ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΚορίνθου 45/2022

 

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Έφεση Ν. 3869/2010 από πιστωτή -.

 

Απαράδεκτη η παράσταση εταιρείας ειδικού σκοπού λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου δεν υπάρχει ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης και άρα ο ν.4335/2015 δεν προβλέπει εκούσια αντιπροσώπευση εταιρίας ειδικού σκοπού από εταιρία διαχείρισης. Στην Εκουσία Δικαιοδοσία η απουσία του εκκαλούντος δεν επιφέρει ματαίωση της δίκης όλοι οι διάδικοι έχουν κληθεί νόμιμα και έσω και ένας παρίσταται κανονικά. Εκούσια Δικαιοδοσία. Ανακριτικό σύστημα και στον β βαθμό. Δεκτά και αποδεικτικά μέσα μη πληρούντα τον νόμο. Εξαίρεση από την εκποίηση όλων των περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας καθώς έχει μόνο ποσοστά κυριότητας εξ αδιαιρέτου και δεν πιθανολογείται η προσέλκυση αγοραστών. Απορρίπτει την έφεση.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 45/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αναστασία Ξηρογιάννη, Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Ιωάννα-Δήμητρα Ζιούβα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 08 Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ-ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ... και ... της .., κατοίκου ... (Α.Φ.Μ ... Δ.Ο.Υ Κορίνθου), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελενα Κονομόδη (Α.Μ 37663 Δ.Σ.Α).

 

ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΑΙΤΗΣΗ-ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "EUROBANK", που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Όθωνος αρ.8, νόμιμα εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ ./Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών, με την ιδιότητα της ως καθολικής διαδόχου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε" (Α.Φ.Μ .), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο  ... (Α.Μ 336 Δ.Σ.Κορίνθου),

 

ΤΩΝ ΚΑΘ'ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ-ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφόρος Αθηνών αρ. 105), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2. Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ.2), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3. Της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "B2KAPITAL ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ", που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφόρος Κηφισίας αρ. 1-3) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί ως καθολική διάδοχος αντιπρόσωπος, αντίκλητος και διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "HELLAS 2Ρ INVESTMENT DESIGNATED ACTIVITY COMPANY" με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, που έχει καταστεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξανδρο Δήμα (Α.Μ 316 Δ.Σ.Κορίνθου).

 

Η αιτούσα-καλούσα -εφεσίβλητη ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15-10-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2012 αίτηση της περί υπαγωγής της στο καθεστώς του Ν.3869/2010, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθ. 102/2016 οριστική απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση. Κατά της εν λόγω απόφασης, η ως άνω ηττηθείσα διάδικος άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, την απευθυνόμενη στο παρόν, ένδικη, από 24-05-2016 έφεση και με αριθμό κατάθεσης ./2016, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ. Κατάθεσης ./2016, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αρχική δικάσιμο της 09-11-2016, οπότε συζητήθηκε η υπόθεση και εκδόθηκε η με αριθμό 420/2017 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου Αυτού, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης. Ήδη, με την από 13-10-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2020 αίτηση-κλήση της εφεσίβλητης, επαναφέρεται προς συζήτηση η υπόθεση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκου ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα στην υπό κρίση έφεση και τις έγγραφες κατατεθειμένες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νομίμως επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η υπό κρίση από 24-05-2016 και με αριθμό καταθέσεως 17/2016 έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "EUROBANK", δυνάμει της από 13-10-2020 και με αριθμό καταθέσεως …/2020 αίτησης-κλήσης της αιτούσας-καλούσας-εφεσίβλητης.

 

