ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 115/2023

 

Αναγκαστική ομοδικία. Θάνατος ενός εκ των ομοδίκων. Αγωγή ύπαρξης ή μη [ομολόγησης] πραγματικής δουλείας. 1051 ΑΚ. Προσαύξηση χρόνου χρησικτησίας δικαιοπαρόχου μόνο εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας στο πρόσωπό του και δεν είχε καταστεί κύριος του ακινήτου.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης 115/2023

 

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης κλήσης ΜΤ…./…..02.2022]

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης έφεσης …./….01.2021 – ΜΤ …/….02.2021]

 

ΤΟ  ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Σταυρούλα Κυριαζή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 09 Μαρτίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Των καλούντων – εκκαλούντων : 1) Α….. Γ….., το γένος  Δ….. Κ……, ΑΦΜ 0……, ΔΟΥ Πύργου Ηλείας, κατοίκου Δ……. του Δήμου Ανδρίτσαινας - Κρεστένων Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, 2) Β…… Γ……. του Γ…… και της Α……., ΑΦΜ 0…….., ΔΟΥ Δ Αθηνών, κατοίκου Πειραιά Αττικής επί της οδού ……..αρ. ……, 3) Α…… Γ…….. του Γ……. και της  Α……, ΑΦΜ……., ΔΟΥ Καλαμάτας, κατοίκου Κ……. Μεσσηνίας, 4) Ι……Γ……. του Γ…… και της Α……., ΑΦΜ…….., ΔΟΥ Πύργου Ηλείας, κατοίκου Κ……. του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων  Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, 5) Ι….. Γ…….. του Γ……. και της Α……., ΑΦΜ……., ΔΟΥ Αγίων Αναργύρων, κατοίκου Α….. Αττικής, επί της οδού ……….αρ……, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους Κωνσταντίνας Φωτεινοπούλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 195, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ με αριθμό Η……./……2022] και κατέθεσαν προτάσεις.

 

Του καθού η κλήση – εφεσίβλητου : Α…….  Τ….. του Χ……. και της Φ……., κατοίκου Τοπικού Διαμερίσματος Δ…… της Δημοτικής Ενότητας Σκιλλούντος του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων, ΑΦΜ…….., ΔΟΥ Πύργου Ηλείας, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Αντωνίου Λαμπρόπουλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 61, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ με αριθμό Η……/…….2021] και κατέθεσε προτάσεις.

 

Οι εκκαλούντες [ πρώτη και αρχικώς δεύτερος εκκαλών ήδη αποβιώσας] άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας την από 12 Σεπτεμβρίου 2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../…..9.2017 αγωγή, που συζητήθηκε ενώπιον του στη δικάσιμο της  …..10.2018 και επί της οποίας εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. …./…..01.2019 απόφασή του, η οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής του Ειρηνοδικείου Πύργου [υπ’αριθμ……/2019] οι ενάγοντες άσκησαν την από 07.12.2020 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/…..01.2021. Επίσης η έφεση [ακριβές αντίγραφο] κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…../01.02.2021 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 22.9.2021, με σχετική εγγραφή στο οικείο πινάκιο με αριθμό (….). Κατά τη τελευταία αυτή δικάσιμο (22.9.2021) επήλθε βιαία διακοπή της δίκης, συνεπεία  του θανάτου στις …..8.2021 του αρχικώς δεύτερου εκκαλούντος, γεγονός το οποίο γνωστοποίησε η πληρεξούσια, κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής, Δικηγόρος του εκκαλούντος, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ενώ ως προς την ομόδικό του πρώτη εκκαλούσα η δίκη συνεχίστηκε και η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (09.3.2022). Ήδη με την από 08.02.2021 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…../…..02.2022, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό [3], οι καλούντες, μεταξύ των οποίων η πρώτη εφεσίβλητη, νόμιμα επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και προσκαλούν τον αντίδικο τους να συμμετέχει σε αυτή.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω, και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

[Ι] Αναγκαστική ομοδικία υφίσταται όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση κατά τη διάταξη  του άρθρου 76 §1 περ.α ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται κυρίως οι αγωγές, οι οποίες αφορούν αδιαίρετα δικαιώματα, όπως της πραγματικής ή περιορισμένης πραγματικής δουλείας [Απαλλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τόμ.1ος, εκδ.2022, [-Πλεύρη], υπό άρθρο 76,  §2, σελ. 298, βλ. ΑΠ 796/2021, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία, περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας συντρέχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ.1 του ΚΠολΔ και επί δίκης περί υπάρξεως ή μη (ομολόγηση) πραγματικής δουλείας επί ακινήτου ανήκοντος εις πλείονας και από κοινού ενάγοντες ή εναγομένους, διότι το αντικείμενο της κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1118, 1120, 1122, 1130, 1131, 1132 και 1138 ΑΚ επιδέχεται ενιαία μόνον ρύθμιση ως προς πάντες τους συνιδιοκτήτες του δουλεύοντος ή του δεσπόζοντος ακινήτου ∙ ΑΠ 1327/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία αναγκαστική ομοδικία υφίσταται και επί δίκης για την ύπαρξη ή μη πραγματικής δουλείας, ως προς όλους τους συνιδιοκτήτες του δουλεύοντος ή του δεσπόζοντος ακινήτου].

