ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕΦΚΑ - ΕΤΕΑΕΠ - ΝΑΤ - Περικοπές στην κύρια και
στην επικουρική σύνταξη - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.
Έφεση
ασκηθείσα από τον ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ. Απαράδεκτη η έφεση κατά το μέρος που ασκείται
από το ΕΤΕΑΠ, λόγω ελλείψεως έννομου συμφέροντος. Οι περικοπές που έλαβαν χώρα
μετά την ψήφιση του ν. 4046/2012, και ειδικότερα αυτές του άρθρου 6 του ν.
4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012 αντίκεινται στο
Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τόσον όσο
αφορά τις κύριες, όσο και τις επικουρικές συντάξεις. Η εκκαλούμενη απόφαση
έσφαλε κατά το μέρος που αναγνώρισε αξιώσεις από περικοπές επικουρικής σύνταξης
των εφεσιβλήτων σε βάρος του ΕΦΚΑ, διότι η σύνταξη
αυτή ήδη χορηγείται από το ΕΤΕΑΕΠ.
Αριθμός απόφασης : Α563/2019
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ Δ΄ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια
στο ακροατήριό του στις 19
Δεκεμβρίου 2018, με δικαστή τη Μαρία Συμεωνίδου, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων,
και γραμματέα τη Μαρία Σωτήρχου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την έφεση με αριθμό πράξης
κατάθεσης ./14-6-2018 (αρ. καταχ. βιβλίου ενδίκων μέσων ./31-10-2018),
τ ω ν νπδδ
με την επωνυμία (α) «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), που
εκπροσωπείται νομίμως από το Διοικητή του, που παραστάθηκε με δήλωση του
πληρεξούσιου δικηγόρου του Σωτηρίου Βλαχογιάννη, και (β) «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ
ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ» (ΕΤΕΑΕΠ), που εκπροσωπείται νομίμως
από το Διοικητή του, που παραστάθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του
Γεωργίου Κουντούρη,
κ α τ ά 1) ... και 34) ... οι οποίοι παραστάθηκαν με
την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Μαγδαληνή Τσίπρα,
κ α ι κατά της Α 1840/2018 απόφασης του Μονομελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κατά τη συζήτηση, ο
διάδικος που παραστάθηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και
ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη
έφεση, για την οποία δεν απαιτείται παράβολο, τα εκκαλούντα νπδδ
ζητούν την εξαφάνιση της Α 1840/2018 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος που με αυτή, μετά και την έκδοση της Α4356/2017 προδικαστικής απόφασης, έγινε
δεκτή η ./28-3-2014 αγωγή των εφεσίβλητων κατά του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου
(ΝΑΤ) και αναγνωρίστηκε ότι ο πρώτος εκκαλών ΕΦΚΑ, ως καθολικός διάδοχος του
ΝΑΤ, οφείλει σ αυτούς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από τις περικοπές στην κύρια και στην επικουρική σύνταξή τους μετά την 1-1-2012 δυνάμει των
διατάξεων του Ν. 4093/2012 (ΙΑ 5.παρ. 1, παρ. 2 και ΙΑ6 παρ. 3) και της ΚΥΑ 476/28-2-2012
(Β΄499), τα εξής ποσά:1) στο . ποσό 6.603,89 ευρώ, 2) στο . ποσό 3.001,02 ευρώ,
3) στο . ποσό 7.731,33 ευρώ, 4) στο . ποσό 8.711,78 ευρώ, 5) στον . ποσό
3.166,64 ευρώ, 6) στον . ποσό 8.012,49 ευρώ, 7) στον . ποσό 2.815,99 ευρώ, 8)
στο . ποσό 6.773,71 ευρώ, 9) στον . ποσό 7.823,78 ευρώ, 10) στον . ποσό
6.384,58 ευρώ, 11) στον . ποσό 7.488,17 ευρώ, 12) στο . ποσό 6.525,71 ευρώ, 13)
στον . ποσό 3.922,56 ευρώ, 14) στο . ποσό 8.394,78 ευρώ, 15) στο . ποσό
6.558,35 ευρώ, 16) στο . ποσό 8.992,89 ευρώ, 17) στον . ποσό 8.233,93 ευρώ, 18)
στο . ποσό 6.683,39 ευρώ, 19) στο . ποσό 6.020,93 ευρώ, 20) στον . ποσό
6.472,84 ευρώ, 21) στο . ποσό 4.503,17 ευρώ, 22) στον . ποσό 6.500,03 ευρώ, 23)
στο . ποσό 7.925,89 ευρώ, 24) στο . ποσό 5.183,91 ευρώ, 25) στον . ποσό
7.929,68 ευρώ, 26) στο . ποσό 7.731,73 ευρώ, 27) στο . ποσό 5.697,88 ευρώ, 28)
στον . ποσό 5.086,11 ευρώ, 29) στον .
ποσό 7.329,98 ευρώ, 30) στο . ποσό 9.651,45 ευρώ, 31) στον . ποσό
8.368,29 ευρώ, 32) στο . ποσό 7.955,82 ευρώ, 33) στο . ποσό 7.576,69 ευρώ και
34) στον . ποσό 7.116,57 ευρώ. Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε ενώπιον του αρμόδιου
δικαστηρίου, πρέπει όμως να εξεταστεί καταρχάς ως προς την πλήρωση των λοιπών
όρων του παραδεκτού της.
2. Επειδή, η έφεση κατά το
μέρος που ασκείται κατά του έβδομου εφεσίβλητου ..., σύμφωνα με όσα ορίζονται
στην παρ. 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) ασκείται απαραδέκτως και πρέπει να απορριφθεί, διότι το αντικείμενο
της διαφοράς ανέρχεται σε 2.815,99 ευρώ και επομένως υπολείπεται του ορίου του εκκλητού, που για την εν λόγω κατηγορία διαφορών ορίζεται
σε 3.000 ευρώ.
