ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 103/2023

 

Διάδικος αγνώστου διαμονής. Τακτική διαδικασία. Στη δημοσίευση της περίληψης του δικογράφου στο τύπο κατ' άρθρο 135 ΚΠολΔ δεν απαιτείται αναφορά της υποχρέωσης προκατάθεσης προτάσεως εντός της οριζομένης από το άρθρο 237 ΚΠολΔ προθεσμίας. Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης επί διαδίκου αγνώστου διαμονής. Μη υποχρεωτική.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 103/2023

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ΜΤ …./…..2021]

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τον  Γραμματέα Νικόλαο Λύκουρα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 23 Μαρτίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της Ενάγουσας : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…… ΤΡΑΠΕΖΑ ……Α.Ε.», ΑΦΜ ….., που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …. αρ….., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία προκατέθεσε προτάσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Φωτεινής Παπαστεφανάτου [Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ΑΜ 9843, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ με αριθμό Π…../…..2022], η οποία είχε την πληρεξουσιότητα να την εκπροσωπήσει δυνάμει του υπ’αριθμ…../15.7.2021 Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε…. Σ….. Π….. , και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Της Εναγομένης : Κ….. Δ….. του ….., πρώην κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος …….Αμαλιάδας και ήδη αγνώστου διαμονής, ΑΦΜ ……, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά ή δια πληρεξούσιου Δικηγόρου.

 

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 02.8.2021 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…./…..2021, και με την υπ’αριθμ……/…..2022 Πράξη του Διευθύνοντος το παρόν Πρωτοδικείο, Προέδρου Πρωτοδικών, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.4 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο [23.3.2022] και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό δύο (2).

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, η ενάγουσα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατέθεσε. 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τη τυπική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου [άρθρο 237 παρ.6 εδ.ζ ΚΠολΔ], που θεσπίστηκε ενόψει της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής περί δημοσιότητας της δίκης [άρθρο 93 παρ.2 Συντ.], η παρουσία δικηγόρων και διαδίκων είναι δυνητική, δηλαδή παρά την απουσία τους, εφόσον έχουν κατατεθεί εμπρόθεσμα προτάσεις, η υπόθεση συζητείται κανονικά [Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τόμος I, εκδ.2022, (-Αλαπάντας), υπό άρθρο 237, παρ.9, σελ. 247].

 

Στη προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο  από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν [ βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου], είχε ήδη δε σχηματιστεί ο φάκελος της δικογραφίας από τη πλευρά της ενάγουσας, με τις προτάσεις, την έκθεση επίδοσης της αγωγής και τα διαδικαστικά και αποδεικτικά έγγραφα.  Πλην, όμως, από τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, στον πρώτο βαθμό καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική, σε συνδυασμό με το γεγονός της καταργήσεως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν.4335/2015 του άρθρου 270 ΚΠολΔ και δη του εδαφίου α της παραγράφου 1 αυτού, που όριζε εν είδει γενικού κανόνα ότι η ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική, συνάγεται ότι στη τακτική διαδικασία δεν καθίσταται υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν κατατεθεί από την 01η.01.2016 και εφεξής και συνεπώς για αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται και χωρίς τη παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων τους), εφόσον αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, υποχρέωση που εν προκειμένω έχει τηρήσει μόνο η ενάγουσα. Συγκεκριμένα στις ……Ιανουαρίου 2022 η ενάγουσα κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις εντός προθεσμίας εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της (αριθμ.εκθ.καταθ. ΜΤ …./…..2021) αγωγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προτού τροποποιηθεί με το Ν. 4842/2021.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και 110 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος δικαιούται να παρίσταται στις επισπευδόμενες από άλλο διάδικο διαδικαστικές πράξεις επί της υποθέσεώς του και πρέπει να κλητεύεται προς τούτο υπό την προθεσμία και τις διατυπώσεις που τάσσει ο νόμος. Η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, που απορρέει από το ανωτέρω άρθρο, επιβάλλει, προκειμένου για συζήτηση στο ακροατήριο, την πρωταρχική και αυτεπάγγελτη έρευνα για τη νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση της αγωγής και της κλήσης για συζήτηση προς τον απολειπόμενο διάδικο. Συγκεκριμένα, αν δεν εμφανισθεί στη δίκη κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο οφείλει, κατά τα άρθρα 271 και 272 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, τα οποία προσδιορίζουν τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων, να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση και αν ο απολειπόμενος κλητεύθηκε νομίμως ή κλήτευσε νομίμως τον αντίδικο του προς συζήτηση της υπόθεσης. Αν βεβαιωθεί ότι δεν έγινε νόμιμη κλήτευση, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, δοθέντος μάλιστα ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να εισαχθεί στο Δικαστήριο χωρίς την τήρηση προδικασίας, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Επιπροσθέτως, από τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 524 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος διάδικος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα, το Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 122, 123, 134, 135, 136 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, και συγχρόνως περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του Δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του Εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση. Η περίληψη συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και πρέπει να αναφέρει το ονοματεπώνυμο των διαδίκων, το είδος του δικογράφου που επιδόθηκε, το αίτημά του, το Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και, αν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση καλείται να εμφανιστεί ή να ενεργήσει ορισμένη πράξη, πρέπει να αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος εμφάνισης, καθώς και το είδος της πράξης. Η ως άνω επίδοση που αφορά πρόσωπα άγνωστης διαμονής θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 136 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συντελεσμένη από τη δημοσίευση της περίληψης του δικογράφου στις εφημερίδες. Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών και, ειδικότερα, η ελλιπής, κατά το περιεχόμενο, περίληψη του δικογράφου, καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση αν απουσιάζει ο διάδικος, λόγω μη τηρήσεως της εκ του νόμου προβλεπόμενης προδικασίας για την κλήτευσή του (ΕφΠειρ 591/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία].