 

[IΙ] Προκειμένου να επέλθει διακοπή της δίκης, επί συνδρομής ενός εκ των λόγων του άρθρου 286 ΚΠολΔ, απαιτείται να λάβει χώρα νόμιμη γνωστοποίηση του «διακοπτικού» λόγου από πρόσωπο, το οποίο δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη, όπως ορίζεται στο άρθρο 287 § 1 ΚΠολΔ. Η γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής γίνεται παραδεκτά, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 287  ΚΠολΔ, είτε με επίδοση δικογράφου είτε με τις προτάσεις είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης. Η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο, το οποίο έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη κατά τη διάταξη του άρθρου 290 ΚΠολΔ. Εάν ο λόγος της διακοπής αφορά θάνατο διαδίκου, σε γνωστοποίηση του διακοπτικού γεγονότος νομιμοποιείται να προβεί μόνο ο καθολικός διάδοχος ή ο αναγκαίος ομόδικος του αποβιώσαντος. Ο κληρονόμος του αρχικού διαδίκου υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, χωρίς να είναι αναγκαία για το έγκυρο της επαναλήψεως η μεταγραφή της δηλώσεως αποδοχής της κληρονομίας. Αν η γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής δεν έγινε σύμφωνα με τον τύπο και από νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 287 ΚΠολΔ, δεν επέρχεται διακοπή της δίκης [ΑΠ ΟΛΟΜ 22/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 118/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 882/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 241/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 816/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1314/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 68/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 96/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Απαλαγάκη Χ./Σταματόπουλος Σ., Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, εκδ. 2022, (- Πλεύρη), υπό άρθρο 287, σελ. 1069-1073].

 

[ΙΙΙ] Για τη συνέχιση της δίκης με δήλωση του κληρονόμου δεν είναι αναγκαίο να προηγηθεί δήλωση φόρου κληρονομίας (ΑΠ 1338/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/1996 ΕλλΔνη 37,1321, ΕφΠειρ 940/1996, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) ή να παρέλθει η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας, αφού η δήλωση επαναλήψεως της δίκης ενέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας του θανόντος διαδίκου (ΕφΑθ 9722/1991, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με την επανάληψη της διακοπείσας δίκης δεν άρχεται νέα αλλά συνεχίζει αυτή στο σημείο που διακόπηκε. Η επανάληψη της διακοπείσας δίκης μπορεί να γίνει είτε εκουσίως είτε αναγκαστικώς. Η εκούσια επανάληψη προβλέπεται στο άρθρο 290 ΚΠολΔ και γίνεται με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Σιωπηρή δήλωση επαναλήψεως συνιστά η παράσταση στο ακροατήριο και η κατάθεση προτάσεων [ΕφΘεσ 2072/1992 ΕλλΔνη 1994, 626].

 

Κατά τη διάταξη της παρ.1 εδ. α του άρθρου 291 ΚΠολΔ : « Ο αντίδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί προσκαλώντας τον για τον σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου» ενώ κατά την παρ.2 εδ.α του ίδιου άρθρου : «Η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης». Με τη ρύθμιση του άρθρου 291 ΚΠολΔ δίνεται η δυνατότητα στον αντίδικο του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης να προκαλέσει την επανάληψη της δίκης. Στην περίπτωση αυτή η επανάληψη γίνεται με πρόσκληση σε εκείνον, που διαδέχθηκε τον διάδικο στην αρχική έννομη σχέση, και στους αναγκαίους ομοδίκους του ή με κοινοποίηση δικογράφου που κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου της δίκης που διακόπηκε. Η πρόσκληση μπορεί να ενσωματωθεί και στο δικόγραφο της κλήσης για συζήτηση της αγωγής  ή του ενδίκου μέσου, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί πριν την παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση της κληρονομίας [ΑΠ 1514/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 963/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΠειρ 101/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 208/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 433/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Απαλαγάκη Χ./Σταματόπουλος Σ. ό.π., (- Πλεύρη Α.), υπό άρθρο 291, σελ. 1076-1077].

