ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΠειρ 2601/2019

 

479 ΑΚ. Μονοβάπορες εταιρίες. Μεταβίβαση πλοίου ως συνόλου περιουσίας. Αναγκαστική εκ του νόμου αναδοχή χρέους μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος. Κανονισμός 593/2008 ΕΚ για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι). Ο αποκτών από άλλον περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο καθίσταται συνυπόχρεος με τον μεταβιβάζοντα για χρέη του μεταβιβάζοντος. Εφαρμοστέο δίκαιο αυτό της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα. Εφαρμογή ελληνικού δικαίου. Έννοια διαχειριστή- πλοιοκτήτη. Ενοχική σχέση που τους συνδέει. Αοριστία παροχής ως προς το χρόνο πίστωσης του τιμήματος. Εφαρμογή 379 ΑΚ. Συμβάσεις πώλησης εφοδίων σε πλοία. Τιμολόγια με προδιατυπωμένο όρο για καταβολή τιμήματος τοις μετρητοίς. Προφορική συμφωνία για χορήγηση πίστωσης αορίστου χρόνου. Απόρριψη ένστασης παραγραφής επίδικων τιμολογίων. 289 Παρ. 3 ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με 251 ΑΚ. Χρόνος έναρξης παραγραφής. Απόρριψη ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης (μη ενεχόμενης στις επίδικες συμβάσεις) εταιρίας που απέκτησε το πλοίο. Απόρριψη ένστασης αοριστίας επίδικης αγωγής. Δέχεται την αγωγή.

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

Αριθμός απόφασης 2601/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 21η Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. ...,  που εδρεύει στη Δραπετσώνα Αττικής (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Σοφία Κοφινά (ΑΜΔΣΠ 3193), δυνάμει του από 21.03.2019 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής της νόμιμης εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ' αριθ. ./26.03.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτριας, άλλως κυρίας, του υπό ελληνική σημαία πλοίου «…», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (οδός …), και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της (ΑΜΔΣΠ …), δυνάμει του από 10.04.2019 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής της νόμιμης εκπροσώπου της βεβαιώθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ' αριθ. ./16.07.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

 

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 05.12.2018 με Γ.Α.Κ. ./2018 και με Ε.Α.Κ. ./2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 13.12.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την 15.05.2019 πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β' ΑΚ και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), ο οποίος εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- σε συμβάσεις που συνάπτονται από την 17.12.2009 (άρθρο 28), και με βάση το άρθρο 2, έχει οικουμενική εφαρμογή, κατά την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι το εάν ο αποκτών από άλλον περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο καθίσταται συνυπόχρεος με τον μεταβιβάζοντα για χρέη της περιουσίας ή της επιχείρησης, διέπεται, ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα και αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα προς την έννομη σχέση. Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων, και προκειμένου νομικών προσώπων η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διάφορη της καταστατικής. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβίβασης της περιουσίας ή επιχείρησης (λ.χ. πώληση), που είναι κατ' αρχήν, με βάση το άρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (πρβλ. υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης Ρώμης 1980: ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 676/2013 ΕΝΔ 2013.409, ΕΠ 23/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.715).

 

II. Με τις διατάξεις των εδαφίων α' και β' του άρθρου 479 ΑΚ, που ορίζουν ότι: «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει», εισάγεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, απ' αυτούς δε τους δύο, ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενοι στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (Βλ ΑΠ 1948/2008, ΕΠ 545/2015 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ένστασης αυτού, και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ' αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Βλ. ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν απ' αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε σε γνώση ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Βλ. ΑΠ 451/2012, ΑΠ 910/2010, 909/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕΠ 545/2015, ΕΠ 94/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάστηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει απ' αυτήν την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Βλ. ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕΠ  726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ως «επιχείρηση» η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Βλ. ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕΠ 545/2015, ό.π., ΕΠ 372/2014, ΕΠ 207/2011, ΕΠ 726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Βλ. ΕΠ 726/2010, ό.π., όπου περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία).

 

ΙΙΙ. Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου, και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο -εκτός του πλοιοκτήτη- έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους και εν γένει της διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής που συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ), ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ως άνω ιδιότητα του (Βλ. ΑΠ 689/2013, Ε ΓΙ 269/2016, ΕΠ 548/2015, ΜονΕΠ 149/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, το ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ', ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ NOMOS).

