ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 270/2022

 

Η ΕΔΑΔΠ στην οποία ανατέθηκε η διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων κατά το άρθρο 10 § 14 Ν. 3156/2003 από την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, δεν νομιμοποιείται στην άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της αρχικής δικαιούχου, δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 270/2022

 

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ανακοπής Μει./11.9.2019]

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου παρέμβασης Μει ./07.10.2021]

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Γιαμπαστή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 12 Νοεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του ανακόπτοντος- καθού η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση : ., κατοίκου . του Δήμου Πύργου Ηλείας, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Μαρίας Μπακατσέλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000221, γραμμάτιο προκαταβολής  εισφορών και  ενσήμων με αριθμό Η./15.11.2021], που κατέθεσε προτάσεις.

 

Της καθής η ανακοπή : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», με έδρα την Αθήνα, επί της οδού Αμερικής αρ.4, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε.

 

Της εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας : Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», με ΑΦΜ ., όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΑLTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, Λεωφόρος Μεσογείων 109-111, ΓΕΜΗ ., Κωδικός  Αριθμός Καταχώρισης της σύστασης ., ΑΦΜ ., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσης νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.9.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ 3533/20-9-2019), και ενεργούσης  υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος  τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, αριθμός μητρώου 672239, διεύθυνση George’s Dock αρ.3, 4ος όροφος, ΙFSC, Δουβλίνο 1, («Δικαιούχος»), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ. 4, και εκπροσωπείται νόμιμα, ΓΕΜΗ ., ΑΦΜ ., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει μεταβίβασης στην ανωτέρω δικαιούχο εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, αριθμός μητρώου ., διεύθυνση George’s Dock αρ.3, 4ος όροφος, ΙFSC, Δουβλίνο 1) (Δικαιούχος), από την τραπεζική εταιρεία με την  επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Νικολίας Διαμαντοπούλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000057, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλείας με αριθμό Η./10.11.2021], που κατέθεσε προτάσεις.

 

Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός  Αμερικής αρ. 4, και εκπροσωπείται νόμιμα, Γ.Ε.Μ.Η ., Α.Φ.Μ ., Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε. Αθηνών, ως καθολικής διαδόχου της εδρευούσας στην Αθήνα, οδός Αμερικής αριθμ. 4, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», ΓΕΜΗ ., ΑΦΜ ., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, μετά τη διάσπαση της τελευταίας (διασπώμενης) δια της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία» (επωφελούμενης), η οποία εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 139241/30-12-2020 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ. 139406/30-12-2020 ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων περί καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσίευσης στον διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. στοιχείων της νεοσυσταθείσας ανώνυμης εταιρείας - πιστωτικού  ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», με Γ.Ε.ΜΗ. ., ΑΦΜ ., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε Αθηνών, και δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ. 139264/30-12-2020 Ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων περί καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσίευσης  στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. στοιχείων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», με αριθμό  Γ.Ε.ΜΗ. ., σχετικά με τις έννομες σχέσεις που απορρέουν από την υπ’ αριθμ. ./3-12-2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που επιδικάσθηκαν με την υπ’ αριθμ. ./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του  Μονομελούς  Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία δεν παραστάθηκε.

 

Ο ανακόπτων ζητά να γίνει δεκτή η από 06.10.2021 ανακοπή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μει ./11.9.2019 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 11ης.12.2019. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 13ης.5.2020. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση αποσύρθηκε και δεν εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο λόγω αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 833/12.3.2020 ΚΥΑ. Με την υπ’ αριθμ. ./10.6.2020 Πράξη του Διευθύνοντος το παρόν Πρωτοδικείο, Προέδρου Πρωτοδικών, η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 15ης.7.2020 και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 24.02.2021, ότε η υπόθεση αποσύρθηκε και δεν εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο λόγω της αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 534/10.02.2021 ΚΥΑ. Με την υπ’αριθμ. ./09.3.2021 Πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο, Προέδρου Πρωτοδικών, η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.

 

Η  ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» άσκησε την από 06.10.2021 πρόσθετη παρέμβαση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μει ./07.10.2021, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [10.11.2021] και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε  κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φέρονται προς συζήτηση : α] η από 11.9.2019 (αριθμ.εκθ.καταθ.Μει./11.9.2019] ανακοπή και β] η από 06.10.2021 (αριθμ.εκθ.καταθ. ./07.10.2021) πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες υπαγόμενες στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, καθώς εκκρεμούν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, τελούν σε σχέση κύριου και παρεπόμενου και κατά τη κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων των διαδίκων [ΑΚ 31 §1, 246].

 

Από την υπ’ αριθμ. .Ε/12.9.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης ανακοπής, με πράξη έκθεσης κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 11ης.12.2019, επιδόθηκε νόμιμα και  εμπρόθεσμα στην καθής η ανακοπή [άρθρα 123, 124, 125, 126, 127, 139, 143 § 1 ΚΠολΔ]. Κατά την ως άνω δικάσιμο της 11ης.12.2019 η υπόθεση αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 13ης.5.2020, κατά την οποία η υπόθεση αποσύρθηκε από το πινάκιο και δεν εκφωνήθηκε, λόγω αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, συνεπεία της πανδημίας του κορονοϊού, δυνάμει των διατάξεων της υπ’ αριθμ.Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25.4.2020 Κ.Υ.Α. [ΦΕΚ Β 1588/25.4.2020]. Με την υπ’αριθμ.167/10.6.2020 Πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Ηλείας, Προέδρου Πρωτοδικών, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 74§2 Ν.4690/2020 [ΦΕΚ Α' 104/30.5.2020] περί οίκοθεν επαναπροσδιορισμού της υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία, της οποίας η συζήτηση ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 15ης.7.2020, η δε εγγραφή της στο οικείο πινάκιο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων. Κατά τη τελευταία αυτή δικάσιμο [15.7.2020] η υπόθεση αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 24.02.2021. Ωστόσο στη δικάσιμο αυτή η υπόθεση αποσύρθηκε από το πινάκιο και δεν εκφωνήθηκε, λόγω αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, συνεπεία της πανδημίας του κορονοϊού, δυνάμει των διατάξεων της υπ’αριθμ.Δ1α/ΓΠ.οικ.9147/2021 Κ.Υ.Α. [ΦΕΚ Β 534/10.02.2021]. Με την υπ’ αριθμ. 63/09.3.2021 Πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Ηλείας, Προέδρου Πρωτοδικών, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 158 Ν.4764/2020 [ΦΕΚ Α 256/23.12.2020] περί οίκοθεν επαναπροσδιορισμού της υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία, της οποίας η συζήτηση ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (10.11.2020), η δε εγγραφή της στο οικείο πινάκιο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων. Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της καθής η ανακοπή να παραστεί στη σημερινή δικάσιμο, αφού αφενός η ανακοπή με κλήση να παραστεί στην αρχική δικάσιμο επιδόθηκε σ’αυτήν νομότυπα και εμπρόθεσμα και αφετέρου η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, κατόπιν οίκοθεν προσδιορισμού της δικασίμου, κατά τη διάταξη του άρθρου 158 Ν.4764/2020 [ΦΕΚ Α 256/23.12.2020], ίσχυσε ως κλήτευση όλων των διαδίκων συμπεριλαμβανομένης και εκείνης (καθής η ανακοπή). Επομένως πρέπει να δικαστεί ερήμην [άρθρα 591 § 1 εδ.α και 271 §§ 2 εδ.α, 3 ΚΠολΔ], χωρίς να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της παριστάμενη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα [άρθρα 76 § 1 εδ.α περ.β, 83 ΚΠολΔ], της οποίας η παρέμβαση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποίησης.

 

[Ι] Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ.2 ΚΠολΔ. Συνέπειες δε της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ως προς την διαδικαστική θέση του αυτοτελώς παρεμβαίνοντος είναι η χωριστή κίνηση προθεσμιών με τις προς αυτόν επιδόσεις, ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας του και ο αποκλεισμός της εξέτασής του ως μάρτυρα, η επέλευση βίαιης διακοπής της δίκης (286 του ΚΠολΔ) με τη μεταβολή του προσώπου του, η εκπροσώπησή του κατά την απουσία του από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως, η καταδίκη στα έξοδα κατά τους κανόνες του άρθρου 180 του ΚΠολΔ και η απεύθυνση των ενδίκων μέσων και κατά αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, τόσο η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση όσο και η μη αυτοτελής ή απλή πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι όταν στην πρώτη περίπτωση το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος στηρίζεται στο γεγονός ότι, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού ή στις θεσπισμένες από το νόμο αρμοδιότητες αυτού, και στη δεύτερη περίπτωση όταν το έννομο συμφέρον στηρίζεται σε άλλο γεγονός, δεν εισάγουν νέα δίκη, δεδομένου ότι με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η δίκη που δημιουργείται δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αφού η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που άρχισε με την αίτηση ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωρισθεί, γι` αυτό η περάτωση της κύριας δίκης συνεπιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και της δίκης για την παρέμβαση. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση (ΑΠ 402/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφ0ριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 368/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφ0ριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1260/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφ0ριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 477/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφ0ριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