 

Σύμφωνα με το άρθρο 288 ΚΠολΔ σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας ο θάνατος ενός από τους ομοδίκους ή άλλο γεγονός του άρθρου 286 ΚΠολΔ που επέρχεται στο πρόσωπο ενός ομοδίκου, έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της δίκης ως προς όλους τους διαδίκους, κατά δε το άρθρο 289 ΚΠολΔ, κάθε διαδικαστική πράξη, εκτός από την έκδοση της απόφασης, αν γίνει μετά τη διακοπή της δίκης και πριν από την επανάληψή της, είναι άκυρη.

 

[V] Κατά τις διατάξεις των άρθρων 290, 291 ΚΠολΔ, η διακοπείσα δίκη πρέπει να επαναληφθεί. Με την επανάληψη δεν άρχεται νέα δίκη αλλά συνεχίζει η διαδικασία από το σημείο που διακόπηκε [Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ.  ό.π.  (-Πλεύρη Α.), υπό άρθρο 290, σελ. 1075]. Κατά τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 146 ΚΠολΔ, η διακοπή της δίκης, που επέρχεται κατά τη διάρκεια κάποιας προθεσμίας, διακόπτει και την προθεσμία, η δε νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης. Αυτοδίκαιη συνέπεια της βίαιης διακοπής της δίκης είναι η διακοπή των δικονομικών προθεσμιών, ενώ με την επανάληψή της αφετηριάζεται νέα δικονομική προθεσμία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 146 παρ.3 του ΚΠολΔ [Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. ό.π.  (-Πανταζόπουλος Αθ.), υπό άρθρο 146, παρ.3, σελ. 624-625, (Πλεύρη Α.), υπό άρθρο 289, 1074]. Αν επιχειρηθούν διαδικαστικές πράξεις μετά τη διακοπή της δίκης και πριν την επανάληψή της, αυτές πάσχουν ακυρότητα ενώ είναι έγκυρες οι διαδικαστικές πράξεις, οι οποίες επιχειρήθηκαν προ της επελεύσεως της διακοπής της δίκης [ΕφΔωδ 28/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Στη προκειμένη περίπτωση νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 08 Φεβρουαρίου 2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…./…..2.2022 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [09 Μαρτίου 2022], κατά την οποία εκφωνήθηκε με αύξοντα αριθμό πινακίου  τρία [3], η από 07 Δεκεμβρίου 2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …./20.01.2021 έφεση, η συζήτηση της οποίας στη δικάσιμο της 22 Σεπτεμβρίου 2021 διακόπηκε βιαίως συνεπεία του θανάτου του  αρχικώς δεύτερου εκκαλούντος.

 

Στη προκειμένη περίπτωση, μετά την άσκηση της κρινόμενης έφεσης στις 20.01.2021 και πριν τη προφορική συζήτησή της, απεβίωσε στις 05 Αυγούστου 2021 ο αρχικώς δεύτερος εκκαλών, Γ….. Γ…… του Ν….. Η πληρεξούσια, κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής, Δικηγόρος του εκκαλούντος, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 22 Σεπτεμβρίου 2021, γνωστοποίησε το  γεγονός του θανάτου του και επήλθε βιαία διακοπή της δίκης. Ήδη με την από 08ης Φεβρουαρίου 2022 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…../…...02.2022, η πρώτη εκκαλούσα, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικώς δεύτερου εκκαλούντος, και οι λοιποί καλούντες, επίσης, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικώς δεύτερου εκκαλούντος, νομίμως επαναλαμβάνουν εκουσίως τη συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο [09.3.2022] της από 07.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου  …./2021 έφεσης και καλείται ο εφεσίβλητος να συμμετέχει στην επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης, παριστάμενος στη συζήτηση της υπόθεσης κατά την παρούσα δικάσιμο, το οποίο και έπραξε. Σημειωτέον ότι επί εκούσιας επανάληψης της δίκης δεν απαιτείται της σχετικής δήλωσης (επαναλήψεως) να έχει παρέλθει η προθεσμία για αποποίηση της κληρονομίας, να έχει μεταγραφεί η σχετική δήλωση αποδοχής ή να έχει υποβληθεί η σχετική δήλωση φόρου κληρονομίας [βλ. σχετ. Απαλλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τομ. 1ος, εκδ.2022, (-Πλεύρη), υπό άρθρο 290, σελ.1075, όπου περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία ∙ σε αντίθεση προς την αναγκαστική επανάληψη της συζήτησης, κατά τη διάταξη του άρθρου 291ΚΠολΔ, όπου η κλήση πρέπει να επιδοθεί στους κληρονόμους του θανόντος αρχικού διαδίκου μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης κατά τη διάταξη του άρθρου 292 ΚΠολΔ βλ. σχετ. ΑΠ 2/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 584/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Προς απόδειξη της νομιμοποίησης τους στη παρούσα δίκη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς δεύτερου εκκαλούντος, οι καλούντες επικαλούνται και προσκομίζουν: α. την υπό στοιχεία….1.2021 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου της Δημοτικής Ενότητας Σ…… του Δήμου Ανδρίτσαινας Κρεστένων, β. το υπ’αριθμ.πρωτ……./20.8.2021 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Γραφείου Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων, γ. το υπ’αριθμ……/…..3.2022 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας περί μη δημοσίευσης διαθήκης του ανωτέρω αποβιώσαντος, δ. το υπ’αριθμ. ……/…..3.2022 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας περί μη καταχώρισης δήλωσης αποποίησης της κληρονομίας του ανωτέρω αποβιώσαντος από τους καλούντες, ε. το υπ’αριθμ. …../…..3.2022 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Ηλείας περί μη αμφισβήτησης του κληρονομικού δικαιώματος των καλούντων, στ. το υπ’αριθμ……/…..3.2022 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη δημοσίευσης διαθήκης του ανωτέρω αποβιώσαντος, το οποίο προσκομίστηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρων των καλούντων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατ’εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ.

