ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΠατρών 50/2021
Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Οφειλή εις ολόκληρο -
Δικαίωμα αναγωγής -.
Αγωγή
αδικαιολόγητου πλουτισμού. Είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί
μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή την αδικοπραξία,
εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από
εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό
την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας
βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Αν στηρίζεται στα ίδια
περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία είναι νομικά
αβάσιμη. Κύρια αναγωγή. Αίτημα της εκ των υστέρων αναγωγής είναι να υποχρεωθούν
οι συνοφειλέτες να καταβάλουν το μέρος της παροχής
που αναλογεί σε αυτούς και το οποίο ο ίδιος ο ενάγων έχει ήδη καταβάλει και δη
πέρα από την αναλογία του, συνεπεία της λειτουργίας της εις ολόκληρο οφειλής.
Αναγκαία στοιχεία αγωγής του εις ολόκληρο ευθυνόμενου συνοφειλέτη
στην εξ αναγωγής αγωγή του τελευταίου κατά του έτερου συνοφειλέτη
είναι η επίκληση: α) της ύπαρξης παθητικής εις ολόκληρο ενοχής και β) (έστω
μερικής, αλλά υπερβαίνουσας την αναλογία του μεριδίου του) ικανοποίησης του
δανειστή, που αν αποδειχθούν, ο ενάγων θα έχει εν αμφιβολία δικαίωμα κύριας
αναγωγής και άρα δικαίωμα «εξ υποκαταστάσεως» οπότε και θα επαφίεται στον
εναγόμενο να αποδείξει κατ ένσταση τη μη ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία
του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου
Πατρών).
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 50/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ
ΠΑΤΡΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη
Δικαστή, Ιωάννα Β. Κατσουλίδη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος
Εφετών και την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο
ακροατήριο του στις 8 Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ -
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ..., κατοίκου Πατρών στην οδό ..., ΑΦΜ ..., που παραστάθηκε στο
δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ανδριάνας Αντωνοπούλου, του Δ.Σ.
Πατρών.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ -
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ..., κατοίκου Πατρών στην οδό ..., ΑΦΜ ..., που παραστάθηκε στο
δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Βασιλείου Παπαδόπουλου, του Δ.Σ.
Πατρών.
Ο αρχικώς ενάγων
άσκησε
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 8-2-2018 (αρ. κατάθεσης
./2018) αγωγή του κατά του εναγόμενου
.
Με την υπ' αριθμ. 493/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πατρών (τακτική διαδικασία) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.
Την απόφαση αυτή
προσβάλλουν αμφότεροι οι διάδικοι με αντίθετες εφέσεις τους ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι ο μεν ενάγων με την από 25-10-2019 (αρ. κατάθεσης
./2019) έφεση του, που προσδιορίσθηκε αρχικώς για την δικάσιμο της 16-1-2020,
οπότε αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, ο δε
εναγόμενος με την από 21-10-2019 (αρ. κατάθεσης ./2019) έφεση του, που
προσδιορίστηκε αρχικώς για την δικάσιμο της 16-1-2020, οπότε αναβλήθηκε για την
παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά την συζήτηση της υπόθεσης, οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται
στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες εφέσεις κατά
της υπ' αριθμ. 493/2019 οριστικής απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτικής διαδικασίας), η οποία δέχθηκε εν μέρει
την από 8-2-2018 και με αρ. κατάθεσης ./15-5-2018 αγωγή του ... κατά του ...,
περί οφειλής από αναγωγή κατόπιν εξόφλησης δανείου ως συνοφειλέτης,
που πρέπει να συνεκδικαστούν κατ' άρθρα 31, 246 και
524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (επειδή έχουν φανερή σχέση και
συνάφεια μεταξύ τους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με την συνεκδίκαση τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή
της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα
κατ' άρθρα 495 παρ. 1 - 2, 498 παρ. 1, 499 και 518 Κ.Πολ.Δ.,
ήτοι εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (καθώς επίδοση
της εκκαλουμένης δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει από τα
προσκομιζόμενα εκ μέρους τους έγγραφα) και εισάγονται αρμοδίως στο παρόν
Δικαστήριο (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) κατά την τακτική
διαδικασία (άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως,
πρέπει να γίνουν τυπικώς δεκτές (δεδομένου ότι έχουν καταβληθεί, όπως
απαιτείται κατ' άρθρο 495 παρ. 4 Κ,Πολ.Δ., το υπ' αριθμ. ... παράβολο για την έφεση του ενάγοντος και το υπ' αριθμ. ... παράβολο για την έφεση του εναγόμενου) και να
ερευνηθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Με την από ./2018 αγωγή
του, ο ενάγων (εκκαλών - εφεσίβλητος) εξέθετε ότι, στην Πάτρα, την 8-12-2011,
προέβη από κοινού με τον εναγόμενο (εφεσίβλητο - εκκαλούντα), αδερφό του, στη σύναψη σύμβασης
καταναλωτικού δανείου με την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», η αποπληρωμή του οποίου,