(II) Οι διατάξεις του Ν.4335/2015 καθιερώνουν δύο μορφές ανωνύμων εταιρειών ειδικού σκοπού, την Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ) και την Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπουν δύο νέα συμβατικά μορφώματα, την σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και την σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Στις μεν πρώτες (ΕΑΑΔΠ) μεταβιβάζονται οι απαιτήσεις πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων καθιστάμενες ούτως εκδοχείς των εκχωρούμενων αιτία πωλήσεως χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων, χωρίς όμως να νομιμοποιούνται στην έγερση των αγωγών και στην διεξαγωγή των σχετικών δικών ως δικαιούχοι διάδικοι, στις δε δεύτερες (ΕΔΑΔΠ) δεν μεταβιβάζονται κατά κυριότητα οι απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΕΑΑΔΠ, με αποτέλεσμα να μην καθίστανται ειδικοί διάδοχοι αυτών και να νομιμοποιούνται στη διεξαγωγή των δικών που αφορούν τις διαχειριζόμενες απαιτήσεις ως μη δικαιούχοι διάδικοι. Οι συμβάσεις μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης απαιτήσεων καταρτίζονται με αντικείμενο κάθε απαίτηση από σύμβαση τραπεζικού δανείου. Ως απαίτηση που απορρέει από δάνειο πρέπει να νοείται η απαίτηση για απόδοση κεφαλαίου, τόκων [συμβατικών και νόμιμων], τόκων ανατοκισμού και εξόδων. Στην περίπτωση της σύμβασης χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αντικείμενο της σύμβασης μεταβίβασης ή διαχείρισης μπορεί να είναι μόνο η απαίτηση για το οριστικό κατάλοιπο, καθόσον οι επιμέρους χρεώσεις και το προσωρινό κατάλοιπο δεν είναι αυτοτελώς απαιτητά ή εκχωρητά. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνο πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 1-3 του Ν.4354/2015 στις ΕΔΑΔΠ ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα. Ο νόμος (άρθρο 2 §2 Ν.4354/2015) καθιερώνει έγγραφο συστατικό τύπο για τη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων και καθορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της. Η διαχείριση απαιτήσεων από τις ΕΔΑΔΠ ταυτίζεται καταρχάς με την αντίστοιχη διαχείριση που θα πραγματοποιούσε ένα πιστωτικό ίδρυμα, περιορίζεται ωστόσο στις πράξεις διαχείρισης, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί εκ των προτέρων στην καταρτισθείσα σύμβαση ανάθεσης. Ως πράξεις διαχείρισης απαριθμούμενες ενδεικτικά στο νόμο νοούνται, μεταξύ άλλων, η νομική και λογιστική παρακολούθηση και η είσπραξη των απαιτήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 2§4 Ν.4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν.4307/2014. Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Με βάση τη διάταξη αυτή υποστηρίζεται ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών να ενεργούν τόσο επί του δικονομικού όσο επί του ουσιαστικού πεδίου ως μη δικαιούχοι διαχειριστές αλλότριας περιουσίας αντλείται απευθείας από το νόμο.  Διενεργούν κάθε διαχειριστική πράξη, η οποία σκοπεί στην ικανοποίηση-είσπραξη της απαιτήσεως συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής της δίκης στο όνομα των ιδίων, αλλά για λογαριασμό του αληθούς φορέα της απαίτησης. Από την ίδια τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015 προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των  ΕΔΑΔΠ, που λειτουργούν κατ’ανάθεση είσπραξης μιας απαίτησης,  δεν είναι συμβατική αλλά νόμιμη, γι’ αυτό τυχόν συμβατικοί όροι που αποκλείουν την εξουσία τους να αποκτήσουν την ιδιότητα του διαδίκου δεν επιδρούν επί του δικονομικού δικαίου [βλ. Γεώργιο Δανιηλίδη, Η εξαιρετική νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων του Ν.4354/2015, Διπλωματική Εργασία, 2020, ΠΜΣ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, Τμήματος Νομικής, ΑΠΘ, ιδίως σελ.35, 36, 37, όπου παραπομπές σε θεωρία,  βλ. όμως Παναγιώτη Κολοτούρο, Δικονομική αρμοδιότης των  εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων-άρθρον 2 του ν.4354/2015, ΧρΙΔ 2019, 464 επ., σύμφωνα με τον οποίο η άποψη περί του ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των ΕΔΑΔΠ αντλείται από τον ίδιο το νόμο είναι ορθή ως προς τις απαιτήσεις των εταιρειών απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ), των οποίων η νομιμοποίηση έχει αφαιρεθεί από τον ίδιο το νόμο (άρθρο 1 §1 γ Ν.4354/2015) και τις απαιτήσεις αυτών ασκούν δικαστικώς μόνο οι εταιρείες διαχείρισης [αποκλειστική νομιμοποίηση]. Αντιθέτως, ως προς την διαχείριση απαιτήσεων πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, η νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών βασίζεται στη σύμβαση. Με βάση τη σύμβαση ανάθεσης η νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών ως μη δικαιούχων διαδίκων μπορεί είτε να αποκλεισθεί εντελώς είτε να συμφωνηθεί ως συντρέχουσα ή και αποκλείουσα τη νομιμοποίηση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων∙ Ομοίως Παναγιώτης Γιαννόπουλος, Η ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, 233 επ. 246, κατά τον οποίο η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ για διαχείριση απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι συμβατική, η δε διεξαγωγή των δικών από την ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχο διάδικο δεν είναι αυτονόητη].

 

(III) Η ΕΔΑΔΠ συμμετέχει στην ήδη εκκρεμή δίκη που έχει ανοιγεί στο όνομα του αληθούς δικαιούχου με την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 368/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 14/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ · βλ. σχετ. Π.Γιαννόπουλο, ο.π. σελ.256-257, κατά τον οποίο η κάλυψη της ΕΔΑΔΠ από το δεδικασμένο της δίκης που διεξάγει ο αληθής δικαιούχος, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 Ν.4354/2015 ρυθμίζει την αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αυτή της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της δίκης μεταξύ της ΕΔΑΔΠ και του δανειολήπτη στον αληθή δικαιούχο, θα πρέπει να αναζητηθεί στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.7 Ν.4345/2015 και στο ότι η αναγνώριση της δυνατότητας της ΕΔΑΔΠ να ενάγει εκ νέου τον οφειλέτη, παρά το ευνοϊκό για τον ίδιο δεδικασμένο προηγούμενης δίκης κατά του πιστωτικού ιδρύματος, συνιστά προφανώς απαγορευμένη επιδείνωση της δικονομικής του θέσης, κατά τρόπο ώστε η απαγόρευση της εξεταζόμενης ρύθμισης να μπορεί να χρησιμεύσει για την διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και στο μη δικαιούχο διάδικο · Αντιθέτως περί αυτοδίκαιης εκπροσώπησης του διαδίκου πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΔΑΔΠ κατά τη συζήτηση με τη νομότυπη κατάθεση προτάσεων βλ.ΑΠ 763/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

[IV] Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 του Ν. 3156/2003 «... Τιτλοποίηση  απαιτήσεων είναι η  μεταβίβαση  επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ "μεταβιβάζοντος" και "αποκτώντος" σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού - ιδιωτική τοποθέτηση - είναι ή διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. Αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση, εφόσον οι ομολογίες έχουν αξιολογηθεί πιστοληπτικά από έναν διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης (risk rating agency) σε ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επενδυτικού βαθμού (investment grade)...( παρ. 2). Για τους σκοπούς του νόμου αυτού "μεταβιβάζων" είναι έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. "Αποκτών" είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν ("εταιρεία ειδικού σκοπού"), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών (παρ. 3). Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του ν.δ. 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923, εφόσον δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτόν. Η διάταξη της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του κ.ν. 2190/1920 δεν εφαρμόζεται...( παρ.5) ... η ονομαστική αξία κάθε ομολογίας είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ... (παρ.6). Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες· ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεούται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού...(παρ.7). Η εταιρεία ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς της τιτλοποίησης, καθώς και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου, μπορεί να συνάπτει πάσης φύσεως δάνεια, ή πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις, περιλαμβανομένων και συμβάσεων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Στους σκοπούς της τιτλοποίησης  περιλαμβάνονται ενδεικτικώς η άντληση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την απόκτηση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων, η έκδοση και διάθεση των ομολογιών, η εξόφληση αυτών και των πάσης φύσεως δανείων, πιστώσεων και λοιπών συμβάσεων... (παρ.8). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Επιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσον η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου. (παρ. 9). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν όμως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να ορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση (παρ. 10). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (παρ. 11). Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς  τιτλοποίησης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου ή αναπροσαρμογή των όρων αυτού δεν επιτρέπεται να βλάπτει τα δικαιώματα των υφιστάμενων ομολογιούχων ούτε να επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου.(παρ. 12). Στις μεταβιβασθείσες ή μεταβιβαστέες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη της παραγράφου 18, δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση απαρτίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου αρκεί η καταχώριση της βεβαίωσης της καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 και η μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (παρ. 13). Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις. Ειδικά προνόμια, που ισχύουν υπέρ του μεταβιβάζοντος, διατηρούνται και ισχύουν υπέρ της εταιρείας ειδικού σκοπού. Στα ειδικά προνόμια του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται και τα προνόμια περί την εκτέλεση (δυνάμει του ν.δ. 17.7./13.8.1923 ή άλλης διάταξης) και εκπτώσεις και απαλλαγές από φόρους και τέλη πάσης φύσεως που ίσχυαν κατά τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος αναφορικά με την επιδίωξη των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και την ενάσκηση κάθε σχετικού δικαιώματος (παρ. 14). Με σύμβαση, που συνάπτεται εγγράφως, η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με την διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (παρ. 15). Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικό σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Κάθε εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων, τα κεφάλαια, που εισπράττει ο διαχειριστής για λογαριασμό τους ή οι κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του (παρ. 16). Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγραφο 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή (παρ. 17). Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται και οι αποδόσεις της κατάθεσης που αναφέρονται στην παράγραφο 15 διατίθενται για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, φόρους και πάσης φύσεως δαπάνες, καθώς και των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας ειδικού σκοπού και των απαιτήσεων κατ' αυτής, όπως ορίζεται στους όρους του ομολογιακού δανείου και του προγράμματος (παρ. 18). Επί των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών δικαιούχων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, με την καταχώριση της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του δανείου (παρ. 19). Από της καταχωρίσεως, το κύρος της πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1, των παρεπόμενων προς τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δικαιωμάτων και του νόμιμου ενεχύρου, δεν θίγεται από την επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης των πιστωτών, που συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος της εταιρείας ειδικού σκοπού ή τρίτου εγγυοδότη ή δικαιούχου παρεπόμενου δικαιώματος ή του προσώπου που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ούτε από την υποβολή σχετικής αίτησης κατά αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, η γένεση των οποίων επέρχεται μετά την επιβολή του συλλογικού μέτρου ή την υποβολή της σχετικής αίτησης. Με την ΥΑ161338 ΦΕΚ Β 1688/2003 καθορίζεται το έντυπο δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση κρίθηκε απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας, όπως ρητά αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση. Ειδικότερα με το άρθρο 10 του άνω νόμου προβλέπεται ρύθμιση για την τιτλοποίηση απαιτήσεων, που αποτελεί έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης στην αλλοδαπή, καλύπτοντας κατ' αρχήν απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια και στη συνέχεια πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από δάνεια που αποτελούν μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς). Στην πιο απλή μορφή της συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσοτέρους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία που έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) Προκειμένου εμπορικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις) να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες προσφεύγουν στον συγκεκριμένο θεσμό μεταβιβάζοντας τις επιχειρηματικές τους απαιτήσεις λόγω πώλησης στις προς τούτο συνιστάμενες εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες τις «τιτλοποιούν» ενσωματώνοντάς τες σε ομολογίες που εκδίδουν συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ εκάστη, που εν συνεχεία διαθέτουν (με ιδιωτική τοποθέτηση) σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων όχι άνω των 150, η δε εξόφλησή τους πραγματοποιείται από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή από δάνεια πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. β) Η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από την καταχώρηση της σχετικής έγγραφης σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000. γ) Η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται με σύμβαση εντολής/διαχείρισης από την αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, νομίμως λειτουργούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο (είτε είναι εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξή τους πριν τη μεταβίβαση), καταχωρίζεται δε και αυτή η σύμβαση (όπως κάθε μεταβολή) στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο, χωρίς ωστόσο ο νόμος (3156/2003) να απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του  κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχείρισης του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού, δ) Επιτρέπεται η μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν για σκοπούς τιτλοποίησης, για δε τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκεί η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άνω νόμου. ε) Οι εν λόγω συμβάσεις (τιτλοποίησης) συντάσσονται σε συγκεκριμένο έντυπο, όπως τούτο περιγράφεται λεπτομερώς στην προμνημονευθείσα ΥΑ161/2003, με αναφορά στην πρώτη σελίδα αυτού των στοιχείων των συμβαλλομένων, των όρων της σύμβασης, του τύπου των μεταβιβαζομένων επιχειρήσεων, ενώ στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις οφειλετών και εγγυητών, παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Τέλος στη τρίτη σελίδα καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες, κατόπιν «αποτιτλοποίησης αποχαρακτηρισμού των δανείων», όρος που καθιερώθηκε κατά τη διαδικασία  επαναμεταβίβασης  στον αρχικό δικαιούχο των  εκχωρηθεισών  προς τιτλοποίηση απαιτήσεων από τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις, ο οποίος και χρησιμοποιείται κατά την καταχώρισή τους στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν. 2844/2000 [ΑΠ 822/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 909/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΑΘ 1508/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].

