ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΠατρών 153/2021
Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων - Αστική ευθύνη
δημοσίου - Καταγγελία σύμβασης έργου -.
Ακόμη και όταν
επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή των ΟΤΑ και των
ΝΠΔΔ αλλά η φερόμενη ως παράνομη ενέργεια, πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια
που εκδηλώθηκε στο πλαίσιο εννόμου σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου ή συνδέεται με
τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου ήταν ΟΤΑ ή του ΝΠΔΔ
συντελέστηκε εντός του πλαισίου ή έχει ως υπόβαθρο τέτοια σύμβαση, όπως μια
σύμβαση έργου, η ευθύνη για την αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας
και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θεμελιώνεται στα άρθρα
104 και 105 ΕισΝΑΚ και οι εντεύθεν διαφορές υπάγονται
στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων
για την επίδικη αγωγή καθόσον η προβαλλόμενη αντισυμβατική ενέργεια του εναγόμενου
ΝΠΔΔ συντελέσθηκε λόγω καταρτισθείσας σύμβασης έργου ιδιωτικού δικαίου. Κρίθηκε
ότι ενώ δεν συνέτρεχε σπουδαίος λόγος για καταγγελία της σύμβασης έργου το
εναγόμενο ΝΠΔΔ κατήγγειλε τη σύμβαση πριν από την αποπεράτωση του συμφωνηθέντος
έργου. Το εναγόμενο ΝΠΔΔ οφείλει στους ενάγοντες τη συμφωνημένη αμοιβή τους.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία
του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου
Πατρών).
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 153/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ
ΠΑΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την
Δικαστή Αναστασία Παρούση, Εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα
Αφροδίτη Γεωργίου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο
ακροατήριο του στις 15 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει τη με αριθμ.
κατάθεσης ./2019 έφεση κατά της με αριθμό 911/2018 οριστικής απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτική διαδικασία), που δίκασε τη με αριθ.
κατάθεσης ./28.12.2015 αγωγή μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ -
ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ..., κατοίκου Βούλας Αττικής, οδός ... με ΑΦΜ . και 2) ...,
κατοίκου Αθηνών, οδός ... με ΑΦΜ ..., τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο
πληρεξούσιος δικηγόρος τους ʼγγελος Σιδερής (ΔΣ Αθηνών), που παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε
έγγραφες προτάσεις
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
: Του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο», που εδρεύει στην
Πάτρα Αχαΐας, πάροδος οδού Αριστοτέλους αριθμός 18, Περιβόλα,
όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια
δικηγόρος του Αριστέα Μαρούντα (ΔΣ Πατρών), που παραστάθηκε δια δηλώσεως του
άρθρου 242παρ.2 ΚΠολΔ, η οποία προκατέθεσε
έγγραφες προτάσεις.
Οι εκκαλούντες - ενάγοντες
κατέθεσαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών τη με αριθμό κατάθεσης ./28.12.2015
αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, κατ' αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ. 911/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (τακτική
διαδικασία), η οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται
οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την υπ' αριθμ.
καταθέσεως ./15-10-2020 έφεση τους, την οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών με αριθμ. καταθ. ./23-7-2019, η οποία προσδιορίστηκε για την παρούσα
δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων προκατέθεσαν προτάσεις και ζήτησαν όσα
αναφέρονται σε αυτές
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της
υπ. αρ. 911/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτική
διαδικασία), που απέρριψε την από 28-12-2015 (αρ. κατάθεσης ./28-12-2015) αγωγή
των εκκαλούντων κατά του εφεσίβλητου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα,
δεδομένου ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλουμένης
απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας και από τη
δημοσίευση της [31/12/2018] μέχρι την άσκηση της ένδικης εφέσεως στις
23/7/2019, δεν έχει παρέλθει διετία [άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ.