 

IV. Από τα άρθρα 513, 522 εδ. α' και 529 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης πώλησης είναι και το τίμημα, και αν δεν ορίσθηκε κάτι διαφορετικό, το τίμημα είναι αμέσως καταβλητέο. Περαιτέρω, συμφωνία επί όλων των συμβατικών όρων αμφοτεροβαρούς σύμβασης υπάρχει, όχι μόνο όταν καθορίστηκαν επακριβώς όλες οι εκατέρωθεν παροχές, αλλά και όταν δεν καθορίστηκε κάποια από αυτές επακριβώς οριστικά, αλλά τα μέρη άφησαν τον επακριβή καθορισμό της σε μεταγενέστερη συμφωνία τους. Και στην περίπτωση αυτή η καθορισθείσα κατ' αυτό τον τρόπο, εν μέρει ατελώς, σύμβαση είναι τετελεσμένη, αν προκύπτει ότι τα μέρη θέλησαν αυτήν δεσμευτική γι' αυτά. Τούτο διότι το φαινομενικό αδιέξοδο που τυχόν θα ανακύψει, λόγω της άρνησης του ενός μέρους να συμπράξει στη μεταγενέστερη συμφωνία, θεραπεύεται δια της (μη ρητώς αποκλειόμενης από κάποια διάταξη νόμου) ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 371 εδ. β' ΑΚ. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν η συμφωνία δημιουργεί αμφιβολίες για το πρόσωπο του δικαιουμένου να προβεί σε καθορισμό της παροχής κατά δίκαιη κρίση, το δικαίωμα αυτό ανήκει, σύμφωνα με το άρθρο 379 ΑΚ, στον δικαιούμενο να απαιτήσει την εντεύθεν παροχή. Αν ο αντισυμβαλλόμενος τούτου αμφισβητεί ότι ο προσδιορισμός της παροχής έγινε κατά δίκαιη κρίση, δικαιούται να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει τον προσδιορισμό της από το δικαστήριο. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι αν τα μέρη συμφώνησαν το τίμημα της πώλησης, κατέλιπαν όμως σε μεταγενέστερη συμφωνία τους τον καθορισμό της χρονικής περιόδου πίστωσης αυτού, σε μια τέτοια περίπτωση, αν δεν επιτευχθεί η συμφωνία, στον καθορισμό της χρονικής διάρκειας της πίστωσης του τιμήματος προβαίνει ο πωλητής, ο οποίος πρέπει να καθορίσει αυτήν κατά δίκαιη κρίση (Βλ. ΑΠ 1124/2006 ΤΝΠ NOMOS).

 

V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση του διαδίκου, που αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αρκεί κατ' αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς ν' ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι αυτού, αφού η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, κατά το στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης στην περίπτωση μη απόδειξης (κατά το στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας) των επικληθέντων προς θεμελίωση της πραγματικοί περιστατικών (Βλ. ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017 ΤΝΠ NOMOS, πρβλ. ΜονΕΠ 149/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι η εδρεύουσα στη Δραπετσώνα Αττικής ενάγουσα εταιρία, που επήλθε από μετατροπή από Ε.Π.Ε. σε Ο.Ε, δυνάμει της αναφερόμενης στο δικόγραφο συμβολαιογραφικής πράξης, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας τον γενικό εφοδιασμό πλοίων με μηχανήματα και αναλώσιμα είδη. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο έως και τον Οκτώβριο έτους 2016 μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία καταρτίσθηκαν στον Πειραιά διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα πώλησε τα υλικά που περιγράφονται κατά είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας, στα τιμολόγια που ενσωματώνονται αυτούσια στο αγωγικό δικόγραφο, συνολικής αξίας 71.300,64 ευρώ, και παρέδωσε αυτά στο Φ/Γ πλοίο «…». Ότι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης η εταιρία «…», με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου ενήργησε ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της κατά τον χρόνο εκείνο πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρίας με την επωνυμία «…». Ότι το τίμημα των συμβάσεων πώλησης πιστώθηκε για αόριστο χρόνο, και μεταξύ των συμβαλλόμενων συμφωνήθηκε ότι ο προσδιορισμός της χρονικής διάρκειας της πίστωσης θα γινόταν σε μεταγενέστερο χρόνο από την ενάγουσα, σύμφωνα με την πρακτική που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της εμπορικής συνεργασίας τους. Ότι ακολούθως η ενάγουσα προσδιόρισε ότι το τίμημα θα πληρωνόταν μέχρι την 31.08.2017 και ότι μετά την άπρακτη παρέλευση του χρόνου της πίστωσης, κατόπιν αιτήματος της αντισυμβαλλόμενης της, παρατάθηκε η προθεσμία πληρωμής του μέχρι την 31.12.2017. Ότι η εναγόμενη εταιρία, που απέκτησε λόγω αγοράς το πλοίο «…» ενέχεται για την πληρωμή του τιμήματος από τις συμβάσεις πώλησης, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα. Με βάση το ιστορικό αυτό, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η ενάγουσα αιτείται να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 71.300,64 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 01.01.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, όπως το κύριο αγωγικό αίτημα περιορίσθηκε παραδεκτά με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση της ενάγουσας με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β', 295 παρ. 1 εδ. β', 297 ΚΠολΔ).

