ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΑθ 6068/2022

 

Αποδοχή ενστάσεως συνδρομής σπουδαίου λόγου, για την καταγγελία σύμβασης εργασίας εργαζόμενης, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της -.

 

Έννοια σπουδαίου λόγου. Διάγνωση από τα αρμόδια διοικητικά όργανα - τα οποία είναι επιφορτισμένα με την προστασία των εργαζομένων και της μητρότητας - του βασίμου των ισχυρισμών της εργοδότριας εταιρείας, περί διασάλευσης της εργασιακής ειρήνης και περί δυσφήμησής της στους πελάτες της, κάνοντας λόγο για «κλονισμό της εμπιστοσύνης του εργοδότη» και για περιστατικά που «καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης για όλα τα μέρη». Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εγκύου: συστηματική παραβίαση ουσιωδών όρων των υποχρεώσεών της, απροθυμία στην εξυπηρέτηση πελατών, διενέξεις με το υπόλοιπο προσωπικό αντιληπτές και από τους πελάτες, δυσφήμηση της εταιρείας, διατάραξη της εργασιακής ειρήνης και συνεργασίας και κλονισμός της εμπιστοσύνης τόσο μεταξύ εργοδότριας εταιρείας – εργαζόμενης, όσο και μεταξύ συναδέλφων.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Αθηνών Αικατερίνης Γανίδη).

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 6068/2022

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΜΗΜΑ: 3ο

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ειρήνη Κατινιώτη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από το Γραμματέα Νικόλαο Καλαντζή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 1 Νοεμβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……… του ……, κατοίκου Ασπροπύργου Αττικής, οδός ……… αρ. …, με ΑΦΜ ……, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδων Κοπαλίδη του Ισαάκ, με AM ΔΣΑ ……, κατόπιν της ΜΠΑ 1706/2019 απόφασης Νομικής Βοήθειας.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……… ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε», που εδρεύει στην Ελευσίνα Αττικής, οδός ……… αρ. … και ………, με ΑΦΜ ……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Γανίδη του Κωνσταντίνου, με AM ΔΣΑ 036079.

 

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 20-9-2019 αγωγή της που άσκησε και σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατατέθηκε με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικ. …/…/2019, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή.

 

Το Δικαστήριο εκείνο, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 1802/2020 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 7-6-2022 έφεσή της προς το Δικαστήριο αυτό, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό κατ. ενδ. μέσου …/…/2022 και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η κρινόμενη έφεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν ως ανωτέρω και κατέθεσαν εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ. β', 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 7.6.2022, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 30.11.2020, και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών.

 

 

Με την από 20-9-2019 κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα ιστορούσε ότι στις 17-1-2019 προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία, που διατηρεί και εκμεταλλεύεται κατάστημα καφέ, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος αυτής και δη ως Μπαρίστα με πενθήμερο σύστημα εργασίας και με πλήρες ωράριο εργασίας, αντί μηνιαίων αποδοχών ύψους 790,40 ευρώ, σύμβαση η οποία διήρκεσε μέχρι την 26η-6-2019, οπότε και καταγγέλθηκε από την εναγόμενη, καταγγελία όμως που ήταν άκυρη, καθότι παραβίαζε το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984, αφού η ίδια (ενάγουσα) βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Με βάση το ιστορικό αυτό και με την πρόσθετη επίκληση, ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησής της, πραγματοποιούσε και δύο ώρες ημερησίως πρόσθετη εργασία, εκτελώντας και καθήκοντα ταμία, καθώς και ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της τελέστηκε υπό συνθήκες μειωτικές για την προσωπικότητά της, ζητούσε: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 26-6-2019 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει νομιμοτόκως: 1) το συνολικό χρηματικό ποσό των 3.662,19 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και για αποδοχές αδείας του χρονικού διαστήματος από 27-6-2019 έως 31-10-2019, 2) το χρηματικό ποσό των 1.372 ως αποδοχές για την πρόσθετη εργασία της και 3) το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.