 

Περαιτέρω πρέπει να επισημανθεί ότι η γνωστοποίηση του θανάτου του δεύτερου εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της έφεσης στη δικάσιμο της 22 Σεπτεμβρίου 2021 επέφερε τη βίαιη διακοπή της δίκης  και ως προς την εκκαλούσα λόγω της υφιστάμενης μεταξύ τους αναγκαστικής ομοδικίας κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΚΠολΔ. Συνεπώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 289 ΚΠολΔ, η αναβολή εκδίκασης της υπόθεσης, όσον αφορά τη πρώτη εκκαλούσα, καθώς θεωρήθηκε απλή ομόδικος, κατά τη τελευταία αυτή δικάσιμο [22.9.2021] στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [09.3.2022] είναι άκυρη ως διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου.  Εκ περισσού δε η πρώτη εκκαλούσα στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο γνωστοποίησε τον θάνατο του ομόδικου της ως λόγο διακοπής της δίκης και ως προς αυτή καθότι αυτή είχε ήδη επέλθει η βιαία διακοπή αυτής.

 

Η υπό κρίση από 07.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/…..01.2019 έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. …/…..01.2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, η οποία εκδοθείσα κατά τη τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1, 511 επ. 518 παρ.2 του ΚΠολΔ), ήτοι εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης επιμελεία τινός εκ των διαδίκων στον αντίδικο του ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση. Έχει δε κατατεθεί κατά την άσκησή της το απαιτούμενο παράβολο κατά το άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως τούτο προκύπτει από την υπ’αριθμ.2/20.01.2021 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πύργου. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 520,524,533 ΚΠολΔ).

 

Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω με την ίδια διαδικασία, όπως πρωτοδίκως, για το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτή, με την οποία διώκεται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν.

 