 

Άγνωστος είναι ο τόπος διαμονής ή η ακριβής διεύθυνση της διαμονής, τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή, του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η διαμονή του και δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθεί αυτή μολονότι καταβλήθηκε κάθε σχετική προσπάθεια με τα συνήθη μέσα επιμελείας που υπαγορεύεται και από τις αρχές της καλής πίστης, που οφείλουν να τηρούν οι διάδικοι κατά τη διενέργεια των σχετικών διαδικαστικών πράξεων. Απαιτείται δηλαδή για το άγνωστο της διαμονής ευρεία αντικειμενική άγνοια και δεν αρκεί το γεγονός ότι αυτός που παρήγγειλε την επίδοση δεν γνωρίζει για τον τόπο ή τη διεύθυνση της διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση [ΕφΘες 414/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Απαλαγάκη Χ. -Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 & 4855/2021, (-Γιαννόπουλος Π.), υπό άρθρο 135, παρ.2 σελ.586].

 

Είναι άκυρη η επίδοση που γίνεται προς κάποιον ο οποίος θεωρείται αγνώστου διαμονής, αν αποδειχθεί ότι αυτός κατά τον χρόνο της επίδοσης στον Εισαγγελέα κατοικούσε μόνιμα ή είχε πρόσκαιρη διαμονή σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση στην ημεδαπή ή αλλοδαπή και το οίκημα στο οποίο διέμενε ή εργαζόταν μπορούσε να το πληροφορηθεί ο δικαστικός επιμελητής που έκανε την επίδοση ή εκείνος που έδωσε την παραγγελία για την επίδοση, αν ενεργούσε καλόπιστα και με την προσήκουσα επιμέλεια ή αν γνώριζε το οίκημα από κάποιον ειδικό λόγο ο διάδικος που παρήγγειλε την επίδοση. (ΕφΘες 414/2010 ό.π.).

 