β', 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τα
άρθρα 495 και 518 ισχύουν, λόγω του χρόνου άσκησης της, μετά την αντικατάσταση
τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1 του ένατου
άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015 και έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το
αναφερόμενο στην υπ' αριθμ. 334/2019 έκθεση κατάθεσης
δικογράφου ενδίκου μέσου υπ' αριθ. ... παράβολο Δημοσίου, το οποίο βεβαιώνεται
από τον αρμόδιο γραμματέα ότι κατατέθηκε) σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου
495 του ΚΠολΔ {όπως το ανωτέρω άρθρο, που είχε
τροποποιηθεί με τα άρθρα 50 παρ. 1 του Ν. 3772/2009, 22 του Ν. 3811/2009, 12
παρ. 2 του Ν. 4055/2012, 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, αντικαταστάθηκε εκ νέου
από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), που ισχύει
από 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου και
ήδη το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου, αντικαταστάθηκε από το άρθρο
35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α' 240/22-12-2016, με έναρξη ισχύος ένα μήνα
μετά τη δημοσίευση, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ως άνω νόμου, που εφαρμόζεται εν
προκειμένω ενόψει του χρόνου ασκήσεως της ενδίκου εφέσεως (23-7-2019)},
επομένως πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και το
βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Το
άρθρο 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών
πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν: α) Οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο
νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας
δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά και γ) οι υποθέσεις δημόσιου
δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1
και 2 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε προς εφαρμογή της παραπάνω συνταγματικής
διάταξης, υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες
οι διοικητικές διαφορές ουσίας, που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ' αυτή.
Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφέρονται, κατά την
εφαρμογή της νομοθεσίας, που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών
τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς
αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ
(περ. η' ). Ειδικότερα, στο μεν άρθρο 104 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: "Για πράξεις και παραλείψεις των
οργάνων του δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή
σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις
του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα", ενώ στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: "Για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που
τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η
παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον
και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ευθύνη των
υπουργών". Τέλος δε. στο άρθρο 106 του ΕισΝΑΚ
ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις των δύο προηγούμενοι άρθρων εφαρμόζονται και
για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία
τους". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, συνάγεται ότι, διοικητικές
διαφορές ουσίας, που η εκδίκαση τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών
δικαστηρίων, είναι κατά κύριο λόγο, εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των
οργάνων του δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, με
προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βούλησης αυτών,
χωρίς να αποκλείονται και εκείνες, που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των
ιδίων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των
δημοσίων υπηρεσιών (ΑΠ 542/1996) ή τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση
και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την
ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε
προσωπικό πταίσμα οργάνου, που έχει ενεργήσει, εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών
καθηκόντων του. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η ευθύνη προς αποζημίωση
γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή
από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες
υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή από παραλείψεις
οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, όπως όταν παραλείπονται τα
ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις, που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία
και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής
πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή
παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή
των υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου, ή τελέστηκαν εξ αιτίας αυτής και δεν συνδέονται με την
ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας των πιο πάνω προσώπων, ούτε οφείλονται σε
προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του
καθηκόντων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ακόμη και όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία
των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια, πράξη,
παράλειψη ή υλική ενέργεια που εκδηλώθηκε στο πλαίσιο εννόμου σχέσεως του
ιδιωτικού δικαίου ή συνδέεται με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του
δημοσίου, ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου
δικαίου, συντελέσθηκε μέσα στα πλαίσια ή έχει ως υπόβαθρο τέτοια σύμβαση, όπως
μια σύμβαση έργου, η ευθύνη για την αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής
ζημίας και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θεμελιώνεται
στα άρθρα 104 και 105 ΕισΝΑΚ και οι εντεύθεν διαφορές
υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 7/2014, ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ
59/2017, ΑΠ 1175/2014, ΑΠ 2111/2013). [ΑΠ 1493/2017 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ].
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 ΚΠολΔ
προκύπτει, ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν ιδιωτικές διαφορές που
υπάγονται σ' αυτά μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη
νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοικήσεως ή του νομικού προσώπου
δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει
εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία
και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Η έρευνα αυτή των πολιτικών δικαστηρίων
περιορίζεται στο αν τα ως άνω όργανα ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το
νόμο όρους και τύπους, μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να
ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών, ως προς την ύπαρξη ή μη των
πραγματικών προϋποθέσεων. Ειδικότερα, το πολιτικό δικαστήριο όταν εξετάζει
παρεμπιπτόντως μία διοικητική πράξη ελέγχει, μόνο, αν η διοίκηση ενήργησε μέσα
στα πλαίσια της νομοθετικής εξουσιοδότησης, αν τήρησε τους καθορισμένους τύπους,
αν ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά το νόμο, αν εκδόθηκε από το αρμόδιο όργανο ή
καθ' υπέρβαση της εξουσίας του και τέλος αν είναι ή όχι αιτιολογημένη. Δηλαδή
παρεμπίπτων έλεγχος έχει την έννοια, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν
τη διοικητική πράξη, που θεωρούν άκυρη κ.λπ., ούτε αποκρούουν την εκτελεστότητά της, αλλά απλώς δεν την εφαρμόζουν στη
συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 1/2018 δημοσιευμένη στη
ΝΟΜΟΣ).