3. Επειδή, κατά τα
αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη της παρούσας, τόσο όσο αφορά τις αξιώσεις από τις
περικοπές στην κύρια σύνταξη των εφεσιβλήτων όσο και
ως προς τις αξιώσεις τους από τις περικοπές της επικουρικής σύνταξης, η
εκκαλούμενη απόφαση αναγνώρισε τις ένδικες οφειλές σε βάρος του ΕΦΚΑ, ως
καθολικού διαδόχου του ΝΑΤ. Την υπό κρίση έφεση ασκούν ο ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ, ως
καθολικός διάδοχος των ταμείων πρόνοιας με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΚΑΤΩΤΕΡΩΝ ΠΛΗΡΩΜΑΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ» (ΤΠΚΠΕΝ) και «ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ»(ΤΠΑΕΝ), που εντάχθηκαν στο εν λόγω νπδδ με το άρθρο 75 ν. 4387/2016, Α΄ 85. Δοθέντος όμως ότι
τα εν λόγω ταμεία χορηγούσαν εφάπαξ παροχές και ότι την επικουρική σύνταξη των
ασφαλισμένων στο ΝΑΤ χορηγούσε ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (ΚΕΑΝ),
που είχε συσταθεί και λειτουργούσε στο ΝΑΤ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.
1482/1984, Α΄153,και με το άρθρο 1 παρ. 28 του ν. 4334/2015, Α΄80, από 1-9-2015
εντάχθηκε στο «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης» (ΕΤΕΑ, ν. 4052/2012, Α΄41),
ήδη ΕΤΕΑΕΠ (άρθρο 74 ν. 4387/2016), κατ εκτίμηση του δικογράφου το ΕΤΕΑΕΠ ασκεί την έφεση ως καθολικός διάδοχος
του ΚΕΑΝ, κατά το άρθρο 85 του ν. 4387/2016. Ωστόσο, κατά το μέρος που ασκείται
από το ΕΤΕΑΠ, η κρινόμενη έφεση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 93 παρ. 1 του ΚΔΔ,
τυγχάνει απαράδεκτη, διότι ο εκκαλών αυτός, αν και στη συζήτηση της αγωγής, που
διεξήχθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10-10-2017 παραστάθηκε με
δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, που κατέθεσε στις 5-10-2017,δεν
περιλήφθηκε μεταξύ των εναγομένων στα πρακτικά της δίκης και στο εισαγωγικό
μέρος της απόφασης, δεν θεωρήθηκε με την εκκαλούμενη ότι διετέλεσε διάδικος στη
διαφορά και κατ αποτέλεσμα δεν ηττήθηκε πρωτοδίκως, ούτε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης σύμφωνα με την εκκαλούμενη, εφόσον αυτή αναγνώρισε τις αξιώσεις των εφεσίβλητων, μεταξύ αυτών και όσες αφορούν
περικοπές των επικουρικών τους συντάξεων από τον ΚΕΑΝ, σε βάρος μόνο του ΕΦΚΑ
και επομένως δεν έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση της έφεσης αυτής.
4. Επειδή, η έφεση κατά το
μέρος που ασκείται από τον ΕΦΚΑ κατά των λοιπών εφεσίβλητων (πλην δηλαδή του
έβδομου,
) ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να
εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία.
5. Επειδή, στο άρθρο 105
του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή
παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που
τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η
παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού
συμφέροντος» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων άρθρων
104 και 105 εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά
την έννοια των διατάξεων αυτών, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με
τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν
στοιχειοθετείται ευθύνη προς αποζημίωση μόνο όταν από τη νομοθέτηση ή την
παράλειψη νομοθέτησης γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής
ισχύος, όπως είναι οι συνταγματικές διατάξεις και οι διατάξεις των διεθνών
συμβάσεων που κυρώνονται με νόμο και αποκτούν, κατά το άρθρο 28 του
Συντάγματος, ισχύ υπέρτερη αυτής του τυπικού νόμου (ΣτΕ
168/2010 Ολομ. σκ. 6). Στην τελευταία αυτή περίπτωση,
ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι
επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν δε και
ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές
περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή
του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον
εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι
από τον κανόνα δικαίου, αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (ΣτΕ
734/2016 Ολομ. σκ. 10).
6. Επειδή, το Σύνταγμα
ορίζει στο άρθρο 2 παρ.1 ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου
αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες
είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις
στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5), στο άρθρο 22 παρ.5
ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος
ορίζει», στο άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους
του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την
εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το
Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει [
] να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας [
]» (παρ. 1) και ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4) και στο
άρθρο 106 παρ. 1 ότι «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία
του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική
δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη
όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας».
7. Επειδή, με την εμφάνιση
της δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης έλαβε σειρά μέτρων
περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών
και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς
υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι
οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας
ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010, Α΄ 65) και συνεχίστηκαν με
την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν.
3863/2010, Α΄115), την αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και
την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011,
Α΄152), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων
και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα
1.200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011, Α΄ 226), εντάσσονταν
στις δέσμες μέτρων που είχαν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και
του πρώτου «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου», ως μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την
εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η
Χώρα. Μετά τις ως άνω διαδοχικές περικοπές και μειώσεις και σε εφαρμογή του
εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν.4046/2012,
Α΄28), επακολούθησαν ο ν.4051/2012 (Α΄40) με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν
αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι
επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης (10%, 15% και 20%)
αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και
ο ν.4093/2012 (Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου αφενός μειώθηκαν εκ νέου
οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις που υπερβαίνουν
αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους
συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας.