Σύμφωνα με το άρθρ. 455 ΑΚ εκχώρηση είναι η μεταβίβαση της απαίτησης του δανειστή σε νέο δικαιούχο μέσω συμβάσεως μεταξύ τους χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με τον τρόπο αυτό μεταβιβάζεται η απαίτηση και μεταβάλλεται το πρόσωπο του δανειστή και όχι η φύση και τα χαρακτηριστικά της απαίτησης. Ο νέος δανειστής (εκδοχέας) ως ειδικός διάδοχος εισέρχεται στα δικαιώματα και στη θέση γενικότερα του παλαιού δανειστή όπως αν η απαίτηση θεμελιωνόταν ευθύς εξαρχής με δανειστή αυτόν. Συνεπώς, ο εκχωρητής δε νομιμοποιείται παθητικά στη διαδικασία, αλλά διάδικος θα γίνει με επίδοση της αίτησης ο εκδοχέας. Προϋποθέσεις εκ των διατάξεων του ΑΚ για την εκχώρηση είναι η ύπαρξη απαίτησης, η σύμβαση μεταξύ του νέου και παλαιού δανειστή (εκχωρητής και εκδοχέας), το εκχωρητό της απαίτησης και η αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη. Η εκχώρηση τελειούται από τη συμφωνία μεταβίβασης, ενώ η αναγγελία εξασφαλίζει την πραγματοποίηση - ενεργοποίηση της μεταβίβασης αυτής έναντι του οφειλέτη και έναντι τρίτων. Η αναγγελία είναι όρος του ενεργού. Μέχρι αυτή η μεταβίβαση υφίσταται μόνο έναντι των μερών. Συνεπώς, η αποκοπή της απαίτησης από τον εκχωρητή συμβαίνει έναντι του εκδοχέα από τη συμφωνία τους, ενώ έναντι των τρίτων και του οφειλέτη από την αναγγελία. Σημειώνεται ότι η αναγγελία κατά τον ΑΚ γίνεται άτυπα. Κατά τις διατάξεις του ΑΚ ο τύπος δεν αποτελεί προϋπόθεση εγκυρότητας της αναγγελίας και μπορεί να γίνει σιωπηρά ή προφορικά, ενώ συχνά η αναγγελία μπορεί να γίνει και με μια απλή επιστολή ή ειδοποίηση του εκχωρητή ή του εκδοχέα προς τον οφειλέτη. Τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία στη διαδικασία του ν. 3869/2010. Σύμφωνα με το άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 ο επιθυμών τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτης πρέπει να αναφέρει στην κατατιθέμενη στο δικαστήριο αίτηση του τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους. Συνήθως ο οφειλέτης γνωρίζει τα ονόματα των αρχικών πιστωτών του. Αν συνεπεία εκχωρήσεως επέλθει μεταβολή του προσώπου του πιστωτή, πρέπει στην αίτηση να αναφέρεται ως νέος πιστωτής ο εκδοχέας, στον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση της αιτήσεως, αν η εκχώρηση και η αναγγελία αυτής στον οφειλέτη προηγήθηκε της καταθέσεως της αιτήσεως. Αν μεν ο εκδοχέας έχει την κύρια κατοικία του ή την έδρα του στην ελληνική επικράτεια συνήθως δεν δημιουργούνται προβλήματα. Τέτοια συνήθως γεννώνται αν ο εκδοχέας έχει την κατοικία του ή την έδρα του στην αλλοδαπή. Η ανάγκη επιδόσεως της αιτήσεως σε ένα τέτοιο εκδοχέα στην αλλοδαπή συνεπάγεται ανάλωση χρόνου και ιδίως αυξημένες δαπάνες πράγμα που δεν εναρμονίζεται με το σκοπό του νόμου για περιορισμό των οικονομικών επιβαρύνσεων του οφειλέτη. Για τη διευκόλυνση του τελευταίου με την παρ. 5 του άρθ. 11 του Ν. 4161/2013 στο άρθρ. 2 του Ν. 3869/2010 προστέθηκε παρ. 5 η οποία υποχρεώνει τον εκδοχέα να ορίσει αντίκλητο στην ελληνική επικράτεια κατά το άρθ. 142 του ΚΠολΔ και να τον γνωστοποιήσει στον οφειλέτη. Μέχρι τη γνωστοποίηση τεκμαίρεται ως αντίκλητος ο τελευταίος εκχωρητής της απαιτήσεως με κύρια κατοικία ή έδρα στην ελληνική επικράτεια. Πρόκειται ουσιαστικά για υποχρεωτικό εκ του νόμου χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως αντικλήτου, ανεξαρτήτως της πραγματικής βούλησης του προσώπου στο οποίο αφορά η επίδοση. Μάλιστα κατά το άρθρο 19 παρ. 2 του Ν. 4161/2013 η υποχρέωση ορισμού αντικλήτου καταλαμβάνει και τις εκχωρήσεις απαιτήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη ισχύος της τροποποίησης εκ του Ν. 4161/2013. Αν η αναγγελία γίνει μετά την κατάθεση της αίτησης και μετά την επίδοσή της, τότε ο παλαιός δανειστής παραμένει κατά το άρθρ. 225 ΚΠολΔ διάδικος και ο νέος δανειστής πρέπει να ασκήσει παρέμβαση για να καταστεί διάδικος και να προβάλλει τους ισχυρισμούς του. Αν ένας πιστωτής μεταβιβάσει σε νέο δανειστή την απαίτηση και δεν έχει ακόμα προβεί σε αναγγελία αυτής στον οφειλέτη, ο οφειλέτης δε γνωρίζει τη νέα νομική κατάσταση. Καθώς δε γνωρίζει την εκχώρηση, οφείλει να προβεί στις παραπάνω ενέργειες στον αρχικό δανειστή. Μόνο μετά την αναγγελία οφείλει να προβεί σε κάποια υπολοιπόμενη ενέργεια στο νέο δανειστή. Πριν τη με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποίηση σε αυτόν της εκχώρησης δεν υποχρεούται να επιδώσει στον εκδοχέα. Αν μετά την κατάθεση και την επίδοση γνωστοποιηθεί σε αυτόν η εκχώρηση, δεν υποχρεούται σε νέα επίδοση ούτε βέβαια σε κατάθεση νέας αίτησης με αναφορά στον εκδοχέα. Ο εκχωρητής, που δέχεται την επίδοση της αίτησης από τον οφειλέτη, οφείλει εκ της συμβατικής του σχέσης με τον εκδοχέα και κατά τα άρθρ. 281 και 288 ΑΚ να προβεί σε ανακοίνωση δίκης προς τον εκδοχέα. Αυτός θα ασκήσει κύρια παρέμβαση προκειμένου να καταστεί διάδικος στη διαδικασία του ν. 3869/2010 (Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η έκδοση (2015), παρ. 649-653, σελ. 307-309). Η εκχώρηση σε νέο δανειστή μπορεί να γίνει με διατήρηση του δικαιώματος είσπραξης από τον εκχωρητή ή με συμφωνία εξουσίας διαχείρισης και είσπραξης της απαίτησης από διαφορετικό πρόσωπο σε σύγκριση με τον εκδοχέα, οπότε ο δανειστής είναι διαφορετικό πρόσωπο από το πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να διαχειρίζεται το χρέος και να εισπράττει τις εξοφλήσεις. Τέτοιο είδος εκχώρησης είναι και η τιτλοποίηση απαιτήσεων κατά το άρθρο 10 Ν. 3156/2003. Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. παρ. 6 του άρθρου 10 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμένων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000 (βλ. παράγραφο 8 του άρθρου 10), οπότε και επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιουμένων απαιτήσεων. Η ανωτέρω καταχώρηση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Η καταχώρηση της μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, επέχει κατά νόμο θέση αναγγελίας. Πρόκειται δηλαδή για πλασματική αναγγελία ανεξαρτήτως αν ο οφειλέτης λαμβάνει ή όχι πραγματική γνώση της μεταβολής του προσώπου του πιστωτή, μη έχουσας εν προκειμένω πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 460 Α.Κ., διότι ο Ν. 3156/2003 περιέχει τις προμνησθείσες ειδικότερες διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 10, που αποκλείουν ως γενικότερες τις διατάξεις του Α.Κ., όπως και αυτή του άρθρου 460 Α.Κ.., όταν αυτές αντίκεινται στις διατάξεις του Ν. 3156/2003, κατά τη ρητή διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 10 του νόμου αυτού (ΜΠρΡοδ 4/2016, ΜΠρΑΘ 2391/2011, ΕιρΚορινθ 106/2016, ΕιρΠατρ 171/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚρωπ 512/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου κατά το άρθρο 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, με το οποίο ρυθμίζεται η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση, δηλαδή η τιτλοποίηση απαιτήσεων: «Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβαση τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διαχειριστή». Επιπλέον, στην παρ. 16 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παραγρ. 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στην περίπτωση που ο εκδοχέας, είναι εταιρεία εδρεύουσα εκτός Ελλάδας, και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τότε, εφόσον η διαχείριση των απαιτήσεων ανατεθεί σε τρίτα (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα, τα τελευταία πρέπει υποχρεωτικά να έχουν κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα. Μάλιστα τόσο η ανάθεση της διαχείρισης όσο και κάθε μεταβολή σχετική μ' αυτήν, είναι τυπικές, ώστε να χρειάζεται σημείωση τους στο οικείο δημόσιο βιβλίο του ενεχυροφυλακείου (ΜΠρΑΘ 6310/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 63/2013 Αρμ·2014. 489). Ο διαχειριστής δεν αποκτά ο ίδιος την απαίτηση, αλλ' απλώς δικαιούται να την ασκήσει, όπως φερ' ειπείν, μόνο να την εισπράξει. ΓΥ αυτόν δε ακριβώς το λόγο, γίνεται δεκτό ότι ο οφειλέτης έχει δικαίωμα και μετά την κατά τα ως άνω εξουσιοδότηση να καταβάλει όχι στον διαχειριστή (εξουσιοδοτούμενο), αλλά στο δανειστή (εξουσιοδοτήσαντα). Ο διαχειριστής (εκχωρητής ή τρίτος) ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος του εκδοχέα και επ' ονόματι και για λογαριασμό του τελευταίου αυτού, όχι δε στο δικό του όνομα, ούτε και για δικό του λογαριασμό (άρθρο 211 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 417 ΑΚ). Υποκείμενο των διά των ενεργειών του αντιπροσώπου - διαχειριστή δημιουργούμενων σχέσεων είναι ο αντιπροσωπευόμενος - εκδοχέας, ο οποίος και μόνο νομιμοποιείται να ενάγει και να ενάγεται. Η ως άνω λύση εναρμονίζεται απολύτως και προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 15 του Ν. 3156/2003, η οποία καθιερώνει την υποχρέωση του διαχειριστή να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξη τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, με την μνεία στην κατάθεση ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιούσια του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται (ΕφΑΘ 9544/1998 ΕΕμπΔ 1999. 773, ΜΠρΑΘ 6310/2015 ό.π., ΕιρΠειρ 163/2012 ΕφΑΔ 2012. 975).

