ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΑθ 6251/2019
Ανακοπή
κατά επιταγής προς εκτέλεση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής - Ανακοπή κατά
έκθεσης βίαιης αποβολής -.
Εκτέλεση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής. Η
επιταγή προς εκτέλεση μπορεί να υπογραφεί από κάθε πληρεξούσιο δικηγόρο του
εντολέα, επισπεύδοντος την εκτέλεση ΟΤΑ, ο οποίος μπορεί να υπογράψει την
επιταγή προς εκτέλεση, αφού ως πληρεξούσιος δικηγόρος του υπέρ ου η εκτέλεση
ΟΤΑ δικαιούται να εκτελέσει την απόφαση και δεν απαιτείται να λάβει νέα
πληρεξουσιότητα. Περιγραφή του ακινήτου στην έκθεση βίαιης αποβολής. Μη
αναγραφή της εντολής και της επιταγής προς εκτέλεση στην έκθεση βίαιης
αποβολής. Δεν απαιτείται κατά νόμο επί ποινή απαραδέκτου και ο εκκαλών
ανακόπτων δεν επικαλείται ότι υπέστη από την παράλειψη αυτή συγκεκριμένη
δικονομική βλάβη. Απόρριψη αιτήματος περί επιβολής σε βάρος του εκκαλούντος
χρηματική ποινής κατ άρθρο 205 ΚΠολΔ.
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός
Απόφασης 6251/2019
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(2°
Τμήμα Δημόσιο)
Αποτελούμενο
από τον Δικαστή, Απόστολο Ζαβιτσάνο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του
Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, και από τον Γραμματέα,
Ιωάννη Διαμαντόπουλο.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του, στις 22 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση,
μεταξύ:
Του
εκκαλούντος, ανακόπτοντος, ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου
242 παρ. 2 του Κ.Πολ,Δ., από τον πληρεξούσιο
Δικηγόρο, Δημήτριο Χριστόπουλο.
Του
εφεσίβλητου, καθ' ου η ανακοπή, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου του
Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' Βαθμού, με την επωνυμία: «ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ»,
που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Λιοσίων αρ. 22, με Α.Φ.Μ. ., και εκπροσωπείται
νόμιμα, από τον Δήμαρχο αυτού, το οποίο εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου 242
παρ. 2 του Κ.Πολ,Δ., από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο,
Στυλιανό Μπεζαντέ.
Ο
ανακόπτων, με την από 2-2-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./6-2-2018 ανακοπή,
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Επί της ανακοπής αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 258/2019
οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε
η ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών, ανακόπτων, με την από 4-4-2019
έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις
5-4-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./5-4-2019, και με την υπ' αριθ.
./5-4-2019 πράξη του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γράφθηκε στο πινάκιο,
και προσδιορίσθηκε για την παραπάνω δικάσιμο (22-10-2019).
Κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης, που εκφωνήθηκε κανονικά στη σειρά της από το οικείο
πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι με δήλωση τους,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.,
δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά ανέπτυξαν τους εκατέρωθεν
ισχυρισμούς τους, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ
ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η
από 4-4-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./5-4-2019, και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού
δικογράφου ./5-4-2019, υπό κρίση έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος, εκκαλούντος,
ανακόπτοντος, κατά του καθ' ου η ανακοπή, εφεσίβλητου Ο.Τ.Α., και της υπ αριθ.
258/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας
αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών
των άρθρων 614 επ. του Κ.Πολ.Δ.,
έχει ασκηθεί νομότυπα, και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ.,
511, 513 παρ. 1 εδ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2,
520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), προ πάσης
επιδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού ουδείς διάδικος επικαλείται επίδοση
της, δεν προκύπτει το αντίθετο από τα στοιχεία της δικογραφίας της ένδικης
έφεσης, ή κάποιος άλλος λόγος απαραδέκτου, διότι από τη δημοσίευση της
προσβαλλόμενης απόφασης, στις 26-2-2019, μέχρι την κατάθεση του πρωτοτύπου της
υπό κρίση έφεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 5-4-2019, δεν έχει παρέλθει διετία, και έχει
κατατεθεί από τον εκκαλούντα το παράβολο, που ορίζεται από την παρ. 3 του
άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. το μετ' επικλήσεως από
τον εκκαλούντα προσκομιζόμενο, υπ' αριθ. ./2019, ποσού 100 παράβολο).
