ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΗλείας 201/2021
Σύμβαση
ιδιωτικού δικαίου με ΝΠΔΔ, παρά την ιδιωτική φύση της διαφοράς, υπάγεται,
σύμφωνα με το άρθρο 205 Α του Ν. 4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43
παρ. 24 α του Ν.4605/2019, στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία
του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου
Πατρών).
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 201/2021
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης
αγωγής ΜΤ./19.11.2019)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη
Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος
Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Λίμουρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριο του, στις 09 Δεκεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της ενάγουσας : ανώνυμης
εταιρείας με την επωνυμία «HELLENIC ENVIRONMENTAL CENTER ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΔΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ Α.Ε.», με διακριτικό τίτλο
«HEC A.E.», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, οδός Ακτή Κονδύλη αρ.10, και
εκπροσωπείται νόμιμα, κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου ., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ
Πειραιά, η οποία προκατέθεσε προτάσεις κατά το άρθρο
237 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ, όπως
το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν. 4335/2015
(ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου
της Μαριλένας Μουζακίτη
(Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, Α.Μ.019612, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και
ενσήμων Παράρτημα I & III Ν.4194/2013 (ΦΕΚ Α 208/27.9.2013), ΔΣΑ Νο Π./24.02.2020, από 24 Φεβρουαρίου
2020 ειδικό πληρεξούσιο με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως), χωρίς
να παρασταθεί στο ακροατήριο.
Του εναγομένου : Νομικού
Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
ΠΥΡΓΟΥ», που εδρεύει στο Κατάκολο Ηλείας και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόχου
αριθμού φορολογικού μητρώου ., Δ.Ο.Υ. Πύργου, το οποίο προκατέθεσε
προτάσεις κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο1
άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚΑ 87/23.7.2015), δια του πληρεξουσίου
Δικηγόρου του Φώτη Λουμίτη (Δικηγορικός Σύλλογος
Ηλείας, Α.Μ.000067, υπ' αριθμ../09.12.2019 απόφαση με θέμα «Ορισμός πληρεξουσίου δικηγόρου για την υπόθεση HEC» της υπ' αριθμ..ης τακτικής συνεδρίασης του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Πύργου Κατακόλου),
χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητά να γίνει
δεκτή η από 15 Νοεμβρίου 2019 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ./19.11.2019 και με την υπ' αριθμ../16.9.2020
Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος
Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών, κατά το άρθρο 237 παρ.4 ΚΠολΔ,
όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο 2 παρ.2 Ν.4335/2015
(ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται
στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό (1).
Η συζήτηση της υπόθεσης
στο ακροατήριο έγινε χωρίς την αναγκαία παρουσία των πληρεξουσίων Δικηγόρων των
διαδίκων (άρθρο 237 παρ.4 προτελ. εδ.
ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το
άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α/87/23.7.2015) και εφαρμόζεται επί αγωγών κατατεθειμένων μετά την 01η.01.2016).
Αφού μελέτησε τη
δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το
νόμο
Κατά την εκφώνηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο από το οικείο πινάκιο οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν (βλ.
πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου). Πλην, όμως, από τη
διάταξη του άρθρου 115 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως αυτό
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με
το γεγονός της καταργήσεως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 Ν.4335/2015 του
άρθρου 270 ΚΠολΔ και δη του εδαφίου α της πρώτης παραγράφου αυτού, που όριζε εν είδει γενικού κανόνα ότι η πρώτη ενώπιον των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική, συνάγεται ότι στην τακτική
διαδικασία δεν είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν
κατατεθεί μετά την 01η.01.2016 και εφεξής και συνεπώς γι αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων τους), εφόσον
αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, υποχρέωση που εν προκειμένω έχουν
τηρήσει αμφότερες οι πλευρές.
