ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΑθ 1484/2019
Ειδική
διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-αμοιβών - Αμοιβή δικηγόρου - Δικηγορική
εταιρεία - Σύμβαση εντολής - Νομική διεκπεραίωση υποθέσεων τράπεζας -
Χρονοχρέωση - Καταγγελία σύμβασης εντολής - Πρόταση συμβιβασμού -Πρόσθετη
παρέμβαση ΔΣΑ υπέρ δικηγορικής εταιρείας -.
Από τους όρους της επίδικης σύμβασης εντολής, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας δικηγορικής εταιρείας και της
εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, προέκυψε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν
καθορίσει ρητά τις νομικές ενέργειες στις οποίες η εναγομένη τράπεζα θα
προέβαινε έναντι αμοιβής, σ' αυτές δε, δεν συμπεριέλαβαν διακριτή αμοιβή για το
νομικό έλεγχο του φακέλου και τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής
για την κάθε υπόθεση, στην περίπτωση κατά την οποία η εναγομένη θα ζητούσε την
παραλαβή των φακέλων. Η βούληση συνεπώς των μερών ήταν να μην αμείβεται η
εργασία αυτή, η οποία δεν αποτελεί αυτοτελή νομική ενέργεια, αλλά παρεπόμενη
ενέργεια για τη διεκπεραίωση της εντολής. Η συμφωνηθείσα εξάλλου αμοιβή για τις
επιμέρους ενέργειες, που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Α της σύμβασης, κάλυπτε
κάθε ενέργεια που θα απαιτείτο για τη διεκπεραίωση της εντολής,
συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά τυχόν προπαρασκευαστικών ενεργειών και της
διαχείρισης της κάθε επιμέρους υπόθεσης, εννοείται και της αυτονόητης
υποχρέωσης της ενάγουσας για την παράδοση των φακέλων. Επομένως, η ενάγουσα,
μετά την καταγγελία της σύμβασης εντολής από την εναγόμενη τράπεζα, δεν
δικαιούται αμοιβή για το νομικό έλεγχο και τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης-παραλαβής
δύο φακέλων, οι οποίοι παραδόθηκαν στην εναγομένη σταδιακά, εντός χρονικού
διαστήματος δύο περίπου ετών. Η ενάγουσα δεν επικαλείται με τις αγωγές της,
αλλά ούτε και προέκυψε από τις αποδείξεις, ότι έλαβε χώρα κάποια νεώτερη, μετά
την καταγγελία της σύμβασης εντολής, συμφωνία (έστω και προφορική) με την
εναγομένη σχετικά με τη λήψη αμοιβής για τις επίδικες εργασίες,
προσδιοριζόμενης ανάλογα με την ωριαία απασχόληση των δικηγόρων της, το γεγονός
δε της γνωστοποίησης από την ενάγουσα μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων προς την
εναγομένη της αξίωσής της για αμοιβή, βάσει του άρθρου 59 του Κώδικα Δικηγόρων
(χρονοχρέωση), δεν συνεπάγεται και αποδοχή εκ μέρους της εναγομένης, η οποία
δεν απάντησε συναινώντας σε οποιαδήποτε αμοιβή. Δεν συνάγεται από την, εκ
μέρους της εναγομένης, πρόταση συμβιβασμού, αναγνώριση των επίδικων αξιώσεων
της ενάγουσας. Εννομο συμφέρον δικηγορικού συλλόγου
προς άσκηση της παρέμβασης.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός
απόφασης 1484/2019
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα
3ο
Συγκροτήθηκε
από τη Δικαστή Δέσποινα Κακοκεφάλου, Εφέτη, την οποία
όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και τη Γραμματέα
Καλλιόπη Παπαζαφείρη.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
ΤΗΣ
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ - ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: δικηγορικής εταιρείας με
την επωνυμία «
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ - ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής
και εκπροσωπείται νόμιμα,
η οποία
παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου
δικηγόρου Θεμιστοκλή
Ψαρρού, βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ - ΚΑΘΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία «
BANK ΑΝΩΝΥΜΗ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»,
(όπως μετονομάσθηκε η αρχική διάδικος
«
ΤΡΑΠΕΖΑ
ΑΕ») που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μάνθας
Βαρελά.
