ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
Διαζύγιο - Ισχυρός κλονισμός έγγαμης συμβίωσης -
Διεθνής Δικαιοδοσία σε περίπτωση στοιχείων αλλοδαπότητας
-Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 Συμβουλίου -.
Ο
Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 Συμβουλίου εφαρμόζεται υποκαθιστώντας τις εθνικές διατάξεις
όταν ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος εντοπίζεται στο έδαφος κράτους μέλους, δηλαδή
όταν η συνήθης διαμονή του εναγομένου βρίσκεται σε έδαφος κράτους μέλους.
Παραλλήλως και συντρεχόντως ισχύουσες δικαιοδοτικές
βάσεις που θεμελιώνονται είτε στη συνήθη διαμονή είτε στην κοινή ιθαγένεια,
θεμελιώνουν διεθνή δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων. Ιδιωτικό Διεθνές δίκαιο
ΑΚ. Κρίσιμος ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Το διαζύγιο διέπεται από το δίκαιο με
το οποίο οι διάδικοι συνδέονται στενότερα κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της
αγωγής. Κατάφαση διεθνούς δικαιοδοσίας ελληνικών Δικαστηρίων με εφαρμοστέο το
ελληνικό δίκαιο. Δε γεννάται δικαίωμα διαζεύξεως σύμφωνα με το άρθρο 1439 παρ.
1 ΑΚ όταν ο κλονισμός αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο του ενάγοντος. Δεν
αποδείχτηκε κανένα κλονιστικό γεγονός από τα
αναφερόμενα στην αγωγή που να συνδέεται με το πρόσωπο της εναγόμενης, αλλά
αντιθέτως αποδείχτηκε ότι ο κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται σε λόγους
που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του ενάγοντα με αποτέλεσμα να με γεννάται
δικαίωμα διάζευξης υπέρ του. Απορρίπτει αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Συμψηφίζει
δικαστική δαπάνη.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΜΟ, ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ
Αριθμός απόφασης 984/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΣΤΗΘΗΚΕ από τη
Δικαστή Σοφία Τρίμμη Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η
Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και την
Γραμματέα ΕΛΕΥΘΕΡΤΑ ΚΙΣΚΙΡΑ
ΣΥΝΕΔΡΤΑΣΕ δημόσια, στο
ακροατήριο του σας 20-9-2019 ,για να δικάσει την από 30-11 -2018 και με γενικό
αριθμό κατάθεσης ./2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2018 αγωγή, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : ... του
... και της ... κάτοικο Θεσσαλονίκης, οδός ..., με ΑΦΜ ..., ο οποίος
παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου
(Α.Μ Δ.Σ.Θ:
)
ΤΗΣ ΕΝΑΓΌΜΕΝΗΣ :
του
και της
κατοίκου Καλαμαριάς
Θεσσαλονίκης, οδός ... με ΑΦΜ
η οποία
παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΙΚΡΟΠΑΝΔΡΕΜΕΝΟΥ (AM
Δ.Σ.Θ: 006216).
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως ανωτέρω σημειώνεται και.
οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα
πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες κατατεθείσες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΤΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Ο Κανονισμός (ΕΚ)
2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και
την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές
και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1-3-2005
(άρθρο 72 αυτού) και επέφερε την κατάργηση του προγενέστερου Κανονισμού (ΕΚ)
1347/2000, αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας μεταξύ
των κρατών μελών και τη διασυνοριακή αναγνώριση των δικαιοδοσιών και των
αποφάσεων σχετικά με τη λύση του συζυγικοί) δεσμού και τη γονική μέριμνα. Με
την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού επέρχεται, μεταξύ των κρατών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου
από τις διατάξεις του. Ο Κανονισμός εφαρμόζεται, όταν ο δικαιοδοτικός
σύνδεσμος, που χρησιμοποιείται από την κατά περίπτωση εφαρμοστέα διάταξη,
εντοπίζεται στο έδαφος κρότους μέλους. Όταν, επομένως, η συνήθης διαμονή του
εναγόμενου, σε υπόθεση διαζυγίου, βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, η
διεθνής δικαιοδοσία θα ρυθμιστεί από τον Κανονισμό, χωρίς να τίθεται ζήτημα
εφαρμογής του κοινού δικονομικού δικαίου. Το εσωτερικό δίκαιο παρεμβαίνει, εάν
η υπόθεση συνδέεται μόνο με την ελληνική έννομη τάξη, εφαρμόζεται, δηλαδή, σε Έλληνες
υπηκόους, εφόσον κανένας από τους οποίους
δεν έχει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, ούτε είχε τη συνήθη διαμονή, έτσι
ώστε να καθιδρύεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τελευταίου. Ο
Κανονισμός θεσπίζει μία σειρά,
Παραλλήλως και συντρεχόντως ισχυουσών, χωρίς καμία
σειρά προτεραιότητας ή ιεράρχηση μεταξύ τους, κύριων δικαιοδοτικών βάσεων,
θεμελιωμένων άλλοτε στον τόπο της συνήθους διαμονής (3 παρ. 1 α του ως άνω
Κανονισμού) και άλλοτε στην κοινή ιθαγένεια, οι δικαιοδοτικές δε αυτές βάσεις,
που θεσπίζονται κατ' αποκλειστικό τρόπο, με την έννοια της περιοριστικής
απαρίθμησης τους και της αδυναμίας επέκτασης τους βάσει ρυθμίσεων των κατ' ιδία
εθνικών δικαίων ή δυνάμει της ιδιωτικής βούλησης, θέτουν εκποδών κάθε αντίθετη
εθνική διάταξη, επίκληση της οποίας μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7
είναι δυνατή, όταν, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό βάσεις σε κανένα δικαστήριο
κράτους μέλους. Έτσι, από την έναρξη ισχύος του, διεθνή δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου
έχουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού, τα δικαστήρια
κράτους μέλους α) στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων
ή η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών έχει ακόμη αυτή
τη διαμονή, ή η συνήθης διαμονή του εναγόμενου ή, σε περίπτωση κοινής αίτησης,
η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου ή η συνήθης διαμονή του
ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από
την έγερση της αγωγής, ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή
επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και είναι
υπήκοος του εν λόγοι κράτους μέλους, β) της ιθαγένειας των δύο συζύγων. Η ιθαγένεια
των συζύγων, κατά τον έλεγχο όλων των δικαιοδοτικών βάσεων του άρθρου 6 παρ. 1
α του Κανονισμού, είναι πλέον αδιάφορη, ώστε αυτοί μπορεί να έχουν αμφότεροι
κοινή ιθαγένεια, διάφορη από αυτή του κράτους μέλους της κοινής διαμονής τους,
ακόμη και αν πρόκειται για ιθαγένεια τρίτης χώρας, μπορεί, όμως, να έχουν και διάφορη
έκαστος ιθαγένεια, όντας υπήκοοι είτε άλλου διάφορου ο καθένας κράτους, όχι
απαραίτητα κράτους μέλους, σε σχέση με το δικάζον δικαστήριο της κοινής τους διαμονής,
είτε άλλου κράτους ο ένας εξ αυτών και του δικάζοντος δικαστηρίου ο άλλος.
Έτσι, αν και οι δύο σύζυγοι είναι αλλοδαποί, χωρίς μάλιστα οποιοσδήποτε από
αυτούς να έχει την ιθαγένεια κράτους -μέλους, υφίσταται, όμως, το κριτήριο της
συνήθους διαμονής στην Ελλάδα, υπό οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρα
3 παρ. 1 α του Κανονισμού περιπτώσεις, τα ελληνικό δικαστήρια έχουν πλέον δικαιοδοσία
να εξετάσουν τη διαφορά, έστω κι αν τέτοια δικαιοδοσία δεν αναγνωρίζεται ο'
αυτό από τα δίκτυα της ιθαγένειας των συζύγων. Η ιθαγένεια, εξάλλου, ενός μόνο
εκ των συζύγων, μολονότι συναντάται ως δικαιοδοτικός σύνδεσμος στα περισσότερα
εθνικά δίκαια, όπως και στο ημεδαπό (παλαιό άρθρο 612 ΚΠολΔ
και ήδη άρθρο 601 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν.