Οι ενάγοντες και ήδη
εκκαλούντες με την υπό κρίση αγωγή τους, (η οποία αρχικώς είχε ασκηθεί και από
τον ... - μη διάδικο - ο οποίος παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής) την
οποία απηύθυναν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών κατά του εναγομένου
ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο», ήδη εφεσίβλητου, εξέθεσαν
ότι κατόπιν συμμετοχής τους στην από 18/12/2013 προκήρυξη του εναγομένου για
την πλήρωση θέσεων μελών Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Σ.Ε.Π.)
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 37 παρ.3 Ν. 4186/2013, που αντικατέστησε το
εδάφιο 10 του άρθρου 4 του Ν.2552/1997 και μετά από αξιολόγηση της συμμετοχής
τους, κατετάγησαν ως επιτυχόντες στους πίνακες κατάταξης, οι οποίοι θα ίσχυαν
κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2014-2017. Ότι βάσει των όρων της προκήρυξης η επιλογή
τους ως μέλη ΣΕΠ έλαβε χώρα για τρία έτη, με υποχρέωση του εναγομένου να
συνάπτει ετησίως με έκαστο εξ αυτών σύμβαση μίσθωσης έργου δεκάμηνης διάρκειας
(καλύπτουσα το εκάστοτε τρέχον ακαδημαϊκό έτος) μέχρι και το ακαδημαϊκό έτος
2016-2017, υπό τον όρο ότι οι ενάγοντες θα δήλωναν κάθε φορά εγκαίρως, ήτοι
πριν την έναρξη εκάστου επόμενου ακαδημαϊκού έτους, ότι επιθυμούν τη συνέχιση
της άσκησης των διδακτικών τους καθηκόντων. Ότι ακολούθως, έκαστος εξ αυτών
συνήψε με το νόμιμο εκπρόσωπο του εναγομένου σύμβαση μίσθωσης έργου δεκάμηνης
διάρκειας για το διδακτικό έτος 2014-2015, προκειμένου να παράσχουν τις
διδακτικές τους υπηρεσίες με τη μορφή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας στις
θεματικές ενότητες των προγραμμάτων σπουδών για τις οποίες επιλέγηκαν και
κατατάχθηκαν στους ανωτέρω πίνακες και συγκεκριμένα ο πρώτος ως διδάσκων σε
τμήμα άνω των 30 σπουδαστών της θεματικής ενότητας «ΔΕΟ 13 Ποσοτικές Μέθοδοι»
του προπτυχιακού προγράμματος «Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών» της σχολής
Κοινωνικών Επιστημών και ο δεύτερος ως διδάσκων στη θεματική ενότητα ΤΡΑ50
(τραπεζικό περιβάλλον) του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Τραπεζική» της
ίδιας ως άνω σχολής. Ότι ως αμοιβή για το ακαδημαϊκό έτος 2014-2015 συμφωνήθηκε
για μεν τον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 10.290 ευρώ μικτά και για τον
δεύτερο το ποσό των 10.070 ευρώ μικτά. Ότι τον Ιούλιο του έτους 2015 οι
ενάγοντες υπέβαλαν νομοτύπως δήλωση ότι επιθυμούσαν τη συνέχιση των καθηκόντων
τους και για το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016 στην αυτή θεματική ενότητα. Ότι
κατόπιν αίτησης τους, επί σχετικής Προκηρύξεως του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας
(σε συνεργασία με το ΕΑΠ) για την πλήρωση θέσεων μελών ΣΕΠ, που θα ασκούσαν
καθήκοντα διδασκαλίας εξ αποστάσεως σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του
ακαδημαϊκού έτους 2015-2016, επελέγησαν να ασκήσουν διδακτικά καθήκοντα στην
αντίστοιχη του γνωστικού τους αντικειμένου θεματική ενότητα αντί της
καθοριζόμενης από την προκήρυξη αμοιβής ύψους 10.000 ευρώ. Ότι στις 27/10/2015
μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πληροφορήθηκαν ότι η Διοικούσα Επιτροπή του
εναγομένου με το υπ' αριθμ. ./12.10.2015 πρακτικό
αποφάσισε ότι τα μέλη του ΣΕΠ, που είχαν επιλεγεί και σε τμήμα των κοινών
προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, θα απολέσουν
τις θέσεις τους στις θεματικές ενότητες των προγραμμάτων σπουδών του ΕΑΠ που
κατείχαν, τις οποίες θα αναλάβουν τα επόμενα στη σειρά κατάταξης επιλεγέντα
μέλη ΣΕΠ. Περαιτέρω ισχυρίσθηκαν ότι με την ανωτέρω απόφαση της Διοικούσας
Επιτροπής ακύρως καταγγέλθηκε πριν από τη λήξη της η
τριετούς διάρκειας συναφθείσα σύμβαση τους χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου
και έτσι το εναγόμενο κατέστη υπερήμερος οφειλέτης ως προς την αποδοχή των
προσηκόντως προσφερόμενων διδακτικών υπηρεσιών τους. Με βάση το ιστορικό αυτό,
και μετά από παραδεκτή παραίτηση τους από τα αιτήματα της αγωγής περί
αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας των συμβάσεων τους και της
υποχρέωσης του εναγομένου να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους μέχρι
τη συμβατική λήξη των συμβάσεων τους και περιορισμό του αιτήματος της αγωγής
τους από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό,
ζήτησαν οι ενάγοντες, όπως νομοτύπως περιορίσθηκαν τα αιτούμενα κονδύλια, να
αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει ως αποζημίωση, για
την παράνομη καταγγελία των συμβάσεων τους για το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016,
πλην του μηνός Οκτωβρίου 2015, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 7.875 ευρώ και
στο δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 9.063 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη
της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί το εναγόμενο
στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των
διαδίκων, η εκκαλούμενη υπ' αρ. 911/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πατρών, η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως
δικαιοδοσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ηττηθέντες, με την
κρινόμενη έφεση τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν να
εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Με βάση τα ανωτέρω, από
την επιτρεπτή, κατά το στάδιο αυτό, προεπισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας,
προκειμένου το Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αν έχει ή όχι δικαιοδοσία
(άρθρ. 4 εδ. α' ΚΠολΔ, σε
συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 αυτού) για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς ή
αν αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων προκύπτουν τα
ακόλουθα: Η υπό κρίση αγωγή με το παραπάνω ιστορικό και αίτημα, με την οποία
αξιώνεται η συμφωνηθείσα αμοιβή που οι ενάγοντες στερήθηκαν, λόγω πρόωρης
καταγγελίας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης έργου, με βάση τις διατάξεις των
άρθρων 104 και 106 ΕισΝΑΚ, εισήγαγε διαφορά, που
στηρίζεται σε σύμβαση έργου ιδιωτικού δικαίου, που καταρτίστηκε κατ' επίκληση
του άρθρου 37 παρ.3 Ν. 4186/2013, το οποίο αντικατέστησε το εδ.
10 του άρθρου 4 Ν.2552/1997. Η δε επικαλούμενη πράξη των οργάνων του ΝΠΔΔ
συντελέστηκε μέσα στα πλαίσια και με υπόβαθρο τη σχέση αυτή. Επιπροσθέτως, η
σύμβαση ανάθεσης έργου, από την οποία απορρέει η ένδικη διαφορά, ρυθμίζεται από
το ιδιωτικό δίκαιο και δεν περιλαμβάνει όρους, που επέτρεπαν στο εναγόμενο ΝΠΔΔ
μονομερείς επεμβάσεις σε αυτή, ούτε διέπεται από εξαιρετικό υπέρ αυτού νομοθετικό
καθεστώς (ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 1607/2012 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Από
τα παραπάνω προκύπτει ότι η αγωγή υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών
δικαστηρίων, καθόσον η επικαλούμενη αντισυμβατική ενέργεια των οργάνων του
εναγομένου ΝΠΔΔ συντελέσθηκε, λόγω της καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης
έργου ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η
ένδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων κι εν
συνεχεία απέρριψε την αγωγή ελλείψει δικαιοδοσίας, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο
και πρέπει δεκτού γενομένου του μοναδικού λόγου έφεσης ως βάσιμου, να
εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο
τούτο και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή.
