ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

 

ΜονΕφΠατρών 104/2021

 

Αφηρημένη αναγνώριση χρέους -.

 

Σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους καταρτίζεται κατ' αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής. Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

Αριθμός απόφασης 104/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Δικαστή Ευκαρπίδου Δέσποινα, Εφέτη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ..., κατοίκου Πάτρας (...) που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αθανασίου Διαμαντόπουλου.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Πάτρας (...) που παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ 2 ΚΠολΔ των πληρεξουσίων δικηγόρων του, Αθανασίου Βγενόπουλου και Γεώργιου Καραμέρου.

 

Ο ενάγων- εφεσίβλητος κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, την από 24-2-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./2017 αγωγή κατά του εκκαλούντος. Επί αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 757/2018 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η

 

διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης ./2018 κλήση του ενάγοντος-εφεσίβλητου και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη οριστική με αριθμό 438/2019 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο εκκαλών- εναγόμενος άσκησε την από 10-10-2019 έφεση, που κατατέθηκε την 16-10-2019 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πατρών με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2019 και προσδιορίστηκε με αριθμό κατάθεσης ./2019 στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 16 Ιανουαρίου 2020, κατά την οποία η συζήτηση της αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

 

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτές οι προτάσεις που κατέθεσε, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εφεσίβλητου είχαν καταθέσει προηγουμένως δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία δήλωσαν ότι επιθυμούν η συζήτηση της υποθέσεως να γίνει χωρίς να παραστούν στο ακροατήριο, ενώ επίσης προκατέθεσαν προτάσεις.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθμ. 438/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1, 496, 498, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 16-10-2019 (βλ. την υπ' αριθμ. ./16-10-2019 πράξη καταθέσεως της αρμόδιας γραμματέως κάτω από το δικόγραφο της εφέσεως), ενώ από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται το αντίθετο και ακόμη δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ διετής προθεσμία από της δημοσιεύσεως της (28-6-2019), συντρέχουν δε ακόμη όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεως αυτής, έχει δε κατατεθεί και το εκ του άρθρου 495 παρ. 3Α ΚΠολΔ απαιτούμενο παράβολο. Επομένως, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

 

Με την από 24-2-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./2017 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυριζόταν, ότι ο εναγόμενος ο οποίος απασχολούνταν επί σειρά ετών ως λογιστής στην αναφερόμενη ανώνυμη εταιρία της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος τύγχανε ο ίδιος, με την από 27-8-2010 έγγραφη δήλωση του, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτολεξεί, αναγνώρισε ότι οφείλει ατομικά σ ‘αυτόν (ενάγοντα), το ποσό των 69.500 ευρώ. Ότι ειδικότερα, στο ως άνω έγγραφο αναγραφόταν ότι ο εναγόμενος είχε λάβει το εν λόγω ποσό ως δάνειο και ότι αναγνώριζε ότι το οφείλει στον ενάγοντα, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να του το αποδώσει έως την 31-12-2010. Με βάση το ιστορικό αυτό και ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι με την ως άνω έγγραφη δήλωση του εναγομένου καταρτίστηκε αφηρημένη αναγνώριση χρέους, όπως ειδικότερα ανέφερε, ζητούσε, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει το ως άνω ποσό, κυρίως με βάση τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από 1-1-2011 άλλως από την επομένη επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζητούσε να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην δικαστική του δαπάνη και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 757/2018 μη οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Ακολούθως, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης ./2018 κλήση του ενάγοντος και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφού ανακάλεσε την ως άνω μη οριστική απόφαση καθ'ο μέρος διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, στη συνέχεια, δέχτηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, το ποσό των 69.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1-1-2011, καταδικάζοντας τον στην δικαστική δαπάνη του τελευταίου. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται ο εναγόμενος - εκκαλών για λόγους, οι οποίοι στο σύνολο τους εκτιμώμενοι, συνιστούν αιτιάσεις για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αιτούμενος την εξαφάνιση αυτής, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή.

 

Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παράπονου μένος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψη του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑΘ 3080/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 617/2008, ΑΠ 777/2007, ΑΠ 781/2006, ΑΠ 54/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΑΘ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016, ΕφΠατρ 32/2019 δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών με σχετικό λόγο της έφεσης του, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση μη νόμιμα επιδίκασε υπέρ του ενάγοντος ως δικαστική δαπάνη το υπερβολικό ποσό των 2.085 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη μη νόμιμη. Κατά το άρθρο 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρο αν Π υπόσχεση ή Π δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο Θεμέλιο αξίωσης), όπου το Θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σ' αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι’ αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν ν' αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β' του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (Ολ. ΑΠ 2088/1986, ΑΠ 387/2019, ΕφΑΘ 829/2019 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, κατ' αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1086/2017 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2019, ΕφΑΘ 829/2019 ό.π).

