ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΑθ 6050/2020
Αδικοπρακτική ευθύνη
τραπεζών - Επενδυτικές συμβουλές - Ηθική βλάβη -.
Ευθυνη
τραπεζών επί πλημμελών επενδυτικών υπηρεσιών. Αδικοπρακτική
ευθύνη τράπεζας για την πώληση επενδυτικών προϊόντων. Πλημμελής ενημέρωση από
τους προστηθέντες υπαλλήλους της τράπεζας. Δεν
ενημέρωσαν τους επενδυτές για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους
της επένδυσης πριν από την αγορά του ομολόγου, Ανάκληση λειτουργίας εγγυήτριας
του ομολόγου τράπεζας. Απώλεια του κεφαλαίου της επένδυσης. Προστασία καταναλωτή.
Πότε ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής. Σύμβαση
παροχής επενδυτικών συμβουλών. Υποχρεώσεις τράπεζας. Πλημμελής εκπλήρωση της
παροχής. Θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης της
τράπεζας. Απόρριψη ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
Αριθμός 6050/2020
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
13o ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τη
Δικαστή Ευαγγελία Ζησοπούλου, Εφέτη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης Εφετείου και από τη Γραμματέα Νίκη Σανιδά.
Συνεδρίασε δημοσία στο ακροατήριο
του. στις 23 Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΝ
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ-ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα
(οδός Σταδίου αρ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της ανώνυμης εταιρίας με
την επωνυμία «ALPHA ASSET MAGEWENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πεσμαζόγλου
αρ. 12 -14) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικής διαδόχου λόγω
συγχωνεύσεως με απορρόφηση, της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ
ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», τις
οποίες εκπροσώπησε στο Δικαστήριο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κωνσταντίνος Βιττώρος.
ΤΩΝ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ... και 4) ..., κατοίκων Πελασγίας
Φθιώτιδος, τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος τους
Αικατερίνη Βούλγαρη.
Οι ενάγοντες και, ήδη,
εφεσίβλητοι - αντεκκαλούντες με την από 30.10.2013
και με αριθμό καταθ.
/2013 αγωγή τους, που απευθύνεται
στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησαν να γίνουν δεκτό, όσα αναφέρονται σε
αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο,
δικάζοντος αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ' αριθμ.
6183/2017 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή
προσέβαλαν, οι εναγόμενες, με την οπό 22.9.2017 έφεση τους, προς το Δικαστήριο
τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ./22.92017 και οι ενάγοντες με την από 12.7.2019
αντέφεσή τους προς το ίδιο Δικαστήριο, που έχει
κατατεθεί με αριθμό ./15 7.2019. δικάσιμος των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη
στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η έφεση και η αντέφεση
συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση αυτών στο
ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων - αντεφεσιβλήτων
δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του
και. με σχετική δήλωση του, δήλωσε, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί, να συζητηθεί η έφεση, χωρίς να
παρασταθεί, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων-εκκαλούντων
παραστάθηκε, όπως αναφέρεται παραπάνω και αναφέρθηκε στις προτάσεις, που
κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 22.9.2017
(αρ εκθ κατ.
/22 9.2017) έφεση των εναγόμενων και,
ήδη, εκκαλουσών, κατά της υπ' αριθμ. 6183/2017
οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των
διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις
και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης
(άρθρα 495 παρ 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, δε, για το παραδεκτό της προκαταβλήθηκε
από τις εκκαλούσες, κατά την κατάθεση της, το οριζόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3
ΚΠολΔ. όπως προκύπτει από την από 22.9.2017 έκθεση
κατάθεσης ένδικου μέσου. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικό δεκτή και να
ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια, όπως παραπάνω διαδικασία, ως προς το
παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Επιπλέον, παραδεκτή είναι και η από 12.7.2019 αντέφεση
των αντεκκαλούντων - εναγόντων, καθόσον ασκήθηκε με
ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου, στις 15.7.2019 και επιδόθηκε στις αντεφεσίβλητες
στις 15.7.2019 (βλ. τις υπ' αριθμ.
/.15.7.2019 και
/15.72019
εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου
).
δηλαδή, τουλάχιστον, τριάντα ήμερες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (που έλαβε
χώρα στις 23.1.2020) και άφορα το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που
προσβάλλεται με την έφεση ή συνέχεται αναγκαστικά με αυτό (άρθρο 523 ΚΠολΔ). πρέπει, δε, να συνεκδικαστεί
με την τελευταία, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αντέφεσης
σε σχέση με την έφεση και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης από τη διεξαγωγή μιας
δίκης (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες με την από
30.10.2013 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν, ότι, στις 18.11 2005, κατήρτισαν με τις
εναγόμενες σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμπλήρωσαν σχετικό ερωτηματολόγιο,
βάσει του οποίου χαρακτηρίστηκαν συντηρητικοί επενδυτές. Ότι, κατόπιν προτάσεως
των προστηθέντων των εναγομένων εταιρειών, αγόρασαν
ομόλογο της ASPIS FINANCE PLC, ονομαστικής αξίας 135.000 ευρώ, εκδόσεως 10.2.2005
και λήξεως 10.2.2015. Ότι οι εναγόμενες, διά των προστηθέντων
υπαλλήλων τους, παρέλειψαν να τους ενημερώσουν, πριν την αγορά του ομολόγου,
για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και τους κινδύνους επένδυσης,
διαβεβαιώνοντας τους ότι η συγκεκριμένη επένδυση ταιριάζει στο επενδυτικό τους
προφίλ και παρέχει καλύτερες αποδόσεις από προηγούμενες επενδύσεις τους. Ότι,
τον Ιανουάριο του έτους 2012, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του
ως άνω ομολόγου τράπεζας και τότε, για πρώτη φορά, πληροφορήθηκαν για τους
κινδύνους, που ενείχε η επένδυση τους. Ότι, η εκδότρια του ομολόγου τέθηκε σε καθεστώς
εκκαθάρισης και ότι για την επένδυση τους αυτή δικαιούταν το ποσό των 81 ευρώ. Ότι
λόγω της παράλειψης ενημέρωσης των εναγόντων, οι εναγόμενες ενήργησαν κατά παράβαση
της μεταξύ τους σύμβασης, του κώδικα δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, των διατάξεων περί
αδικοπραξιών, καθώς και των διατάξεων του ν. 2251/1994. Ότι εξαιτίας της
συμπεριφοράς των εναγομένων απώλεσαν το κεφάλαιο της επένδυσης τους. η οποία
ανέρχεται στο ποσό των 134.919 ευρώ (135 000 ευρώ - 81 ευρώ) 134.919 ευρώ.