 

Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλην, κατά τόπο, και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α', 3Α, 3Β περ. ι' Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 13.12.2018, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 14.12.2018 (Βλ. την υπ' αριθ. . Γ/14.12.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …). Εξάλλου, εφόσον με την αγωγή εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά που πηγάζει από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου. Ως προς το ζήτημα αυτό πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Αναφορικά με τις απαιτήσεις της ενάγουσας έναντι της μεταβιβάζουσας το πλοίο εταιρίας «…» από τις καταρτισθείσες συμβάσεις πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κατά τα άρθρα 1 παρ. 1 4 παρ. 1 περ. α', 19 παρ. 1, 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής -εν προκείμενο) η ενάγουσα έχει τη συνήθη διαμονή του. Β) Ως προς το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εταιρίας «D- Ν» κατά την κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης από τη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρία «…» και, ειδικότερα, ως προς το εάν η ως άνω διαχειρίστρια εταιρία δέσμευε έναντι της ενάγουσας την αντιπροσωπευόμενη εταιρία, εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η αντιπρόσωπος κατήρτισε τις δικαιοπραξίες, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην τρίτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Γ) Αναφορικά με την κύρια βάση της ευθύνης της εναγόμενης λόγω μεταβίβασης προς αυτήν του πλοίου «NAFTOCEMENT III», εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στην πρώτη νομική σκέψη που παρατέθηκε παραπάνω, ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει από το σύνολο των συνθηκών. Ειδικότερα, από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο έρευνας του εφαρμοστέου δικαίου, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 05.12.2016 συμφωνητικό πώλησης πλοίου (Memorandum Of Agreement - Μ.Ο.Α.), που καταρτίσθηκε μεταξύ της μη διαδίκου εταιρίας «…» και της εναγόμενης, η πρώτη συμφώνησε να πωλήσει στη δεύτερη το Φ/Γ πλοίο «…», αντί του αναφερόμενου στο συμφωνητικό τιμήματος. Με τον Όρο 16 του συμφωνητικού οι συμβαλλόμενες εταιρίες συμφώνησαν την υπαγωγή οποιασδήποτε διαφοράς από την σύμβαση στο αγγλικό δίκαιο. Ωστόσο, η επιλογή αυτή του αγγλικού δικαίου, με ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων, αφορά μόνο στην έννομη σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ τους από την καταρτισθείσα σύμβαση, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της εναγόμενης ότι το αγγλικό δίκαιο διέπει και την τυχόν εκ του νόμου ευθύνη του αποκτώντος περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο. Περαιτέρω, η εναγόμενη - αγοράστρια του πλοίου εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού , ενώ στην ίδια διεύθυνση διατηρεί την πραγματική της έδρα η μη διάδικος - πωλήτρια [του πλοίου αλλοδαπή εταιρία «…»,  η οποία έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Λιβερίας. Επίσης, και η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρία «…», που έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Λιβερίας, διατηρεί στην ίδια ως άνω διεύθυνση το γραφείο που έχει εγκαταστήσει στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, και των Ν. 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009, και 4150/2013, δυνάμει της Κ.Υ.Α. 1241.2168/13/22437/28.04.1995 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 106/τ.ΑΠΣ/11.05.1995 και 167/τ.ΑΠΣ/29.08.2005). Το γεγονός ότι η πωλήτρια εταιρία «…», διατηρεί την πραγματική της έδρα στην παραπάνω αναφερόμενη διεύθυνση στον Πειραιά δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη, η οποία, επίσης, δεν αμφισβητεί και το ότι η διαχειρίστρια εταιρία «…» έχει εγκατεστημένο γραφείο στην ίδια διεύθυνση. Εξάλλου, το προαναφερόμενο από 05.12.2016 Μ.Ο.Α. καταρτίσθηκε για λογαριασμό της πωλήτριας διά του … και για λογαριασμό της αγοράστριας διά της …, αδελφής του … Οι παραπάνω αποτελούν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης εταιρίας, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. …/21.01.2019 βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα. Επίσης, από το υπ' αριθ. πρωτ. …/09.04.2019 έγγραφο παροχής πληροφοριών του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το οποίο προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι νόμιμος εκπρόσωπος του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της διαχειρίστριας εταιρίας «…» είναι ο και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του … Με βάση τα παραπάνω, εφόσον η πραγματική έδρα των συμβαλλόμενων στο συμφωνητικό πώλησης του πλοίου « » είναι στην Ελλάδα, και, μάλιστα, στην ίδια διεύθυνση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δύο από αυτούς που απαρτίζουν το Διοικητικό Συμβούλιο της διαχειρίστριας εταιρίας είναι οι ίδιοι που συμβλήθηκαν για λογαριασμό της πωλήτριας και της αγοράστριας, αντίστοιχα, στην από 05.12.2016 σύμβαση πώλησης του πλοίου, κρίνεται ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο ως προς την ευθύνη της εναγόμενης λόγω το δίκαιο της χώρας που αρμόζει από το σύνολο των συνθηκών, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγόμενης περί εφαρμογής του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου. Δ) Τέλος, αναφορικά με τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, με βάση τα άρθρα 1 παρ. 1, 2, 10 παρ. 1, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη II), ως το δίκαιο της χώρας που διέπει την ενοχή από τις συμβάσεις πώλησης.