βάσει εσωτερικής μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, θα βάρυνε εξ ολοκλήρου τον
εναγόμενο. Ότι ο εναγόμενος δεν ήταν συνεπής στην εξυπηρέτηση του ως άνω δανείου και η ως άνω
Τράπεζα προς εξόφληση της δανειακής υποχρέωσης προέβη την 6-11-2017 σε μεταφορά
ποσού 34.518 ευρώ από τον τηρούμενο σε αυτή λογαριασμό του ενάγοντος. Ότι την
11-12-2017 όχλησε τον εναγόμενο αδερφό του να του
καταβάλει το ανωτέρω ποσό χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με βάση το ως άνω ιστορικό, ο
ενάγων ζητούσε με βάση, την παθητική εις ολόκληρο ενοχή, σε συνδυασμό με την
ανωτέρω συμφωνία, άλλως επικουρικώς με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου
πλουτισμού να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του
καταβάλλει το παραπάνω ποσό με το νόμιμο τόκο από 11-12-2017, άλλως από την
επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 493/2019 οριστική απόφαση του, αφού έκρινε την αγωγή
ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της (αναγωγή), απορρίπτοντας ως μη
νόμιμη την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακολούθως την δέχθηκε
εν μέρει ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο-εκκαλούντα -εφεσίβλητο να
καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 17.259 ευρώ,
με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κηρύσσοντας προσωρινά εκτελεστή
αυτή για το ποσό των 4.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται
αμφότεροι οι διάδικοι, ο μεν ενάγων με την από 25-10-2019 (αρ. κατάθεσης
./2019) έφεση του, ζητώντας να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή, ο δε εναγόμενος με
την από 21-10-2019 (αρ. κατάθεσης ./2019) έφεση του, ζητώντας να απορριφθεί
ολικά η αγωγή.
Κατά το άρθρο 904 εδ. α του Α.Κ., όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη
αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την
ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β' της ίδιας διάταξης περ.
γ' η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής που έληξε και που δεν
μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε
νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου
πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλβυση
του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια
μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και 6) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια
διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ. προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου
πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής
ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της
αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά
περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από
τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική
αίρεση (επικουρικώς) κατ' άρθρ. 219 Κ.Πολ.Δ. της
απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι,
λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου
πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η
αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο δε διότι, εφόσον
υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του
σ αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου
πλουτισμού. Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται
υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της
κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα
της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών
τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α έως δ' για τη θεμελίωση της αντίστοιχης
αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α' του ΑΚ,
δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την
εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς
αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο
πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με
την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού
αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι
δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι όμως αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή
επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή η ανυπαρξία των με την κύρια βάση της
αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία (Ολ ΑΠ
22/2003, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, ΑΠ 1325/2019, ΕΦ. ΠΑΤΡ.
334/2020 ΝΟΜΟΣ).
Ο ενάγων με τον τελευταίο
λόγο της έφεσης του παραπονείται ότι όχι ορθά και κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση του
αδικαιολόγητου πλουτισμού αφού ο εφεσίβλητος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος του
για αχρεώστητη παροχή. Όπως όμως προκύπτει από όσα
εκτέθηκαν ανωτέρω και από το σώμα του δικογράφου της αγωγής, ο ενάγων στηρίζει
την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα ίδια περιστατικά, στα
οποία θεμελιώνει την αγωγή του από σύμβαση και πρέπει συνεπώς σύμφωνα και με
όσα αναφέρθηκαν στη παραπάνω μείζονα πρόταση να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη.
Ακολούθως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο σχετικός λόγος εφέσεως.
Σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 481 Α.Κ. : «Οφειλή εις ολόκληρο υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσοτέρων
οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την
καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο
μια φορά», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 487 § 1 Α.Κ. : «Μεταξύ τους οι
περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη,
εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», κατά, δε τη διάταξη του άρθρου 488
Α.Κ. : «Εφόσον ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε
το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών υποκαθίσταται στα
δικαιώματα του δανειστή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι
η αναγωγή (regressus) είναι το δικαίωμα του οφειλέτη
να απαιτήσει από τους εις ολόκληρο συνοφειλέτες του
την κατανομή του αντικειμένου της παροχής, ώστε κάθε συνοφειλέτης
να επιβαρυνθεί με την εκπλήρωση μέρους της παροχής, και δη αναλόγου προς την
εσωτερική τους σχέση, η, δε, θέσπιση της συνάδει με την εύλογη δικαιοπολιτικά θεώρηση ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να
επωμισθεί το βάρος της κοινής οφειλής μόνο ο καταβάλλων το σύνολο του κοινού
χρέους ή εν γένει εκπληρώσας την οφειλή συνοφειλέτης,
η ενέργεια του οποίου κατά τα λοιπά, στην εξωτερική σχέση των συνοφειλετών με το δανειστή, λειτουργεί όχι υποκειμενικά,
αλλά αντικειμενικά και δη υπέρ του συνόλου των συνοφειλετών
κατ άρθρο 483 ΑΚ (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388,
στους αρ. παρ. 34 και 35, Γιαννόπουλο σε ΣΕΑΚ, υπό το άρθρο 487, σ. 981, Καράση σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό τα άρθρα 487-488,
στους αρ. παρ. 1, 3 και 4). Ενώ με την παθητική ενοχή εις ολόκληρο ενισχύεται η
θέση του δανειστή, ο οποίος έχοντας τη δυνατότητα να στραφεί κατά περισσοτέρων
του ενός προσώπων για την ικανοποίηση της απαίτησης του, διατρέχει μικρότερο
κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί, με την αναγωγή παρέχεται στον εκπληρώσαντα συνοφειλέτη το δικαίωμα να απαιτήσει από τους λοιπούς συνοφειλέτες ό,τι κατέβαλε πέρα
από το ποσοστό που του αναλογεί, με τον τρόπο, δε, αυτό να κατανεμηθεί τελικώς
η παροχή κατά τα οριζόμενα στη σχέση των μερών ή στο νόμο (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 388, στον αρ. παρ. 35, Καράκωστα,
ΑΚ, 3ος Τόμος, 2006, υπό τα άρθρα 487 488, σ. 1053, στον αρ. περιθ. 1928), Προκύπτει, συνεπώς, ότι το δικαίωμα αναγωγής
είναι απόρροια μιας εσωτερικής σχέσης των μερών, η οποία πηγάζει είτε από
δικαιοπραξία, είτε από το νόμο και είναι ανεξάρτητη της εξωτερικής σχέσης
δανειστή-συνοφειλετών (βλ. Καράση, ό.π., υπό τα άρθρα 487-488, στον αρ. παρ. 2). Στην
εσωτερική αυτή σχέση, η τυχόν συνδέουσα τους πλείονες συνοφειλέτες
δικαιοπραξία δύναται να είναι π.χ. σύμβαση εντολής, εταιρίας (ΕφΘεσ 2400/2005 ΕπισκΕΔ 2006.
