ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΝαυπλίου 26/2022

 

Συνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 72 Ν. 4194/2013 που ορίζει ότι «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο».

 

 (Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Ναυπλίου Κ. Σταθογιαννόπουλου

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 26/2022

Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής: ./2020)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Χατζημαρούλη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Ναυπλίου Πρόεδρο Πρωτοδικών, και την Γραμματέα Λαμπρινή Βόγκλη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 26 Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» (ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ Εφ.ΠΙΕΣ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ), και με τον διακριτικό τίτλο «EUROBANK FINANCIAL PLANNING SERVISES» «ΠΟΥΡΟΜΠΑΝΚ ΦΑΪΝΑΝΣΙΑΛ ΠΛΑΝΙΝΓΚ ΣΕΡΒΙΣΙΣ», η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής (οδός Κύπρου αρ. 27 και Αρχιμήδους), με Α.Φ.Μ. . (Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών) και με αρ. ΓΕΜΗ ., νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων και την πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 95/2016 (υπ' αριθ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ τ.Β'), ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «CAIRO No. 2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (CAIRO No 2) που εδρεύει στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (οδός George's Dockap. 3, 4ος όροφος, IFSC, Δουβλίνο 1), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών . (CAIRO Νο2), όπως εκπροσωπείται νόμιμο, δυνάμει της από 18.6.2019 Σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία «CAlRO No. 2 FINANCE DESIGNATED ACTIVY COMPANY» (CAIRO No 2) κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Όθωνος αρ.8), με Α.Φ.Μ. . (Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», δυνάμει της από 18ης Ιουνίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα με αριθ. πρωτ. ./18.6.2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο . και με αριθμό ., σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3556/2009 (αρ. 10 παρ. 16), η οποία ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος, που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της … (αριθ. απόδειξης προκαταβολής εισφοράς Δ.Σ.Ν. Ν./2020) και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΡΓΟΥΣ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Ε.Ο. Ναυπλίου Νέας Κίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ., και 2) ., κατοίκου Ναυπλίου (οδός .), με Α.Φ.Μ. . (Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου), οι παραστάθηκαν, η πρώτη διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Σταθογιαννόπουλου και ο δεύτερος αυτοπροσώπως υπό την ιδιότητα του δικηγόρου (αριθ. απόδειξης προκαταβολής εισφοράς Δ.Σ.Ν. Ν0014402/2020) και κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: ., συμβολαιογράφο Μάσσητος (Κρανιδίου) και συντάξασα τον υπ' αριθ. ./12.2.2020 πίνακα κατάταξης, η οποία δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης.

 

Η ανακόπτουσα άσκησε την από 28.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././28.2.2020 ανακοπή της, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε αρχικά στη δικάσιμο της 28.5.20206, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, που επιβλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-5-2020 για τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 και, εν συνεχεία, με την από 5-6-2020 πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Ναυπλίου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ των υποθέσεων η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας και ο δεύτερος καθ' ου η ανακοπή ως πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης καθ' ης και για τον ίδιο ως δεύτερο καθ' ου υπό την δικηγορική του ιδιότητα ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν στο ακροατήριο.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ.1 ν. 4194/2013 «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Για αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα «ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ). Ο τρόπος καθορισμού της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με το ν. 4194/2013 που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έχει μεταβληθεί σε σχέση με τον παλαιότερα ισχύοντα Δικηγορικό Κώδικα {άρθρο 127 ν. 3026/1954) κατά τον οποίο, η ελάχιστη οφειλόμενη αμοιβή «κανονιζόταν» σε (μεταλλικές) δραχμές ανάλογα με το δικαστήριο που είχε εκδώσει τον εκτελεστό τίτλο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ύψος του ποσού της οφειλής που αφορούσε στον εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα, με το ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης. Επίσης, στο ν.4194/2013, η ελάχιστη αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις, κλπ. Στη Νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη, ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς - καθ' ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και να αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης. Κατά την κρίση δε του δικαστηρίου αυτού, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 72 ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να αποφύγει ερμηνευτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το προαναφερθέν άρθρο 127 του ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, όπως προεκτέθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό από τα δικαστήρια με βάση την επιστημονική εργασία, το χρόνο που καταναλώθηκε, κλπ.. Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή είτε κατά την εκτίμηση του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά στην αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 72 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη, αφενός μεν διότι η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και αφορούν τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες ενέργειες, αφετέρου δε διότι δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες που έπονται της έκδοσης της απόφασης μετά την οποία απεκδύεται της σχετικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμενο της διενέργειας τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 106 και 108 ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Αλλά, επιπλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβάρυνε τελικώς το δανειστή ή, αλλιώς, τον ίδιο το συντάξαντα δικηγόρο. Τέλος, η δυνατότητα αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ.1 και 102 αντίστοιχα), προβλέπεται μεν στο ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής (ΕφΠειραιώς 362/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές σε ΕφΔυτΜακ 102/2018, ΕφΘεσ 22/2020 και ΕφΘεσ 187/2018, άπασες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 25 §1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει», επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα ανατιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ' αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαϊική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πόσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων.

