίσταται στο γεγονός ότι αυτός, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 23 παρ. 2 ΚΟΚ, δεν οδηγούσε με σύνεση και δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, επιχείρησε δε στην ανωτέρω οδό στροφή προς τα αριστερά, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού και χωρίς να παραχωρήσει, όπως όφειλε και όπως κάθε μέσος συνετός οδηγός κάτω από τις ίδιες συνθήκες θα έπραττε, προτεραιότητα κίνησης στο όχημα του ενάγοντος, το οποίο εκινείτο αντίθετα στο οδόστρωμα που επρόκειτο ο ίδιος να εγκαταλείψει, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί αιφνιδίως στην πορεία του προαναφερθέντος αυτοκινήτου και να προκαλέσει κατ' αυτόν τρόπο τη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Η συμπεριφορά αυτή του εν λόγω οδηγού βρίσκεται σε άμεση και απόλυτη αιτιώδη συνάφεια με το επίδικο τροχαίο ατύχημα και τα αποτελέσματα αυτού, τα οποία και επήλθαν εξαιτίας του αποκλειστικού πταίσματος του. Αντίθετα, καμία υπαιτιότητα δεν βαρύνει τον ενάγοντα, ο οποίος εκινείτο κανονικά στην πορεία του, με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε τα 40 χλμ/ω, ήτοι εντός του επιτρεπομένου ορίου, δεν είχε δε αυτός αντικειμενικά τη δυνατότητα να αποφύγει τη σύγκρουση λόγω του ελαχίστου της μεσολαβούσας απόστασης των δύο οχημάτων (4-5 μέτρα) κατά τον χρόνο της αιφνίδιας εισόδου του ζημιογόνου αυτοκινήτου στο ρεύμα πορείας του. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο ενάγων δεν οδηγούσε το όχημα του πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος, σε κάθε περίπτωση, όμως, ήτοι ακόμα και αν θεωρηθεί αληθής ο εν λόγω ισχυρισμός, δεν μπορεί να θεμελιώσει εν προκειμένω συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος. Και τούτο, διότι η παράβαση της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 1 ΚΟΚ, δεν ήταν ικανή από μόνη της να επιφέρει την πρόκληση της σύγκρουσης των οχημάτων και ως εκ τούτου δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, δεδομένου αφενός ότι η ως άνω διάταξη θεσπίστηκε για τη μη παρακώλυση της κυκλοφορίας των οχημάτων που κινούνται στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας και μάλιστα σε οδό που έχει περισσότερες λωρίδες ανά κατεύθυνση, και όχι προς αποφυγή σύγκρουσης με όχημα που κινείται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και το πλησιάζει από τα αριστερά του, αλλά μέσα στο ρεύμα πορείας του (βλ. ΑΠ 69/2017, ΑΠ 846/2001 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και αφετέρου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η σύγκρουση των δύο οχημάτων έλαβε χώρα εντός του ρεύματος πορείας του αυτοκινήτου του ενάγοντος, όπως αναφέρεται στο Δελτίο Οδικού Τροχαίου Ατυχήματος Υλικών Ζημιών, που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Τμήματος Τροχαίας Αργοστολίου, και όπως κατατέθηκε από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος έχει ιδίαν αντίληψη περί του συνθηκών του ατυχήματος, καθώς εκινείτο με το όχημα του όπισθεν του αυτοκινήτου του ενάγοντος. Με βάση όλα τα ανωτέρω, η ένσταση του εναγομένου, Επικουρικού Κεφαλαίου, περί συνυπαιτιότητας, κατά ποσοστό 95%, του ενάγοντος στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, τυγχάνει απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η ένδικη σύγκρουση οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του …, και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση  του ανωτέρω εναγομένου περί  συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, και, συνακόλουθα, ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης του εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, λόγω έντονης κεφαλαλγίας που αισθανόταν μετά το ένδικο ατύχημα, υπεβλήθη σε εξέταση MRI αυχενικής - θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης (Α5-Θ7), κατά την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη κήλης μεσοσπονδυλίου δίσκου στο επίπεδο Α5-Α6 με πιεστικά φαινόμενα επί της έκφυσης και της πορείας στο μεσοσπονδύλιο τμήμα της αριστεράς εξερχόμενης νωτιαίας ρίζας (βλ. τη με ημερομηνία 5-6-2012 γνωμάτευση του ιατρού - ειδικού ακτινοδιαγνώστη, ...). Η προβληθείσα από το τρίτο εναγόμενο, ένσταση περί συντρέχουσας υπαιτιότητας του αντιδίκου του, όσον αφορά την έκταση του τραυματισμού του, λόγω μη χρησιμοποίησης από αυτόν της ζώνης ασφαλείας, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων οδηγούσε κατά τον ένδικο χρόνο χωρίς να φέρει την προστατευτική ζώνη ασφαλείας, ούτε και μπορεί να συναχθεί η βασιμότητα του ως άνω ισχυρισμού από το αποτέλεσμα της ένδικης σύγκρουσης. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της σφοδρότητας της σύγκρουσης, που συνάγεται από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονται οι εκτεταμένες ζημίες του αυτοκινήτου του ενάγοντος στο εμπρόσθιο μέρος αυτού, κρίνεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, ότι εάν ο ενάγων δεν είχε χρησιμοποιήσει τη ζώνη ασφαλείας, θα είχε υποστεί πολύ μεγαλύτερης έκτασης σωματικές κακώσεις, που θα περιελάμβαναν και κακώσεις της κεφαλής και του θώρακος, και όχι μόνο κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου αυχενικής μοίρας, που πράγματι υπέστη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως ουσία βάσιμη την ένσταση του τρίτου εναγομένου περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην έκταση του τραυματισμού του, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, και, συνακόλουθα, ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι, συνεπεία του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, ο ενάγων υπέστη τις ακόλουθες θετικές ζημίες: Α) για την εξέταση MRI αυχενικής - θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, κατέβαλε το ποσό των 240 ευρώ (βλ. τη με ημερομηνία 5-6-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιατρού - ειδικού ακτινοδιαγνώστη, ...). Συνεπώς, δικαιούται ισόποσης αποζημίωσης για την ως άνω θετική ζημία  του.   Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 240 ευρώ για την ως άνω αιτία,  ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, και, συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Β) Υπέστη εκτεταμένες ζημίες το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ΙΟΤ . ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Το εν λόγω όχημα, εργοστασίου κατασκευής Audi, τύπου A3, 1390 κυβικών, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2010, είχε αγορασθεί καινούργιο τον Ιούλιο του έτους 2010, αντί τιμήματος 26.500 ευρώ, και διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση, έχοντας διανύσει, μέχρι τον χρόνο του ατυχήματος, περίπου 10.000 χιλιόμετρα. Η αγοραία (εμπορική) αξία του ανερχόταν, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, σε 16.500 ευρώ. Συνεπεία της ένδικης σύγκρουσης υπέστη εκτεταμένες βλάβες σε διάφορα σημεία και συγκεκριμένα, σε κινητήρα, βάσεις κινητήρα, σύστημα λεβιέ ταχυτήτων, σασμάν και διαφορικό, γέφυρα κεντρική εμπρός, ημιαξόνια, ταμπλό, αερόσακους  οδηγού - συνοδηγού, εγκέφαλο αερόσακων, εμπρόσθιες ζώνες  ασφαλείας,   εμπρόσθιο  παρμπρίζ, εμπρόσθια μετώπη, ψυγείο νερού, ψυγείο air condition, εμπρόσθιο καπό, εμπρόσθια φανάρια, εμπρόσθιο δεξιό φτερό, ποδιές κινητήρα, εμπρόσθιο προφυλακτήρα, μάσκα, συστήματα φίλτρου αέρα, βεντελατέρ, δεξιό πλαστικό θόλο φτερού και δεξιό μεταλλικό θόλο. Για την αποκατάσταση των ως άνω υλικών ζημιών και ειδικότερα, για την αγορά ανταλλακτικών και τις εργασίες επισκευής, απαιτείται, αντίστοιχα, το ποσό των 13.000 ευρώ και των 2.500 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 15.500 ευρώ (βλ. τη με ημερομηνία 16-7-2012 τεχνική έκθεση του ... και τη με ημερομηνία 7-7-2012 προσφορά της εταιρίας «Αφοί ... Ο.