ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΠειρ 491/2023

 

Εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές - Σύμβαση ναύλωσης «γυμνού πλοίου» -.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Σύμβαση ναύλωσης «γυμνού πλοίου»· ο κύριος του πλοίου-εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου. Με το άρθρο 105 § 1 ΚΙΝΔ προβλέπεται η από κοινού υποβολή δήλωσης κυρίου και εφοπλιστή πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως. Από τη στιγμή που δεν έλαβε χώρα η παραπάνω δήλωση εφοπλισμού επέρχεται η συνέπεια του άρθρου 105 § 3 ΚΙΝΔ· Η εναγομένη κυρία του πλοίου τεκμαίρεται μαχητώς ότι εκμεταλλεύεται το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό της· το μαχητό αυτό τεκμήριο αφορά στις σχέσεις αυτού που εκμεταλλεύεται το πλοίο με τους τρίτους και όχι στις σχέσεις ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και σε αυτόν που το εκμεταλλεύεται. Οι τελευταίες αυτές σχέσεις διέπονται από τη μεταξύ τους συμφωνία. Μη ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 105 § 3 ΚΙΝΔ από την εναγομένη και κατά λογική ακολουθία ευθύνη της τελευταίας ως πλοιοκτήτριας για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης.

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης  491/2023

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σταυρούλα Δεδικούση, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Μαρίνα Γρηγοριάδου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 6η Δεκεμβρίου 2022, για να δικάσει την αγωγή χρέους, μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία … ΑΒΕΕ», με Α.Φ.Μ. ... που εδρεύει στον Πειραιά, επί των οδών …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει του από 15.03.2022 πρακτικού Δ.Σ., που φέρει θεώρηση του γνησίου των υπογραφών, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λ. Καλτσά, κάτοικο Πειραιά, επί της οδού ., που προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία " ….που εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους (Vista Corporate Services Centre………και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου .. από την αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία … που εδρεύει, κατά το καταστατικό της, στη… πραγματικά δε στον Πειραιά, επί της οδού ….. αριθ. , όπου διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει της από 02.03.2022 εξουσιοδότησης, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……, κάτοικο Πειραιά, επί της οδού … που προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

 

Η ενάγουσα κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 14.12.2021 αγωγή της, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σ' αυτήν και έλαβε αριθμό κατάθεσης …….. προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, ως άνω σημειώνεται.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 5/2012, ΕφΠειρ 299/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει, κατά τρόπο έκδηλο, προς εκείνον προς τον οποίο γίνεται η δήλωση ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει με σαφήνεια ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η, κατά τον τρόπο αυτό, φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητά δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Επομένως, ο εναγόμενος, προτείνων προς απόρριψη της κατ' αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητά στο όνομα άλλου είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 929/2004, ΕφΠειρ 5/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, προσλαμβάνουσες ειδικότερα τις μορφές των συμβάσεων: α) τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, είσπραξης των ναύλων, πληρωμής των εξόδων και συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Μάλιστα, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο -αν όχι αποκλειστικό - σκοπό έχουν τη διαχείριση πλοίων ετέρων, ενώ, ήδη το έτος 1988, το "Baltic and International Maritime Council" (BIMCO) δημοσίευσε σχετικά ειδικό τύπο σύμβασης για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα δε με την οικεία σύμβαση, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση του πλοίου του στο διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου, σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται, όμως, να λάβει τη συναίνεση του, όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή, ενώ ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους, στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δηλαδή είναι άμεσος αντιπρόσωπος αυτού. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρεί ο διαχειριστής, στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ), δηλαδή ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ιδιότητα του αυτή, και ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές (ΕφΠειρ 497/2013, ΕφΠειρ 5/2012, ΕφΠειρ 940/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μονο, όταν δε δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002, ΕφΠειρ 497/2013. ΕφΠειρ 5/2012, ΕφΠειρ 468/2011, ΕφΠειρ 832/2008. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 ν.δ/τος 2.687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σε αυτή (άρθρο 1 ν. 791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών αναλαμβάνει συνήθως αλλοδαπή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 ν. 814/1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 77/2008, ΕΝΔ 2008, σ. 211). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή -όπως παραδεκτά διορθώθηκε, κατ' άρθρο 224 εδ. β' ΚΠολΔ, ως προς επουσιώδη στοιχεία της και συγκεκριμένα τις ημερομηνίες έκδοσης ορισμένων εκ των ένδικων δελτίων αποστολής εμπορευμάτων - η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι. στο πλαίσιο άσκησης της εμπορικής της δραστηριότητας, συνήψε με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία, νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό … και ΔΔΣ …. δεξαμενόπλοιου. … και εκπροσωπούμενη από τη διαχειρίστρια του πλοίου αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία …… εδρεύουσα, ωστόσο, πραγματικά στην Ελλάδα, κατά τα έτη 2020 έως 2021, διαδοχικές προφορικές συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων/εφοδίων για την κάλυψη των αναγκών ναυσιπλοΐας του οικείου πλοίου. Ότι εξέδωσε στο όνομα της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας - ενεργούσας, όμως, αυτής ως άμεσης αντιπροσώπου, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας, όπως προέκυπτε και από τη σχετική εγγραφή στο αρμόδιο νηολόγιο -τα επισυναπτόμενα στην αγωγή οκτώ (8) τιμολόγια, πληρωτέα, κατόπιν συμφωνίας, εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοσή τους, με αριθμούς ./28.04.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ΄./10.08.2020, ./21.01.2021, συνολικού ποσού εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (124.970,84 €) [2.330 + 32.010,32 + 21.602,66 + 21.602,66 + 25.482,66 + 7.643,70 + 13.528,80 + 770,04], στα οποία αναγράφονται το είδος εκάστου εμπορεύματος, η ποσότητα αυτών, η τιμή μονάδας εκάστου και η συνολική αξία. Ότι παρέδωσε τα ένδικα εμπορεύματα στο οικείο πλοίο, εκδοθέντων των σχετικών δελτίων αποστολής, απάντων δε φερόντων την υπογραφή του πλοιάρχου. Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς τη διαχειρίστρια της εναγομένης, η τελευταία δεν έχει εξοφλήσει τα οικεία τιμολόγια, καθιστάμενη, ως εκ τούτου, υπερήμερη.: Για τους λόγους αυτούς, η ενάγουσα ζητεί - κατόπιν παραδεκτού, κατ' άρθρα 223 εδ. β', 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ, μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, σε έντοκο αναγνωριστικό - κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (124.970,84 €), νομιμότοκα από την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την έκδοση έκαστου ένδικου τιμολογίου, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας και διασυνοριακές διαστάσεις, καθόσον η εναγομένη εδρεύει στην αλλοδαπή, κατά το ελληνικό δε δικονομικό δίκαιο (lex fori) - κατά το οποίο διερευνάται η ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ' ουσία, που εξετάζονται, πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΠειρ 542/2012, ΕφΑΘ 5.009/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) - κρίνεται ότι παραδεκτά ασκήθηκε αυτή, εντός της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 εδ. α' ΚΠολΔ εξηκονθήμερης προθεσμίας ενέργειας (βλ. σχετ. Ν. Κλαμαρή, Η νέα τακτική διαδικασία υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης, σε συλλογικό έργο Η νέα τακτική διαδικασία, εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 19, επισημ. 94 - 95, Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια, εκδ. Σάκκουλα, 2019, άρθρο 215, σ. 23, Π. Γιαννόπουλο, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1.393/2007, εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 16 - 23), με την επίδοση αντιγράφου της στον πλοίαρχο του ένδικου πλοίου, ενεργούντος ως αντίκλητου αυτού και άρα δεκτικού παραλαβής δικογράφων αναγόμενων στον κύκλο εργασιών του οικείου πλοίου (βλ. σχετ. τη με αριθμό ./28.12.2021 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δικαστικής ., σε συνδυασμό με το με αριθμό πρωτ. ./14.03.2022 έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά) - μη διεκδικούντων, ως εκ τούτου, εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 134 ΚΠολΔ - και για το παραδεκτό της συζήτησης της τηρήθηκε η νόμιμη, προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 6 παρ. 1 περιπτ. β' και 7 ν. 4.640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις κ.λπ. διατάξεις» διαδικασία περί διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς (βλ. σχετ. τα από 15.12.2021 και 24,03.2022 έγγραφο ενημέρωσης και πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ αντίστοιχα, νόμιμα υπογεγραμμένα), ενώ στο δικόγραφο αυτής παραδεκτά σωρεύονται περισσότερες αγωγικές αξιώσεις (άρθρο 218 παρ. 1  ΚΠολΔ).