Η διαμονή, κατά την έννοια του άρθρου 135 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με την κατοικία του άρθρου 51 ΑΚ, ούτε και με την κατοικία του άρθρου 128 παρ.2 ΚΠολΔ, αλλά λαμβάνεται υπόψη υπό την ευρύτερη έννοια [ΑΠ 1689/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών και, ειδικότερα, η ελλιπής, κατά το περιεχόμενο, περίληψη του δικογράφου, καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση αν απουσιάζει ο διάδικος, λόγω μη τηρήσεως της εκ του νόμου προβλεπόμενης προδικασίας για την κλήτευσή του, ειδικά δε στην περίπτωση του άρθρου 237 έχει ως συνέπεια να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 2 εδ. β` και 271 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ [ΜΠΛαμ 191/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Από την υπ’ αριθμ…../15.9.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ……..Ζ……., που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με συνημμένη την έκθεση κατάθεσης δικογράφου [ΜΤ…../….2021] στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της νόμιμης προθεσμίας των εξήντα [60] ημερών  από τη κατάθεση του δικογράφου της αγωγής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.2, 215 παρ.2, 122 επ., 135, 134, 136 παρ.1 ΚΠολΔ, από την ενάγουσα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηλείας, ο οποίος καθόρισε τις δύο ημερήσιες εφημερίδες, η μια εκ των οποίων εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του Δικαστηρίου τούτου, όπου διεξάγεται η δίκη, ήτοι στον Πύργο Ηλείας, προκειμένου να δημοσιευθεί περίληψη του κοινοποιηθέντος εγγράφου [αγωγή]. Περίληψη της αγωγής δημοσιεύθηκε νόμιμα στις ….. Σεπτεμβρίου 2021, στο …..ο φύλλο, της ημερησίας εφημερίδας «……», που εκδίδεται στον Πύργο Ηλείας, και στο …. φύλλο  της ημερησίας εφημερίδας «……», που εκδίδεται στην Αθήνα. Αμφότερες οι περιλήψεις φέρουν το αναγκαίο από το νόμο περιεχόμενο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η εναγομένη κλήθηκε να καταθέσει προτάσεις και να παραστεί νομίμως, εμπροθέσμως και δικονομικώς κατά τη συζήτηση. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο στη περίληψη να αναφέρεται ότι η εναγομένη όφειλε να καταθέσει προτάσεις εντός προθεσμίας εκατό [100] ημερών από την κατάθεση της αγωγής, με την υπενθύμιση ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη, όπως αναγράφεται στην υπ’ αριθμ. ΜΤ./2021 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της αγωγής. Τούτο συνάγεται από το ότι στην έκθεση κατάθεσης δικογράφου δεν είναι υποχρεωτική η αναφορά της προθεσμίας εντός της οποίας ο διάδικος πρέπει να καταθέσει προτάσεις, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ, ασχέτως εάν στη πράξη γίνεται από τη Γραμματεία του δικαστηρίου προς διευκόλυνση των διαδίκων [Απαλαγάκη Χ. -Σταματόπουλος Σ. ό.π., (-Αλαπάντας), υπό άρθρο 237, παρ.2 σελ.941]. Η κρινόμενη υπόθεση, κατά την εκφώνησή της στη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, συζητήθηκε χωρίς τη παρουσία των διαδίκων, εκ των οποίων η ενάγουσα έλαβε μέρος στη δίκη με την προκατάθεση εμπρόθεσμων προτάσεων, που υπογράφονται από την πληρεξούσια Δικηγόρο της, ενώ η εναγόμενη στα πλαίσια της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης, που ισχύει στη τακτική διαδικασία κατά τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το Ν.4335/2015 και εφαρμόζονται από την 01η.01.2016 [βλ. μεταβατική διάταξη, άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.1 Ν.4335/2015] δεν προκατέθεσε προτάσεις και συνεπώς δεν έλαβε μέρος στη δίκη. Επομένως πρέπει η εναγομένη να δικαστεί ερήμην, σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ.1 και 2 εδ.α ΚΠολΔ, όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων» (το οποίο ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1544/1942), όπως ισχύει σήμερα, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή (πλην των αναγνωριστικών αγωγών για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και των αγωγών για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνων που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού), εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των αναλογικών εισφορών υπέρ διαφόρων τρίτων φορέων). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η παράλειψή της, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Σημειωτέον ότι η βάσει των ανωτέρω διατάξεων θέσπιση της προαναφερθείσας πλασματικής ερημοδικίας για το διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθόσον η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Επιπλέον, υφίστανται οι διατάξεις του Ν. 3226/2004, με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004), [ ΑΠ 538/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 74/2021 ).

 

