ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
Συνταξιούχοι τραπεζικοί υπάλληλοι -
Αντισυνταγματικότητα περικοπών συντάξεων -.
Οι
διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012 με τις οποίες περικόπτονται για
πολλοστή φορά οι συνταξιοδοτικές παροχές της ίδιας ομάδας θιγομένων αντίκεινται
στο Σύνταγμα και στις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και
είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Περιορισμός προσυνταξιοδοτικής
παροχής συνταξιούχων του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.).
Αποζημίωση για ζημία που υπέστησαν βάσει των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από
την περικοπή και τις αναδρομικές κρατήσεις κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα επί
των κύριων και επικουρικών συντάξεων.
Αριθμός
Απόφασης 11424/2019
Α.Κ.Δ.
./2014
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα
22o Μονομελές
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2019, με δικαστή την Μαρία Αλεξοπούλου,
Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τον Ιωάννη Παπακωνσταντίνου, δικαστικό υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την αγωγή με
χρονολογία κατάθεσης 29-12-2014,
των:
1) ... και 7) ., οι οποίοι παραστάθηκαν με τη δικηγόρο Αθανασία Γεωργοπούλου,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου
δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο
Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων» (Ε.Τ.Α.Τ.) και ήδη του ν.π.δ.δ.
με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), νομίμως εκπροσωπούμενου
από τον Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε
με δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., της δικηγόρου Ρωξάνης Παπαπούλου.
Οι διάδικοι που παραστάθηκαν
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το
Δικαστήριο
Αφού
μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε
κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η
οποία νομίμως εισάγεται προς περαιτέρω συζήτηση μετά την έκδοση της 295/2019
προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου και της εκτέλεσης όσων διατάχθηκαν με
αυτήν, όπως το αίτημά της μετατράπηκε σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική
δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγόντων στο
ακροατήριο κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στις 13-11-2018 (βλ. ΔΠΑθ 295/2019, σκ. 1), ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση
του εναγομένου να καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των
31.081,48 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, των 29.157,07 ευρώ στον δεύτερο ενάγοντα,
των 22.213,27 ευρώ στον τρίτο ενάγοντα, των 14.277,66 ευρώ στην τέταρτη
ενάγουσα, των 14.203,24 ευρώ στον πέμπτο ενάγοντα, των 9.981,42 ευρώ στην έκτη
ενάγουσα και των 5.306,64 ευρώ στον έβδομο ενάγοντα, ως αποζημίωση, κατά τα
άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την
αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την περικοπή και τις αναδρομικές
κρατήσεις, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Απρίλιο του έτους 2012 έως τον
μήνα Δεκέμβριο του έτους 2014, επί των κύριων και επικουρικών τους συντάξεων,
καθώς και την επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης και ειδικής εισφοράς επί των κύριων
και επικουρικών τους συντάξεων, αντιστοίχως, κατ
εφαρμογή των αντικειμένων, κατά τους ισχυρισμούς τους, στο Σύνταγμα και στο άρθρο
1 το πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διατάξεων του άρθρου 44 του ν.
3986/2011 (Α΄ 152), του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), του άρθρου 6 παρ. 1
του 4051/2012 (Α΄ 40) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012 (Α΄ 222),
άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ.). Περαιτέρω, ζητείται να κηρυχθεί η απόφαση που θα
εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή.
2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 75
παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97), «ο
ενάγων μπορεί, ως το τέλος της πρώτης συζήτησης, να περιορίσει το αίτημα της
αγωγής». Με δεδομένο ότι η πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής έλαβε χώρα στις
13-11-2018 και ακολούθως δημοσιεύθηκε η 295/2019 προδικαστική απόφαση του
Δικαστηρίου, απαραδέκτως οι ενάγοντες περιορίζουν το
αίτημα της αγωγής με το από 11-6-2019 υπόμνημα.
3. Επειδή, εξάλλου, η αγωγή, ως προς
την επικουρική της βάση του άρθρου 904 Α.Κ., πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτη, δεδομένου ότι αυτή είναι επιβοηθητικής φύσης ένδικο βοήθημα και
μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από
αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή
πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή (βλ. Σ.τ.Ε. 531/2007), πράγμα
το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.
