ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΣπάρτης 75/2021

 

Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης - Αξίωση προς αποζημίωση - Αυθαίρετη κατασκευή - Παραγραφή απαιτήσεως από αδικοπραξία - Νόμιμος τόκος -.

 

Αυθαίρετη κατασκευή σε ακίνητο κατά προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου. Αγωγή με την οποία ζητείται η αναγνώριση των δικαιωμάτων των εναγόντων επί του ακινήτου, απόδοση ωφελημάτων, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, κόστος τακτοποίησης αυθαίρετης κατασκευής. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης. Το εφετείο αποκτά εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη, και παρά το ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, παραπονείται για το ότι η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, το εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει ακόμη και με αυτεπάγγελτη έρευνα ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη. Δεν είναι εφικτή η αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης. Ενεργοποίηση αξίωσης προς αποζημίωση. Σε περίπτωση έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας παράστασης στο δικαστήριο, όπως στην περίπτωση του διαδικαστικώς συμπαραστατουμένου, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναβάλει την πρόοδο της δίκης και να τάξει προθεσμία για τη συμπλήρωση της εν λόγω έλλειψης. Πενταετής παραγραφή της απαίτησης από αδικοπραξία. Προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία είναι η γνώση από τον παθόντα τόσο της ζημίας όσο και του υπαιτίου προς αποζημίωση. Στοιχεία ορισμένου σχετικής ένστασης. Αύξηση τόκου επιδικίας. Ο νόμιμος τόκος μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο αυξημένος τόκος επιδικίας. Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί.

 

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης 75/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παρασκευή Αλτανοπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ρουμπίνη Καλοπίση.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 25 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

 

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Σπάρτης (οδός ..), με Α.Φ.Μ. ... Δ.Ο.Υ. Σπάρτης, ο οποίος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Νικολόπουλο και τον ασκούμενο δικηγόρο Αργύριο Πολυμενάκο.

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ... και 2) ..., ατομικώς και ως καθολικών διαδόχων του αρχικώς ενάγοντος και κατά την 18-3-2020 αποβιώσαντος πατέρα τους ..., που πρωτοδίκως παραστάθηκε εκπροσωπούμενος από τον δικαστικό του συμπαραστάτη ..., κατοίκων Μόντρεαλ Καναδά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Ορφανό.

 

και της

 

Β. ΤΩΝ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ..., με Α.Φ.Μ. ... και 2) ..., κατοίκων Μόντρεαλ Καναδά (οδός ...), για τον εαυτό τους ατομικά αλλά και ως μοναδικοί κληρονόμοι του αποβιώσαντος μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης πατέρα τους ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Ορφανό.

 

ΤΟΥ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ..., κατοίκου Σπάρτης (οδός ...), ο οποίος εμφανίστηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Νικολόπουλο και τον ασκούμενο δικηγόρο Αργύριο Πολυμενάκο.

 

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σπάρτης την από 10-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./10-10-2017 αγωγή τους και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 9/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου Α) ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 1-4-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./25-5-2020 έφεση του και Β) οι ενάγοντες και ήδη αντεκκαλούντες με την από 10-7-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΑΝ.ΦΜ../10-7-2020 αντέφεσή τους, οι οποίες αμφότερες προσδιορίστηκαν να συζητηθούν στην παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Φέρονται προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 1-4-2020 έφεση και η από 10-7-2020 αντέφεση (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./25-5-2020 και ΑΝ.ΦΜ../10-7-2020, αντίστοιχα) κατά της υπ' αριθμ. 9/2020 απόφασης του Ειρηνοδικείου Σπάρτης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Οι ανωτέρω έφεση και αντέφεση έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε την 12-3-520 στον εναγόμενο (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σπάρτης ... στο σώμα της εκκαλουμένης) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 25-5-2020, ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών  από   την  επίδοση   της εκκαλουμένης απόφασης, ενόψει του ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 - 31.5.2020) λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού δεν υπολογίζεται στην παραπάνω προθεσμία κατ' άρθρο 74 Ν.4690/2020, η δε αντέφεση κατατέθηκε με αυτοτελές δικόγραφο στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 10-7-2020 και επιδόθηκε στον εναγόμενο την 17-7-2020 (βλ. την υπ' αριθμ..../17-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σπάρτης ...), δηλαδή τουλάχιστον 30 ημέρες πριν τη συζήτηση και αφορά τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που προσβάλλονται με την έφεση ή συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 εδ α', 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 523 παρ. 4 ΚΠολΔ). Επομένως, φερόμενες αρμοδίως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της αναγκαίας μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 524 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο. Σημειωτέον ότι δεν τίθεται ζήτημα διακοπής της δίκης και επανάληψης αυτής (άρθρα 286 επ. ΚΠολΔ), λόγω του θανάτου του πρώτου των εναγόντων, όπως λανθασμένα υπολαμβάνουν οι εφεσίβλητοι-αντεκκαλούντες-δεύτερος και τρίτος των εναγόντων. Ειδικότερα, ο πρώτος των εναγόντων ... απεβίωσε την 18-3-2020 (βλ. την προσκομιζόμενη σε μετάφραση υπ' αριθμ.... ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξίαρχου Κεμπέκ Καναδά), δηλαδή μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 9/7-2-2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Σπάρτης, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και πριν την άσκηση της έφεσης. Έτσι ο θάνατος του πρώτου των εναγόντων επικαρπωτή συνέβη σε χρόνο που δεν είναι πλέον εκκρεμής η δικαστική διαδικασία και συνεπώς δεν είναι εκ των πραγμάτων στην περίπτωση αυτή δυνατή η διακοπή και η επανάληψη της δίκης (ΑΠ 492/2019, ΑΠ 1687/2007, ΕφΠατρ 154/2018 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Μετά ταύτα, νομίμως απευθύνεται η κρινόμενη έφεση κατά των δεύτερου και τρίτου των εναγόντων αρχικών ψιλών συγκυρίων κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του επίδικου, στο πρόσωπο των οποίων συντρέχει πλέον πλήρης κυριότητα, δεδομένου ότι η επικαρπία, εφόσον δεν έχει οριστεί διαφορετικά, αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή (άρθρα 1167 και 1168 ΑΚ) και επιστρέφει στον ψιλό κύριο εξ ιδίου δικαίου και όχι ως κληρονόμο, με την ένωση δε αυτή ο ψιλός κύριος καθίσταται πλήρης κύριος (ΑΠ 320/1980). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, νομίμως ασκείται και η κρινόμενη αντέφεση από τους ως άνω αρχικούς ψιλούς συγκυρίους και ήδη λόγω του θανάτου του επικαρπωτή πλήρεις συγκυρίους.