 

 

Κατόπιν της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 1802/2020 οριστική απόφαση, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

 

 

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την ένδικη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

 

 

Κατά το άρθρο 15 παρ. 1 ν. 1483/1984, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 36 παρ. 1 ν. 3996/2011 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή: «Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Εξάλλου, κατά το άρθρ.10 του ΠΔ 176/15/15-7-1997 «Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών σε συμμόρφωση με την Οδηγία 95/85 ΕΟΚ»: «1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών (που εφαρμόζονται και σε περίπτωση απασχόλησης της εγκύου εργαζομένης με βάση απλή σχέση εργασίας ή έμμισθης εντολής), η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της, αφενός, αφετέρου δε ότι, η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της συμβάσεως δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Το έγκυρο της καταγγελίας, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση, συναρτάται με τον λόγο, που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το εάν αυτός κριθεί σπουδαίος. Με την ως άνω ρύθμιση προβλέπεται, ειδικά, και για την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας - δεδομένου ότι επ' αυτής η λεγάμενη «έκτακτη» καταγγελία, προβλεπόμενη μόνο για τον εργοδότη, χωρεί σε μία μόνο περίπτωση, εκείνη δηλαδή του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, του άρθρου 7 του Ν. 3198/1955 και του άρθρου 6 παρ.1 του Ν.Δ. της 16/18-7-1920 - η καταγγελία αυτής και για σπουδαίο λόγο (άρθρο 15 Ν. 1483/1984). Η έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου, επιτρέπεται εκ του νόμου, κατ' εξαίρεση όπως ειπώθηκε, χωρίς τήρηση όλων ή ορισμένων όρων της τακτικής καταγγελίας, για ορισμένους λόγους, όπως η καταγγελία ένεκα δόλιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού (ΑΠ 21/2018, ΑΠ 166/2018, ΑΠ 668/2016, ΑΠ 797/2013, ΑΠ 1362/2009, ΑΠ 865/2003). Ως σπουδαίος δε λόγος κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων για την ως άνω καταγγελία, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής που κοινοποιείται από τον εργοδότη στην εργαζόμενη έγκυο, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της επιθυμεί την λύση της σύμβασης με αυτόν, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία, κατ' αντικειμενική κρίση, καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Σημειώνεται δε, ότι η καλή πίστη δεν απαιτείται με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της εργαζόμενης μέχρι τη λήξη των παραπάνω προθεσμιών, αλλά θέτει ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την απαλλαγή από τη συμβατική δέσμευση. Το όριο της θυσίας το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί ν' αξιωθεί ορίζεται από το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από ειδική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη, ότι για τον προσδιορισμό του σπουδαίου λόγου εξετάζονται και συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης, εντάσσεται δε σ' αυτόν κάθε περιστατικό ανεξάρτητα από την προέλευσή του ή την ύπαρξη υπαιτιότητας, που καθιστά αδύνατη κατά την καλή πίστη της συνέχιση της σύμβασης. Το γεγονός μπορεί να είναι και τυχαίο ή να οφείλεται σε ανώτερη βία, χωρίς να ενδιαφέρει στη σφαίρα ποιου από τα δύο μέρη γεννήθηκε (ΑΠ 1533/2004). Έτσι, ακόμη και γεγονότα που βρίσκονται έξω από τη σφαίρα δράσης και ευθύνης των μερών μπορεί να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο, εφ' όσον όμως αυτά επηρεάζουν δυσμενώς τη λειτουργία της σύμβασης σε βαθμό που καθιστά μη ανεκτή τη συνέχισή της (ΑΠ 112/2004). Εξάλλου, η επίκληση σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εργαζόμενης εγκύου αποτελεί περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη, που ενάγεται για την καταβολή αποδοχών υπερημερίας λόγω της για την αιτία αυτή ακυρότητας της καταγγελίας (βλ. ΑΠ 308/2011, δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση επίκλησης από τον καταγγέλλοντα περισσοτέρων περιστατικών, αρκεί η έρευνα του ενός από αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογεί πράγματι την καταγγελία της σύμβασης, διαφορετικά ερευνάται το σύνολο αυτών και αν αθροιστικά αυτά επιβαρύνουν την εργασιακή σχέση σε τέτοιον βαθμό, ώστε να καθίσταται για τον καταγγέλλοντα μη ανεκτή η συνέχισή της. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι αόριστη νομική έννοια, υπάγεται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ορθή ή μη υπαγωγή σ' αυτήν των συγκεκριμένων περιστατικών (βλ. για όλα τα ανωτέρω ΑΠ 1217/2021, ΑΠ 954/2018 και Μον. Εφ. Λαμ. 25/2022).