(α) Σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν
μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ΄
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά
διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με
την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), στα πολιτικά
δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας
δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει ( παρ. 2), και σε ειδικές περιπτώσεις και
προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να
ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά
δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ.3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 1406/1983,
που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, όπως
αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς
προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά
διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν
ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των
ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων
περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας
των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι΄), δηλαδή οι
διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την
ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως
αξίωση. Η σύμβαση είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το
Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη αυτής
επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο
σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει
του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες
προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από
το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα
θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει
στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό
(ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 11/2013, ΑΕΔ 3/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2000, ΕλλΔνη 2000.667, ΑΠ
348/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από
το κοινό δίκαιο και προσδίδουν εξουσιαστική θέση στο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες που παρέχουν στα τελευταία
την δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντά τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για
παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση
του συμβατικού δεσμού (ΣτΕ 380/1994, ΣτΕ 898/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις
που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι
διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ
3/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 8/1992, ΕλλΔνη
1993,1453). Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται δεκτό, ότι η διαφορά που απορρέει από
προφορική σύμβαση, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της οποίας ο δικαστής δεν
μπορεί προδήλως να αναζητήσει ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε να
διαγνώσει το κανονιστικό καθεστώς που τη διέπει, είναι ιδιωτικού δικαίου,
ανεξαρτήτως αν συμβαλλόμενο σε αυτή είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Οργανισμός
Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλο νπδδ ή αν φέρεται να
έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου αποβλέποντος στην εξυπηρέτηση
δημοσίου σκοπού (ΑΕΔ 7/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1980/2017,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
(β) Κατά την έννοια του
άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι
διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου
δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση
δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου
ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών
δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή
το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή
με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή
του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ( ΑΕΔ 12/2013, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 348/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
1307/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ
2941/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
(γ) Στις διατάξεις του
άρθρου 118 παρ. 1 έως 4 του Ν. 4412/2016 (Δημόσιες Συμβάσεις Έργων προμηθειών
κ.λπ. Οδηγίες 2014/24 και 2014/25), ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την
παρ. 4 άρθρου 47 του Ν. 4472/2017,
ορίζεται σχετικά με την δυνατότητα των φορέων του Δημοσίου να προβαίνουν σε
απευθείας αναθέσεις έργων και προμηθειών ότι «1. Προσφυγή στη διαδικασία της
απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται όταν η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, χωρίς ΦΠΑ,
είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ. 2. Η
απευθείας ανάθεση διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της αναθέτουσας
αρχής, χωρίς να απαιτείται η συγκρότηση συλλογικού οργάνου για το σκοπό αυτόν.
3. Μετά την έκδοση της απόφασης απευθείας ανάθεσης, η αναθέτουσα αρχή
δημοσιεύει αυτή στο ΚΗΜΔΗΣ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 38, με την
επιφύλαξη του άρθρου 379 παράγραφος 3. Η απόφαση ανάθεσης περιέχει κατ ελάχιστο: α) την επωνυμία και τα στοιχεία επικοινωνίας της αναθέτουσας αρχής, β) περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης και της αξίας της, γ) όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του οικονομικού φορέα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση,
δ) κάθε άλλη πληροφορία που η αναθέτουσα αρχή κρίνει απαραίτητη. 4. Αν
παραβιασθεί η υποχρέωση της παρ. 3, η σύμβαση είναι αυτοδίκαια άκυρη.». Ως
«αναθέτουσα αρχή» νοούνται το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι
οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή οι ενώσεις μιας ή περισσότερων από αυτές τις
αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και οι
αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 223 του Ν. 4412/2016 (άρθρο 2 Ν. 4412/2016). Κατά δε το άρθρο 1 του Ν.
2286/1995, ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 377 παρ.1 περ.53 Ν. 4412/2016, οι
συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς
του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., οφείλουν να
καταρτίζονται εγγράφως, η δε διαδικασία τους ρυθμίζεται ήδη από το Ν. 4412/2016
που αντικατέστησε το π.δ. 118/2007, που είχε
αντικαταστήσει το π.δ. 394/1996. Κατά τις διατάξεις
του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 «περί Κωδικός Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» κάθε
σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών
[και ήδη κατά την υπ
αριθμ.