Από την εκτίμηση της
ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με
την εκκαλούμενη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτιμώμενη και σταθμιζόμενη
ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του, καθώς και από
όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, των
οποίων δεν απαιτείται ειδική μνεία στην παρούσα (ΟλΑΠ
848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ
8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1697/2010 Α'δημ.
ΝΟΜΟΣ) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε
για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της
κοινής πείρας, αποδείχθηκαν, στα πλαίσια των οριζομένων στη διάταξη του άρθρου
240 του Κ.Πολ.Δικ, κατά την κρίση του Δικαστηρίου
τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20/12/2013 αναρτήθηκε στην
ιστοσελίδα του εναγομένου ΝΠΔΔ, η από 18/12/2013 Προκήρυξη για πλήρωση θέσεων
μελών Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Σ.Ε.Π.) για τα ακαδημαϊκά έτη
2014-2017. Σύμφωνα με τους όρους της Προκήρυξης, υποψήφιοι για τις θέσεις μελών
Σ.Ε.Π., είχαν τη δυνατότητα να είναι είτε μέλη Δ.Ε.Π. άλλων πανεπιστημίων της
ημεδαπής ή της αλλοδαπής, είτε διδάκτορες, ενώ τα μέλη Σ.Ε.Π. κατήρτιζαν
συμβάσεις ανάθεσης έργου, διάρκειας ενός ακαδημαϊκού έτους, ήτοι δέκα μηνών,
για την κάλυψη συγκεκριμένων εκπαιδευτικών αναγκών εκάστου ακαδημαϊκού έτους
και μέχρι τη συμπλήρωση τριετίας από την προκήρυξη. Στην ανωτέρω Προκήρυξη
αναφέρονταν, επίσης, αναλυτικά και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που έπρεπε να
υποβάλουν οι υποψήφιοι. Εξάλλου, στο σχετικό πληροφοριακό έγγραφο, στο οποίο
παρέπεμπε η ανωτέρω προκήρυξη, αναφέρονταν ο τρόπος επιλογής των μελών Σ.Ε.Π.,
τα προσόντα των υποψηφίων, η διάρκεια των συμβάσεων ανάθεσης έργου και η
προβλεπόμενη δυνατότητα σύναψης νέας σύμβασης για κάθε ακαδημαϊκό έτος και
μέχρι τη συμπλήρωση τριετίας από την Προκήρυξη, τα καθήκοντα και η αμοιβή των
μελών Σ.Ε.Π., ενώ παρέχονταν οδηγίες για την υποβολή της αίτησης των υποψηφίων.
Αμφότεροι οι ενάγοντες, ως κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, υπέβαλαν αίτηση για
τις θέσεις μελών Σ.Ε.Π. και μετά από αξιολόγηση κατετάγησαν στους πίνακες
κατάταξης, οι οποίοι θα ίσχυαν κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2014-2017. Ειδικότερα, με
απόφαση που ελήφθη κατά τη .η/22.7.2014 συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής του
Ε.Α.Π. εγκρίθηκαν τα πρακτικά των τριμελών επιτροπών αξιολόγησης υποψηφίων
μελών ΣΕΠ και δημοσιεύθηκαν οι εγκριθέντες πίνακες κατάταξης, βάσει των οποίων
οι ενάγοντες επελέγησαν ως επιτυχόντες. Την 1/10/2014 έκαστος των εναγόντων
σύνηψε με το νόμιμο εκπρόσωπο του εναγομένου σύμβαση ανάθεσης έργου, δεκάμηνης
διάρκειας για το διδακτικό έτος 2014-2015, προκειμένου να παράσχουν τις
διδακτικές τους υπηρεσίες με τη μορφή εξ αποστάσεως διδασκαλίας στις θεματικές
ενότητες των προγραμμάτων σπουδών για τις οποίες είχαν επιλεγεί και καταταγεί
στους ανωτέρω πίνακες. Ειδικότερα συμφωνήθηκε ο πρώτος ενάγων, ως διδάσκων σε
τμήμα άνω των 30 σπουδαστών της θεματικής ενότητας «ΔΕΟ 13 Ποσοτικές Μέθοδοι»
του προπτυχιακού προγράμματος « Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών» της
σχολής Κοινωνικών Επιστημών, να λάβει ως αμοιβή το ποσό των 10.290 ευρώ και ο
δεύτερος ενάγων, ως διδάσκων στη θεματική ενότητα ΤΡΑ50 (τραπεζικό περιβάλλον)
του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Τραπεζική» της σχολής Κοινωνικών Επιστημών,
να λάβει το ποσό των 10.070 ευρώ. Ακολούθως με το υπ' αριθμ.
