ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 443/2020

 

Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης - Προσύμφωνο - Υπερημερία πωλητή - Υπαναχώρηση - Ερμηνευτικοί κανόνες δικαιοπραξιών -Αφανής ή μετοχική εταιρία -.

 

Αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, όπως ως αόριστη ή νόμω αβάσιμη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφαση, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ ουσία ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης. Προσύμφωνο. Αποτελεί ενοχική υποσχετική σύμβαση. Η σύναψη της οριστικής συμβάσεως επιφέρει απόσβεση της εκ του προσυμφώνου ενοχής. Υπερημερία οφειλέτη. Υπερήμερος πωλητής. Μετά την παρέλευση της σχετικής δήλης ημέρας ή μετά προηγηθείσα όχληση, ο αγοραστής έχει κατ επιλογή πέραν του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση, να εμμείνει σ αυτήν και να ζητήσει αποζημίωση για τις θετικές και τις αποθετικές ζημίες που κατ’ αιτιώδη συνάφεια προκλήθηκαν σε αυτόν από την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή. Γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες δικαιοπραξιών. Πότε υπάρχει έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας. Αφανής ή μετοχική εταιρία. Είναι προσωπική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνον ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς. Εφαρμογή διατάξεων του ΑΚ.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αριθμός αποφάσεως 443/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Παναγιώτη Καρακωνσταντή, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα την 8η Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Πλατιάνας Ηλείας, με Α.Φ.Μ. ... ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Μιλτιάδη Κλημαντήρη, δικηγόρου Δ.Σ. Αθηνών ο οποίος υπέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ από 7-10-2020 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ..., κατοίκου τοπικής κοινότητας Πλατιάνας του Δήμου Ανδρίτσαινας - Κρεστένων του Νομού Ηλείας, με Α.Φ.Μ ..., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Κωνσταντίνος Φωτεινοπούλου, δικηγόρου Δ.Σ. Ηλείας, η οποία υπέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ από 7-10-2020 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.

 

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 13-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ΜΤ./13-2-2015) αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας ζητούσε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας κατ' αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την ανωτέρω αγωγή, εξέδωσε την υπ' αριθ. ./22-5-2017 απόφαση του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανωτέρω εκκαλών με την από 7-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ./8-11-2017) έφεση του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, στο παρόν Δικαστήριο με την υπ' αριθ. ./2-2-2018 πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, για την δικάσιμο της 18ης-4-2020 και κατόπιν αναβολής, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με αύξοντα αριθμό πινακίου -.-, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος είχε υποβάλει την προβλεπόμενη από το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, από 7-10-2020 δήλωση και δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις, όπως και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου, η οποία είχε υποβάλει την προβλεπόμενη από το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, από 7-10-2020 δήλωση και δεν παραστάθηκε αλλά ομοίως προκατέθεσε προτάσεις.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση από 7-11-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ./8-11-2017) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγομένου και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ' αριθ. ./22-5-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ' άρθρο 19 περ. α' ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του ν. 3994/2011, αφού αυτή ασκήθηκε, δηλαδή κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών στις 8-11 -2017, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου υπ' αριθ. ./2017 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 § 1 εδ. α' στοιχ. β', 516 § 1,517 ε6. α', 518 § 1 ημιπ. α' και γ' συνδ. 144 επ., καθώς και 520 § 1 ΚΠολΔ, και συνεπώς, παραδεκτώς, κατ' άρθρο 532 ΚΠολΔ, επειδή: α) κατά την από 8-11-2017 άσκηση της ως άνω έφεσης - με την κατάθεση της στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας - καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα το προσήκον παράβολο, ποσού 200 ευρώ, κατατεθέντος του υπ' αριθ. ... ηλεκτρονικού παραβόλου, κατ' άρθρο 495 § 3Αβ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016 [ΦΕΚ Α' 240/22-12-2016] με έναρξη ισχύος από 23-1-2017, β) από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (22-5-2017), σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α'87/23-7-2015). Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω και στην ουσία της, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια με την πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία.