 

Για την εκδίκαση δε της υπό κρίση αγωγής, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, τεκμαιρόμενη, εξάλλου, από τη νόμιμη παράσταση της εναγομένης, διά της νομότυπης κατάθεσης προτάσεων, χωρίς να προβάλει σχετική ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 εδ. β' ΚΠολΔ, βλ. αντί άλλων ΑΠ 1.288/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρμόδια, δε, εισάγεται αυτή προς συζήτηση, ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου [άρθρα 7, 8, 9 εδ. α', β' και γ', 10, 14 παρ. 2 και 15 -εξ αντιδ.- 33 εδ. α' ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περιπτ. α', 2 και 3Α και Β περιπτ. ε' ν. 2.172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς], με την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, δεδομένου ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου (“lex causae"), το οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, τυγχάνει το ελληνικό: α) ως προς το ζήτημα αντιπροσώπευσης της εναγομένης, κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων πώλησης, από τη διαχειρίστρια του πλοίου αλλοδαπή εταιρεία, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία εντός της χορηγηθείσας σ' αυτόν πληρεξουσιότητας, σύμφωνα με την γενικά αποδεκτή αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΑΠ 777/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι η οικεία έννομη σχέση εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης 80/934/ΕΟΚ της Ρώμης του 1980 «περί Συμβατικών Ενοχών», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 1.792/1988 - όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 («Ρώμη I») «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», άρθρο 1 παρ. 2 περιπτ. ζ' - β) ως προς τις ένδικες συμβάσεις πώλησης αγαθών και ελλείψει επίκλησης επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, κατ' άρθρο 3 Καν. «Ρώμη I», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της (άρθρο 4 παρ. 1 περιπτ. α' Καν. «Ρώμη I»), δεδομένου ότι οι διατάξεις του οικείου Κανονισμού τυγχάνουν εφαρμογής, στην προκείμενη περίπτωση, παρότι η ενάγουσα, ως εδρεύουσα σε τρίτο, εκτός Ε.Ε. και μη συμβαλλόμενο κράτος, δε δεσμεύεται από αυτές ούτε υπόκειται στην εφαρμογή τους, διότι, λόγω του οικουμενικού τους χαρακτήρα, που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού, έχουν αντικαταστήσει τους εθνικούς κανόνες σύγκρουσης των κρατών μελών της Ε.Ε., που συμμετείχαν στη θέσπιση του και άρα και τους αντίστοιχους κανόνες του ημεδαπού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές, που υπάγονται στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του (βλ. σχετ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, εκδ. γ', σ. 178). Ενόψει δε της εφαρμογής του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 297 εδ. α', 298 εδ. α', 330 εδ α', 340, 341 εδ. α', 345 εδ. α', 346, 361, 513 και 516 ΑΚ, 68, 70, 106, 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί προσωρινής εκτελεστότητας της παρούσας, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο -κατόπιν του μερικού περιορισμού του αιτήματος σε αναγνωριστικό - διότι εκτελεστές δύνανται να κηρυχθούν μόνο καταψηφιστικές και όχι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο, που απορρέει από αυτές και στις οποίες δε νοείται η διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. σχετ. αντί άλλων ΕφΘεσ 356/1994, ΕφΠειρ 1.014/1992, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το επικουρικό αίτημα για την έναρξη της τοκογονίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής εξακολουθεί να είναι νόμιμο και ως προς το αναγνωριστικό αίτημα αυτής, διότι αφενός ως προς τον κατ' άρθρο 345 ΑΚ τόκο υπερημερίας η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικό, βλ. σχετ. αντί άλλων ΑΠ 315/2010, ΑΠ 888/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) - καταλύουσα αναδρομικά την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστική πράξη, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση - δε συνεπάγεται άρση, αναδρομική ή μη των κατά τη διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ έννομων συνεπειών της υπερημερίας του οφειλέτη, η οποία, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 342 ΑΚ, μετά την ως άνω όχληση έχει ήδη επέλθει (ΟλΑΠ 23 - 24/2004, ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1.520/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και αφετέρου ως προς τον κατ' άρθρο 346 ΑΚ τόκο επιδικίας η οικεία διάταξη αφορά προδήλως, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη με αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου και έντοκα επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση είτε ζητείται η καταψήφιση της είτε η αναγνώριση της οφειλής της (ΑΠ 1.207/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 55/2020, ΑΠ 154/2019, ΑΠ 75/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία ερευνάται και αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 92/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 208/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η νομιμοποίηση συμπίπτει, καταρχήν, με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για το λόγο δε αυτό τα γεγονότα, στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα η συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (βλ. Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, εκδ. Σάκκουλα, 2006, σ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΕφΠειρ 624/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο δε της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής, η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό ή υποθετικό (ΕφΠειρ 219/2021, ό.π.), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί, καταρχήν, επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Επομένως, η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ η έλλειψη συνδρομής της ως άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, χωρίς περαιτέρω έρευνα από το Δικαστήριο για τυπικούς λόγους, αποτελεί δε την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης (ΑΠ 1.736/2017, ΕφΘεσ 1.221/2017, ΕφΠειρ 224/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση διότι, στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτά, κατ' άρθρα 224 και 227 ΚΠολΔ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1.278/2017, ΑΠ 77/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αμφισβήτηση δε της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 75/2018, ΑΠ 569/2017, ΑΠ 1.311/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενάγων (ΑΠ 736/2019, ΑΠ 1.718/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με συνέπεια σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποίησης του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη υποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της απόδειξης, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)», καθόσον η νομιμοποίηση συνδέεται με κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, από τους οποίους προκύπτει ο σύνδεσμος του διαδίκου με την επίδικη έννομη σχέση (ΕφΘεσ 1.221/2017, ΕφΠειρ 533/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

II. Από τις διατάξεις των άρθρων 84,105 και 106 ΚΙΝΔ (ν. 3.816/1958), προκύπτει ότι, μετά την εισαγωγή του οικείου Κώδικα, γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας πλοίου και εφοπλισμού (ΕφΠατρ 114/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα η πλοιοκτησία να υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, όταν δε τα τελευταία αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμό, όχι, όμως, συγχρόνως πλοιοκτησία και εφοπλισμό. Επομένως, δεν είναι, κατ' αρχήν, δυνατή η σύγχρονη, επί του ίδιου πλοίου, ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΑΠ 991/1991, ΜΕφΠατρ 216/2021, ΜΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 762/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ. ο εφοπλιστής είναι αυτός, που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει, κατά κυριότητα, σε άλλο πρόσωπο, οφείλει δε να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι αυτός (ο πρώτος) θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό, ενώ η δήλωση περί εφοπλισμού του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσόμενων αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, διότι σε περίπτωση έλλειψης της δήλωσης τίθεται μαχητό τεκμήριο, επιτρεπόμενης της ανταπόδειξης, ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για ίδιο λογαριασμό είναι, δηλαδή, πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 76/2015, ΕφΠειρ 110/2013, ΕφΠειρ 764/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι μαχητό - ως άνω αναφέρθηκε - και μπορεί να αποκρουσθεί από εκείνον, που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009, ΑΠ 5/2009, ΕφΠειρ 76/2021, ΕφΠειρ 548/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τη δογματικά δε ορθότερη άποψη, όταν την πρωτοβουλία της αντιδικίας έναντι τρίτου έχει ο κύριος του πλοίου, δεν αρκεί η ανταπόδειξη της ύπαρξης σχέσης εφοπλισμού, αλλά προσαπαιτείται απόδειξη ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο τρίτος την ύπαρξη της (ΕφΠειρ 49/2018, www.efeteio-peir.gr, ΜΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 19/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. σχετ. Α. Αντάπαση/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, παρ. 793 -796 και υποσ. 155, όπου παλαιότερες νομολογιακές παραπομπές, I. Ρόκα/ Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2021, παρ. 215, Α. Κιάντου - Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2003, τ. I, παρ. 29). Και τούτο διότι, αν δεχόταν κανείς ότι ο κύριος του πλοίου προς ανατροπή του σχετικού τεκμηρίου αρκεί να αποδείξει μόνο ότι δεν εκμεταλλεύεται ο ίδιος το πλοίο, θα παρέβλεπε εντελώς το γεγονός ότι ο κύριος του πλοίου, μη προβαίνοντας μέσω του βιβλίου του νηολογίου σε γνωστοποίηση στο κοινό ότι έχει παραχωρήσει την εκμετάλλευση του σε άλλον, δημιουργεί στους συμβαλλόμενους τρίτους την εντύπωση ότι ο ίδιος εκμεταλλεύεται το πλοίο, γεγονός που θέτει περαιτέρω ζήτημα προστασίας των προσώπων αυτών, καθόσον εμφορούνται από καλή πίστη. Ωστόσο, δεν είναι άξια προστασίας τρίτα πρόσωπα, όταν η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας δεν υπέβαλε σε αυτά τη σκέψη ότι ο κύριος εκμεταλλεύεται το πλοίο του, διότι είχαν αντίληψη της πραγματικής κατάστασης (βλ. Α. Αντάπαση/Λ. Αθανασίου, ibid). Εξάλλου, η εκμετάλλευση του πλοίου μπορεί να στηρίζεται είτε σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (λ.