2/59649/0026/2001 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β Τ427/2001) 2.500,00 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διάρκειας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού
εγγράφου, η πρόταση, όμως, για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της
μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που
προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις
διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος
και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20
παρ.1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρου 1 παρ.1 του από 20.3.1952
Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 1372/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνάγεται,
σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 84 του Ν.Δ. 321/1969
«περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», με τις διατάξεις
του άρθρου 80 του μεταγενέστερου Ν. 2362/1995 «περί Κώδικος
Δημοσίου Λογιστικού» και ήδη του άρθρου 130 του Ν.4274/2014, ότι ο τύπος του
ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό
Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι
αποδεικτικός, γι αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159
παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180
του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης
της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση,
χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε
καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή. Δηλαδή η παραπάνω
ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της
σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της,
χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε
καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία, επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες,
κατά το άρθρο 192 ΑΚ, στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά
περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται
αποδοχή χωρίς πρόταση. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι για την σύναψη συμβάσεως
για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι
ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο
του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000,00
ευρώ τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η
διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών ως η διαδικασία αυτή διαφοροποιείται
αναλόγως του ύψους της σύμβασης (άρθρα 5 έως 117 Ν.4412/2016). Στην περίπτωση
δε της μη τηρήσεως του τύπου, που επιβάλλεται από το νόμο, η σύμβαση είναι
άκυρη. Σε περίπτωση δε άκυρης σύμβασης, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα
συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση
αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ άρθρο 904 του ΑΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί
του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με την
διάταξη αυτή ή άλλη.. Την ακυρότητα από την έλλειψη του τύπου μπορεί να
προτείνει και αυτός που, ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη
παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτήν αυτεπάγγελτα,
γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης. Επομένως, η σύμβαση που
συνάπτει ένα Ν.Π.Δ.Δ. για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για τη
διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού είτε
απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει να
περιβληθεί τον (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου
επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (ΑΠ 1492/2017,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1135/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ
2941/2008, ΕλλΔνη 2008. 1106, ΠΠΘεσ/κης 16764/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 1123/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ/κης 16584/2017, ηλεκτρονική
έκδοση νομολογίας «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘεσ/κης 16329/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘεσ/κης 1168/2013, ηλεκτρονική
έκδοση νομολογίας «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
(δ) Σε περίπτωση άκυρης
σύμβασης, η παροχή που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης και παρά την
ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς κατά τις
διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αναζητηθεί αυτούσια (η παροχή) ή
αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος. Κατά τη διάταξη του
άρθρου 904 ΑΚ «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία
άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως
σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία
που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται
και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος». Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει, ότι αναγκαία προϋπόθεση για την έγερση αγωγής προς απόδοση της
από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του
ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη
νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες στην ανωτέρω διάταξη μορφές
ελλείψεως της νομιμότητας της. Στην περίπτωση μη νόμιμης αιτίας, εκείνος που
έκανε την παροχή, για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από
τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφόσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα
αναγκαία κατά νόμο στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από την μία
περιουσία στην άλλη, β) την συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ)
την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού
αδικαιολόγητη. Εάν η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αφορά αναζήτηση
ωφέλειας που προήλθε από την εκτέλεση άκυρης σύμβασης, πρέπει στο δικόγραφο της
αγωγής να προσδιορίζονται τα στοιχεία της σύμβασης και ο λόγος της ακυρότητάς
της εξαιτίας της οποίας ο αντίστοιχος πλουτισμός του εναγομένου είναι νομικά
αδικαιολόγητος. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό
σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρ. 219 ΚΠολΔ),
υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της
κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω
επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς
να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα.
Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί
μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά
παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε με
αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ΄ ένσταση του
εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της
διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί
τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως στη
δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον ενάγοντα του
λόγου ακυρότητας της συμβάσεως που
διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος κατά την
εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσεως (ΑΠ 390/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ
344/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ
93/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ
729/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
(ε) Κατά τη διάταξη του
άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ.26.6/10.7.1944)
ορίζονται τα ακόλουθα : «O νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του
Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη
δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της
αγωγής ». Το άρθρο αυτό διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το
τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, στο
οποίο ορίζεται ότι «Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν
διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις
απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων
δημόσιου δικαίου» και ως ειδικό κατισχύει των διατάξεων του ΑΚ (ΑΠ 728/1980, ΝοΒ 1981. 33). Επομένως, ο νόμιμος καθώς και ο τόκος υπερημερίας
για κάθε οφειλή του Δημοσίου ορίζεται σε 6% ετησίως. Η εν λόγω διάταξη με την
οποία καθορίζεται το ύψος του τόκου των οφειλών του Δημοσίου δεν αποτελεί
δικονομική αλλά ουσιαστική διάταξη και ως εκ τούτου, από τη διαφοροποίηση του
οριζόμενου με αυτή τόκου, σε σχέση με τον εκάστοτε γενικώς ισχύοντα τόκο για
τις οφειλές των ιδιωτών, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 20
παρ.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας,
δεδομένου ότι με την προαναφερθείσα διάταξη το Δημόσιο δεν εξοπλίζεται έναντι
των ιδιωτών με προνόμια δικονομικού περιεχομένου. Η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω
διάταξη του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου ρύθμιση, η οποία αποβλέπει
στον περιορισμό της αυξήσεως του κρατικού χρέους από τόκους για ληξιπρόθεσμες
οφειλές, υπαγορεύεται από την ανάγκη προστασίας της δημοσιονομικής ισορροπίας
και της περιουσίας του Κράτους, στην δημιουργία της οποίας συμβάλλουν με την
καταβολή φόρων οι φορολογούμενοι πολίτες και στην εξυπηρέτηση των οποίων
πρέπει, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, να αποβλέπει η διαχείριση της εν λόγω
περιουσίας, δεδομένου ότι σε περιόδους σοβαρών δημοσιονομικών κρίσεων, όπως οι
προαναφερόμενες, καθίσταται αναγκαία η εξασφάλιση της δυνατότητας υπολογισμού
εκ των προτέρων της επιβαρύνσεως του Δημοσίου από τόκους για τις οφειλές του,
ώστε να είναι τούτο σε θέση να προβλέψει, με τη μεγαλύτερη, κατά το δυνατόν,
ακρίβεια, τις επιπτώσεις από την καθυστέρηση εξοφλήσεως των οφειλών του και να
προνοήσει για την εξασφάλιση των αναγκαίων εσόδων για την εξόφλησή τους κατά
την κατ έτος κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Ενόψει δε του σκοπού, στην
εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η ανωτέρω διάταξη, και λαμβανομένων υπόψη και
των συνθηκών που ίσχυσαν καθ όλη την διάρκεια ισχύος αυτής και εξακολουθούν να ισχύουν, η θέσπιση με αυτήν
επιτοκίου 6% για τις οφειλές του Δημοσίου δεν αντίκειται ούτε προς την
κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το μέτρο
αυτό, που έχει ως σκοπό να περιορίσει τις οφειλές του Δημοσίου από τόκους και,
επομένως, να αποτρέψει την αύξηση του κρατικού χρέους, είναι κατάλληλο και δεν
υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού (ΑΕΔ
25/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ
1/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 157/2011, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 18/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου στο άρθρο 7 παρ. 2
του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών
Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» ορίζεται ότι : « Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας
τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής [ορίζεται] εις 6% ετησίως, πλην εάν
άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή τυπικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της
αγωγής ». Η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ.
496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ν.π.δ.δ.
να καταβάλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, επί υπερημερίας, ποσοστό τόκου 6%,
μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες,
εισάγει επιτρεπτή υπέρ των νομικών αυτών προσώπων εξαίρεση, που επιβάλλεται από
το δημόσιο συμφέρον, το οποίο δεν διαφοροποιείται από εκείνο που αναφέρεται
στην υπ αριθμ.