4. Επειδή, στο άρθρο 61 του ν.
3371/2005 (Α΄ 178), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 26 του ν.
3455/2006 (Α΄ 84), ορίζεται ότι: «Σκοπός του Ε.Τ.Α.Τ. είναι: α) Η καταβολή της
διαφοράς των ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της σύνταξης
βάσει των καταστατικών διατάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και των καταστατικών διατάξεων
των οικείων επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων του
προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992. β)
Η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε συστήματα προσυνταξιοδότησης
που χορηγούνται στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σύμφωνα με τους όρους και
τις προϋποθέσεις των οικείων καταστατικών και κανονισμών παροχών από τα ταμεία
ή κλάδους ή λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων επικουρικής ασφάλισης του
προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και έως της συμπληρώσεως των αντίστοιχων
προϋποθέσεων του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Ε.Α.Μ.
ε) Η απονομή των συντάξεων
που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ε.Τ.Α.Τ.
ζ)
Η παροχή ποσών συντάξεων που προκύπτουν από καταστατικές διατάξεις
δευτερεύοντος επικουρικού ταμείου ή κλάδου, σωματειακής μορφής ή ειδικού
λογαριασμού ή ένωσης προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό του πιστωτικού
ιδρύματος υπάγεται στο Ε.Τ.Α.Τ. για την ανωτέρω δευτερεύουσα επικουρική
ασφάλισή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62, όπως αυτές ισχύουν κάθε
φορά και εξαιρείται από την ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.» και στο άρθρο 66 ορίζεται
ότι: «
β) Εφόσον το Ε.Τ.Α.Τ. διαπιστώνει βάσει των στοιχείων που λαμβάνει
από τους αρμόδιους φορείς ότι ο ασφαλισμένος συγκεντρώνει τις ελάχιστες βασικές
προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση από το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ.,
εκδίδει απόφαση για προσωρινή απονομή κύριας και επικουρικής σύνταξης από τον
πρώτο μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από το πιστωτικό ίδρυμα. 2. Η προσωρινή
σύνταξη χορηγείται από το Ε.Τ.Α.Τ. για όλο το χρονικό διάστημα από την
ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης από το
Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ.». Ακολούθως, με το άρθρο 35 του ν.
4052/2012 (Α΄ 41) συνεστήθη το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.).
Με το άρθρο 36 του ιδίου νόμου, ορίζονται τα εξής: «Ένταξη 1. Στο ΕΤΕΑ
εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α)
δ) το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης
Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε)
Το ΕΤΕΑ λειτουργεί
με ενιαία διοικητική και οικονομική οργάνωση. 2. Μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας
του ΕΤΕΑ τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ταμεία, τομείς και κλάδοι δύνανται
με αποφάσεις των αντιπροσωπευτικότερων οργανώσεων των ασφαλισμένων κάθε ταμείου
ή τομέα ή κλάδου να εξαιρούνται από την ανωτέρω ένταξη.» και με το άρθρο 48
ορίζονται τα εξής: «1. ... 2. Στο ΕΤΕΑ μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι
υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των εντασσόμενων ταμείων - τομέων
και κλάδων ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο ασφάλισής τους. Οι ασφαλισμένοι
των εντασσόμενων ταμείων - τομέων και κλάδων καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑ
και διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του, καθώς και τις διατάξεις της
γενικότερης νομοθεσίας, όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. Οι συνταξιούχοι των
εντασσόμενων ταμείων - τομέων και κλάδων καθίστανται συνταξιούχοι του ΕΤΕΑ, το
οποίο βαρύνεται εφεξής με την καταβολή της σύνταξης τους και διέπονται από τις
διατάξεις αυτού και της γενικότερης ασφαλιστικής νομοθεσίας, όπως αυτές
ισχύουν. 3. Μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών του ΕΤΕΑ ...