 

 

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν νομοτύπως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από την εναγομένη υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, οι οποίες κατά το χρόνο που δόθηκαν (Απρίλιος 2019) δεν είχε ασκηθεί η υπό κρίση αγωγή και επομένως παρέπεται ότι οι δηλώσεις αυτές δεν έγιναν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο, στη παρούσα δίκη κατά την οποία κρίνεται η συγκεκριμένη διαφορά, και συνεπώς μπορούν να εκτιμηθούν ως έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. Ολ.ΑΠ 8/1987, ΑΠ 1583/2021, ΑΠ 567/2018, ΑΠ 1076/2010, ΑΠ 410/2009, ΑΠ 109/2004), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της ενάγουσας που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο έφεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 24-1-2019 η ενάγουσα προσλήφθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρείας η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται κατάστημα -καφέ στην Ελευσίνα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της με την ειδικότητα του Μπαρίστα με πενθήμερο σύστημα απασχόλησης και επί 8 ώρες ημερησίως αντί μηνιαίων αποδοχών ύψους 650 ευρώ (βλ. αναγγελία όρων ατομικής σύμβασης εργασίας που φέρει την μη αμφισβητούμενη υπογραφή της ενάγουσας). Ωστόσο, η σύμβαση εργασίας της δεν εξελίχθηκε ομαλά, αφού η σχέση της ενάγουσας με έτερες εργαζόμενες της εναγομένης δεν υπήρξε αρμονική, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται έριδες και διενέξεις, οι οποίες εντάθηκαν από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, καταλήγοντας μάλιστα σε σχετικές εκατέρωθεν αναφορές στο Α.Τ Ελευσίνας. Οι διενέξεις αυτές πυροδοτούνταν και από τη συχνή παρουσία του συντρόφου της ενάγουσας στο κατάστημα ενώ γίνονταν αντιληπτές και από τους πελάτες του καταστήματος, στους οποίους επιπροσθέτως η ενάγουσα δεν συμπεριφερόταν, τουλάχιστον πάντα ως όφειλε, με τον ενδεδειγμένο επαγγελματικά ευγενικό τρόπο, μη επιδεικνύοντας διάθεση να τους εξυπηρετήσει (βλ. κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης). Στο πλαίσιο των διαταραγμένων αυτών εργασιακών σχέσεων, και τα δύο διάδικα μέρη προσέφυγαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε). Πιο συγκεκριμένα, στις 16-4-2019, η ενάγουσα, η οποία σημειωτέων ήταν έγκυος, έχοντας ενημερώσει σχετικά τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης από το Μάρτιο, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, καταγγέλλοντας ότι από τότε που ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της, προσπαθούν να την εξωθήσουν σε παραίτηση, υποχρεώνοντάς την να σηκώνει βάρη, αν και τους είχε ενημερώσει ότι αυτό απαγορευόταν στην κατάστασή της, ενώ επιπροσθέτως δύο φορές που πήγε στην εργασία της ο υπεύθυνος δεν την δέχθηκε και της είπε να φύγει. Ακολούθως, στις 19-4-2019 προσέφυγε στο Σ.ΕΠ.