 

Με την ένδικη αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σπάρτης, ο ήδη αποβιώσας ... (αρχικώς πρώτος ενάγων), στη θέση του οποίου υπεισήλθαν, κατά τα προαναφερόμενα, οι πρώτος και δεύτερος των εφεσίβλητων - αντεκκαλούντες, καθώς και οι τελευταίοι (πρώτος και δεύτερος των εφεσίβλητων - αντεκκαλούντες - δεύτερος και τρίτος των εναγομένων αντίστοιχα) ισχυρίστηκαν ότι ο πρώτος από αυτούς κατέστη κύριος του επακριβώς περιγραφόμενου σε αυτήν (αγωγή) κατ’ είδος, θέση, έκταση και όρια ακινήτου, με παράγωγο τρόπο και δη αιτία κληρονομικής διαδοχής από τον αληθινό κύριο αυτού, ..., δυνάμει της νομίμως μεταγεγραμμένης υπ' αριθμ. ./1996 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σπάρτης .... Ότι ο αρχικώς πρώτος ενάγων μεταβίβασε το παραπάνω ακίνητο στους υιούς του, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων, κατά ψιλή κυριότητα, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, με παρακράτηση ισόβια της επικαρπίας, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ' αριθμ. ./1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σπάρτης .... Ότι το έτος 1998 ο εναγόμενος κατέλαβε το επακριβώς περιγραφόμενο κατ' είδος, θέση, έκταση και όρια στην αγωγή τμήμα του εν λόγω ακινήτου τους, εμβαδού 103,70 τ.μ. και έκτοτε το κατέχει άνευ δικαιώματος και εναντίον της θέλησης τους, χρησιμοποιώντας το ως χώρο στάθμευσης του γεωργικού του ελκυστήρα και σε αποθηκευτικό χώρο, αποβάλλοντας τους ίδιους αυθαίρετα από τη νομή τους, και αρνούμενος να τους το αποδώσει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις τους, προφορικώς, αλλά και εγγράφως. Ότι ο εναγόμενος έχει κατασκευάσει εντός του επιδίκου στέγαστρο ύψους 5 μέτρων και εμβαδού 40 τ.μ. περίπου χωρίς να προμηθευτεί την απαραίτητη οικοδομική άδεια, με αποτέλεσμα η κατασκευή να είναι αυθαίρετη. Ότι εξαιτίας της παράνομης κατακράτησης του επίδικου από τον κακόπιστο εναγόμενο, ο τελευταίος ωφελήθηκε από την εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης, στην οποία θα υποβαλλόταν για την μίσθωση άλλου παρόμοιου χώρου στάθμευσης και αποθήκευσης, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1999 (χρόνος κατάληψης επιδίκου) έως και τον Οκτώβριο του 2017 (χρόνος άσκησης της αγωγής), η οποία (δαπάνη) ανέρχεται, λαμβανομένης υπόψη και της μισθωτικής αξίας του επιδίκου εκ ποσού 80 ευρώ μηνιαίως, στο συνολικό ποσό των 18.080 ευρώ (226 μήνες χ 80 ευρώ). Ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της κυριότητας τους επί του ακινήτου αυτού υπέστησαν και ηθική βλάβη, πέραν της περιουσιακής ζημίας. Ότι η αξία του επίδικου τμήματος ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ. Βάσει των προαναφερθέντων, οι ενάγοντες ζήτησαν, κατόπιν μερικού περιορισμού των αιτημάτων τους από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί η επικαρπία του (αρχικώς) πρώτου ενάγοντος και η ψιλή συγκυριότητα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστου των δεύτερου και τρίτου εναγόντων επί του επιδίκου τμήματος και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους το αποδώσει, κατά το εμπράγματο δικαίωμα εκάστου, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να τους καταβάλει α) στον πρώτο αρχικώς πρώτο ενάγοντα ί) το ποσό των 18.080 ευρώ ως απόδοση ωφελημάτων, ήτοι για τα μισθώματα που αυτός εξοικονόμησε από την παράνομη κατακράτηση του ακινήτου κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ii) το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που αυτός υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αντιδίκου του, iii) το ποσό των 1.152,85 ευρώ, που αφορά το κόστος τακτοποίησης της αυθαίρετης κατασκευής, όπως ειδικότερα αναλύεται στο δικόγραφο της αγωγής σε ποσό 500 ευρώ για πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου, ποσό 15 ευρώ για παράβολο υπέρ TEE, ποσό 17,85 ευρώ για παράβολο υπέρ ΤΣΜΕΔΕ και ποσό 620 ευρώ για αμοιβή μηχανικού συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24% και συνολικά το ποσό των 19.732,85 ευρώ, καθώς και β) σε καθένα από τους δεύτερο και τρίτο ενάγοντες το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αντιδίκου τους, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος του αντιδίκου τους τα δικαστικά τους έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ' αριθμ.9/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς όλα τα αιτήματα της, πλην του ως άνω παρεπόμενου αιτήματος της για επιδίκαση τόκων, ακολούθως, κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, και αφενός αναγνωρίστηκαν ο μεν αρχικώς πρώτος ενάγων επικαρπωτής και οι δε δεύτερος και τρίτος ενάγοντες ψιλοί συγκύριοι του επιδίκου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος, ως προς τον οποίο έγινε δεκτό ότι το κατέλαβε και το κατέχει άνευ δικαιώματος, να τους το αποδώσει κατά τα παραπάνω δικαιώματα τους, αφετέρου δε υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον αρχικώς πρώτο ενάγοντα, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (θετικής και αποθετικής), το ποσό των 2.260 ευρώ, για ωφελήματα από τη χρήση του επιδίκου από τον Ιανουάριο του 1999 έως και τον Οκτώβρη του 2017 και το ποσό των 1.152,85 ευρώ, για την τακτοποίηση της αυθαίρετης κατασκευής του στεγάστρου, ενώ επιβλήθηκε σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 250 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται τώρα ο εκκαλών-εναγόμενος και οι αντεκκαλούντες -ενάγοντες για τους λόγους που αναφέρονται στη δικόγραφα της έφεσης και της αντέφεσης, αντίστοιχα, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, ο μεν, εκκαλών να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν η αγωγή, οι δε αντεκκαλούντες, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη ως προς τα εκκληθέντα αυτής κεφάλαια, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή και ως προς τα κεφάλαια αυτά.