 

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων διεξαγωγής της δίκης, είναι, και η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΠειρ 133/1987 ΝοΒ 35.1069, ΕφΑΘ 6152/1982 ΝοΒ 30.1282). Εξάλλου, η νομιμοποίηση σε στενή έννοια, δηλαδή η ύπαρξη δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης, στην οποία δικάζεται κάποιος, ως ενάγων ή εναγόμενος ή η εξουσία για διεξαγωγή της δίκης, που αναφέρεται σε συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, συμπίπτει, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (περιπτώσεις μη υπόχρεων ή μη δικαιούχων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του επιδίκου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος, που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση (Κ. Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 68, τ. 2, σελ. 360, με περαιτέρω παραπομπές). Για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν αυτός είναι αναληθής, οπότε με την απόδειξη της αναλήθειας του ισχυρισμού, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη στην ουσία της για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (ΕφΑΘ 4138/1990 Δνη 32. 820, ΠΠρΣαμ 46/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΑΘ 3903/1988 Δνη 33.419). Κατά μεν το άρθρο 63 § 1 εδ. α' του ΚΠολΔ «όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα», κατά δε το άρθρο 64 §§ 1 και 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα «όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους». Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες εφαρμόζονται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 741 ΚΠολΔ και στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, συνάγεται ότι στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου δεν υφίσταται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης και όποιος είναι ικανός για δικαιοπραξία διεξάγει τη δίκη με το δικό του όνομα, όποιος δε είναι ανίκανος εκπροσωπείται από το νόμιμο αντιπρόσωπο του. Μόνες περιπτώσεις, στις οποίες μέχρι πρότινος (πριν δηλαδή τις τροποποιήσεις που επέφερε στον ΚΠολΔ ο Ν. 4335/2015) επιτρεπόταν εκούσια αντιπροσώπευση κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ήταν οι προβλεπόμενες από τις καταργηθείσες πλέον διατάξεις των άρθρων 472 § 1 και 665 § 1 του ΚΠολΔ, που όριζαν η μεν πρώτη, ότι επί μικροδιαφορών, τον διάδικο, που δεν παρίσταται ο ίδιος, μπορούν να αντιπροσωπεύσουν και ο σύζυγος, οι ανιόντες και οι κατιόντες, οι συγγενείς δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και οι έμμισθοι υπάλληλοι του, η δε δεύτερη, ότι επί εργατικών διαφορών οι εργαζόμενοι μπορούν να εκπροσωπηθούν από άλλο εργαζόμενο, που ασκεί το ίδιο είδος επαγγέλματος και οι εργοδότες από υπάλληλο τους. Αλλά, οι ειδικές ρυθμίσεις δεν θα ήταν αναγκαίες, αν ήταν γενικώς επιτρεπτή η διεξαγωγή δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο. Εξάλλου, και οι διατάξεις των άρθρων 116, 118 αριθ. 5, 259 § 2 και 310 § 2 του ΚΠολΔ ως πρόσωπα, που μετέχουν στη δίκη, κατονομάζουν μόνο τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους (επίτροπος, σύνδικος, διαχειριστής πολυκατοικίας κ.λπ.) και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και δεν αναφέρουν τους εκούσιους αντιπροσώπους. Δεν μπορούν δε να εφαρμοστούν αναλογικά στη διεξαγωγή της δίκης οι διατάξεις των άρθρων 211 επ. του ΑΚ περί εκούσιας αντιπροσώπευσης στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, ενόψει τόσο της καθολικής πλέον απαγόρευσης της εκούσιας αντιπροσώπευσης στο πεδίο του δικονομικού δικαίου μετά και την κατάργηση των κατά τα παραπάνω ειδικών προβλέψεων για τις μικροδιαφορές και τις εργατικές διαφορές, όσο και των άλλων σκοπών, που υπηρετούν οι πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Τέλος, η εκούσια αντιπροσώπευση στη διεξαγωγή της δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενη ούτε με επίκληση της διατάξεως του άρθρου 713 του ΑΚ, η οποία παρέχει δυνατότητα στον εντολοδόχο να διεξάγει οποιαδήποτε υπόθεση του ανατεθεί από τον εντολέα, αφού στην περίπτωση αυτή η εξουσία του εντολοδόχου μπορεί να περιοριστεί μόνο στην παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο να ασκήσει αγωγή ή ένδικο μέσο επ' ονόματι του εντολέα του και να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, αν και την εντολή αυτή μπορεί να χορηγήσει απευθείας ο ίδιος ο εντολέας, χωρίς τη μεσολάβηση του εντολοδόχου, η οποία, παρεμβαλλόμενη, μόνο τη διέπουσα κάθε δίκη αρχή της οικονομίας πλήττει και δεν εξυπηρετεί κάποιο έννομο συμφέρον. Συνακόλουθα, δεν συγχωρείται στην πολιτική δίκη ο διορισμός εκούσιου αντιπροσώπου για τη διεξαγωγή αυτής, έστω και αν ο τελευταίος διορίσει δικηγόρο ως δικαστικό πληρεξούσιο προς αναπλήρωση της ελλείπουσας ικανότητας να παρίσταται στο δικαστήριο. Έτσι και κατά μείζονα λόγο δεν νοείται εκπροσώπηση του διαδίκου από τον αντίκλητο του, ο οποίος και δεν τυγχάνει παρά μόνο εκούσιος αντιπρόσωπος με περιορισμένη όμως πληρεξουσιότητα, ως προς μόνη δηλαδή την παραλαβή των επιδιδόμενων εγγράφων (άρθ. 121 και 142 ΚΠολΔ). Συνέπεια του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο είναι το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο, το οποίο ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 73 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1726/2013, ΑΠ 45/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 683/1985 Αρμ 1986.156, ΕφΘεσ 2823/1990 Δνη 33.1225, ΕφΘεσ 258/1977 Αρμ 1977.309, ΕφΘεσ 202/1975 Δ 1975.563, ΠολΠρΣυρ 67/2003 ΑρχΝ 2006.113, ΠολΠρΘεσ 2461/1987 Αρμ 1988.1232, ΜονΠρΑθ 2084/1983 Δ 14.247, ΜΠρΑΘ 856/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘεσ 793/1997 Αρμ 1997.1114).