 

Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας (ΑΠ 211/2017 ΤΝΠ-Νόμος). Περαιτέρω, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 72 ΚΔικ εμφαίνεται ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να λειτουργήσει η διάταξη αυτή ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση. Ουδόλως δε πρόκειται περί «διπλοπληρωμής» του ιδίου κονδυλίου, καθώς η δικαστική δαπάνη αφορά τα δικαστικά έξοδα και αμοιβή του δικηγόρου μέχρι τη στιγμή (συζήτησης και) έκδοσης της απόφασης ενώ η αμοιβή για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέργειας. Ούτε βεβαίως μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφόσον συνταχθεί επιταγή προς εκτέλεση δεν εισπράττεται πλέον δικαστική δαπάνη αλλά μόνο η ισόποση αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθέως παραβίαση του διατακτικού της εκτελουμένης αποφάσεως αλλά και ζημία του επισπεύδοντος που δεν θα εισέπραττε τα καταβληθέντα δικαστικά έξοδα. Είναι προφανές επομένως ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 ΚΔικ υπηρετεί τον εύλογο νομοθετικό σκοπό της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου αυτού και επιπρόσθετα τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτή, αφ' ης στιγμής ο ηττηθείς διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το επιδικασθέν σε βάρος του ποσό εκουσίως, αποφεύγοντας την επιβάρυνση (ΕφΘεσ 20/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου μεταξύ άλλων παραπομπή σε Σ. Σταματόπουλο, Ερμηνευτικά ζητήματα για τα όρια της εξουσίας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτέλεσης προς αναπροσαρμογή της δικηγορικής αμοιβής ως προς τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, ΕλλΔνη 2018. 389 επ.).

 

Τέλος, όσον αφορά στην παθητική νομιμοποίηση σε περίπτωση ανακοπής κατ’ άρθρο 979 ΚΠολΔ, εάν αμφισβητείται η νομιμότητα της εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και, ειδικότερα, εάν προσβάλλεται ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητείται ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (επισπεύδων δανειστής) και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στους δικαιούμενους με βάση την μεταξύ τους σχέση εντολής. Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο στη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης, που φέρονται ότι έγιναν από τα ίδια πρόσωπα ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα αντίστοιχα έξοδα εκτέλεσης δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από το νόμο ή τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων οφείλει να στραφεί όχι μόνον κατά αυτού που επέσπευσε την εκτέλεση, αλλά και κατά των προσώπων, υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης (ΑΠ 1860/2013, σελ. 179 επ. ΑΠ 300/2013, ο.π., σελ.659, ΑΠ 1774/2007, ΕΠολΔ 2008, σελ. 273 εττ. με σημείωμα Β. Χατζηιωάννου, ΕφΑΘ 4260/2011, ΕλλΔνη 2012 (53), σελ. 196 επ., Νίκας Νικόλαος, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως II - Ειδικό Μέρος, ό.π., σελ. 555-556).