 

Α. Κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ' ουσία συζήτηση, γιατί τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλ. δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη και την θέση του εκκαλούντος, αλλ’ όμως κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης στην οποία διαγράφονται τα όρια αυτά, αλλιώς σε αντίθετη περίπτωση ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8 ΚΠολΔ (βλ. Σαμουήλ, αριθ. 1137, ΑΠ 1062/2005 ΕλλΔνη 48-175). Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, όπως ως αόριστη ή νόμω αβάσιμη, χωρίς δηλ. να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ' ουσία ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης (βλ. ΑΠ 1065/2009, ΑΠ 298/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 145/2015).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 13-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης ΜΤ./13-2-2015 αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, εξέθετε, κατ' ορθή εκτίμηση, ότι, σύναψε με τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, το από 16-7-2013 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό προκειμένου να ο τελευταίος να του μεταβιβάσει ένα μηχανικό σύστημα απόσταξης σταφυλιών όπως ειδικότερα αναλυτικά περιγράφεται, το οποίο είχε στην αποκλειστική του κυριότητα, αντί συνολικού τιμήματος 10.000 και 1.000 κιλών ρακής σε υγρή μορφή. Ότι, προς επίρρωση των συμφωνηθέντων, ο ίδιος κατέβαλε κατά την υπογραφή του συμφωνητικού το ήμισυ του ανωτέρω ποσού σε μετρητά (5.000), ενώ το υπόλοιπο χρηματικό ποσόν συμφωνήθηκε να καταβληθεί ταυτόχρονα με την μεταβίβαση των αδειών στο όνομα του και η ποσότητα της ρακής σε δύο δόσεις των 500 κιλών εκάστη, στις 30-10-2014 και 31-10-2015. Ότι η οριστική σύμβαση θα καταρτιζόταν μετά την 15η-7-2015, ενώ με ιδιαίτερο όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση υπαναχώρησης ο εναγόμενος θα επέστρεφε το ποσόν των 5.000 και σε περίπτωση υπαναχώρησης του ενάγοντος, ο εναγόμενος θα κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος της προκαταβολής και θα επέστρεφε μόνο το ποσόν των 500. Ότι για την διετία από την υπογραφή του προσυμφώνου ως την 16η-7-2015 θα συνιστούσαν μεταξύ τους άτυπα αφανή εταιρεία με σκοπό την εκμετάλλευση των μηχανημάτων αποστάξεως και με τον εναγόμενο ως εμφανή  εταίρο  (λόγω και της κυριότητας των μηχανημάτων από αυτόν), ενώ κέρδη και ζημίες θα κατανέμονταν κατ' απόλυτη ισομοιρία μετά από οικονομικό απολογισμό στα τέλη κάθε καλλιεργητικής περιόδου. Ότι η συμφωνία τους δεν εξελίχθηκε ομαλά από υπαιτιότητα του εναγομένου (νυν εφεσίβλητου) ο οποίος έλαβε από τον ενάγοντα α) το ποσόν των 5.000 ως προκαταβολή για την μεταβίβαση των μηχανημάτων, β) το ποσόν των 2.400 εντός του χρονικού διαστήματος από 23-9-2013 έως 13-11-2014 προς κάλυψη προσωπικών του αναγκών, γ) το ποσόν των 6.800 που αφορούσε τα συνολικά έξοδα της αφανούς εταιρείας για το χρονικό διάστημα 2013-2014 (η συμμετοχή του οποίου στα κέρδη και τις ζημίες ανέρχεται στο 1/2 του ανωτέρω ποσού, ήτοι σε 3.400), ενώ επίσης δ) του παρακράτησε 250 κιλά ρακής αξίας (250Χ 4/kg=) 1.000, δηλαδή ουσιαστικά συνολικό ποσόν (5.000+ 2.400+ 3.400+ 1.000=) 11.800, το οποίο υπερκαλύπτει το συμφωνηθέν τίμημα των 10.000. Ότι στις 21-11-2014 ζήτησε με εξώδικη δήλωση προς τον εναγόμενο να του μεταβιβάσει ο τελευταίος την κυριότητα των μηχανημάτων απόσταξης μαζί με τις σχετικές άδειες εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός ενόψει των ανωτέρω, πλην όμως αυτός αρνήθηκε χωρίς νόμιμο λόγο, υπαναχωρώντας από την σύμβαση. Ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τελευταίου, ο ίδιος ζημιώθηκε κατά το ποσόν των 11.800 και υπέστη ηθική βλάβη. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να του καταβάλει ο εναγόμενος α) με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής  ευθύνης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 11.800 ευρώ και β) το ποσόν των 8.300 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική του βλάβη, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 147/22-5-2017 οριστική απόφαση του, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 26-10-2016, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και ως αόριστη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεση του, για τους αναφερομένους στην έφεση του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεση του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