25/2012 απόφαση του ΑΕΔ για το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου, συνίσταται δε, εν προκειμένω, στην προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στην οποία συμβάλλουν οι
πολίτες με την καταβολή των φόρων, με σκοπό την ορθή άσκηση των δημόσιων
καθηκόντων τους, και, συνεπώς, δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες
διατάξεις του Συντάγματος (ΑΠ 1228/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα με την
υποπαράγραφο Ζ.5 του Ν.4152/2013 «1. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες
ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της
προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς
να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του
υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο
οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. 2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο
εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν
λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε
την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους. 3. Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο
οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα
ακόλουθα όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία
παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή
εγγράφου, β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για
πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την
ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών, γ) εφόσον ο οφειλέτης
παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή
τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής
των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη
σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η
αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη
σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για
πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την
οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες
από την ημερομηνία αυτή. 4. Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α` της
παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για:
.. β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Α`247), που προστέθηκε με
το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α`141), όπως ισχύει, που παρέχουν υγειονομική
μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτόν, καθώς και ο ΕΟΠΥΥ
(άρθρο 18 του ν.3918/2011). 5. Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή
επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α` σημείο δ` δεν υπερβαίνει τις
τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των
υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και
σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι
κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8. 6.
Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη
από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά
συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι
τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά
της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60)
ημερολογιακές ημέρες. 7. Η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου δεν αποτελεί
αντικείμενο συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή».
(στ) Κατά το άρθρο 17 του
Ν.2145/1993, τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές, που
στρέφονται κατά Ν.Π.Δ.Δ. και αφορούν, αξιώσεις, από οποιονδήποτε γενεσιουργό
λόγο, που συνδέονται με δαπάνες τους, οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό
έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (άρθρα 19 επ. του π.δ. 774/1980 Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήδη άρθρα
31 επ. του Ν. 4129/2013 Κύρωση του Κώδικα Νόμων για
το Ελεγκτικό Συνέδριο), δεν εκδίδουν οριστική απόφαση, αν δεν προσάγεται, για
μεν την περίπτωση που έχει αποφανθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οικεία πράξη του
αρμόδιου τμήματός του, για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί
στο τμήμα τέτοια υπόθεση, σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού, διατάσσουν δε
αυτεπαγγέλτως να προσκομιστεί από το παριστάμενο Ν.Π.Δ.Δ. ή τον ενδιαφερόμενο
ή, εφόσον απολείπονται, την αποστολή από το Ελεγκτικό Συνέδριο της πράξεως του
τμήματός του ή βεβαιώσεως του γραμματέα του. Σε περίπτωση που δεν προσκομιστούν