πρωτ. ./30.6.2015 έγγραφο του εναγομένου, απεστάλη
στους ενάγοντες δήλωση ενδιαφέροντος για το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016, στην
οποία τους καλούσαν να δηλώσουν αν ενδιαφέρονται να είναι μέλη Σ.Ε.Π. και το
επόμενο έτος και οι ενάγοντες προέβησαν εγκαίρως στη σχετική δήλωση
ενδιαφέροντος. Κατόπιν της θετικής αυτής δήλωσης ενδιαφέροντος, το εναγόμενο με
το υπ' αριθμ. πρωτ../9.10.2015 διαβιβαστικό έγγραφο
από τον Πρόεδρο του Ε.Α.Π., απέστειλε ηλεκτρονικά στους ενάγοντες τις συμβάσεις
ανάθεσης έργου για το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016, διάρκειας δέκα μηνών, στις
οποίες ορίζονταν αφενός οι συμβατικές τους υποχρεώσεις και αφετέρου το ποσό της
συνολικής εργολαβικής αμοιβής τους, ήτοι το ποσό των 8.750 ευρώ για τον πρώτο
ενάγοντα και το ποσό των 10.070 ευρώ για το δεύτερο εξ αυτών. Εξάλλου, οι
ενάγοντες δυνάμει σχετικής Προκήρυξης του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας (σε
συνεργασία με το Ε.Α.Π.) για την πλήρωση θέσεως μελών Σ.Ε.Π., που θα ασκούσαν
καθήκοντα διδασκαλίας εξ αποστάσεως σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του
ακαδημαϊκού έτους 2015-2016 του ανωτέρω πανεπιστημίου, κατέθεσαν σχετική αίτηση
συμμετοχής για τη θεματική ενότητα «Τραπεζική Διοίκηση», η οποία έγινε δεκτή
και οι ενάγοντες επιλέγηκαν να ασκήσουν διδακτικά καθήκοντα αντί αμοιβής 10.000
ευρώ μικτά για το σύνολο του ακαδημαϊκού έτους. Περαιτέρω, κατά την
.η/12.10.2015 συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής του εναγομένου αποφασίστηκε
ότι« Τα μέλη Σ.Ε.Π., που λαμβάνουν τμήμα στα κοινά Μεταπτυχιακά Προγράμματα
Σπουδών να λάβουν το προτεινόμενο τμήμα στις Θεματικές Ενότητες των κοινών
Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών και τα δεύτερα τμήματα που είχαν αναλάβει σε
Θεματικές Ενότητες των προσφερόμενων Προγραμμάτων Σπουδών του ΕΑΠ να δοθούν στα
ακριβώς επόμενα στη σειρά κατάταξης μέλη Σ.Ε.Π. των αντίστοιχων Θεματικών
Ενοτήτων». Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες, οι οποίοι εν τω μεταξύ
καθ' όλο το μήνα Οκτώβριο εκτελούσαν το συμφωνηθέν έργο, στις 27/10/2015 μέσω
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κι έτσι το εναγόμενο κατήγγειλε τη μεταξύ τους
σύμβαση για το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016, επικαλούμενο ως σπουδαίο λόγο, κατά
το σχετικό όρο της σύμβασης, ότι οι ενάγοντες ασκούσαν καθήκοντα Σ.Ε.Π. και στο
συνεργαζόμενο με το εναγόμενο, Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας κατά παράβαση της
ανωτέρω απόφασης. Ωστόσο, η απόφαση αυτή της Διοικούσας Επιτροπής του
εναγομένου, με την οποία τέθηκε ουσιαστικά ένας επιπλέον όρος στη μεταξύ των
διαδίκων σύμβαση έργου, ο οποίος αφενός δεν υπήρχε στους όρους της προκήρυξης
αφετέρου ετέθη πριν από τη λήξη ισχύος των πινάκων που είχαν καταταχθεί οι
ενάγοντες, καθίσταται ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα (μετά από παρεμπίπτοντα έλεγχο
νομιμότητας της παραπάνω διοικητικής πράξης, στον οποίο δύναται να προβεί το
παρόν πολιτικό Δικαστήριο κατ' άρθρα 2 και 4 ΚΠολΔ).