4335/2015), αποκλείστηκε από τις κύριες δικαιοδοτικές βάσεις του Κανονισμού ως υπέρμετρη, έτσι ώστε η ελληνική
ιθαγένεια του ενός από τους συζύγους δεν είναι πλέον επαρκές κριτήριο για τη
θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων ως προς τον άλλο σύζυγο, που συμβαίνει να είναι
αλλοδαπός και να έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Κρίσιμος
χρόνος για την κατοχή της ιθαγένειας για αμφότερους τους διαδίκους είναι ο και
άρθρο 16 του Κανονισμού χρόνος άσκησης της αγωγής (περί όλων των ανωτέρω, βλ.ΕφΑθ 2712/2011 ΕλλΔνη
2012,799, ΕφΘεσ 1377/2014 ΕΠολΔ
2014,738, ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ
2005,1782, ΠΠΑθ
1630/2013 Αρμ
2014,1561 Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (Κράνη), ΕρμΕΚ
(Ι)-ΚανΒρ ΙΙα, 2016, σελ.
15, άρθρο 3, αρ. 1 -3, 14, 22 και 33, σελ. 50 - 52, 57- 58, 62 και 71,
αντίστοιχα, Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών
2201/2003 και 1347/2000 της Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία
και αναγνώριση των αποφάσεων σας νομικές διαφορές, ΕλλΔνη
2005,653, Εισήγηση Ε. Κιουπτσίδου για τη Διεθνή δικαιοδοσία,
αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές
βάσει του 1347/2000 Κανονισμού του Συμβουλτου της ΕΚ,
Αρμ 2001,1648, Ε. Βασιλακάκη,
Ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, ΧρΙΔ 2009,193 επ,). Περαιτέρω,
από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 και 14 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι το διαζύγιο
διέπεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, ήτοι κατά
σειρά, α) από το δίκαιο της κοινής κατά τη διάρκεια του γάμου ιθαγένειας των
συζύγων, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, β) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια
του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους και γ) από ι: ο δίκαιο με το οποίο οι
σύζυγοι συνδέονται στενότερα, πλην, όμως, κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση
της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων, με τη σειρά που
καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 16 ΑΚ, ο
χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο
άσκησης της σχετικής αγωγής. Επομένως, αν κατά το χρόνο αυτό οι σύζυγοι ούτε
κοινή ιθαγένεια έχουν, ούτε κοινή συνήθη διαμονή, γεγονός που, στη δεύτερη
περίπτωση, συμβαίνει όταν η συμβίωση τους έχει διακοπεί σε προγενέστερο χρόνο,
το διαζύγιο τους διέπεται από το δίκαιο με το οποίο αυτοί κατά τον ίδιο πιο
πάνω κρίσιμο χρόνο συνδέονται στενότερο (βλ. σχετ. ΕφΔωδ 140/2005 Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ
1555/2010 Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 1.439 παρ. 1
Α.Κ., καθενός από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους
σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του
εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης
να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου
ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως χωρίς να απαιτείται ίο στοιχείο
της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων για τη
θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει on
ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο ταυ
εναγομένου ή και των δυο συζύγων, με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους
συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά
της έγγαμης σχέσεως γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των
δύο και οπ ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βασίμως η εξακολούθηση της
συμβιώσεως έχει καταστεί γι αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό
γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται
ανεξαρτήτως από τον ποιο από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και από
το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο (ΑΠ 1416/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του
ενάγοντος δεν γενναίοι υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης σύμφωνα με ι η διάταξη του
άρθρου 1439 ιταρ.1 ΑΚ. Εξάλλου οι ισχυρισμοί του εναγομένου ότι ο κλονισμός
οφείλεται αποκλειστικά στον ενάγοντα συνιστούν συνιστούν
άρνηση της αγωγής ( Βλ. ΑΠ 1726/2012 ΤΝΠ ΑΣΑ, Μιχαήλ Μαργαρίτη επίτομη ερμηνεία
αστικού κώδικα έκδοση 2016. σελ, 1124 έως 1128).
Στην προκείμενη περίπτωση,
ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, ζητεί να λυθεί ο γάμος του με την
εναγόμενη, που τελέστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 6-2-1991, ένεκα ισχυρού κλονισμού
της έγγαμης σχέσης τους από λόγο που αφορά κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην
αγωγή στο πρόσωπο της εναγομένης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η
κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το οποίο,
συμφωνά και με το διαλαμβανόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, έχει διεθνή δικαιοδοσία
προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, βάσει της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1
περ. α' του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης
Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση
αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής
μέριμνας, δοθέντος ότι οι διάδικοι σύζυγοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη
Θεσσαλονίκη, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία
των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 591,
592 έως 613 ΚΠοΛΔ,
όπως οι διατάξεις των εν λόγω άρθρων ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν
με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.