 

Με την υπό κρίση ανακοπή της, η ανακόπτουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι είναι διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα EUROBANK ERGASIAS Α.Ε», καθώς την 18.6.2019 συνήφθη μεταξύ της τελευταίας και της εταιρείας ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία «CAIRO No. 2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (CAIRO No2) που εδρεύει στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών . (CAIRO No 2), σύμβαση μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση, καταχωρηθείσα στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ. ./18.6.2019 στον τόμο . και με αριθμό .. Ότι την ίδια ημέρα (18.6.2019) υπεγράφη μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία ««CAIRO No. 2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (CAIRO No 2), και της ανακόπτουσας εταιρείας «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» σύμβαση διαχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4354/2015 δυνάμει της οποίας η ήδη ανακόπτουσα ανέλαβε την πάσης φύσεως τήρηση των στοιχείων, διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» στην εταιρεία ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία ««CAIRO No. 2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», σε συνδυασμό και με το από 17/6/2019 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Ιρλανδίας . (.). Η σύμβαση αυτή καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (ν. 2844/2000) με αρ. πρωτ. ./18.6.2019 στον τόμο . και με αριθμό .. Ότι προς ικανοποίηση απαιτήσεων της κατά του οφειλέτη της, ., κατασχέθηκε αναγκαστικά δυνάμει της υπ' αριθ. ./14.6.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου …., ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου του αναλυτικά περιγραφόμενου στο δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής ακίνητο, κυριότητας του ανωτέρω οφειλέτη κατά το ανωτέρω ποσοστό, που βρίσκεται στη θέση «ΠΕΤΡΟΘΑΛΑΣΣΑ» της κτηματικής περιφέρειας της δ.κ. Ερμιόνης του δήμου Ερμιονίδας, και το οποίο εκπλειστηριάστηκε την 22.1.2020 ενώπιον της συμβολαιογράφου Μάσσητος (Κρανιδίου) ., κατακυρώθηκε δε η ως άνω ακίνητη περιουσία κατά το ανωτέρω ποσοστό κυριότητας στην πρώτη καθ' ης η ανακοπή έναντι συνολικού πλειστηριάσματος ποσού 286.000,00 ευρώ. Ότι στον ανωτέρω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα: 1) η ανακόπτουσα για απαίτηση απορρέουσα από την υπ' αριθ. ./18.11.2004 σύμβαση πίστωσης, αρχικού ποσού 80.000,00 ευρώ, ως εγχειρόγραφη δανείστρια για την μη καλυπτόμενη με εμπράγματη ασφάλεια απαίτησή της και για ποσό 199.258,52 ευρώ, 2) Το Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, για το ποσό των 64.980,13 ευρώ και ζήτησε την προνομιακή κατάταξη του, 3) Το ΕΦΚΑ διά του Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Τρίπολης, για το ποσό των 59.766,93 ευρώ και διά του Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών για το ποσό των 4.364,33 ευρώ και ζήτησε την προνομιακή κατάταξη του, 4) η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» για το ποσό των 150.949,26 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια, 5) η Ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για το ποσό των 144.774,61 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια, 6) η Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας ΑΕ» για το ποσό των 71.933,19 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια και, τέλος, 7) η επισπεύδουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΡΓΟΥΣ ΑΕ» για το ποσό των 103.189,23 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Ότι την 13.2.2020 επιδόθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο της ανακόπτουσας η υπ' αριθ. ./12.02.2020 πρόσκληση της συμβολαιογράφου Μάσσητος (Κρανιδίου) ., με την οποία η ανακόπτουσα εκλήθη να λάβει γνώση του ανακοπτόμενου υπ' αριθ. ./12.2.2020 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο η συμβολαιογράφος διένειμε το επιτευχθέν