χ. επικαρπία ή μίσθωση) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του (ΜΕφΠατρ 216/2021, ΜΕφΠειρ 809/2014. ΕφΠειρ 762/2013, ΕφΠειρ 37/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πιο συγκεκριμένα, ως εκμετάλλευση, η οποία δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών, όπως είναι η μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, η αλιεία και η ρυμούλκηση, με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχείο της εκμετάλλευσης συνιστά η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΜΕφΠατρ 216/2021, ΜΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 468/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι η εκμετάλλευση του πλοίου υπό την έννοια του εφοπλισμού υφίσταται και στη σύμβαση χρονοναύλωσης, όταν στο ναυλωτή ανήκουν η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση του πλοίου (ΜΕφΠατρ 216/2021, ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεωρία, τη νομολογία και τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της, εν ευρεία έννοια, ναύλωσης αποτελεί η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by demise, affretementcoque nue”), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου - εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή για ορισμένο χρόνο πλοίο κατάλληλο προς θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, ενώ το πλήρωμα προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής. στις εντολές του οποίου αυτό υπακούει, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (ΜΕφΠειρ 216/2021, ΜΕφΠειρ 375/2016, ΜΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 662/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια δε της χρήσης περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσης του πλοίου ή του πλωτού ναυπηγήματος από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και τη ναυτιλιακή πρακτική, ενώ αυτό το είδος της ναύλωσης προσομοιάζει, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, με την απλή μίσθωση πράγματος (ΜΕφΠειρ 728/2020, ΕφΠειρ 529/2014, ΕφΠειρ 874/2013, ΕφΠειρ 452/2008, ΕφΠατρ 52/2005, ΕφΠειρ 273/1999, ΕφΠειρ 2/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ για τη μίσθωση πράγματος και την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών από τη σύμβαση, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής, καθόσον η ναύλωση αυτή δε ρυθμίζεται εξαντλητικά στον ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 27/2021, ΕφΠειρ 529/2014, ΕφΠειρ 662/2012, ΕφΠειρ 76/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ, δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) υποχρεώνει τον αντιπροσωπευόμενο, εφόσον έγινε εντός των ορίων της εξουσίας αντιπροσώπευσης, η οποία, κατ' άρθρο 216 ΑΚ, παρέχεται με την σχετική μονομερή δικαιοπραξία (πληρεξουσιότητα). Όπως προκύπτει δε από τις διατάξεις των άρθρων 229, 232 και 235 ΑΚ, αν κάποιος χωρίς πληρεξουσιότητα συνομολόγησε ως αντιπρόσωπος άλλου δικαιοπραξία είτε αυτή είναι σύμβαση είτε μονομερής δικαιοπραξία είτε και σύμβαση με τον εαυτό του (αυτοσύμβαση) η σχετική δικαιοπραξία είναι ανίσχυρη έναντι του αντιπροσωπευομένου και δεν παράγει αποτελέσματα, εκτός αν εκ των υστέρων την εγκρίνει ο αντιπροσωπευόμενος. (ΑΠ 118/2010, ΑΠ 96/2007, ΑΠ 12/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 262 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ), αρνείται τα θεμελιωτικά της βάσης της αγωγής πραγματικά περιστατικά, ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα κατήρτισε τις ένδικες συμβάσεις στο όνομα και για ίδιο λογαριασμό, προβάλλει δε τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α) περί έλλειψης παθητικής της νομιμοποίησης, επικαλούμενη ότι ουδέποτε συνήψε με την ενάγουσα τις ένδικες συμβάσεις πώλησης, καθόσον η αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία " … ουδέποτε ενήργησε ως αντιπρόσωπος αυτής, αλλά συμβλήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της εφοπλίστριας του πλοίου εταιρείας, με την επωνυμία …. και β) επικουρικά περί έλλειψης πληρεξουσιότητας, κατ' άρθρο 229 εδ. α ΑΚ, της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας να προβεί στη σύναψη των ένδικων συμβάσεων, στο όνομα και για λογαριασμό αυτής (εναγομένης), αρνούμενης περαιτέρω να προβεί σε έγκριση αυτών. Οι ως άνω ισχυρισμοί συνιστούν άρνηση της βάσης της αγωγής, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται ως άνω στη μείζονα σκέψη (στοιχ. I) του δικανικού συλλογισμού (ως προς την έλλειψη πληρεξουσιότητας βλ. ΑΠ 2.107/2009, ΜΕφΘεσ 1.780/2021, ΜΕφΔωδ 121/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ενάγουσα δε φέρει το βάρος απόδειξης της νομιμοποίησης της εναγομένης.