Επομένως, αρμοδίως
φέρεται, προς εκδίκαση ενώπιον
του Εφετείου
τούτου (άρθρα
498 και 19
του Κ.Πολ,Δ.,
όπως το τελευταίο ισχύει
μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν.
3994/2011), η υπό κρίση έφεση, είναι παραδεκτή, και πρέπει, με την ίδια ειδική
διαδικασία, να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της,
που ανάγονται, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και σε πλημμελή
εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρα 522, και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Με
την από 2-2-2018 (αριθ. εκθ. κατ. ./6-2-2018 ανακοπή,
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, για τους
αναφερόμενους στην εν λόγω ανακοπή λόγους, ζήτησε την ακύρωση: α) της επιταγής
προς εκτέλεση του εναντίον του, υπ' αριθ. ./8-1-2018, πρωτοκόλλου διοικητικής
αποβολής, που συνέταξε ο καθ' ου η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητος Ο.Τ.Α., δυνάμει του
οποίου, ως καθ' ου η αναγκαστική εκτέλεση, ο εκκαλών, ανακόπτων, αποβλήθηκε,
κείμενου στην Αθήνα, περιγραφόμενου στην ακινήτου, και β) της κατά του
εκκαλούντος, ανακόπτοντος, ως καθ' ου η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, υπ'
αριθ. ./12-1-2018 έκθεσης βίαιης αποβολής, και εγκατάστασης στο επίμαχο ακίνητο
του καθ' ου η ανακοπή, εφεσίβλητου Ο.Τ.Α., την οποία συνέταξε ο διορισμένος
στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, και έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών,
Δικαστικός Επιμελητής ... Επί της ανακοπής αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά
την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του Κ.Πολ.Δ,, εκδόθηκε η
εκκαλουμένη, υπ' αριθ. 173/2015, οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών, η οποία, με τα ανωτέρω αιτήματα και περιεχόμενο, έκρινε την ανακοπή,
παραδεκτή, ορισμένη, και νόμιμη, περαιτέρω δε, ερευνώντας την ανακοπή στην
ουσία της, την απέρριψε, ως αβάσιμη, και συμψήφισε, μεταξύ των διαδίκων, τα
συνολικά δικαστικά τους έξοδα της δίκης στον πρώτο βαθμό. . Κατά της απόφασης
αυτής, παραπονείται
το εκκαλούν,
και με τους λόγους
της ένδικης
έφεσης, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή του νόμου, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να
εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή, συνολικά η ως άνω
ανακοπή, κατά του εφεσίβλητου Ο.Τ.Α., και να καταδικασθεί ο τελευταίος στα
δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Το
εκτελούμενο αναγκαστικά, κατά το Ν. Δ/γμα 356/1974 «περί Κώδικα Εισπράξεων
Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ), πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής επί διοικητικής
εκτέλεσης, που διενεργείται σε βάρος αυθαίρετου καταληψία, προς απόδοση της
κατοχής, δημόσιου, ή δημοτικού, ακινήτου, σε περίπτωση μη εκούσιας συμμόρφωσης
του καθ' ου η εκτέλεση, αυθαίρετου καταληψία, προκειμένου για δημοτικό ακίνητο,
εκτελείται άμεσα από τον επισπεύδοντα την διοικητική αναγκαστική εκτέλεση
Ο.Τ.Α., είτε με συνδρομή της Αστυνομικής Αρχής, προς άμεση βίαιη έξωση του
αυθαίρετου καταληψία από το επίδικο δημοτικό ακίνητο, είτε, κατ' άρθρο 2 παρ. 5
του Α.Ν. 263/1958, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 1473/19843,
από δικαστικό επιμελητή, μετά από έγγραφη εντολή του επισπεύδοντος τη
διοικητική εκτέλεση Ο.Τ.Α. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 927 του Κ.Πολ.Δ.,
η εντολή προς τον επιμελητή, για εκτέλεση, ως εξώδικη πράξη, μη αποτελούσα
δικόγραφο, απευθυνόμενο σε δικαστήριο, δεν προκαλεί καμιά δίκη, και επομένως,
μπορεί να την υπογράψει και ο ίδιος ο διάδικος, και εν προκειμένω, ο επισπεύδων
την εκτέλεση Ο.Τ.Α. Έτσι, η επιταγή προς εκτέλεση, μπορεί να υπογραφεί από κάθε
πληρεξούσιο δικηγόρο του εντολέα, επισπεύδοντος την εκτέλεση Ο.Τ.Α., ο οποίος
μπορεί να υπογράψει την επιταγή προς εκτέλεση, αφού, ως πληρεξούσιος δικηγόρος
του του υπέρ ου η εκτέλεση Ο.Τ.Α., δικαιούται να εκτελέσει την απόφαση σύμφωνα
με τα άρθρα 94 επ. του Κ.Πολ.Δ.,
και δεν απαιτείται να λάβει νέα πληρεξουσιότητα (βλ. ΕφΑιγ
66/1973 ΝΔ 1974/270, Π.Γ. Φαλτσή. «Δίκαιο
Αναγκαστικής Εκτελέσεως» Γενικό Μέρος, Β' εκδ. 2017,
σελ. 518, Μ. Μαργαρίτη. «Κ.Πολ.Δ.» εκδ. 2012, τ. II, σελ. 571, Χ. Απαλαγάκη.