 

Από το άρθρο 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος. ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν (ΑΠ 207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1344/2015). Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Κατόπιν αυτού, το εφετείο αποκτά εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 ΚΠολΔ, τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη και, παρά το ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, παραπονείται για το ότι η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, το εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, ακόμη και με αυτεπάγγελτη έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι εφικτή η κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι υπάρχει διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου, που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο. ΓΓ αυτό, η έφεση γίνεται δεκτή, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται και η αγωγή απορρίπτεται ως μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, ακόμη και χωρίς ειδικό παράπονο, διότι η απόφαση αυτή είναι για τον εκκαλούντα επωφελέστερη, σε σύγκριση με την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 140/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2017, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 591/2015, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007). Περαιτέρω, για την ενεργοποίηση αξίωσης προς αποζημίωση, αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ζημίας οποιουδήποτε είδους (θετική, διαφυγόν κέρδος κλπ), αφού χωρίς ζημία δεν νοείται γέννηση υποχρέωσης προς αποζημίωση. Εξάλλου, ως ζημία νοείται η διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του προσώπου που διαμόρφωσε η ζημιογόνος πράξη και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτή (ΑΠ 1512/2014). Στην κρινόμενη όμως υπόθεση, η εξιστορούμενη υπαίτια και παράνομη πράξη του εναγομένου (κατασκευή αυθαίρετου κτίσματος) δεν προκάλεσε βλάβη στο έννομο αγαθό της περιουσίας των εναγόντων, διότι σύμφωνα με το άρθρο 953 ΑΚ, τα οικοδομήματα, που, κατ' άρθρο 954 ΑΚ, αποτελούν συστατικά του κυρίου πράγματος, δηλαδή του οικοπέδου, ακολουθούν τη νομική τύχη αυτού και συνεπώς, η τυχόν κυριότητα των εναγόντων επί του επίδικου οικοπέδου επεκτείνεται και στο στέγαστρο που ανεγέρθηκε σ' αυτό. Έτσι, σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος περί καταβολής του χρηματικού προστίμου για τη νομιμοποίηση του αυθαίρετου στεγάστρου, θα επέρχετο καταστρατήγηση του αποκαταστατικού χαρακτήρα της αποζημίωσης, όπως αυτός συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 299 ΑΚ, αλλά και το όλο πνεύμα του δικαίου της αποζημίωσης, ο οποίος (χαρακτήρας) αποβλέπει κυρίως στην παροχή αντισταθμίσματος, εξισορροπητικού της ζημίας και όχι στον πλουτισμό εκείνου που ζημιώθηκε (ΑΠ 928/2019). Διαφορετική δε αντιμετώπιση θα είχε το αίτημα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καθαιρέσει το αυθαίρετο κτίσμα με δικές του δαπάνες, αίτημα όμως το οποίο, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στην ένδικη αγωγή ούτε ως επικουρικά προβαλλόμενο, δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε αγωγή, νόμιμη κατά το κονδύλιο τακτοποίησης του αυθαιρέτου, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και για το λόγο αυτό, σύμφωνα και με τις προεκτιθέμενες σκέψεις, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά την ως άνω διάταξη της, με την οποία κρίθηκε η αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο ορισμένη και νόμιμη, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την αγωγή κατά το εν λόγω κονδύλιο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), να την απορρίψει ως μη νόμιμη ως προς το κονδύλιο αυτό και χωρίς ειδικό παράπονο δεδομένου ότι με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών-εναγόμενος ζητά την εξαφάνιση της και την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλο πρέπει να αναφέρουν: ...3) το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία όλων των διαδίκων και των νομίμων αντιπροσώπων τους καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαδίκου που επιδίδει ή υποβάλλει το δικόγραφο και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία, τη διεύθυνση της έδρας τους, καθώς και τον αριθμό του φορολογικού μητρώου τους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα που στερούνται ικανότητα δικαστικής παράστασης αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής να κατονομάζεται στο δικόγραφο αυτής ο νόμιμος αντιπρόσωπος τους, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο αυτός διορίστηκε (βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία 2005 II § 54 αρ.4). Σε κάθε περίπτωση η συνδρομή ή όχι της ικανότητας δικαστικής παράστασης, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεσης της δίκης, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, ώστε να κριθεί αν συντρέχει ή όχι η προϋπόθεση αυτή (ΕφΠατρ 1148/2006 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου κατά το άρθρο 67 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν διαπιστωθεί η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας παράστασης στο Δικαστήριο που αποτελεί προϋπόθεση του κύρους ή του παραδεκτού των κατ' ιδίαν διαδικαστικών πράξεων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του δικαστικώς συμπαραστατουμένου, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναβάλει την πρόοδο της δίκης και να τάξει προθεσμία για την συμπλήρωση της έλλειψης αυτής (ΕφΛαρ 554/2004 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ρητά όχι μόνο το όνομα και τα λοιπά στοιχεία του δικαστικού συμπαραστάτη του αρχικώς πρώτου ενάγοντος ..., που τυγχάνει να είναι ο δεύτερος ενάγων αλλά και ότι ο δεύτερος ενάγων εκπροσωπεί τον υπό δικαστική συμπαράσταση αρχικώς πρώτο ενάγοντα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, έστω και χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης, έκρινε ορισμένη την αγωγή, ορθά εφάρμοσε το νόμο, ο δε σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστη, λόγω μη αναφοράς του αριθμού της δικαστικής απόφασης που έθεσε τον αρχικώς πρώτο  ενάγοντα υπό (πλήρη) δικαστική συμπαράσταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση, ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται ως αλυσιτελής, γιατί προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού μετά το θάνατο του αρχικώς πρώτου ενάγοντος επικαρπωτή, όπως αναφέρθηκε, το αγωγικό αίτημα για την αναγνώριση της επικαρπίας του επί του επιδίκου καθίσταται άνευ αντικειμένου.