 

Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή είναι νόμιμη, κατά δε τα εκτιθέμενα στην αγωγή, με βάση το περιεχόμενο του μεταξύ των διαδίκων προσυμφώνου, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον ενάγοντα το ως άνω σύστημα απόσταξης (ο οποίος του κατέβαλε αρχικά προκαταβολή και κατόπιν κατά τους ισχυρισμούς του το συμφωνηθέν τίμημα), αλλά τελικά υπαναχώρησε από την σύμβαση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε απαράδεκτη την αγωγή ως μη νόμιμη με την ως άνω αιτιολογία κατά το κονδύλιο αυτό, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, γι’ αυτό κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση και να ερευνηθεί περαιτέρω και στην ουσία της η ένδικη αγωγή, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία.

 

Β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 166΄ΑΚ, το προσύμφωνο είναι σύμβαση, διά της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να συνάψουν ορισμένη σύμβαση. Προκύπτει, έτσι, σαφώς ότι το προσύμφωνο, ως παράγον υποχρέωση προς παροχή, συνισταμένη στην κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, αποτελεί ενοχική - υποσχετική σύμβαση. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως επιφέρει απόσβεση της εκ του προσυμφώνου ενοχής. Η εκπλήρωση, λοιπόν, της ενοχής καθ' ορισμένο χρονικό σημείο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ενοχής. Ο τοιούτος χρόνος δυνατόν να καθορίζεται από το νόμο ή από τη δικαιοπραξία, ειδικά, καθόσον αφορά το προσύμφωνο, η πρακτική σημασία του ζητήματος καθορισμού του χρόνου συνάψεως της οριστικής συμβάσεως συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι έκτοτε η απαίτηση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και αρχίζει η παραγραφή, η οποία είναι 20ετής. Αναφορικά με τη σημασία, η οποία πρέπει να προσδοθεί στην άπρακτη πάροδο της ορισμένης ημέρας προς σύναψη της οριστικής συμβάσεως εκ μέρους είτε του ενός, είτε αμφοτέρων των μερών του προσυμφώνου, προέχουσα σημασία έχει η προς τούτο βούληση των συμβαλλόμενων μερών (βλ. ΑΠ 1309/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 385, 387 § 1, 389 § 2, 340, 341 ΑΚ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους συμβαλλόμενους είναι υπερήμερος ως προς την οφειλόμενη προς αυτόν παροχή, δικαιούται ο άλλος να τάξει σ' αυτόν εύλογη προθεσμία εκπληρώσεως, δηλώνοντας συγχρόνως ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο (ΑΠ 20/2018, ΑΠ 576/2017, ΜονΕφΛαρ 31/2015, ΤΝΠ Νόμος) ή αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Πότε συμβαίνει τούτο κρίνεται κατά τους όρους της συναλλακτικής καλής πίστης και κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις (ΑΠ 576/2017 ό.π., ΜονΕφΛαρ 31/2015 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 και 516 ΑΚ, με τη σύμβαση της πώλησης ο μεν πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα, ο δε αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα, που συμφωνήθηκε. Αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει και ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη. Ειδικότερα, από τα άρθρα 298, 340, 341 και 343 ΑΚ, συνάγεται ότι, αν ο πωλητής βρίσκεται σε υπερημερία, ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, της μεταβίβασης δηλαδή κατά κυριότητα και παράδοσης του πωληθέντος πράγματος στον αγοραστή, με την παρέλευση της σχετικής δήλης ημέρας, ή μετά προηγηθείσα όχληση, ο τελευταίος έχει κατ' επιλογή, πέραν του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 383 και 385 ΑΚ, να εμμείνει σ' αυτήν και να ζητήσει αποζημίωση για τις θετικές και τις αποθετικές ζημίες (διαφυγόντα κέρδη), που κατ' αιτιώδη συνάφεια προκλήθηκαν σ' αυτόν, από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή και ειδικότερα, από την καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής του (ΑΠ 1558/2017, ΑΠ 653/2008, ΤΝΠ Νόμος). Όταν επέλθει δε η υπαναχώρηση λύνεται η σύμβαση αναδρομικά και οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται αμοιβαίως σε απόδοση των παροχών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι παραπάνω διατάξεις για τις συνέπειες της υπερημερίας, εφαρμόζονται σε όλες γενικά τις συμβάσεις, κατ’ αναλογία (ΑΠ 20/2018 ΤΝΠ Νόμος).

