ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΚορίνθου 171/2022

 

Ακύρωση επιταγής προς εκτέλεση και αναγκαστικής κατάσχεσης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων. Εξουσία κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης μη δικαιούχου διαδίκου δεν απονέμεται στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν με τον ν. 3156/2003. Η ρύθμιση του άρθρ. 2 παρ. 4 ν. 4354/2015 δεν εφαρμόζεται.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός Απόφασης 171/2022

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής: ./11-10-2021)

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής: ./23-11-2021)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Χρήστο Λαγανά, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών που διευθύνει το Πρωτοδικείο Χανίων και τη Γραμματέα Χρυσούλα Παπαδοπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 05 Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Κορίνθου, ... η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Έλενας Κονομόδη, που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «do Value Greece» (η οποία έφερε προηγουμένως την επωνυμία «Eurobank FPS Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις»), με έδρα το Μοσχάτο Αττικής (οδός Κύπρου αρ.27 και Αρχιμήδους, ΤΚ 18346, με αριθμό Γ.ΕΜ.Η. . και Α.Φ.Μ. . Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ. Αθηνών, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY (DAC)», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (οδός George's Dock αρ.3, 4os . IFSC, Δουβλίνο 1) με αριθμό μητρώου 649076, δυνάμει της με αριθμό ./18-06-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003), οι οποίες απαιτήσεις έχουν μεταβιβασθεί στην τελευταία από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Όθωνος αριθ 8), δυνάμει της από 18-6-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβαση απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίσθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών  με αριθμό πρωτ. ./18-6-2019, η οποία παραστάθηκε δ.ά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Αλέξανδρου Δήμα, που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόρο, των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού εκκρεμούν: (α) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11-10-2021 ανακοπή και (β) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23-11-2021 ανακοπή, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, αφού υπάγονται στην ίδια διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 246 και 247 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

I. Από τη διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ προβλέπεται και μία δεύτερη, πέραν εκείνης του άρθρου 632 του ιδίου ως άνω Κώδικα, δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής. Πρωταρχική, ωστόσο, προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι ότι ο οφειλέτης δεν άσκησε εμπροθέσμως την κατ' άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή. Διαφορετικά, εάν δηλαδή η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως, η διάταξη δεν έχει εφαρμογή [ΠολΠρΘεσ 8975/1995 Αρμ 1996.1232 επ., ΜονΠρΑθ 6892/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Ποδηματά), ΚΠολΔ II, έκδ. 2000, άρθρο 633, αριθ. 13, σελ. 1195]. Εξάλλου, σωρευτικώς απαιτούμενη προϋπόθεση της διάταξης του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι ότι ο δανειστής, υπέρ του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, προβαίνει σε δεύτερη επίδοσή της προς τον οφειλέτη. Η επίδοση αυτή θέτει σε κίνηση νέα προθεσμία δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, εντός της οποίας ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή, μόνο εφόσον πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης. Σε αντίθετη περίπτωση, τυχόν δεύτερη επίδοση της διαταγής στον οφειλέτη παραμένει χωρίς έννομη σημασία από την άποψη της ως άνω παραγράφου της προαναφερόμενης διάταξης, η δε τυχόν ασκούμενη υπό τα δεδομένα αυτά ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 446/2004 ΕλλΔνη 2006.118, ΜονΠρΑΘ 6892/2013 ό.π., Α. Καστανίδης, Παρατ. σε ΜονΠρΓρεβ 1/2021 ΕΠολΔ 2021, σελ. 215 επ.). Παρ' όλα αυτά, δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί το δικαίωμα δανειστή, όταν έχει ήδη ασκηθεί ανακοπή, να προβαίνει σε νέες επιδόσεις αντιγράφου διαταγής πληρωμής, εξαιτίας των ρυθμίσεων του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ. Τέτοιες επιδόσεις δεν είναι άκυρες και αυτές δεν θα έχουν μεν βάσει των ρητών προβλέψεων του νόμου τις συνέπειες που προβλέπει αυτό το άρθρο, είναι δυνατό όμως να αποσκοπούν σε άλλες έννομες συνέπειες, όπως λ.χ. σε επίδοση νέας επιταγής κάτω από το αντίγραφο σε περίπτωση παραίτησης από την προηγούμενη ή και σε περίπτωση που ο δανειστής επιδιώκει την έναρξη ή συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν έχει ήδη παρέλθει έτος από την προηγούμενη επίδοση της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση κατ' άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ κ.λπ. (ΠολΠρΘεσ 8975/1995 ό.π., ΜονΠρΑΘ 6892/2013 ό.π.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει κατόπιν της αντικατάστασης της δυνάμει του άρθρου τέταρτου άρθρου 1 Ν. 4335/2015, με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής σωρεύεται παραδεκτώς η ανακοπή κατά πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίες ενεργούνται με βάση αυτήν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης των ενδίκων βοηθημάτων κατά το άρθρο 218 ΚΠολΔ. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, το αίτημα της συνίσταται αποκλειστικά στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής, καθώς η τελευταία μπορεί να ζητηθεί παραδεκτώς μόνο με τις ανακοπές των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 337/2006 ΕλλΔνη 2006.779 επ., ΕφΑΘ 5471/2008 ΕλλΔνη 2008.841).