ΤΟΥ
ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΝΤΟΣ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών», που
εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου Βασιλικής Ζυγούρη, βάσει
δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η
εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6-6-2016
(αριθ. εκθ. κατ../2016) αγωγή της και την από 23-8-2016
(αριθ. εκθ. κατ../2016) αγωγή της για τους λόγους που
περιέχονται σʼ αυτές ζήτησε
τα αναφερόμενα
στο αιτητικό
τους. Επί των αγωγών
αυτών εκδόθηκε
η 140/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου,
η οποία
τις απέρριψε.
Κατά
της αποφάσεως αυτής η εκκαλούσα - ενάγουσα άσκησε την από 26-9-2017 (αριθμ. εκθ. κατ. στο εκδόν δικαστήριο ./2017) έφεσή της, απευθυνόμενη προς το
Δικαστήριο τούτο και για τους λόγους που περιέχονται σ' αυτή ζήτησε τα
αναφερόμενα στο αιτητικό της.
Το
ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» άσκησε υπέρ της εκκαλούσας
την από 25-10-2018 (αριθ. εκθ. κατ. ./2018) πρόσθετη
παρέμβαση.
Η
έφεση και η πρόσθετη παρέμβαση προσδιορίστηκαν για συζήτηση κατά τη δικάσιμο
που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκαν οι υποθέσεις
από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
Κατά
την εκφώνηση των υποθέσεων από τη σειρά του πινακίου οι μεν πληρεξούσιοι
δικηγόροι της εκκαλούσας και του προσθέτως παρεμβάντος
δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά παρέδωσαν στις 26-11-2018 στην αρμόδια
γραμματέα μονομερείς δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ
και προκατέθεσαν τις έγγραφες προτάσεις τους, η δε
πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε
στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ
ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η
υπό κρίση, από 26-9-2017 (αριθμ. εκθ.
κατ. ./2017) έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας κατά της 140/2017 αποφάσεως του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την
ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών - αμοιβών (άρθρα 614 αρ.5, 622Α ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις
27-9-2017, εντός της γνήσιας τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της
εκκαλούμενης, όπως προκύπτει από την ./1-9-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή του Εφετείου Πειραιά
, που προσκομίζεται μετ' επικλήσεως (άρθρα 495 επ.,
511, 513 παρ.1,516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 ΚΠολΔικ).
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση (άρθρο 532 ΚΠολΔ)
και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της,
κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.'1, 591 παρ.7 του ίδιου
κώδικα).
Με
την από 6-6-2016 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα δικηγορική εταιρεία
ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της από 1-11-2013 σύμβασης εντολής που συνήψε με την
εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία, παρείχε τις νομικές της
υπηρεσίες στην τελευταία, η οποία είχε ως καταστατικό σκοπό - μεταξύ άλλων - τη
χορήγηση πιστώσεων (δανείων) σε τρίτους για την αγορά οχημάτων με τον όρο της
παρακράτησης της κυριότητας, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που
περιέχονται σ' αυτή, έναντι επιμέρους αμοιβών που περιγράφονταν στο Παράρτημα
Α' της σύμβασης εντολής. Ότι η εναγομένη τον Ιούλιο του 2014 προέβη στην
καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως και της ζήτησε την επιστροφή των φακέλων των
υποθέσεων που είχε χειριστεί για λογαριασμό της. Ότι για την προετοιμασία των
φακέλων με σκοπό την επιστροφή τους στην εναγομένη, απαιτείτο α) να
πραγματοποιηθεί νομικός έλεγχος αυτών, για να διαπιστωθεί αν πράγματι υπήρχαν
στο φάκελο όλα τα έγγραφα για τις ενέργειες που είχαν γίνει στην κάθε υπόθεση
και είχαν καταγραφεί στο μηχανογραφικό της σύστημα και β) να συνταχθεί
πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής με καταγραφή του περιεχομένου του κάθε φακέλου.