 

Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, με το αγωγικό δικόγραφο προκύπτουν κατ' αρχήν τα θεμελιωτικά στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για τη συγκεκριμένη δίκη, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγόμενης. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, τον οποίο διώκει να θεμελιώσει στο γεγονός ότι οι ένδικες αξιώσεις σε βάρος της δικαιοπαρόχου της πωλήτριας του πλοίου εταιρίας πηγάζουν από συμβάσεις πώλησης για τις οποίες έχουν εκδοθεί τιμολόγια όχι από την ενάγουσα, αλλά από την εταιρία «… Ε.Π.Ε.», στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθώς, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, με την υπ' αριθ. ./2015 συμβολαιογραφική πράξη, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., η ενάγουσα μετατράπηκε από εταιρία περιορισμένης ευθύνης σε ομόρρυθμη εταιρία, σύμφωνα με το άρθρο 283 παρ. 1 Ν. 4072/2012, με αποτέλεσμα, οι ένδικες αξιώσεις παραδεκτά να εγείρονται υπό την νέα εταιρική μορφή [Βλ. Μαρίνου Μ. Θ. Τριανταφυλλάκη Γ. Βενιέρη I.), Δίκαιο προσωπικών εταιριών, Ερμηνεία κατ' άρθρον (άρθρ. 249 - 294 Ν. 4072/2012), άρθρα 282, 282Α, 283, αριθ. περιθ. 22, 26, σελ. 798, 799-800]. Όμως, και ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η εναγόμενη διώκει να τον θεμελιώσει στην έλλειψη αντίστοιχης με αυτήν του άρθρου 479 μεταβίβασης προς αυτήν του πλοίου «…» είναι το ελληνικό, ως ΑΚ διάταξης στο αγγλικό δίκαιο, και εν προκειμένω εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο δεν είναι το αγγλικό, όπως υπολαμβάνει η εναγόμενη, αλλά το ελληνικό, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη νομική θεμελίωση της στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, και ειδικά αναφορικά με τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, από τις οποίες απορρέουν οι ένδικες αξιώσεις, περιλαμβάνονται τα ουσιώδη στοιχεία, κατά το άρθρο 513 ΑΚ, μεταξύ των οποίων το τίμημα και η συμφωνία περί πληρωμής του, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγόμενης περί αοριστίας. Εξάλλου, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 341 εδ. α', 345, 346, 361, 379, 479, 481, 513 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ. Ωστόσο, νόμω αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, προεχόντως διότι με βάση τα επικαλούμενα περιστατικά δεν επήλθε πλουτισμός της εναγόμενης από την περιουσία ή με ζημία της ενάγουσας. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, μετά την τροπή του κύριου αγωγικού της αιτήματος σε αναγνωριστικό (άρθρο 33 Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α' 240/22.12.2016), να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την κύρια βάση της.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 291 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι σε ετήσια παραγραφή, που αρχίζει από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, υπόκεινται οι αξιώσεις που προέρχονται από τη χορήγηση υλικών ή τροφίμων και από την εκτέλεση εργασιών για την ναυπήγηση, επισκευή ή εξοπλισμό του πλοίου. Ως υλικά, κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ, θεωρούνται όλα τα χρήσιμα για το πλοίο αντικείμενα και τα προοριζόμενα να χρησιμεύσουν ως συστατικά ή παραρτήματα του ή ανταλλακτικά, ενώ αξιώσεις που προέρχονται από τον εξοπλισμό του (πλοίου), είναι εκείνες που αφορούν ουσιαστικά μέρη του τελευταίου, τα παραρτήματα και παρακολουθήματά του, τις μηχανές του, κύριες και βοηθητικές, σωσίβια μέσα και τεχνικά όργανα (Βλ. Ε Π 592/2013 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, με εκείνη του άρθρου 251 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικά, λόγω υφιστάμενου κενού ως προς το θέμα αυτό στον ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι επί αξιώσεων από ενοχικά δικαιώματα, η αξίωση γεννάται άμα συσταθεί η ενοχική απαίτηση, εφόσον η ενοχή συνίσταται σε θετική πράξη. Εάν όμως το ενοχικό δικαίωμα τελεί υπό αναβλητική προθεσμία, η γέννηση της αξίωσης, από την οποία αρχίζει η παραγραφή, συμπίπτει με την πάροδο της προθεσμίας. Έτσι, επί απαίτησης του τιμήματος που έχει πιστωθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η λήξη του χρόνου πίστωσης του τιμήματος, δηλαδή της αναβλητικής προθεσμίας πληρωμής του (πρβλ. για έναρξη παραγραφής σε περίπτωση πίστωσης τιμήματος μεταξύ εμπόρων: ΕΑ 5438/2015 ΔΕΕ 2016.179, Ε Α 317/2011 ΕλλΔνη 2014.190, ΕΔωδ 210/2004 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, 277 ΑΚ και 291 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η ένσταση ενιαυσίας παραγραφής των αναφερομένων στο άρθρο 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ αξιώσεων, πρέπει να εκτίθεται το έτος εντός του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ήτοι το αφετήριο αυτής χρονικό σημείο (πρβλ. ΑΠ 7/2015 ΤΝΠ NOMOS), και να περιλαμβάνει αυτοτελές αίτημα απόρριψης της αγωγής λόγω παραγραφής (Βλ. ΑΠ 1139/2002 ΕλλΔικ 45.473, Ε Π 465/2011 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, ισχυριζόμενη με τις προτάσεις της ότι οι επίδικες αξιώσεις, που πηγάζουν από πωλήσεις υλικών για τον εφοδιασμό του πλοίου, γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη τους εντός του έτους 2016, καθώς όλα τα πωληθέντα υλικά παραδόθηκαν εντός του έτους αυτού και δήλη ημέρα πληρωμής του τιμήματος κάθε σύμβασης πώλησης ήταν ο εκάστοτε χρόνος παράδοσης των πωληθέντων, αιτείται την απόρριψη της αγωγής λόγω ενιαυσίας παραγραφής. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ως άνω ισχυρισμός προβάλλεται παραδεκτά από την εναγόμενη σε βάρος της ενάγουσας, διότι επί αγωγής που θεμελιώνεται στο άρθρο 479 ΑΚ, ο αποκτών -τρίτος δικαιούται να αντιτάξει κατά του δανειστή όλες τις ενστάσεις του άρθρου 473 παρ. 1 ΑΚ, μεταξύ των οποίων και η ένσταση παραγραφής, έστω και αν τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν συμπληρώθηκαν μετά την μεταβίβαση (Βλ. Ε Π 545/2015 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις της εναγόμενης (άρθρο 1237 παρ. 1 ΚΠολΔ), τυγχάνει ερευνητέος με βάση το ελληνικό δίκαιο, το οποίο διέπει τις επίδικες αξιώσεις από τις συμβάσεις πώλησης [άρθρο 12 παρ. 1 περ. δ' του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17τ- Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I)]. Με βάση λοιπόν το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο ο ισχυρισμός είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, 289 αριθ. 3, 291 εδ. α' ΚΙΝΔ, 251, 277 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 255 εδ. β' ΑΚ, η οποία έχει συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται ότι η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο τον δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση. Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο δόλος δεν είναι ανεκτός. Τέτοια δόλια συμπεριφορά υπάρχει όταν οι προβαλλόμενες από τον υπόχρεο δικαιολογίες για την πρόσκαιρη μη ικανοποίηση του φερόμενου δικαιώματος είναι προσχηματικές και κατατείνουν στην πραγματικότητα να συνεχισθεί η απραξία του δικαιούχου στη δικαστική επιδίωξη του δικαιώματος του και την παρέλευση άπρακτης οριζόμενης προς τούτο παραγραφής (Βλ. ΛΠ 159/2011 ΤΝΠ NΟMΟS). Επομένως, δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου υπάρχει όταν ο τελευταίος προκαλεί την έναρξη διαπραγματεύσεων για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, που φαινομενικά, δηλαδή, γίνονται για το σκοπό αυτό, αλλά που στην πραγματικότητα κατευθύνονται στο να συνεχιστεί η απραξία του δικαιούχου ή όταν γίνονται παρελκυστικές συζητήσεις με πρόθεση ο δικαιούχος να μην προβεί στην έγκαιρη άσκηση της αξίωσης του (Βλ. ΕΑ 6026/2001 ΤΝΠ NOMOS). Για την πληρότητα του ισχυρισμού αυτού, ο οποίος προβάλλεται προς αντίκρουση της ένστασης του εναγόμενου περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ο ενάγων πρέπει να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αν αποδειχθούν αληθινά επιφέρουν αναστολή της παραγραφής και συγχρόνως να διατυπώνει αίτημα περί απόρριψης της ένστασης παραγραφής (Βλ. ΑΠ 1372/2010 ΤΝΠ NOMOS). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 257 Α Κ συνάγεται ότι συνέπεια της αναστολής είναι ότι το χρονικό διάστημα αυτής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της αποσβεστικής προθεσμίας και όταν πάψει η αναστολή η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες (Βλ. ΑΠ 1280/2018 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, καθ' υποφοράν με το αγωγικό δικόγραφο, αλλά και με την προσθήκη στις προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις, που αφορούν σε οφειλόμενο τίμημα από συμβάσεις πώλησης, γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη τους από την παρέλευση της αναβλητικής προθεσμίας που συμφωνήθηκε για την πληρωμή (31.12.2017), άλλως από την με ημερομηνία 23.05.2017 όχληση της αντισυμβαλλομένης τους προς πληρωμή. Επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οι αξιώσεις γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη τους με την έκδοση κάθε τιμολογίου, η ενάγουσα προβάλλει με την προσθήκη στις προτάσεις της ισχυρισμό περί αναστολής της παραγραφής, επικαλούμενη ότι όλο το χρονικό διάστημα εντός του δεύτερου εξαμήνου του έτους 2017 η εναγόμενη την απέτρεψε με δόλο να διεκδικήσει δικαστικά τις αξιώσεις της, με προσχηματικές δικαιολογίες, καθώς και με παραπλανητικές και ψευδείς διαβεβαιώσεις περί εξόφλησης της οφειλής, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα, αιτούμενη την απόρριψη της ένστασης παραγραφής. Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας, ο οποίος παραδεκτά προβλήθηκε με την προσθήκη στις προτάσεις της (άρθρο 237 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ), είναι ορισμένος και νόμιμος, με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο [άρθρο 12 παρ. 1 περ. δ' του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Γ)], ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, 255 εδ. β', 257 ΑΚ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, ο οποίος δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη διάταξη, ούτε ορίζει διαφορετικά. Πρέπει, επομένως, ο παραπάνω ισχυρισμός της ενάγουσας να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από τις υπ' αριθ. …/11.02.2019 και …/11.02.2019 ένορκες βεβαιώσεις του … και της … του …, αντίστοιχα, τις οποίες προσάγει με επίκληση η ενάγουσα και λήφθηκαν με επιμέλεια της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ' αριθ. … Γ/14.12.