 

Από την με αριθμό ./16-6-2017 ένορκη βεβαίωση της ..., η οποία λήφθηκε νομότυπα με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, (βλ. την με αριθμό .Β/13-6-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, ...), στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης, προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγομένου (βλ και ΑΠ 484/2019 δημ ΝΟΜΟΣ ) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, -με την επισήμανση ότι δεν προσκομίστηκε ενώπιον αυτού του δικαστηρίου η με αριθμ. ./2017 ένορκη βεβαίωση που είχε ληφθεί με επιμέλεια του εναγομένου-εκκαλούντος στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης, την οποία εάν και επικαλείται με τις ενσωματωμένες, ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, προτάσεις του, ωστόσο δεν την προσκομίζει - είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι γνωρίζονταν από ετών, καθότι, ο εναγόμενος εργαζόταν ως λογιστής από το έτος 1980 έως και τα τέλη του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2014, στην ανώνυμη κτηματική εταιρία με την επωνυμία «ΜΑΖΕΣΤΙΚ Α.Κ.Ε», που εδρεύει στην Πάτρα, της οποίας ο ενάγων τυγχάνει πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος. Ο εναγόμενος, στις 27 Αυγούστου του έτους 2010 συνέταξε έγγραφη δήλωση του, με το εξής περιεχόμενο : Αναγνωρίζω με την παρούσα μου ότι οφείλω στον ..., κάτοικο Πατρών, οδός ..., το χρηματικό ποσό των εξήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (69.500) ευρώ, το οποίο μου είχε δοθεί από αυτόν ως δάνειο. Δηλώνω επίσης με την παρούσα μου ότι αναλαμβάνω την υποχρέωση να αποδώσω το ανωτέρω ποσό των (69.500) ευρώ στον κ. ... μέχρι την 31-12-2010. Κάτωθι της εν λόγω δήλωσης, την οποία παρέδωσε στη συνέχεια στον ενάγοντα, τέθηκε ημερομηνία (27 Αυγούστου 2010) καθώς και η υπογραφή του εναγομένου, γεγονός που ο τελευταίος (εναγόμενος) συνομολόγησε (βλ. την από 19-6-2017 προσθήκη επί των προτάσεων του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στην οποία αναφέρει, ως προς το θέμα της τεθείσας υπογραφής, ότι ο ίδιος συνέταξε πρόχειρα τη δήλωση αυτή, χρησιμοποιώντας Η/Υ του γραφείου του ενάγοντος, την υπέγραψε και την παρέδωσε στον τελευταίο για να την εγκρίνει). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ως άνω δήλωση συντάχθηκε από αυτόν κατόπιν συμφωνίας του με τον ενάγοντα με σκοπό να καλύψει το πόθεν έσχες παρελθουσών χρήσεων για τη φορολογική δήλωση του τελευταίου (ενάγοντα) δεν αποδείχθηκε. Η κρίση δε αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι αφενός εάν ο ενάγων είχε πράγματι προβλήματα με την δήλωση του «πόθεν έσχες» και αναζητούσε τρόπους να δικαιολογήσει την κτήση εισοδημάτων του, θα φρόντιζε να λάβει όχι έγγραφο αναγνώρισης χρέους αλλά αντιθέτως έγγραφο που να δικαιολογεί την είσπραξη τέτοιου ποσού και αφετέρου ο εναγόμενος λόγω και της χρόνιας εμπειρίας του ως λογιστής σε κάθε περίπτωση, θα φρόντιζε να λάβει από τον ενάγοντα αντίστοιχο έγγραφο στο οποίο να αποτυπώνεται η ανωτέρω κατά αυτόν συμφωνία τους. Συνεπώς, με την ανωτέρω έγγραφη δήλωση του, ο εναγόμενος προέβη σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ ...». Ειδικότερα, κατόπιν και των προαναφερομένων, καταρτίστηκε η ως άνω σύμβαση, η οποία είναι αφηρημένης αναγνώρισης ιδρύσασα νέα αυτοτελή ενοχή, εκπληρώσιμη και αγώγιμη, ανεξάρτητη από την βασική σχέση του δανείου, γεγονός το οποίο προκύπτει και από το ότι : α) τηρήθηκε για την κατάρτιση της ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 873 εδ.α ΑΚ έγγραφος συστατικός τύπος, β) γίνεται αναφορά στο κείμενο αυτής, του δανείου ως αιτίας της οφειλής, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση (τόπος, χρόνος) γ) ρυθμίζεται ο χρόνος απόδοσης του ως άνω ποσού που αναγνωρίζεται ότι οφείλεται και δ) η συγκεκριμένη αφηρημένη αναγνώριση χρέους αποσυνδέεται από την βασική σχέση, αφού ο εναγόμενος («οφειλέτης») αναγνωρίζει την οφειλή του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδώσει το εν λόγω ποσό στον ενάγοντα την 31-12-2010. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος αν και παρήλθε η προαναφερόμενη ημερομηνία (31-12-2010) κατά την οποία, με βάση την ως άνω έγγραφη δήλωση του, όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα το παραπάνω ποσό των 69.500 ευρώ, ωστόσο δεν το έπραξε. Συνεπώς, πρέπει, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την 1-1 -2011.

 

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση μολονότι με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται με την παρούσα, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, η ένδικη έφεση, με την οποία, ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος - εφεσίβλητου πρέπει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθεί σε βάρος του εναγόμενου - εκκαλούντος (άρθρ. 176, 178§1, 183 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού 100,00 ευρώ, που κατέθεσε ο εκκαλών κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμ 438/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ' ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, το ύψος της οποίας ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού 100,00 ευρώ, που κατέθεσε ο εκκαλών με το με αριθμ. ... παράβολο Δημοσίου.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα, στις 24 Φεβρουαρίου 2021 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