 

Περαιτέρω, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύμβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας της υπάρξεως κενού ή αμφιβολίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Παραβιάζονται δε οι διατάξεις των άρθρων αυτών, οπότε ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεση, κενού ή αμφιβολίας για την έννοια της δικαιοπραξίας, είτε παραλείπει να προσφύγει σε αυτές για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτησάντων, ή δεν παραθέτει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, είτε προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους. Έμμεση διαπίστωση κενού στη σύμβαση ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση βουλήσεως προκύπτει όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση περί της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως, από την οποία αποκαλύπτεται, ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως των συμβαλλομένων, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως. Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει εκ του γεγονότος ότι το δικαστήριο για την αληθινή έννοια της συμβάσεως, έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενο της συμβάσεως ή χρησιμοποιεί επιχειρήματα (βλ. ΑΠ 245/2018, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 108/2014, ΑΠ 669/2013, ΑΠ 303/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 533/2008, ΑΠ 1581/2007).

 

Αφανής ή μετοχική εταιρεία είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία, εταιρεία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων. Ειδικότερα, οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνον ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων που δημιουργεί η δράση του εμφανούς, συμμετέχοντας μόνο στη κατανομή των κερδοζημιών που προκύπτουν από τη δράση του εμφανούς, ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι), που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ιδίω ονόματι (βλ. ΑΠ 1234/2015). Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 285 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α' 86/11.4.2012) και την τρίτη παράγραφο αυτού στην αφανή εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με την φύση της αφανούς εταιρείας. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 763 ΑΚ αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, οι εταίροι μετέχουν στα κέρδη και στις ζημίες κατά ίσα μέρη, ανεξάρτητα από την εισφορά τους.

 