 

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα της νόμιμα επικαλούμενης και προσκομιζόμενης από την ενάγουσα με αριθμό  … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα, … ληφθείσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς … κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη σύνταξή της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. την επικαλούμενη με αριθμό ./23.03.2022 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δικαστικής επιμελήτριας …  όλων των νόμιμα επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, λαμβανομένων υπόψη είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και των ομολογιών των διαδίκων, όπου περιοριστικά κατωτέρω αναφέρονται και αποτελούν πλήρη απόδειξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: η εναγομένη, συσταθείσα το έτος 2017 από την εταιρεία …  και ανήκουσα στον αυτό όμιλο - ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών χρηματοδοτικών επενδύσεων, κατέχει δε και διαθέτει επενδυτικό και χρηματοδοτικό χαρτοφυλάκιο στην ποντοπόρο εμπορική ναυτιλία - αποτέλεσε μέρος χρηματοδοτικού σχήματος, έχοντος τη μορφή «πώλησης και επαναμίσθωσης», στο πλαίσιο του οποίου θα καθίστατο κυρία και, στη συνέχεια, εκναυλώτρια του υπό ελληνική σημαία, νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό … και ΔΔΣ …, δεξαμενόπλοιου πλοιοκτησίας, έως το μήνα Αύγουστο του έτους 2017. της εταιρείας, με την επωνυμία ·.. - μέλους του ομίλου ναυτιλιακών εταιρειών .. και θυγατρικής της αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία …. Ειδικότερα, εντός του έτους 2017, στο πλαίσιο διενεργηθεισών, μεταξύ του ως άνω ομίλου και της εταιρείας … , διαπραγματεύσεων για τη χρηματοδότηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του οικείου ομίλου και την απόκτηση επαρκούς ταμειακής ρευστότητας αυτού, συμφωνήθηκε η εκταμίευση από τη (χρηματοδότρια) εταιρεία ..  προς τον όμιλο, συνολικού ποσού εξήντα πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα (65.550.000) δολαρίων Η.Π.Α., στο πλαίσιο «πώλησης και επαναμίσθωσης» ("sale & leaseback”) τεσσάρων (4) υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιων, και συγκεκριμένα των ….. και «….» (ένδικο), πλοιοκτησίας έως τότε εταιρειών του οικείου ομίλου.

 

Κατά το περιεχόμενο δε της οικείας συμφωνίας χρηματοδότησης, συναφθείσας μεταξύ των εταιρειών … ως δανείστριας και …. ως χρηματοδοτούμενης οφειλέτριας, η πρώτη θα προέβαινε στη σύσταση τεσσάρων (4) εταιρειών ειδικού σκοπού προς κτήση της κυριότητας διά αγοράς των ως άνω αναφερόμενων δεξαμενόπλοιων, έναντι συνολικού τιμήματος εξήντα πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα (65.550.000) δολαρίων Η.Π.Α. Περαιτέρω, οι αγοράστριες εταιρείες θα προέβαιναν στην εκναύλωση των αυτών πλοίων στις τέως πλοιοκτήτριες, ανήκουσες στον όμιλο εταιρείες, δυνάμει σχετικών συμβάσεων ναύλωσης «γυμνού πλοίου» ("bareboat charter agreements") για περίοδο ενενήντα έξι (96) μηνών, στο πλαίσιο των οποίων οι ναυλώτριες θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν μηνιαίους ναύλους στις αγοράστριες - εκναυλώτριες, διατηρούσες αυτές (ναυλώτριες) τη ναυτική διεύθυνση και κατοχή των εκμεταλλευόμενων στο όνομα και για λογαριασμό τους πλοίων, καθ' όλη τη διάρκεια της συμφωνηθείσας περιόδου ναύλωσης, ενώ την εμπορική και τεχνική διαχείριση των αυτών πλοίων θα διατηρούσε ο οικείος όμιλος, διά της εταιρείας, με την επωνυμία … νόμιμα εγκατασταθείσας, κατά τις διατάξεις του ν. 27/1975, στον Πειραιά. Αναφορικά δε με το ένδικο δεξαμενόπλοιο «…», μεταξύ της εναγομένης και της (τότε πλοιοκτήτριας) εταιρείας, με την επωνυμία …, καταρτίστηκε το από 24.08.2017 προσύμφωνο αγοραπωλησίας (memorandum of agreement), δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του οικείου πλοίου στην εναγομένη αντί συνολικού τιμήματος είκοσι εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (20.750.000) δολαρίων Η.Π.