 

[V] Κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ.1 ΚΠολΔ : «Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους …». Στο δε άρθρο 274 παρ.2 στοιχ. β ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, τότε …… β) αν λείπει μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την πρόσθετη παρέμβαση επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, ασκείται δε αυτή στην τακτική διαδικασία με αυτοτελές δικόγραφο, που επιδίδεται, επί ποινή απαραδέκτου, στους διαδίκους της αρχικής, εκκρεμούς δίκης, συμπεριλαμβανομένων και των ομοδίκων. Μεταξύ της κύριας δίκης και της ασκούμενης πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται σχέση κύριου-παρεπόμενου, όπως σαφώς συνάγεται τόσο από τη φύση της παρέμβασης, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η δωσιδικία της συνάφειας για δίκες, μεταξύ των οποίων υφίσταται τέτοια σχέση (κύριου-παρεπόμενου), στις οποίες ρητά μνημονεύεται και η περίπτωση της παρέμβασης σε σχέση με την κύρια δίκη. Με την παρέμβαση, άλλωστε, εκδηλώνεται η υποστήριξη από τον τρίτο κάποιου από τους κύριους διαδίκους, όπως αυτή (η υποστήριξη) αντανακλάται και στο αίτημα της παρέμβασης, με την οποία ζητείται να νικήσει στην κύρια δίκη ο υποστηριζόμενος από τον παρεμβαίνοντα διάδικος. Ο προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται βοηθός του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη, τούτος δε ο ρόλος του, παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Μπορεί, συνεπώς, μεταξύ άλλων, ο προσθέτως παρεμβαίνων να επισπεύδει τη δίκη, δηλαδή να ζητεί τον ορισμό δικασίμου, να εγγράφει την υπόθεση στο πινάκιο και να παραγγέλλει την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, κλητεύοντας όλους τους διαδίκους, η δε παράλειψη της κλήτευσης, οδηγεί στην κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης ως προς άπαντες, διότι άλλως παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Στην περίπτωση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, που συνιστά λόγο επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, οι πράξεις ενός εκάστου, ήτοι παρεμβάντος και υπερ’ού η παρέμβαση, ωφελούν και βλάπτουν τους λοιπούς, οι δε ομόδικοι, που μετέχουν νόμιμα στη δίκη, αν δεν παραστούν, παρότι έχουν νομίμως κλητευθεί, αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση απουσίας, δηλαδή, αμφοτέρων των διαδίκων της κυρίας δίκης, η συζήτηση της υπόθεσης δεν ματαιώνεται, όταν παρίσταται ο προσθέτως παρεμβαίνων, αλλά λαμβάνει χώρα ερήμην του αντιδίκου του υπερού η πρόσθετη παρέμβαση. Από την τελολογία και το συνδυασμό του συνόλου των ως άνω αφορώντων την πρόσθετη, απλή ή αυτοτελή, παρέμβαση ρυθμίσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ προϋποθέτει εγγραφή στο πινάκιο τόσο της κύριας υπόθεσης, όσο και της πρόσθετης παρέμβασης, και συνεκφώνησης αυτών, ώστε τελικά να συνεκδικαστούν (ΕφΠειρ 160/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου περαιτέρω).

 