Ότι οι δικηγόροι της πραγματοποίησαν τις εν λόγω εργασίες για συνολικά 9.610
φακέλους, για τις οποίες απαιτήθηκε εργασία 4.162 ωρών, όπως περιγράφεται
αναλυτικά στην αγωγή. Ότι επειδή στην προαναφερόμενη σύμβαση εντολής δεν υπήρχε
οποιαδήποτε πρόβλεψη για την αμοιβή των εν λόγω (α και β) εργασιών, αυτή θα
πρέπει να καθοριστεί βάσει χρονοχρέωσης (80 ευρώ/ώρα) σύμφωνα με το άρθρο 59
παρ.3 του Κώδικα Δικηγόρων, γεγονός το οποίο γνωστοποιήθηκε εγγράφως στην
εναγομένη από την ενάγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ.2 του Κώδικα Δικηγόρων.
Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της
καταβάλει το ποσό των 332.182,13 ευρώ, ήτοι 4.162 ώρες X 1,33 ευρώ ανά λεπτό,
πλέον ΦΠΑ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Με
την από 23-8-2016 δεύτερη αγωγή της η ενάγουσα δικηγορική εταιρεία,
επικαλούμενη το ίδιο ιστορικό, ισχυρίστηκε ότι οι δικηγόροι της πραγματοποίησαν
εργασίες νομικού ελέγχου και συνέταξαν πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής για
συνολικά 6.625 φακέλους (επιπλέον των αναφερομένων στην πρώτη αγωγή), για τις οποίες
απαιτήθηκε εργασία 2.782,70 ωρών, όπως περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή,
ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 222.059,45
ευρώ, ήτοι 2.782,70 ώρες X 1,33 ευρώ ανά λεπτό, πλέον ΦΠΑ, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την
προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις δύο
αγωγές και τις έκρινε νόμω βάσιμες, στη συνέχεια τις
απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται η
ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και
κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί αυτή, με σκοπό να γίνουν
δεκτές οι αγωγές και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη και
των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Από
τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αν
σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει
κάποιος διάδικος, δικαιούται, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει
πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτό, προκύπτει ότι η πρόσθετη
παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Από την ίδια ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να
ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει περαιτέρω ότι αναγκαία
διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη
εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη
του άρθρου 90 περ. ζ' του ισχύοντος από 27.9.2013 Κώδικα Δικηγόρων (Ν.
4194/2013, ΦΕΚ 208 τ. Α727.9.2013), στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει, μεταξύ
άλλων, και "η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής για
κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και
περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα
γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή
οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι
Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση,
αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης,
ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιοσδήποτε
φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού
ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην
Ελλάδα...". (ΑΠ 1025/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο
Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, με το από 25-10-2018 δικόγραφο, που κατατέθηκε στη
γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου και επιδόθηκε στους διαδίκους δέκα
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1β του ΚΠολΔ (βλ. τις . και ./26-10-2018 εκθέσεις επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών
), άσκησε
πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας
παρέμβαση, με την οποία
α) επικαλούμενος την προαναφερόμενη διάταξη
του άρθρου
90 περ.
ζ' του Κώδικα Δικηγόρων και β) ισχυριζόμενος ότι η εκκαλούσα δικηγορική
εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του και ότι το ζήτημα είναι οικονομικού
ενδιαφέροντος που άπτεται της διασφάλισης της αμοιβής του δικηγόρου για την
παροχή νομικών υπηρεσιών σε περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας, ζητεί να
γίνει δεκτή η έφεση επί τω τέλει όπως γίνουν δεκτές οι δύο αγωγές. Συνεπώς,
σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, υφίσταται στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος
Δικηγορικού Συλλόγου έννομο συμφέρον προς άσκηση της παρέμβασης και, εφόσον
αυτή ασκήθηκε παραδεκτά, πρέπει να συνεκδικαστεί με
την έφεση.