«Κ.Πολ.Δ.» 5η εκδ. 2017, τ.
2, σελ. 1555, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας [-Νικολόπουλος]
Κ.Πολ.Δ. II, [2000], 927 αρ. 3, Β. Βαθρακοκοίλη. «Κ.Πολ.Δ.» εκδ. 1997, τ. Ε', άρθρο 927, αρ. 18, σελ. 325).
Από
την εκτίμηση, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν
οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη, είτε άμεσα, ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα,
είτε προκειμένου να χρησιμεύσουν έμμεσα, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,
μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται
κανένα, για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς της ένδικης έφεσης, κατά την κρίση
του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με
τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης ο εκκαλών, ανακόπτων, ισχυρίζεται ότι οι
προσβαλλόμενες πράξεις της κύριας σε βάρος του εκτελεστικής διαδικασίας είναι
ακυρωτέες, καθόσον την εντολή στον διενεργήσαντα την εκτέλεση Δικαστικό
Επιμελητή ..., δεν χορήγησε ο νόμιμος εκπρόσωπος του εφεσίβλητου, καθ' ου η
ανακοπή, Ο.Τ.Α,, δηλαδή ο Δήμαρχος Αθηναίων, αλλά ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του
Γεώργιος Γεωργακαράκος, σε κάθε δε περίπτωση, καθόσον
στην έκθεση βίαιης αποβολής, δεν αναγράφεται ότι ο εν λόγω Δικηγόρος είχε
ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα από τον Δήμαρχο να δώσει τη σχετική εντολή
προς εκτέλεση. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, ο πρώτος λόγος έφεσης, ενόψει όσων
εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα σκέψη είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος,
διότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 927 του Κ.Πολ.Δ.,
σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 94 επ. του ΚΠολΔ, η εντολή προς εκτέλεση κάτωθι εκτελεστού τίτλου
δύναται να χορηγηθεί από τον επισπεύδοντα, ή τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, ενώ
για την εγκυρότητα της προαναφερόμενης έκθεσης βίαιης αποβολής και
εγκατάστασης, δεν απαιτείται σύμφωνα με το νόμο να αναφέρεται σε αυτήν, ότι ο
παρέχων την εντολή εκτέλεσης Δικηγόρος είχε σχετική εντολή και πληρεξουσιότητα
από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση, ήδη εφεσίβλητο, καθ' ου η ανακοπή Ο.Τ.Α.