Με βάση το ανωτέρω ιστορικό,
ζήτησαν, όπως το αγωγικό αίτημα διευκρινίστηκε με
δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγόντων, που
καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και με τις έγγραφες
προτάσεις τους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν. Κατ ισομοιρία,
στους ενάγοντες το ποσό των 134.919 ευρώ. ήτοι το ποσό των 33.729,75 ευρώ
(134.919 :4) σε κάθε ενάγοντα, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ, ήτοι το ποσό
των 2.500 ευρώ (10.000: 4) σε κάθε ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω
ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης
της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα
δικαστικά έξοδα στις εναγόμενες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμενη απόφαση, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων,
αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων
288, 297, 298. 299, 334, 346, 361, 481, 713, 914 επ.,
922, 926 και 932 ΑΚ, 2 παρ. 1 περ. α', 6, 7 και 19 ν. 2396/1996, 4 παρ. 1, 13, 14
και 25 ν. 3606/2007,1 παρ. 3, 4, 8 παρ. 1, 2, 4 ν. 2251/1994, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, δέχθηκε εν μέρει αυτή, ως κατ' ουσίαν
βάσιμη, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες να καταβάλουν σε καθένα από τους ενάγοντες
το ποσό των 34.729.75 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά
της απόφασης αυτής, παραπονούνται τώρα οι εκκαλούσες - εναγόμενες και οι αντεκκαλούντες - ενάγοντες γιο τους λόγους που αναφέρονται
στη δικόγραφα της έφεσης και της αντέφεσης, αντίστοιχα,
οι οποίοι ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των
αποδείξεων και ζητούν, οι μεν, εκκαλούντες να εξαφανιστεί η εκκαλουμενη
με σκοπό να απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν η αγωγή, οι δε αντεκκαλούντες.
να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη. ως προς το εκκληθέν
αυτής κεφάλαιο, που αφορά το ύφος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης,
με σκοπό γίνει δεκτή η αγωγή και ως προς το κεφάλαιο αυτό.
Σύμφωνα με τις διατάξεις
των όρθρων 298, 330 και 914 ΑΚ, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου
προσώπου, η οποίο συνδέεται προς τις παρεχόμενες οπό την τράπεζα επενδυτικές
υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε
καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον, επιπλέον, υφίστανται και οι
υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους
κανόνες των ως άνω διατάξεων. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής
ευθύνης απαιτούν την ύπαρξη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων
υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και υπαίτια εκδήλωση παράνομης
συμπεριφοράς μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας, που παρέχει ης υπηρεσίες,
παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο
αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των
άρθρων 281, 288 ΑΚ (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ) Ειδικότερη μορφή
παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη
εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως,
παροχής συμβουλευτικής, καθοδηγήσεως[ΑΗ1]
και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές
υποχρέωσες παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η
παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών
υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της
προτεινομένης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και. κυρίως, να
κατανοήσει όσους κινδύνους που συνδέοντα με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη
αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να ομολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς
συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να
αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη
αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη, σε
αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων
επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 ν, 2251/1994, που, μεταξύ
άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχή τραπεζικών επενδυτικών
υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως
καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του όρθρου 1 παρ. 3 ν. 2251/1994. όπως δεν
αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση
ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση,
επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς
τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1227/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τις
πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε Υ.,
που κυρώθηκε με το όρθρο μόνο της υπ αρ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του
Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4- 1997), που εκδόθηκε κστ' εξουσιοδότηση
του άρθ. 7 τταρ.1 του ν 2396/1996) (τα άρθρα 1- 31 του οποίου καταργήθηκαν, ήδη,
από 1-11-2007. με το όρθρο 85 v. 3oW20Q7) ορίσθηκαν το ακολούθα: Πρώτη αρχή: Οι
εταιρείες και το καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και
θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. έτσι ώστε να προστατεύονται
τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Τρίτη αρχή: Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα
απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν, να ενημερώνονται
σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών
τους στον τομέα των επενδύσεων. ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες
επενδυτικές συμβουλές." Τέταρτη αρχή: Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα
από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπο θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις
απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με
αυτούς." ...Έβδομη αρχή: «Οι εταιρείες και οι απασχολούμενοι από αυτές
φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στο πλαίσια της
νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται
τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της
αγοράς». Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού
Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος
τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια
υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός
των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών
και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο
εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η
τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική κατάσταση. τους στόχους τη
μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως
(άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο
στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1
ΚΔΕΠΕΎ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει
προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του
καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και
από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής
της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η
οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία,
ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης όρθρο 6.2
ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται
η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ
εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το
αντικείμενο της επένδυσης για την Οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα ίου
εκδότη των προτεταμένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές
υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε
ΕΠΕΥ οφείλει, να προμηθεύεται τις, πλέον, επίκαιρες πληροφορίες για την
απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως ιδιαίτερα
αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ, για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις
ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων, Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα
πρέπει να αποτρέπει τον επενδυτή από μα επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να
καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω
υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της
επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας γιο την εκπλήρωση
της υποχρέωσης ενημέρωσης διαφώτισης έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής.
Με βάση επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά
ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά, εγγράφως, την προσοχή του
επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του. αν δεν πραγματοποιεί
με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση
της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο
επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή, ως
προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η
παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας
ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως,
η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον
επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ
244/2016, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ). ’λλωστε συναφές περιεχόμενο έχει
και ο μεταγενέστερος εκδοθείς ν. 3606/2007. όπως τροποποιήθηκε με το v.
3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο Ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική
Οδηγία 2004/39 ΈΚ, γνωστή ως MiFiD. η οποία
αντικατέστησε την Οδηγία 93/22ΈΟΚ. Περαιτέρω και ο Ν. 2251/1994 για την προστάσεια του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές
διατάξεις που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» -και στις τράπεζες -,-την ορθή,
αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» - και του ιδιώτη
επενδυτή- ώστε αυτοί να λαμβάνουν τεκμηριωμένα, τις σωστές αποφάσεις της
πράγματι, ηθελημένης συναλλαγής, προκειμένου να μην παραπλανώνται,
αποφασίζοντας να ενεργήσουν συναλλαγές, που διαφορετικά δεν θα αποφάσιζαν να
ενεργήσουν. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα
άρθρα 9 γ, 9 ε του νομού, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών
πρακτικών». Εμμέσως ωστόσο, προκύπτουν από τις διατάξεις των όρθρων 4 και 4α,
τα οποία αναφέρονται, μεν. ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν
όμως με τελολογική ερμηνεία τους -αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική
παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παραβάσεως
της εν λόγω υποχρεώσεως εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται, κυρίως σε
αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 99 του Ν 2251/1994) Σύμφωνα, εξάλλου, με το
άρθρο 8§1 του ίδιου νόμου «Ό παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή
ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή
του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. Σ. Ψυχομάνη.
Η διάθεση «perpetual bonds» από τις
Ελληνικές τράπεζες ΔΕΕ 2010. 863 επ.). Εξάλλου,
σύμφωνα με το άρθρ. 1 §4 στοιχ. Α' του ν 2551/1994, καταναλωτής
είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή w
υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων
ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τούς. Ωστόσο. η παραπάνω υπερβολικά
ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής
τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του Δ.Ε.Κ. αλλά και των Εθνικών
Δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος, γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου
κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το
πρόσωπο, που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια
των συναλλαγών όντων δεν έχει αποκτήσει ης γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει,
την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα, την οποίο
έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο.