4335/2015 ΦΕΚ Α' 87/23-7-2015 έναρξη ισχύος 1-1-2016 και ισχύουν για τις
κατατιθέμενες μετά την 1-1-2016 αγωγές. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 14 και 16 ΑΚ, η οπό κρίση διαφορά διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, ως το
δίκαιο με το οποίο οι διάδικοι συνδέονταν στενότερα κατά τον κρίσιμο χρόνο της
έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, που συμπίπτει χρονικά με την άσκηση της
κρινόμενης αγωγής, καθόσον ναι μεν και α τον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο οι
διάδικοι σύζυγοι ούτε κοινή ιθαγένεια είχαν, ούτε κοινή συνήθη διαμονή, ενόψει
του ότι η συμβίωση τους είχε διακοπεί, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο ένδικο
αγωγικό δικόγραφο περιστατικά, σε προγενέστερο χρόνο,
πλην, όμως, οι διάδικοι είναι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλονίκη και έως την έναρξη
της επικαλούμενης με την αγωγή διάστασης τους συμβίωναν στον παραπάνω τόπο,
ώστε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το ημεδαπό δίκαιο βρίσκεται σε στενότερο
με τους διαδίκους σύνδεσμο. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις
των άρθρων 1438 και 1439 παρ. 1 Α Κ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς
την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των
ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο
αυτού του Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή
πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, της υπ' αριθμ. ./19-9-2018 ένορκης βεβαιώσεις ενώπιον της
Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης που επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη και ελήφθη
μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. προσκομιζόμενη υπ' αριθμ.
. Γ/' 16-9-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
] και μετά των συννημένων απόδειξης παραλαβής θυροκολληθέντος εγγράφου και βεβαίωση ταχυδρομικής
αποστολής σχετικής ειδοποίησης) και από όλα τα έγγραφα που νομίμως μετ'
επικλήσεως προσκομίζονται από τους διαδίκους αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι
είναι και οι δύο μουσικοί πιάνου, γνωρίσθηκαν δε κατ συνδέθηκαν κατά τη διάρκεια
των σπουδών τους και ακολούθως τέλεσαν νόμιμα πολιτικό γάμο στη Θεσσαλονίκη
στις 6-2-1991. Εξάλλου, αμέσως μετά την τέλεση του γάμου τους, εγκαταστάθηκαν στη
Θεσσαλονίκη σε διαμέρισμα συνιδιοκτησίας τους επί της οδού
το οποίο αποτέλεσε
και την κοινή συζυγική τους οικία. Εξάλλου, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων
υπήρξε ομαλή και αρμονική για πολλά έτη από τον γάμο τους δε αυτό απέκτησαν δύο
τέκνα, ενήλικα πλέον (κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής) και δη τον του
γεννήθηκε στις 4-1-1992 και τον που γεννήθηκε στις 16-6-1994. Σύμφωνα με τα
προαναφερθέντα, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων υπήρξε για πολλά έτη αρμονική
ενόψει και των κοινών ενδιαφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι αμφότεροι είναι
μουσικοί πιάνου, ήτοι είχαν παρόμοιες επαγγελματικές και καλλιτεχνικές
ενασχολήσεις και ενδιαφέροντα. Εξάλλου η ανωτέρω έγγαμη συμβίωση τους διήρκησε
μέχρι και τις αρχές του Ιανουαρίου του έτους 2018 οπότε και ο ενάγων αποχώρησε
από την κοινή συζυγική οικία , έκτοτε δε όπως συνομολογείται από αμφότερους
αυτοί διαμένουν χωριστά. Ο ενάγων ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του ότι η
έγγαμη σχέση του με την εναγομένη κλονίσθηκε σοβαρά και αναγκάσθηκε να
αποχωρήσει από την κοινή συζυγική οικία από λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο
πρόσωπο της εναγομένης και ειδικότερα λόγω των καθημερινών εντάσεων και
καυγάδων που άρχισαν να λαμβάνουν χώρα μεταξύ τους ήδη από το έτος 2015 και που
οφείλονταν την αλλαγή της συμπεριφοράς της εναγομένης η οποία έγινε πολύ
επιθετική απέναντι του σε καθημερινή βάση με αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις τους και να απομακρυνθούν ψυχικά και