Ειδικότερα, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ του τελευταίου αυτού νόμου «Έγκριση
Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα
Εφαρμογής του Ν.4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής
Στρατηγικής 2013-2016», όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου αυτού
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 παρ.4 του ν.4111/2013 (Α΄ 18) με έναρξη ισχύος - σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 4 του ίδιου νόμου - από5-12-2012,
ορίστηκαν τα εξής: «ΙΑ. 5. 1. Από 1-1-2013 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων άνω των 1.000,00 ευρώ από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε
αιτία μειώνονται ως εξής: α. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος άνω των 1.000,01 ευρώ
και έως 1.500,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε
περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ.
β. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 1.500,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ μειώνεται
στο σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν
μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γ. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από
2.000,01 ευρώ έως 3.000,00 ευρώ μειώνεται κατά ποσοστό 15% και σε κάθε
περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ.
δ. Ποσό σύνταξης ή συντάξεων από 3.000,00 ευρώ και άνω μειώνεται κατά ποσοστό
20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των
2.550,01 ευρώ. Στο ως άνω άθροισμα λαμβάνονται υπόψη τα μερίσματα, καθώς και
κάθε είδους προσαυξήσεις. Επί του αθροίσματος αυτού το ποσό της μείωσης
επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου
ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. Για τον υπολογισμό του ποσοστού της μείωσης
λαμβάνεται υπόψη το καταβλητέο ποσό συντάξεως ή του ως άνω αθροίσματος την
31-12-2012 μετά τις μειώσεις και τις παρακρατήσεις της ειδικής εισφοράς
αλληλεγγύης συνταξιούχων. [...] ΙΑ. 6. 1.[
]
2. [
] 3. Από 1-1-2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας
και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του Ο.Γ.Α., του N.A.T. και της Τράπεζας της Ελλάδος,
καταργούνται. [...].». Σχετικά με τις ρυθμίσεις αυτές, στην αιτιολογική έκθεση
του ν.4093/2012, χωρίς να γίνεται μνεία των μειώσεων που είχαν επιβληθεί με
τους προγενέστερους νόμους, αναφέρεται ότι η νέα αυτή μείωση των συντάξεων
«προκειμένου να είναι σε δικαιότερη βάση, γίνεται στο σύνολο της καταβαλλόμενης
κύριας σύνταξης ή κύριων συντάξεων ή κύριας και επικουρικής σύνταξης ή
μερίσματος που υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ κατά μήνα. Η μείωση βαίνει αυξανόμενη,
ανάλογα με το ύψος της σύνταξης ή των συντάξεων, προκειμένου τα βάρη να
κατανέμονται ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των συνταξιούχων». Περαιτέρω,
όσον αφορά στις περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος
αδείας, στην ανωτέρω αιτιολογική έκθεση εκτίθεται ότι «[
] οι νέες δημοσιονομικές ανάγκες απαιτούν την περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών. Μεταξύ των άλλων μέτρων περιστολής των
δημοσίων δαπανών κρίθηκε σκόπιμη και αναγκαία η περικοπή όλων των δώρων και του
επιδόματος αδείας για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και όλους τους
συνταξιούχους, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων
κοινωνικής ασφάλισης και η εξασφάλιση της μελλοντικής συνέχισης της καταβολής
των παροχών στους δικαιούχους».
8. Επειδή, εκτός από
προαναφερθείσες περικοπές των κύριων και επικουρικών τους συντάξεων, οι
συνταξιούχοι των φορέων υποχρεωτικής κύριας και επικουρικής ασφάλισης
υποβλήθηκαν παραλλήλως και στο σύνολο των γενικών οικονομικών και φορολογικών
μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της
χώρας, τέτοια δε μέτρα ήταν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολόγητου
ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας
εισοδήματος (άρθρα 27 του ν.3986/2011, άρθρο 1 επ.
του ν.3842/2010, 38 του ν.4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς
αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν.3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του
φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και
υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης
(άρθρα 12 επ. του ν.3833/2010, 34 του ν.3986/2011
κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του
ν.3986/2011), καθώς και αντίστοιχες επεμβάσεις στη φορολογία ακίνητης
περιουσίας με μείωση, επίσης, του αφορολόγητου ορίου και αύξηση των φορολογικών
συντελεστών του φόρου ακίνητης περιουσίας και επιβολή του ειδικού φόρου
ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών (άρθρα 33 του ν.3986/2011, 53 του
ν.4021/2011 κ.ά.). Εξ άλλου, κατ εφαρμογή του ν.4050/2012 εκδόθηκε η 5/24-2-2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 37), με την οποία ομόλογα και άλλοι τίτλοι δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου
υπήχθησαν στη «διαδικασία τροποποιήσεως επιλέξιμων τίτλων» (PSI), και η 10/2012
Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 50), με την οποία, κατόπιν της εν λόγω διαδικασίας,
οι ανωτέρω τίτλοι αντικαταστάθηκαν με άλλους μειωμένης αξίας και μακρότερης
λήξης, η αξία των οποίων προσδιορίσθηκε μέσω δημοπρασίας στο 21,5% της
ονομαστικής αξίας των αρχικών. Μεταξύ των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, που
υπέστησαν την ως άνω «τροποποίηση» περιλαμβάνονται και οι τίτλοι στους οποίους
επένδυσε η Τράπεζα της Ελλάδος ποσό ύψους 16.370.961.274,34 ευρώ από το κατά το
άρθρο 15 παρ.11 του ν.2469/1997 Κοινό Κεφάλαιο, στο οποίο είχαν υπαχθεί τα
διαθέσιμα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων που είχαν μεταφερθεί στην Τράπεζα
της Ελλάδος (βλ. ΣτΕ 3724/2014 Ολ.