Α., ενώ, δυνάμει της από 04,09.2017 σχετικής πράξης μεταβίβασης (bill of sale), μεταβιβάστηκε η κυριότητα του πλοίου και παραδόθηκε στην εναγομένη η νομή και κατοχή αυτού. Επίσης, μεταξύ της εναγομένης ως κυρίας και εκναυλώτριας του ένδικου πλοίου και της εταιρείας, με την επωνυμία «…» ως γυμνής ναυλώτριας, καταρτίστηκε η από 24.08.2017 σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου, τύπου «…». Ωστόσο, η κατάρτιση της σύμβασης αυτής δεν υποβλήθηκε στη δημοσιότητα του άρθρου 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ, με την από κοινού υποβολή δήλωσης κυρίου και εφοπλιστή του πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, τεκμαιρόμενης μαχητά, ως εκ τούτου, κατ' άρθρο 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, της εναγομένης ως πλοιοκτήτριας, εκμεταλλευόμενης δηλαδή το ανήκον κατά κυριότητα σε αυτή πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό της ιδίας. Εξάλλου - ως άνω αποδείχθηκε - την εμπορική και τεχνική διαχείριση του ένδικου πλοίου συμφωνήθηκε ότι θα αναλάμβανε και θα διατηρούσε, καθ' όλη τη διάρκεια της ναύλωσης, η εταιρεία, με την επωνυμία …., ενεργούσα κατ' εντολή και για λογαριασμό της ναυλώτριας εταιρείας ως αντιπρόσωπος αυτής, καταρτισθείσας, μάλιστα, μεταξύ των αυτών εταιρειών, της από 08.09.2017 σύμβασης διαχείρισης του ένδικου πλοίου. Στη συνέχεια δε, η εναγομένη κατήγγειλε πρόωρα την ως άνω σύμβαση γυμνής ναύλωσης, δυνάμει της από 01.03.2021 δήλωσης γνωστοποίησης καταγγελίας, δεδομένου ότι η ναυλώτρια είχε καταστεί, ήδη από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2021. υπερήμερη ως προς την καταβολή των μηνιαίων ναύλων, ενώ. συνακόλουθα, ασκούσα σχετικό δικαίωμα της (βλ. σχετ. άρθρο 3.7 της από 08.09.2017 επιστολής ανάληψης υποχρέωσης διαχειριστή), κατήγγειλε, την 21.03.2021, με σχετική επιστολή της προς την εταιρεία, με την επωνυμία...., και την οικεία σύμβαση διαχείρισης, ενημερώνοντας αυτή, παράλληλα, ότι η διαχείριση του ένδικου πλοίου ανατίθεται εφεξής στην εταιρεία, με την επωνυμία ….. Περαιτέρω, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι τους μήνες Απρίλιο, Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2020, καθώς και το μήνα Ιανουάριο του έτους 2021, η ενάγουσα, στο πλαίσιο άσκησης της εμπορικής της δραστηριότητας - δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα κατασκευής και εμπορίας συρματόσχοινων, αλυσίδων και σχοινιών για πλοία – συνήψε διαδοχικές προφορικές συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων με τη διαχειρίστρια του ένδικου πλοίου αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία …, ενεργούσα στο όνομα και για λογαριασμό της γυμνής ναυλώτριας (εφοπλίστριας) εταιρείας, με την επωνυμία …, η οποία, κατά το χρόνο σύναψης των ένδικων συμβάσεων και έως την 15.03.2021 - οπότε καταγγέλθηκε ως άνω η οικεία σύμβαση γυμνής ναύλωσης - εκμεταλλευόταν το ένδικο πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό της, εκδίδοντας δε η διαχειρίστρια εταιρεία οκτώ (8) τιμολόγια, πληρωτέα, κατόπιν συμφωνίας, εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοση τους, και δη τα με αριθμούς ./28.04.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./10.08.2020, ./21.01.2021. συνολικού ποσού εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (124.970,84 €) [2.330 + 32.010,32 + 21.602,66 + 21.602,66 + 25.482.66 + 7.643,70 + 13.528,80 + 770,04]. Άπαντα τα αναλυτικά αναγραφόμενα σε αυτά (τιμολόγια) εμπορεύματα παραδόθηκαν στο ένδικο πλοίο και παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο αυτού - γεγονότα που δεν αμφισβητούνται, εξάλλου, από την εναγομένη - αρνούμενη, ωστόσο, αυτή να καταβάλει το τίμημα αυτών. Κατόπιν των ως άνω εκτιθέμενων, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, κατά το χρόνο κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων, ήταν απλή κυρία του ένδικου πλοίου, μη ασκούσα την εκμετάλλευση επί αυτού. Ωστόσο, το γεγονός της μη υποβολής δήλωσης εφοπλισμού - ως άνω αποδείχθηκε - θέτει περαιτέρω ζήτημα ισχύος του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται ως άνω στη μείζονα σκέψη (στοιχ. II) του δικανικού