η χορήγηση των παροχών στους ασφαλισμένους εξακολουθούν να πραγματοποιούνται
από τις υπηρεσίες που καθορίζονται αντιστοίχως από τη νομοθεσία αυτών. 4. ...».
Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 12 της από 31-12-2012 Π.Ν.Π., (Α΄
256), κυρωθείσης με το άρθρο 1 του ν. 4147/2013 (Α΄ 98), «1. Από 1.1.2013
εντάσσονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) τα
ταμεία και οι τομείς επικουρικής ασφάλισης για τα οποία υποβλήθηκε αίτημα
εξαίρεσης από την ένταξή τους στο ΕΤΕΑ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 36 του
ν. 4052/2012 (Α΄ 41), εφόσον μέχρι 31.12.2012 α) δεν έχουν υποβληθεί στο
Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας αναλογιστικές μελέτες και
καταστατικά κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7 και 8 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160) ή β)
έχουν υποβληθεί και απορριφθεί. Για όσες περιπτώσεις έχουν υποβληθεί μέχρι
31.12.2012 αναλογιστικές μελέτες και καταστατικά και εκκρεμεί η επεξεργασία
τους στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας αντίστοιχα, η προθεσμία
υποχρεωτικής ένταξής τους στο ΕΤΕΑ παρατείνεται έως την 28.2.2013». Δεδομένου
δε ότι αίτηση της ΟΤΟΕ για τη μετατροπή του Ταμείου αυτού σε επαγγελματικό
ταμείο υποχρεωτικής ασφάλισης (ν.π.ι.δ.) απερρίφθη (σχετ. το Φ21250/4231/165/27-3-2013 έγγραφο του Υπουργού
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Προνοίας), το Ε.Τ.Α.Τ. ως προς την
επικουρική ασφάλιση ενετάγη, από 1-3-2013, στο
Ε.Τ.Ε.Α. (βλ. Ολ.Σ.τ.Ε. 2290/2015), το οποίο με το
άρθρο 74 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) μετονομάσθηκε σε Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής
Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). Τέλος, στο άρθρο 51 του ν.
4387/2016 (Α΄ 85) ορίζεται ότι: «1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου
(Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», αποκαλούμενο
στο εξής «Ε.Φ.Κ.Α.», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην
Αθήνα. Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας
κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι
φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ.
και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών.
2. Σκοπός του
Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του
Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία
νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση: α. μηνιαίας κύριας
σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους ή/και στα
μέλη της οικογενείας τους, β. η χορήγηση προσυνταξιοδοτικών
και άλλων παροχών στους συνταξιούχους και στους μέχρι τις 31.12.1992
ασφαλισμένους του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι οποίοι,
έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της
παροχής, καθώς και στους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού
καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ) σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου
26 του Ν. 3455/2006 (Α΄ 84), ...». Στο δε άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 3455/2006 (Α΄
84) ορίζεται ότι: «1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού οι ασφαλισμένοι και
συνταξιούχοι του Τ.Ε.Α.Π.Ε.Τ.Ε. υπάγονται υποχρεωτικά στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και στο
Ε.Τ.Α.Τ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κεφαλαίου Η΄ του ν.
3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) εκτός των διατάξεων των παραγράφων 6, εδάφια πρώτο,
τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο, 7 και 8 του άρθρου 62 ...».