Έτσι. ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου, ως καταναλωτή,
πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη
συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον, οι συμβάσεις που συνάπτονται για την
κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις
διατάξεις, που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικό
ασθενέστερο μέρος Έτσι και στις αποφάσεις του ΔΕΚ. κοινό χαρακτηριστικό και
εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών
αναγκών με πι σύνοψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη
των υπηρεσιών, ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και. συνεπώς, ο όρος
καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον
αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για ης ιδιωτικές τους ανάγκες Μόνον, όταν οι
επιχειρούμενες, οπό τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την
άσκηση του επαγγέλματος τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες
ρυθμίσεις (Εφ. Αθ. 3884/2006. ΕλλΔνη
46/2007. 305). Από τα παραπάνω προκύπτει, on δεν προστατεύεται κάθε
ασθενέστερος απαλλασσόμενος αλλά. μόνον, εκείνος, που συνάπτει την επίμαχη
σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της
συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του
κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη
σύμβαση), αλλά, αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας
στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνεπεία, ο αγοραστής τραπεζικών
προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί, εκ των
προτέρων, καταναλωτής αποκλειστικά, λόγω του γεγονότος ότι είναι
αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς
προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι
οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια,
ασχολούνται συστηματικό με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας
αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν, κατά πολύ,
το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα αδύνατο μέρος της
συγκεκριμένης συναλλαγής (βλ ΕφΛαρ. 806/2010. Επκτκ. ΕμπΔ 2011.461. Εφ.Θεσ 317/2006, Δ.Ε.Ε. 2009, 819). Τέλος, θα πρέπει να
γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των
τραπεζών μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη υπάρχει, οπωσδήποτε,
σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει
την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά
προϊόντα. Πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές να γίνεται δεκτά ότι έχει συναφθεί σιωπηρά
μια τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος πράγμα που είναι
σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των
μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές
υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό
επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για
επένδυση των κεφαλαίων του Δεύτερο στοιχείο, που μπορεί να αναφερθεί. είναι ότι,
καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές
διαθέτουν ειδικές γνώσεις γιο τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής
αποφασίζει, με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται
και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην
επαγγελματική ενασχόληση τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο
οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο
(ΠΠρΑθ 7169/2010, ΠΠρθεσ.
19932/2009, 4481/2009, ΜΠρΑθ. 2942012. ΝΟΜΟΣ, βλ. Ε.
Αλεξανδρίδου, και επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brother και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών», Δ.ΕΕ.
2010,136). Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και
πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρέωσες όσο και ειδικής οι οποίες έχουν
τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, γκι τους εξής
λόγους: α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με
ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω, δε, της θέσης της αυτής
μπορεί να προκόψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων
πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται
πολλές φορές, ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της γ) οι σχέσεις
τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα, ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα,
δεδομένου ότι η τράπεζα γνώριζε πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα
στοιχεία του πελάτη της δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις
αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρος, διότι
χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει
την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε)
η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από
τα παραπάνω συνάγεται άτι, η θέση της τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη
από αυτή -ων πελατών της πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης
υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της. η οποία εξειδικεύεται με
βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης Τούτο δε, διότι,
μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης
άλλα εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε η τράπεζα
έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα
πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει, αφενός, η ειδικότερη
υποχρέωση της τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της
συμφερόντων καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε
σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου, η
ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις
συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι, η τράπεζα
έχει τέτοιου είδους υποχρέωση, όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης
δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από πι σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα
γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, πού αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε
στη συνοχή της. Αντίστοιχα, ισχύουν σχετικό με την υποχρέωση της τράπεζας για
παροχή συμβουλών. Σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η
τράπεζα (βλ. Ν. Ρόκα. Στοιχεία τραπεζικού δικαίου 2002, σελ. 352, Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο - Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων
Γεν μέρος. 2008. σελ. 31 επ.). Παράλληλα. στο πλαίσιο
όλων. εν γένει, των τραπεζικών συμβάσεων γεννώνται, πέραν των υποχρεώσεων των
μερών για κύρια παροχή, και επιπρόσθετες παρεπόμενες υποχρεώσεις, τις οποίες
υπαγορεύει και προσδιορίζει κατά περιεχόμενο η προβλεπόμενη στη διάταξη του
άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. διευρύνοντας το
περιεχόμενο της ενοχής. Επομένως, και αυτές οι υποχρεώσεις παρότι προβλέπονται
στο νόμο στο περιθώριο της ενοχής, δεν παύουν να θεωρούνται (και να είναι)
συμβατικές με συνέπεια, η παράβαση τους να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της
παροχής (βλ. Ψυχομάνης ό.π.,
σελ. 33. Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη -Σταθοπούλου ΑΚ στο άρθρο 288 αρ. 23). Η
παραπάνω αρχή λειτουργεί, τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων
ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις όπου η συνδρομή ειδικών
συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης (ΟλΑΠ 927/1982. ΝοΒ 31.214, Σταθόπουλος,
ό.π., αρ. 14). Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης
σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και
έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα
πράξει ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών
του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται
απέναντι της με απέναντί της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε
δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των
αρχών της καλής πίστης (288 Α.Κ.) προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και
ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στο
διαπραγματευόμενο όσο και στα συμβαλλόμενο μέρη την τήρηση συμπεριφοράς
ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά
το στάδιο των διαπραγματεύσεων (197-198 ΑΚ), η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια
της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. αφορά οπωσδήποτε
στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης κα προστασίας. Η πρώτη έχει. ως αντικείμενο
την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με το περιεχόμενο της
σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η. συμβατική ελευθερία, δηλαδή να
μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της
σύμβασης και τη διαμόρφωση πχ περιεχομένου της. Η δεύτερη αφορά στη λήψη μέτρων
προστατευτικών των απολύτων έννομων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου
μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει
στην τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας,
ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της «αι, αφετέρου, σε
περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά
του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει, επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει
ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράδοση αυτών των
υποχρεώσεων, που θεωρούνται, επίσης, συμβατικές, συνεπάγεται, βεβαίως ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη (βλ. Ψυχομανης
ο.π., σελ 35 επ.).
Ειδικότερη παράδοση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η
εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα
με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την
ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών
όρων, α οποίοι διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με
συνεκτίμηση, βέβαια, της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών, που αφορά η
σχετική σύμβαση. Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακτικής
ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και
προστασίας των προσώπων και αγαθών, με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού π.χ.
δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως και το επιβαλλόμενο γενικό
καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν
άλλον» Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές
ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που
απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθέριος
δρόσος (ιδίως 281 και 288 Α.Κ.). Την επιβάλλει, ακόμα, το πνεύμα της διάταξης
του άρθρου 914 ΑΚ. αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας μας. που
καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο, δε, κριτήριο,
με βάση το οποίο θα κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοιο υποχρέωση (που η παράβαση
της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη [βλ ΟλΑΠ 967/1973. ΝοΒ 22.505. ΑΠ
4617/2012, Σταθόπουλος Γεν. Ενοχικό Δίκαιο. 2004. σελ. 798 επ.)
Ακόμη, όταν η πράξη ή η παράλειψη, που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης,
είναι συγχρόνως και καθ' εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε
διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο
λόγων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικπρακτικής (βλ ΟλΑΠ 967/1973 ά.π.. ΑΠ 1123/2006. ΕλλΔνη
47.1433. AΠ 1120/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 7466/2007. ΕλλΔνη 49.930).
Τότε, μόνον, οφείλεται αποζημίωση, αν το γεγονός, γενικότερα, που δημιουργεί
την ευθύνη, υπήρξε πράγματι η αιτία της ζημίας. Η σχέση αυτή οπίου και
αποτελέσματος μεταξύ γεγονότος ικανού κατ αρχήν να ιδρύσει ευθύνη και της
ζημίας είναι η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος που υπάρχει, όταν η
συμπεριφορά του δράστη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν αντικειμενικά, ικανή
να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο
αποτέλεσμα, το οποίο και επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Α.Π. 1382/2009.
ΕπισκΕΔ 2010, 125. Λιτζεράπουλος
στην ΕρμΑΚ, εισαγ. άρθρα
297-300/αρ. 33 επ., Σταθόπουλος, ΝΟΜΟΣ 481 επ). Το εάν το καταλογιζόμενο στα παρ' ου ζητείται η
αποζημίωση γεγονός ήταν ικανό, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, να
επιφέρει την επελθούσα ζημία, θα κριθεί, κατά την ορθότερη άποψη με τα κριτήρια
και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς εν γένει συναλλασσομένου του οικείου
κύκλου δραστηριότητος επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των
περιστατικών, τα οποία ήταν. κατά το χρόνο στον οποίο έγινε η πράξη, δηλαδή και
πριν επέλθει το αποτέλεσμα γνωστά α αυτόν (βλ ΜΕρΛαρ
113/2016, Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο, τευχ. 3/2016, ΕψΑΘ. 4617/2012, ΝΟΜΟΣ. Σταθόπουλος ό.π.,
Λιτζερόπουλος. ό.π., αρ. 45).
Από την εκτίμηση των
καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο
του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη
απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω
δικαστηρίου, την υπ αριθμ. ./30.11.2016 ένορκη
βεβαίωση του μάρτυρα των εναγόντων
, που λήφθηκε νομότυπα, ενώπιον της
Συμβολαιογράφου Φαλάρων
, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των εναγομένων (βλ. τις
υπ' αριθμ. ../25.11.2016 και ./25.112016 εκθέσεις
επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών
) και από όλα τα
έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση
απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπόψη και των
διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά
Οι δυο πρώτοι ενάγοντες, σύζυγοι μεταξύ τους, έχοντος αποφασίσει να επενδύσουν
τα προερχόμενα από τις αποταμιεύσεις τους χρήματα, aTCu6uv6nKav στην πρώτη
εναγομένη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ
Α.Ε». της οποίος ήταν, ήδη, πελάτες, ώστε με ης συμβουλές, που θα τους παρέχονταν
από τους εξειδικευμένους συμβούλους του τμήματος PRIVATE BANKING, να προβούν
στην τοποθέτηση των χρημάτων τους Έτσι, στις 18.11 2006, στοχεύοντας σε
επένδυση, με εγγυημένο κεφάλαιο, οι δύο πρώτοι ενάγοντες καθώς και τα δυο τέκνο
τους, τρίτος και τέταρτος ενάγοντες (ο τέταρτος εκπρσωπούμενος
από τους δύο πρώτους ενάγοντες λόγω της ανηλικότητάς του), συνήψαν με την πρώτη
εναγομένη και τη θυγατρική αυτής εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», η οποία με την υπ αριθμ Κ2-1243/23.122009 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας
Ανταγωνιστικότητος και Ναυτιλίας συγχωνεύθηκε, με απορρόφηση από τη δεύτερη
εναγομένη που συναποτελούσαν το τμήμα ALPHA PRIVATE BANK, κύριο φορέα υπηρεσιών
private banking της πρώτης εναγομένης την υπ αριθμ.
σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και την υπ αριθμ.
πρόσθετη Πράξη Σύμβασης Παροχής Υπηρεσιών - Λήψη και Διαβίβασης Εντολών με το
Παραρτήματα της, Γ - Επενδυτικό Ερωτηματολόγιο - Προφίλ Ειδικές Εντολές, Δ -
Επενδυτικοί Κίνδυνοι, που αναλαμβάνει ο επενδυτής Ε - Παραδοχές Αποτίμηση/Στοιχεία
Επενδυτή, που αποτελούσαν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, με την ως άνω βασική σύμβαση
παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Με βάση τη σύμβαση αυτή. Τη σιωπηρώς
καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, την πρόσθετη πράξη και τα παραρτήματα
της οι εναγόμενες ανέλαβαν την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου των
εναγόντων, σύμφωνο με τις εντολές που θα λάμβαναν από αυτούς επί όλων των χρηματοπιστωτικών
μέσων, που αναφέρονταν στην παράγραφο 1 α (I) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996,
πλην των συναλλαγών επί παραγώγων, για τα οποία απαιτείτο, οδική προς τούτο
σύμβαση Σύμφωνα, δε, με το επενδυτικό ερωτηματολόγιο, που συμπληρώθηκε με
πρωτοβουλία των εναγομένων, σε συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με
τον Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, οι ενάγοντες κατατάχθηκαν στην κατηγορία της
«ισορροπημένης κατανομής επενδύσεων».. Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, οι
ενάγοντες, στις 23.11.2005, αγόρασαν, έναντι ποσού 136 66279 ευρώ, ομόλογο κυμαινόμενου
επιτοκίου της ASPΙS FINANCE PLC, με στοιχεία XS ... εκδόσεως, στις 10.2.2005.