[VI] Με το Ν.4601/2019 ρυθμίζεται ο μετασχηματισμός με τη συμμετοχή δύο ή περισσότερων εταιριών με τον ίδιο ή διαφορετικό τύπο. Με βάση το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.4601/2019 οι εταιρικές μορφές που μπορούν να υποβληθούν ή να μετάσχουν σε διαδικασία εταιρικού σχηματισμού είναι η ανώνυμη εταιρεία, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η ετερόρρυθμη εταιρεία, η κοινοπραξία, η ευρωπαϊκή εταιρεία, ο αστικός συνεταιρισμός και η ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρεία. Οι εν λόγω εταιρείες μπορούν να μετάσχουν σε εταιρικό μετασχηματισμό με οποιαδήποτε ιδιότητα που προσιδιάζει σε αυτό και πιο συγκεκριμένα ως απορροφώμενες, απορροφώσες, συγχωνευόμενες, διασπώμενες, εισφέρουσες, επωφελούμενες, συνιστώμενες ή μετατρεπόμενες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του Ν.4601/2019. Οι βασικές κατηγορίες μετασχηματισμών που προβλέπει ο Ν.4601/2019 είναι τρείς και συγκεκριμένα η συγχώνευση, η διάσπαση και η μετατροπή. Σε όλες τις περιπτώσεις ο μετασχηματισμός συντελείται με και από την καταχώρηση στο ΓΕΜΗ της σύμβασης συγχώνευσης ως προς την απορροφώσα εταιρεία, της σύμβασης διάσπασης ως προς την απορροφώμενη εταιρεία και της απόφασης της γενικής συνέλευσης ως προς τη μετατροπή. Στη συγχώνευση δύο ή περισσότερες εταιρείες ενοποιούνται σε μία, κατά τρόπο ώστε ένας φορέας να ασκεί πλέον την επιχείρηση που έως τότε ασκούσαν δύο ή περισσότεροι φορείς. Στη μετατροπή μια εταιρεία μεταβάλει εταιρική μορφή, χωρίς να προηγηθεί λύση της και χωρίς να μεσολαβήσει διαδοχή είτε καθολική είτε ειδική στην περιουσία της (άρθρο 104 Ν.4601/2014). Περαιτέρω στη διάσπαση μεταβιβάζεται με καθολική διαδοχή η περιουσία μιας εταιρείας, που λύεται χωρίς εκκαθάριση, σε δύο τουλάχιστον νεοϊδρυθείσες εταιρείες. Η διάσπαση γίνεται με τους ακόλουθους τρόπους : α) με απορρόφηση, β) με σύσταση νέας εταιρείας, γ) με απορρόφηση και σύσταση νέας εταιρείας και δ) με εξαγορά για αε (άρθρα 55 επ. Ν.4601/2019). Οι τρείς μορφές της διάσπασης είναι : α) η κοινή διάσπαση, όταν η διασπώμενη εταιρεία λύεται και μεταβιβάζει με καθολική διαδοχή σε άλλες εταιρείες, που υφίστανται ή συνιστώνται (επωφελούμενες), το σύνολο της περιουσίας της έναντι της απόδοσης στους μετόχους ή εταίρους της συμμετοχών στις επωφελούμενες, β) η μερική διάσπαση, στην οποία η διασπώμενη εταιρεία, χωρίς να λύεται, μεταβιβάζει με καθολική διαδοχή σε μία ή περισσότερες επωφελούμενες εταιρείες κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, οι δε μέτοχοι ή εταίροι της διασπώμενης εταιρείας λαμβάνουν μετοχές ή εταιρικά μερίδια των επωφελούμενων εταιρειών και καθίστανται μέτοχοι ή εταίροι σε όλες τις μετέχουσες εταιρείες  και γ) η απόσχιση κλάδου, στην οποία η διασπώμενη εταιρεία, χωρίς να λύεται, μεταβιβάζει με καθολική διαδοχή κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας σε μία ή περισσότερες επωφελούμενες εταιρείες, η ίδια δε η διασπώμενη εταιρεία αποκτά τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια της επωφελούμενης εταιρείας και καθίσταται μέτοχος ή εταίρος της και όχι οι μέτοχοι ή εταίροι της διασπώμενης. Κύριο γνώρισμα της απόσχισης κλάδου είναι ότι διαφυλάσσεται η νομική αυτοτέλεια της διασπώμενης εταιρείας. Στην περίπτωση της απόσχισης κλάδου οι μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια που διατίθενται από την επωφελούμενη εταιρεία, δεν αποκτώνται από τους μετόχους ή τους εταίρους της διασπώμενης, αλλά περιέχονται στην ίδια τη διασπώμενη, η οποία καθίσταται μέτοχος ή εταίρος αυτοτελώς ως νομικό πρόσωπο της επωφελούμενης εταιρείας. Η διασπώμενη μεταβιβάζει με καθολική διαδοχή κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας σε μια ή περισσότερες επωφελούμενες εταιρείες και εξακολουθεί να υφίσταται, χωρίς να λύεται. Ως κλάδος δραστηριότητας ορίζεται το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, τα οποία συνιστούν από οργανωτική άποψη αυτόνομη εκμετάλλευση, δηλαδή σύνολο ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα (άρθρο 54 παρ.3 Ν.4601 /2019). Τα έννομα αποτελέσματα της απόσχισης κλάδου, τα οποία επέρχονται από την καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ., είναι τα ακόλουθα : α) η μεταβίβαση κλάδου από τη διασπώμενη στην επωφελούμενη γίνεται με καθολική διαδοχή, β) η διασπώμενη εταιρεία λαμβάνει μετοχές ή εταιρικά μερίδια της επωφελούμενης και καθίσταται μέτοχος ή εταίρος αυτής, γ) η διασπώμενη εταιρεία διατηρεί τη νομική της αυτοτέλεια και συνεχίζει την επιστημονική της δραστηριότητα με τους εναπομείναντες κλάδους, δ) για τις οφειλές ευθύνονται εις ολόκληρον η διασπώμενη εταιρεία και η επωφελούμενη εταιρεία, ε) η επωφελούμενη εταιρεία καθίσταται ενάγουσα ή εναγομένη στις εκκρεμείς δίκες της διασπώμενης ως προς το μεταβιβασθέν τμήμα, χωρίς έτερη διατύπωση (Ι. Ρόκας, Εταιρείες - Εισαγωγή στο Δίκαιο των Εταιρειών του Εμπορικού Δικαίου, 6η έκδοση, 2019, σελ. 17-24, Β.Βύζας, Μερική διάσπαση και απόσχιση κλάδου : Δύο ενδιαφέρουσες προσθήκες στο νέο δίκαιο για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, ΔΕΕ, τεύχος 6, Ιούνιος 2019, σελ.820, Δ. Διακόπουλος, Εισαγωγή στο νέο δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών- Μια συνοπτική παρουσίαση του νέου νόμου (Ν. 4601/2019), ΔΕΕ, τεύχος 5, Μάϊος 2019, σελ. 681, ΜΠΗλ 323/2021, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία  «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS MONOΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ  ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS M.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μει ./07.10.2021 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, ακριβές αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε σε όλους τους διαδίκους της κύριας δίκης [βλ. την υπ’ αριθμ..Β/13.10.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, . και την υπ’αριθμ.. Η/15.10.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ., που προσκομίζει η παρεμβαίνουσα], δηλώνει ότι παρεμβαίνει προσθέτως στην ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμή δίκη, που ανοίχθηκε με την κρινόμενη ανακοπή, υπέρ της δικαιοπαρόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ΓΕΜΗ ., ΑΦΜ ., (διασπώμενη), της οποίας καθολική διάδοχος κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ΓΕΜΗ ., ΑΦΜ ., (επωφελούμενη), μετά τη διάσπαση της πρώτης εξ αυτών δια της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος, η οποία εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ.πρωτ. 139241/30.12.2020 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ. 139264/30.12.2020 ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, επικαλούμενη έννομο προς τούτο συμφέρον, λόγω της ιδιότητάς της ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία    «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», ΓΕΜΗ ., ΑΦΜ ., Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει μεταβίβασης σ’ αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, μετά την γένεση της εκκρεμοδικίας εκ της κρινόμενης ανακοπής του καθ’ ου–ανακόπτοντα , στην έννομη σχέση, από την οποία απορρέουν οι επίδικες απαιτήσεις από την υπ’ αριθμ. ./3.12.2003 σύμβαση  πίστωσης με  ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, καθώς και από  την υπ’ αριθμ.  ./5.3.2008  σύμβαση παροχής εγγύησης (περιορισμένου ποσού), που επιδικάσθηκαν με την υπ’ αριθμ. ./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Ειδικότερα, από τα έγγραφα, που παραδεκτά προσκόμισε η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, προκύπτει ότι, δυνάμει της από 12 Σεπτεμβρίου 2019 συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», ΑΦΜ ., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ.4, νόμιμα εκπροσωπουμένης, και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED  ACTIVITY  COMPANY», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, οδός Φένιαν, Πάλμερστον Χάουζ, β’ όροφος. Δουβλίνο 2, αριθμός μητρώου ., μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 14 και 13 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η ως άνω συμφωνία καταχωρήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ., στον τόμο . και με αριθμό ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 10 και 8 του Ν.3156/2003. Στις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν κατά τα ανωτέρω περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις εκ της υπ’ αριθμ’ ./3-12-2003 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των πρόσθετων αυτής πράξεων κατά και του ενεχομένου  καθού  η παρούσα. Ως εκ τούτου, η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία   «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας τράπεζας. Αρχικά με την από 12.9.2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 14 και 16 του Ν.3156/2003, ανατέθηκε από την ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού η διαχείριση και είσπραξη των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ A.E.». H ως άνω σύμβαση καταχωρήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./16.9.2019, στον τόμο . και αριθμό .. Στη συνέχεια την 16η.9.2019, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./16.9.2019 πράξης σύστασης ανωνύμου εταιρίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά ., συστάθηκε η εταιρία με την επωνυμία «ΑLTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», δυνάμει των διατάξεων του Ν.4354/2015, η οποία και αδειοδοτήθηκε νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Τεύχος Β’ 3533/20.09.2019), και ακολούθησε η τροποποίηση της από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης, τροποποίηση που καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./23.9.2019, στον τόμο . και αριθμό ., με την οποία διορίστηκε νέος διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η εταιρία με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π» ενώ παράλληλα χορηγήθηκε στην τελευταία από την ειδική διάδοχο «PIRAEUS SNF  DESIGNATED  ACTIVITY COMPANY» το από 16.9.2019 πληρεξούσιο, σύμφωνα με τον Ν. 3156/2003. Το καταστατικό της ως άνω εταιρείας (διαχειρίστριας) τροποποιήθηκε διαδοχικά ως ακολούθως : α) την 01η.11.2019 καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με κωδικό αριθμό καταχώρισης ., η με αριθμό ./01.11.2019 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Κεντρικού Τομέα Αθηνών (ΑΔΑ: .), με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας «ΑLTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και η αλλαγή της επωνυμίας της ως άνω εταιρίας σε «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», με τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» και β) την 09η.3.2020 καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με κωδικό αριθμό καταχώρισης ., η με αριθμό ./09.3.2020 απόφαση της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΑΔΑ: .), με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 4 του καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ » και αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ., σύμφωνα με την απόφαση της από 16-12-2019 της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας. Κατόπιν των ανωτέρω η εταιρεία με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» κατέστη ειδική διάδοχος της απαιτήσεως, που επιδικάστηκε με την ως άνω διαταγή πληρωμής [./2019] και απορρέει  εκ της υπ’ αριθμ../03.12.2003 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των πρόσθετων αυτής πράξεων, όπως τούτο προκύπτει από το ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της σελίδας 6.868 εκ του παραρτήματος με αριθμ. πρωτ. ./16.9.1019 από το καταχωρηθέν στα βιβλία του Ν. 2844/2000 στον τόμο . και  αύξοντα αριθμό ., στο οποίο η ως άνω ένδικη σύμβαση έχει λάβει αύξοντα αριθμό . (αρ. πρωτ. αντιγράφου ./21-2-2020). Εν συνεχεία, στις 13 Ιουλίου 2020 η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία  «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» προέβη σε επανεκχώρηση προς την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. (μεταβίβαση – επαναγορά - αποτιτλοποίηση) μέρους των μεταβιβασθεισών προς αυτήν, αρχικά, δυνάμει και σε εκτέλεση της αρχικής από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, απαιτήσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από την ανωτέρω υπ’ αριθμ. ./3.12.2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, δημοσιευθείσας της σχετικής μεταβολής (επαναγοράς) της από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης στο δημόσιο  βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./13.7.20 στον τόμο . και με αριθμό ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 και 8 του Ν.3156/2003. Τα ανωτέρω προκύπτουν και από το ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της σελίδας 1.497 εκ του παραρτήματος με αριθμό πρωτοκόλλου ./13.7.2020 από το καταχωρηθέν στα βιβλία Ν. 2844/2000 στον τόμο . και αύξοντα αριθμό .,  στο οποίο η ως άνω σύμβαση έχει λάβει αύξοντα αριθμό . (αρ. πρωτ. αντιγράφου ./06.8.2020). Ακολούθως, δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και της  εταιρείας με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αριθμό μητρώου ., διεύθυνση George’s Dock αρ.3, 4ος όροφος, ΙFSC, Δουβλίνο 1) (η «Δικαιούχος»), και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του Ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ, η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. μεταβίβασε στην Δικαιούχο χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή/και πιστώσεων. Στις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν κατά τα ανωτέρω περιλαμβάνονται και οι απορρέουσες εκ της υπ’ αριθμ. ./3-12-2003 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των πρόσθετων αυτής πράξεων κατά και του ενεχομένου καθού η παρούσα. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων δημοσιεύθηκε στις 22.7.2020 σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου ./22.7.20 στον τόμο . και αριθμό ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν. 3156/2003. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, η μεταβίβαση αυτή έχει αποτέλεσμα εκχώρησης, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44 του ΝΔ 17.7-13.8/1923 (παρ. 12), η δε καταχώρηση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο έχει αποτέλεσμα αναγγελίας εκχώρησης στον οφειλέτη. Με την άνω μεταβίβαση των εν λόγω απαιτήσεων στη Δικαιούχο μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως κάθε παρεπόμενο, διαπλαστικό ή άλλο δικαίωμα που συνδέεται με τις  μεταβιβασθείσες απαιτήσεις καθώς και οι εξασφαλίσεις αυτών, με αποτέλεσμα η Δικαιούχος να είναι πλέον αποκλειστικός δικαιούχος όλων των απαιτήσεων που απορρέουν ή θα απορρεύσουν από την ανωτέρω Σύμβαση και τις τυχόν πρόσθετες πράξεις αυτής. Περαιτέρω, δυνάμει της από 21.7.2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, μεταξύ της Δικαιούχου και της διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», που καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./22.7.2020, στον τόμο . και αριθμό ., διορίστηκε ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η ως άνω εταιρεία, ενώ παράλληλα χορηγήθηκε στην τελευταία από την ειδική διάδοχο εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC» το από 21.7.2020 πληρεξούσιο, σύμφωνα με το Ν.3156/2003. Στη συνέχεια, δυνάμει του από 01.3.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ της Δικαιούχου και της αρχικής  διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», συμφωνήθηκε η λύση της ως άνω από 21.7.2020 Σύμβασης Διαχείρισης. Το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης καταχωρήθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου ./17.03.2021 στα δημόσια βιβλία του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και με αριθμό .. Την ίδια ημέρα, ήτοι 01.03.2021, οι αρχικοί συμβαλλόμενοι, ήτοι η δικαιούχος εταιρεία Vega IΙ NPL Finance DAC και η  διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», προέβησαν στην σύναψη της από 01.3.2021 νέας σύμβασης διαχείρισης, που καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./17.3.2021, στον τόμο . και αριθμό . Δυνάμει της νέας σύμβασης διορίστηκε ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» ενώ παράλληλα χορηγήθηκε στην τελευταία από την δικαιούχο  εταιρεία με την επωνυμία «Vega IΙ NPL Finance DAC» το από 02.3.2021  πληρεξούσιο σύμφωνα με το Ν.3156/2003. Συνεπεία των ανωτέρω  η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC» τυγχάνει ειδική διάδοχος - δικαιούχος της απαιτήσεως, που επιδικάστηκε με την ως άνω διαταγή πληρωμής [75/2019] και απορρέει από την υπ’ αριθμ../3-12-2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό  και των πρόσθετων αυτής πράξεων κατά του ανακόπτοντος. Τα ως άνω  προκύπτουν και  από το ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της σελίδας 186 εκ του παραρτήματος με αριθμό  πρωτοκόλλου ./22.7.2020  από το καταχωρισθέν στα βιβλία Ν. 2844/2000 στον τόμο . και αύξοντα αριθμό ., στο οποίο η ως άνω σύμβαση έχει λάβει αύξοντα αριθμό 2.663 (αρ. πρωτ. αντιγράφου  ./22-7-2020). Συνεπεία των ανωτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», με την ιδιότητα της διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, καθώς κατέστη ειδική διάδοχος της καθ’ής η ανακοπή Τράπεζας Πειραιώς, στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, επικαλείται ότι ως μη δικαιούχος διάδικος έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει προσθέτως υπέρ της καθ’ής προς απόκρουση της ένδικης ανακοπής, καθόσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια καταλαμβάνει και την εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC», της οποίας τυγχάνει διαχειρίστρια, ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία, παρά το γεγονός ότι η αποκλειστική νομιμοποίηση στην συνέχιση της δίκης παραμένει στην δικαιοπάροχό της  καθής ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (βλ. άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ).