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες διατάξεις, το Ε.Τ.Α.Τ., κατά του οποίου
στρέφεται η ένδικη αγωγή, ενετάγη ως προς τις προσυνταξιοδοτικές παροχές στον Ε.Φ.Κ.Α. από 1-1-2019, ενώ ενετάγη στο Ε.Τ.Ε.Α., και ήδη Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως προς την
επικουρική σύνταξη (βλ. Σ.τ.Ε. 2208/2017), από 1-3-2013, χρονολογία μάλιστα που
προηγείται της άσκησης της ένδικης αγωγής (στις 29-12-2014). Σύμφωνα δε με το
./24-4-2019 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Β΄ Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., το
οποίο προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο σε εκτέλεση της 295/2019 προαναφερθείσας
προδικαστικής απόφασης, όπως «γνωστοποιήθηκε στον Ε.Φ.Κ.Α. από το τ. Ταμείο
Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος
(Τ.Ε.Α.Π.Ε.Τ.Ε.)», στο προσυνταξιοδοτικό καθεστώς
ανήκουν ο πρώτος ενάγων (...), ο τρίτος (...) και η τέταρτη ενάγουσα (...), ενώ
οι λοιποί ενάγοντες (...) ανήκουν στο «επικουρικό καθεστώς». Με τα δεδομένα
αυτά, δεν νομιμοποιείται παθητικώς, κατ άρθρο
72 του Κ.Δ.Δ., στη δίκη, κατά το μέρος που αφορά τους ..., το Ε.Τ.Α.Τ., το οποίο
ενετάγη στο Ε.Τ.Ε.Α., και ήδη Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως προς
την επικουρική ασφάλιση, από 1-3-2013΄(πρβλ. Σ.τ.Ε.
1743/2014 7μ.), χρονολογία που προηγείται της άσκησης της ένδικης αγωγής (στις
29-12-2014), και, για τον λόγο αυτόν, η ένδικη αγωγή πρέπει ν απορριφθεί κατά
το μέρος αυτό ως απαράδεκτη.
6. Επειδή, η ένδικη αγωγή παραδεκτώς ασκείται από τον πρώτο ενάγοντα (.), τον τρίτο
(.) και την τέταρτη ενάγουσα (.) και πρέπει να εξετασθεί ως προς αυτούς κατ ουσίαν.
7. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 2287
- 2290/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την
εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο
νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας
και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η
κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της
Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης
αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των
δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων
συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτούμενων από τους φορείς υποχρεωτικής
κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν
από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο
παρ. 10 - 14 του ν. 3845/2010, Α΄ 65), συνεχίσθηκαν δε σε σύντομο χρονικό
διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38
του ν. 3863/2010, Α΄ 115), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της
εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10
- 13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55
ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν,
αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1 - 5 του ν. 4024/2011, Α΄
226), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του
πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου
Πλαισίου» και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα
«άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης
στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας
αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες,
κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν
παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25
παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές,
ενόψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών
υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται,
καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το
δημόσιο σκοπό για τον οποίο επιβλήθηκαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην
κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι
θίγουν το εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ελάχιστο επίπεδο
αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων. Ενόψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών
της θέσπισής τους, δεν απαιτείτο περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το
νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβίασης της αρχής της
προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επιβλήθηκαν, όπως
αναφέρθηκε, ενόψει έκτακτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα
χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, κατά το μέρος που επιβάλλονται
με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων,
συμβατές με το Σύνταγμα. Τέλος, οι περικοπές που θεσπίσθηκαν με τις ανωτέρω
διατάξεις, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη
ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζόμενων
με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.
8. Επειδή, περαιτέρω, προς εφαρμογή
του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν.
4046/2012, Α΄ 28), ακολούθησαν κατά το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με
αντικείμενο την περαιτέρω, μετά τις προαναφερόμενες διαδοχικές περικοπές,
περιστολή των κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του
ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες
επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α΄
40) μειώθηκαν αναδρομικά, από 1-1-2012, κατά 12% οι μηνιαίες κύριες συντάξεις
που υπερβαίνουν το ποσό των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με
κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και
με κατοχύρωση κατώτατου ορίου ποσού 200 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε ο
ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μειώθηκαν εκ νέου,
σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε
αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου
καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα
Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω
διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των
νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της
χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων»
και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής
ασφάλισης
». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία
δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών
προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη
«επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα
επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του
μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν
τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική
προσαρμογή θα έπρεπε κατ ανάγκη να περιλαμβάνει
περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων
με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι
» (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2287/2015).
9. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω
διατάξεις ψηφίστηκαν, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό
της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα
βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα
με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών
της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει
στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών,
αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε
εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει
τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές
συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της
κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την
προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής,
όφειλε, καταρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που
προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των
ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της
διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών
- όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων
κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη
αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού
επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα
επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων - να κρίνει
για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο
δε ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι
τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι
η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές
προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα
ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί
αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν
εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της
καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή,
βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατά το
άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος,
εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω,
να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, καταρχήν, δικαστικώς
ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά
ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των
θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα
αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές
επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες
της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές
παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και
περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του
επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους
δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω
ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει
ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι,
όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για
τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων
δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή
οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του
προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για
κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση
καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των
επιβαλλόμενων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς
συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της
βιωσιμότητάς τους. ʼλλωστε,
αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για
την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την,
υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το
κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς να υποχρεούται
να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η
υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού
χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών
απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως
ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και
χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των ν. 4051 και
4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες
συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες.
Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που
επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη
ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των
περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων και ως εκ τούτου, με τις εν
λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2287/2015).
10. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 105
του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.,
π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες
πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας
εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η
πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του
γενικού συμφέροντος
» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων
άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που
βρίσκονται στην υπηρεσία τους».
11. Επειδή, στην προκείμενη
περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι οι ενάγοντες ήταν
συνταξιούχοι του Ε.Τ.Α.Τ. και το ποσό της χορηγούμενης σ
αυτούς προσυνταξιοδοτικής παροχής περιορίσθηκε με την
εφαρμογή των διατάξεων των ν. 3986/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012, κατά
το ένδικο χρονικό διάστημα, από τον μήνα Απρίλιο του έτους 2012 έως τον μήνα
Δεκέμβριο του έτους 2014. Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται
με τα νομίμως κατατεθέντα στις 16-11-2018 και 13-2-2019 υπομνήματά τους, ο
ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει
τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη της παρούσας απόφασης ποσά, τα οποία
αντιστοιχούν στην επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης και τις μειώσεις των συντάξεών
τους που διενεργήθηκαν με βάση τις διατάξεις των ν. 3986/2011, 4024/2011,
4051/2012 και 4093/2012. Αντιθέτως, το καθ ού με το από 10-10-2018 νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του
ζητεί την απόρριψη της ένδικης αγωγής ως νόμω
αβάσιμης. Στο δε διοικητικό φάκελο της υπόθεσης περιέχονται καταστάσεις
καταβολής παροχών στους ενάγοντες, που εκτυπώθηκαν από το μηχανογραφικό σύστημα
του τ. Τ.Ε.Α.Π.Ε.Τ.Ε. (σχετ. το ./1-11-2018 έγγραφο
της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Λοιπών Παροχών, Τμήμα Προσυνταξιοδοτικών
Παροχών, του Ε.Φ.Κ.Α.), από τις οποίες προκύπτει ότι, κατά το ένδικο χρονικό
διάστημα, επιβλήθηκε εισφορά αλληλεγγύης στις συντάξεις των εναγόντων και
διενεργήθηκαν μειώσεις, με βάση τους ν. 3986/2011, 4024/2011, 4051/2012 και
4093/2012. Συγκεκριμένα, οι περικοπές, κατ εφαρμογή
των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες κρίθηκαν με τις προεκτεθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας
αντισυνταγματικές, των συντάξεων του πρώτου ενάγοντος ανήλθαν στο συνολικό ποσό
των 12.816,71 ευρώ, του τρίτου ενάγοντος ανήλθαν στο συνολικό ποσό των
10.224,24 ευρώ και της τέταρτης ενάγουσας ανήλθαν στο συνολικό ποσό των
6.090,48 ευρώ.
12. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα
στην έβδομη σκέψη, η επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά και η αναπροσαρμογή και
συμπλήρωσή της με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 10 - 13 του ν. 3986/2011,
δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
της Ε.Σ.Δ.Α., απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών
των εναγόντων. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην όγδοη και ένατη σκέψη
της παρούσας απόφασης, οι μειώσεις που επιβλήθηκαν στις συντάξεις των
εναγόντων, κατ εφαρμογή των διατάξεων των ν.