Ειδικότερα, το εναγόμενο παρά τα προβλεπόμενα στην από 18/12/2013 Προκήρυξη
σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα σύναψης νέας σύμβασης για κάθε ακαδημαϊκό
έτος και μέχρι τη συμπλήρωση τριετίας από αυτή, απαιτούσε μόνο την εμπρόθεσμη
αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος των ενδιαφερομένων καθώς επίσης να βρίσκονται
αυτοί σε τέτοια θέση κατάταξης ώστε να μπορούν να αναλάβουν τμήμα κι ενώ οι
ενάγοντες πληρούσαν τις παραπάνω προϋποθέσεις και εκτελούσαν κανονικά όλο το
μήνα Οκτώβριο του έτους 2015 το συμφωνηθέν έργο, το εναγόμενο κατά παράβαση της
συμβατικής του υποχρέωσης περί καταγγελίας της σύμβασης αζημίως μόνο για
σπουδαίο λόγο, [αναγόμενο σύμφωνα με τον όρο IX της σύμβασης στη μη τήρηση ή μη
εκπλήρωση οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, ως και των παραρτημάτων αυτής, τη
διακοπή ή αναστολή της εκτέλεσης του ανατιθέμενου έργου, την παραβίαση των
κανόνων και οδηγιών των Οργάνων Διοίκησης του Αναθέτοντα, ως και τη διαπίστωση
της ελλιπούς εκτέλεσης του έργου από το Διευθυντή προγράμματος σπουδών],
κατήγγειλε τις μεταξύ τους συμβάσεις χωρίς να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή,
επικαλούμενο ως σπουδαίο λόγο την ανίσχυρη κατά τα προεκτεθέντα
υπ' αριθμ. .η/12.10.2015 απόφαση της Διοικούσας
Επιτροπής. Επομένως, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει
σπουδαίος λόγος για καταγγελία της σύμβασης έργου και το εναγόμενο κατήγγειλε
τη σύμβαση πριν την αποπεράτωση του συμφωνηθέντος έργου, οφείλει κατ' εφαρμογή
της διάταξης του άρθρου 700 ΑΚ να καταβάλει στους ενάγοντες τη συμφωνημένη
αμοιβή τους για το διδακτικό έτος 2015-2016. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η
κρινόμενη αγωγή, έτσι όπως περιορίσθηκε, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του
εναγομένου να καταβάλει στους ενάγοντες τη συμφωνηθείσα για το ακαδημαϊκό έτος
2015-2016 αμοιβή τους και συγκεκριμένα στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 7.875
ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 9.063 ευρώ, άπαντα δε τα ποσά με το
νόμιμο τόκο 6% κατ' άρθρο 7παρ.2 ν.δ 496/1974 από την
επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των
εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει κατόπιν σχετικού τους
αιτήματος να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου (άρθρα 183,191 του ΚΠολΔ) μειωμένα όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22
παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 του ΕισΚπολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της
παρούσας. Τέλος κατ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ, ως ισχύει, ενόψει της νίκης των εκκαλούντων πρέπει
να τους επιστραφεί το κατατεθέν από αυτούς παράβολο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ. αρ.
911/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτικής διαδικασίας).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' ουσίαν την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 21-12-2015
(αρ. κατάθεσης ./28-12-2015) αγωγή, όπως αυτή περιορίστηκε.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση
του εναγομένου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων
οκτακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ (7.875 ευρώ) και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό
των εννέα χιλιάδων εξήντα τριών ευρώ (9.063 ευρώ), άπαντα δε τα ποσά με το
νόμιμο τόκο με το νόμιμο τόκο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και
μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο
να καταβάλει μειωμένη τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων και των δύο βαθμών
δικαιοδοσίας, ήτοι το ποσό των τριακοσίων ( 300) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση
στους εκκαλούντες του παραβόλου υπέρ Δημοσίου, που μνημονεύεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε και δημοσιεύθηκε
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα, χωρίς να
παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4-3-2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