λήξεως, στις 10.2.2015. με ονομαστική αξία 135.000 ευρώ. Ακολούθως, οι
ενάγοντες στις 11.11.2010,λόγω εφαρμογής της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21.4.2004 «Για αγορές χρηματοπιστωτικών
μέσων», γνωστής και ως «MiFiD», η οποία ενσωματώθηκε
στην ελληνική έννομη τάξη, με τις διατάξεις του v. 3606/2007 αναγνώρισαν τις
ενέργειες, που είχαν γίνει, μέχρι τότε, Βάσει των προαναφερθέντων συμβάσεων και
κατήρτισαν ο καθένας από αυτούς χωριστά τις υπ αριθμ
έως
συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι δε εναγόμενες συμμορφούμενες
στο νέο κανονικό πλαίσιο, κατηγοριοποίησαν τους ενάγοντες «ως ιδιώτες
επενδυτές» και τους κατέταξαν στην κατηγορία των συμβατών για επένδυση, σε απλά
χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, το επίδικο ομόλογο
εκδόθηκε, στις 8.22006, από τη θυγατρική της τράπεζας με την επωνυμία «ASPIS
BANK ΑΕ», ήτοι από την εταιρεία με την επωνυμία «ASPlS
FINANCE PLC». με την εγγύηση της ανωτέρω τράπεζας Το συνολικό ποσά της έκδοσης
ανήλθε, σε 50.000.000 ευρώ. Για ίο ανωτέρω ομόλογο εκδόθηκε το από 8.2.2005
ενημερωτικό σημείωμα της εκδότριας εταιρείας στην αγγλική γλώσσα, εισήλθε, δε.
προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου και έλαβε rating, κατά την έκδοση του, ΒΒ αττό
τον οίκο Fitch.
Προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν μειωμένης εξασφάλισης. Σύμφωνα με την
ανωτέρω διαβάθμιση, το ομόλογο χαρακτηριζόταν αξιόπιστο για τις πληρωμές τάκων
και κεφαλαίου, πλην, όμως ενείχε στοιχεία κερδοσκοπίας ενώ. σύμφωνα με το ίδιο
ως άνω ενημερωτικό σημείωμα απαγορευόταν οποιοδήποτε δημόσια προσφορά ή απόπειρα
πώλησης του, στην Ελλάδα, χωρίς εγκεκριμένο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία
ενημερωτικό δελτίο. Περαιτέρω, κάθε τύπος χρηματοδότησης βρίσκεται σε
διαφορετικό επίπεδο προτεραιότητας αποπληρωμής αν η εταιρεία πτωχεύσει ή τεθεί
σε εκκαθάριση. Στα χρηματοοικονομικά, έχουν επικροτήσει οι όροι senior και junior depts, που περιλαμβάνουν την προτεραιότητα των χρεών. Τα τελευταία
έχουν τη χαμηλότερη προτεραιότητα είναι δηλαδή μειωμενης
εξασφάλισης δημιουργούν ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις του έκδοτη,
κατατασσόμενες με ίσους όρους, μεταξύ τους, χωρίς να παρέχεται κάποιου είδους
προτίμηση μεταξύ τους και, συνεπώς έχουν λιγότερες πιθανότητες να αποπληρωθούν
είτε με μετρητά, είτε μέσω ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας,
αφού όλα τα υπόλοιπα χρέη θα βρίσκονταν υψηλότερα στην στην
ιεραργία αποπληρωμής. Η ASPIS BANK, σύμφωνα με το
ενημερωτικό της δελτίο του έτους 2006, το Δεκέμβριο του έτους 2005, είχε λάβει
από το διεθνή οίκο αξιολόγησης Fitch,
τις έξης διαβαθμίσεις μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση ΒΒ+, βραχυπρόθεσμη
πιστοληπτική διαβάθμιση Β. Χρηματοοικονομική θέση CVD. Περαιτέρω, σε σχέση με
την παρεχόμενη εγγύηση από την ASPIS BANK, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Το
ομολογιακό δάνειο της ASPΙS
FINANCE ανήκε στην κατηγορία των supordinated bonds
Παρά το γεγονός ότι στην
ορχική σελίδα του ενημερωτικού σημειώματος νια την έκδοση του εν λόγω
ομολογιακού δανείου αναφέρεται, ότι η έκδοση είναι με την αμετάκλητη εγγύηση
της ASPIS BANK, διευκρινίζεται ότι η εγγύηση, αυτή αναφέρεται στη μειωμένης
διασφάλισης εγγύηση. Τούτο σημαίνει ότι οι κάτοχοι των ομολόγων, εκδόσεως της
ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι
προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας ASPIS BANK, δηλαδή μετά τους
πιστωτές της εγγυήτριας, με διασφάλιση κοι μετά τους
λοιπούς πιστωτές μειωμένης διασφάλισης, που δεν κατατάσσονταν, όπως οι συγκεκριμένες
ομολογίες. Σε περίπτωση, δηλαδή, πτώχευσης ή εκκαθάρισης, η τράπεζα θα
ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα, τους πιστωτές
της ASPIS FINANCE Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας
επρόκειτο για ομολογιακό δάνειο μειωμένης διασφάλισης που εκδόθηκε στις 10.2.2005,
έληγε στις 10.2.2015, με δικαίωμα ανάκλησης το έτος 2010, το, δε, επιτόκιο (Euribor συν περιθώριο 1 35% μέχρι και το Φεβρουάριο του
2010 και ύστερο, σε περίπτωση μη ανάκλησης, προσαυξημένο κατά 1.30%) πληρωνόταν
ανά τρίμηνο. Οι εν λόγω ομολογίες, λόγω της ρήτρας μειωμένης διασφάλισης,
θεωρούνταν «σύνθετο» επενδυτικά προϊόντα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών
Αξιών και Αγορών. Κατά το χρόνο κυκλοφορίας του ενημερωτικού δελτίου, ήτοι στις
8.2.2005, είχε γίνει αίτηση για την εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο του
Λουξεμβούργου και αναμενόταν η βαθμολόγηση των τίτλων Β8 στην κλίμακα διασφάλισης
πιστοληπτικής ικανότητας από τον προαναφερθέντα διεθνή οίκο αξιολόγησης. Το συγκεκριμένο
προϊόν, κατά τη στιγμή της έκδοσης του, είχε χαμηλή πιστοληπτική διασφάλιση ΒΒ
και. ως εκ τούτου, ανήκε στην κατηγορία του κερδοσκοπικού Σύμφωνα με την
κλίμακα που χρησιμοποιεί ο εν λόγω οίκος αξιολόγησης, η συγκεκριμένη αξιολόγηση
υποδεικνύει αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο, ιδιαίτερα σε περίπτωση
δυσμενών μεταβολών στην επιχείρηση ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο
του χρόνου. Η πιστοληπτική διαβάθμιση των τίτλων με ΒΒ, τους κατέτασσε στην
κατηγορία των ομολογιών υψηλού κινδύνου (junk bonus). Περαιτέρω, με την υπ αριθμ.