491, ΕφΘεσ 3174/2001 ΕπισκΕΔ
2002. 119, ΕφΘεσ 2612/2000 ΔΕΕ 2001. 74, ΕφΑθ 5395/1999 ΕλλΔνη 1999.1603)
ή εργασίας κ.λπ., ενώ ευθέως στο νόμο στηρίζεται η σχέση αυτή επί ανυπαρξίας
τέτοιας δικαιοπρακτικής σύνδεσης των μερών. Η εσωτερική σχέση υφίσταται
παράλληλα με την παθητική ενοχή εις ολόκληρο και εξακολουθεί να υπάρχει και
μετά την απόσβεση της τελευταίας (ΕφΘεσ 1420/2001 Αρμ 2001.1333 - περίπτωση σωρευτικής αναδοχής χρέους). Η
συνήθης μορφή κύριας αναγωγής είναι αυτή της εκ των υστέρων αναγωγής, οπότε και
ο ασκών τη σχετική αξίωση οφειλέτης, έχει ήδη καταβάλει στο δανειστή την παροχή
ή τουλάχιστον μέρος αυτής, που υπερβαίνει το μέρος που του αναλογεί με βάση τα
ισχύοντα στην εσωτερική σχέση. Αίτημα της οικείας αγωγής είναι στην περίπτωση
αυτή το να υποχρεωθούν οι συνοφειλέτες να καταβάλουν
το μέρος της παροχής που αναλογεί σε αυτούς, και το οποίο ο ίδιος ο ενάγων έχει
ήδη καταβάλει και δη πέρα από την αναλογία του, συνεπεία της λειτουργίας της
εις ολόκληρο οφειλής (ΑΠ 871/2010). Το μέτρο της ευθύνης ορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στο νόμο ή στην εσωτερική σχέση και, εφόσον
δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία, την οποία ο ενδιαφερόμενος κατ' ένσταση
επικαλείται και αποδεικνύει (ΑΠ 753/1995 ΕΕΝ 63. 651, Αν. Γεωργιάδης, Ενοχικό
Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388), ή ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση, τότε οι συνοφειλέτες ευθύνονται στην εσωτερική σχέση κατ' ίσα μέρη
(ΑΠ 901/2004, ΑΠ 674/2004, Aπ. Γεωργιάδης, Ενοχικό
Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 391, στον αριθ. παρ. 41). Συνεπώς, κατά το άρθ. 216 Κ.Πολ.Δ. αναγκαία στοιχεία του δικογράφου της αγωγής του
εις ολόκληρο ευθυνόμενου (στην εξωτερική σχέση) συνοφειλέτη
στην εξ αναγωγής αγωγή του τελευταίου κατά του έτερου συνοφειλέτη
είναι η επίκληση: α) της ύπαρξης παθητικής εις ολόκληρο ενοχής και β) της (έστω
μερικής, αλλά υπερβαίνουσας την αναλογία του μεριδίου του) ικανοποίησης του
δανειστή (στην εξωτερική σχέση), που αν αποδειχθούν, ο ενάγων θα έχει εν
αμφιβολία δικαίωμα κύριας αναγωγής και άρα και δικαίωμα αναγωγής «εξ
υποκαταστάσεως», οπότε και θα επαφίεται στον εναγόμενο να αποδείξει κατ'
ένσταση τη μη ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής (ΜΕφΘεσ
29/2016 ΕλλΔνη 2016.1413, βλ. Καράκωστα,
ό.π., σ. 1065, στον αρ. παρ. 1961).
Από την επανεκτίμηση των
εγγράφων, τα οποία προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται
υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα
336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.) και την εν γένει
διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ αριθμ. ./8-12-2011 σύμβασης καταναλωτικού δανείου, ύψους
17.716,16 ευρώ, οι διάδικοι συμβλήθηκαν από κοινού με την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Α.Ε.» ως συνοφειλέτες, ευθυνόμενοι απέναντι της εις
ολόκληρο έκαστος (βλ. όρο 8.8 της σύμβασης). Η αποπληρωμή του δανείου
συμφωνήθηκε να γίνει σε 180 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με όσα ειδικότερα
διαλαμβάνονται στην ως άνω σύμβαση. Καθόσον οι διάδικοι δεν υπήρξαν συνεπείς
στην εξυπηρέτηση της δανειακής τους υποχρέωσης, μη καταβάλλοντας οποιαδήποτε
δόση, η δανείστρια τράπεζα τους απέστειλε την από 9-1-2013 εξώδικη δήλωση -
καταγγελία, η οποία τους επιδόθηκε δυνάμει των υπ' αριθμ.