Περαιτέρω, με τον δεύτερο, και τελευταίο, λόγο της κρινόμενης έφεσης ο εκκαλών,
ανακόπτων, ζητεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων σε βάρος του πράξεων αναγκαστικής
εκτέλεσης, λόγω ακυρότητας του εκτελεστού τίτλου, και συγκεκριμένα, του υπ'
αριθ. ./8-1-2018 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του ήδη εφεσίβλητου, καθ' ου
η ανακοπή Ο.Τ.Α., κατά του οποίου άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα ανακοπή κατ'
άρθρο 2 του Α.Ν. 63/1968. Όμως, αποδεικνύεται ότι επί της ανακοπής αυτής του
εκκαλούντος, ανακόπτοντος, εκδόθηκαν: α) η υπ' αριθ. 8358/2018 παραπεμπτική
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το Δικαστήριο εκείνο
κηρύχθηκε καθ' ύλην αναρμόδιο εκδίκασης της ανακοπής κατά του εν λόγω
πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, την υπόθεση της οποίας και παρέπεμψε να
δικασθεί στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, και β) η υπ' αριθ. 1343/2018 οριστική απόφαση
του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η εν λόγω ανακοπή. Ο δε
εκκαλών, ως ανακόπτων της εν λόγω ανακοπής, έχει ασκήσει κατά της
προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 4-1-2019 έφεση, η εκδίκαση της οποίας
εισέτι εκκρεμεί. Περαιτέρω, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ένδικης
έφεσης, ο εκκαλών, ανακόπτων, ισχυρίζεται, ότι κατά το χρόνο έκδοσης του ως άνω
πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, ο ίδιος είχε καταστεί κύριος του επίδικου
ακινήτου, κατ' άρθρο 1045 του Α.Κ., με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι
ασκούσε, με διάνοια κυρίου, πράξεις νομής και κατοχής του επίδικου ακινήτου,
από το 1975 έως σήμερα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στον κρινόμενο λόγο
έφεσης, με αποτέλεσμα να μην συντρέχουν σωρευτικά οι απαραίτητες κατά νόμο
προϋποθέσεις για την έκδοση του εν λόγω πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, και
ειδικότερα: α) κυριότητα του εφεσίβλητου, καθ' ου η ανακοπή, Ο.Τ.Α., β)
αναμφισβήτητη κατοχή του επίδικου ακινήτου από τον εφεσίβλητο, καθ' ου η
ανακοπή, Ο.Τ.Α., και γ) κατάληψη του επίδικου ακινήτου από τον εκκαλούντα,
ανακόπτοντα αυτογνωμόνως, με σκοπό απόκτησης
δικαιωμάτων. Με το παραπάνω περιεχόμενο, ο τελευταίος λόγος της ένδικης έφεσης,
κατά το ανωτέρω πρώτο σκέλος του, προβάλλεται απαράδεκτος, λόγω δεδικασμένου
και συνεπώς, κατ' άρθρα 321, 322, 324, και 331 του Κ.Πολ.Δ.,
κρίνεται, και αυτεπαγγέλτως, προεχόντως απορριπτέος,
ως απαράδεκτος, και κατά τον ουσιαστικά βάσιμο σχετικό ισχυρισμό του
εφεσίβλητου, καθ' ου η ανακοπή, Ο.Τ.Α. Συγκεκριμένα, το εν λόγω σκέλος του
ένδικου λόγου έφεσης του εκκαλούντος, ανακόπτοντος περί εκ μέρους του κτήσης
της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, λόγω άσκησης από
αυτόν στο επίδικο ακίνητο πράξεων νομής, με διάνοια κυρίου, από το 1975,
συνεχώς και αδιαλείπτως, λόγος για τον οποίον, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών,
ανακόπτων, δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του επίμαχου
πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, έχει αμετάκλητα απορριφθεί. Τούτο, δε, διότι
επί της από 20-11-2008 διεκδικητικής αγωγής του, κατά του εφεσίβλητου, καθ' ου
η ανακοπή, Ο.Τ.Α. με περιεχόμενο όμοιο, με τον προβαλλόμενο ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου ισχυρισμό, έχουν εκδοθεί: α) η υπ' αριθ. 1237/2010 οριστική
απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή του
εκκαλούντος, ανακόπτοντος, απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, β) η υπ' αριθ.
68/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπό τριμελή σύνθεση, δυνάμει της οποίας
απορρίφθηκε η από 9-1-2012 έφεση του ήδη εκκαλούντος, ανακόπτοντος, κατά της
υπ' αριθ. 1237/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και
γ) η υπ' αριθ. 596/2018 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία
απορρίφθηκε η από 19-3-2014 αίτηση αναίρεσης του ήδη εκκαλούντος, ανακόπτοντος,
και ο πρόσθετος λόγος αυτής, κατά της υπ' αριθ. 68/2014 απόφασης του Εφετείου
Αθηνών, υπό τριμελή σύνθεση, με αποτέλεσμα να μην δύναται πλέον το παρόν
Δικαστήριο να ερευνήσει τη βασιμότητα του σχετικού ισχυρισμού του εκκαλούντος,
ανακόπτοντος. Εξάλλου, με το δεύτερο σκέλος του κρινόμενου, τελευταίου λόγου
έφεσης, ο εκκαλών, ανακόπτων, υποστηρίζει ότι το εναντίον του, υπ' αριθ.