πλειστηριασμό των 286.000,00 ευρώ, μετά την προαφαίρεση από αυτό: α) ποσού 6.171,79 ευρώ για έξοδα της επισπεύδουσας, β) ποσού 4.235,00 ευρώ για τον δικηγόρο της επισπεύδουσας για την σύνταξη επιταγών και γ) ποσού 2.931,08 ευρώ για τέλη, δικαιώματα και έξοδο της συμβολαιογράφου, ήτοι το συνολικώς τελικό ποσό των 272.161,13 ευρώ ως εξής: Α) Στο σύνολο του διανεμητέου στην τάξη των ειδικών προνομιούχων δανειστών (ήτοι ποσοστού 65%), ήτοι στο ποσό των ευρώ 34.377,38 ευρώ, το Ελληνικό Δημόσιο διά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, προνομιακά και οριστικά, ενώ το υπόλοιπο που απέμεινε διανεμήθηκε προνομιακά στο Δημόσιο και στο ΚΕΑΟ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, Β) Στο σύνολο του διανεμητέου στην τάξη των γενικών προνομιούχων δανειστών (ήτοι ποσοστού 25%), ήτοι στο ποσό των 30.602,75 ευρώ το Ελληνικό Δημόσιο και για το ποσό των 59.766,93 ευρώ το ΚΕΑΟ Τρίπολης και για το ποσό των 4.364,33 ευρώ το Α' ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΚΕΑΟ ΑΘΗΝΑΣ, προνομιακά και οριστικά, και Γ) Από το σύνολο του διανεμητέου στην τάξη των εγχειρόγραφων δανειστών (μη προνομιούχων δανειστών 10%) τους λοιπούς δανειστές σύμφωνα με τα οριζόμενα ποσά στην από 8.872/12.2.2020 πρόσκληση δανειστών της συμβολαιογράφου Κρανιδίου .. Ειδικότερα: α) Την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ για το ποσό των 28.388,47 ευρώ, β) την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK EPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» για το ποσό των 37,473,82 ευρώ, γ) την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA BANK ΑΕ» για το ποσό των 27.227,23 Ευρώ, δ) την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» για το ποσό των ευρώ 13.528,21 και ε) την επισπεύδουσα ανώνυμη εταιρεία και ήδη πρώτη καθ' ης με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΡΓΟΥΣ ΑΕ» για το ποσό των 36.332,01 ευρώ. Ότι με βάση τις διατάξεις του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ.1 Σ και των συναφών διατάξεων του ΚΠολΔ, που αφορούν στις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, το ποσό των 4.736,00 ευρώ, που προαφαίρεσε η συντάξασα τον ανακοπτόμενο πίνακα συμβολαιογράφος, για την αμοιβή σύνταξης των επιταγών προς πληρωμή είναι υπέρμετρο και δυσανάλογα μεγάλο λόγω της μη ιδιαιτερότητας της υπόθεσης, της μη δυσχέρειας και του πολύ μικρού χρόνου απασχόλησης του δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμής, με αποτέλεσμα να υπερβαίνει υπέρμετρα τα όρια που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, δοθέντος ότι τα συνήθη δικαιώματα σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ποσό των 100,00 ευρώ, που αποτελεί το όριο της αμοιβής του δικηγόρου για απασχόληση μιας ώρας, σύμφωνα με το Παράρτημα αμοιβών του Νέου Κώδικα Δικηγόρων, δεδομένου ότι στην ένδικη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των επιταγών προς πληρωμή, δεν υφίστατο δυσκολία ή καταβολή ιδιαίτερης επιστημονικής προσπάθειας για τη σύνταξη αυτών, με την ανάλωση μεγάλου χρόνου απασχόλησης. Ότι ακόμα και ο υπολογισμός των επιδικασθέντων νόμιμων τόκων επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου είναι ευχερής με τις σύγχρονες ηλεκτρονικές βάσεις και ο απαιτούμενος χρόνος σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή δεν υπερβαίνει τα 30 λεπτά της ώρας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτό ότι η αμοιβή σύνταξης των από 9.9.2013 και 26.3.2013 επιταγών προς πληρωμή έπρεπε να ανέλθει στο ποσό των 200,00 ευρώ και όχι στο ποσό των 4.736,00 ευρώ, στο οποίο εσφαλμένα κατ' άρθρο 72 του Νέου Κώδικα Δικηγόρων (η διάταξη του οποίου ως αντισυνταγματική δεν έχει ισχύ κανόνα δικαίου) και 189 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε η αμοιβή σύνταξης της επιταγής προς πληρωμής και κατετάγη η καθ' ης η ανακοπή κατά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης αντίστοιχα, και, ως εκ τούτου, να αποβληθεί η καθ' ης η ανακοπή ως προς