 

II. Σε αντιστοιχία προς τη διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης, έτσι και για τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, με οποιοδήποτε μάλιστα μέσο, απαιτείται η συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της νομιμοποίησης, δηλαδή της εξουσίας που παρέχεται από τον νόμο ή από τον εκτελεστό τίτλο σε ορισμένο πρόσωπο, να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση (ενεργητική νομιμοποίηση) και να την κατευθύνει εναντίον ορισμένου προσώπου (παθητική νομιμοποίηση). Τη συνδρομή της νομιμοποίησης αποδεικνύει ο επισπεύδων δανειστής. Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται ενεργητικώς και παθητικώς σε αναγκαστική εκτέλεση, προκύπτουν, κατ' αρχήν και κατά βάση, από τον εκτελεστό τίτλο. Συνήθως είναι αυτοί και οι φορείς των υπό εκτέλεση απαιτήσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων, κατ' εξαίρεση όμως μπορεί να είναι και οι αποκαλούμενοι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι (λ.χ. ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκκαθαριστής της κληρονομιάς κ.λπ.). Παράλληλα, νομιμοποιούνται (ενεργητικώς και παθητικώς) σε αναγκαστική εκτέλεση και άλλα, πέραν των κατονομαζόμενων στον εκτελεστό τίτλο, πρόσωπα, που καθορίζονται ειδικά και περιοριστικά από τον νόμο, όπως είναι λ.χ. οι ταυτιζόμενοι με τον αρχικό δικαιούχο ή υπόχρεο καθολικοί, οιονεί καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί του, οι τρίτοι κύριοι και νομείς. Όλα τα ανωτέρω πρόσωπα αποτελούν τα υποκείμενα της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πέρα από τα ανωτέρω καθοριζόμενα στον τίτλο ή στον νόμο πρόσωπα, τρίτοι δεν μπορούν να αποτελέσουν υποκείμενα της εκτελεστικής  διαδικασίας. Η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει αυτός στο όνομα του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης, δεν συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας. Εξάλλου, η δικαιοπρακτική θεμελίωση της νομιμοποίησης θεωρείται ανεπίτρεπτη στο ημεδαπό δικονομικό σύστημα, καθόσον οι διάδικοι στερούνται της εξουσίας διάθεσης των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και αυτή οδηγεί ακριβώς σε διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης και του δεδικασμένου δυνάμει της ιδιωτικής βούλησης [ΑΠ 45/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, εκδ. 1965, σελ. 96 επ., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΚΠολΔ I, έκδ. 2000, άρθρο 68, αριθ. 7, σελ. 145]. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, η δικαστική προστασία του δικαιώματος του φορέα ανατίθεται από το νόμο κατ' εξαίρεση σε ένα τρίτο πρόσωπο, με την έννοια ότι πηγή της νομιμοποίησης του τρίτου είναι κάποια συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, που απονέμει στο πρόσωπο την ως άνω ιδιότητα, έστω και έμμεσα, χωρίς πανηγυρική διατύπωση. Ωστόσο, πηγή της κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης είναι μόνο ο νόμος και όχι κάποιο δικαιοπρακτικό θεμέλιο [Λ. Σινανιώτης, ό.π., σελ. 65, 68, 181 - 182, Σ. Σταματόπουλος/Κ. Παπανικολάου, Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με διαταγή πληρωμής, ΕΠολΔ 2013. 492 επ. (498), Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, έκδ. 2014, σελ. 60]. Συνεπώς, οι διάδικοι στερούνται της εξουσίας για διάθεση, με σύμβαση, των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, άρα και της νομιμοποίησης. Ο νόμος που προβλέπει την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση προσώπου τρίτου προς τους φορείς την ουσιαστικής έννομης σχέσης, ως μη δικαιούχου διαδίκου, προσδιορίζει και το περιεχόμενο των παρεχόμενων εξουσιών, το εύρος αυτών, καθώς και τον χαρακτήρα της κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης, δηλαδή αν είναι συντρέχουσα (με την παράλληλη νομιμοποίηση του κατά κανόνα νομιμοποιούμενου) ή αποκλειστική. Τα ανωτέρω δεν μπορεί να τροποποιήσει σύμβαση που ενδεχομένων συνάπτεται μεταξύ του δικαιούχου και του μη δικαιούχου διαδίκου, διότι πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Η σύμβαση θα περιορισθεί στην αναφορά εκείνων των δικονομικών εξουσιών που ο νόμος προβλέπει για τον κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενο, ο οποίος επιλέγεται ως τέτοιος, εάν βεβαίως δεν τον προκαθορίζει δεσμευτικά ο ίδιος ο νόμος.