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 § 2, 118 αρ. 4 και 216 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη. Η αοριστία δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΑΠ 1134/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Γ. Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία με νόμιμη επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι στην παρούσα έκκλητη δίκη και λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων (εγγράφων) ειδικώς κατωτέρω αναφέρονται χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει του από 16-7-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμφωνήθηκε μεταξύ του ενάγοντος (νυν εκκαλούντος) ... και του εναγομένου (νυν εφεσίβλητου) ... να μεταβιβάσει ο τελευταίος στον πρώτο ένα μηχανικό σύστημα απόσταξης σταφυλιών όπως αναλυτικά αυτό περιγράφεται στο άρθρο -1- του ανωτέρω συμφωνητικού. Περαιτέρω, ορίσθηκε ότι η αξία των προς πώληση μηχανημάτων ανερχόταν στο ποσόν των 10.000 και στην επιπλέον παράδοση εκ μέρους του πωλητή 1.000 κιλών ρακής σε υγρή μορφή. Συμφωνήθηκε επίσης η ποσότητα ρακής να αποδοθεί σε δύο δόσεις (500 κιλά στις 31-10-2014 και 500 κιλά στις 31-10-2015), η κυριότητα των μηχανημάτων απόσταξης να παραμείνει στον πωλητή (εφεσίβλητο) από 16-7-2013 έως 15-7-2015 (άρθρα -3 εδαφ. β- & -5 εδαφ. α-) και αναγνωρίσθηκε ότι ο αγοραστής κατέβαλε το ποσόν των 5.000 στον πωλητή ως προκαταβολή. Ρητά προβλέφθηκε επίσης σε περίπτωση που ο πωλητής (νυν εφεσίβλητος) ... υπαναχωρήσει από την σύμβαση, υποχρεούται να αποδώσει (επιστρέψει) το ποσόν των 5.000, Τέλος, οι διάδικοι συμφώνησαν να συστήσουν αφανή εταιρεία με σκοπό την απόσταξη ρακής με κοινά και κατ' ισομοιρία έξοδα και κέρδη για τις δύο καλλιεργητικές περιόδους των ετών 2013 και 2014. Τα κέρδη αυτά θα κατανέμονταν αναλόγως σε αμφότερους, μετά από διενεργούμενο οικονομικό απολογισμό που θα λάμβανε χώρα στο τέλος κάθε καλλιεργητικής περιόδου (άρθρο -5 εδαφ. β-). Με βάση το περιεχόμενο του συμφωνητικού και κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, πρόκειται για προσύμφωνο με καταληκτική (και όχι δήλη) ημερομηνία κατάρτισης της οριστικής σύμβασης στις 16-7-2015 (άρθρο 2). Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων εκ του προσυμφώνου, γεννάται αξίωση καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως κατ' άρθρο 949 ΚΠολΔ ή αναλογικά αξίωση αποζημιώσεως κατ' άρθρα 380 και 382 ΑΚ. Ο εκκαλών κατέβαλε κατά την υπογραφή του συμφωνητικού το ποσόν των 5.000C όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού, το οποίο παρέλαβε ο εφεσίβλητος ως προκαταβολή. Κατόπιν, για το επόμενο χρονικό διάστημα το αποστακτήριο φαίνεται ότι λειτούργησε κανονικά, κάτω από την επίβλεψη του εφεσίβλητου, τόσο για την καλλιεργητική περίοδο του 2013, όσο και για την καλλιεργητική περίοδο του 2014. Αυτό προκύπτει ιδίως από τα προσκομιζόμενα έγγραφα του Τελωνείου Κυλλήνης, βάσει των οποίων στις 15-11-2013 και στις 14-11-2014 σφραγίσθηκε ο άμβυκας, μετά το πέρας των ετήσιων εργασιών απόσταξης. Οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων κατά τον χρόνο μεταξύ της υπογραφής του προσυμφώνου και της άσκησης της αγωγής εκ μέρους του εκκαλούντος αρχικά ήταν καλές, αλλά κατόπιν προέκυψαν ζητήματα στον υπολογισμό των εξόδων και των κερδών τους. Και στις δύο καλλιεργητικές περιόδους το αποστακτήριο χρησιμοποιήθηκε τόσο από τους διαδίκους, όσο από διάφορους τρίτους για απόσταξη, μετά από χορήγηση σχετικών αδειών του Τελωνείου Κυλλήνης (βλ. για τις δυο περιόδους 2013- 2014 και 2014- 2015 τις προσκομιζόμενες άδειες απόσταξης των ...). Δεν υπήρξε συμφωνία ούτε για τα κιλά της απόσταξης που παρήγαγε το αποστακτήριο, αλλά ούτε και για τα έξοδα λειτουργίας του. Ο εκκαλών, επικαλούμενος πρόχειρο δικό του χειρόγραφο σημείωμα, απέστειλε την από 21-11-2014 εξώδικη πρόσκληση στον εφεσίβλητο (βλ. την υπ' αριθμ. .