Με την [αριθμ.εκθ.καταθ. …../2017] αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι τυγχάνουν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι ενός ενιαίου πλέον αγροτεμαχίου, κείμενο στη θέση «……» εκτός ορίων του δημοτικού διαμερίσματος Δ……. της Δημοτικής Ενότητας Σκιλλούντος του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας της Περιφέρειας Ηλείας, όπως αυτό περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι το εν λόγω αγροτεμάχιο προήλθε από την ένωση τεσσάρων [4] επιμέρους εδαφικών τμημάτων, όπως ειδικότερα περιγράφονται κατά έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο, σε έκαστο εκ των οποίων έχουν καταστεί συγκύριοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι [20] ετών και με προσαύξηση στον δικό τους χρόνο νομής και αυτού των δικαιοπαρόχων τους, και κατ’ επέκταση έχουν με τον ίδιο τρόπο καταστεί συγκύριοι στο ενιαίο ακίνητο. Ότι ειδικότερα τα Τμήματα 1 και 3 απέκτησαν ατύπως από τον δικαιοπάροχο της πρώτης εξ αυτών, πατέρα της, Δ…… Κ……. του Α……., το 1985, και κατέστησαν συγκύριοι αυτών με έκτακτη χρησικτησία προσμετρουμένου στο χρόνο της δικής τους νομής και αυτόν του άμεσου δικαιοπαρόχου τους και συγκεκριμένα από το 1960, που αυτός άρχισε να τα νέμεται, μέχρι το 1985, οπότε τα μεταβίβασε σε αυτούς. Ότι το Τμήμα 2 απέκτησαν ατύπως από τον δικαιοπάροχο τους Φ……. Κ….. του Β…… το 1995, και κατέστησαν συγκύριοι αυτού με έκτακτη χρησικτησία προσμετρουμένου στο χρόνο της δικής τους νομής και αυτόν του άμεσου δικαιοπαρόχου τους, τον οποίο χρόνο δεν προσδιορίζουν ευθέως, νοώντας πάντως  ότι αυτός εξικνείται από το 1960. Ότι το Τμήμα 4 απέκτησαν ατύπως από τον δικαιοπάροχο τους Γ…. Κ…… του Δ…… το 2001 και κατέστησαν συγκύριοι αυτού με έκτακτη χρησικτησία προσμετρουμένου στο χρόνο της δικής τους νομής και αυτόν του άμεσου δικαιοπαρόχου τους, τον οποίο χρόνο επίσης δεν προσδιορίζουν ευθέως, νοώντας πάντως  ότι αυτός εξικνείται από το 1960. Ότι ο εναγόμενος τυγχάνει αποκλειστικός κύριος ενός αγροτεμαχίου στην ίδια θέση, όπως αυτό περιγράφεται ειδικότερα στο αγωγικό δικόγραφο και συνορεύει με το ενιαίο ακίνητο των εναγόντων από βορρά. Ότι από το 1985 και εφεξής, ότε μεταβιβάστηκαν ατύπως σε αυτούς τα εδαφικά τμήματα 1 και 3 της ιδιοκτησίας τους και από το 1995 και 2001, ότε μεταβιβάστηκαν ατύπως σε αυτούς τα εδαφικά τμήματα 2 και 4, αντίστοιχα, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο ανωτέρω αγροτεμάχιο τους, για τη καλλιέργεια και τη συλλογή των καρπών, ανενόχλητοι χρησιμοποιούσαν μια υφιστάμενη δίοδο, κείμενη εντός της ιδιοκτησίας του εναγομένου, όπως ειδικότερα περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι μολονότι από το 1985 και εφεξής, όπως παλαιότερα οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους από το 1960, χρησιμοποιούν ανενόχλητοι την επίδικη δίοδο, πεζή, με ζώα, μηχανήματα, αγροτικά οχήματα, ο εναγόμενος τον Μάϊο του 2016 περιέφραξε με σιδεροπασσάλους και συρματόπλεγμα την επίδικη εδαφική λωρίδα, αποκλείοντάς τους της χρήσης της ως άνω διόδου, που ευρίσκεται εντός της, αφού η περίφραξη εμποδίζει την είσοδο σε αυτή, την διέλευσή της και την πρόσβαση μέσω αυτής στο ακίνητό τους.

 

Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί το δικαίωμα πραγματικής δουλείας στην επίδικη εδαφική λωρίδας, υπέρ της ιδιοκτησίας τους και σε βάρος της ιδιοκτησίας του εναγομένου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει την προσβολή δια της αφαιρέσεως του τμήματος της περίφραξης επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, επαναφέροντάς την προ της προσβολής κατάσταση και διαμορφώνοντας τη δίοδο ώστε να είναι κατάλληλη για χρήση, άλλως να το πράξουν οι ίδιοι με δαπάνες του εναγομένου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και καθένας που έλκει δικαίωμα από αυτόν να παύσει στο μέλλον κάθε προσβλητική και διαταρακτική ενέργεια επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, να απειληθεί κατά αυτού χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε μελλοντική προσβολή του δικαιώματός τους και να καταδικαστεί στη δικαστική τους δαπάνη.

 

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη διότι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της, οι ενάγοντες δεν είχαν αποκτήσει κυριότητα στα επιμέρους εδαφικά τμήματα και κατ’ επέκταση στο όλο ακίνητο καθόσον δεν δύνανται να προσμετρήσουν τον χρόνο χρησικτησίας των απώτερων δικαιοπαρόχων τους στον χρόνο της δικής τους χρησικτησίας κατά τη διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ, η οποία στην ένδικη υπόθεση κρίθηκε μη εφαρμοστέα, με αποτέλεσμα να μην αρχίσει η χρησικτησία απόκτησης πραγματικής δουλείας στο δουλεύον ακίνητο. Ήδη οι ενάγοντες με την ένδικη έφεσή τους προσβάλουν την πρωτόδικη αυτή απόφαση ισχυριζόμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή.