Περαιτέρω, συνέπεια του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο, συνιστά το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Το απαράδεκτο αυτό ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατ' άρθρο 73 ΚΠολΔ. Θεραπεία του απαραδέκτου με την συναίνεση ή έγκριση του δικαιούχου του δικαιώματος δεν είναι δυνατή, διότι τα άρθρα 236 και 238 ΑΚ αναφέρονται σε δικαιοπραξίες και όχι στη θεραπεία δικονομικών απαράδεκτων ή ακυροτήτων (ΜονΠρΡόδ 149/2022 δημοσ. σε www.sakkoulas-online.gr).

 

III. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως "ιδιωτική τοποθέτηση" θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει, τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο - ανώνυμη εταιρεία - με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρεία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρεία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίσθηκε με την 161337/30-10-2003 - ΦΕΚ Β' 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 - ΦΕΚ Β' 4944/09-11-2020  απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακείο δε έως την ίδρυση τους με πδ ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: (α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, (β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), (γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, (δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, (ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχείρισης, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσώπευσης (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: «Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβαση τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή». Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχείρισης ενεργεί πράξεις διαχείρισης ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (απόκτησης). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του Ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία απόκτησης) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και εμμέσως χωρίς πανηγυρική) διατύπωση, ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των Δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας απόκτησης, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχείρισης του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού, δεν της απονέμει δηλαδή ενεργητική κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση, αλλά ρυθμίζει απλώς τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέα της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου, η ανάγκη αποσυμφόρησης και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 4354/2015 (άρθρα 1 - 3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβίβασης, απόκτησης και διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το Ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα δυνάμει του Ν. 3156/2003 δυνατότητα απόκτησης και διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ' του Ν. 4954/2015 ότι «Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α' 157), ν. 1905/1990 (Α' 141J, 1665/1986 (Α' 194), 3606/2007 (Α' 195) και 4261/2014 (Α' 100)».