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων το από 05.10.2016 έγγραφο που προσάγει η εναγόμενη σε αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ (Βλ ΑΠ 1627/2010 ΤΝΠ NOMOS), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στη Δραπετσώνα Αττικής ενάγουσα εταιρία, που έχει αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την εμπορία ναυτιλιακών ειδών και γενικών εφοδίων πλοίων, μετατράπηκε σε ομόρρυθμη εταιρία με την υπ' αριθ. …/21.12.2015 πράξη μετατροπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ομόρρυθμη εταιρία της συμβολαιογράφου Πειραιώς …, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. την 28.12.2015, με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης …. Διαχειρίστριες και νόμιμες εκπρόσωποι της παραπάνω εταιρίας είναι οι δύο εταίροι της, … , και …. Περαιτέρω, η εδρεύουσα στο Δήμο Πειραιώς εναγόμενη εταιρία ιδρύθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 959/1979 «περί ναυτικής εταιρείας» και έχει καταχωρηθεί στα βιβλία του Μητρώου Ναυτικών Εταιριών. Μέλη του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου της παραπάνω εταιρίας είναι ο … ως Πρόεδρος, η …, ως Αντιπρόεδρος και Γραμματέας, και ο …, ως Ταμίας. Η παραπάνω εταιρία είναι πλοιοκτήτρια του με Αριθμό ΙΜΟ Φ/Γ πλοίου «…», το οποίο είναι ήδη νηολογημένο υπό ελληνική σημαία. Το πλοίο αυτό περιήλθε στην κυριότητα της εναγόμενης, αντί τιμήματος 200.000 δολλαρίων ΗΠΑ, κατόπιν του από 05.12.2016 συμφωνητικού πώλησης (Μ.Ο.Α. - Memorandum of Agreement) που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας με την επωνυμία «…». Το μεταβιβασθέν πλοίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της μη διαδίκου μεταβιβάσασας εταιρίας, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη - αποκτήσασα εταιρία, συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρο 261 εδ, β' ΚΠολΔ). Ενώ η γνώση της τελευταίας κατά τον χρόνο σύναψης του συμφωνητικού αγοραπωλησίας (ΜΟΑ) ότι το πλοίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της μεταβιβάσασας εταιρίας, συνάγεται από το γεγονός ότι οι εταιρίες αυτές (πωλήτρια και αγοράστρια) είναι παράλληλων οικονομικών συμφερόντων. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι παραπάνω εταιρίες είναι παράλληλων οικονομικών συμφερόντων συνάγεται από το ότι η εναγόμενη - αγοράστρια του πλοίου εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού στην ίδια διεύθυνση όπου διατηρεί την πραγματική της έδρα η πωλήτρια του πλοίου, και ενισχύεται από το γεγονός ότι το από 05.12.2016 συμφωνητικό (Μ.Ο.Λ.) καταρτίσθηκε για λογαριασμό της πωλήτριας διά του … και για λογαριασμό της αγοράστριας διά της Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης εταιρίας, όπως προαναφέρθηκε. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η εναγόμενη ενέχεται εις ολόκληρον με την πωλήτρια του πλοίου εταιρία για τα χρέη της τελευταίας, που είχαν γεννηθεί κατά τον χρόνο της μεταβίβασης του πλοίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 479 και 481 ΑΚ. Εξάλλου, σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά το έτος 2016 μεταξύ της ενάγουσας, υπό την νέα εταιρική μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας, και της μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας «…» που έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Λιβερίας, και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, και των Ν. 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009, και 4150/2013, δυνάμει της Κ.Υ.Α. 1241.2168/13/22437/28.04.1995 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 1()6/τ.ΑΠΣ/11.05.1995 και 167/τ.ΑΠΣ/29.08.2005), κατά το χρονικό διάστημα από την 13.07.2016 έως την 08.12.2016 η ενάγουσα, με την ιδιότητα της πωλήτριας, παρέδωσε στο πλοίο «…» τα υλικά που περιγράφονται, κατά είδος, ποσότητα, και τιμή μονάδος, στα υπ' αριθ. …., αδελφής του οι οποίοι αποτελούν μέλη του …  τιμολόγια, συνολικής αξίας (3.503,52 + 2.896,57 + 1.353,50 + 2.466,60 + 1.301,78 + 584,80 + 858,40 + 856,14 + 2.618,28 + 1.377,70 + 200,26 + 737,55 + 1.169,59 + 762,17 + 1.540,61 + 64,94 + 181,96 + 557,10 + 663,23 + 417,83 + 759,16 + 759,96 + 178,67 + 2.258,05 + 362,23 + 3.856,54 + 1.586,07 + 1.451,92 + 1.541,77 + 1.009,22 + 614,08 + 36,58 + 3.642,21 + 1.040,54 + 705,06 + 1.118 + 492,40 + 2.317,37 + 1.471,66 + 1.242,56 + 1.170,38 + 1.694,12 + 784,93 + 1.266,06 + 726,58 + 1.742,65 + 2.523,69 + 1.090,72 + 108,60 + 517,18 + 767,89 + 214,06 + 1.292,30 + 1.000,40 + 1.071,82 + 173,28 + 829,62 + 725,37 + 1.003,26 + 336,68 + 599,91 + 1.104,56 =) 71.300,64 ευρώ.