 

Εν προκειμένω, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Αυτού ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αλέξανδρος Δήμας (Α.Μ 316 Δ.Σ.Κορίνθου), ο οποίος, με δήλωση του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύσσεται στις κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο κατατεθείσες προτάσεις του, ανέφερε ότι εκπροσωπεί την εταιρεία με την επωνυμία "B2KAPITAL ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ", που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφόρος Κηφισίας αρ. 1-3) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί ως καθολική διάδοχος αντιπρόσωπος, αντίκλητος και διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «HELLAS 2Ρ INVESTMENT DESIGNATED ACTIVITY COMPANY" με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, που έχει καταστεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε", εκθέτοντας τα κάτωθι: ότι δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 10 του Ν.3156/2003 που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "EUROBANK ERGASIAS" και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία "HellasInvestment Designated Activity Company", η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα με αριθμό πρωτοκόλλου ./17.12.2018 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και αύξοντα αριθμό ., η τελευταία απέκτησε δυνάμει πώλησης και εκχώρησης από την ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία όλες τις απαιτήσεις και τα δικαιώματα της (διαπλαστικά και μη) που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση χορήγησης προσωπικού/καταναλωτικού δανείου, ρητά συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων επί του οριστικού καταλοίπου του τηρούμενου λογαριασμού. Ότι περαιτέρω η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία "HellasInvestment Designated Activity Company", ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση χορήγησης προσωπικού/καταναλωτικού δανείου και των προσωπικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων αυτής στην μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "B2Kapital Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις", δυνάμει του από 1.12.2020 Ιδιωτικού Συμφωνητικού - Σύμβασης Διαχείρισης Απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν.3156/2003 και του υπ' αριθμόν ./29.1.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών .. Ότι συνεπώς η μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "B2Kapital Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις", ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 14 του Ν.3156/2003 στο όνομα και για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία "HellasInvestment Designated Activity Company", η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της δικαιοπαρόχου ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK Α.Ε" και το διακριτικό τίτλο "EUROBANK" κατά τα άρθρα 455 επ. ΑΚ, έχει δε εξουσιοδοτηθεί από την ειδική διάδοχο όπως ασκεί στο όνομα και για λογαριασμό της ειδικής διαδόχου το δικαίωμα εκπροσώπησης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας ενώπιον των Δικαστηρίων στις υπό διαχείριση απαιτήσεις αυτής, όπως εν προκειμένω την απαίτηση που απορρέει από την επίδικη σύμβαση χορήγησης προσωπικού/καταναλωτικού δανείου.

 

Εκ των ανωτέρω, φέρεται η μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “B2Kapital Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ότι παρέστη ενώπιον του Δικαστηρίου Αυτού, δια του παρασταθέντος στο ακροατήριο πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ως διορισμένος εκούσιος αντιπρόσωπος άλλου προσώπου, το οποίο, όμως, δεν μπορούσε να εκπροσωπήσει με την ιδιότητα αυτή στην παρούσα δίκη. Η εν λόγω παράσταση πρέπει, κατ' αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου, ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης (68 ΚΠολΔ), σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου δεν υπάρχει ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσωπεύσεως, με συνέπεια οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργούνται από εκούσιο αντιπρόσωπο, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο -όπως στην υπό κρίση περίπτωση- να είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες (ad hoc ΕιρΘεσ 6106/2012 ΕλλΔνη 2013. 872).