 

Περαιτέρω, με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες αποκτήσεως» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχειρίσεως» απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα  συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται, σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 παρ. 1 στ. α7, β', 1 παρ. 1 στ. γ', 2 παρ. 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 στ. β' του Ν. 4354/2015, συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνο πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνο ΕΔAΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα, στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 παρ. 1 - 3 του Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ' Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνο πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 παρ. 1 στ. α' Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνο προς αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νομίμως στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ' ββ και γγ' του Ν. 4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 παρ. 2 εδ. α' του Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 - 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με τη με αριθμό 116/25-08-2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013 (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης [ΑΠ 822/2022 δημοσ. σε vvww.areiospagos.gr, ΜΕφΠειρ 595/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΕφΑθ 1858/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφθεσ 494/2022 ΕλλΔνη 2022.798 με σημ. Ε. Κώνστα, ΜΕφΛαρ 250/2022 δημοσ. σε www.sakkoulas-online.gr, ΜονΠρΚορ 45/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΡόδ 149/2022, ΜονΠρΘεσ 55/2022, ΜονΠρΤρικ 183/2022, ΜονΠρΤρικ 97/2022, όλες δημοσ. σε www.sakkoulas-online.gr, ΜονΠρΣυρ 51/2022, ΜονΠρΑθ 3577/2022, ΜονΠρΚω 431/2022, όλες δημοσ. σε Qualex, ΜονΠρΠειρ 1508/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως  απαιτήσεων  από τραπεζικά δάνεια, ΕπΑκ 2021, σελ. 697 επ. (706). Για την αντίθετη άποψη βλ. ΑΠ 1343/2022 δημοσ. σε www.sakkoulas-online.gr, ΑΠ 1102/2022 δημοσ. σε www.areiospagos.gr].

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11-10-2021 ανακοπή της (Α' ανακοπή), η ανακόπτουσα ζητεί, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτει σε αυτή, να ακυρωθούν: (α) η με αριθμό ./2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή το ποσό των 76.523,02 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που προέρχεται από τη με αριθμό ./13-12-2010 σύμβαση πίστωσης τοκοχρεωλυτικού δανείου που η ίδια είχε συνάψει με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και (β) η από 17-09-2021 επιταγή προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της.

 