Ε.»). Συνεπώς,  η αποκατάσταση των βλαβών είναι οικονομικά ασύμφορη, δεδομένου ότι απαιτεί δαπάνες, το ύψος των οποίων, με συνυπολογισμό και της μειώσεως της εμπορικής αξίας του εν λόγω αυτοκινήτου, η οποία εκτιμάται σε ποσοστό 10%, καθώς η εμπλοκή ενός οχήματος σε τροχαίο ατύχημα συνεπάγεται τη μείωση της αγοραίας αξίας του, ενόψει της απροθυμίας των υποψήφιων αγοραστών να το αγοράσουν φοβούμενοι την μεταγενέστερη εμφάνιση σε αυτό κρυφών ελαττωμάτων, υπερβαίνει το κόστος για την απόκτηση ενός άλλου, ισάξιου με το ζημιωμένο, αυτοκινήτου. Συνακόλουθα, ενόψει όλων των ανωτέρω, η έκταση των βλαβών αυτού είναι τόσο μεγάλη και τέτοιας έκτασης ώστε να θεωρείται ολική η καταστροφή του. Επομένως, η προκληθείσα στον ενάγοντα, ζημία, ανέρχεται στο ύψος της αγοραίας (εμπορικής) αξίας του ως άνω αυτοκινήτου, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ήτοι στο ποσό των 16.500 ευρώ, ποσό το οποίο δικαιούται ο ανωτέρω, ως αποζημίωση για την εν λόγω θετική ζημία του. Ο πρωτόδικους προβληθείς ισχυρισμός του τρίτου εναγομένου ότι πρέπει να μειωθεί το ποσό της αποζημίωσης κατά το ποσό των 3.000 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία των υπολειμμάτων, ήτοι των μερών του αυτοκινήτου που δεν υπέστησαν βλάβη, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσδιορίσθηκε η αξία καθενός εκ των μερών αυτών (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1115/2009, ΕφΛαμ 141/2008, ΕφΠειρ 80/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 16.500 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις όσον αφορά την εμπορική αξία του καταστραφέντος οχήματος και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο όσον αφορά την ένσταση του εναγομένου περί συνυπολογισμού ζημίας-οφέλους. Συνακόλουθα, οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε το ένδικο ατύχημα, της έλλειψης οποιασδήποτε υπαιτιότητας του ενάγοντος τόσο στην πρόκληση αυτού όσο και στην έκταση των σωματικών βλαβών που υπέστη, του είδους των βλαβών αυτών, του είδους και της έκτασης των υλικών ζημιών που υπέστη το όχημα του, της στεναχώριας που αισθάνθηκε στη θέα των υλικών ζημιών του αυτοκινήτου του, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ύψους 1.000 ευρώ, ποσό, το οποίο, μετά τη στάθμιση των προεκτεθέντων στοιχείων, κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, και, συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος του πρώτου εφεσίβλητου. Το εκκαλούν, παρά την ήττα του, δεν θα καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του ανωτέρω εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ελλείψει σχετικού αιτήματος εκ μέρους του τελευταίου (άρθρ. 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), εκ μέρους των απολειπόμενων εφεσίβλητων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζοντας ερήμην των δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

Ορίζει παράβολο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας.

 

Απορρίπτει την έφεση κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος των δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων.

 

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ' αριθμ. 28/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος του πρώτου των εφεσίβλητων, και απορρίπτει αυτήν κατ' ουσίαν.

 

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους του εκκαλούντος κατά την άσκηση της έφεσης με τα υπ' αριθμ. ... παράβολα ΤΑΧΔΙΚ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Πάτρα, στις 22 Νοεμβρίου 2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Και ταύτης μετατεθείσας

Η Διευθύνουσα το Εφετείο Πατρών

 

Στεφάνια Καρατζά

Πρόεδρος Εφετών