σκ. 19).
9. Επειδή, όσον αφορά τις
προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με την απόφαση της
Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287/2015 κρίθηκαν τα εξής (σκ. 24η):
«Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από
τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν
σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά
την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για
πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο
νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε
σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ όφειλε [...] να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των
συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις
απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της
ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών,
εν όψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, εν όψει των
παραγόντων αυτών - όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών [...] κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη
αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού
επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα
επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων - να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε εν
όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε
(μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η
οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές
προβλέψεις. Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα
ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί
αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν
εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της
καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή,
βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ άρθρο 22
παρ.5 Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή κατ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι
επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες
με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης
(όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και
συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης
έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας,
ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο
δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής
των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά [...] τον πυρήνα του
κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι
ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε
τούτου, [...] μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η
συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή».
Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών
οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους
τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να
εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως,
διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη
συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ʼλλωστε,
[...] οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη
ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να
υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής
ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της
βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους,
συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική
σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν αυτών,
οι πιο πάνω διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ
τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς
το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών
συντάξεων. Διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής
ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία
τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., κ.ά.) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο
οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας
- δια της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας
ασφαλίσεως - στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος,
ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση
των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται,
πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση
και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Υπό τα δεδομένα,
άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη
ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των
συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
10. Επειδή, στην
προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας
προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι εφεσίβλητοι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής
λάμβαναν κύρια σύνταξη λόγω γήρατος από το ΝΑΤ και επικουρική από τον ΚΕΑΝ, που
κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής λειτουργούσε στο ΝΑΤ ως κλάδος του Ταμείου. Με
τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 και των επόμενων νόμων (άρθρο 44
ν. 3986/2011, άρθρο 2 ν. 4024/2011, άρθρο πρώτο ν. 4093/2012 παρ. ΙΑ.5 και
ΙΑ.6) υπέστησαν μειώσεις στην κύρια και επικουρική σύνταξη που λάμβαναν. Με
αγωγή που κατέθεσαν στις 28-3-2014 στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά
κατά του ΝΑΤ υποστήριξαν ότι οι περικοπές που υπέστησαν στην κύρια και
επικουρική σύνταξή τους βάσει των
ανωτέρω νόμων είναι αντίθετες με το Σύνταγμα και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο
της ΕΣΔΑ και ότι η Διοίκηση εφαρμόζοντας τις ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις
ενέχεται σε αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ
και ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι το ΝΑΤ όφειλε στον καθένα από τους εφεσίβλητους
τα αντίστοιχα γι αυτόν αιτούμενα ποσά κύριας και επικουρικής σύνταξης. Στη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο της 10-10-2017 παραστάθηκαν με δηλώσεις του άρθρου 133 παρ. 2 του ΚΔΔ οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες, ο εκκαλών ΕΦΚΑ, ο
οποίος στο διάστημα μεταξύ της κατάθεσης της αγωγής και της συζήτησης
(1-1-2017) κατέστη καθολικός διάδοχος του ΝΑΤ/εναγόμενος, όσον αφορά την κύρια
σύνταξη και το ΕΤΕΑΕΠ, που επίσης σε
χρόνο πριν τη συζήτηση (1-9-2005) είχε καταστεί καθολικός διάδοχος του ΚΕΑΝ.
Ωστόσο, τόσο στα πρακτικά συνεδρίασης, όσο και στο εισαγωγικό μέρος της
εκκαλούμενης απόφασης δεν αναφέρεται η παράσταση του ΕΤΕΑΕΠ. Η ανωτέρω αγωγή
έγινε εν μέρει δεκτή με την εκκαλούμενη, με την αιτιολογία ότι (α) οι περικοπές
και οι μειώσεις που επιβλήθηκαν στις κύριες και επικουρικές συντάξεις γήρατος
που λάμβαναν από το ΝΑΤ οι εφεσίβλητοι με το άρθρο 38 του ν. 3863/2010, το
άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011 και το άρθρο 2 παρ.1-5 του ν.4024/2011 δεν
παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές
διατάξεις, ούτε αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας και στο άρθρο 1 του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και επομένως η αγωγή κατά το μέρος που
θεμελιώνεται στην αντισυνταγματικότητα και ασυμβατότητα των διατάξεων αυτών
έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, (β) οι
περικοπές που επιβλήθηκαν από 1-1-2012 στις κύριες και επικουρικές συντάξεις
γήρατος που λάμβαναν οι εφεσίβλητοι από το ΝΑΤ, με την κοινή υπουργική απόφαση
476/28-2-2012 (Β΄499) των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ναυτιλίας (μείωση
των συντάξεων του ΝΑΤ κατά 7% αναδρομικώς από 1-1-2012), καθώς και με το άρθρο
πρώτο του ν. 4093/2012 αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και είναι παράνομες κατά την έννοια του άρθρου
106 του ΕισΝΑΚ, διότι οδηγούν σε παραβίαση του πυρήνα
του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος και σε σημαντική επιβάρυνση των
περιουσιακών τους δικαιωμάτων, ειδικότερα σε κλονισμό της δίκαιης ισορροπίας
μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του δικαιώματος της περιουσίας, και επομένως
αυτοί δικαιούνταν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν. Με τις σκέψεις αυτές,
το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο εκκαλών ΕΦΚΑ οφείλει, για την ανωτέρω
αιτία, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στο εναχθέν ΝΑΤ μέχρι την εξόφληση, τα αναφερόμενα στην πρώτη
σκέψη ποσά, όπως αυτά αντιστοιχούν στον κάθε εφεσίβλητο και αφορούν τις
κριθείσες ως αντιβαίνουσες στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ μειώσεις και περικοπές της κύριας και επικουρικής σύνταξής
τους. Ειδικότερα, όσον αφορά τις τελευταίες (περικοπές των επικουρικών
συντάξεων κατά παράβαση του Συντάγματος και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
της ΕΣΔΑ), το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τα εξής ποσά:1) στο . ποσό 578,22
ευρώ, 2) στο . ποσό 1.060,07 ευρώ, 3) στο . ποσό1.252,81 ευρώ, 4)στον . ποσό
1.351,56 ευρώ, 5) στον . ποσό 1.060,29 ευρώ, 6) στον . ποσό 850,72 ευρώ, 7)στον
. ποσό 916,42 ευρώ, 8) στον . ποσό 883,34 ευρώ, 9) στο . ποσό 747,44 ευρώ, 10)
στον . ποσό 450,78 ευρώ, 11) στο . ποσό 1.068,49 ευρώ, 12) στο . ποσό 883,35
ευρώ, 13) στο . ποσό 1.157,52 ευρώ, 14) στον . ποσό 1.060,29 ευρώ, 15) στο .