 

Περαιτέρω, η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 764 ΚΠολΔ, με το οποίο τίθενται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση της έφεσης κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ). ορίζει ότι, αν, όταν εκφωνείται η υπόθεση, δεν εμφανιστεί κανείς διάδικος, η συζήτηση ματαιώνεται, ενώ, αν κάποιος από τους διαδίκους εμφανιστεί, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, επί υπόθεσης που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αυτή ερευνάται κατ' ουσίαν, έστω κι αν απουσιάζει ο εκκαλών και παρίσταται μόνον ο εφεσίβλητος. Ωστόσο, επειδή σε περίπτωση απουσίας κάποιου από τους διαδίκους προέχει η έρευνα της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του, εξετάζεται πρώτα αν τη συζήτηση επισπεύδει ο διάδικος που απολείπεται ή αν την επισπεύδει ο παριστάμενος, οπότε στην τελευταία περίπτωση ερευνάται η κλήτευση αυτού που απουσιάζει Η ως άνω ρύθμιση ως ειδική κατισχύει της γενικής ρύθμισης του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά την οποία σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, καθόσον τα άρθρα 1 έως 590 του Κώδικα αυτού εφαρμόζονται και στην εκούσια δικαιοδοσία, εκτός αν είναι αντίθετα προς ειδικές διατάξεις της (άρθρο 741 ΚΠολΔ), όπως είναι η προκειμένη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 764 (ΕφΠειρ 199/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 423/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΛαρ 147/2013 Δικογραφία 2014,343). Έπεται ότι στις υποθέσεις υπαγωγής σε ρύθμιση χρεών κατά το ν. 3869/2010, που δικάζονται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 αυτού), στην κατ' έφεση δίκη συντρέχει περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης μόνον επί απουσίας όλων των διαδίκων (βλ. Ν. Κατηφόρη, Η Δικονομία της Ρυθμίσεως Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων, έκδ. 2013, σ. 112). Εξάλλου, επί αιτήσεων υπαγωγής στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 που στρέφονται εναντίον περισσότερων του ενός πιστωτών, δεν είναι δυνατή η έκδοση διαφορετικών αποφάσεων, αφού ζητείται η αυτή ρύθμιση για όλους τους καθ' ων η αίτηση και συντρέχει έτσι αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους κατά την τέταρτη περίπτωση του άρθρου 76 ΚΠολΔ (βλ Αθ. Κρητικού, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. 2014, σ. 59 και 62, που αναφέρεται σε σχέση «οιονεί» αναγκαστικής ομοδικίας). Συνακόλουθα, ακόμη κι αν απουσιάζουν ή δεν λαμβάνουν κανονικά μέρος στη συζήτηση ο εκκαλών οφειλέτης και ένας ή περισσότεροι από τους εφεσίβλητους πιστωτές, αλλά όλοι αυτοί έχουν κληθεί νόμιμα στη δευτεροβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, δεν τίθεται θέμα ματαίωσης της συζήτησης, ούτε εν μέρει αναφορικά με τον εκκαλούντα και τον απόντα εφεσίβλητο, εφόσον μετέχει κανονικά σε αυτήν έστω κι ένας εφεσίβλητος πιστωτής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 76 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση, στην περίπτωση αυτή δεν αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους ομοδίκους του, αλλά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς όλους τους ομοδίκους και αυτεπαγγέλτως (ΕφΛάρ 474/2006 Δικογραφία 2006,539, ΕφΑΘ 7115/2002 ΕλλΔνη 2003, 1416, βλ. και Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, άρθρο 76, αριθ. 6). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226§4 εδ. δ' ΚΠολΔ, αν η συζήτηση της υποθέσεως αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων, που πρέπει να συζητηθούν κατά την δικάσιμο, που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τη μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση τους. Προϋπόθεση, όμως, για να ισχύσει η ως άνω έννομη συνέπεια είναι ότι ο κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει ο ίδιος εγκύρως τη συζήτηση είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση είτε είχε παραστεί νομίμως σε αυτή (ΑΠ 92/2004, ΕλλΔνη 45. 1414, ΑΠ 136/1999, ΕλλΔνη 40. 1077, ΑΠ 1409/1997, ΕλλΔνη.39. 367). Στο πινάκιο, εξάλλου, εγγράφονται και οι εφέσεις, κατ' άρθρα 226§2 και 498§2 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, παρ. 977, σελ 369).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 13-10-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2020 αίτηση-κλήση της εφεσίβλητης, με την οποία φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η από 24/05/2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2016 έφεση της πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθείσας διαδίκου, κατά της υπ' αριθμ. 102/2016 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία δέχθηκε εν μέρει την από 15-10-2012 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 592/2012 αίτηση της εφεσίβλητης περί υπαγωγής της στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι δεύτερη και τρίτη των καθ' ων η αίτηση-κλήση εφεσίβλητων, ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως δε αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως με αριθμούς .Γ' και ./04-11-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου, ., τη συζήτηση της υποθέσεως επέσπευσε η εφεσίβλητη, επιδίδοντας αντίγραφο της από 13-10-2020 αίτησης-κλήσης στις ως άνω εφεσίβλητες, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και με κλήση για να παραστούν οι τελευταίες σε αυτήν. Οι δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητοι, όπως προαναφέρθηκε, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου κι ως εκ τούτου, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Συνεπώς, το Δικαστήριο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ωσεί παρόντων όλων των διαδίκων (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α' Κ.Πολ.Δ).

 