τα ανωτέρω έγγραφα, το δικαστήριο, που δικάζει μια τέτοια αγωγή, διατάσσει την
αναστολή εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, μέχρις ότου προσκομιστούν τα έγγραφα
αυτά (ΑΠ 457/2007, ΝοΒ 55.1650, πρβλ.
και αντίθετα, ότι, δηλαδή, η ανωτέρω διάταξη έχει καταργηθεί με τον Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας, ΔΕφΑθ 2396/2009, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ο προληπτικός έλεγχος δαπανών των Ν.Π.Δ.Δ.
προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 και 2 του Ν. 2362/1995 «ΠΕΡΙ
ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ» και ήδη από τη διάταξη του άρθρου 69 του Ν. 4270/2014
«ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ» (ήδη δε με το άρθρο 1, παρ.1.α.ιιι του Π.Δ. 136/2011, ως
προς τους Ο.Τ.Α. οι υποκείμενες σε έλεγχο δαπάνες, ανά χρηματικό ένταλμα,
πρέπει να υπερβαίνουν τα 5.000 ευρώ), (ΠΠΘεσ
538/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ
6688/2015, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘεσ
3455/2016, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΠΠΑθ
3885/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Όμως, στην περίπτωση που η
δαπάνη του ΝΠΔΔ πηγάζει από άκυρη σύμβαση, δεν υπάρχει έδαφος διενέργειας
προληπτικού ελέγχου της δαπάνης αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με τις
προαναφερόμενες διατάξεις, διότι, λόγω ακυρότητας της καταρτισθείσας συμβάσεως,
δεν είναι νοητή η τήρηση των διατάξεων περί δημοσίου λογιστικού και των λοιπών
συναφών διατάξεων, αφού σε τέτοια περίπτωση θα υπήρχε έγκυρη σύμβαση και όχι
άκυρη, με συνέπεια να μην είχε γεννηθεί εξαιτίας της ακυρότητας αυτής ενοχή από
τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Έτσι, στην περίπτωση αυτή δεν έχει υποχρέωση το
δικαστήριο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 17 του ν. 2145/1993 να αναστείλει
την έκδοση της οριστικής του απόφασης, μέχρις ότου προσκομισθεί είτε πράξη του
οικείου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι επιλήφθηκε του αντίστοιχου
προληπτικού ελέγχου, είτε βεβαίωση του γραμματέα του ότι δεν έχει υποβληθεί
τέτοια υπόθεση σε αυτό ή ότι εκκρεμεί τέτοιος έλεγχος (ΜΠΛαμ
17/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση,
με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει ανώνυμη εταιρεία με
αντικείμενο τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και διαχείριση υγρών
πετρελαιοειδών αποβλήτων και εν γένει πάσης φύσεως υγρών επικινδύνων αποβλήτων
που παράγονται κυρίως από πλοία, πλωτές εγκαταστάσεις κ.λπ. και την εκτέλεση
των αναγκαίων εργασιών επεξεργασίας για την επαναχρησιμοποίηση, ανάκτηση ή
ανακύκλωσή τους με ίδια ή μισθωμένα μέσα περισυλλογής και οχήματα μεταφοράς και
στο πλαίσιο της ως άνω δραστηριοποίησής της συμμετέχει σε συναφείς
διαγωνισμούς, που προκηρύσσονται από το Δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου
Δικαίου, Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και ιδιώτες. Ότι δυνάμει της υπ' αριθμ.πρωτ../19.7.2017 σύμβασης που συνήψε με το εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την
επωνυμία «Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Πύργου», που εδρεύει στο Κατάκολο του Δήμου
Πύργου και εκπροσωπείται νόμιμα, ανέλαβε την κατ αποκλειστικότητα εκτέλεση όλων των εργασιών παραλαβής, μεταφοράς και τελικής νόμιμης διάθεσης των υγρών αποβλήτων των πλοίων που
προσεγγίζουν τη θαλάσσια περιοχή αρμοδιότητας του εναγομένου Δημοτικού
Λιμενικού Ταμείου. Ότι δυνάμει του άρθρου 4 της σύμβασης η διάρκεια αυτής
ορίστηκε σε ένα έτος, αρχόμενη από την ημερομηνία εγκατάστασης του αναδόχου,
ενώ στο ίδιο άρθρο ορίστηκε ότι η διάρκεια της θα μπορούσε να ολοκληρωθεί και
νωρίτερα, προ δηλαδή ενός έτους από την ημερομηνία εγκατάστασης του αναδόχου,
σε περίπτωση που το συνολικό εργολαβικό αντάλλαγμα που θα εισέπραττε η ενάγουσα
για την παροχή των υπηρεσιών της στο πλαίσιο της συμβάσεως ξεπερνούσε το ποσό
των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00 ), μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Ότι τον Ιανουάριο του 2018 εγκαταστάθηκε ανάδοχος και άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης. Ότι μετά την
εκκαθάριση του μηνός Μαΐου του έτους 2018 και την έκδοση των υπ αριθμ. ., . και ./05.6.2018 τιμολογίων συμπληρώθηκε το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00), μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, που αντιστοιχούσε στο συμβατικά προβλεπόμενο ποσοστό των