Από
την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο
του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την
εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα
έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να
χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από
1-11-2013 σύμβαση εντολής που συνήφθη μεταξύ της
ενάγουσας δικηγορικής εταιρείας και της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, η
πρώτη ανέλαβε τη νομική διεκπεραίωση υποθέσεων της τελευταίας σε σχέση με
οφειλές πελατών της από χορηγήσεις καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών
για τη χρηματοδότηση αγοράς αυτοκινήτων με πίστωση του τιμήματος ή/και με
παρακράτηση της κυριότητάς τους, από πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων από
πωλήσεις οχημάτων και άλλων δανειακών προϊόντων, ήτοι την είσπραξη των
απαιτήσεών της με εξώδικες ή δικαστικές ενέργειες, οι οποίες απαριθμούνται
ενδεικτικά στον όρο 1.02 της σύμβασης, και συγκεκριμένα σύνταξη και αποστολή
εξωδίκων δηλώσεων, έκδοση διαταγών πληρωμής, εγγραφή προσημείωσης υποθήκης,
κατάθεση και εκδίκαση αγωγών, αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, κατάθεση εγκλήσεων,
διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, διενέργεια έρευνας ακίνητης περιουσίας,
σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων. Με τον όρο 3.02 της εν λόγω σύμβασης, συμφωνήθηκε
ότι: «Η αμοιβή του Εντολοδόχου Δικηγόρου για τις δικαστικές ενέργειες οι οποίες
του έχουν ανατεθεί και στις οποίες προβαίνει, συμφωνείται ως αναφέρεται
αναλυτικά στο Παράρτημα Α' του παρόντος (Πίνακας Τιμολόγησης Νομικών
Ενεργειών). Η αμοιβή του Δικηγόρου, την οποία τα μέρη συμφωνούν ως δίκαιη και
εύλογη, καλύπτει κάθε ενέργεια, η οποία απαιτείται για τη διεκπεραίωση της
εντολής, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά τυχόν προπαρασκευαστικών ενεργειών, της
διαχείρισης της υπόθεσης και τυχόν εξόδων στα οποία προβαίνει ο Δικηγόρος στο
πλαίσιο της εντολής, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που ορίζεται διαφορετικά με
έγγραφη συμφωνία των μερών». Με τον όρο 5.01 της σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι: «Η
ενημέρωση της Τράπεζας για τις ανατεθειμένες υποθέσεις θα πραγματοποιείται
καθημερινά από τον Εντολοδόχο Δικηγόρο μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος Qualco Web Lawyers και μέσω της
καθημερινής αυτόματης ανταλλαγής ηλεκτρονικών αρχείων. Στην περίπτωση κατά την
οποία η ημερήσια ανταλλαγή αρχείων δεν δύναται να πραγματοποιηθεί κατά τα
ανωτέρω, μπορεί να πραγματοποιείται και μέσω ηλεκτρονικού αρχείου excel. Η ενημέρωση της Τράπεζας θα συνίσταται στην
καταχώρηση των δηλωτικών ενεργειών που έλαβαν χώρα ή και αντίστοιχων
διευκρινιστικών σημειώσεων στο σύστημα διαχείρισης απαιτήσεων Qualco Web Lawyers, με σκοπό να
επιτυγχάνεται η ποιοτική διαχείριση του πελατολογίου...». Σύμφωνα με τον όρο
6.04 της σύμβασης «Όλα τα σχετικά με κάθε υπόθεση έγγραφα και δικόγραφα θα
ανήκουν στην Τράπεζα, η οποία θα δικαιούται να τα αναζητήσει οποτεδήποτε...»,
ενώ σύμφωνα με τον όρο 16.02 της σύμβασης «Σε κάθε περίπτωση λύσης της παρούσας
σύμβασης, ο Δικηγόρος υποχρεούται να αποδώσει άμεσα στην Τράπεζα, την κατοχή
όλων των εγγράφων ή άλλων πραγμάτων που του έχει παραχωρήσει η Τράπεζα κατά τη
διάρκεια της παρούσας σύμβασης, τους φακέλους και τα τυχόν αρχεία
Οφειλετών...». Στο Παράρτημα Α' που έχει επισυναφθεί στη σύμβαση,
περιλαμβάνεται πίνακας τιμολόγησης των κάτωθι νομικών ενεργειών: για εξώδικη