25/17.12.2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της
Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ τ. Β' 2856/17.12.2011), η «Τ BANK ΑΤΕ» (πρώην ASPIS
BANK, βλ. ΦΕΚ Τ. ΑΕ και ΕΠΕ 5635/22.6.2010) τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ενώ με
βάση την με αριθμό 26/17.12.2011 (ΦΕΚ τ Β2856/1712.2011) απόφαση της ίδιος Επιτροπής,
το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα
με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ», το οποίο κατέστη ειδικός
διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τ BANK ΑΤΕ». Στα μεταβιβαζόμενα
στο Ταχυδρομικό διασφάλισης αφού οι δανειστές μειωμένης διασφάλισης, ικανοποιούνται
από το προϊόν της εκκαθάρισης με την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι. στις 26.12.2011, η πρώτη εναγόμενη τραπεζική
εταιρεία πληροφόρησε εγγράφως, τους ενάγοντες ότι το ως άνω πιστωτικό ίδρυμα με
την επωνυμία «T - BANK ΑΤΕ» είχε τεθεί, σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ενώ με
την από 23.12012 επιστολή της κάλεσε αυτούς στο πλαίσιο της διαδικασίας ειδικής
εκκαθάρισης να προβούν σε αναγγελία των σχετικών απαιτήσεων τους. έναντι του
ειδικού εκκαθαριστή. Ακολούθως οι ενάγοντες με την από 31.12012 αναγγελία τους
προς τον ειδικό εκκαθαριστή της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας, ..., ανήγγειλαν
ης απαιτήσεις τους από το επίδικο ομόλογο. Εξάλλου, οι ενάγοντες με την ως άνω
από 28.12.2011 επιστολή της πρώτης εναγομένης πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά. Ότι
υπήρχε κίνδυνος απώλειας της επενδυσής τους. Σημειωτέον
ότι, στη συνέλευση των πιστωτών. που έλαβε χώρα, στις 30.10.2013, αποφασίσθηκε
να διανεμηθεί ότου κατόχους των επιδίκων ομολογιών το ποσά των 0 60 ευρώ ανά
1000 ευρώ. ονομαστική αξΐο. δηλαδή γκι την επένδυση
των 135000 ευρώ, θα λάμβαναν το ποσό των 81 ευρώ. Λόγω. δε. της αποτιμήσεως της
επίδικης επένδυσης στο ανωτέρω ποσό α ενάγοντες υπέστησαν ζημία, ύψους 134.919
ευρώ (135.000 ευρώ - 81 ευρώ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες, κατά
το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης της προσθετής σύμβασης και των
παραρτημάτων αυτής, δεν διέθεταν οιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή
εμπειρία, που θα τους επέτρεπε, να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές τοποθετήσεως
του κεφάλαιο τους Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων, ήταν υπάλληλο; του ΟΤΕ, η
δεύτερη ενάγουσα, νοικοκυρά, ο τρίτος ενάγων φοιτητής και ο τέταρτος ενάγων
μαθητής Λυκείου. Βρίσκονταν δε, εκτός του κύκλου των προσώπων, που θα ήταν σε
θέση να κατανοήσουν και, κατά μείζονα λόγο, να συνδυάσουν και να αναλογήσουν
εκτεταμένο σύνολο προφορικών ειδικών πληροφοριών για την μορφή, το περιεχόμενο
και. κυρίως, τις διακρίσεις με γνώμονα τους κινδύνους των προτεινομένων επενδυτικών
επιλογών Το γεγονός on οι δυο πρώτο· ενάγοντες είχαν αγοράσει δύο ομόλογα κυμαινόμενου
Επιτοκίου εκδόσεως της ALPHA CREDIT GROUP PLC, στις 30.3.2004, ονομαστικής αξίας
67.000 ευρώ και στις 22.7.2004, ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, από την πώληση
των οποίων εισέπραξαν το ποσό των 117.006.51 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια
αγόρασαν ομόλογο ίδιας έκδοσης ονομαστικής αξίας 137.000 ευρώ, δεν καθιστά
αυτούς έμπειρους ώστε να μπορούν να επιλέγουν οι ίδιοι τα προϊόντα, στα οποία θα
τοποθετούσαν το διαθέσιμο κεφάλαιο τους, αφού δεν αποδείχθηκε μακροχρόνια ενασχόληση
με το χρηματοοικονομικά. Με δεδομένους τους όρους αυτούς που προσδιορίζουν,
ποια ήταν η θέση κάθε μέρους στις υφιστάμενες μεταξύ των διαδίκων συναλλακτικές
σχέσεις, είναι βέβαιο ότι αυτές δεν είχαν τη μορφή της εκτέλεσης εκ μέρους της
εναγομένης τράπεζας, όσων επενδυτικών επιλογών απέδιδαν αντίστοιχες αποφάσεις
των εναγόντων, στις οποίες είχαν καταλήξει οι ίδιοι, αφού, προηγουμένως, είχαν
απλώς ενημερωθεί σχετικώς από τις ως άνω αντισυμβαλλόμενες τους. Αντιθέτως αποδεικνύεται
ότι, οι εναγόμενες μέσω των εξειδικευμένων υπάλληλων που απασχολούσαν, ήταν σε
θέση να διαμορφώσουν το περιεχόμενο, όσων επιλογών εμφανίζονταν να
επιχειρούνται από τους ενάγοντες, δίχως, να παρέχουν στους τελευταίους, κατά
τρόπο κατανοητό για τους ίδιους, όσες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσουν
αν θα αποδεχθούν ή θα απορρίψουν την προτεινόμενη, από αυτούς επένδυση του
κεφαλαίου τους. Επιπλέον, όσο έμπειροι και αν τυχόν θεωρηθούν οι ενάγοντες
καθίσταται σαφές ότι οι εναγόμενες διέθεταν τις εξειδικευμένες γνώσεις σχετικά
με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις αντίστοιχες συναλλαγές με αποτέλεσμα οι
συμβουλές τους να ήταν, άκρως, απαραίτητες για τη διαμόρφωση της επενδυτικής
συμπεριφοράς των εναγόντων οι οποίοι, με τη σειρά τους. βασίζονταν στην παροχή
υπεύθυνης πληροφόρησης εκ μέρους των εναγομένων, η οποία, άλλωστε ανάγεται στην
επαγγελματική ενασχόληση αυτών. Ενόψει των παραπάνω ουσιαστικών παραδοχών κα:
των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των εναγόντων, που αφορούν στο επίπεδο
εκπαίδευσης και στο περιεχόμενο των εμπειριών αυτών, αποδεικνύεται η αδυναμία
αυτών να αντιληφθούν την ιδιότητα του συγκεκριμένου ομολόγου, όπως, επίσης, και
τη βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι εναγόμενες δια
των προστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει εγγράφως
στους ενάγοντες το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο
στην Ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει, προφορικώς να τους αναπτύξουν τις
δυσνόητες για το μέσο άνθρωπο έννοιες αυτού και να τους εξηγήσουν Ι0
περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης που περιγράφεται στο έγγραφα αυτό. κατά
την κρίση του Δικαστηρίου, αυτοί θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την
προτεινομένη σε αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους προεχόντως
διότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, ώστε να ελέγξουν, τη μορφή και το
περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης. Κατά μείζονα
λόγο. οι ενάγοντες θα είχαν απορρίψει την επένδυση αυτή. σε περίπτωση που είχαν
πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν λόγω ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και ότι
οι εναγόμενες δεν αναλάμβαναν οποιοδήποτε ευθύνη, έναντι των ιδίων, σε σχέση με
το επενδυόμενο κεφάλαιο, διότι στη συγκεκριμένη συμβατική σχέση η εκδότρια είχε
την έδρα της στο Λονδίνο. Με τα δεδομένα αυτά, κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός
των εναγόντων ότι η εναγομένη παρέλειψε, όπως είχε υποχρέωση, να ενημερώσει
σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικό της επένδυσης, την οποία τους
υπέδειξε να επιχειρήσουν, με συνέπεια οι ενάγοντες να μην έχουν κατανοήσει,
τουλάχιστον, τους κινδύνους για την απώλεια του κεφαλαίου τους. ο οποίος, όπως
αποδείχθηκε, συνδεόταν βάσιμο με τέτοιος μορφής επενδυτική επιλογή από την