 

Ωστόσο, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων [Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.] είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προπαρατιθέμενη νομική σκέψη της παρούσας, η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δικαιοπαρόχου της καθής η ανακοπή, ως ειδική διάδοχος αυτής, είναι η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «VEGA II NPL FINANCE DAC», ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης. Αντίθετα, η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρισης δεν δύναται να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση, διότι ο Ν.3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά προβλέπει για τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού, με το οποίο ιδρύεται μία κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση των ΕΔΑΔΠ να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης. Η ανάθεση της διαχείρισης στην ΕΔΑΔΠ γίνεται με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015. Πηγή της νομιμοποιήσεως της ΕΔΑΔΠ είναι η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία «απονέμει» στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου με πανηγυρική διατύπωση. Αντιθέτως, η διάταξη του άρθρου 10 παρ.14 του Ν.3156/2003 δεν απονέμει στις εταιρείες διαχείρισης, οι οποίες ενεργούν πράξεις διαχείρισης ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα, μεταξύ των οποίων και αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομα τους, Τέλος, οι διατάξεις του N. 4354/2015 για την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση, ως μη δικαιούχων διαδίκων, των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, διότι η τελευταία αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων χωρίς να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν και ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Με το Ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το Ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση αλλά συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλαίσιο. Η κατ’εξαίρεση νομιμοποίηση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων για τη διεξαγωγή της δίκης, δίχως να είναι οι ίδιοι και δίχως καν να ισχυρίζονται ότι είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, αντλείται από το πραγματικό διατάξεως του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία παρέχει σε συγκεκριμένα πρόσωπα την εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης και ως εκ τούτου η εν λόγω εξαίρεση δεν επεκτείνεται σε κάθε τρίτο καθώς το ελληνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει την actio popularis [βλ. Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στη πολιτική δίκη, εκδ.2014, σελ.59]. Επειδή ακριβώς η δικονομική κατηγορία των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων διασπά τον κανόνα ότι συμπίπτουν σε ένα πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης συνιστά εξαίρεση που είναι επιτρεπτή μόνο στις κατ’ εξαίρεση αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών ούτε να επεκταθούν με αναλογική εφαρμογή [Α.Πλεύρη ό.π. σελ. 60]. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, ενώ πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των παριστάμενων διαδίκων [ανακόπτοντος-παρεμβαίνοντος] η δικαστική δαπάνη, λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί, για τον εκτιθέμενο σε αυτήν λόγο, να ακυρωθεί η με αριθμό ./2019 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ'ής η ανακοπή το ποσό των 71.273,10 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της καθ'ής απορρέουσα από την υπ’ αριθμ. ./03.12.2003 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και την υπ’αριθμ../30.6.2006 πρόσθετη πράξη αυτής, που συνήψε η καθ’ής ως πιστώτρια με την πρωτοφειλέτρια εταιρεία με την επωνυμία «... ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «. ΟΕ» ως λήπτρια της πίστωσης, επί τη βάση της υπ’αριθμ. ./05.3.2008 σύμβασης εγγύησης έως το ποσό των 180.000,00 €.  Τέλος ζητεί να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη.

 

Η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ’ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου, καθότι η ανακοπτόμενη υπ’αριθμ../2019 διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας [14 §2, 18, 632 § 1 ΚΠολΔ], προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 632 § 2 εδ.τελ. ΚΠολΔ). Έχει δε ασκηθεί νόμιμα κι εμπρόθεσμα  κατά το άρθρο 632§2 ΚΠολΔ, ήτοι εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον νυν ανακόπτοντα, καθώς η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σ` αυτούς την 25 Ιουλίου 2019 (βλ. την από 15.7.2019 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., στο ακριβές αντίγραφο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθής στις 12 Σεπτεμβρίου 2019 (βλ. την υπ` αριθμ. .Ε/12.9.2019 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Επομένως, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου που διαλαμβάνεται σε αυτή.

 

Ο  ανακόπτων με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση ανακοπής του ισχυρίζεται ότι η υπ’ αριθμ. ./2019 διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ'ής η ανακοπή το ποσό των 71.273,10 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, εκδόθηκε επί τη βάση της υπ’ αριθμ../05.3.2008 σύμβασης παροχής εγγύησης έως το ποσό των 180.000,00 ευρώ, για την ολοσχερή εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου εκ της υπ’αριθμ../03.12.2003 έγγραφης σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 200.000,00 ευρώ  και της υπ’ αριθμ../30.6.2006 αυξητικής της πίστωσης μέχρι το ποσό των 500.000,00 ευρώ πρόσθετης πράξης αυτής, που συνομολόγησε η πιστώτρια με την πρωτοφειλέτρια εταιρεία με την επωνυμία «. ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «.», πρώην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «.–ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ » και τον διακριτικό τίτλο «. Ο.Ε.». Ότι  για τη τήρηση της ανωτέρω συμβάσεως πίστωσης τηρήθηκαν δύο λογαριασμοί : α) ο με αριθμό . ανοικτός αλληλόχρεος, ο οποίος καταγγέλθηκε στις 07.7.2017 με οριστικό κατάλοιπο ποσού 261.680,42 ευρώ, και β) ο με αριθμό . ανοικτός αλληλόχρεος, ο οποίος καταγγέλθηκε στις 07.7.2017 με οριστικό κατάλοιπο ποσού 522.982,94 ευρώ. Ότι κατόπιν προφορικών συμφωνιών με την καθ’ής η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» περιορίσθηκε σταδιακά το ποσό για το οποίο είχε εγγυηθεί υπέρ της πιστούχου εταιρείας με την  επωνυμία «.-ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», από το αρχικό ποσό των 180.000,00 ευρώ στο ποσό των 95.000,00 ευρώ, και ότι μετά από διαδοχικούς συμψηφισμούς, εκ ποσού 5.562,59 ευρώ, από τον υπ’ αριθμ. . τραπεζικό λογαριασμό  καταθέσεως που τηρούσε  στην καθ’ής και εκ ποσού 89.437,41 ευρώ από τον υπ αριθμ. . τραπεζικό λογαριασμό  προθεσμιακών καταθέσεων  που τηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς, της απαίτησης  της καθής με ισόποση ανταπαίτησή της προερχομένη από το πιστωτικό υπόλοιπο των ανωτέρω λογαριασμών του στην καθ'ής, η απαίτηση της τελευταίας εναντίον του έχει εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς και εξ αυτού του λόγου δέον να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής όσον αφορά το πρόσωπό του. Ειδικότερα ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι στις 18.5.2010 προφορικά συμφώνησε με τους υπεύθυνους υπαλλήλους της καθ'ής η ανακοπή [υποκατάστημα Πύργου], όπως περιορισθεί το ύψος της εγγύησής του  από το ποσό των 180.000,00 ευρώ στο ποσό των 150.000,00 ευρώ μετά από καταβολή ύψους 30.000,00 ευρώ προς την καθ’ής. Ότι πράγματι στις 18.5.2010 κατατέθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό εξυπηρέτησης της πίστωσης το ποσό των 30.000,00 ευρώ, κατά τους όρους της προφορικής τους συμφωνίας, και συγχρόνως αποδεσμεύθηκαν από τον λογαριασμό του προθεσμιακών καταθέσεων με αριθμό ., που τηρούνταν οι ενεχυρασμένες προθεσμιακές καταθέσεις του ποσού 90.000,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να μείνει πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ του, ποσού 153.825,69 ευρώ, όσο και το ύψος περίπου του ποσού μέχρι του οποίου περιορίσθηκε η εγγύησή του (150.000,00 ευρώ). Ότι ακολούθως συμφώνησε προφορικά με την καθ’ής, στις αρχές Μαρτίου του έτους 2011, όπως περιορισθεί το ύψος της εγγύησής του από το ποσό των 150.000,00 ευρώ στο ποσό των 120.000,00 ευρώ, μετά από καταβολή ύψους 30.000,00 ευρώ προς την καθ’ής. Ότι πράγματι στις 28.3.2011 κατατέθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό εξυπηρέτησης της πίστωσης το ποσό των 30.000,00 ευρώ και συγχρόνως αποδεσμεύθηκαν από τον λογαριασμό των προθεσμιακών καταθέσεων με αριθμό ., που τηρούνταν, οι ενεχυρασμένες προθεσμιακές καταθέσεις του ποσού 31.000,00 ευρώ, τα οποία ανέλαβε με ανάληψη στις 03.8.2011 και 31.8.2011, αντίστοιχα. Ότι στη συνέχεια, περί τον Μάρτιο του έτους 2012, συμφώνησε με την καθ’ής, όπως περιορισθεί το ύψος της εγγύησής του από το ποσό των  120.000,00 ευρώ στο ποσό των 95.000,00 ευρώ μετά από καταβολή ποσού 25.000,00 ευρώ στη καθ’ής εντός του Μαρτίου  2012. Ότι πράγματι στις 27.3.2012 κατατέθηκε στον με αριθμό . λογαριασμό εξυπηρέτησης της πίστωσης το ποσό των 25.000,00 ευρώ και συγχρόνως αποδεσμεύθηκε από τον λογαριασμό του προθεσμιακών καταθέσεων με αριθμό ., που τηρούνταν οι ενεχυρασμένες προθεσμιακές καταθέσεις του, το ποσό των 25.000,00  ευρώ, το οποίο ανέλαβε με ανάληψη και μετά από διαδοχικούς συμψηφισμούς εκ ποσού 5.562,59 ευρώ από τον υπ’ αριθμ. . τραπεζικό λογαριασμό του καταθέσεως, που τηρούσε στην καθ’ής, και εκ ποσού 89.437,41 ευρώ από τον υπ’ αριθμ. . τραπεζικό λογαριασμό του προθεσμιακών καταθέσεων, που τηρούσε στην καθ’ής, της απαίτησης  της καθ’ής με ισόποση ανταπαίτησή του, προερχομένη από το πιστωτικό υπόλοιπο  των  ανωτέρω λογαριασμών του στην καθ’ής. Ότι, μολονότι η απαίτηση της καθ΄ής εναντίον του έχει ήδη εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς, καθώς μειώθηκε το ποσό της εγγύησής του και με το ποσό των 89.437,41 ευρώ εξοφλήθηκε η οφειλή του εκ της εγγυήσεως ολοσχερώς, η καθ’ής προέβη σε επιπλέον συμψηφισμούς, ύψους 4.969,51 ευρώ και 8.757,39 ευρώ, παραβιάζοντας τη μεταξύ τους προφορική συμφωνία, και ζητά εκ του λόγου αυτού να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμή.