.ζ/22-1-2013 και .ζ/24-10-2013 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του
Πρωτοδικείου Πατρών ..., διά της οποίας κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση σύμφωνα
με τον όρο υπ' αρ. 8.2 της τελευταίας, καλώντας τους να προβούν στην καταβολή
του οφειλομένου ποσού, πλέον τόκων και εξόδων, ενώ στη συνέχεια προέβη στην
έκδοση της υπ' αριθμ. 14714/2014 Διαταγής Πληρωμής
του Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία υποχρεώνονταν να καταβάλουν σ' αυτή το ποσό
των 17.303,64 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από 5-1-2013, πλέον εξόδων. Η
ως άνω Διαταγή Πληρωμής επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 3-7-2014, μαζί με την από
25-7-2014 παρά πόδας αυτής επιταγή, σύμφωνα με την οποία οι διάδικοι
επιτάσσονταν να καταβάλουν το συνολικό ποσό των 22.645,35 ευρώ νομιμοτόκως από την επόμενη της σύνταξης αυτής, πλην του
ποσού των διαλαμβανομένων τόκων, ακολούθως δε άσκησε, με τον εναγόμενο αδερφό
του την από ./2014 ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ζητώντας την
ακύρωση αυτής. Στο σημείο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι οι
ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι, αφενός, δεν έλαβε ποτέ γνώση ούτε οχλήθηκε από την τράπεζα για το γεγονός ότι δεν
καταβάλλονταν κανονικά οι δόσεις του δανείου, αφετέρου, ότι δεν γνώριζε για την
έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του. Περαιτέρω, λόγω μη πληρωμής οποιουδήποτε
ποσού από τους ως άνω συνοφειλέτες, η «ΤΡΑΠΕΖΑ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», δυνάμει του από 8.4 συμβατικού όρου της ως άνω δανειακής
σύμβασης, προέβη την 13-11-2017 σε συμψηφισμό ποσού 34.518 ευρώ της απαίτησης
της που απέρρεε από την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί,
με μέρος καταθετικού λογαριασμού που τηρούσε ο ενάγων
σε υποκατάστημα της, με αποτέλεσμα την ολοσχερή εξόφληση της ως άνω απαιτήσεως
της (βλ. το από 11- 12-2017 έγγραφο της ως άνω τράπεζας). Τα παραπάνω δε,
συνομολογεί και ο εναγόμενος, αφού δεν αμφισβήτησε την ιδιότητα του ως συνοφειλέτη, ούτε το γεγονός της εξοφλήσεως της κοινής τους
οφειλής εξ ολοκλήρου από τον ενάγοντα.
Από τα ανωτέρω προκύπτει
ότι οι διάδικοι, δυνάμει της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, ευθύνονταν αλληλεγγύως
και εις ολόκληρο απέναντι στην δανείστρια τράπεζα ως συνοφειλέτες,
δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρο ενοχής (481 ΑΚ), κατά δε τη διάταξη
του άρθρου 487§1 του ίδιου ως άνω Κώδικα, οι περισσότεροι συνοφειλέτες
μεταξύ τους ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη
μεταξύ τους σχέση. Ο ενάγων ισχυρίζεται στο αγωγικό του
δικόγραφο, ότι, με βάση μεταξύ τους συμφωνία, ο εναγόμενος υποχρεούταν να καταβάλει
εξ ολοκλήρου την παροχή, και επομένως ο ίδιος ουδέν όφειλε να καταβάλει,
συνεπώς δικαιούται να αξιώσει αναγωγικά το σύνολο του ποσού που κατέβαλε -με
τον παραπάνω τρόπο- προς την τράπεζα, από τον εναγόμενο. Ωστόσο σε κανένα
σημείο της αγωγής δεν εξειδικεύεται ούτε αναλύεται περαιτέρω σε τι συνίστατο η
επικαλούμενη εσωτερική συμφωνία και τι χαρακτήρα είχε, παρά ιστορεί ότι
προσήλθε και υπέγραψε την ως άνω δανειακή σύμβαση ανταποκρινόμενος στο αίτημα
του εναγομένου αδελφού του λόγω των οικογενειακών δεσμών που διατηρούσαν.
Μάλιστα στην πρώτη σελίδα της αγωγής εκθέτει μόνο ότι υπέγραψε την ένδικη
σύμβαση ουσιαστικά ως εγγυητής, χωρίς ποτέ ο ίδιος να αναλάβει οποιοδήποτε ποσό
για λογαριασμό του. Ο ως άνω ισχυρισμός του ενάγοντος όμως, τον οποίο
επαναφέρει με την υπό κρίση έφεση του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος,
δοθέντος ότι ήταν στην διακριτική ευχέρεια του ενάγοντος να υπογράψει την
ένδικη σύμβαση ως εγγυητής, αν πράγματι η πρόθεση του ήταν να βοηθήσει τον εναγόμενο
αδερφό του να αποπληρώσει προηγούμενες οφειλές του κι όχι ως οφειλέτης. Η κρίση
αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την ίδια ιδιότητα
υπέγραψε ο ενάγων και προηγούμενη σύμβαση καταναλωτικού δανείου, την υπ' αριθμ. ... σύμβαση, την 13-7-2009, από κοινού με τον
εναγόμενο αδερφό του, δηλαδή και πάλι με την ιδιότητα του οφειλέτη κι όχι του εγγυητή.