Στη προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη, εκθέτει ότι με την από 02.8.2004 και με αριθμό 4….. σύμβαση δανείου, που καταρτίστηκε στον Πύργο Ηλείας, στο Κατάστημα με κωδικό 0…., χορήγησε στην ενάγουσα πίστωση ποσού εξήντα χιλιάδων ευρώ [60.000,00 €], με σκοπό την αγορά από την τελευταία ενός οικοπέδου κείμενου στο Δημοτικό Διαμέρισμα ….. Αμαλιάδας και ανέγερση πρώτης κατοικίας επί αυτού, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που αναλυτικά κατά περιεχόμενο αναφέρονται στην αγωγή. Ότι συμφωνήθηκε το δάνειο να εξοφληθεί εντός προθεσμίας είκοσι δύο [22] ετών, με την πληρωμή σαράντα τεσσάρων [44] συνεχών εξαμηνιαίων δόσεων, εκ των οποίων η πρώτη ορίστηκε καταβλητέα την 10η.10.2006, οι επόμενες την 10η ημέρα του επόμενου εξαμήνου και εφεξής και η τελευταία στις 10.4.2016. Ότι σύμφωνα με όρο της σύμβασης το δάνειο θα εκτοκιζόταν με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης πριν από την έναρξη κάθε περιόδου εκτοκισμού, προσαυξημένο κατά ποσοστό 2,2%, το οποίο θα επιδοτείτο κατά ποσοστό ογδόντα τοις εκατό [80%] από το Ελληνικό Δημόσιο. Ότι, σύμφωνα με όρο της σύμβασης, η πιστούχος, σε περίπτωση καθυστέρησης κάποιας δόσης του δανείου ή των τόκων ή των εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων, όφειλε να καταβάλλει στην ενάγουσα πιστώτρια επί των ποσών που καθυστερεί, αντί του προαναφερόμενου τόκου, τόκο υπερημερίας, ο οποίος συμφωνείται κατά 2,5% μεγαλύτερος του συμβατικού επιτοκίου. Ότι για την εξυπηρέτηση του δανείου τηρήθηκε ο υπ’αριθμ….. λογαριασμός από την ημέρα εκταμίευσης από 05.8.2004 έως 11.01.2004, όπου τα ληξιπρόθεσμα κονδύλια μεταφέρθηκαν στον υπ’αριθμ……/…… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Ότι το χρεωστικό κατάλοιπο στις 17.3.2021 ανήλθε στο ποσό των 75.165,27 ευρώ, σύμφωνα με τα ακριβή αποσπάσματα της κίνησης των ανωτέρω λογαριασμών, τα οποία εξήχθησαν με εκτύπωση από τα τηρούμενα ηλεκτρονικώς εμπορικά βιβλία της, τα οποία σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησής της σε βάρος της πιστούχου. Ότι κατόπιν αιτήσεώς της εκδόθηκε η υπ’αριθμ…../…. διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, πρώτο εκτελεστό απόγραφο της οποίας μετά της κάτωθι αυτής από 15.6.2021 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία η εναγομένη επιτάχθηκε να καταβάλει σε αυτήν το συνολικό ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ενός ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [77.461,27 €] πλέον εξόδων, επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς να επιδοθεί στην εναγομένη καθώς αυτή δεν ευρέθη στον τόπο κατοικίας της, η δε διαμονή της τύγχανε άγνωστη, όπως προκύπτει από την από 24 Ιουνίου 2021 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας ….. Ζ…... Ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων εκατόν εξήντα πέντε ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [75.165,27 €], στο οποίο ανερχόταν το χρεωστικό κατάλοιπο του τηρηθέντος λογαριασμού της υπ’αριθμ. …../02.8.2004 σύμβασης δανείου, επιφυλασσόμενης να προβεί στο μέλλον σε καταγγελία της τελευταίας και να κηρύξει άληκτο το κεφάλαιο της ως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

 

Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων εκατόν εξήντα πέντε ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [75.165,27 €], νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την οριστική εξόφληση, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο (άρθρο 12 Ν.2601/1998), πλέον δικαστικών εξόδων μετά των τόκων τους. Τέλος ζητά να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, της οποίας η άσκηση ολοκληρώθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας των εξήντα ημερών από την κατάθεσή της [215 παρ.2 ΚΠολΔ], παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [άρθρα 7,8,9,10, 14 παρ.2, 33 ΚΠολΔ] για να συζητηθεί κατά τη προκείμενη τακτική διαδικασία [άρθρο 237 ΚΠολΔ]. Η ενάγουσα προσκόμισε με επίκληση το από 20 Δεκεμβρίου 2021 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.4 του Ν.4640/2019, ενώπιον της Δικηγόρου – Διαμεσολαβήτριας Λ….. Μ….. [ΑΜ ΔΣΑ ….. – ΑΜ ΔΙΑΜ ….], υπογεγραμμένο από τη νομικό παραστάτη της ενάγουσας Ε….. Κ….. [ΔΣΑ ΑΜ …..], δυνάμει του υπ’αριθμ. …../21.5.2021 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Α…. Μ….. και του υπ’αριθμ. …./15.7.2021 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Ε…. Σ….. Π….., ενώ η εναγομένη δεν παραστάθηκε. Από την υπ’αριθμ…../13.12.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ….. Ζ……, αποδεικνύεται ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της ανωτέρω Διαμεσολαβήτριας, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αμαλιάδας, γνωστοποίηση / πρόσκληση για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, κατά το άρθρο 7 παρ.2 του Ν.4640/2019, περίληψη δε αυτής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, στην εφημερίδα «….», στο ….ο φύλλο της …...2021, και στην εφημερίδα «…..», στο …. φύλλο της ……2021, καθότι η εναγομένη τυγχάνει πρώην κάτοικος Δημοτικού Διαμερίσματος …… Αμαλιάδας και ήδη αγνώστου διαμονής. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι από τη γραμματική ερμηνεία των διατάξεων των παραγράφων 1-5 του άρθρου 7 του Ν.4640/2019, στις οποίες περιγράφεται η διαδικασία της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίασης Διαμεσολάβησης, προκύπτει ότι ο ίδιος ο νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει την εφαρμογή του νόμου αυτού σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής. Μάλιστα ο νομοθέτης στη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 7 όρισε μόνο δύο τρόπους γνωστοποίησης της ημερομηνίας και του τόπου της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, ήτοι τη συστημένη επιστολή ή την ηλεκτρονική αποστολή, αποκλείοντας τις επιδόσεις με δικαστικό επιμελητή και τις δημοσιεύσεις κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Σε περίπτωση διαδίκου αγνώστου διαμονής δημιουργείται η λεγόμενη εκ των πραγμάτων ασυμφωνία και συνεπώς η θέσπιση της διαδικασίας Υποχρεωτικής  Αρχικής Συνεδρίας δεν μπορεί να καταστεί εμπόδιο στον προσφεύγοντα προς παροχή δικαστικής προστασίας. Η υποχρέωση διεξαγωγής της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας, ως όρος του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση που ο αντίδικος είναι αγνώστου διαμονής, εκπληρώθηκε ακόμα και αν δεν έχει γίνει γνωστοποίηση στο αντίδικο μέρος μέσω επιδόσεως ή υπάρχει τεχνική αταξία αυτής, με σχετική μνεία στο πρακτικό διεξαγωγής της ΥΑΣ [Πλεύρη Α. Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ερμηνεία κατ’άρθρο, εκδ.2021, άρθρο 7, περ. Δ «πρόσωπα αγνώστου διαμονής», υπ’αριθμ. 79/2022 Γνώμη Επιτροπής Νομικών Θεμάτων ΚΕΔ]. Στη προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, λόγω του ότι η εναγομένη τυγχάνει αγνώστου διαμονής, γεγονός που καθιστά βέβαιη την εκ προτέρων μη επίτευξη συμφωνίας, σε συνδυασμό με το ότι η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας προέρχεται από σύμβαση δανείου, που καταρτίστηκε προ δεκαπενταετίας, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία ως προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής, καθώς αυτή υποβαθμίζεται από μια ουσιαστική σε μια καθαρά τυπική διαδικασία. Περαιτέρω η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 296, 340, 341, 345,346, 361, 806 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 12 παρ.1 Ν. 2601/1998, 47,48, 64-67 ν.δ. 17.7./13.8.1923, 176 επ.907, 908 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι η έκδοση της προαναφερόμενης υπ’αριθμ……/…..2021 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία η εναγομένη διατάχθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 75.165,27 ευρώ, δεν στερεί την τελευταία του εννόμου συμφέροντος να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή και να της επιδικαστεί μέσω αυτής το ποσό των 75.165,27 ευρώ. Και τούτο διότι δεν κατέστη εφικτή η επίδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, καθότι κατά τον χρόνο επίδοσης η καθής η διαταγή και ήδη εναγομένη ήταν αγνώστου διαμονής (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από 24.6.2021 βεβαίωση του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή …… Ζ…..), και συνεπώς  με την παρέλευση της προθεσμίας δύο μηνών από την έκδοσή της, αυτή κατέστη αυτοδικαίως άκυρη, κατά τη διάταξη του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ. Ακόμα όμως και εάν είχε επιδοθεί η διαταγή πληρωμής κατά τη διάταξη του άρθρου 135 παρ.1 ΚΠολΔ, καθότι η εναγομένη ήταν γνωστής διαμονής κατά τον χρόνο έκδοσής της (βλ. και ΟλΑΠ 10/1996 ΕλλΔνη 37, 1056), επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 631 εδ.β ΚΠολΔ  η διαταγή δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί και πάλι η ενάγουσα θα δικαιολογούσε έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής. Ωστόσο η ενάγουσα δεν κατέβαλε το ανάλογο με το αντικείμενο της αγωγής τέλος δικαστικού ενσήμου, καθώς δεν προσκόμισε με επίκληση το παράβολο με το παραστατικό καταβολής του ποσού παρά την ύπαρξη ρητής πλέον σχετικής υποχρέωσης, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως πρέπει, χάριν οικονομίας της δίκης, και προς αποφυγή ματαίωσης της συζήτησης εάν θεωρηθεί πλασματικώς  ερήμην η ενάγουσα (ΕφΑθ 93/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘες 2691/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 15/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) σε συνδυασμό με την πραγματική ερημοδικία της εναγομένης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία της ενάγουσας το αναλογούν στο καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης  της αγωγής στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία της ενάγουσας το αναλογούν στο καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής τέλος δικαστικού ενσήμου.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πύργο Ηλείας, στις 24 Απριλίου 2023.

                 

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