 

Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος ανακοπής τυγχάνει παραδεκτός, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί αοριστίας που πρότεινε η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, δεδομένου ότι ο ανακόπτων αναφέρει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο επήλθε απόσβεση της απαιτήσεως της τράπεζας έναντι αυτού ως εγγυητή με εξόφληση κατά το ποσό που κατά τους ισχυρισμούς του εκ των υστέρων περιορίστηκε με προφορικές συμφωνίες του με την καθ’ής, ήτοι αναφέρει τον χρόνο και τα ποσά που κατατέθηκαν στον λογαριασμό που τηρείτο η σύμβαση πίστωσης, κατόπιν αποδέσμευσης των αντίστοιχων ποσών από τους λογαριασμούς που τηρούνταν οι ενεχυρασμένες προθεσμιακές καταθέσεις του, καθώς και τον χρόνο και το ύψος των απαιτήσεων έναντι αυτού ως εγγυητή με ανταπαιτήσεις του κατά αυτής από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του προθεσμιακών καταθέσεων [πρβλ. ΑΠ 960/2011, ΕΠολΔ 2011, 787, ΕφΠειρ 85/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης, που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές ή το συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό και τον χρόνο καταβολής ή της πρότασης προς συμψηφισμό καθενός από αυτά], καθώς και νόμω βάσιμος και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

[VII] Σύμφωνα  με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ, η εγγύηση είναι σύμβαση, με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Με τη σύμβαση της εγγύησης ένα τρίτο πρόσωπο [ο εγγυητής], κείμενο εκτός της κύριας σχέσης που συνδέει τον δανειστή, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ο ίδιος την παροχή, αν δεν την καταβάλει ο αρχικός οφειλέτης. Η ύπαρξη και η λειτουργία της βασικής ενοχής [δάνειο, σύμβαση πίστωσης, πώληση, μίσθωση], που συνδέει τον δανειστή με τον πρωτοφειλέτη, αποτελεί προϋπόθεση για την παρεπόμενη σύμβαση της εγγύησης, Η δήλωση του εγγυητή, με την οποία αυτός αναλαμβάνει υποχρεώσεις από την εγγύηση, θα πρέπει να περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο (ΑΚ 849), αλλιώς θεωρείται απολύτως άκυρη ολόκληρη η σύμβαση εγγύησης και λογίζεται σαν να μην έγινε (ΑΚ 159, 180 και 181)39. Ο έγγραφος τύπος είναι μονομερής (ετερομερής), αφού σε αυτόν υποβάλλεται, υποχρεωτικά, μόνο η δήλωση του εγγυητή και όχι αυτή του δανειστή. Η νομοθετική πρόβλεψη για έγγραφη δήλωση εγγύησης αποσκοπεί στον ασφαλή προσδιορισμό του ακριβούς περιεχομένου της εγγύησης και την διευκόλυνση της απόδειξης. Απόδειξη της σύστασης της εγγύησης με μάρτυρες θα πρέπει να αποκλειστεί, εκτός αν ο δανειστής αποδείξει ότι το έγγραφο που νομίμως συντάχθηκε χάθηκε τυχαία (ΚΠολΔ 394, παρ. 2 και παρ. 1 εδ. ΄γ), (ΑΠ 981/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2042/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ].

 