Δ/15-12-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πύργου ...), με την οποία, αφού ισχυρίζεται ότι έχει ουσιαστικά εξοφλήσει με μερικότερες καταβολές συνολικού ύψους 10.900 το επίδικο μηχάνημα, καλούσε τον τελευταίο να του το μεταβιβάσει εντός ενός (1) μηνός από την λήψη του εξωδίκου. Ο εφεσίβλητος απάντησε με δική του εξώδικη δήλωση, την οποία απέστειλε με συστημένη επιστολή που δεν παρέλαβε ο εκκαλών, ισχυριζόμενος ότι αυτός (ενάγων - εκκαλών) όχι μόνο δεν έχει τηρήσει τα απαιτούμενα για την οριστική μεταβίβαση, αλλά οφείλει στον ίδιο το ποσόν των 7.017. Αποδείχθηκε εν όψει των ανωτέρω ότι η αφανής μεταξύ τους εταιρεία λειτούργησε μεν αλλά ουδέποτε εκκαθαρίστηκε. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν κέρδη προς διανομή, αφού μάλιστα υπάρχουν αντικρουόμενοι υπολογισμοί αλλά και καταθέσεις σχετικά με τα έξοδα αλλά την συνολική ποσότητα τσίπουρου που παρήχθη κατά το ως άνω χρονικό διάστημα. Μάλιστα, ο μάρτυρας του ενάγοντος καταθέτει ότι ο εναγόμενος παρακράτησε παραπάνω τσίπουρο το έτος 2015 και ο μάρτυρας του εναγομένου ότι ο ενάγων ήταν αυτός που αφαιρούσε τσίπουρο όταν ο εναγόμενος απουσίαζε. Συνεπώς, το κονδύλιο των 1.000 που αφορά την αξία της ρακής που φέρεται να παρακρατήθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Δεν αποδείχθηκε επίσης πότε λύθηκε η αφανής εταιρεία και με ποιον τρόπο, εάν ακολούθησε στάδιο εκκαθάρισης και εάν υφίσταται ανεπάρκεια στο ενεργητικό αυτής, οπότε, κατ' αρ. 783 ΑΚ, για ό,τι ελλείπει θα ευθύνονται οι λοιποί εταίροι και συνεπώς το κονδύλιο των 3.400 που ζητεί ο ενάγων ως φερόμενες δαπάνες που κατέβαλε ο ίδιος κατά την διάρκεια της λειτουργίας της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Απορριπτέο ως αβάσιμο στην ουσία του κρίνεται και το κονδύλιο των 2.400 που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι κατέβαλε τμηματικά στον εναγόμενο για κάλυψη προσωπικών του αναγκών (φάρμακα, τσιγάρα κλπ.), καθόσον δεν αποδείχθηκαν οι συγκεκριμένες καταβολές ούτε κατά ποσόν, αλλά ούτε και σε ποιες ημερομηνίες έγιναν, ούτε προσκομίζονται σχετικές αποδείξεις προς τούτο. Αποδείχθηκε πάντως ότι ο εναγόμενος έλαβε το ποσόν των 5.000 ως προκαταβολή για την μεταβίβαση του μηχανήματος απόσταξης και ότι   σύμφωνα με το υπογραφέν προσύμφωνο (άρθρο 5 αυτού) ανέλαβε την υποχρέωση   να ολοκληρώσει την μεταβίβαση μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης καλλιεργητικής περιόδου, με καταληκτική ημερομηνία την 16-7-2015. Πέραν τούτων, ήτοι και χωρίς ακόμη την ως άνω ερμηνεία του προσυμφώνου, ως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν προκύπτει ο ισχυρισμός του ενάγοντα που αποτελεί και την βάση της αγωγής του, ότι κατά τους ανωτέρω όρους αυτού (προσυμφώνου), εξόφλησε το τίμημα του επίδικου  μηχανήματος. Η δε ανωτέρω συμφωνία τους, όπως προειπώθηκε θα μπορούσε να λάβει χώρα με την προσκόμιση κοινώς αποδεκτών αποδείξεων καταβολής χρηματικών ποσών και εξόφλησης. Ουδόλως δηλαδή αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο το επιπλέον της προκαταβολής ποσό των 5.800 ευρώ (2.400= 3.400) για την εν λόγω μεταβίβαση που επικαλείται. Ειδικότερα, ουδεμία έγγραφη απόδειξη δεν προσκομίζει προς τούτο, η έστω κάποιο