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτώς σωρεύονται στο αυτό δικόγραφο (άρθρο 632 παρ. 6 ΚΠολΔ) αφενός ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 ΚΠολΔ) και αφετέρου αντιρρήσεις κατά της εκτελεστικής διαδικασίας (άρθρο 933 ΚΠολΔ), ενόψει του χρόνου κατάθεσης του δικογράφου της ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ και επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση που έλαβαν χώρα μετά την 01-01-2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 και 4 του Ν. 4335/2015). Αμφότερες αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς αυτό τυγχάνει το καθ1 ύλη αρμόδιο για την ένδικη απαίτηση Δικαστήριο, ο δε εκτελεστός τίτλος δεν έχει εκδοθεί από το Ειρηνοδικείο (άρθρα 632 παρ.1 εδ. α' και 933 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους από το άρθρο 1 άρθρο ένατο και από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 αντίστοιχα, σε συνδ. με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του ίδιου νόμου, και άρθρο 14 παρ. 2 ΚΠολΔ), και δη κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρα 632 παρ. 2 τελ. εδ. και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), η δε συνεκδίκασή τους θα επιφέρει οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρο 246 ΚΠολΔ) και όχι σύγχυση. Ωστόσο, κατά το μέρος που πλήττεται η ίδια η διαταγή πληρωμής, η ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι έχει ασκηθεί εκπροθέσμως, δηλαδή μετά την παρέλευση της τασσόμενης προθεσμίας των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της τελευταίας (άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), που αφετηριάσθηκε από την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής προς την ανακόπτουσα. Ειδικότερα, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής μαζί με την από αρχική (μη προσβαλλόμενη με τις υπό κρίση ανακοπές) από 14-09-2020 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε για πρώτη φορά στην ανακόπτουσα στις 17-10-2020. Επομένως, από τη 18-09-2020, επόμενη εργάσιμη ημέρα της επίδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στην ανακόπτουσα, άρχισε η τασσόμενη εκ του άρθρου 632 παρ. 2 εδ. α' ΚΠολΔ προθεσμία των δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, η οποία συμπληρώθηκε στις 19.00' μ.μ. της 08-10-2020, ημέρας Πέμπτης, μη υπολογιζόμενων των Σαββάτων (βλ. ΑΠ 323/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και των Κυριακών και με την επισήμανση ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω προθεσμίας δεν μεσολαβούσαν λοιπές αργίες. Εξάλλου, το δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 11-10-2021 και επιδόθηκε στην καθ' ης η ανακοπή στις 12-10-2021 (βλ. τη με αριθμό .Ε/12-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στη περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), δηλαδή ασκήθηκε μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας των δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την προς τους ανακόπτουσα επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής Εξάλλου, η εν λόγιο ανακοπή δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως δεύτερη ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατ' άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφορα με τα αναλυτικώς προεκτεθέντα στη με στοιχ. I νομική σκέψη της παρούσας, αφού η ανακόπτουσα έχει ήδη ασκήσει εμπροθέσμως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και κατά της καθ' ης την από 28-09-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../ΠΔ/29-09-2020 ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της νυν ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ενώ στην προκείμενη περίπτωση δεν πληρούνται εν γένει οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκ νέου επίδοση της πληττόμενης διαταγής πληρωμής δεν θέτει σε κίνηση νέα προθεσμία, εντός της οποίας ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει νέα ανακοπή κατ' αυτής (του άρθρου 632 ΚΠολΔ), η δε δεύτερη αυτή επίδοση της διαταγής πληρωμής στην ανακόπτουσα έλαβε χώρα από την καθ' ης προκειμένου να επιδοθεί στην ανακόπτουσα νέα επιταγή προς εκτέλεση (που επίσης πλήττεται με την εδώ εξεταζόμενη ανακοπή) κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής και να συνεχισθεί από την καθ' ής η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, η υπό κρίση σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, εφόσον η κατάθεση και η επίδοση της συντελέσθηκαν μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, ασκήθηκε εκπροθέσμως και πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, ενώ παρέλκει η κρίση περί της επικύρωσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς αυτή έχει ήδη επικυρωθεί δυνάμει της με αριθμό 107/2021 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού.

 

Περαιτέρω, κατά το σκέλος του δικογράφου της ανακοπής, που αφορά στην προσβολή της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την άνω διαταγή πληρωμής και την επιδοθείσα στην ανακόπτουσα από 17-09-2021 επιταγή προς πληρωμή, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 α' ΚΠολΔ, καθώς οι προβαλλόμενοι λόγοι αφορούν στην απαίτηση αλλά και στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, βάσει του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 933 ΚΠολΔ) και ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους λόγων της.

 

Περαιτέρω, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23 11-2021 ανακοπή της (Β' ανακοπή), η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, η με αριθμό ./14 10 2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου, ..., που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα από την καθ' ης στις 15-10-2021. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ' ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο, αφού ο μεν εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το δε κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Κορίνθου (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο του Ν. 4335/2015 και το άρθρο 207 παρ. 2 του Ν. 4512/2018). Νομίμως δε εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα γενικά άρθρα των ειδικών διαδικασιών 591 επ. ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα αυτά ισχύουν μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015 (άρθρα 583, 584, 585, 933 παρ. 1 και 3 και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως τα δύο τελευταία αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 και έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, λόγω της επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας επισπεύδεται η προσβαλλόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, μετά την 01-01-2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του άνω νόμου - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2, 3 και 4 του Ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εντός της κατ' άρθρο 934 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, δηλαδή εντός 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης και συγκεκριμένα την 45η ημέρα από την επομένη της επίδοσης της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης στην ανακόπτουσα (βλ. τη με αριθμό .Ε/29-11-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), η οποία (ημερομηνία επίδοσης και όχι ημερομηνία σύνταξης της κατασχετήριας έκθεσης) αποτελεί και τη χρονική αφετηρία της κατ' άρθρο 934 αρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ προθεσμίας [ΜονΠρΛαμ 29/219 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Απαλαγάκη (Χ. Απαλαγάκη/Π. Ρεντούλης), ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ' άρθρου, 61' έκδ. 2019, άρθρο 934, αριθ. 5, σελ. 2903]. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