την προαφαίρεση εξόδων από τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης κατά το ποσό των 4.536,00 ευρώ (4.736,00 - 200,00 ευρώ) και να καταταγεί η ανακόπτουσα ως προς το ποσό αυτό τυχαία ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι αντίγραφο της υπ' αριθ. ./12.2.2020 Πρόσκλησης Δανειστών της ανωτέρω συμβολαιογράφου Μάσσητος (Κρανιδίου) επιδόθηκε στους καθ' ων η ανακοπή την 11.2.2020 (βλ. σχετικά την από 11.2.2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Ναυπλίου … επί του σώματος του επιδοθέντος αντιγράφου της ανωτέρω Πρόσκλησης Δανειστών, που προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα), η υπό κρίση δε ανακοπή επιδόθηκε στους καθ' ων η ανακοπή την 28.2.2020 (βλ. τις υπ' αριθ. .B' και .Β/2.2.2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου . αντίστοιχα), ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επομένη  της επίδοσης της πρόσκλησης της επί του πλειστηριασμού ποσό 199.258,52 ευρώ, 2) Το Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, για το ποσό των 64.980,13 ευρώ και ζήτησε την προνομιακή κατάταξή του, 3) Το ΕΦΚΑ διά του Διευθυντή Περιφερειακού ΚΕΑΟ Τρίπολης, για το ποσό των 59.766,93 ευρώ και διά του Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών για το ποσό των 4.364,33 ευρώ και ζήτησε την προνομιακή κατάταξη του, 4) η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΙNTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» για το ποσό των 150.949,26 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια, 5) η Ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για το ποσό των 144.774,61 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια, 6) η Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας ΑΕ» για το ποσό των 71.933,19 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια και, τέλος, 7) η επισπεύδουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΡΓΟΥΣ ΑΕ» για το ποσό των 103.189,23 ευρώ και ζήτησε την κατάταξη της ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Ότι την 13.2.2020 επιδόθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο της ανακόπτουσας η υπ' αριθ. 8872/12.02.2020 πρόσκληση της συμβολαιογράφου Μάσσητος (Κρανιδίου) ., με την οποία η ανακόπτουσα εκλήθη να λάβει γνώση του ανακοπτόμενου υπ' αριθ. ./12.2.2020 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο η συμβολαιογράφος διένειμε το επιτευχθέν πλειστηριασμό των 286.000,00 ευρώ, μετά την προαφαίρεση από αυτό: α) ποσού 6.171,79 ευρώ για έξοδα της επισπεύδουσας, β) ποσού 4.235,00 ευρώ για τον δικηγόρο της επισπεύδουσας για την σύνταξη επιταγών και γ) ποσού 2.931,08 ευρώ για τέλη, δικαιώματα και έξοδο της συμβολαιογράφου, ήτοι το συνολικώς τελικό ποσό των 272.161,13 ευρώ ως εξής: Α) Στο σύνολο του διανεμητέου στην τάξη των ειδικών προνομιούχων δανειστών (ήτοι ποσοστού 65%), ήτοι στο ποσό των ευρώ 34.377,38 ευρώ, το Ελληνικό Δημόσιο διά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, προνομιακά και οριστικά, ενώ το υπόλοιπο που απέμεινε διανεμήθηκε προνομιακά στο Δημόσιο και στο ΚΕΑΟ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, Β) Στο σύνολο του διανεμητέου στην τάξη των γενικών προνομιούχων δανειστών (ήτοι ποσοστού 25%), ήτοι στο ποσό των 30.602,75 ευρώ το Ελληνικό Δημόσιο και για το ποσό των 59.766,93 ευρώ το ΚΕΑΟ Τρίπολης και για το ποσό των 4.364,33 ευρώ το Α' ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΚΕΑΟ ΑΘΗΝΑΣ, προνομιακά και οριστικά, και Γ) Από το σύνολο του διανεμητέου στην τάξη των εγχειρόγραφων δανειστών (μη προνομιούχων δανειστών 10%) τους λοιπούς δανειστές σύμφωνα με τα οριζόμενα ποσά στην από ./12.2.2020 πρόσκληση δανειστών της συμβολαιογράφου Κρανιδίου .. Ειδικότερα: α) Την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» για το ποσό των 28.388,47 ευρώ, β) την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK EPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» για το ποσό των 37,473,82 