Ε και η εναγομένη, με την από 18-4-2019 αίτησή της, με βάση το άρθρο 23 του ν. 4144/2013 (συμφιλιωτική διαδικασία), αναφέροντας, μεταξύ άλλων, την αρνητική συμπεριφορά της ενάγουσας, τις εντάσεις και τις προστριβές των εργαζομένων, καθώς και τα παράπονα του προσωπικού της, σε βάρος της τελευταίας (ενάγουσας). Η συζήτηση αμφοτέρων των αιτημάτων - καταγγελιών των διάδικων μερών, έλαβε χώρα στις 9-5-2019 και η ενάγουσα κατόπιν σχετικών ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν από την Επιθεωρήτρια Εργασιακών Σχέσεων, αλλά και από την παριστάμενη εκπρόσωπο του Συνηγόρου του Πολίτη, διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι ο εκπρόσωπος της εναγομένης όταν έμαθε ότι είναι έγκυος τη ρώτησε εάν επιθυμεί να εργαστεί ή να λάβει άδεια, καθώς και ότι δεν της είχε δώσει εντολή να σηκώνει βάρη, κάτι που αντιθέτως της ζήτησε κάποια άλλη «υπεύθυνη εργαζόμενη», ενώ επιπροσθέτως κάποιες εργαζόμενες, την εξύβρισαν, περιστατικό το οποίο (η ενάγουσα) έχει καταγγείλει στην αστυνομία. Από την πλευρά της εναγομένης, η παριστάμενη πληρεξούσια δικηγόρος της, αρνήθηκε την αιτίαση της ενάγουσας περί μη αποδοχής της εργασίας της, δηλώνοντας περαιτέρω ότι η εναγόμενη της έχει φερθεί σύννομα και με σεβασμό, πλην όμως υπάρχουν εντάσεις και ενώπιον πελατών, ενώ από τη συμπεριφορά της ενάγουσας έχει διασαλευθεί η εργασιακή ειρήνη με όλο το υπόλοιπο προσωπικό, παρότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια επιείκειας απέναντι της. Μετά τη διαλογική συζήτηση, η εκπρόσωπος του Συνηγόρου του Πολίτη δήλωσε ότι: «δεν προέκυψε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των γεγονότων που η εργαζόμενη αναφέρει και της κατάστασης της εγκυμοσύνης της, συνεπώς δεν βρίσκεται λόγος εφαρμογής του Ν. 3896/2010 και η υπόθεση θα τεθεί στο Αρχείο», ενώ η Επιθεωρήτρια Εργασιακών Σχέσεων, αφού άκουσε και κατέγραψε τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των μερών και με βάση το άρ. 23 του Ν. 4144/2013 διατύπωσε, μεταξύ άλλων, και κατά λέξη, την ακόλουθη άποψη: «...Από τα αναφερόμενα στη διαλογική συζήτηση με την εργαζόμενη δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση λόγος εφαρμογής του Ν.3896/2010, αντιθέτως διαφαίνεται ότι με τις προσωπικές διαφορές που αναπτύχθηκαν μέσα στον εργασιακό χώρο και οι οποίες δεν αφορούν την Υπηρεσία μας, έχει επέλθει κλονισμός της εμπιστοσύνης του εργοδότη, και η συνέχιση της εργασιακής σχέσης έχει καταστεί αδύνατη για όλα τα μέρη. Ωστόσο, η εργαζόμενη δήλωσε ότι παρόλο που τώρα είναι σε ασθένεια μετά την λήξη αυτής ότι θα επιστρέφει στα καθήκοντά της. Σε αυτή την περίπτωση, γνωστοποιείται ότι τυχόν προσωπικές διαφορές που προκύπτουν μεταξύ εργαζομένων δεν χωρούν μέσα στον χώρο εργασίας, καθότι ουσιαστικά προκαλείται δυσφήμηση της εικόνας μιας επιχείρησης, διαταραχή της εργασιακής ειρήνης και μείωση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Για την Υπηρεσία μας αντίστοιχα, η υπόθεση τίθεται στο Αρχείο». Σημειώνεται, ότι από την αξιολόγηση των ανωτέρω, προκύπτει, ότι τα αρμόδια