 

Με τον τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της σωρευόμενης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ που διαλαμβάνεται στο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11-10-2021 δικόγραφο της ανακοπής της και με το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23-11-2021 ανακοπής της, κατ' ορθή εκτίμηση αυτών, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι άκυρες οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης (επιταγή προς εκτέλεση και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης), λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης προς διενέργειά τους από την καθ' ης η ανακοπή, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στα οικεία δικόγραφα της. Με αυτό το περιεχόμενο, οι εξεταζόμενοι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο, είναι νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 904, 919 και 925 ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η καθ' ης οι υπό κρίση ανακοπές πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου. Στις 21-09-2021, η καθ' ης επέδωσε ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής στην ανακόπτουσα, ως διαχειρίστρια της μεταβιβασθείσας στην αλλοδαπή  εταιρία ειδικού σκοπού "PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY  COMPANY", απαίτησης από την διαταγή πληρωμής, με συγκοινοποίηση των σχετικών νομιμοποιητικών εγγράφων, επιτάσσοντας την (την καθ' ης) να καταβάλει για κεφάλαιο το ποσό των 76.523,02 ευρώ, το ποσό των 1.800,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη, το ποσό των 10,00 ευρώ για σύνταξη α' επιταγής προς εκτέλεση και της παραγγελία προς τον δικαστικό επιμελητή, το ποσό των 20,00 ευρώ για επίδοση αντιγράφου της διαταγή με α' επιταγή προς εκτέλεση, το ποσό των 10,00 ευρώ για σύνταξη β' επιταγής προς εκτέλεση και παραγγελία προς τον δικαστικό επιμελητή και το ποσό των 20,00 ευρώ για επίδοση αντιγράφου της διαταγή με β' επιταγή προς εκτέλεση, νομιμοτόκως, κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα σ' αυτήν. Δυνάμει της ως άνω επιταγής, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση με τη με αριθμό ./14-10-2021 έκθεσης  αναγκαστικής  κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου, ., που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα από την καθ' ης στις 15-10-2021, για το ποσό των 76.523,02 ευρώ, σε ακίνητο της ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας και δη επί ενός οικοπέδου μετά των συστατικών, παραρτημάτων, προσαυξημάτων κτισμάτων και εγκαταστάσεων του εν γένει και μετά της επ' αυτού πεπαλαιωμένης εκ μπαγδαντί οικίας, το οποίο κείται στο βάθος του με αριθ. . οικοπέδου του με αριθμό . τετραγώνου της πόλης της Κορίνθου της Δημοτικής Κοινότητας Κορινθίων του Δήμου Κορινθίων της περιφερειακής Ενότητας Κορινθίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου, του οποίο έχει επιφάνεια 175,00 τ.μ. περίπου κατά τον τίτλο κτήσης και κατά το κτηματολογικό φύλλο 204,00 τ.μ., μετά της από της οδού . και αρ. . υφιστάμενης δουλείας διόδου, η οποία εξυπηρετεί το ανωτέρω οικόπεδο. Ως ημέρα διενέργειας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ορίσθηκε η 26-10-2022 ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορίνθου, . ενώ ορίσθηκε και τιμή πρώτης προσφοράς. Προηγουμένως, και συγκεκριμένα στις 17-09-2020 η καθ' ης προέβη στην επίδοση προς την ανακόπτουσα της με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής (εκτελεστού τίτλου, με βάση τον οποίο επισπεύδεται η προκείμενη εκτελεστική διαδικασία, οι πράξεις της οποίας προσβάλλονται με τις υπό κρίση ανακοπές) με την κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής από 14-09-2020 επιταγή προς πληρωμή. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και κατά της καθ' ης την από 28-09-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./29-09-2020 ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε δυνάμει της με αριθμό 107/2021 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού. Η καθ' ης προβάλλει με το δικόγραφο των προτάσεων της τον ισχυρισμό ότι οι υπό κρίση ανακοπές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, λόγω δεδικασμένου που εκλύει η με αριθμό ./2020 διαταγή πληρωμής. Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος, διότι από κανένα αποδεικτικό μέσο που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι δεν αποδεικνύεται ότι η με αριθμό 107/2021 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η από 28-09-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./29-09-2020 ανακοπή που είχε ασκήσει η ανακόπτουσα, έχει καταστεί τελεσίδικη, ούτε αποδεικνύεται επίσης ότι η με αριθμό ./2020 διαταγή πληρωμής έχει εξοπλισθεί με δύναμη δεδικασμένου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την από 18-06-2019 σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το δτ «EUROBANK ERGASIAS» και αφετέρου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PILLAR FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», αντίγραφο της οποίας έχει δημοσιευθεί σε περίληψη και με αριθμό πρωτοκόλλου ./18-06-2019 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του Ν. 2.844/2000, η μεταβίβαση της απαίτησης από την ανωτέρω διαταγή πληρωμής έλαβε χώρα (όπως και η καθ' ης αναφέρει στην ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση) στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003. Ακολούθως, μεταξύ της καθ' ης η ανακοπή, υπό την προηγούμενη επωνυμία της «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, συνήφθη η κατ' άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, από 18-06-2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει δημοσιευθεί σε περίληψη και με αριθμό πρωτοκόλλου ./18-06-2019 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του Ν. 2.844/2000.