 

Σημειώνεται ότι η εναγόμενη δεν αμφισβητεί το είδος και την ποσότητα των πωληθέντων υλικών, όπως αυτά περιγράφονται στα παραπάνω αναφερόμενα τιμολόγια, ούτε την τιμή μονάδος τους, συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρο 261 εδ. β' ΚΠολΔ). Περαιτέρω, κατά την κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης η παραπάνω αναφερόμενη εταιρία  «…»  ενήργησε ως αντιπρόσωπος της εταιρίας «…» τότε πλοιοκτήτριας του πλοίου «…» κατ' εντολή και για λογαριασμό της. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η «…» ενήργησε ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας «…» συναγόταν από τις περιστάσεις, διότι αφενός κατά την κατάρτιση των παραπάνω συμβάσεων αυτή είχε την ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου «…»  αφετέρου οι εν λόγω συμβάσεις επιχειρήθηκαν στο πλαίσιο της διαχείρισης του παραπάνω πλοίου για τον εφοδιασμό του με τα πωληθέντα υλικά, περιστατικά που ήταν γνωστά στην ενάγουσα και καθιστούσαν προφανή την κατάρτιση των συμβάσεων στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αντικρούεται μόνο από το γεγονός ότι τα τιμολόγια εκδόθηκαν από την ενάγουσα σε χρέωση της διαχειρίστριας εταιρίας, καθ' υπόδειξη της τελευταίας, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από την εναγόμενη. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε σύμβασης πώλησης αφορούσαν ευθέως την πλοιοκτήτρια εταιρία  «…» η οποία κατέστη υποκείμενο των σχετικών υποχρεώσεων (άρθρο 211 ΑΚ). Εξάλλου, κατά την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων πώλησης η ενάγουσα - πωλήτρια και η αγοράστρια «…» διά της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, συμφώνησαν το τίμημα της πώλησης κάθε υλικού, κατέλιπαν όμως σε μεταγενέστερη συμφωνία τον προδιορισμό της χρονικής διάρκειας πίστωσης του. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εμπορικής συνεργασίας που διατηρούσε η ενάγουσα με τη διαχειρίστρια εταιρία «…»  η οποία είναι συμφερόντων της οικογένειας, και, συνακόλουθα, παράλληλων οικονομικών συμφερόντων τόσο με την πωλήτρια του πλοίου όσο και με την αγοράστρια - εναγόμενη εταιρία, όπως αυτή (εμπορική συνεργασία) διαμορφώθηκε λόγω της φιλικής σχέσης μεταξύ των διαχειριστριών της ενάγουσας και των θυγατέρων του …, κατά παρέκκλιση του όρου που είχε τεθεί με σφραγίδα επί όλων των παραπάνω αναφερόμενων τιμολογίων, με την οποία οριζόταν -μεταξύ άλλων- ως δήλη ημέρα για την πληρωμή του τιμήματος η αναγραφόμενη στο δελτίο αποστολής ημερομηνία παράδοσης των εμπορευμάτων, μεταξύ των συμβαλλόμενων συμφωνήθηκε η πίστωση του τιμήματος κάθε σύμβασης, χωρίς να ορισθεί ο χρόνος της πίστωσης, ο οποίος αφέθηκε να προσδιορισθεί μεταγενέστερα. Ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε προς την διαχειρίστρια εταιρία το από 23.05.2017 ηλεκτρονικό μήνυμα, στο οποίο ενσωματωνόταν πίνακας, όπου παρατίθενταν τα επίδικα τιμολόγια, κατά αριθμό παραστατικού, ημερομηνία έκδοσης, και με το οποίο η ενάγουσα καλούσε την αντισυμβαλλομένη της να τακτοποιήσει άμεσα την οφειλή της με καταβολή στον τραπεζικό λογαριασμό που υποδείκνυε. Ακολούθησαν τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ των εκπροσωπούν της ενάγουσας και της διαχειρίστριας εταιρίας, στο πλαίσιο των οποίων