Εν προκειμένω, η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 15-10-2012 και με αριθμό κατάθεσης ./2012 αίτηση της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τους πιστωτές της, ζήτησε τη ρύθμιση των χρεών της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με βάση την περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης στην αίτηση κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υπέβαλε, με σκοπό την απαλλαγή της από τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αίτηση του χρέη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθ. 102/2016 απόφαση του, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας, αφού έκρινε ορθώς, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ότι η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς φερόταν ενώπιον του και ότι ήταν ορισμένη κατά τη διάταξη του άρθρου 747 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 4§1 του ν. 3869/2010, 111 §2, 118 και 216 ΚΠολΔ, καθόσον σε αυτή εκτίθενται η ιδιότητα της αιτούσας ως προσώπου που δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, η περιέλευσή της σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρεών της, η περιουσιακή της κατάσταση, τα εισοδήματα της, οι πιστωτές της και οι απαιτήσεις αυτών κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και σχέδιο διευθέτησης των οφειλών (ΜονΠρ.Θεσ.7072/2016 Δημοσίευση στην ΤΝΠ «Νόμος», βλ. αναλυτικά για το περιεχόμενο εκάστης εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων Βενιέρη/Κατσά, ο.π., σελ. 152-187, Αθ. Κρητικό, ο.π., σελ. 115 επ.), και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, ρύθμισε τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, εξαίρεσε της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας και επέβαλε στην τελευταία την υποχρέωση να καταβάλλει προς διάσωση της κατοικίας της, για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών στην πιστώτρια Τράπεζα και νυν εκκαλούσα το ποσό των 265,74 ευρώ μηνιαίως, αρχής γενομένης από την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την πάροδο τεσσάρων (4) ετών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης αποφάσεως στην αιτούσα, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την υπό κρίση έφεση της, παραπονείται κατά της απόφασης αυτής και υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης και για τον λόγο αυτό ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη επί τω τέλει όπως απορριφθεί στο σύνολο της η αίτηση της αιτούσας και νυν εφεσίβλητης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Η υπό κρίση έφεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 09-11-2016, οπότε και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 420/2017 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου Αυτού, με την οποία το Δικαστήριο αυτό, αφού έκρινε ότι η έφεση ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως, διέταξε περαιτέρω την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστούν με επιμέλεια της αιτούσας τα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής έγγραφα. Ήδη η αιτούσα-καλούσα-εφεσίβλητη, με τις κατατεθείσες στο Δικαστήριο αυτό έγγραφες προτάσεις της, επικαλείται και προσκομίζει τα εν λόγω έγγραφα, ήτοι ειδικότερα προσκομίζει το με ημερομηνία 30-11-2021 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Γραφείου Διεύθυνσης Αστικής Κατάστασης-Τμήμα Έκδοσης Πιστοποιητικών του Δήμου Αθηναίων καθώς και την με αριθμό ./Μ/2018 Πιστοποίηση Διαζυγίου του Συμβολαιογράφου του Προσωπικού Δικαίου Καΐρου Αιγύπτου, επικυρωμένη από τον Γενικό Γραμματέα της Υπηρεσίας Συμβολαιογραφείου και Επικύρωσης καθώς και από το Υπουργείο Εξωτερικών της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, και το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Κάιρο, σε επίσημη ελληνική μετάφραση εκ του πρωτοτύπου Αραβικού εγγράφου. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει να ελεγχθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, δυνάμει των οποίων η εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, επί τω τέλει όπως απορριφθεί στο σύνολο της η ένδικη αίτηση της αιτούσας και νυν εφεσίβλητης.

 

Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί καταθέσεως της αιτούσας ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και εκ του συνόλου των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν οι παριστάμενοι διάδικοι μετ' επικλήσεως, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα και νυν εφεσίβλητη, γεννηθείσα το έτος ..., άγαμη κατά την κατάθεση της ένδικης αίτησης, τέλεσε νόμιμο γάμο τον Φεβρουάριο του έτους 2015 με τον Αιγυπτιακής υπηκοότητας στο Κάϊρο Αιγύπτου, ο οποίος ήδη έχει λυθεί στις ... (βλ. προσκομισθέν αντίγραφο της με αριθμό ... Πιστοποίησης Διαζυγίου του Συμβολαιογράφου του Προσωπικού Δικαίου Καΐρου Αιγύπτου, επικυρωμένη από τον Γενικό Γραμματέα της Υπηρεσίας Συμβολαιογραφείου και Επικύρωσης καθώς και από το Υπουργείο Εξωτερικών της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου και το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Κάϊρο, σε επίσημη ελληνική μετάφραση εκ του πρωτοτύπου Αραβικού εγγράφου), από τον οποίο δεν απέκτησε τέκνα, ενώ δεν προέκυψε ότι κατά τη διάρκεια της σύντομης έγγαμης συμβίωσης αυτών ο σύζυγος της αιτούσας είχε συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες. Περαιτέρω, προέκυψε ότι η αιτούσα και νυν εφεσίβλητη, από το έτος 1996 έως και το χρόνο συζήτησης της ένδικης αίτησης ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εργαζόταν ως … με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με μηνιαίες αποδοχές περί τα 1.618,87 ευρώ (ακαθάριστα) και 1.100 ευρώ (καθαρές αποδοχές). Ωστόσο, από τα μέσα του έτους 2012 και εντεύθεν, η ως άνω εργοδότρια εταιρεία εμφάνισε οικονομικά προβλήματα και προέβη σε μειώσεις μισθού των εργαζομένων και σε εφαρμογή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, με συνέπεια να καταβάλει με καθυστερήσεις και τμηματικά τους μισθούς των εργαζομένων σε αυτή και συνεπώς και της αιτούσας. Εξάλλου, από την παραδεκτή επισκόπηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων για τα οικονομικά έτη 2010 έως και 2014, προκύπτει ότι τα ετήσια εισοδήματα της αιτούσας βαίνουν μειούμενα, δεδομένου ότι κατά το οικονομικό έτος 2010 το ετήσιο εισόδημα της ανερχόταν σε ποσό 34.461,32 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2011 στο ποσό των 31.706,16 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 30.554,71 ευρώ, ενώ κατά το οικονομικό έτος 2013 το ετήσιο εισόδημα της μειώθηκε έτι περαιτέρω στο ποσόν των 24.910,50 ευρώ και κατά το οικονομικό έτος 2014 στο ποσό των 23.562,51 ευρώ.

 

Περαιτέρω, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία κατά πλάσμα του νόμου θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, εξαιρουμένων, δε, των κατωτέρω εμπραγμάτως ασφαλισμένων δανείων, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα, Α. Από την "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε", δυνάμει της με αριθμό ... σύμβασης πιστωτικής κάρτας, έχει υπόλοιπο οφειλής στις 21/8/2012 ποσό 7.664,56 ευρώ. Β. Από την "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε": α) δυνάμει της υπ' αριθμ. ... σύμβασης στεγαστικού δανείου, υπόλοιπο οφειλής στις 31/7/2012 ποσό 137.622,05 ευρώ και β) δυνάμει της υπ' αριθμ. ... σύμβασης πιστωτικής κάρτας, υπόλοιπο οφειλής στις 31/7/2012 ποσό 6.743,42 ευρώ. Η απαίτηση υπό στοιχείο α' της ως άνω Τράπεζας είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης επί του διαμερίσματος υπό στοιχεία του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της οικοδομής που είναι κτισμένη σε οικόπεδο ευρισκόμενο στην Κόρινθο, στο και επί της οδού ... επιφανείας ... στο οποίο ανήκει κατά αποκλειστική χρήση η με στοιχεία (...) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στην πιλοτή, επιφανείας 10,13 τ.μ, αποτελούντος την κύρια κατοικία της αιτούσας, η δε προσημείωση ενεγράφη για το ποσό των 195.000 ευρώ, δυνάμει της με αριθμό απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, όπως αυτό προκύπτει από το προσκομισθέν με αριθμό πρωτ/λου ./13-11-2015 απόσπασμα κτηματολογικού φύλλου ακινήτου με ΚΑΕΚ ... του Κτηματολογικού Γραφείου Α' Κορίνθου και Γ. Από την "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε", της έχει χορηγηθεί: α) δυνάμει της με αριθμό . 2019 σύμβασης πιστωτικής κάρτας, υπόλοιπο οφειλής στις 7/8/2012 ποσό 2.614,89 ευρώ.