όργανα του Κράτους, που είναι επιφορτισμένα κυρίως με την προστασία των εργαζομένων και τη διαφύλαξη των εργασιακών τους δικαιωμάτων, αφού είδαν και άκουσαν και τις δύο πλευρές, έκριναν, επί της ουσίας, βάσιμες τις αιτιάσεις της εναγομένης, υπό την έννοια ότι δεν διέγνωσαν κάποια παράνομη ενέργεια της τελευταίας σε βάρος της ενάγουσας, ενώ αντιθέτως θεώρησαν βάσιμους τους ισχυρισμούς της εργοδότριας εταιρείας περί διασάλευσης της εργασιακής ειρήνης και περί δυσφήμησής της στους πελάτες της, κάνοντας λόγο «για κλονισμό της εμπιστοσύνης του εργοδότη» και για περιστατικά που «καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης για όλα τα μέρη». Κατόπιν των ανωτέρω, σε μια προσπάθεια ομαλοποίησης και διευθέτησης των προσωπικών διαφορών του προσωπικού, τέθηκαν γενικοί όροι προς αποφυγή των σχετικών διενέξεων και πιο συγκεκριμένα υπεγράφη μεταξύ της εναγομένης και της ενάγουσας το από 15-5-2019 παράρτημα συμβάσεως εργασίας (το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης υπέγραψαν και οι έτερες εργαζόμενες) στο οποίο μεταξύ άλλων συμφωνήθηκαν τα κάτωθι: « ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ...2) Η εργαζόμενη υποχρεούται να παρέχει τις υπηρεσίες της αυτοπροσώπως. Επίσης, υποχρεούται να εργάζεται με ζήλο και επιμέλεια, να συμπεριφέρεται με ευγένεια και κοσμίως τόσο απέναντι στις άλλες εργαζόμενες/ους όσο και απέναντι στους πελάτες της επιχείρησης και να εκτελεί πιστά τις οδηγίες, που θα της παρέχονται από τον εργοδότη της ή τον ορισθέντα από τον εργοδότη ως υπεύθυνο. ...4. Η εργαζόμενη υποχρεούται να προσέρχεται στην εργασία της κατά τη συμφωνημένη ώρα έναρξής της και να αναλαμβάνει αμέσως τα καθήκοντά της. Απαγορεύεται στην εργαζόμενη η παραμονή στον χώρο της επιχείρησης κατά τις μη εργάσιμες ώρες, καθώς και μετά τη λήξη της εργασίας της, χωρίς ειδική άδεια του εργοδότη. 5. Απαγορεύεται κατά την ώρα εργασίας η προσέλευση στον χώρο εργασίας των συζύγων ή/και των συντρόφων των εργαζομένων, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος και κατόπιν προηγούμενης αδείας του εργοδότη. 6. Απαγορεύεται κατά την ώρα εργασίας η χρήση κινητών τηλεφώνων. Για περιπτώσεις αποκλειστικά έκτακτης ανάγκης δύναται να υπάρξει επικοινωνία δια του σταθερού τηλεφώνου της επιχειρήσεως...». Ωστόσο, δεν προέκυψε ότι η κατάσταση βελτιώθηκε και τελικά στις 26-6-2019, η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση της ενάγουσας με σχετική εξώδικη δήλωση - καταγγελία στην οποία ως λόγους της καταγγελίας ανέφερε ότι: «..