[VIΙΙ] Οι διατάξεις των άρθρων 361 και 454 ΑΚ ορίζουν ότι «για τη σύσταση ή την αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά» (361 ΑΚ) και «όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής» (454 ΑΚ). Εξάλλου, από την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 849 εδ. α` ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «η εγγύηση είναι άκυρη αν δεν δηλωθεί εγγράφως», συνάγεται ότι η δήλωση του εγγυητή, με την οποία αυτός αναλαμβάνει υποχρεώσεις από την εγγύηση, πρέπει να είναι έγγραφη. Αντίθετα, δεν χρειάζεται έγγραφο για τις συμφωνίες εκείνες μεταξύ εγγυητή και δανειστή, τις ανεξάρτητες ή μεταγενέστερες της εγγύησης, που καταλύουν ή περιορίζουν την ευθύνη του εγγυητή [ΑΠ 1480/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 237/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[IX] Κατά τα άρθρα 35, 36, 39 και 44 Ν.Δ. 17.7/13.8.1923, που κατά το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 εδ. α’ και β`ΑΚ συνάγονται τα εξής: Κατα ειδική ρύθμιση του ως άνω Ν.Δ., για τη σύσταση του υπέρ τράπεζας (ή άλλης α.ε.) ενεχύρου σε απαίτηση ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσεως χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαίτησης της τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, είτε απαίτησης οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως βάσει του χρόνου γέννησής της από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχύρασης, ανεξάρτητα αν τούτο δεν έχει ή έχει βέβαιη χρονολογία. Κατ` ειδικότερη δε ρύθμιση του ίδιου Ν.Δ., αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική δε ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαίτησης από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα, από την επίδοση δε αντιγράφου της σύμβασης ενεχύρασης στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαίτησης, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, η εν λόγω δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο αυτή οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή. Κατά τη γενική δε ρύθμιση του ΑΚ, αν η ενεχυρασμένη απαίτηση δεν είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, τυχαίνει δε να είναι χρηματική τέτοια, όπως συμβαίνει όταν η απαίτηση αυτή είναι του ενεχυραστή κατά της τράπεζας από τη σύμβαση κατάθεσης από εκείνον σε αυτήν χρημάτων σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, το δε ασφαλισμένο χρέος έχει λήξει, η τράπεζα έχει δικαίωμα να εισπράξει την ενεχυρασμένη απαίτηση αλλά μόνο για το ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση της, ενώ για το έγκυρο αυτής της είσπραξης δεν απαιτείται ούτε σχετική συναίνεση, έστω υπό τη μορφή σύμπραξης του ενεχυραστή κατά την είσπραξη ή σε προγενέστερο χρόνο, ούτε έκδοση εκ μέρους της τράπεζας κάποιου παραστατικού της είσπραξης στο όνομα του ενεχυραστή. Την κατάσταση δε αυτή δεν την αλλάζει το θεσπιζόμενο με τα άρθρα 1 και 2 του Ν.Δ. 1059/1971 απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, αφού τούτο, μη συνεπαγόμενο το ακατάσχετο των σχετικών απαιτήσεων (ΟλΑΠ 19/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και άρα και τον από το άρθρο 451 ΑΚ αποκλεισμό διενέργειας οικείου συμψηφισμού, ισχύει, όπως συνάγεται από τα ως άνω άρθρα, όχι στις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και του καταθέτη αλλά στις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και τρίτων (ΑΠ 857/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 117/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΘες 1445/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από τα έγγραφα, που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [ άρθρα 336§ 3, 339 ΚΠολΔ], χωρίς η ειδικότερη αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία [ΑΠ 1268/2003 ΕλλΔνη 2004, 723], την υπ’αριθμ. ./ 03.11.2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πύργου ., που δόθηκε επιμελεία του ανακόπτοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του – καθ’ής η ανακοπή [ βλ. την υπ’αριθμ. ./21.10.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., με τη συνημμένη σ’ αυτήν κλήση για εξέταση μαρτύρων], την υπ’αριθμ. ./09.11.2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ., που δόθηκε επιμελεία της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της [βλ. την υπ’αριθμ. .Β/04.11.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., σε συνδυασμό με την εξώδικη γνωστοποίηση ενόρκου βεβαίωσης μαρτύρων και πρόσκληση παράστασης κατά αυτήν, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο [άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’αριθμ../03.12.2013 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε στον Πύργο Νομού Ηλείας, στις 03 Δεκεμβρίου 2013, μεταξύ της καθ’ής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως νόμιμα εκπροσωπείτο, και της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «.– ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «.. Ο.Ε.», πρώην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «.-ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «. Ο.Ε.», ως πιστούχου, παρασχέθηκε, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, πίστωση μέχρι του ποσού των 200.000,00 ευρώ. Στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκαν ως εγγυητές, οι .. Εν συνεχεία, δυνάμει της υπ’αριθμ../30.6.2006 πράξης τροποποίησης σύμβασης χορήγησης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε στον Πύργο, στις 30 Ιουνίου 2006, μεταξύ της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και της ως άνω πιστούχου, όπως νομίμως εκπροσωπείτο, στην οποία συμβλήθηκαν και οι ., ως εγγυητές, αυξήθηκε, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους και συμφωνίες, το ποσό της πίστωσης από το ποσό των 200.000,00 ευρώ της αρχικής σύμβασης στο ποσό των 500.000,00 ευρώ. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθμ../05.3.2008 σύμβασης παροχής εγγύησης (περιορισμένου ποσού), η οποία καταρτίστηκε εγγράφως στον Πύργο Ηλείας, στις 05 Μαρτίου 2008, μεταξύ της καθ'ής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», νομίμως εκπροσωπούμενης, και του ανακόπτοντος ως εγγυητή, εγγυήθηκε ο ανακόπτων προς την καθ'ής η ανακοπή και υπέρ της ανωτέρω πιστούχου εταιρείας, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους στη σύμβαση όρους και συμφωνίες, την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου εκ της ανωτέρω υπ’ αριθμ../03.12.2003 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και της πρόσθετης αυτής υπ’ αριθμ. ./30.6.2006 πράξης, κατά κεφάλαιο, τόκους, ανατοκισμούς, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις, μέχρι του ποσού των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ [180.000,00 €], παραιτούμενος ρητώς και ανεπιφύλακτα των ενστάσεων που απορρέουν  από τα άρθρα 853, 855, 856, 862, 863, 866, 867 και 868 του ΑΚ και κάθε άλλης ενστάσεώς του κατά της καθ'ής, καθώς και από τις τυχόν προσωποπαγείς ή μη ενστάσεις της πρωτοφειλέτριας ως άνω πιστούχου  εταιρείας, από το δικαίωμα να προτείνει δικαστικά ή εξώδικα κατά της καθ'ής ενστάσεις συμψηφισμού  και επίσχεσης, καθώς και από το ευεργέτημα της διζήσεως, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρο με την ως άνω πιστούχο εταιρεία, υποχρεούμενος να καταβάλει αμέσως και ανεπιφύλακτα και εις ολόκληρον  με την πιστούχο κάθε οφειλή της εκ του οριστικού καταλοίπου, κατά κεφάλαιο, τόκους, συμβατικούς και υπερημερίας, τόκους επί τόκων, και τα έξοδα γενικά και μέχρι πλήρους εξοφλήσεώς της, δηλώνοντας συγχρόνως ότι, κάθε αναγνώριση της οφειλής  από την πιστούχο εταιρεία  ή αφηρημένη υπόσχεση από αυτήν  καταβολής του χρέους υποχρεώνει και τον ίδιο και ότι, ακόμη και αν ικανοποίησε την καθ'ής εν μέρει, δεν έχει δικαίωμα αναγωγής και δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα της τράπεζας έναντι της πιστούχου  εταιρείας και των λοιπών εγγυητών μέχρι την πλήρη και  ολοσχερή εξόφληση  κάθε απαιτήσεως της καθ'ής κατά της πιστούχου εταιρείας. Δυνάμει της υπ’αριθμ../05.3.2008 σύμβασης ενεχύρασης προθεσμιακής κατάθεσης, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ'ής και του ανακόπτοντος, ο τελευταίος συνέστησε ενέχυρο υπέρ της αποδεχόμενης καθ'ής, επί της απαίτησής του κατά αυτής, που απορρέει από την υπ’αριθμ.. προθεσμιακή χρηματική κατάθεσή του ποσού 110.626,16€  και σε οποιοδήποτε ποσό και αν ανέλθει η ενεχυραζόμενη αυτή απαίτηση μελλοντικά. Επίσης, δυνάμει της υπ’αριθμ../05.3.2008 σύμβασης ενεχύρασης προθεσμιακής κατάθεσης, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ'ής και του ανακόπτοντος, ο τελευταίος συνέστησε ενέχυρο υπέρ της αποδεχόμενης καθ'ής, επί της απαίτησής του κατά αυτής, που απορρέει από την υπ’ αριθμ. . προθεσμιακή χρηματική κατάθεσή του ποσού 115.846,72 €  και σε οποιοδήποτε ποσό και αν ανέλθει η ενεχυραζόμενη αυτή απαίτηση μελλοντικά. Προς εξυπηρέτηση της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης τηρήθηκε  στο κατάστημα [2508] της καθ’ής στον Πύργο Ηλείας, ο με αριθμό . ανοικτός  (αλληλόχρεος) λογαριασμός και ο με αριθμό . ανοικτός (αλληλόχρεος) λογαριασμός. Στις 27 Ιουνίου 2017 η καθ’ής η ανακοπή κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, λόγω μη τήρησης των όρων αυτής, και έκλεισε κατά  την ανωτέρω  ημερομηνία (27 Ιουνίου 2017), όπως είχε δικαίωμα κατά τον όρο δεκαπέντε (15) της σύμβασης, α) τον υπ’ αριθμ. . ανοικτό (αλληλόχρεο)  λογαριασμό εξυπηρέτησης της ανωτέρω πίστωσης,  με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της ως άνω  πιστούχου εταιρείας, εξ ευρώ διακοσίων εξήντα ενός χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (261.680,42€) και β) τον υπ’ αριθμ. . ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό εξυπηρέτησης της ανωτέρω πίστωσης, με συνολικό χρεωστικό  υπόλοιπο σε βάρος της πιστούχου εταιρείας, εξ ευρώ πεντακοσίων είκοσι δύο  χιλιάδων  εννιακοσίων  ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (522.982,94 €), μετέφερε δε την ιδία ως άνω ημερομηνία (27 Ιουνίου 2017), α) στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης,  το συνολικό σε βάρος της πιστούχου εταιρείας εκ του υπ’ αριθμ. . ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού εξυπηρέτησης της ανωτέρω πίστωσης χρεωστικό υπόλοιπο εξ ευρώ διακοσίων  εξήντα ενός χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (261.680,42 €), πλέον νομίμων τόκων από την επομένη της μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από την 28η Ιουνίου 2017, και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης και β) στον υπ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, το συνολικό σε βάρος της πιστούχου εταιρείας  εκ του υπ’ αριθμ. . ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού  εξυπηρέτησης της ανωτέρω πίστωσης  χρεωστικό υπόλοιπο εξ ευρώ πεντακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (522.982,94€), πλέον νομίμων τόκων από την επομένη μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από τις 28 Ιουνίου 2017, και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Τα ανωτέρω [εξώδικη καταγγελία συμβάσεως πίστωσης-κλείσιμο λογαριασμών-μεταφορά χρεωστικών υπολοίπων σε οριστική καθυστέρηση] γνωστοποίησε η καθ'ής στην ως άνω πιστούχο εταιρεία, στον ανακόπτοντα και στους λοιπούς εγγυητές με την από 07 Ιουλίου 2017 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε σε αυτούς με τις υπ’αριθμ..../2017 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας,. (η υπ’αριθμ..Β/2017 έκθεση επίδοσης αφορά τον ανακόπτοντα) και τους κάλεσε να της καταβάλουν: A) η ανωτέρω πιστούχους εταιρεία και οι εγγυητές, πλην του ανακόπτοντος, αλληλεγγύως και εις  ολόκληρον έκαστος : α) το εκ του υπ’ αριθμ. . ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού εξυπηρέτησης της ανωτέρω πίστωσης συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο εξ ευρώ διακοσίων εξήντα ενός χιλιάδων  εξακοσίων ογδόντα ευρώ και σαράντα δύο λεπτών  (261.680,42 €), το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, πλέον νομίμων τόκων  από την επομένη μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από τις 28 Ιουνίου 2017, και μέχρι πλήρους και  ολοσχερούς εξοφλήσεως, και  β) το εκ του υπ’ αριθμ. . ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού  εξυπηρέτησης της ανωτέρω πίστωσης συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο εξ ευρώ πεντακοσίων είκοσι δύο  χιλιάδων εννιακοσίων  ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (522.982,94 €), το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, πλέον νομίμων τόκων από την επομένη της μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από την 28η Ιουνίου 2017 και μέχρι πλήρους και  ολοσχερούς εξόφλησης, και Β) ο ανακόπτων, υπό την  ιδιότητά του ως εγγυητής, αλληλεγγύως  και εις  ολόκληρον μετά  της ως άνω πιστούχου εταιρείας  και των λοιπών εγγυητών : α) το εκ του υπ’ αριθμ.. ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού  εξυπηρέτησης της πίστωσης συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο εξ ευρώ διακοσίων εξήντα ενός χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (261.680,42€), το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ' αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, και β) το εκ του υπ' αριθμ. . ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού  εξυπηρέτησης της  πίστωσης συνολικό χρεωστικό  υπόλοιπο πεντακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων εννιακοσίων  ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (522.982,94€), το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ' αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, έως το ποσό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (180.000,00 €), πλέον νόμιμων τόκων από την επομένη της μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από την 28η  Ιουνίου 2017, και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο, σύμφωνα με την σύμβαση και τον νόμο και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Εν συνεχεία, στις 25 Ιανουαρίου 2018 η καθ'ής η ανακοπή, δυνάμει της υπ’αριθμ..