καταγγελία, κατάθεση και συζήτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, έφεση, κατάθεση
και συζήτηση ασφαλιστικών μέτρων μεσεγγύησης, κατάθεση και συζήτηση προσωρινής
διαταγής, κατάθεση και συζήτηση ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης,
αίτηση ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, αναβολή δίκης ( σε πολιτικό και
ποινικό δικαστήριο), πρακτικό αναβολής, επαναφορά με κλήση, διαταγές πληρωμής,
έρευνα ακίνητης περιουσίας, επιταγή προς εκτέλεση, ανακοπή, αναστολή εκτέλεσης,
προσημειώσεις, πλειστηριασμοί, αγωγές νομής, διάρρηξης και διεκδικητικής
αγωγής, απώλειας εγγράφων, κύρια και πρόσθετη παρέμβαση, έφεση, ένορκη βεβαίωση,
μήνυση, εξώδικο προς Υπουργείο Συγκοινωνιών, παράσταση στις δίκες του
Ν.3869/2010, επιμέλεια υποθέσεων επαρχίας και πιστοποιητικά επαρχίας. Από τους
προαναφερόμενους όρους της από 1-11-2013 σύμβασης εντολής προκύπτει ότι τα
συμβαλλόμενα μέρη είχαν καθορίσει ρητά τις νομικές ενέργειες στις οποίες η
εναγομένη θα προέβαινε έναντι αμοιβής, σ' αυτές δε δεν συμπεριέλαβαν διακριτή
αμοιβή για το νομικό έλεγχο του φακέλου και τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης
και παραλαβής για την κάθε υπόθεση, στην περίπτωση κατά την οποία η εναγομένη
θα ζητούσε την παραλαβή των φακέλων. Η βούληση συνεπώς των μερών ήταν να μην
αμείβεται η εργασία αυτή, η οποία δεν αποτελεί αυτοτελή νομική ενέργεια αλλά
παρεπόμενη ενέργεια για τη διεκπεραίωση της εντολής. Η συμφωνηθείσα εξάλλου αμοιβή
για τις επιμέρους ενέργειες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Α' της σύμβασης
κάλυπτε κάθε ενέργεια που θα απαιτείτο για τη διεκπεραίωση της εντολής,
συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά τυχόν προπαρασκευαστικών ενεργειών και της
διαχείρισης της κάθε επιμέρους υπόθεσης, εννοείται και της αυτονόητης
υποχρέωσης της ενάγουσας για την παράδοση των φακέλων. Επομένως, η ενάγουσα,
μετά την από 3-7-2014 καταγγελία της από 1-11-2013 σύμβασης εντολής από την
εναγόμενη, δεν δικαιούται αμοιβή για το νομικό έλεγχο και τη σύνταξη
πρωτοκόλλου παράδοσης - παραλαβής των 9.610 και 6.625 φακέλων, αντίστοιχα, οι
οποίοι παραδόθηκαν στην εναγομένη σταδιακά, εντός χρονικού διαστήματος δύο
περίπου ετών. Πέραν αυτού, η σύνταξη των πρωτοκόλλων παράδοσης - παραλαβής των
φακέλων, έγινε με πρωτοβουλία της ενάγουσας προς απόδειξη εκπλήρωσης της εκ των
όρων 6.04 και 16.02 της σύμβασης υποχρέωσής της, χωρίς να απαιτήσει τούτο η
εναγομένη, και ενώ οι πραγματοποιηθείσες σε κάθε υπόθεση νομικές ενέργειες της
ενάγουσας ήταν ήδη καταγεγραμμένες στο μηχανογραφικό σύστημα της ενάγουσας, το
οποίο είχε συμφωνηθεί με τον όρο 5.01 της σύμβασης και ετηρείτο
στα πλαίσια της συμβατικής υποχρέωσής της (ενάγουσας) για ενημέρωση της
τράπεζας. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν επικαλείται με τις αγωγές της αλλά ούτε και
προέκυψε από τις αποδείξεις ότι έλαβε χώρα κάποια νεώτερη, μετά την καταγγελία
της από 1-11-2013 σύμβασης εντολής, συμφωνία (έστω και προφορική) με την
εναγομένη σχετικά με τη λήψη αμοιβής για τις επίδικες εργασίες,
προσδιοριζόμενης ανάλογα με την ωριαία απασχόληση των δικηγόρων της, το γεγονός
δε της γνωστοποίησης από την ενάγουσα μέσω των από 16 και 17-6-2014
ηλεκτρονικών μηνυμάτων προς την εναγομένη της αξίωσής της για αμοιβή βάσει του
άρθρου 59 του Κώδικα Δικηγόρων (χρονοχρέωση), δεν συνεπάγεται και αποδοχή εκ
μέρους της εναγομένης, η οποία δεν απάντησε συναινώντας σε οποιαδήποτε αμοιβή.