Συγκεκριμένα: 1) Επανειλημμένα έχετε μιλήσει αγενώς, με έντονο τόνο και απότομο ύφος σε πελάτες του μαγαζιού, με αποτέλεσμα να έχω υποστεί τεράστια οικονομική ζημία και ηθική βλάβη, 2) Επανειλημμένα έχετε αρνηθεί να εξυπηρετήσετε πελάτες του μαγαζιού, δίχως τον παραμικρό δικαιολογητικό λόγο και αιτία 3) Επανειλημμένα ασχολείστε με το κινητό σας τηλέφωνο κατά τον χρόνο εργασίας σας, αδιαφορώντας παντελώς για τον κόσμο που περιμένει τις παραγγελίες του, 4) Έρχεστε σε καθημερινή προστριβή με το λοιπό προσωπικό, με εκφράσεις που προφανώς δεν αρμόζουν σε χώρο εργασίας και μάλιστα πράττετε τούτο ενώπιον των πελατών, 5) Ο σύντροφός σας έρχεται συνεχώς στον χώρο εργασίας σας, δίχως λόγο και παρά το γεγονός ότι έχετε υπογράψει σχετικώς απαγορευτικό προς τούτο όρο, 6) Επιδεικνύετε συμπεριφορά που έχει υπερβεί κατά πολύ τα προβλεπόμενα από την καλή πίστη όρια ανοχής μου, ως εργοδότη α) με την επανειλημμένη προσβλητική συμπεριφορά σας προς το πρόσωπό μου, αποκαλώντας με, με χλεύη, «Γιαννάκη» και δη ενώπιον τρίτων (πελατών και προσωπικού), καίτοι είμαι 27 έτη μεγαλύτερος σας, β) με την αδιαφορία για το ότι η συμπεριφορά σας αυτή είναι άμεσα αντιληπτή τόσο από τους άλλους εργαζόμενους όσο και από τους πελάτες και γ) με τη διατάραξη των σχέσεων με το λοιπό προσωπικό στο μαγαζί και την κακή συνεργασία με όλους τους συναδέλφους σας, λαμβανομένης υπ' όψη και της εμφανούς απουσίας οποιασδήποτε μεταμέλειας σας...». Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα παραβίαζε συστηματικά ουσιώδεις όρους των υποχρεώσεών της, αφού αφενός επιδείκνυε απροθυμία για την εξυπηρέτηση των πελατών, στους οποίους συμπεριφερόταν κατά τρόπο απότομο και χωρίς τη δέουσα επαγγελματική ευγένεια, αφετέρου μεταξύ της ενάγουσας και του λοιπού προσωπικού της εναγόμενης σημειώνονταν συχνά έντονες διενέξεις οι οποίες γίνονταν αντιληπτές και από τους πελάτες προκαλώντας δυσφήμηση της εικόνας της επιχείρησης έχοντας έτσι διαταραχθεί ανεπανόρθωτα η εργασιακή ειρήνη και έχοντας χαθεί η προσωπική συνεργασία και η αμοιβαία εμπιστοσύνη τόσο με τις συναδέλφους της όσο και με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, κατ' αντικειμενική κρίση θεωρούμενα, καθιστούσαν, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για την εργοδότρια-εναγομένη, αποτελώντας πράγματι σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως που παραδεκτώς προέβαλλε η εναγομένη. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν πραγματοποιούσε πρόσθετη εργασία, αφού η είσπραξη του αντιτίμου από τους πελάτες της επιχείρησης και η καταγραφή των εισπράξεων, ήταν μέρος των συμφωνημένων καθηκόντων της, δηλαδή παρεχόταν στο πλαίσιο της εργασιακής της σύμβασης, κρίση που ενισχύεται και από το γεγονός ότι η επιχείρηση της εναγόμενης ήταν ένα συνοικιακό κατάστημα που δεν διέθετε υπάλληλο απασχολούμενο αποκλειστικά και μόνο στη θέση του ταμία. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε τα ίδια, απορρίπτοντας την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων όλων των λόγων της εφέσεως. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 178, 179,183 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 7-6-2022 έφεση κατά της υπ' αριθμ. 1802/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την έφεση.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2022 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