Επίσης, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει αληθής ο ισχυρισμός του εναγομένου,
τον οποίο επαναφέρει ως μοναδικό λόγο έφεσης, ότι δηλαδή ο ενάγων οφείλει να
αποπληρώσει όλο το ποσό που αφορούσε η ένδικη σύμβαση καταναλωτικού δανείου,
διότι αυτός (εναγόμενος) του μεταβίβασε δυνάμει δωρεάς ιδανικό μερίδιο σε
ακίνητο κείμενο στα Αραχωβίτικα Νομού Αχαΐας που είχε ο τελευταίος κληρονομήσει
από την αποβιώσασα μητέρα του. Ειδικότερα, από την υπ' αριθμ.
./22-10-2002 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Πατρών ..., το
γένος ... προκύπτει ότι αμφότεροι οι διάδικοι με την αδερφή τους και τον πατέρα
τους αποδέχθηκαν πλήρως την κληρονομιά της μητέρας και συζύγου αντίστοιχα, κατά
ποσοστό 1/4 ο πατέρας και κατά ποσοστό 3/4 οι λοιποί εξ αυτών (δηλαδή τα τρία
αδέρφια, τέκνα της αποβιωσάσης ...). Μάλιστα από το Ε9 που προσκομίζει ο
εναγόμενος προκύπτει ότι αποκλειστικός κύριος ακινήτων στα Αραχωβίτικα του
Νομού Αχαΐας είναι ο τελευταίος ενώ ουδέν έγγραφο προσκομίζει νόμιμα μετ'
επικλήσεως που να αποδεικνύει ότι δώρισε στον ενάγοντα αδερφό του οποιοδήποτε
ακίνητο σε οποιοδήποτε ποσοστό. Τα όσα δε βεβαιώνει η σύζυγος του εναγομένου
στην προσκομιζόμενη ./2019 ένορκη βεβαίωση δεν αναιρούν την ως άνω κρίση του
Δικαστηρίου, δοθέντος ότι οποιαδήποτε μεταβίβαση που αφορά ακίνητα για
οποιοδήποτε λόγο απαιτεί έγγραφο τύπο. Συνεπώς, από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν
αποδεικνύεται η ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, δυνάμει της
οποίας να βαρύνεται αποκλειστικώς ο εναγόμενος ή ο ενάγων με το σύνολο της
ανωτέρω οφειλής, βάσει της εσωτερικής τους σχέσης, ώστε ο ενάγων να διατηρεί
δικαίωμα αναγωγής κατά του τελευταίου για το σύνολο του επιδίκου ποσού. Έτσι,
αφού δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνάγεται ότι οι συνοφειλέτες
ευθύνονται μεταξύ τους κατά ίσα μέρη (487§1 Α.Κ.), ώστε βάσιμα ο ενάγων,
έχοντας εξοφλήσει την δανείστρια τράπεζα, στρέφεται κατά του εναγομένου, μόνον
όμως ως προς το ήμισυ του ανωτέρω ποσού και συγκεκριμένα ως προς το ποσό των
(34.518/2=) 17.259 ευρώ, ως προς το οποίο προκύπτει πως έχει νόμιμο δικαίωμα
αναγωγής. Ο δε εναγόμενος οφείλει να προβεί στην καταβολή του ανωτέρω ποσού, με
τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση (άρθρ. 346
Α.Κ.), αφού από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει ότι ο ενάγων όχλησε την 11-12-2017 τον εναγόμενο προς απόδοση του
οφειλομένου ποσού, όπως διατείνεται στην αγωγή του.
Μετά ταύτα το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού απέρριψε την επικουρική
βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως μη νόμιμη, έκρινε την αγωγή, κατά τα
λοιπά, ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δέχθηκε αυτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη και
υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.259
ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθώς τις αποδείξεις
εκτίμησε και το νόμο εφήρμοσε και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι
λόγοι αμφοτέρων των συνεκδικαζομένων εφέσεων καθώς
και αυτές στο σύνολο τους και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στη δικαστική
δαπάνη των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθμ. καταθ. ./2019 και ./2019,
αντίστοιχα, αντίθετες εφέσεις κατά της υπ' αριθμ.
493/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτική διαδικασία).
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την με
αριθ. καταθ. ./2019 έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην
ουσία της.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα
στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού της δίκης, την οποία
ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του
παραβόλου της έφεσης που κατέβαλε ο εκκαλών στο Δημόσιο Ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την με
αριθ. καταθ. ./2019 έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην
ουσία της.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα
στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού της δίκης, την οποία
ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του
παραβόλου της έφεσης που κατέβαλε ο εκκαλών στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και
δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του,
χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 25
Ιανουαρίου 2021.