σωματικά. Περαιτέρω όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η
εναγομένη κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης της επέδειξε αντισυζυγική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι
η εναγομένη από τις αρχές του έτους 2015 άρχισε να επιδεικνύει σε καθημερινή
βάση επιθετική και εριστική έναντι του ενάγοντος συμπεριφορά με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
μεταξύ τους καυγάδες και εντάσεις σε καθημερινή βάση. Και τούτο διότι η σχετική
κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος, η οποία είναι φίλη του, δεν κρίνεται
αξιόπιστη, διότι αυτή όπως κατέθεσε δεν έχει άμεση αντίληψη των όσων κατέθεσε,
αλλά τα έχει πληροφορηθεί αποκλειστικά από τον ενάγοντα, ενώ δεν γνωρίζει καν
την εναγομένη, ενώ περαιτέρω και σε κάθε περίπτωση κατέθεσε γενικά και αόριστα
περί του ότι οι διάδικοι μάλωναν και είχαν καυγάδες σε καθημερινή βάση χωρίς να
καταθέσει για συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να έχουν λάβει χώρα μεταξύ των διαδίκων
και να οφείλονται σε επιθετική και εριστική συμπεριφορά της εναγομένης. Επίσης
από κανένα αποδεικτικό δεν αποδείχθηκε ότι από το έτος 2015 και έκτοτε, οι
σχέσεις των διαδίκων ήταν τεταμένες λόγο εντάσεων και καυγάδων καθώς η ανωτέρω
κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος περί τούτου ήταν αόριστη και γενική χωρίς
αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από το
καλοκαίρι του έτους 2017 και έκτοτε και για λόγους που αφορούσαν τον ίδιο,
άρχισε να εκφράζει προς την ενάγουσα την προσωπική του ανάγκη για απομόνωση και
απομάκρυνση και να εκδηλώνει
συμπεριφορές ψυχικής απομάκρυνσης από την ίδια και την οικογένεια και να
επιδιώκει ενίοτε να παραμένει μόνος και μακριά από την συζυγική οικία,
συμπεριφορά η οποία επιτάθηκε μετά τον θάνατο της μητέρας του και συνεχίσθηκε
μέχρι τις αρχές του Ιανουαρίου έτους 2018 οπότε εκδηλώνοντας την ίδια ανάγκη
αποχώρησε από την κοινή συζυγική οικία, έκτοτε δε δεν επέστρεψε. Εξάλλου, όπως προκύπτει τόσο από
την ένορκη και α θεά η της μάρτυρος της εναγομένης η οποία δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης όσο και από την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. ./ 19-9-2018 ένορκη βεβαίωση της μητέρας της εναγομένης
ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, ο ενάγων μετά την αποχώρηση του από την
συζυγική οικία, ομολόγησε στην μητέρα της εναγομένης ότι είχε αναπτύξει
συναισθήματα για κάποια άλλη γυναίκα. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη
προέβη σε αλλαγή της κλειδαριάς του σπιτιού για να αποτρέψει την επιστροφή του,
αντιθέτως όπως προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης αυτό το
γεγονός έλαβε χώρα μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα από την αποχώρηση του
ενάγοντος από την συζυγική οικία και ενώ ο ίδιος είχε εκδηλώσει την επιθυμία
του να μην επιστρέψει. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν
αποδείχθηκε κλονιστικό γεγονός από τα αναφερόμενα
στην αγωγή, που να συνδέεται με το πρόσωπο της εναγομένης, ενώ αντίθετα
αποδείχθηκε ότι ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης των διαδίκων οφείλεται σε λόγους
που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ενάγοντος, ο τελευταίος δεν έχει
δικαίωμα προς διάζευξη κατά τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ.1 ΑΚ στην οποία και
θεμελιώνεται η υπό κρίση αγωγή του και ως εκ τούτου πρέπει η αγωγή να
απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα
πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ καν διαδίκων λόγω της συζυγικής τους σχέσης (
άρθρο 179 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα
στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά
έξοδα των διαδίκων
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και
δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο
του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 278/1/2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