ποσό 1.008,67 ευρώ, 16) στο . ποσό
738,53 ευρώ, 17) στον . ποσό 716,54 ευρώ, 18) στο . ποσό 498,30 ευρώ,
19) στον . ποσό 744,04 ευρώ, 20) στο . ποσό 972,73 ευρώ, 21) στο . ποσό 444,16
ευρώ, 22) στον . ποσό 1.065,46 ευρώ, 23) στο . ποσό 1.060,07 ευρώ, 24) στον .
ποσό 603,96 ευρώ, 25) στον . ποσό 944,80 ευρώ, 26) στο . ποσό 1.349,46 ευρώ,
27) στον . ποσό 1.349,18 ευρώ, 28) στο . ποσό 951,30 ευρώ, 29) στο . ποσό
951,30 ευρώ και 30) στον . ποσό 915,62 ευρώ [ως προς τους . και . κήρυξε, κατά
το μέρος αυτό, καταργημένη τη δίκη, ενώ ως προς το . δεν επιδίκασε αποζημίωση
για τις περικοπές των επικουρικών συντάξεων, με το σκεπτικό ότι ο εφεσίβλητος
αυτός δεν λάμβανε επικουρική σύνταξη].
11. Επειδή, με την
κρινόμενη έφεση ο εκκαλών ΕΦΚΑ προβάλλει καταρχάς ότι έσφαλε η εκκαλούμενη,
κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή με το σκεπτικό ότι οι περικοπές που
επιβλήθηκαν στις συντάξεις μετά το ν. 4046/2012 ήταν αντισυνταγματικές, διότι
(α) αυτές ήταν απόρροια έκτακτης ανάγκης, που προέκυψε το έτος 2010 και διαρκεί
ακόμη, χωρίς να έχουν λυθεί τα οικονομικά προβλήματα από το 2012 και εντεύθεν
και χωρίς η Βουλή των Ελλήνων να έχει στη διάθεσή της άλλη λύση ή τα αναγκαία
χρονικά περιθώρια να μελετήσει τις επιπτώσεις των μέτρων που λήφθηκαν για την
αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων, (β) οι εφεσίβλητοι, οι
περισσότεροι από τους οποίους είναι πλοίαρχοι, με υψηλές συντάξεις και εύποροι,
δεν υπέστησαν όλοι, όπως εσφαλμένα κρίθηκε, ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου
ζωής τους κάτω από το όριο που συνιστά τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού
τους δικαιώματος, διότι οι επίμαχες περικοπές ανέρχονται σε περίπου 100 ευρώ
μηνιαίως, το δε δικάσαν δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τη γενική οικονομική
κατάσταση του κάθε εφεσίβλητου χωριστά· επομένως, κατά τα προβαλλόμενα, με τις
επιβληθείσες περικοπές μετά την 1-1-2012 ούτε το Σύνταγμα παραβιάστηκε, ούτε
και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα όμως με τις διατάξεις που παρατίθενται στη μείζονα σκέψη και την
ερμηνεία τους (βλ. σκ. 9), ο λόγος αυτός προβάλλεται αβασίμως,
διότι οι περικοπές που έλαβαν χώρα μετά την ψήφιση του ν. 4046/2012, και
ειδικότερα αυτές του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 [από 1-1-2012, που ναι μεν δεν
καταλαμβάνει τους ασφαλισμένους του πρώην ΝΑΤ, ωστόσο οι τελευταίοι αυτοί
υπέστησαν αντίστοιχες, ομοίως από 1-1-2012, μειώσεις των συντάξεών τους κατά 7%
βάσει της ΚΥΑ 476/2012, την οποία, για την ταυτότητα του λόγου, έλαβε υπόψη η
εκκαλούμενη κατά την κρίση της, που δεν πλήττεται, ως προς αυτό το σημείο, με
σαφή και ορισμένη αιτίαση της έφεσης] και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ του ν.