αποδεικτικό τραπεζικής συναλλαγής περί ανάληψης του εν λόγω ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του, η δε κρίση αυτή του δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τούτο αναγράφηκε σε πρόχειρες χειρόγραφες σημειώσεις του, αφού αυτές συνετάγησαν αποκλειστικά από τον ίδιο, ενώ ο εναγόμενος προσκομίζει παρόμοιες δικές του χειρόγραφες σημειώσεις με αντίθετο περιεχόμενο. Εξάλλου, η απόρριψη των ως άνω κεφαλαίων της αγωγής ως ουσιαστικώς αβάσιμα, καθιστά μεν την παρούσα απόφαση επιβλαβέστερη της εκκαλούμενης για τον εκκαλούντα, πλην όμως δεν παραβιάζεται η σχετική από την παρ. 1 του άρθρου 536 ΚΠολΔ αρχή, αφού μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εκδώσει, κατά τα εξαφανισθέντα κεφάλαια, επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, σύμφωνα με την παρ. 2 του αυτού άρθρου (βλ. ΕφΠειρ 149/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 298/2010 ΝοΒ 2011 979, ΑΠ 132/2004 ΝοΒ 2004 1547, ΕφΑΘ 658/2011 ΕλλΔνη 2011 1443, Εφθεσ 110/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006 231, ΕφΑΘ 3239/2001 ΔΕΕ 2002 87 και Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε' σελ. 429 παρ. 1138). Τέλος, εν όψει του ότι η αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και στην συγκεκριμένη περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής δεν στηρίζεται σε διαφορετικά περιστατικά από αυτά της κύριας βάσης, αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας που οδήγησε στον πλουτισμό (βλ. ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 170/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει αυτή να απορριφθεί ως μη νόμιμη, όπως πρωτοδίκως. Ομοίως απορριπτέο ως μη νόμιμο όπως και πρωτοδίκως, είναι και το κονδύλιο περί επιδίκασης χρηματικής αποζημίωσης ύψους 8.300 καθόσον η πράξη που προκάλεσε την ζημία, δεν είναι καθ' εαυτή παράνομη, αλλά συνιστά αθέτηση υποχρεώσεως, που έχει ήδη αναληφθεί και συνεπώς δεν υπάρχει αδικοπρακτική, αλλά ενδοσυμβατική ευθύνη (βλ. ΑΠ 292/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή, η οποία κατά τα λοιπά είναι νόμιμη όπως προελέχθη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 166 ΑΚ και 949 ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη στην ουσία της για το ποσόν των 5.000 της προκαταβολής, το οποίο ο εναγόμενος συνομολογεί ότι έλαβε. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί (179 εδ. β και γ ΚΠολΔ) μεταξύ των διαδίκων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης, που κατέθεσε ο τελευταίος, κατ' άρθρο 495 παρ. 3Α-β του ΚΠολΔ. Σημειώνεται, ότι η επιστροφή του παραβόλου στον εκκαλούντα στηρίζεται στο γεγονός ότι, κατά παραδοχή της ένδικης έφεσης του, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να ενδιαφέρει αν η τελική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης είναι ευνοϊκή ή όχι για αυτόν (βλ. ΕφΠειρ 332/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης Ερμ. ΚΠολΔ, έκδ. Π.Ν Σάκκουλα, 2018, τόμ. Α, άρθρο 495, αρ. 21, σελ. 765).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων την έφεση.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθμ 147/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την υπ' αριθμ. κατ. ΜΤ ./13-2-2015 αγωγή.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000) με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης, που κατέθεσε ο τελευταίος με το υπ' αριθ. ... ηλεκτρονικό παράβολο.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 14 Δεκεμβρίου 2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