περιβαλλοντικών τελών, που αποτελούσε την συμβατική αμοιβή της, επιφέροντας την
αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης. Ότι εν συνεχεία, κατ επίμονη απαίτηση του εναγομένου και προκειμένου αυτό να μη βρεθεί υπόλογο για την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων του για την παροχή
ευκολιών υποδοχής αποβλήτων, συνέχισε κανονικά να παρέχει τις υπηρεσίες του,
σαν να μην είχε λήξει η υπ' αριθμ../19.7.2017
σύμβαση, σύμφωνα με τους εν γένει όρους αυτής και βάσει του εγκεκριμένου με την υπαριθμ.3122.3.2.4/732193/2017/16.10.2017
απόφαση του Γενικού Γραμματέα Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών
Επενδύσεων συστήματος χρέωσης τελών. Ότι παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις
του εναγομένου, αυτό δεν προέβη σε ανανέωση της μεταξύ των μερών σύμβασης που
είχε λήξει ή σε υπογραφή νέας συμβάσεως που είχε λήξει. Ότι το εναγόμενο της
έχει καταβάλει το ποσό των 3.308,51 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για τις
υπηρεσίες που του παρείχε εντός του πλαισίου της σύμβασης, ενώ αρνείται να της
καταβάλει το ποσό των 17.254,65 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 4.141,12 ευρώ, που
αντιστοιχεί στην οφειλή του στα πλαίσια της ανωτέρω συμβάσεις για υπηρεσίες που
του παρείχε όταν αυτή ήταν ενεργή, επιπροσθέτως δε οφείλει να του καταβάλει το
ποσό των 93.049,20 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 22.331,81 ευρώ, που συνιστά την οφειλόμενη αμοιβή του για υπηρεσίες που
του παρείχε από τις 05 Ιουνίου 2018 έως και τις 05 Ιανουαρίου 2019 εκτός του
συμβατικού πλαισίου. Ότι με το υπ' αριθμ.πρωτ../21.12.2018 έγγραφο διαμαρτυρήθηκε στο εναγόμενο για την καθυστέρηση εξόφλησης των οφειλόμενων
σε αυτήν ποσών για τις υπηρεσίες της, τόσο δυνάμει της σύμβασης όσο και εκτός
αυτής, και με το υπ' αριθμ../07.01.2019
έγγραφο δήλωσε στο εναγόμενο ότι διακόπτει την παροχή υπηρεσιών σε αυτό. Ότι ο Πρόεδρος του εναγομένου, ενεργώντας επ ονόματι και για λογαριασμό του, με το υπ' αριθμ.πρωτ../24.01.2019 έγγραφό του και την υπ' αριθμ../19.02.2019
επιστολή του αναγνώρισε ανεπιφύλακτα την υφιστάμενη προς αυτήν οφειλή και της ζήτησε να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες της προκειμένου να αποφευχθούν
θεσμικές κυρώσεις σε βάρος του εναγομένου. Ότι εξέδωσε τα ειδικότερα
αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια, εκ των οποίων τα συνολικού ύψους 17.254,65
ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 4.141,12 ευρώ, αφορούν τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν
εντός του πλαισίου της σύμβασης, και τα συνολικού ύψους 93.049,20 ευρώ, πλέον
ΦΠΑ ποσού 22.331,81 ευρώ, αφορούν τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν εκτός του
πλαισίου της σύμβασης. Ότι το εναγόμενο, μολονότι αποδέχθηκε πλήρως και
ανεπιφύλακτα τις υπηρεσίες που του παρείχε καθ όλη τη χρονική περίοδο και
αφορούν τα επίμαχα τιμολόγια, αρνείται να της καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά παρά
τις συνεχείς προς αυτό οχλήσεις του, έχοντας περιέλθει έτσι σε υπερημερία. Με
το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει
αφενός το συνολικό ποσό των 21.396,77 ευρώ, δυνάμει της επικαλούμενης σύμβασης
παροχής υπηρεσιών, επικουρικώς δε σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης δυνάμει
των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και αφετέρου το συνολικό ποσό των
115.381,01 ευρώ, δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω μη
τήρησης του έγγραφου τύπου, καθώς το εναγόμενο έχει καταστεί αδικαιολογήτως
πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας του, νομιμοτόκως
άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας της παρ. Ζ του Ν.
4152/2013 από την επομένη της παρέλευσης του πρώτου δεκαημέρου του επόμενου
μήνα εκδόσεως εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επομένη της παρέλευσης της
δεκαπενθήμερης προθεσμίας από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, άλλως από την
πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή εκάστου τιμολογίου, άλλως από την
επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης ζητεί να
καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη.