 

Από την υπ' αριθμ. ./2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., την υπ' αριθμ. ./2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Σπάρτης ..., τις υπ' αριθμ.. και ./2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ...  ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σπάρτης και την υπ' αριθμ..../2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ... ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Σπάρτης, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, τις υπ' αριθμ......../2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Σπάρτης ..., που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος, ληφθείσες άπασες (ένορκες βεβαιώσεις) μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εκατέρωθεν διαδίκων και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, στα οποία περιλαμβάνονται, κατ' άρθρο 444 παρ. 1 περ. γ' ΚΠολΔ, οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από αυτούς φωτογραφίες, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ..., πατέρας του αρχικώς πρώτου ενάγοντος και παππούς των λοιπών εναγόντων και του εναγομένου, απεβίωσε την 9-4-1995 στην Τραπεζοντή Λακωνίας. Δυνάμει της υπ' αριθμ. ./1996 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σπάρτης ..., νομίμως μεταγεγραμμένης, ο αρχικώς πρώτος ενάγων, πατέρας των λοιπών εναγόντων, κατέστη αποκλειστικός κύριος αποδεχθείς την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος, η από 20-10-1975 ιδιόγραφη διαθήκη του οποίου, δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ../22-9-1995 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, μεταξύ άλλων κληρονομιαίων στοιχείων, ενός οικοπέδου μετά της εντός αυτού παλαιάς ανώγειας οικίας, εμβαδού 893,70 (789,80+ 103,70) τ.μ., ευρισκόμενου στον οικισμό Τραπεζοντής Λακωνίας, το οποίο συνορεύει νοτιοδυτικά εν μέρει με κοινοτική οδό και εν μέρει με ιδιοκτησία εναγομένου, νοτιοανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία εναγομένου και με τον παλιό ξυλόφουρνο αυτού και εν μέρει με κοινοτική οδό, βορειοανατολικά με κοινοτικό υδραύλακα και πέραν αυτού εν μέρει με κοινοτική οδό και εν μέρει με ιδιοκτησία Αναστασίου Βαλκανά και βορειοδυτικά με ιδιοκτησία ..., όπως τούτο αποτυπώνεται με τα στοιχεία 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, Β, Α, 18, 20, 1 στο από Οκτωβρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού .... Ακολούθως, ο αρχικώς πρώτος ενάγων, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ' αριθμ../1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σπάρτης ..., μεταβίβασε στα δύο τέκνα του με γονική παροχή την ψιλή κυριότητα του εν λόγω οικοπέδου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στο καθένα από αυτά (δεύτερος και τρίτος των εναγόντων), διατηρώντας το δικαίωμα της επικαρπίας επ' αυτού εφ' όρου ζωής. Εξάλλου, με την παραπάνω διαθήκη του ο ... εγκατέστησε κληρονόμο του και τον ..., αδελφό του εναγομένου, στον οποίο κατέλιπε ένα ακίνητο με ισόγεια παλαιά οικία εμβαδού 80 τ.μ., με τα συστατικά και τα παραρτήματα της και την εν γένει περιοχή της, κτισμένη σε οικόπεδο, έκτασης 80 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού της Τραπεζοντής Λακωνίας και συνορεύει ανατολικά και βόρεια με ιδιοκτησία ... και νότια και δυτικά με κοινοτικό δρόμο. Ο δε τελευταίος με την υπ' αριθμ..../14-3-1996 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σπάρτης ..., νομίμως μεταγεγραμμένη, αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά του παππού του και με το υπ' αριθμ../14-3-1996 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένο, μεταβίβασε αυθημερόν το εν λόγω κληρονομιαίο ακίνητο, λόγω δωρεάς, στον πατέρα του … κατά το δικαίωμα της ισόβιας επικαρπίας και στον εναγόμενο αδελφό του κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας. Το έτος 1998 ο εναγόμενος κατέλαβε παράνομα και αυθαίρετα τμήμα του νοτιοδυτικού μέρους του προαναφερθέντος οικοπέδου των εναγόντων, εμβαδού 103,70 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ως άνω μηχανικού με τα στοιχεία και αριθμούς Α, 18, 17, 16, Β, Α και συνορεύει νοτιοανατολικά εν μέρει με παλιό ξυλόφουρνο ιδιοκτησίας εναγομένου και εν μέρει με βορειοδυτική πλευρά οικοπέδου εναγομένου, βορειοανατολικά και βορειοδυτικά με υπόλοιπο ακίνητο ιδιοκτησίας των εναγόντων και νοτιοδυτικά με κοινοτική οδό. Μάλιστα, ο εναγόμενος κατασκεύασε στέγαστρο ύψους 5 μέτρων και εμβαδού 40 τ.