 

Εξάλλου, όσον αφορά την περιουσιακή κατάσταση της αιτούσας, αυτή διαθέτει την κάτωθι, ακίνητη περιουσία: α) την πλήρη κυριότητα ενός διαμερίσματος υπό στοιχεία (.), επιφανείας τ.μ, του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της οικοδομής, που είναι κτισμένη σε οικόπεδο ευρισκόμενο στην Κόρινθο, στο Ο.Τ . και επί της οδού ... επιφανείας (κατά νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση) ..., στο οποίο ανήκει κατά αποκλειστική χρήση η με στοιχεία ... θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στην πιλοτή, επιφανείας ... τ.μ, το οποίο περιήλθε στην αιτούσα, κατά πλήρη κυριότητα, δυνάμει του με αριθμό .../27-4-2006 ιδιοκτησίας του Συμβ/φου Κορίνθου ..., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α' Κορίνθου, στον τόμο ... και με α.α ... και ήδη συμβολαίου τροποποίησης συστατικής πράξης οριζοντίων ιδιοκτησιών και πώλησης οριζόντιας ιδιοκτησίας του Συμβ/φου Κορίνθου …., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α’ Κορίνθου στο κτηματολογικό φύλλο του εν λόγω ακινήτου με ΚΑΕΚ …. Τα ακίνητα αυτά, ήτοι το διαμέρισμα με τη θέση στάθμευσης και παρακολούθημα αυτού αποτελούν την κύρια κατοικία της αιτούσας, για την οποία υποβάλλει αίτημα υπαγωγής της στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 Ν.3869/2010 ρύθμιση για εξαίρεση από την εκποίηση. Η αντικειμενική αξία του ακινήτου αυτού (διαμερίσματος και θέσης στάθμευσης ως παρακολουθήματος), η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 79.723,46 ευρώ, όπως προκύπτει από τη Δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων έτους 2015, δεν υπερβαίνει τα όρια του αφορολόγητου ποσού για έγγαμη φορολογούμενη χωρίς τέκνα, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 250.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50%, β) ποσοστό συνιδιοκτησίας 3/6 ή 50% εξ αδιαιρέτου επί δύο αγρών συνολικής επιφανείας …, που ευρίσκονται στο Λουτράκι Κορινθίας, στη θέση … που απέκτησε η αιτούσα κατά πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ' αριθμ. /24-9-1999 συμβολαίου πώλησης αγροτικών ακινήτων του Συμβ/φου Λουτρακίου .., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Β Υποθηκοφυλακείου Κορίνθου, στον τόμο … και με α.α. … και κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ' αριθμ. …. 19-10-2001 συμβολαίου γονικής παροχής ιδανικού μεριδίου αγρών του ίδιου ως άνω Συμβ/φου Λουτρακίου ., νομίμως μεταγεγραμμένου και γ) την ψιλή κυριότητα μίας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας εμβαδού.,.. τ.μ του υπογείου της οικοδομής που είναι κτισμένη σε οικόπεδο επιφανείας κατά τον τίτλο κτήσεως . , τ.μ, ευρισκόμενο στη θέση .. της κτηματικής περιφέρειας …. Αττικής, στην οποία ανήκει κατά αποκλειστική χρήση (ως παρακολούθημα) η με αριθμό . … θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, επιφανείας ... τ.μ, το οποίο περιήλθε στην αιτούσα κατά ψιλή κυριότητα, δυνάμει του με αριθμό … 25-2-2011 συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβ/φου Αθηνών, ., νομίμως μεταγεγραμμένου. Επιπλέον, η αιτούσα διαθέτει στην κυριότητα της το με αριθμό κυκλοφορίας Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, έτους πρώτης κυκλοφορίας εργοστασιακής κατασκευής SEAT ΙΒΙΖΑ, 1198 κ.εκ, με παρακράτηση κυριότητας από την πωλήτρια εταιρεία με την επωνυμία ". Ε.Π.Ε", το οποίο δεν περιλαμβάνεται στη ρευστοποιήσιμη περιουσία της αιτούσας και δεν μπορεί να διαταχθεί η κατ' άρθρο 9 παρ.1 Ν. 3869/2010 εκποίησή του, αφού η αιτούσα έχει δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος, κυρία, δε, και νομέας αυτού παραμένει η πωλήτρια εταιρεία.

 

Εξάλλου, όπως προέκυψε, η αιτούσα έχει περιέλθει σταδιακά από τα τέλη του έτους 2012 σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της, καθώς η συρρίκνωση των εισοδημάτων λόγω των περικοπών του μισθού της και της εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας από την εργοδότρια της εταιρεία, οι οποίες (περικοπές) είχαν άμεση επίπτωση στο εισόδημα της, την οδήγησαν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς τις δυνατότητες αποπληρωμής των δανειακών της υποχρεώσεων, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 154.644,92 ευρώ - το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προέρχεται από τη λήψη στεγαστικών δανείων για την αγορά και ανακαίνιση της κύριας κατοικίας της. Η περιέλευσή της στην κατάσταση αυτή οφείλεται, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στην σταδιακή μείωση των ετησίων εισοδημάτων αυτής και όχι σε δόλο αυτής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αιτούσα δεν διαθέτει επαρκή ρευστότητα για να μπορέσει να εξυπηρετήσει τις δανειακές υποχρεώσεις της, ενώ η οικονομική της κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο επόμενο χρονικό διάστημα λόγω των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα αλλά και των μειωμένων αποδοχών της αιτούσας εκ της εργασίας της. Κατόπιν των ανωτέρω, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καθώς έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της, η δε αδυναμία της αυτή δεν οφείλεται σε δόλο. Ορθώς, επομένως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αιτούσα και νυν εφεσίβλητη έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών και υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, αφού ληφθούν υπ' όψη όλα τα παραπάνω στοιχεία και το γεγονός ότι δεν υπάρχει προοπτική βελτίωσης της οικονομικής της θέσης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε δεχόμενο ότι η αιτούσα δικαιούται να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, και, συνεπώς, πρέπει οι σχετικοί λόγοι της υπό κρίση έφεσης της εκκαλούσας να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 