4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες διατάξεις
και αρχές του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
ΕΣΔΑ, τόσον όσο αφορά τις κύριες, όσο και τις επικουρικές συντάξεις. Από την
εφαρμογή τους γεννάται, κατά τα γενόμενα δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, αποζημιωτική ευθύνη των οικείων ασφαλιστικών φορέων, όπως
βασίμως υποστηρίζουν ως προς αυτό το ζήτημα και οι εφεσίβλητοι με το από
21-12-2018 νομίμως κατατεθέν υπόμνημά τους. Για την ευθύνη αυτή δεν απαιτείται
εξατομικευμένη έρευνα της συνολικής οικονομικής κατάστασης του κάθε θιγόμενου
ασφαλισμένου, όπως αβασίμως προβάλλεται. Διότι, η
αντισυνταγματικότητα έγκειται, κατά τα προεκτεθέντα,
στην περικοπή, για πολλοστή φορά, συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας
θιγομένων, που δεν δικαιολογείται, δύο χρόνια μετά την έναρξη της
δημοσιονομικής κρίσης, χωρίς εμπεριστατωμένη μελέτη της γενικότερης οικονομικής
συγκυρίας, προκειμένου να αναδειχθεί ακριβώς ότι η λήψη των επίμαχων μέτρων,
αθροιζόμενη με τις λοιπές προαναφερόμενες επιβαρύνσεις, ήταν συμβατή με τις
σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απορρέουν από το θεσμό της κοινωνικής
ασφάλισης, την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της
αξίας του ανθρώπου και δεν οδηγεί σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής του
συνταξιούχου: η μείωση αυτή, πέραν του επιτρεπτού κατά το Σύνταγμα ορίου, η
προσβολή δηλαδή του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στον πυρήνα του, δεν απαιτείται
να διαπιστώνεται σε κάθε περίπτωση που άγεται ενώπιον δικαστηρίου, προκειμένου
οι διατάξεις να κριθούν αντισυνταγματικές, αντιθέτως, αρκεί για την κρίση περί
αντισυνταγματικότητας ότι δεν διασφαλίζεται η προστασία του συνταξιοδοτικού
δικαιώματος, κατά τα προλεχθέντα, με εμπεριστατωμένη
μελέτη, δυνάμενη να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο. Με τα δεδομένα αυτά, η κρίση
του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι γεννάται σε βάρος του εκκαλούντος αποζημιωτική ευθύνη από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων
είναι ορθή κατ αποτέλεσμα.
12. Επειδή, με τον έτερο
λόγο της έφεσης, ο εκκαλών υποστηρίζει ότι έσφαλε η εκκαλούμενη κατά το μέρος
που αναγνώρισε αξιώσεις από περικοπές της επικουρικής σύνταξης των εφεσίβλητων
σε βάρος του, διότι η σύνταξη αυτή ήδη χορηγείται από το ΕΤΕΑΕΠ, που μετά την
31-12-2016 υπεισήλθε στις υποχρεώσεις των ενταχθέντων σ αυτό ταμείων ΤΠΑΕΝ και ΤΠΚΠΕΝ, που χορηγούσαν επικουρική σύνταξη στους ασφαλισμένους του ΝΑΤ και όχι από τον ΕΦΚΑ, που είναι καθολικός διάδοχος του ΝΑΤ για τις
συνταξιοδοτικές παροχές της κύριας σύνταξης. Επ αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ως εξής: Με το άρθρο 2 του ν. 3170/1955, Α΄76, συστάθηκε το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, ως νπδδ με σκοπό την ασφάλιση των Ελλήνων ναυτικών και των οικογενειών τους, μεταξύ άλλων και για τον
ασφαλιστικό κίνδυνο του γήρατος (βλ. και κωδικοποίηση σχετικών διατάξεων με το π.δ/μα 913/1978, Α΄220). Το ΝΑΤ λειτούργησε ως ασφαλιστικός
φορέας απονομής κύριας σύνταξης γήρατος στα ασφαλιζόμενα σ αυτό πρόσωπα μέχρι την ένταξή του (1-1-2017) στον ΕΦΚΑ με
το άρθρο 53 του ν. 4387/2016. Επιπλέον, όπως αναφέρεται και στην τρίτη σκέψη της
παρούσας, με το άρθρο 1 του ν. 1482/1984 ιδρύθηκε Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης
Ναυτικών (ΚΕΑΝ) στο ΝΑΤ με οικονομική αυτοτέλεια και με σκοπό (άρθρο 2) την
απονομή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους του Ταμείου. Ο ΚΕΑΝ
λειτούργησε ως κλάδος του ΝΑΤ, χωρίς αυτοτελή νομική προσωπικότητα, μέχρι την
ένταξή του, από 1-9-2015, με την παρ. 28 του ν. 4334/2015, στο ΕΤΕΑ, ήδη
ΕΤΕΑΕΠ. Εξάλλου, με τα ν.δ/τα 3736/1957 και
3737/1957, Α΄168, συστάθηκαν τα προαναφερόμενα νπδδ
ΤΠΑΕΝ και ΤΠΚΠΕΝ, με σκοπό την πρόσθετη ασφάλιση με τη χορήγηση εφάπαξ παροχών
στους ασφαλισμένους που αποσύρονται από το ναυτικό επάγγελμα. Και τα ταμεία
αυτά εντάχθηκαν στο ΕΤΕΑΕΠ με το άρθρο 75 του ν. 4387/2016. Κατά το χρόνο
κατάθεσης της αγωγής των εφεσίβλητων (28-3-2014) ασφαλισμένων του πρώην ΝΑΤ, με
τις οποίες ήχθησαν σε δίκη αξιώσεις τους από περικοπές της κύριας και της
επικουρικής ασφάλισής τους, φορέας απονομής - χορήγησης τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής
σύνταξής τους ήταν το ΝΑΤ, το οποίο και νομιμοποιείτο παθητικώς στην αγωγή αυτή
ως προς αμφότερες τις κατηγορίες αξιώσεων. Κατά την εκκρεμοδικία ωστόσο, ο ΚΕΑΝ
αποσπάστηκε και εντάχθηκε στο ΕΤΕΑ/ΕΤΕΑΕΠ, το οποίο ήδη μέχρι τη συζήτηση είχε
καταστεί παθητικώς νομιμοποιούμενο νπδδ για την
εκδίκαση της αγωγής, όσον αφορά τις αξιώσεις από τις περικοπές των επικουρικών
συντάξεων των εφεσίβλητων, ως αυτοδικαίως υπεισερχόμενος καθολικός διάδοχος του
ΚΕΑΝ (κατά τα άρθρα 1 παρ. 28 ν. 4334/2015, 48 παρ. 2 και 5 ν. 4052/2012 περί
ΕΤΕΑ, στο οποίο άρθρο παραπέμπει η ανωτέρω παρ. 28 και 85 παρ. 11 ν.