Β/25.01.2018 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., επέδωσε στον καθ'ού την από 24 Ιανουαρίου 2018 εξώδικη δήλωση συμψηφισμού, με την οποία του δήλωσε ότι συμψήφισε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 440 επ. του ΑΚ, την ως άνω απαίτησή της σε βάρος του και δη : α)  εκ του  υπ’ αριθμ.. ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού εξυπηρέτησης της πίστωσης συνολικού χρεωστικού  υπολοίπου, εξ ευρώ διακοσίων εξήντα ενός  χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ  και σαράντα δύο λεπτών (261.680,42€), το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, και β) εκ του υπ’ αριθμ.. ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού εξυπηρέτησης της πίστωσης συνολικού χρεωστικού υπολοίπου, εξ ευρώ πεντακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (522.982,94€), το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, με ληξιπρόθεσμες ανταπαιτήσεις του ανακόπτοντα κατά της καθής, συνολικού ύψους 13.726,90 ευρώ, και συγκεκριμένα εκ της κατάθεσής του στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό ταμιευτηρίου εξ ευρώ 4.969,51 και εκ της κατάθεσής του στον υπ' αριθμ. . τρεχούμενο  λογαριασμό εξ ευρώ 8.757,39, κατά το ποσό που αλληλοπικαλύπτονταν οι ανωτέρω αμοιβαίες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και σε μερική εξόφληση της  απαίτησης της καθ'ής εκ της ανωτέρω συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των προσθέτων αυτής πράξεων, υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή. Μετά τη δήλωση αυτή περί συμψηφισμού ο ανακόπτων κοινοποίησε στην καθής την από 23 Φεβρουαρίου 2018 έγγραφη επιστολή του, στην οποία αναφέρει ότι μολονότι η έναντι αυτού απαίτηση της καθ'ής είχε εξοφληθεί για ολόκληρο το ποσό της εγγύησης, η καθ'ής η ανακοπή παρανόμως στις 25 Ιανουαρίου 2018 προέβη σε συμψηφισμό των απαιτήσεών της με ανταπαιτήσεις του έναντι αυτής συνολικού ύψους 13.726,00€. Σε απάντηση της επιστολής αυτής η καθ'ής η ανακοπή, δυνάμει της υπ’ αριθμ..Β/12.3.2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., επέδωσε στον ανακόπτοντα την από 08 Μαρτίου 2018 εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία-γνωστοποίηση με δήλωση και πρόσκληση, με την οποία τον ενημέρωνε ότι μετά την καταγγελία της υπ’ αριθμ. ./3-12-2003 σύμβασης  πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό τα ποσά των ληξιπρόθεσμων  απαιτήσεών του κατά της τράπεζας (καθ'ής), τα οποία  έχει συμψηφίσει με ισόποσες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της η τράπεζα (καθ'ής), σε βάρος του εκ της ανωτέρω αιτίας, είναι : α) στις 21 Ιουλίου 2017 το ποσό των 5.562,59 ευρώ, β) στις 31 Ιουλίου 2017 το ποσό των 89.437,41 ευρώ, μετά και από δικό του αίτημα για πρόωρη ρευστοποίηση της προθεσμιακής του κατάθεσης με αριθμό ., η οποία θα πιστωνόταν στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό και μεταφορά του ποσού αυτής εξ ευρώ 89.437,41, υπέρ της οφειλής του εκ της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, υπέρ της οποίας είχε εγγυηθεί και έως του ποσού των 180.000,00  ευρώ, γ) στις 25 Ιανουαρίου 2018 το ποσό των 4.969,51 ευρώ και δ) στις 25 Ιανουαρίου 2018  το ποσό των 8.757,39 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των εκατόν οκτώ χιλιάδων επτακοσίων είκοσι έξι ευρώ και ενενήντα λεπτών (108.726,90 €), και τον κάλεσε εκ νέου, όπως προσέλθει και καταβάλει άμεσα στην Τράπεζα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά της ως άνω πιστούχου εταιρείας και των ετέρων εγγυητών : α) το εκ του υπ’ αριθμ. . ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού εξυπηρέτησης της πίστωσης ανωτέρω συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και β) το εκ του υπ’ αριθμ. . ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού εξυπηρέτησης της πίστωσης ανωτέρω συνολικό χρεωστικό  υπόλοιπο, το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, και έως του εναπομείνοντος μετά τον γενόμενο συμψηφισμό, ποσού των εβδομήντα ενός χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και δέκα λεπτών (71.273,10 €), πλέον νόμιμων τόκων από την επομένη μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από την 28η Ιουνίου 2017, και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο, σύμφωνα με την σύμβαση  και τον νόμο και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακολούθως ο ανακόπτων προσκόμισε στο κατάστημα της καθ’ής στον Πύργο Ηλείας την από 26 Μαΐου 2018 επιστολή, με την οποία εκ νέου ισχυρίστηκε ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση εγγύησης και την κάλεσε να αποδεσμεύσει όλα τα ποσά των λογαριασμών που έχουν δεσμευθεί ούτως ώστε να εκπληρώσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του. Σε απάντηση της επιστολής αυτής η καθ'ής η ανακοπή, δυνάμει της υπ’ αριθμ. .Β/10.4.2019 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., επέδωσε στον ανακόπτοντα την από 10 Απριλίου 2019 εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία-γνωστοποίηση με δήλωση και πρόσκληση, με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με την προαναφερθείσα από 08 Μαρτίου 2018 εξώδικη απάντησή της, και συγχρόνως τον κάλεσε να καταβάλει, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους λοιπούς οφειλέτες, το εναπομείναν για τον ίδιο, μετά τον γινόμενο συμψηφισμό, ποσό των εβδομήντα ενός χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και δέκα λεπτών [71.273,10€], πλέον νόμιμων τόκων από την επομένη μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από την 28η Ιουνίου 2017, και μέχρι πλήρους και  ολοσχερούς εξοφλήσεως, ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο, σύμφωνα με τη σύμβαση και τον νόμο και  μέχρι την  ολοσχερή εξόφληση. Ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι, κατόπιν διαδοχικών προφορικών συμφωνιών μεταξύ του ιδίου και των υπαλλήλων της καθ'ής στο Κατάστημα του Πύργου, περιορίστηκε η εγγυητική του ευθύνη μέχρι του ποσού των ενενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (95.000,00€), με κατάθεση στον υπ’αριθμ.. λογαριασμό της πίστωσης στις 18 Μαΐου 2010 του ποσού των 30.000,00€, στις 28 Μαρτίου 2010 του ποσού των 30.000,00 € και στις 27 Μαρτίου 2012 του ποσού των 25.000,00 €, με ταυτόχρονη αποδέσμευση από τον υπ’αριθμ.. λογαριασμό του ιδίου ύψους ποσών, αντίστοιχα, και κατόπιν συμψηφισμού στις 21 Ιουλίου 2017, ότε είχε κλείσει οριστικά ο αλληλόχρεος λογαριασμός της πίστωσης, της απαίτησης της καθ’ής κατά αυτού ως εγγυητή με ανταπαίτησή του κατά αυτής, μέχρι του ύψους των 5.562,59 €, προερχόμενη από τον υπ’αριθμ.. τραπεζικό λογαριασμό του καταθέσεως που τηρούσε στην καθ’ής, περιορίστηκε περαιτέρω στο ποσό των ογδόντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα επτά ευρώ και σαράντα ένα λεπτών [89.437,41€], το οποίο κατόπιν συμψηφισμού από την καθ’ής της απαίτησής της κατά αυτού ως εγγυητή με ανταπαίτησή του κατά αυτής, μέχρι του ύψους των 89.437,41€, προερχόμενη από τον υπ’αριθμ.. τραπεζικό λογαριασμό του προθεσμιακών καταθέσεων, στις 31 Ιουλίου 2017, η απαίτηση της καθ’ής σε βάρος του από τη σύμβαση εγγύησης εξοφλήθηκε ολοσχερώς και ως εκ τούτου εν συνεχεία παράνομα η ανακόπτουσα προέβη σε επιπλέον συμψηφισμούς ύψους 4.969,51€ και 8.757,39 € και εξέδωσε σε βάρος του την υπ’αριθμ.75/19.7.2019 διαταγή πληρωμής για το ποσό των 71.273,10 €. Ο ισχυρισμός αυτός του ανακόπτοντος είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί και τούτο διότι δεν αποδείχθηκαν οι ανωτέρω επικαλούμενες από τον ανακόπτοντα διαδοχικές προφορικές συμφωνίες του με την καθ’ής δυνάμει των οποίων περιορίστηκε η εγγυητική ευθύνη του στο ποσό των 89.437,41 €. Καταρχήν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί πάγια τακτική των τραπεζικών ιδρυμάτων όλες οι συμβάσεις και οι πρόσθετες αυτών πράξεις να καταρτίζονται εγγράφως, τακτική την οποία ακολουθεί απαρεγκλίτως και η καθ’ής ανώνυμη τραπεζική εταιρεία σε όλες τις συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν την μείωση της εγγυητικής ευθύνης ή την πλήρη απαλλαγή του εγγυητή, μολονότι η μεταγενέστερη της σύμβασης σύστασης εγγύησης συμφωνία μεταξύ του εγγυητή και του δανειστή να περιοριστεί (ή να απαληφθεί) η εγγυητική ευθύνη, όπως περί τούτου ρητώς καταθέτει και ο μάρτυράς της στην ένορκη βεβαίωσή του. Μάλιστα κατά τον μάρτυρα αυτό οι συμφωνίες της καθής, που αφορούν την μεταβολή της ευθύνης του εγγυητή, για αποκτήσουν ισχύ χρήζουν της εγκρίσεως του αρμοδίου κλιμακίου της τράπεζας [καθ’ής]. Αντίθετο συμπέρασμα, ήτοι περί μείωσης της εγγυητικής ευθύνης του ανακόπτοντος στο ποσό των 89.437,91 ευρώ και μετέπειτα απόσβεση της ενοχής αυτού με καταβολές στο λογαριασμό της πίστωσης έναντι εξόφλησης της απαίτησης, δεν μπορεί να συναχθεί από την κίνηση των λογαριασμών που προσκομίζει με επίκληση ο ανακόπτων. Συγκεκριμένα από τη σελίδα [24] της καρτέλας πελάτη -αποσπάσματος της κίνησης του αλληλόχρεου λογαριασμού, που αποτελεί έγγραφη απόδειξη κατά τον όρο [10] της σύμβασης, προκύπτει ότι στις 18 Μαΐου 2010 κατατέθηκε το ποσό των 30.000,00 €, αναγράφεται δε το εξής «ΕΝΑΝΤΙ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ 180.000-30.000 150.000». Από μόνη την αναγραφή αυτή δεν μπορεί να προκύψει, άνευ άλλου τινός, ότι στις 18 Μαΐου 2010 ο ανακόπτων συμφώνησε προφορικά με την ανακόπτουσα με την καταβολή του ποσού των 30.000,00 € να μειωθεί το ποσό της εγγυητικής του ευθύνης από τις 180.000,00 € σε 150.000,00 €. Και τούτο διότι, εκτός του ότι προφορική συμφωνία σε σύναψη το πρώτον ή μεταρρύθμιση συμβάσεων αντιβαίνει την εδραιωμένη τακτική της καθ’ής η ανακοπή για τήρηση του έγγραφου τύπου, τέτοιου είδους αναγραφή περί μείωσης του ύψους της εγγύησης δεν γίνεται ούτε στις 28 Μαρτίου 2011, ότε κατατέθηκε στον λογαριασμό της πίστωσης το ποσό των 30.000,00 €, ούτε στις 27 Μαρτίου 2012, ότε κατατέθηκε στον λογαριασμό της πίστωσης το ποσό των 25.000,00 € (βλ. σχετ. σελίδες 26 και 27 καρτέλα λογαριασμού πίστωσης που προσκομίζει με επίκληση η καθ’ής η ανακοπή). Επιπλέον ο συμψηφισμός στις 31 Ιουλίου 2017 από την καθής της απαίτησής του έναντι αυτού ως εγγυητή με ανταπαίτησή του, έως του ποσού των 89.437,41 €, από τον υπ’αριθμ.5503-011568-345 τραπεζικό λογαριασμό προθεσμιακών καταθέσεων, που ο τελευταίος τηρούσε στην καθ’ής, έγινε κατόπιν του από 31 Ιουλίου 2017 έγγραφου αιτήματος του ίδιου του ανακόπτοντα προς την καθ’ής, για πρόωρη λήξη της προθεσμιακής του κατάθεσης με αριθμό 23843457 και μεταφορά του ποσού των 89.437,41 € υπέρ επιχειρηματικής οφειλής της ανωτέρω πιστούχου εταιρείας στην οποία ενέχεται ως εγγυητής, χωρίς να αναγράφεται στο έγγραφο αυτό ότι η ενοχή του ως εγγυητή είχε περιοριστεί κατά ποσό ή ότι δια της πιστώσεως του εν λόγω ποσού θα επήρχετο ολοσχερής απόσβεση της ενοχής του ως εγγυητή (βλ. την από 31 Ιουλίου 2017 έγγραφη επιστολή του ανακόπτοντα προς την καθ’ής). Άλλωστε το γεγονός ότι η καθ’ής προέβη σε συμψηφισμό μόνο του ποσού των 89.437,41 €, μολονότι η ανταπαίτησή του εκ του ανωτέρω λογαριασμού προθεσμιακών καταθέσεων ανερχόταν στο ποσό των 95.000,00 €, οφείλεται στο ότι ενήργησε κατόπιν του ανωτέρω από 31 Ιουλίου 2017 αιτήματος του ανακόπτοντος και όχι γιατί η εγγυητική του ευθύνη είχε περιοριστεί στο ποσό των 89.437,41€, όπως αβάσιμα ο ανακόπτων ισχυρίζεται. Επομένως οι καταβολές του ανακόπτοντα εγγυητή γίνονταν στα πλαίσια του ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού της πίστωσης και επέφεραν τη μείωση του χρεωστικού υπολοίπου αυτού, ώστε να δύναται η πιστούχος εταιρεία να αναλαμβάνει εκ νέου ποσά από την καθ’ής και έως του ποσού των ορίων της πίστωσης. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να προκύψει από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ανακόπτοντος, ο οποίος κατέθεσε αόριστα, ότι κατόπιν συνεννόησης με τους υπεύθυνους χορήγησης των δανείων στο λογαριασμό της πίστωσης είχαν κατατεθεί χρήματα έναντι εξόφλησης της εγγύησης, χωρίς να αναφέρει που και πότε έγινε η συμφωνία αυτή, με ποιον συγκεκριμένο υπάλληλο της καθ’ής και ο λόγος για τον οποίο δεν καταρτίστηκε εγγράφως κατά παράβαση της πάγιας τακτικής της. Συνεπώς η οφειλή του ανακόπτοντα εγγυητή προς την καθ’ής, της οποίας ειδική διάδοχος κατέστη η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC», μετά τους γενόμενους ως άνω συμψηφισμούς, ανέρχεται στο ποσό των εβδομήντα ενός χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και δέκα λεπτών [71.273,10€], πλέον νομίμων τόκων από την επομένη της μεταφοράς του λογαριασμού σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι από την 28η Ιουνίου 2017, και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο, σύμφωνα με την σύμβαση  και τον νόμο, το οποίο επιδικάστηκε σε βάρος του με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ως εκ τούτου ο (μοναδικός) λόγος τυγχάνει αβάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί.

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω παραδοχών, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί υπ' αριθμ. 75/2019 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από της καθής.

 

ΓIA TOYΣ ΛOΓOYΣ AYTOYΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 11.9.2019 (αριθμ.εκθ.καταθ. Μει ./11.9.2019] ανακοπή και β] την από 06.10.2021 (αριθμ.εκθ.καταθ. ./07.10.2021) πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της καθ’ής η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εναντίον της παρούσας από την καθ’ής η ανακοπή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

 

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ' αριθμ. ./2019 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των παριστάμενων διαδίκων μεταξύ τους.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρου τους, στον Πύργο, στις  19 Οκτωβρίου 2022.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