./8-1-2018 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του εφεσίβλητου, καθ' ου η ανακοπή,
Ο.Τ.Α., είναι άκυρο, ως αόριστο. Ειδικότερα δε, ο εκκαλών, ανακόπτων,
ισχυρίζεται, ότι κατά την περιγραφή του επίδικου ακινήτου στο επίμαχο
πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής: α) έχει παραληφθεί η αναφορά της αξίας του
επίδικου ακινήτου, β) υφίσταται σύγχυση για την ταυτότητα του επίδικου
ακινήτου, ως προς την έκταση, οριοθεσία και τις
πλευρικές του διαστάσεις, αφού ο εφεσίβλητος, καθ' ου η ανακοπή Ο.Τ.Α., έχει
επιδώσει στον εκκαλούντα, ανακόπτοντα, την από 21-12-2017 αγωγή, περί
αναγνώρισης της κυριότητας του εφεσίβλητου, καθ' ου η ανακοπή, Ο.Τ.Α., στο
επίδικο ακίνητο, στην οποία το επίδικο ακίνητο περιγράφεται διαφορετικά από ότι
στο επίμαχο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής (οι δύο περιγραφές παρατίθενται στο
δεύτερο σκέλος του κρινόμενου τελευταίου λόγου έφεσης), και ότι γ) το επίδικο
ακίνητο περιγράφεται απλώς, ως οικόπεδο, παραλειπόμενης της αναφοράς των
επικειμένων του, και συγκεκριμένα, μιας μονώροφης οικίας, και λοιπών παλαιών
κτισμάτων πρώην αγροτικών αποθηκών. Όμως, και το δεύτερο αυτό σκέλος του
τελευταίου λόγου έφεσης, κρίνεται απορριπτέο, στο σύνολο του, ως αβάσιμο,
καθόσον ουδόλως απαιτείται κατά νόμο η αναφορά της αξίας του επίδικου ακινήτου
στο επίμαχο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, διότι το τελευταίο, δεν εκδόθηκε
για τον καθορισμό αποζημιώσεως συνεπεία αυθαίρετης χρήσεως του επίδικου
ακινήτου, και ο για το αντίθετο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος,
ανακόπτοντος, είναι αβάσιμος.
Επιπλέον,
ακόμη και αν υποτεθούν αληθή. τα εκτιθέμενα από τον εκκαλούντα, ανακόπτοντα,
περί διαφοροποίησης της περιγραφής του επίδικου ακινήτου στο επίμαχο πρωτόκολλο
διοικητικής αποβολής, και στην εναντίον του από 21-12-2017 αγωγή του εφεσίβλητου,
και καθ' ου η ανακοπή, αυτό ουδόλοις καθιστά το
επίμαχο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής αόριστο, και συνακόλουθα, ο περί του
αντιθέτου ισχυρισμός του εκκαλούντος, ανακόπτοντος, κρίνεται απορριπτέος, ως
αβάσιμος. Εξάλλου, τα όσα υποστηρίζει ο εκκαλών, ανακόπτων, περί πλημμελούς
περιγραφής του επίδικου στο επίμαχο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, περί
ελλείψεως μνείας σε αυτό των επικειμένων εντός του επίδικου ακινήτου, μονώροφης
οικίας, και λοιπών παλαιών κτισμάτων, πρώην αγροτικών αποθηκών, προβάλλονται
αορίστως,: αφού ο εκκαλών, ανακόπτων, δεν παραθέτει, στο σκέλος αυτό του
τελευταίου λόγου της ένδικης έφεσης , συγκεκριμένα προσδιοριστικά στοιχεία των
επικειμένων αυτών (ακριβή θέση, διαστάσεις, και γενική περιγραφή), ώστε να
διαπιστωθεί η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού από το παρόν
Δικαστήριο, και να δοθεί η δυνατότητα στον εφεσίβλητο, καθ' ου η ανακοπή, να
αμυνθεί. Και το τρίτο σκέλος του τελευταίου λόγου έφεσης, με το οποίο ο
εκκαλών, ανακόπτων, ισχυρίζεται ύπαρξη δεδικασμένου, ως προς την έκδοση του
επίμαχου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, λόγω της αμετάκλητης ακύρωσης του
υπ', αριθ. ./4-1-2008 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, που ο εφεσίβλητος, καθ'
ου η ανακοπή Ο.Τ.Α., είχε εκδώσει για το ίδιο ακίνητο, αφού πρόκειται, για
διαφορετικό του επίμαχου πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, σε βάρος του
εκκαλούντος, ανακόπτοντος, και ο τελευταίος, δεν ισχυρίζεται ότι το υπ' αριθ.