συμφωνήθηκε η πληρωμή του τιμήματος των ως άνω πωλήσεων να λάβει χώρα μέχρι την 31.08.2017. Στη συνέχεια, κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλόμενων, η ως άνω πίστωση παρατάθηκε μέχρι την 31.12.2017. Η κρίση του Δικαστηρίου για το ότι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης η ενάγουσα χορήγησε στην αντισυμβαλλόμενη της πίστωση αορίστου χρόνου, καθώς και για το ότι η χρονική διάρκεια της πίστωσης ορίσθηκε μέχρι την 31.08.2017 και ακολούθως παρατάθηκε μέχρι την 31.12.2017, συνάγεται από όσα σχετικά κατέθεσαν οι μάρτυρες της ενάγουσας, με τις υπ' αριθ. 186/2019 και 187/2019 ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίες επιτρεπτά λαμβάνονται υπόψη, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 393 ΚΠολΔ, διότι ο αποκλεισμός της εμμάρτυρης απόδειξης ισχύει μόνο για την απόδειξη συμβάσεων που υπερβαίνουν τις 30.000 ευρώ, και αφορά σε έγγραφα που περιέχουν δικαιοπρακτική βούληση δήλωσης που προσάγονται προς άμεση απόδειξη, περιπτώσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, καθώς, αφενός το τίμημα της κάθε επίδικης σύμβασης πώλησης υπολείπεται του παραπάνω ποσού, αφετέρου τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την ενάγουσα δεν αποτελούν έγγραφα που προσάγονται προς άμεση απόδειξη (Βλ. ΑΠ 588/2003 ΤΝΠ NOMOS), απορριπτόμενων των ενάντια υποστηριζόμενων από την εναγόμενη. Με βάση τα παραπάνω, οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας, που αφορούν σε πληρωμή πιστωθέντος τιμήματος από συμβάσεις πώλησης, γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη τους από την παρέλευση της προθεσμίας που συμφωνήθηκε για την πληρωμή, δηλαδή από την 01.01.2018, και, επομένως, η παραγραφή των αξιώσεων αυτών άρχισε με την λήξη του έτους, μέσα στο οποίο συνέπιπτε η λήξη του χρόνου πίστωσης του τιμήματος, δηλαδή η λήξη της αναβλητικής προθεσμίας για την πληρωμή του. Συνακόλουθα, δεν έχουν παραγραφεί οι ένδικες αξιώσεις, καθώς η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη την 14.12.2018 (Βλ. την προαναφερόμενη υπ' αριθ. … Γ/14.12.2018 έκθεση επίδοσης), δηλαδή εντός της ενιαυσίας προθεσμίας παραγραφής που ξεκίνησε εντός του έτους κατά το οποίο έληξε ο χρόνος της πίστωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 289 αριθ. 3, 291 εδ. α' ΚΙΝΔ και 251 ΑΚ. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση παραγραφής που προβλήθηκε από την εναγόμενη» ενώ παρέλκει η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της επικουρικά προβαλλόμενης αντένστασης της ενάγουσας περί αναστολής της παραγραφής, κατά το άρθρο 255 εδ. β' ΑΚ. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εβδομήντα μίας χιλιάδων τριακοσίων ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (71.300,64), νομιμότοκα από την 01.01.2018 μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει η εναγόμενη, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (ι) α', 68 παρ. 1 ΚΔικ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα μίας χιλιάδων τριακοσίων ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (71.300,64), νομιμότοκα από την 01.01.2018 μέχρι την εξόφληση.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 23.07.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