μ. περίπου και διαμόρφωσε το επίδικο σε χώρο στάθμευσης του γεωργικού του ελκυστήρα και σε αποθηκευτικό χώρο περιφράσσοντας αυτό γύρωθεν με πέτρινη μάντρα και γκαραζόπορτα. Βέβαια, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το έτος 1970 ο ... θέλησε δια λόγου να διανείμει την περιουσία του και όρισε ότι από τις δύο οικίες που είχε στην κυριότητα του μέσα στον οικισμό της Τραπεζοντής, η ισόγεια δυτικά κείμενη να περιέλθει στον υιό του ..., πατέρα του εναγομένου, ενώ την άλλη την προόριζε για τον έτερο υιό του -αρχικώς ενάγοντα. Ότι η οικία αυτή, μαζί με τον ξυλόφουρνο και δύο σειρές από δώδεκα (12) πορτοκαλεόδεντρα που βρίσκονται στην πίσω πλευρά της, βόρεια δηλαδή από και σε συνέχεια με αυτή, περιήλθαν αμέσως στη νομή και κατοχή του πατέρα του ..., ο οποίος εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του (σύζυγο και τα δυο του τέκνα, ήτοι τον ... και τον εναγόμενο), αποτελώντας μέχρι το θάνατο του, την 17-11-2015, τη μοναδική οικογενειακή κατοικία του. Ότι από το έτος αυτό (1970) ο πατέρας του ... καλλιεργούσε τα δώδεκα πορτοκαλεόδεντρα, συνέλεγε τους καρπούς του και στάθμευε τον γεωργικό ελκυστήρα του στον χώρο αυτό, ο οποίος ταυτίζεται πλήρως με το επίδικο. Ότι με τη συνεχή, ακώλυτη και απόλυτα εμφανή νομή του επίδικου από τον πατέρα του ..., με διάνοια κυρίου, από το έτος 1970 και έως τον χρόνο του θανάτου του την 17-11-2015, κατέστη αυτός κύριος του επίδικου πρωτότυπα, με τη συνδρομή στο πρόσωπο του των προσόντων της έκτακτης χρησικτησίας, ήδη από το έτος 1990, οπότε και συμπληρώθηκε η εικοσαετής νομή του σ' αυτό. Ότι αν και στο υπ' αριθμ../1996 δωρητήριο συμβόλαιο αναγράφεται ότι μεταβιβάζεται από τον ... μόνο η οικία εμβαδού 80 τ.μ. σε οικόπεδο έκτασης 80 τ.μ., αληθές είναι ότι μεταβιβάστηκε συνολικό οικόπεδο 300 τ.μ. περίπου, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου. Ότι μετά το θάνατο του πατέρα του επελήφθη της νομής του επιδίκου ως κληρονόμος του ο ίδιος (εναγόμενος), ο οποίος συνεχίζει να ασκεί τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής και κατοχής μέχρι και σήμερα. Ότι με τον τρόπο αυτό κατέστη αποκλειστικός κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο και πάντως και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, λόγω της συμπλήρωσης υπερεικοσαετούς νομής επ' αυτού, με συνυπολογισμό του δικού του χρόνου νομής στο χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου πατέρα του. Ο ισχυρισμός όμως αυτός του εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, ουδόλως υπήρξε - άτυπη παραχώρηση κατά κυριότητα από τον παππού ... προς τον πατέρα του εναγομένου ... της ισόγειας οικίας (δυτικά του ακινήτου του), αλλά μόνο παραχώρηση αυτής κατά χρήση ως κατοικίας (φιλοξενία). Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το ίδιο το περιεχόμενο της συνταχθείσας το έτος 1975 διαθήκης του, η οποία δεν δίνει το παραμικρό δικαίωμα επί της ισόγειας οικίας στον υιό του ..., αλλά εγκαθιστά ως κληρονόμο του επ' αυτής τον εγγονό του ..., αδελφό του εναγομένου. Εξάλλου, τόσο στην υπ' αριθμ../1996 πράξη αποδοχής κληρονομιάς όσο στο υπ' αριθμ../1996 δωρητήριο συμβόλαιο, που αναφέρθηκαν παραπάνω, αναγνωρίζεται ρητά ότι ο ... ήταν κύριος της εν λόγω οικίας μέχρι το θάνατο του που επισυνέβη την 9-4-1995. Ο εναγόμενος άλλωστε δεν δίνει καμία πειστική εξήγηση για ποιο λόγο το έτος 1996 ο πατέρας του ... δέχθηκε να λάβει με το άνω δωρητήριο συμβόλαιο μόνο την επικαρπία του ακινήτου αυτού, ενώ κατά τους ισχυρισμούς του ήδη από το έτος 1990 ήταν κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Το γεγονός δε ότι την 6-7-1972 ο ως άνω ... σε τοπογραφικό σκαρίφημα που συνόδευε την υπ' αριθμ../25-7-1972 άδεια δόμησης εμφάνισε ως κύριο, μέρους της ιδιοκτησίας του συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου, τον πατέρα του  εναγομένου ... δεν αρκεί για να ανατρέψει το παραπάνω συμπέρασμα του Δικαστηρίου. Τούτο διότι σε μεταγενέστερο χρόνο και δη την 29-6-1974 ο ίδιος ως άνω ... με τοπογραφικό σκαρίφημα του ιδίου μηχανικού ... που   επισυνάπτεται σε παρόμοια (υπ' αριθμ../1974) άδεια δεν εμφανίζει ουδόλως ιδιοκτησία ..., αλλά μόνο δική του. Σε κάθε περίπτωση, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι ο ... άφησε στον εγγονό του ... έκταση πέραν του κατασκευασμένου φούρνου. Αντίθετα, η καταληφθείσα στον ... έκταση περιγράφεται με σαφήνεια στη διαθήκη του άνω διαθέτη, στην οποία αναφέρεται ως όριο αυτής ο ξυλόφουρνος, αποκλειομένου οποιουδήποτε δικαιώματος του κληρονόμου ... επί του επιδίκου.