 

[Ι] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1119, 1120 και 1121 ΑΚ προκύπτει ότι επί ακινήτου μπορεί να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου που να του παρέχει κάποια ωφέλεια, δηλαδή πραγματική δουλεία, εξαιτίας της οποίας ο κύριος του δουλεύοντος ακινήτου φέρει το βάρος να ανέχεται κάποια χρησιμοποίηση αυτού από τον κύριο του δεσπόζοντος. Τέτοιο εμπράγματο δικαίωμα είναι και η δουλεία οδού. Οι πραγματικές δουλείες συνιστώνται με δικαιοπραξία ή χρησικτησία, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη χρησικτησία ακινήτου. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1045ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 974, 475 ΑΚ, για την κτήση πραγματικής δουλείας οδού με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται οιονεί νομή επί εικοσαετία, η οποία προϋποθέτει φυσική εξουσίαση του κυρίου του δεσπόζοντος σε μέρος του δουλεύοντος, θέληση του οιονεί νομέα να ασκεί την εξουσίαση αυτή με διάνοια δικαιούχου, δηλαδή, όπως αρμόζει σε κύριο δεσπόζοντος, και κατεύθυνση της θελήσεως αυτής σε ξένο πράγμα. Προς συμπλήρωση της εικοσαετίας προσμετράται κατ` άρθρο 1051 ΑΚ επί καθολικής και ειδικής διαδοχής και ο χρόνος χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου [ΑΠ 587/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 603/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 618/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2232/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ,  ΕφΑιγ 63/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[ΙΙ] Ο δουλειούχος που προσβάλλεται στο εμπράγματο δικαίωμα της δουλείας μπορεί να προσφύγει στην ειδική προστασία που εισάγει το άρθρο 1132 ΑΚ (αγωγή ομολογήσεως δουλείας), να καταφύγει στις περί προστασίας της νομής διατάξεις (άρθρα 996, 985,987,989 ΑΚ) ή να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση του δικαιώματός του με την αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 70 ΚΠολΔ [ ΕφΑιγ 62/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 220/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[ΙΙΙ] Στη πουβλικιανή αγωγή δουλείας του άρθρου 1133 ΑΚ, η οποία ασκείται όταν δεν συντρέχουν οι όροι της αγωγής ομολογήσεως δουλείας, χωρίς δηλαδή ο ενάγων καλόπιστος νομέας να έχει πλήρη τίτλο κτήσεως πραγματικής δουλείας, περιλαμβάνονται δύο περιπτώσεις: πρώτον όταν ο ενάγων είναι κύριος του δεσπόζοντος και μόνο ως προς τη δουλεία είναι πουβλικιανός (οιονεί) νομέας και δεύτερον όταν ο ενάγων δεν είναι κύριος του δεσπόζοντος αλλά πουβλικιανός νομέας αυτού, δηλαδή νομέας απλώς με τα προσόντα της χρησικτησίας, οπότε κατ’ ανάγκη  και ως προς την ασκούμενη από αυτόν για το δεσπόζον πραγματική δουλεία είναι πουβλικιανός (οιονεί) νομέας. Το αίτημα της αγωγής αυτής είναι όμοιο με το αίτημα της αγωγής ομολογήσεως δουλείας (Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος 1ος, εκδ.1989, σελ.391-392, Μπαλής, Εμπράγματο Δίκαιο, 3η εκδ. 1955, § 145, σελ. 328).

 

[IV] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1051 του ΑΚ, για να συνυπολογίσει ο δικαιοδόχος στη νομή του αυτή του δικαιοπαρόχου του, προϋποτίθεται ότι ο τελευταίος χρησιδέσποζε για χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας ή δεκαετίας, δηλαδή χωρίς ποτέ να γίνει κύριος του πράγματος, οπότε στη θέση του θα χρησιδεσπόσει ο ειδικός ή καθολικός του διάδοχος, προκειμένου να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του ο υπόλοιπος χρόνος της χρησικτησίας και να γίνει αυτός κύριος πρωτοτύπως. Αν όμως ο δικαιοπάροχος χρησιδέσποσε επί είκοσι ή δέκα συναπτά έτη, συμπλήρωσε δηλαδή τον απαιτούμενο χρόνο έκτακτης ή τακτικής χρησικτησίας, τότε γίνεται κύριος του πράγματος, το οποίο ως τέτοιος εξουσιάζει και δεν χρησιδεσπόζει πλέον επ' αυτού. Στην περίπτωση αυτή ο διάδοχος του στο πράγμα δεν μπορεί να συνυπολογίσει στο χρόνο νομής του αυτόν του δικαιοπαρόχου, αφού μετά την κτήση από τον τελευταίο της κυριότητας και μέχρι τη μεταβίβαση του πράγματος, ο διανυθείς χρόνος δεν αποτελεί χρόνο χρησικτησίας (δηλαδή νομής που άγει μετά παρέλευση συγκεκριμένου χρόνου σε κτήση κυριότητας), όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ, η οποία κάνει λόγο για συνυπολογισμό χρόνου χρησικτησίας και όχι νομής, αλλά εκδήλωση του δικαιώματος κυριότητας με εξουσίαση του πράγματος από τον κύριο του. Συνεπώς αφού στην προαναφερόμενη περίπτωση δεν υφίσταται πλέον χρόνος χρησικτησίας για να συνυπολογισθεί, η διάταξη του άρθρου 1051 του ΑΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί, η κυριότητα δε επί του πράγματος, μόνο με ειδική ή καθολική διαδοχή είναι δυνατόν να μεταβιβαστεί [βλ. ΕφΠατρ 414/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ 555/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡεθ 62/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Μπαλής ό.π. § 71, σελ. 181, σύμφωνα με τον οποίο ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος δικαιούται να υπολογίσει και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, πρέπει όμως τόσο ο ίδιος όσο και ο διάδοχος να έχουν νομή χρησικτησίας ∙ Αντιθέτως περί του ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, ανεξαρτήτως του αν ο τελευταίος έχει καταστεί κύριος του ακινήτου, λόγω συμπλήρωσης στο πρόσωπο του του απαιτούμενου χρόνου χρησικτησίας [ΑΠ 399/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», 420/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].