Περαιτέρω, η εκκαλουμένη λαμβάνοντας υπόψη το εισόδημα της αιτούσας και συνεκτιμώντας τις αναγκαίες δαπάνες για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών της, δεχόμενη-αιτιολογημένα- ότι αυτή υπάγεται στο Ν.3869/2010 προέβη καταρχάς στη ρύθμιση μηδενικών καταβολών για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση της εκκαλουμένης. Περαιτέρω, η εκκαλουμένη εξαίρεσε από την εκποίηση (υποχρεωτικά, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα), την κύρια κατοικία της αιτούσας και όρισε μηνιαίες καταβολές για τη διάσωσή της, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ.2 του Ν.3 869/2010, κατ' ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του Νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, κρίθηκε ότι η αιτούσα υποχρεούται να καταβάλλει το 80% της συνολικής αντικειμενικής αξίας της ψιλής κυριότητας που διαθέτει επ' αυτής, ήτοι ποσό 63.778,76 ευρώ, σε χρονικό διάστημα 20 ετών και δη σε διακόσιες σαράντα (240) μηνιαίες καταβολές προς την νυν εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, ύψους 265,74 ευρώ μηνιαίως, καταβλητέες μετά την πάροδο περιόδου χάριτος τεσσάρων (4) ετών, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα της κοινοποίησης της εκκαλουμένης, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

Όσον αφορά δε την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη αιτίαση, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ότι εσφαλμένως αυτή δεν διέταξε την εκποίηση της ρευστοποιήσιμης περιουσίας της αιτούσας κατ' άρθρο 9§1 του ν. 3869/2010, προϋπόθεση η έλλειψη της συνδρομής της οποίας, άλλωστε, όπως προκύπτει από το γράμμα του νόμου, διερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο προκειμένου αυτό να προχωρήσει στη συνέχεια στον καθορισμό των μηνιαίων καταβολών κατά το άρθρο 8§2 του αυτού νόμου, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: όλα τα λοιπά πέραν της κύριας κατοικίας της αιτούσας περιουσιακά στοιχεία της δεν αναμένεται να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μελλοντικών αγοραστών, καθώς η αιτούσα διαθέτει επ' αυτών μόνο ποσοστό κυριότητας εξ αδιαιρέτου, ως ελέχθη, και από την άλλη μία ενδεχόμενη εκποίηση τους δεν αναμένεται να αποφέρει αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της καθ'ής λόγω της μικρής τους αξίας, λαμβανομένων δε υπόψη των πτωτικών τάσεων της αγοράς στα πλαίσια της υφισταμένης στη χώρα μας οικονομικής κρίσης και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ), (βλ. ΜΠρΘεσσ 20/2013, ΕιρΑγιας 3/2013, ΕιρΛαυρίου 24/2012 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ενόψει του γεγονότος αυτού, εκτιμάται και από το παρόν Δικαστήριο ότι τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας δεν πρόκειται να προσελκύσουν το ενδιαφέρον υποψήφιων αγοραστών, έτσι ώστε να μπορούν να αποφέρουν αξιόλογα τιμήματα για την έστω εν μέρει ικανοποίηση της πιστώτριας της αιτούσας. Επομένως, ενόψει αυτών, η ρευστοποίηση της ως άνω κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, δεν θα αποτελούσε εν προκειμένω μέτρο κατάλληλο, αναγκαίο και ανάλογο τόσο για την προάσπιση των συμφερόντων της ιδίας όσο και της εκκαλούσας, απορριπτόμενου συνεπώς και του σχετικού αυτού λόγου της υπό κρίση έφεσης ως ουσία αβασίμου. Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που κάποιο περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη κριθεί από το Δικαστήριο ως μη ρευστοποιήσιμο, τότε ο οφειλέτης μπορεί να τα διαθέσει ελεύθερα, οι δε πιστωτές διατηρούν τα καταδιωκτικά τους μέτρα κατά του οφειλέτη, υποστηρίζεται δε η άποψη ότι η δυνατότητα αυτή έχει χρονικό ορίζοντα την ολοκλήρωση της ρύθμισης με την πιστοποίηση της απαλλαγής του οφειλέτη, γιατί έκτοτε απαλλάσσεται του υπολοίπου των χρεών του. Συνεπώς, για τα περιουσιακά αυτά στοιχεία που εξαιρέθηκαν της εκποίησης ή που έπαυσαν οι εργασίες της εκποίησης, διατηρούν οι πιστωτές τα ατομικά καταδιωκτικά τους μέτρα μέχρι όμως την απόσβεση του χρέους τους με την κατ' άρθρο 11 του Ν. 3869/2010 πιστοποίηση απαλλαγής του οφειλέτη (Α. Κρητικός ρύθμιση οφειλών ν. 3869/2010, 2016, σελ. 383, 386). Ακολούθως, εάν το Δικαστήριο με την έκδοση απόφασης, κρίνει ως μη ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο, επί του οποίου πιστωτής έχει εγγράψει εμπράγματο βάρος, το οποίο έχει συσταθεί πριν την κατάθεση της αίτησης του άρθρου 4 παρ.1 του Ν. 3869/2010, ο πιστωτής δικαιούται να αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση κατ' άρθρο 26 του ΠτωχΚ, προκειμένου να ικανοποιηθεί από την αξία του υπέγγυου πράγματος. Το ίδιο ισχύει και για τους προσημειούχους δανειστές που έχουν πετύχει την εγγραφή της προσημείωσης πριν την κατάθεση της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, οι οποίοι μπορούν να τρέψουν την προσημείωση σε υποθήκη και στην συνέχεια να επιδιώξουν ατομικώς την ικανοποίηση τους από το υπέγγυο πράγμα (Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2016, σελ. 344 και 350).

 

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του, κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου λόγοι της κρινόμενης έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατά την ουσία τους, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§6εδ.β' του ν.3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, εκ ποσού 200 €, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ την υπό κρίση έφεση ερήμην της δεύτερης και τρίτης των καθ' ων η αίτηση-κλήση — εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως προς την ουσία.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Κόρινθο στις 14 Μαρτίου 2022.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