Σύμφωνα όμως με τα αναλυτικώς εκτεθέντα στις με στοιχ. II και III νομικές σκέψεις της παρούσας, εξουσία κατ' εξαίρεση νομιμοποίησης μη δικαιούχου διαδίκου δεν απονέμεται στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν κατά τους όρους του Ν. 3156/2003, ενώ και η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 δεν εφαρμόζεται σε αυτές. Η καθ' ης, στην οποία η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης με τιτλοποίηση απαιτήσεων) του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, ανέθεσε με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, δεν έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέα της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση. Συνεπώς, η καθ' ης δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς στην επίσπευση - βάσει της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση - της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία ως διαδικαστική πράξη είναι άκυρη, ενώ περαιτέρω άκυρη τυγχάνει και η βάσει της επιταγής αυτής αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας που επιβλήθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας. Πρέπει, επομένως, να γίνουν δεκτοί οι ως άνω εξεταζόμενοι λόγοι των ανακοπών και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ανακοπής, διότι με την ευδοκίμηση της βασιμότητας των ως άνω κριθέντων λόγων ανακοπής ικανοποιήθηκε πλήρως το έννομο συμφέρον της ανακόπτουσας (ΑΠ 1464/2012 ΕΠολΔ 2013.560, ΑΠ 1286/2012 ΕΠολΔ 2013.562 με σημ. Δ. Μπαμπινιώτη, ΕφΠειρ 60/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 εδ. β' και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11-10-2021 ανακοπή και τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23-11-2021 ανακοπή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευόμενη στο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11-10-2021 δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τη σωρευόμενη στο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11 -10-2021 δικόγραφο ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ και τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23-11-2021 ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 17-09-2021 επιταγή προς εκτέλεση, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου και (β) την αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας που επιβλήθηκε με τη με αριθμό ./14-10-2021  έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου, .

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Κόρινθο, στις 14 Οκτωβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