 

[V] Για την κτήση πραγματικής δουλείας με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, απαιτείται εκείνος που ασκεί την οιονεί νομή δουλείας στο δουλεύον ακίνητο, να είναι κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου. Εάν δεν είναι η ασκούμενη από αυτόν οιονεί νομή δουλείας υπέρ ορισμένου ακινήτου, δεν μπορεί να οδηγήσει σε απόκτηση πραγματικής δουλείας υπέρ του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία, η οποία δεν μπορεί να αρχίσει παρά μόνον όταν ο ασκών την οιονεί νομή έγινε κύριος του δεσπόζοντος [ΑΠ 220/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

Στη προκειμένη περίπτωση, με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη, καθόσον οι ενάγοντες - εκκαλούντες [ πρώτη εκκαλούσα και ήδη αποβιώσας δεύτερος εκκαλών] επικαλούμενοι απόκτηση κυριότητας στο δουλεύον ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία, πρέπει να έχει ήδη συμπληρωθεί στο πρόσωπό τους εικοσαετής με διάνοια κυρίου νομή χρησικτησίας επί του δεσπόζοντος ακινήτου, το οποίο δεν συντρέχει και αληθείς υποτιθέμενοι οι αγωγικοί ισχυρισμοί. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, το 1985 μεταβιβάστηκαν στους ενάγοντες ατύπως από τον πατέρα της πρώτης εξ αυτών, Δ…. Κ….. του Α….., τα επιμέρους Τμήματα [1] και [3] του δεσπόζοντος ακινήτου, ο οποίος τα νεμόταν από το 1960. Πλην, όμως, κατά την άποψη της νομολογίας που προκρίνει ορθότερη το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, ο διαδραμών χρόνος από το 1960 έως το 1985 δεν μπορεί να συνυπολογιστεί ως χρόνος νομής των εναγόντων επί των τμημάτων αυτών, καθώς το 1980 ο άμεσος δικαιοπάροχός τους, δια της παρόδου εικοσαετίας, κατέστη κύριος των τμημάτων αυτών πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς ο χρόνος αυτός (1960- 1985) δεν συνιστά χρόνο χρησικτησίας και συνεπώς η διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ τυγχάνει ανεφάρμοστη καθώς η προσαύξηση απαιτεί όμοια νομή (χρησικτησίας). Επομένως, ο χρόνος νομής των εναγόντων, που μετά τη παρέλευση εικοσαετίας τους καθιστά συγκύριους επί των εδαφικών τμημάτων [1] και [3] με έκτακτη χρησικτησία, αρχίζει το 1985, με την επικαλούμενη άτυπη παραχώρηση, και συμπληρώνεται το 2005. Από το 2005 και μόνο αρχίζει στο πρόσωπο των εναγόντων η χρησικτησία επί της πραγματικής δουλείας διόδου επί του δουλεύοντος ακινήτου, ώστε μετά τη παρέλευση είκοσι ετών το έτος 2025 θα έχουν αποκτήσει δουλεία διόδου δια εκτάκτου χρησικτησίας κατά το άρθρο 1121 ΑΚ, χρόνος ο οποίος δεν έχει συμπληρωθεί. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, οι ενάγοντες το 1995 απέκτησαν με άτυπη παραχώρηση από τον δικαιοπάροχό τους Φ…. Κ……. του Β…… το εδαφικό τμήμα [2] του όλου ακινήτου, για την απόκτηση δε κυριότητας επί αυτού συνυπολογίζουν στον δικό τους χρόνο νομής τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου τους. Πλην όμως δεν προσδιορίζουν πόσος ήταν ο διαδραμών χρόνος νομής του ανωτέρω δικαιοπαρόχου τους, ο οποίος κατά τα προαναφερθέντα για να δύναται να προσαυξηθεί στον χρόνο νομής των εναγόντων πρέπει να είναι μικρότερος της εικοσαετίας. Σε περίπτωση δε που ήθελε κριθεί ότι ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Φ…… Κ…… νεμόταν το εδαφικό τμήμα 2 αδιαλείπτως από το 1960 έως το 1995, το 1980 θα είχε καταστεί κύριος αυτού δια εκτάκτου χρησικτησίας, με αποτέλεσμα ο διαδραμών χρόνος μέχρι το 1995, ότε έλαβε χώρα η επικαλούμενη άτυπη μεταβίβαση, να μην μπορεί να