 

Επιπροσθέτως, το ακίνητο που περιγράφεται στη διαθήκη του ... ταυτίζεται με αυτό που περιγράφεται στους προαναφερόμενους διαδοχικούς τίτλους του εναγομένου και του δικαιοπαρόχου του (δήλωση αποδοχή κληρονομιάς και δωρητήριο συμβόλαιο). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί χρήσης του επιδίκου ως χώρου στάθμευσης για το χρονικό διάστημα μέχρι το έτος 1997 τουλάχιστον αντικρούεται επαρκώς από την προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες από 8-1-2018 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του πολιτικού μηχανικού ..., στην οποία βεβαιώνεται η ύπαρξη, κατά τα έτη 1987 και 1997, δέντρων στο μεγαλύτερο μέρος του επιδίκου και δεν διακρίνεται πόρτα στη δυτική του πλευρά, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η δυνατότητα εισόδου τρακτέρ ή οποιουδήποτε άλλου οχήματος. Επομένως, δεν αποδείχθηκε η τέλεση πράξεων νομής από τον εναγόμενο ή τον πατέρα αυτού επί του επιδίκου μέχρι και το έτος 1997. Το Πρωτοβάθμιο συνεπώς Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνώρισε την επικαρπία του αρχικώς πρώτου ενάγοντος και την ψιλή κυριότητα των δεύτερου και τρίτου εναγόντων στο επίδικο εδαφικό τμήμα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις που τέθηκαν υπόψη του, γι' αυτό ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ακόμη, ο εναγόμενος προς απόκρουση της ένδικης αγωγής προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου νομότυπα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, την οποία επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του. Με την ένσταση του αυτή ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες γνώριζαν τις πράξεις, τις οποίες ο ίδιος (εναγόμενος) και προηγουμένως ο δικαιοπάροχος πατέρας του ..., πραγματοποίησαν εντός του τμήματος ακινήτου που τους ανήκε, χωρίς να προβάλλουν δικαίωμα κυριότητας επ' αυτού μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, γεγονός που καθιστά καταχρηστική την άσκηση της. Ωστόσο, ουδόλως αποδείχτηκε ότι οι αναφερόμενες πράξεις του εναγομένου έγιναν εν γνώσει των εναγόντων, οι οποίοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού (Καναδά), ώστε να δικαιολογείται η πεποίθηση στον ενιστάμενο εναγόμενο, ότι δεν θα ασκηθεί το ένδικο δικαίωμα. Ειδικότερα, οι ολιγοήμερες διακοπές των εναγόντων στην Ελλάδα, πολλές φορές εκτός του χωριού όπου βρίσκεται το επίδικο και οι σπανιότατες επισκέψεις του δεύτερου εναγομένου (τρεις φορές σε όλη του τη ζωή) δεν τους επέτρεπε προφανώς να εποπτεύουν επισταμένως το επίδικο. Μόλις όμως πληροφορήθηκαν τις ενέργειες του εναγομένου προέβαλαν διαμαρτυρία και εναντίωση, κυρίως ο αρχικώς πρώτος ενάγων, ενώ ο εναγόμενος τους καθησύχαζε, υποσχόμενος ότι θα απομακρυνθεί από τον επίδικο χώρο όταν θελήσουν να πωλήσουν το ακίνητο τους. Το έτος 2017 οι ενάγοντες, ενδιαφερόμενοι να πωλήσουν το οικόπεδο τους στην Τραπεζοντή, έδωσαν εντολή σε μηχανικό να εκπονήσει τοπογραφικό διάγραμμα τούτου, οπότε τέθηκε εκ νέου το ζήτημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επιδίκου. Για το λόγο αυτό, έχοντας εξαντλήσει κάθε περιθώριο ανοχής, σεβόμενοι τη συγγενική τους σχέση, ζήτησαν επιτακτικά πλέον από τον εναγόμενο με επίδοση σ' αυτόν εξώδικης πρόσκλησης-διαμαρτυρίας να τους αποδώσει το επίδικο. Κατόπιν τούτων, δεν αποδείχθηκαν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι οι ενάγοντες δημιούργησαν στον εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα εγείρουν διεκδικητική αγωγή, ώστε η αντίθετη τωρινή ενέργεια τους να συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων που μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν καθίσταται η άσκηση εκ μέρους των εναγόντων του ενδίκου δικαιώματος καταχρηστική. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγόντων και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση ως ουσία αβάσιμη δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, εξαιτίας της αυθαίρετης κατάληψης και χρήσης του ως άνω ακινήτου, ο εναγόμενος όντας κακόπιστος, κατά τα προεκτεθέντα, υπέχει από τον χρόνο αυτό, δηλαδή από τον Ιανουάριο του 1999, μέχρι και τον Οκτώβριο του 2017 ευθύνη για τα ωφελήματα του, συνιστάμενα στη μισθωτική αξία του ακινήτου, η οποία λαμβανομένου υπόψη του είδους του, της έκτασης του, της θέσης του και των μισθωτικών συνθηκών της περιοχής, ενόψει του ότι στην Τραπεζοντή, όπως και σε όμοιες αγροτικές περιοχές ούτε συνηθίζεται ούτε και υπάρχουν χώροι στάθμευσης των γεωργικών ελκυστήρων σε ξένα ακίνητα, ανέρχεται στο ποσό των 10 ευρώ μηνιαίως. Επομένως, τα ωφελήματα που ο εναγόμενος είχε από την χρήση του επίδικου ακινήτου, δηλαδή τα μισθώματα, που θα δαπανούσε αυτός για την εκμίσθωση όμοιου ακινήτου και τα οποία τελικώς εξοικονόμησε, ανέρχονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στο ποσό των (226 μήνες χ 10 ευρώ/μήνα) 2.260 ευρώ, απορριπτόμενων ως αβασίμων του σχετικού λόγου έφεσης και αντέφεσης σχετικά με το ύψος της μισθωτικής αξίας του ακινήτου αυτού. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η επίδικη αξίωση των εναγόντων προς απόδοση των ωφελημάτων για το παραπάνω χρονικό διάστημα, υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή κατ' άρθρο 250 περ. 17 ΑΚ. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του εναγομένου είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί η εκ του άρθρου 1096-1098 ΑΚ αξίωση προς απόδοση των ωφελημάτων, κατά την κρατούσα γνώμη σε νομολογία και θεωρία, υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ (ΑΠ 508/2011 ΧρΙΔ 2012.39, ΑΠ 427/2009 ΕλλΔνη 2009.1406, ΕφΑΘ 427/2009 ΕλλΔνη 2011.581, ΕφΛαρ 28/2002 Δικογραφία 2002.202, ΕφΠειρ 396/2014, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία του ΑΚ, τόμ. II, έκδ. 2013, άρθρο 1096, αρ. 7, σελ. 258 και άρθρα 1098-1099, αρ. 6, σελ. 262, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, τόμ. V, άρθρα 1096-1100, αρ. 83, σελ. 597 και Βαθρακοκοίλης, Ερμ-Νομ. ΑΚ, τόμ. Δ', άρθρο 1096, αρ. 11, σελ. 667). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με τις ίδιες ως άνω αιτιολογίες, απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγομένου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, με τον τρίτο λόγο της έφεσης του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 937 εδ. α' ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε, όμως, περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου, σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως, που προήλθε από αδικοπραξία, είναι η γνώση από τον παθόντα, τόσο της ζημίας, όσο και του υπαιτίου προς αποζημίωση, δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 72/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγόμενου, η οποία για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την προπαρατεθείσα διάταξη, πρέπει να αναφέρει το χρόνο κατά τον οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση και τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής. Το δικαστήριο δε μπορεί να δεχθεί μετά από εκτίμηση των αποδείξεων μεταγενέστερο χρόνο έναρξης της παραγραφής, όχι όμως και το αντίστροφο (ΑΠ 1239/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 996/2014, ΑΠ 901/2014 ΧρΙΔ 2014.734, Εφ Αθ 1008/2015). Με τον τέταρτο μόνο λόγο αντέφεσης οι αντεκκαλούντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι εσφαλμένα δέχθηκε ως ορισμένη την ένσταση του αντεφεσιβλήτου περί παραγραφής της αξίωσης τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τη γενομένη αδικοπραξία, την οποία κατόπιν δέχθηκε και στην ουσία και απέρριψε την αγωγή τους κατά το κονδύλιο αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη για το ορισμένο της ένστασης παραγραφής απαιτείται να αναφέρεται από τον ενιστάμενο ο χρόνος που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση και ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος - αντεφεσίβλητος ορισμένα πρόβαλε την ένσταση παραγραφής αφού ανέφερε όλα τα ανωτέρω στοιχεία για το ορισμένο αυτής και ως εκ τούτου το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αυτήν ορισμένη ορθά το νόμο εφήρμοσε.