4387/2016), με τον οποίο συνεχίζονται οι εκκρεμείς δίκες που αφορούν υποθέσεις
των εντασσόμενων κλάδων ή φορέων, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Κατόπιν των
εν λόγω νομοθετικών μεταβολών στο πρόσωπο του εναγόμενου, το πρωτόδικο δικαστήριο,
αν και όφειλε πλέον να θεωρήσει ότι η
αγωγή στρέφεται κατά του ΕΦΚΑ ως καθολικού διαδόχου του ΝΑΤ, όσον αφορά τις
αξιώσεις από τις περικοπές της κύριας σύνταξης των εφεσίβλητων, και κατά του
ΕΤΕΑΕΠ ως καθολικού διαδόχου του ΚΕΑΝ (και όχι των ΤΠΑΕΝ και ΤΠΚΠΕΝ, όπως
ανακριβώς, κατά το ζήτημα αυτό προβάλλεται), όσον αφορά τις αξιώσεις από τις
περικοπές της επικουρικής σύνταξης, έσφαλε θεωρώντας ότι παθητικώς
νομιμοποιείται για το σύνολο των αξιώσεων της αγωγής ο ΕΦΚΑ και τελικώς
επιδικάζοντας σε βάρος του το σύνολο των αξιώσεων ως προς τις οποίες δέχθηκε
την αγωγή, όπως βασίμως προβάλλεται.
13. Επειδή, κατόπιν των
ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη
απόφαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, δικάζοντας την αγωγή κατά το μέρος που
μεταβιβάζεται με την έφεση, δηλαδή μόνο ως προς το εύρος της ευθύνης του
εκκαλούντος για την αποκατάσταση της ζημίας του συνταξιούχου από την περικοπή
των συντάξεων που λαμβάνει, κρίνει καταρχάς ότι με την αγωγή αυτή σωρεύονται
περισσότερα ένδικα βοηθήματα (αξιώσεις από περικοπές της κύριας σύνταξης,
αξιώσεις από περικοπές της επικουρικής), για τα οποία όμως δεν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της αναγκαστικής αλλά ούτε και της δυνητικής ομοδικίας μεταξύ των
εναγομένων (άρθρα 124 και 115 παρ. 2 ΚΔΔ), καθόσον αυτοί δεν συνδέονται με
κοινή υποχρέωση, ούτε οι υποχρεώσεις τους πηγάζουν από την ίδια νομική και
πραγματική αιτία. Επομένως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 121 παρ. 2 του ΚΔΔ,
πρέπει να κρατηθεί η αγωγή κατά το μέρος που κατά νόμο ενάγεται ο ΕΦΚΑ (αγωγικά αιτήματα που αφορούν περικοπές της κύριας σύνταξης)
και να χωριστεί, όσον αφορά τις απαιτήσεις των εναγόντων (πλην του έβδομου .,
ως προς τον οποίο η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη) από τις περικοπές των
επικουρικών τους συντάξεων, για τις οποίες κατά νόμο ενάγεται το ΕΤΕΑΕΠ, ως
καθολικός διάδοχος του ΚΕΑΝ, κατά τα ειδικότερα επ αυτού αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Κατά το μέρος που κρατείται και δικάζεται η αγωγή και λαμβάνοντας
υπόψη ότι με την έφεση δεν προβάλλονται ειδικότερες αιτιάσεις ως προς τους
υπολογισμούς των ποσών που επιδικάστηκαν ως αποζημίωση για τις περικοπές που
υπέστησαν οι ενάγοντες (πλην του έβδομου .), στην κύρια σύνταξή τους, το
Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει, σύμφωνα με όσα
κρίθηκαν ανωτέρω στις οικείες σκέψεις ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων
με τις οποίες περικόπηκε η κύρια σύνταξη των εφεσίβλητων, και να αναγνωριστεί
ότι ο ΕΦΚΑ οφείλει, για την αιτία αυτή, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής (16-12-2015, σχετ. η .
έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθήνας .) μέχρι την
εξόφληση, τα κάτωθι ποσά: 1) στο . ποσό 6.025,67 ευρώ, 2) στο . ποσό 3.001,02
ευρώ, 3) στο . ποσό 6.671,26 ευρώ, 4) στο . ποσό 7.458,97 ευρώ, 5) στον . ποσό
3.166,64 ευρώ, 6) στον . ποσό 6.660,93 ευρώ, 7) στο . ποσό 5.713,50 ευρώ, 8)
στον . ποσό 6.973,06 ευρώ, 9) στον . ποσό 5.468,16 ευρώ, 10) στον . ποσό
6.604,83 ευρώ, 11) στο . ποσό 5.778,27 ευρώ, 12) στον . ποσό 3.471,78 ευρώ, 13)
στο . ποσό 7.337,37 ευρώ, 14) στο . ποσό 5.673 ευρώ, 15) στο . ποσό 7.835,37
ευρώ, 16) στον . ποσό 7.173,64 ευρώ, 17) στο . ποσό 5.674,72 ευρώ, 18) στο .