Να σημειωθεί ότι η εναγομένη τράπεζα συνεργαζόταν με το δικηγορικό γραφείο του
από το έτος
2007 δυνάμει της προγενέστερης από
23-3-2007 σύμβασης
εντολής (όπου και εκεί δεν υπήρχε πρόβλεψη αμοιβής για το
νομικό έλεγχο και τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής για τον κάθε
φάκελο υπόθεσης που διεκπεραιωνόταν) και δεν προέκυψε ότι ο τελευταίος στα
πλαίσια λειτουργίας τόσο αυτής όσο και της από 1-11-2013 σύμβασης εντολής είχε
ποτέ απαιτήσει αμοιβή για να παραδώσει φακέλους πελατών στην τράπεζα. Τέλος, το
γεγονός ότι δικηγόρος της εναγομένης τράπεζας είχε έλθει σε διαπραγματεύσεις με
την ενάγουσα το Μάιο του 2015 για την επιστροφή των φακέλων ενόψει της από 3-7-2014
καταγγελίας της σύμβασης εντολής και της είχε προτείνει συμβιβαστικά την
καταβολή του ποσού των 250.000 ευρώ, δεν συνεπάγεται ότι η εναγομένη αναγνώρισε
τις επίδικες αξιώσεις της ενάγουσας, αφού η πρόταση συμβιβασμού έγινε για να
αντιμετωπιστεί η κατάσταση «ομηρίας» στην οποία είχε περιέλθει η τράπεζα
εξαιτίας της επίσχεσης των φακέλων και τον εξ αυτού του λόγου κίνδυνο ζημίας
των οικονομικών συμφερόντων της, λόγω της απώλειας των δικαιωμάτων της έναντι
των οφειλετών της. Ούτε από την πρόταση συμβιβασμού που απηύθυνε στην ενάγουσα
τον Οκτώβριο του 2016 ο διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης για καταβολή του
ποσού των 250.000 ευρώ συνάγεται αναγνώριση των επίδικων αξιώσεων της
ενάγουσας, αφού η πρόταση αυτή αφορούσε την προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης όλων
των διαφορών που είχαν δημιουργηθεί με την ενάγουσα, η οποία είχε ασκήσει σε
βάρος της, εκτός από τις επίδικες, άλλες τρεις αγωγές, αξιώνοντας απ' αυτήν
συνολικά το ποσό των 1.742.263,60 ευρώ (βλ. τις από 23-5-2016 και από 14-6-2016
αγωγές ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και την από 16-9-2016 αγωγή ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε όμοια με
τα παραπάνω, και απέρριψε τις αγωγές ως ουσιαστικά αβάσιμες, έστω και με εν
μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται δια της παρούσης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε
τις αποδείξεις και όλοι οι λόγοι της εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι
ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί ως
ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της και να καταδικαστεί η
εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου,
του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της
τελευταίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ),
κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 26-9-2017 (αριθμ. εκθ. κατ. ./2017) έφεση
κατά της 140/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την από
25-10-2018 (αριθ. εκθ. κατ../2018) πρόσθετη υπέρ της
εκκαλούσας παρέμβαση.
Δέχεται
τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 140/2017 αποφάσεως του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει
αυτή κατʼ ουσίαν.
Καταδικάζει
την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του
παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριό
του συνεδρίαση στις 18/3/2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων
δικηγόρων τους.
Η
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