πλευρό τους. Από τη συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, που συνίσταται στην
αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και
προειδοποίησης των εναγόντων - πελατών αυτής εκ μέρους της, αναφορικά με την
ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου τους. εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων
των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996, φέρνει τις
εναγόμενες σε υπαίτια θέση έναντι των πελατών τους - εναγόντων, ακριβώς,
εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους. οπό την επίδικη
σύμβαση, κατά τα εκτιθέμενα και στη νομική σκέψη της παρούσας. Επιπλέον, η
συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων των εναγομένων αποτελεί, συγχρόνως, παράβαση
του τότε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, δυνάμει των διατάξεων του οποίου,
δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης της τράπεζας, εάν δεν εφιστούν
εγγράφως, την προσοχή του επενδυτή στους κίνδυνους συγκεκριμένων επενδυτικών
επιλογών του. εάν δεν πραγματοποιούν, με την κατάλληλη υποστήριξη των
εξειδικευμένων συμβουλών της τεχνικής ανάλυσης της μελλοντικής κινήσεως των
κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, εάν δεν
ενημερώνουν, με απολύτως σαφή τρόπο, τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων
για επένδυση τίτλων, όπως αναλύονται, εκτενώς, στα διαλαμβανόμενα της παραπάνω
νομικής σκέψης. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται και από το
γεγονός άτι. σύμφωνα με το Κεφ. Β' αριθ. 4 περ. γ' της Πράξης Διοικητή της
Τράπεζας της Ελλάδος αριθ 2501/2002 (ΠΑΤΕ 2501/2002
ΦΕΚ Α' 277). Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν επίσης να παρέχουν ενημέρωση γιο πι
νομική θέση και το δικαιώματα των συναλλασσομένων, ιδίως, στην περίπτωση
κατοχής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τίτλων (π χ. συμφωνίες πώλησης με επαναγορά
και των λοιπών οξιών των συναλλασσομένων, είτε αυτή προκύπτει από καταθέσεις
είτε από επενδυτικά ή σύνθετα προϊόντα», ενώ. σύμφωνα με το Κεφ. Γ της ίδιας
Πράξης αριθμ. 1 στοιχ. Γ'
και Δ'. «Οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσομένους, πριν οπό τη σύνοψη
της σύμβασης όλους τους όρους που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση «οι να τους
παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά τη σύναψη της. Χορηγούν στους πελάτες τους παραστατικά
συναλλαγών, καθώς και ανάλυση των καταβολών, που πραγματοποιούν οι
συναλλασσόμενοι σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους από τόκους, προμήθειες,
εφάπαξ έξοδα και φόρους - τέλη. Η ανάλυση αυτή παρέχεται το αργότερο με την επομένη
της συναλλαγής περιοδική ενημέρωση». Περαιτέρω, οι ενάγοντες, κατά την κρίση
του Δικαστηρίου, υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχουν προστασίας
του Ν. 2251/1994, καθόσον δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή,
δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσαν, ήταν τόσο υψηλό, ούτε
υποδεικνύεται συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές - υψηλής
οικονομικής αξίας, ούτε άλλωστε, διέθεταν, σύμφωνα με τα- προαναφερόμενα,
υπερβαίνουσα το μέσο όρο καταναλωτή, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά,
γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους. Επομένως, η παραπάνω
συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά και παράβαση του ανωτέρω Νόμου περί
απαγόρευσης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και συγκεκριμένα, της υποχρέωσης
παροχής της αναγκαίας και κατάλληλης πληροφόρησης, ώστε ο επενδυτής να
αναλαμβάνει τεκμηριωμένα την απόφαση του για την πραγματοποίηση ή όχι κάποιας
συναλλαγής. Η δικανική αυτή κρίση, περί πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών
υποχρεώσεων των εναγομένων, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, μολονότι, οι
εναγόμενες, όφειλαν - συμμορφούμενες προς τις αναληφθείσες κατά τα ανωτέρω,
συμβατικές της υποχρεώσεις παρέλειψαν να προσκομίσουν στους ενάγοντες το
προαναφερόμενο Offering Circular
(ενημερωτικό σημείωμα εκδότη), προκειμένου να ενημερωθούν πλήρως και εμπεριστατωμένα
για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο, απαραιτήτως από τους έμπειρους υπαλλήλους
αυτής. Η αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά των εναγομένων αποτελεί, συγχρόνως και αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα
των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, των διατάξεων του Ν. 2251/1994. αλλά και
του τότε ισχύοντος Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών
Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ). Κα τούτο, διότι οι ενάγοντες απευθύνονταν σε συγκεκριμένους
υπαλλήλους των εναγομένων, που συνδέονταν μαζί τους με σχέση εξαρτημένης
εργασίας, ο: οποίοι διαχειρίζονταν πς αποταμιεύσεις
τους. τους πρότειναν την αγορά του επιδίκου ομολόγου και διενήργησαν. για λογαριασμό
τους την επίμαχη αγοροπωλησία του. Οι εν λόγω υπάλληλοι, κατά την εκτέλεση της
ανατεθειμένης σε αυτούς από τις εναγόμενες υπηρεσίας της παροχής τραπεζικών επενδυτικών
υπηρεσιών, ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές του εκάστοτε προϊσταμένου -
διευθυντή τους, ενήργησαν με αμέλεια, ήτοι χωρίς την επιμέλεια, που απαιτείται
σε τέτοιου είδους συναλλαγές a μέρους του μέσου συνετού υπαλλήλου τραπεζικού
ιδρύματος επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων και με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,
δεδομένου ότι, καίτοι τους είχε επισημανθεί από τους ενάγοντες ότι επεδίωκαν την
ελάχιστη δυνατή ανάληψη κινδύνου, πρότειναν στους ενάγοντες την αγορά του συγκεκριμένου
ομολόγου, που ήταν μειωμένης εξασφάλισης δεν απευθυνόταν σε Έλληνες επενδυτές
και δεν επιτρεπόταν να αποτελέσει αντικείμενο προσέλκυσης σε αγορά από το
ελληνικό επενδυτικό κοινό, σύμφωνα με το Offering Circular (ενημερωτικό σημείωμα εκδότη), δηλονοτι
αποτελούσε επενδυτικό προϊόν, εντελώς, ασύμβατο προς τους επενδυτικούς στόχους
των εναγόντων και το συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, γεγονότα που ώφειλαν και μπορούσαν να γνωρίζουν ο εκάστοτε υπάλληλοι, αν
είχαν προμηθευθεί και ενημερωθεί γιο το περιεχόμενο, ως ήταν υποχρεωμένοι, του
ανωτέρω Offering Circular
(ενημερωτικό σημείωμα εκδότη) και ακολούθως το είχαν επεξηγήσει και παραδώσει
στους ενάγοντες. Μετά ταύτα, οι εναγόμενες ευθύνονται, αντικειμενικά, προς
αποζημίωση των εναγόντων, οι οποίοι ζτμιώθηκαν από αδικοπραξία
τελεσθείσα από τούς προοτηθέντες υπαλλήλους των
εναγομένων και ευρισκόμενη σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό
διεκπεραίωση υποθέσεως των εναγομένων (ΑΠ 22/2004 ΝοΒ
2004. 1206. ΑΠ 959/1999 ΕλλΔνη 2000.47). Επιπλέον, η
συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων συνδέεται αιτιωδώς
προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων, αφού, όπως αποδεικνύεται.
αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή
προς τους τελευταίους της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν τη
μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, αν θα επιλέξουν την
προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους αναλαμβάνοντας μέσω της
επιλογής τους. όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, ενόψει
των ανωτέρω, απορριπτέα, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη,
κρίνεται η ένσταση των εναγομένων περί ανυπαρξίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των
ενεργειών τους και της ζημίας των εναγόντων. Επίσης ο ισχυρισμός των εναγομένων
ότι την ανυπαρξία οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ αυτών και των εναγόντων
αποδεικνύει η έλλειψη αμοιβής, αληθινός υποτιθέμενος, ουδεμία επιρροή ασκεί
στην προκειμένη περίπτωση και δεν συνεπάγεται ανυπαρξία συνεργασίας μεταξύ τους
διότι, ακόμη και η προσδοκία προσέλκυσης πελατών ή η ενίσχυση των δεσμών
συνεργασίας με τους ήδη. υπάρχοντες αποτελούν είδος οικονομικού οφέλους (βλ. ΑΠ
335/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, απορριπτέα ως κατ ουσίαν
αβάσιμη, κρίνεται και η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων, στην
πρόκληση άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας τους, λόγω της μη εκ μέρους τους
ρευστοποίησης του επιδίκου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι οπό το έτος 2009 είχε
αρχίσει η πτωτική του πορεία, καθόσον οι ενάγοντες, ακόμα και κατά την πτωτική
πορεία της τιμής του ομολόγου, δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ότι
ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, αφού δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά από
ης εναγόμενες. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ήταν εφικτή η
πώληση του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά και ότι υπήρχε ενδιαφέρον από
επενδυτές. Επίσης, η προβαλλόμενη από τους εναγομένους ένσταση συνυπολογισμού
ζημίας - κέρδους, περί αφαίρεσης του ποσού των 32.611,27 ευρώ από το ποσό που ζημιώθηκαν
οι ενάγοντες, λόγω είσπραξης του ποσού αυτού από τις διανομές τοκομεριδίων του
επιδίκου προϊόντος, κρίνεται απορριπτέος. ως μη νόμιμος, καθόσον το ως άνω
κέρδος των εναγόντων δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός αλλά από τις
μεταξύ των διαδίκων επίδικες συμβάσεις (ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε τα ίδια, με
εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (αρθρ.
534 ΚΠολΔ) δεν έσφαλε και όσα, αντίθετα, υποστηρίζουν
οι εναγόμενες με τους σχετικούς λόγους της έφεσης τους κρίνονται απορριπτέα, ως
αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστησαν και
ηθική βλάβη. Λαμβανομένων, δε, υπόψη των συνθηκών τέλεσης της ως άνω
αδικοπραξίας του είδους και του μεγέθους της προσβολής των εναγόντων, της
βαρύτητας του πταίσματος των εναγομένων και της κοινωνικής και οικονομικής
κατάστασης των διαδίκων μερών, το δικαστήριο κρίνει ότι ο καθένας από τους
ενάγοντες δικαιούται χρηματική «αποποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του
βλάβης ύψους 1000 ευρώ. ποσό που κρίνεται εύλογο και κατά την κοινή πείρα, τη
δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, αναλόγως και με τα επιδικαζόμενα
σε αντίστοιχες περιπτώσεις ποσά. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε
τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, το όσα, δε,
αντίθετα, υποστηρίζουν οι εναγόμενες με το δέκατο τρίτο λόγο της έφεσής τους
και οι ενάγοντες με την αντέφεσή τους κρίνονται
απορριπτέο, ως αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους
πρόσθετους λόγους της. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του. απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή
αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση, δε, αυτή, εκκαλεί
ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιο της μεταβιβάζονται με την άσκηση της
έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο. δηλαδή, ως προς την αγωγή όσο
και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και
α ενάγων με τις προτάσεις του στο Εφετείο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν, δηλαδή, η αγωγή έγινε
δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ αυτής, ο τελευταίος, με την
άσκηση της έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μπορεί να επεναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή. μόνον, με λόγο έφεσης
ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (βλ. ΑΠ 747/2017 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή των εφεσίβλητων έγινε εν μέρει δεκτή, ως κατ
ουσίαν βάσιμη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ
απορρίφθηκε η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που προέβαλαν ο,
εναγόμενες και. ήδη, εκκαλούσες. Με την άσκηση της έφεσης, όμως και μέσα στα
καθοριζόμενα από τους λόγους της όρια, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική
σκέψη, που προηγήθηκε, δεν μεταβιβάσθηκε στο Εφετείο, ως ενιαίο και αδιαίρετο
σύνολο και η ένσταση αυτή, καθόσον οι εκκαλούσες - εναγόμενες. δεν περιείχαν
ειδικό λόγο έφεσης περί τούτου.
Κατ' ακολουθίαν των
ανωτέρω, οι υπό κρίση έφεση και αντέφεση, πρέπει να απορριφθούν
στο σύνολο τους. εφόσον δεν περιέχουν άλλο λόγο προς έρευνα. Τα δικαστικά έξοδα
των εφεσίβλητων, ως προς την έφεση και των αντεφεσίβλητων
ως προς την αντέφεση. για τον παρόντα βαθμό
δικαιοδοσίας, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νόμιμου ακήρατος τους
(άρθρο 106 του ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος
των εκκαλουσών και των αντεκκαλούντων αντίστοιχα,
λόγω της ήττας τους (αρθρ. 176. 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ),
το δε, παράβολο της έφεσης πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της
ήττας των εκκαλουσών (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά
τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία
των διαδίκων, την οπό 22.9.2017 (αρ. εκθ κατ.
/2017)
έφεση και την από 12.7.2019 (αρ. εκθ κατ.
/2019) αντέφεση, κατά της υπ' αριθμ.
6183/2017 από΄φασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών.
Δέχεται τυπικά και
απορρίπτει κατ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του
παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών
τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία
ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και
απορρίπτει κατ ουσίαν την αντέφεση.
Επιβάλλει σε βάρος των αντεκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των
αντεφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα
οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε
σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 3 Νοεμβρίου 2020, χωρίς
να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