Ωστόσο το παρόν Δικαστήριο
στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή. Ειδικότερα, η αξίωση
της ενάγουσας να της επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 21.396,77 ευρώ,
στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής
ευθύνης και επικουρικά στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αληθών
υποτιθέμενων των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο,
απορρέει από την υπ' αριθμ.πρωτ../19.7.2017 σύμβαση ανάθεσης αποδοχής του έργου παροχής υπηρεσιών ευκολιών υποδοχής υγρών καταλοίπων των πλοίων που προσεγγίζουν τη θαλάσσια περιοχή αρμοδιότητας του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου
Πύργου, που συνήψαν οι διάδικοι. Η σύμβαση αυτή, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν περιλαμβάνει όρους υπέρ του
εναγομένου που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και θέτουν αυτό σε υπερέχουσα θέση έναντι του
αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των
διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Επίσης η αξίωση
της ενάγουσας να της επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 93.049,20 ευρώ, αληθών
υποτιθέμενων των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο,
απορρέει από προφορικές διαδοχικές συμβάσεις μεταξύ των διαδίκων για την παροχή
από την ενάγουσα υπηρεσιών ευκολιών υποδοχής υγρών καταλοίπων των πλοίων που
προσεγγίζουν τη θαλάσσια περιοχή αρμοδιότητας του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου
Πύργου, για τις οποίες δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και ως εκ τούτου δεν
επιτρέπεται η διαπίστωση ότι οι συμφωνίες αυτές διέπονταν από εξαιρετικές
ρήτρες που διασφάλιζαν στο εναγόμενο υπερέχουσα θέση και εξαιρετικό συμβατικό
καθεστώς. Επομένως δεν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων σχέση δημοσίου δικαίου,
ούτε πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς ουσίας προερχόμενης εκ διοικητικής
συμβάσεως, αλλά για διαφορά ιδιωτικού δικαίου. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 205 Α
του Ν. 4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 α του Ν.4605/2019
(ΦΕΚ A` 52/1.4.2019), «Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που
προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον
χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την
άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία
εκτελείται η σύμβαση. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν η σύμβαση
εκτελείται στην Περιφέρεια δύο ή περισσότερων Διοικητικών Εφετείων, αρμόδιο
καθίσταται αυτό που θα επιλέξει ο προσφεύγων ή ο ενάγων». Κατά δε το εδάφιο β του ίδιου άρθρου, η ισχύς αυτού αρχίζει τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σημειωτέον ότι η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου διατηρείται και στην περίπτωση κατά την οποία
αντικείμενο της διαφοράς που προέκυψε από τη μεταξύ των μερών σύμβαση είναι
αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΜΠΛαμ
74/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΛαμ 75/2021,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ , ΔΕφΠατρ 174/2021,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα κατά το άρθρο 205 Α του Ν.
4412/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 43 παρ. 24 α του Ν. 4605/2019, το
Διοικητικό Εφετείο αποτελεί πλέον το αρμόδιο Δικαστήριο επί κάθε διαφοράς
μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από σύμβαση προμήθειας ή παροχής
υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικού
δικαίου, η οποία επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο Διοικητικό
Εφετείο της Περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση (Δ. Ράϊκος, Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, έκδ.2019, Β. Η δικαστική
έννομη προστασία κατά την εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης, 1. Η κύρια δικαστική
προστασία, 1.1. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα, σελ. 905-916). Επειδή η κρινόμενη
αγωγή ασκήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2019, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης
του άρθρου 205 Α του Ν. 4412/2016, ενόψει και του ότι οι επίδικες συμβάσεις
παροχής υπηρεσιών έχουν συναφθεί με αντισυμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ
δικαιοδοσία να εκδικάσει την ιδιωτικού δικαίου διαφορά που εισάγεται με αυτήν,
δεδομένου ότι βάσει του νόμου (άρθρο 205 Α Ν.4412/2016) έχει υπαχθεί πλέον στη
δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και δη του Διοικητικού Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου εκτελέστηκαν οι
συμβάσεις. Σημειωτέον ότι το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα τη συνδρομή
της διαδικαστικής προϋπόθεσης της δικαιοδοσίας, η έλλειψη της οποίας
συνεπάγεται την απόρριψη του εισαγωγικού ένδικου βοηθήματος ως απαράδεκτου (ΑΠ
1272/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ
91/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς.
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω
δυσχέρειας στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της
παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά
έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του παρόντος
Δικαστηρίου, στον Πύργο Ηλείας, την 26η
Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων
τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