ποσό 5.282,40 ευρώ, 19) στον . ποσό 5.756,30 ευρώ, 20) στο . ποσό 4.004,87
ευρώ, 21) στον . ποσό 5.755,99 ευρώ, 22) στο . ποσό 6.953,16 ευρώ, 23) στο .
ποσό 4.739,75 ευρώ, 24) στον . ποσό 6.864,22 ευρώ, 25) στο . ποσό 6.671,26
ευρώ, 26) στο . ποσό 5.697,88 ευρώ, 27) στον . ποσό 4.482,15 ευρώ, 28) στον .
ποσό 6.385,18 ευρώ, 29) στο . ποσό 8.301,99 ευρώ, 30) στον . ποσό 7.019,11
ευρώ, 31) στο . ποσό 7.004,52 ευρώ, 32) στο . ποσό 6.625,39 ευρώ και 33) στον .
ποσό 6.200,95 ευρώ. Τέλος, κατ εκτίμηση των περιστάσεων δεν πρέπει να επιβληθούν δικαστικά έξοδα για την έφεση, ενώ αυτά της αγωγής πρέπει να συμψηφισθούν
μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση ως
απαράδεκτη καθ ο μέρος ασκείται από το ΕΤΕΑΕΠ.
Απαλλάσσει το ΕΤΕΑΕΠ από
τα δικαστικά έξοδα.
Απορρίπτει την έφεση ως
απαράδεκτη καθ ο μέρος ασκείται από τον ΕΦΚΑ κατά του .
Απαλλάσσει τον ΕΦΚΑ από τα
δικαστικά έξοδα.
Δέχεται την έφεση κατά τα
λοιπά.
Εξαφανίζει την Α1840/2018
απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.
Απαλλάσσει τους
εφεσίβλητους από τα δικαστικά έξοδα της έφεσης.
Δικάζει την ΑΓ ./28-4-2014
αγωγή των εφεσιβλήτων κατά του πρώην ΝΑΤ.
Διατάσσει το χωρισμό του
δικογράφου της αγωγής καθ ο μέρος με αυτό ήχθησαν προς αναγνώριση αξιώσεις αποζημίωσης των εφεσίβλητων, πλην του ..., από περικοπές
που υπέστησαν στην επικουρική σύνταξη που λάμβαναν από τον ΚΕΑΝ.
Υποχρεώνει τους εφεσίβλητους,
πλην του ..., να καταθέσουν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, εντός τριάντα
(30) ημερών από την επίδοση της παρούσας σ
αυτούς, νέο, αυτοτελές δικόγραφο, για την αξίωσή τους από περικοπές που
υπέστησαν στην επικουρική σύνταξη, κατά του ΕΚΕΑΕΠ, ως καθολικού διαδόχου του
ΚΕΑΝ
Κρατεί την ανωτέρω αγωγή
κατά το μέρος που με αυτή ήχθησαν προς αναγνώριση αξιώσεις αποζημίωσης των
εφεσίβλητων από περικοπές που υπέστησαν στην κύρια σύνταξη που λάμβαναν από το
ΝΑΤ.
Δέχεται εν μέρει την
αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο ΕΦΚΑ
οφείλει, για την αιτία που αναφέρεται στο σκεπτικό, νομιμοτόκως
από τις 16-12-2015 και μέχρι την εξόφληση, τα κάτωθι ποσά: 1) στο . ποσό
6.025,67 ευρώ, 2) στο . ποσό 3.001,02 ευρώ, 3) στο . ποσό 6.671,26 ευρώ, 4) στο
. ποσό 7.458,97 ευρώ, 5) στον . ποσό 3.166,64 ευρώ, 6) στον . ποσό 6.660,93
ευρώ, 7) στον . ποσό 5.713,50 ευρώ, 8) στον . ποσό 6.973,06 ευρώ, 9) στον .
ποσό 5.468,16 ευρώ, 10) στον . ποσό 6.604,83 ευρώ, 11) στο . ποσό 5.778,27
ευρώ, 12) στο . ποσό 3.471,78 ευρώ, 13) στο . ποσό 7.337,37 ευρώ, 14) στο .
ποσό 5.673 ευρώ, 15) στο . ποσό 7.835,37 ευρώ, 16) στον . ποσό 7.173,64 ευρώ,
17) στο . ποσό 5.674,72 ευρώ, 18) στο .
ποσό 5.282,40 ευρώ, 19) στον . ποσό 5.756,30 ευρώ, 20) στο . ποσό
4.004,87 ευρώ, 21) στον . ποσό 5.755,99 ευρώ, 22) στο . ποσό 6.953,16 ευρώ, 23)
στο . ποσό 4.739,75 ευρώ, 24) στον . ποσό 6.864,22 ευρώ, 25) στο . ποσό
6.671,26 ευρώ, 26) στο . ποσό 5.697,88 ευρώ, 27) στον . ποσό 4.482,15 ευρώ, 28)
στον . ποσό 6.385,18 ευρώ, 29) στο . ποσό 8.301,99 ευρώ, 30) στον . ποσό
7.019,11 ευρώ, 31) στο . ποσό 7.004,52 ευρώ, 32) στο . ποσό 6.625,39 ευρώ και
33) στον . ποσό 6.200,95 ευρώ.
Συμψηφίζει τα δικαστικά
έξοδα λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον
Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 14-3-2019.
Η
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