 

Κατά το προηγούμενο του νόμου 4055/2012 νομικό καθεστώς είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδάφ. α', 221 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρ. 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημα της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχή του (ΑΠ Ολομ. 23-24/2004, ΑΠ Ολομ. 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010). Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι "ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος", αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: "Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ' εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ' εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης". Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι' αυτό και εδώ ενθαρρύνεται  και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που  ηττήθηκε,  αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος. .. μρατην επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι' αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ' αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ' εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ' εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017 ΕλΔνη 2018,102, ΑΠ 1059/2017 ΕλΔνη 2017, 1692, ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 443/2018). Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 2055/2012 και ισχύει από 2-4-2012) ουδόλως συνάγεται ότι για την επιδίκαση τόκων επιδικίας θα πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερο σχετικό αίτημα στην αγωγή, αφού η υποχρέωση καταβολής τόκων επιδικίας προκύπτει απευθείας από το νόμο και όταν το δικάζον δικαστήριο επιδικάζει την απαίτηση με την υποχρέωση καταβολής του νομίμου τόκου, νοείται ο νόμιμος τόκος επιδικίας για τον οποίο δεν απαιτείται ρητή αναφορά στην δικαστική απόφαση. Αντιθέτως ρητή αναφορά απαιτείται όταν το δικαστήριο κατ' εξαίρεση επιδικάζει απαίτηση με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, όπως επί χρηματικών απαιτήσεων για τις οποίες υφίσταται εύλογη αντιδικία (ΜονΕφΘ 478/2017 αδημ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αντέφεσής τους οι αντεκκαλούντες-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, με το να απορρίψει ως μη νόμιμο το αίτημα της αγωγής τους περί επιδίκασης τόκων επιδικίας, με την αιτιολογία ότι το άρθρο 346 ΑΚ προϋποθέτει καταψηφιστική αγωγή. Ο λόγος αυτός της αντέφεσης είναι βάσιμος, διότι, όπως προαναφέρθηκε ο τόκος επιδικίας του άρθρου 346 ΑΚ αφορά προδήλως, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι' αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφιση της είτε η αναγνώριση της οφειλής της. Συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της αντέφεσης πρέπει κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη.

 

Οι αντεκκαλούντες-ενάγοντες, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αντεφέσεώς τους, διατυπώνουν την αιτίαση περί εσφαλμένου υπολογισμού των δικαστικών εξόδων, που τους επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση (250 ευρώ), κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος τους, ενώ ορθά κρίνοντας θα έπρεπε να τους επιδικαστεί το ποσό των 800 ευρώ, που αποτελεί το σύνολο της αληθούς δαπάνης τους. Ο λόγος αυτός, όμως, ελέγχεται ως αβάσιμος κατ' ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί, διότι, αφενός μεν σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση μερικής νίκης και ήττας εκατέρωθεν, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός, αφετέρου δε εν προκειμένω το ποσό των 250 ευρώ τελεί σε αρμονία προς το μέρος της αγωγής, κατά το οποίο αυτή έγινε δεκτή, σε συνδυασμό με τους διαγραφόμενους στα άρθρα 63 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων κανόνες υπολογισμού των αποδοτέων στους διαδίκους δαπανών και δικηγορικών αμοιβών.

 

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι κρινόμενες έφεση και αντέφεση ως βάσιμες κατ' ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της για την ενότητα της εκτέλεσης, να κρατηθεί στη συνέχεια η υπόθεση για εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσία βάσιμη, να αναγνωρισθεί ότι οι εφεσίβλητοι- αντεκκαλούντες είναι συγκύριοι του επιδίκου κατά ποσοστό 50% έκαστος και να υποχρεωθεί ο εκκαλών-αντεφεσίβλητος να τους το αποδώσει καθώς και να αναγνωρισθεί ότι ο εκκαλών-αντεφεσίβλητος υποχρεούται να καταβάλει στους εφεσίβλητους-αντεκκαλούντες το ποσό των 2.260 ευρώ κατά το αναλογούν μερίδιο τους, ήτοι σε έκαστο από αυτούς το ποσό των 1.130 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-εφεσιβλήτων-αντεκκαλούντων σε βάρος του αντιδίκου τους, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Πρέπει, τέλος, ενόψει της παραδοχής της έφεσης να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρο 495 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 1-4-2020 έφεση και την από 10-7-2020 αντέφεση (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./25-5-2020 και ΑΝ.ΦΜ../10-7-2020, αντίστοιχα), αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και εν μέρει κατ' ουσίαν.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθμ.9/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπάρτης.

 

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εφεσίβλητοι-αντεκκαλούντες είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός ακινήτου εμβαδού 103,70 τ.μ., ευρισκόμενου εντός των ορίων οικισμού Τραπεζοντής Λακωνίας, όπως αυτό περιγράφεται στο από Οκτωβρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ... με τα στοιχεία και αριθμούς Α, 18, 17, 16, Β, Α.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εκκαλούντα-αντεφεσίβλητο να αποδώσει το παραπάνω ακίνητο στους εφεσίβλητους-αντεκκαλούντες.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εκκαλών-αντεφεσίβλητος υποχρεούται να καταβάλει σε έκαστο των εφεσιβλήτων-αντεκκαλούντων το ποσό των χιλίων εκατόν τριάντα (1.130) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα-αντεφεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων-αντεκκαλούντων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα.

 

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στη Σπάρτη την 26-2-2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