συνυπολογιστεί στον χρόνο νομής των εναγόντων, καθώς η διάταξη του άρθρου 1051 τυγχάνει ανεφάρμοστη. Επομένως από το 1995 αρχίζει ο χρόνος νομής των εναγόντων επί του εδαφικού τμήματος [2] του ενιαίου ακινήτου και συμπληρούμενος μετά είκοσι έτη καθιστά αυτούς συγκύριους το 2015 πρωτότυπα δια εκτάκτου χρησικτησίας. Από το 2015 αρχίζει στο πρόσωπο των εναγόντων η χρησικτησία επί της πραγματικής δουλείας διόδου επί του δουλεύοντος ακινήτου, ώστε μετά τη παρέλευση είκοσι ετών το έτος 2035 θα έχουν αποκτήσει δουλεία διόδου δια εκτάκτου χρησικτησίας κατά το άρθρο 1121 ΑΚ, χρόνος ο οποίος δεν έχει συμπληρωθεί. Ομοίως κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή οι ενάγοντες το 2001 απέκτησαν τη νομή του εδαφικού τμήματος [4] με άτυπη παραχώρηση από τον δικαιοπάροχό τους Γ….. Κ…… του Δ……., για την απόκτηση δε κυριότητας επί αυτού συνυπολογίζουν στον δικό τους χρόνο νομής τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου τους. Πλην όμως δεν προσδιορίζουν πόσος ήταν ο διαδραμών χρόνος νομής του ανωτέρω δικαιοπαρόχου τους, Γ…..Κ……, ο οποίος κατά τα προαναφερθέντα για να δύναται να προσαυξηθεί στον χρόνο νομής των εναγόντων πρέπει να είναι μικρότερος της εικοσαετίας. Σε περίπτωση δε που ήθελε κριθεί ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος των εναγόντων Γ…… Κ….. νεμόταν το εδαφικό τμήμα [4] αδιαλείπτως από το 1960 έως το 2001- αν και κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πατρική περιουσία διανεμήθηκε μεταξύ των αδερφών Δ……, Δ…… και Κ…… Κ……. - θα είχε καταστεί κύριος αυτού δια εκτάκτου χρησικτησίας το 1980, με αποτέλεσμα ο διαδραμών χρόνος μέχρι το 2001, ότε έλαβε χώρα η επικαλούμενη άτυπη μεταβίβαση, να μην μπορεί να συνυπολογιστεί στο χρόνο νομής των εναγόντων, καθώς η διάταξη του άρθρου 1051 τυγχάνει ανεφάρμοστη. Επομένως, ο χρόνος νομής των εναγόντων, που μετά τη παρέλευση εικοσαετίας τους καθιστά συγκύριους επί του εδαφικού τμήματος [4] με έκτακτη χρησικτησία, αρχίζει το 2001, με την επικαλούμενη άτυπη παραχώρηση, και συμπληρώνεται το 2021. Επομένως από το 2021 αρχίζει στο πρόσωπο των εναγόντων η χρησικτησία επί της πραγματικής δουλείας διόδου επί του δουλεύοντος ακινήτου, ώστε μετά τη παρέλευση είκοσι ετών το έτος 2041 θα έχουν αποκτήσει δουλεία διόδου δια εκτάκτου χρησικτησίας κατά το άρθρο 1121 ΑΚ, χρόνος ο οποίος δεν έχει συμπληρωθεί. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν υφίσταται πραγματική δουλεία διόδου επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας υπέρ του ενιαίου ακινήτου που περιήλθε ατύπως στους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με αποτέλεσμα η κρινόμενη αγωγή να πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, ομοίως έκρινε και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε κατά την κρίση του. Ο δε περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ` ουσίαν, λόγω δε της απόρριψης του ασκηθέντος ένδικου μέσου πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 494 § 3ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 191 §2, 183, 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ  την έφεση κατά το τυπικό της μέρος.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως προς το ουσιαστικό της μέρος.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο δημόσιο ταμείο.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στον Πύργο, στις 09  Απριλίου 2023.

 

 Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