./4-1-2008 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ακυρώθηκε για πλημμέλειες, οι οποίες
επαναλήφθηκαν κατά την έκδοση του επίμαχου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής. Με
τον τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσης, ο εκκαλών, ανακόπτων, ισχυρίζεται ότι η
υπ' αριθ. ./12-1-2018 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του Δικαστικού
Επιμελητή ..., είναι άκυρη, ως αόριστη λόγω σύγχυσης για την ταυτότητα του
επίδικου ακινήτου, συνεπεία διαφοροποίησης της περιγραφής του, με την
αντίστοιχη περιγραφή του, στην από 21-12-2017 αγωγή του εφεσίβλητου, καθ' ου η
ανακοπή Ο.Τ.Α., και συγκεκριμένα, ως προς την έκταση, οριοθεσία,
και τις πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου, και λόγω της μη αναφοράς
στο επίμαχο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής των εντός του επίδικου ακινήτου
επικειμένων, μονώροφης παλαιάς οικίας, λοιπών παλαιών κτισμάτων, πρώην
αγροτικών αποθηκών, και κινητών πραγμάτων, ενώ στην έκθεση δεν αναφέρεται η
ημερομηνία, τόσο της εντολής, όσο και της επιταγής προς εκτέλεση. Με το ανωτέρω
περιεχόμενο, ο σχετικός ισχυρισμός, που περιέχεται στον τελευταίο λόγο έφεσης,
κρίνεται, στο σύνολο του, απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι εκτός του ότι η αναφορά
της ημερομηνίας, αντίστοιχα της εντολής, και της επιταγής, προς εκτέλεση στην
έκθεση βίαιης αποβολής, δεν απαιτείται κατά νόμο επί ποινή απαραδέκτου, και ο
εκκαλών, ανακόπτων, δεν επικαλείται ότι υπέστη από την παράλειψη αυτή
συγκεκριμένη, κατ' άρθρο 159 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.,
δικονομική βλάβη. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος, δεύτερος λόγος της ένδικης
έφεσης, κρίνεται, στο σύνολο του, απορριπτέος, ως αβάσιμος. Συνεπώς, το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πού με την εκκαλουμένη απόφαση του, δέχθηκε τα ίδια,
και απέρριψε την ανακοπή του εκκαλούντος, ανακόπτοντος, ορθά ερμήνευσε και
εφάρμοσε το νόμο, και δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως,
και ελλείψει άλλου λόγου έφεσης, προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση, στο
σύνολο της, να απορριφθεί, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Να
διαταχθεί,νκατ': άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο
ταμείο. Να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το αίτημα του εφεσίβλητου, να
επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος, χρηματική ποινή, κατ' άρθρο 205 του Κ.Πολ.Δ., διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν
αποδεικνύεται βάσιμα, από τη δίκη που διεξήχθη, ότι ο εκκαλών άσκησε προφανώς
αβάσιμο ένδικο μέσο, ή ότι διεξήγε τη δίκη αυτή παρελκυστικά, ή δεν τήρησε τους
κανόνες των χρηστών ηθών, της καλής πίστης, ή το καθήκον αληθείας. Τέλος, τα
συνολικά δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,
πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που
εφαρμόστηκαν στην προκειμένη υπόθεση, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, και
183 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει
κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται
τυπικά την έφεση, και απορρίπτει αυτήν κατ' ουσίαν.
Διατάσσει
να εισαχθεί το παράβολο της έφεσης στο Δημόσιο ταμείο.
Απορρίπτει
την αίτηση επιβολής σε βάρος του εκκαλούντος χρηματικής ποινής του άρθρου 205
του Κ.Πολ.Δ.
Συμψηφίζει,
μεταξύ των διαδίκων, τα συνολικά δικαστικά τους έξοδα, για τον παρόντα βαθμό
δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε,
αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του,
στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, και των
πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.
Ο
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