συλλογισμού, καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία κατέστησε γνωστά στην ενάγουσα τα γεγονότα περί εκμετάλλευσης αυτού από την εταιρεία, με την επωνυμία …, αντίθετα εντελώς ασαφώς, γενικά και αόριστα, πληροφόρησε αυτή ότι ενεργούσε κατ' εντολή πλοιοκτητριών εταιρειών από την Κίνα. όπως χαρακτηριστικά καταθέτει ο ενόρκως βέβαιων μάρτυρας της ενάγουσας. Η πληροφόρηση, μάλιστα, αυτή, σε συνδυασμό με τη με αριθμό πρωτ. … βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας - Τμήμα 2° Ναυτιλιακών Εταιρειών), κατά το περιεχόμενο της οποίας η διαχειρίστρια εταιρεία εμφανιζόταν ως εκπροσωπούσα την πλοιοκτήτρια εναγομένη, μεταξύ άλλων, και ως προς το ένδικο πλοίο, αλλά και το γεγονός ότι η διαχειρίστρια εταιρεία εισέφερε το ποσό του οφειλομένου τιμήματος των ένδικων συμβάσεων στον αυτό χρεοπιστωτικό λογαριασμό που τηρούνταν και πριν την οικεία σύμβαση γυμνής ναύλωσης, για όλα τα πλοία που διαχειριζόταν αυτή και ανήκαν στον όμιλο της, εδραίωσε την πεποίθηση της ενάγουσας περί της ιδιότητας της εναγομένης ως πλοιοκτήτριας του ένδικου πλοίου, αγνοούσας περαιτέρω αυτής της πραγματικής κατάστασης και χρήζουσας, ως εκ τούτου, προστασίας ως καλόπιστης τρίτης. Στο σημείο δε αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η ως άνω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δε δύναται να ανατραπεί από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγομένη δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό τύπο, όπου περιγράφονται, έστω και ακροθιγώς, οι οικείες ως άνω συμφωνίες, μεταξύ του ομίλου  .. και της κινεζικής εταιρείας, καθόσον είναι μεταγενέστερα της σύναψης των ένδικων συμβάσεων. Επομένως, δεδομένης της μη ανατροπής του μαχητού, κατ' άρθρο 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, τεκμηρίου εκ μέρους της εναγομένης, αυτή ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του ως άνω απορρέοντος από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης οφειλόμενου ποσού. Εξάλλου, ο επικουρικά προβληθείς εκ μέρους της εναγομένης ισχυρισμός περί έλλειψης πληρεξουσιότητας της διαχειρίστριας εταιρείας να ενεργήσει στο όνομα και για λογαριασμό αυτής καταρρίπτεται από το νόμιμα επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ενάγουσα με αριθμό πρωτ. … έγγραφο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας - Τμήμα 4°), στο οποίο επισυνάπτονται αφενός η από … δήλωση της εναγομένης (μεταγενέστερη δηλαδή της από … οικείας σύμβασης ναύλωσης γυμνού πλοίου, καταρτισθείσας μεταξύ αυτής ως κυρίας και εκναυλώτριας του ένδικου πλοίου και της εταιρείας, με την επωνυμία  .. ως εφοπλίστριας) περί ανάθεσης της διαχείρισης του ένδικου πλοίου και της εκπροσώπησης αυτής στην εταιρεία, με την επωνυμία "E C", και αφετέρου η από .. υπεύθυνη δήλωση της ως άνω εταιρείας περί αποδοχής της ανατεθείσας σε αυτή διαχείρισης, απορριπτόμενος, ως εκ τούτου, ως ουσία αβάσιμος. Με βάση τις ως άνω σκέψεις, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και ως ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (124.970,84 €) [2.330 + 32.010,32 + 21.602,66 + 21.602.66 + 25.482,66 + 7.643,70 + 13.528,80 + 770.04], νομιμότοκα από την επομένη της εξηκοστής ημέρας από την έκδοση εκάστου των με αριθμούς ./28.04.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./24.07.2020, ./10.08.2020. ./21.01.2021 τιμολογίων αντίστοιχα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, σύμφωνα με την αρχή της ήττας (άρθρα 106, 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (124.970.84 €) [2.330 + 32.010,32 + 21 602,66 + 21.602,66 + 25.482,66 + 7.643,70 + 13.528.80 + 770,04], νομιμότοκα για κάθε επιμέρους ποσό από την επομένη της εξηκοστής ημέρας της 28ης.04.2020, της 24ης.07.2020. της 24ης.07.2020, της 24ης.07.2020, της 24ης.07.2020, της 24ης.07.2020, της 10ης.08.2020 και της 21ης.01.2021 αντίστοιχα.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριο του, σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση, την 14.02.2023.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