4051/2012 και 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και, συνεπώς, μη νομίμως περιορίσθηκε, κατά
τα αντίστοιχα ποσά, η σύνταξη που έλαβαν οι ενάγοντες, κατά το ένδικο χρονικό
διάστημα, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τους ίδιους. Δεδομένου δε ότι η
κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στις 29-12-2014, ήτοι πριν από τη δημοσίευση των
αναφερόμενων στις ως άνω σκέψεις αποφάσεων της Ολομελείας του Σ.τ.Ε. (10-6-2015), η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα
έχει αναδρομικό χαρακτήρα (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2287/2015
σκ. 26 και 2288/2015 σκ. 25) και, συνεπώς, οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν
αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την ως άνω αιτία, σύμφωνα με τα άρθρα
105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., η οποία ανέρχεται για τον
πρώτο ενάγοντα στο ποσό των 12.816,71 ευρώ, για τον τρίτο ενάγοντα στο ποσό των
10.224,24 ευρώ και για την τέταρτη ενάγουσα στο ποσό των 6.090,48 ευρώ.
13. Επειδή, κατ
ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν απορριφθεί,
ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από τον δεύτερο ενάγοντα (.), τον
πέμπτο ενάγοντα (.), την έκτη ενάγουσα (.) και τον έβδομο ενάγοντα (.) και να
καταλογισθούν σε βάρος αυτών, κατ ίσα μέρη, τα δικαστικά
έξοδα του εναγομένου Ε.Φ.Κ.Α., τα οποία, ελλείψει υποβολής αναλυτικού καταλόγου,
ανέρχονται στο ποσό των 128 ευρώ (άρθρο 275 παρ. 1 εδ.
α΄, 4 παρ. γ΄, 6 και 7 του Κ.Δ.Δ., Παράρτημα Ι του ν. 4194/2013, Α΄ 208). Ως
προς τους λοιπούς, όμως, ενάγοντες, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, εν
μέρει, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει
στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 12.816,71 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των
10.224,24 ευρώ και στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 6.090,48 ευρώ,
αφαιρουμένων των νόμιμων κρατήσεων, νομιμοτόκως, με
το οριζόμενο στο άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (Α΄
204) επιτόκιο 6% ( βλ. Σ.τ.Ε. 1140/2017, 4096/2015, 2115/2014 Ολ), από την επίδοση της αγωγής στο Ε.Τ.Α.Τ., και ήδη
Ε.Φ.Κ.Α., ήτοι από 30-12-2014 (σχετ. η .΄/30-12-2014
έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .), ενώ πρέπει
ν απορριφθεί το αίτημα των εναγόντων να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί
προσωρινώς εκτελεστή, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80 παρ. 3 και
199 του Κ.Δ.Δ., προσωρινώς εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές
αποφάσεις που δεν είναι τελεσίδικες και όχι και οι αναγνωριστικές, όπως είναι η
παρούσα. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων
λόγω μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ
ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή κατά το μέρος
που ασκείται από τον δεύτερο ενάγοντα (.), τον πέμπτο ενάγοντα (.), την έκτη
ενάγουσα (.) και τον έβδομο ενάγοντα (.).
Καταλογίζει σε βάρος των ως άνω
εναγόντων, κατ ίσα μέρη, τα δικαστικά έξοδα του
εναγομένου Ε.Φ.Κ.Α., τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 128 ευρώ.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς
τον πρώτο ενάγοντα (.), τον τρίτο (.) και την τέταρτη ενάγουσα (.).
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του
εναγομένου Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα (.) το ποσό των δώδεκα
χιλιάδων οκτακοσίων δέκα έξι ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (12.816,71 ευρώ),
στον τρίτο ενάγοντα (.) το ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων είκοσι τεσσάρων
ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (10.224,24 ευρώ) και στην τέταρτη ενάγουσα (.)
το ποσό των έξι χιλιάδων ενενήντα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (6.090,48 ευρώ),
νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6%, από την επίδοση της
αγωγής (30-12-2014) και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ
των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 23 Αυγούστου
2019.
Η
ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