ευρώ, γ) την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA BANK ΑΕ» για το ποσό των 27 227,23 Ευρώ, δ) την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» για το ποσό των ευρώ 13.528,21 και ε) την επισπεύδουσα ανώνυμη εταιρεία και ήδη πρώτη καθ' ης με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΡΓΟΥΣ ΑΕ» για το ποσό των 36.332,01 ευρώ. Ότι με βάση τις διατάξεις του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 Σ και των συναφών διατάξεων του ΚΠολΔ, που αφορούν στις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, το ποσό των 4.736,00 ευρώ, που προαφαίρεσε η συντάξασα τον ανακοπτόμενο πίνακα συμβολαιογράφος, για την αμοιβή σύνταξης των επιταγών προς πληρωμή είναι υπέρμετρο και δυσανάλογα μεγάλο λόγω της μη ιδιαιτερότητας της υπόθεσης, της μη δυσχέρειας και του πολύ μικρού χρόνου απασχόλησης του δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμής, με αποτέλεσμα να υπερβαίνει υπέρμετρα τα όρια που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, δοθέντος ότι τα συνήθη δικαιώματα σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ποσό των 100,00 ευρώ, που αποτελεί το όριο της αμοιβής του δικηγόρου για απασχόληση μιας ώρας, σύμφωνα με το Παράρτημα αμοιβών του Νέου Κώδικα Δικηγόρων, δεδομένου ότι στην ένδικη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των επιταγών προς πληρωμή, δεν υφίστατο δυσκολία ή καταβολή ιδιαίτερης επιστημονικής προσπάθειας για τη σύνταξη αυτών, με την ανάλωση μεγάλου χρόνου απασχόλησης. Ότι ακόμα και ο υπολογισμός των επιδικασθέντων νόμιμων τόκων επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου είναι ευχερής με τις σύγχρονες ηλεκτρονικές βάσεις και ο απαιτούμενος χρόνος σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή δεν υπερβαίνει τα 30 λεπτά της ώρας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτό ότι η αμοιβή σύνταξης των από 9.9.2013 και 26.3.2013 επιταγών προς πληρωμή έπρεπε να ανέλθει στο ποσό των 200,00 ευρώ και όχι στο ποσό των 4.736,00 ευρώ, στο οποίο εσφαλμένα κατ' άρθρο 72 του Νέου Κώδικα Δικηγόρων (η διάταξη του οποίου ως αντισυνταγματική δεν έχει ισχύ κανόνα δικαίου) και 189 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε η αμοιβή σύνταξης της επιταγής προς πληρωμής και κατετάγη η καθ' ης η ανακοπή κατά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης αντίστοιχα, και, ως εκ τούτου, να αποβληθεί η καθ' ης η ανακοπή ως προς την προαφαίρεση εξόδων από τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης κατά το ποσό των 4.536,00 ευρώ (4.736,00 - 200,00 ευρώ) και να καταταγεί η ανακόπτουσα ως προς το ποσό αυτό τυχαία ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι αντίγραφο της υπ' αριθ. ./12.2.2020 Πρόσκλησης Δανειστών της ανωτέρω συμβολαιογράφου Μάσσητος (Κρανιδίου) επιδόθηκε στους καθ' ων η ανακοπή την 11.2.2020 (βλ. σχετικά την από 11.2.2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Ναυπλίου …  επί του σώματος του επιδοθέντος αντιγράφου της ανωτέρω Πρόσκλησης Δανειστών, που προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα), η υπό κρίση δε ανακοπή επιδόθηκε στους καθ' ων η ανακοπή την 28.2.2020 (βλ. τις υπ' αριθ. .B' και ./2.2.2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου . αντίστοιχα), ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επομένη της επίδοσης της πρόσκλησης της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου στο ανακόπτον. Η ένδικη ανακοπή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 979 παρ. 2 και 933 παρ.1 εδ. α', 2, 3 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015), απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των καθ' ων η ανακοπή περί καθ' ύλην αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. και 937 αρ. 3 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το ν. 4335/2015), δεδομένου ότι κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, η επιταγή προς πληρωμή για την απαίτηση βάσει της υπ' αριθ. 468/2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, στην οποία στηρίχθηκε η περαιτέρω διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, επιδόθηκε στον οφειλέτη την 11.4.2019. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω σχετική νομική σκέψη, στην ένδικη ανακοπή νομιμοποιούνται παθητικά αμφότεροι οι καθ' ων η ανακοπή, καθώς λόγος ανακοπής άπτεται του γεγονότος ότι η δικηγορική αμοιβή για την σύνταξη των αναφερόμενων στο δικόγραφο επιταγών προς πληρωμή είναι υπέρμετρη και δυσανάλογα μεγάλη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των καθ' ων η ανακοπή και δη ως προς την πρώτη καθ' ης. Ωστόσο, η ένδικη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστη, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, καθώς, σύμφωνα με την ανωτέρω σχετική νομική σκέψη, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός του ποσού, που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ), η ανακόπτουσα δεν εκθέτει στο δικόγραφο της ανακοπής της με σαφή και ορισμένο τρόπο το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να υπολογίσει, υπό το πρίσμα του λόγου της ένδικης ανακοπής περί υπέρμετρης δικηγορικής αμοιβής για την σύνταξη των ως άνω αναφερόμενων επιταγών προς πληρωμή, τι ποσό θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να καθορισθεί ως προς την εν λόγω αμοιβή καθώς επίσης και τον αναλογούντα Φ.Π.Α. για έκαστη επιταγή προς πληρωμή, και κατά μείζονα λόγο να κριθεί το υπέρμετρο ή όχι αυτής. Επί τη βάσει, επιπλέον, της αυτής νομικής σκέψης, η ανακοπή σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέα και ως μη νόμιμη, και, συναφώς, η υπό κρίση ανακοπή κρίνεται αόριστη για τον ανωτέρω αναφερόμενο λόγο, δοθέντος ότι η διάταξη του άρθρου 72 του ν.4194/2013 δεν στερείται συνταγματικής περιωπής. Κατά την προκριτέα άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη και της αντίθετης νομολογιακής τάσης, η ανωτέρω διάταξη, η οποία μετέβαλε τα μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (νέος Κώδικας Δικηγόρων) ισχύοντα σχετικά με την αμοιβή δικηγόρου για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση (άρθρο 127 ν.δ. 3026/1954, όπως η διάταξη αυτή ερμηνεύτηκε και μετά την προσθήκη στην § 1 αυτού, που έγινε με το άρθρο 23 ν.δ. 3790/1957 (βλ. ΕφΘεσ 1826/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με τις εκεί παραπομπές), αποδεσμευθείσα πλήρως από τα κριτήρια διαμόρφωσης που ετίθεντο με τον προηγούμενο νόμο και εισήχθη ο αυτόματος καθορισμός της αμοιβής αυτής που ισούται πλέον με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, αποτελώντας διακριτό κονδύλιο, μη συμπεριλαμβανόμενο σ' αυτήν και σε καμία περίπτωση μη καθοριζόμενο από άλλους παράγοντες και όλα τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως από τη σαφή και ρητή διατύπωση της διάταξης, χωρίς δυνατότητα άλλης ερμηνείας. Κάθε άλλη ερμηνεία είναι αυθαίρετη και δεν προκύπτει από καμία διάταξη νόμου, δεν συναρτά το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου από τη δυσχέρεια σύνταξης της επιταγής, αλλά καθορίζει αυτή σε συγκεκριμένο ποσό και θέτει ουσιαστικά, για πρώτη φορά, ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο αυτής, συναρτώμενο με την ήδη υπολογισθείσα από το δικαστήριο, κατ' αναλογία με το αντικείμενο της εκάστοτε ένδικης υπόθεσης, δικαστική δαπάνη, αποτρέποντας ακριβώς τον αυθαίρετο και δυσανάλογο υπολογισμό της από τον συντάσσοντα αυτή δικηγόρο, ώστε δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 72 Ν. 4194/2013 είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος.

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μη υφιστάμενου άλλου λόγου ανακοπής προς διερεύνηση, θα πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων θα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής {άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, με την παρουσία της Γραμματέα και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στο Ναύπλιο, την 17.1.2022.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