ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
Ρύθμιση
οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Αίτηση αναστολής αρ. 6 παρ. 5 Ν.
3869/2010 -.
Ο δανειολήπτης, πρώην τραπεζικός υπάλληλος, περιήλθε
χωρίς δόλο σε αδυναμία πληρωμών, καθόσον διέθετε επαρκές εισόδημα προς εξυπηρέτηση
των οφειλών του, πλην όμως περιήλθε σε αδυναμία πληρωμών από τη στιγμή της
απόλυσής του από την ίδια την πιστώτριά του, στο πλαίσιο προγραμμάτων μείωσης
προσωπικού λόγω της κρίσης. Πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης,
αναστέλλεται η εκτέλεση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός
Απόφασης 1942/2020
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ
από
. Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίον όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου
Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ
δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις
για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
ΤΟΥ
ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:
κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του
δικηγόρου Γεωργίου Καλτσά (ΑΜΔΣΑ 3231).
ΤΩΝ ΚΑΘ'
ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την
που εδρεύει στην Αθήνα κι
εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία
και το
διακριτικό τίτλο
, που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής κι εκπροσωπείται νόμιμα, ως
μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της
αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία
που εδρεύει στο
και εκπροσωπείται
νόμιμα, της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της εταιρίας με την επωνυμία
, που
εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκαν αμφότερες δια του
πληρεξουσίου τους δικηγόρου
Ο αιτών
ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-10-2019 αίτηση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία
του Δικαστηρίου αυτού με αριθμούς κατάθεσης γενικού
και δικογράφου
της
οποίας δικάσιμος προσδιορίστηκε αυτή που αναγράφεται παραπάνω.
Κατά τη
συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους
ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα
με το άρθρο 763 § 3 εδ. 1, που έχει εφαρμογή στις
περί εκούσιας δικαιοδοσίας διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως
ισχύει δυνάμει των άρθρων 17 § 11, 110 §21 ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α51) και 1 περ. α
ν. 4077/2012 (ΦΕΚ Α 168), «Αν ασκηθεί έφεση, το δικαστήριο που εξέδωσε την
απόφαση, όπως και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρος του μπορούν
κατά την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκείνους που έλαβαν μέρος στην
πρωτόδικη δίκη, να αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεση της, μέχρι να εκδοθεί
απόφαση στην έφεση...». Εξάλλου, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 ν.
4161/2013 (ΦΕΚ Α' 143/14-6-2013) προστέθηκε παράγραφος 5 στο άρθρο 6 του Ν.
3869/2010, σύμφωνα με την οποία: «Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να
ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί
εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι
από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και
ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής συνεπάγεται αυτοδικαίως
την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη». Για τη
χορήγηση της αναστολής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, προϋποτίθεται άσκηση
εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη εφέσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως. Προσθέτως,
απαιτείται πιθανολόγηση ότι από την εκτέλεση δύναται
να προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του οφειλέτη και ότι θα ευδοκιμήσει
η έφεση που θα οδηγήσει στην παραδοχή της αιτήσεως του οφειλέτη. Ωστόσο, πρέπει
να παρατηρηθεί ότι ο νόμος ανάλογες με τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν τάσσει
προκειμένου να χορηγήσει την αναστολή τόσο στα πλαίσια της παρ. 2 του άρθ. 5
όσο και στα πλαίσια της παρ. 1 του άρθ. 6 του νόμου. Η διαφοροποίηση πρέπει να
εξηγηθεί από την ανάγκη εναρμονίσεως με τη ρύθμιση της ΚΠολΔ
763, καίτοι μεταξύ τους υφίσταται διαφορά που έγκειται στο ότι ενώ με την
τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζεται η αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης με
έφεση αποφάσεως, αντιθέτως με την παρ. 5 του άρθρου 6 του νόμου ρυθμίζεται η
αναστολή της κατά του οφειλέτη αναγκαστικής εκτελέσεως που επιχειρείται δυνάμει
άλλου εκτελεστού τίτλου. Στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 6 του γόμου μετά
την απόρριψη της αιτήσεως του οφειλέτη του άρθ. 4 παρ. 1 του νόμου δεν υπάρχει
πλέον εμπόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη βάσει κάποιου τίτλου,
αφού απορρίπτεται η αίτηση του οφειλέτη και τυχόν χορηγηθείσα αναστολή
εκτελέσεως θα έχει ως χρονικό όριο την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Εύλογο,
επομένως, παρίσταται η χορήγηση αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του
οφειλέτη μετά την απορριφθείσα αίτηση του τελευταίου να έχει ως προϋπόθεση την
εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως και την πιθανολόγηση προκλήσεως στον οφειλέτη ουσιώδους βλάβης από
την εκτέλεση καθώς και την ευδοκίμηση της εφέσεως. Ενόσω χορηγήθηκε αναστολή
και για όσο διάστημα αυτή ισχύει υπάρχει εκ του νόμου απαγόρευση διαθέσεως των
περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (βλ. Αθανάσιος Κρητικός, Ρύθμιση των
οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 6 σελ. 253 επ). Ως προς το δικαστήριο δε που είναι αρμόδιο να δικάσει
την άνω αναστολή, ο νόμος δεν προβλέπει ειδική ρύθμιση, γι αυτό θα πρέπει να
τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 763 § 3 ΚΠολΔ,
όπως ισχύει σήμερα, που ορίζει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως
και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρος του είναι αρμόδια να
αποφασίσουν για τη τύχη της άνω αιτήσεως αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας
που έχει ξεκινήσει εις βάρος του οφειλέτη (βλ. ΜΠρΗρ 1261/2019
Νόμος).
Με την
υπό κρίση αίτηση ο αιτών εκθέτει ότι, ύστερα από αίτηση του περί υπαγωγής στον
ν. 3869/2010 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε η με αριθμό οριστική
απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε, ήδη δε
η 2η καθ' ης έχει εκκινήσει σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης,
δυνάμει της - εκδοθείσας μετά από του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την
παρά πόδας από επιταγή προς εκτέλεση. Ακολούθως, εκθέτει ότι επί της αποφάσεως
αυτής άσκησε εμπρόθεσμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση, την οποία
ενσωματώνει στο προς κρίση δικόγραφο, με την οποία παραπονείται για την
ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης για τους λόγους που εκεί παραθέτει
αναλυτικά. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος αφενός μεν το κατεπείγον της
διαδικασίας και τον επικείμενο κίνδυνο εκποίησης της ακινήτου περιουσίας του,
αφετέρου δε την βεβαιότητα ότι θα ευδοκιμήσει η έφεση του, ζητεί, διατηρούμενης
της νομικής και πραγματικής κατάστασης της περιουσίας του, να διαταχθεί η
αναστολή κάθε πράξης εκτελέσεως σε βάρος του, ιδίως δε να ανασταλεί η αρξάμενη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται
δυνάμει της υπ' αρ.
διαταγής πληρωμής της δικαστού του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών με την παρά πόδας από
επιταγή προς εκτέλεση, καθώς η ως
άνω εκτέλεση θα προκαλέσει ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντα του. Με αυτό το
περιεχόμενο, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 763 παρ. 3 ΚΠολΔ,
σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με τη διαδικασία που
προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 686 επ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η έφεση κατά της υπ' αρ.
οριστικής
απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και - δη ελλείψει
επιδόσεως - εντός δύο (2) ετών από την δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην διάταξη του
άρθρου 6 παρ. 5 του Ν 3869/2010 ως ισχύει, εκτός από το αίτημα αναστολής
εκτελέσεως κάθε εν γένει κάθε διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς,
αναστολή μόνο επί ήδη αρξάμενης αναγκαστικής
εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς
το νόμιμο αίτημα της και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Με τη
διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/ 2010 ορίζεται ότι
"φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει,
χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων -χρηματικών οφειλών τους
(εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αίτηση της 1ης καθ' ής - υπ' αρ
.διαταγής πληρωμής
της δικαστού αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του
άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου
αποδεικνύει ο πιστωτής". Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη
προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010
είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής
των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την
έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του
τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330
ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι
άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσης του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των
νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που
απαιτείται στις συναλλαγές". Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές
πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον
προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του
δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με
εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι "με δόλο (με πρόθεση)
πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν
την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του
ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία
αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο
δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος,
καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί
αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής.
Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό
αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το "αποδέχεται". Η
διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και
έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από
προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ.
α του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται
στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση
μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να
συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά
την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο
τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι
το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση
της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με
τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή
προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά,
αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον
ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωση του με την απόκτηση κινητών ή
ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη
η εξυπηρέτηση τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε
κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του
οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί
να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την
αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματα του και τις
εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου
συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων
την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως
ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως
αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος
των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως
αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του
δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η
εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος
να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη,
δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία
πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του και
μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και
άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του
πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να
ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας
του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται το πνεύμα του
νόμου. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1
του πιο πάνω .άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του
δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης Δικαστήριο ερευνά
την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι αυτό
παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον
εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων, που
τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (βλ. ΑΠ 427/2019 Νόμος).
Από την
ένορκη εξέταση της μάρτυρος του αιτούντος
, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του
παρόντος Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι
προσκομίζουν και επικαλούνται, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Ο αιτών έχει γεννηθεί το
και είναι άγαμος και άτεκνος, κατοικεί δε σε ιδιόκτητο διαμέρισμα,
ευρισκόμενο στην περιοχή ... Κατά το παρελθόν και συγκεκριμένα από το έτος
εργαζόταν στην τράπεζα
, από την οποία απολύθηκε το Νοέμβριο του 2015,
εξαιτίας μείωσης προσωπικού, λαμβάνοντας αποζημίωση απόλυσης ύψους ευρώ, έκτοτε
δε και μέχρι τη συζήτηση της αίτησης του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξαιρουμένου
ενός χρονικού διαστήματος που εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος σε εταιρία, ήταν
άνεργος, εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του. Εξάλλου, σε χρόνο προγενέστερο
του: έτους από την κατάθεση της αίτησης του στο Ειρηνοδικείο Αθηνών ο αιτών
είχε αναλάβει τα κάτωθι χρέη προς την καθ' ής, τα
οποία έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα και δη: 1) ποσό
ευρώ δυνάμει της υπ' άρ.
σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε το
2007 σε ελβετικό φράγκο, β) ποσό
ευρώ δυνάμει της υπ' αρ.
σύμβασης
στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε το 2007 σε ελβετικό φράγκο, γ) ποσό
ευρώ
δυνάμει της υπ' αρ
. σύμβασης επισκευαστικού δανείου, που καταρτίστηκε το 2009
και δ) ποσό
ευρώ δυνάμει της υπ' αρ.
σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, που
καταρτίστηκε το 2011. Το σύνολο επομένως των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς την
καθ' ής τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 464.009,36
ευρώ. Όπως προεκτέθηκε, εκ των ως άνω δανείων τα δύο
πρώτα εκταμιεύθηκαν το έτος 2007, το τρίτο το έτος 2009 και το 4° το 2011, ενώ
για τη μηνιαία αποπληρωμή των δόσεων αυτών ο αιτών έπρεπε να καταβάλλει
συνολικά - και δη μετά την εκταμίευση και του τέταρτου δανείου - το ποσό των
2.000 ευρώ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά της
εφορίας, ο αιτών: α) το οικονομικό έτος 2008 (χρήση 2007) δήλωσε εισοδήματα
ποσού 37.858,96 ευρώ, β) το οικονομικό έτος 2009 (χρήση 2008) δήλωσε εισοδήματα
ποσού 44.834,48 ευρώ, γ) το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009) δήλωσε εισοδήματα
ποσού 45.386,47 ευρώ, δ) το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 2010) δήλωσε εισοδήματα
ποσού 45.464,99 ευρώ, ε) το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011) δήλωσε εισοδήματα
ποσού 44.033,14 ευρώ, στ) το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) δήλωσε
εισοδήματα ποσού 43.108,20 ευρώ, ζ) το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013) δήλωσε
εισοδήματα ποσού 41.039,24 ευρώ και η) το φορολογικό έτος 2014 δήλωσε
εισοδήματα ποσού 39.120,68 ευρώ. Επομένως, όταν έλαβε τα επίδικα δάνεια, το
διαθέσιμο ανά μήνα εισόδημα του ανέρχονταν σε: 2.604,73 ευρώ το 2007 (37.858,96
- 6.602,10 αναλογούν φόρος: 12 μήνες), 3.035,96 ευρώ το 2009
(45.386,47-8.955,02 αναλογούν φόρος : 12 μήνες) και 2.821,50 ευρώ το 2011
(44.033,14 - 10.175,13 αναλογούν φόρος : 12 μήνες), ενώ στο ίδιο περίπου ύψος
διατηρήθηκε αυτό μέχρι και την απόλυση του το Νοέμβριο του 2015. Πιθανολογείται
λοιπόν ότι, τόσο κατά την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων όσο και κατά το
μετέπειτα χρονικό διάστημα της αποπληρωμής αυτών, ο αιτών με βάση τις υφιστάμενες
κάθε φορά ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες αλλά
και τη σταθερή εργασία του, δε θα μπορούσε να προβλέψει ως ενδεχόμενο ότι ο ως
άνω υπερδανεισμός του, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει
σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, καθώς για την αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου, ο
οποίος δεν πλήρωνε ενοίκιο κατοικίας και δεν είχε έτερες οικογενειακές
υποχρεώσεις, δεν απαιτούνταν ποσό άνω των 600 ευρώ μηνιαίως, ποσό το οποίο
χωρίς δυσκολία του απέμενε μετά την εκπλήρωση των ως άνω δανειακών του
υποχρεώσεων. Ειδικά δε το έτος 2011, όταν ανέλαβε και την 4η ως άνω δανειακή
υποχρέωση του και το σύνολο των οφειλών του απαιτούσαν τη διάθεση από αυτόν
ποσού 2.000 ευρώ μηνιαίως, του επέμενε ποσό 821,50 ευρώ για τη διαβίωση του,
διαθεσιμότητα την οποία είχε και τα αμέσως επόμενα, μέχρι την απόλυση του, έτη.
Περαιτέρω,
τυχόν παροδικές δυσκολίες στην αποπληρωμή των ως άνω δανείων ή προσπάθεια
ρύθμισης αυτών με ευνοϊκότερους όρους από τον αιτούντα δεν αναιρούν την ανωτέρω
κρίση του Δικαστηρίου περί έλλειψης δόλου στο πρόσωπο του, καθώς, εκτός των
άλλων, ουδόλως οι δυσκολίες αυτές τον οδήγησαν σε παύση των πληρωμών του ,
παύση η οποία δεν επήλθε καν από την ημερομηνία της απόλυσης του το Νοέμβριο
του 2015, αλλά ένα χρόνο αργότερα και δη το 2016, όταν πλέον η οικονομική του κατάσταση
είχε άρδην αλλάξει προς το χείρον. Τη δε απόλυση του το Νοέμβριο του 2015
ουδόλως θα μπορούσε να προβλέψει! κατά τη σύναψη των ως άνω δανειακών
συμβάσεων, καθώς αυτή επιβλήθηκε συνεπεία των μειώσεων προσωπικού στις οποίες
προέβη η καθ' ής ως απόρροια της γενικότερης οικονομικής
κρίσης στη Χώρα. Με βάση τα ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο πιθανολογεί ότι η
ασκηθείσα έφεση του αιτούντος κατά της υπ' αρ
. απόφασης του Ειρηνοδικείου
Αθηνών, που βάλλει μεταξύ άλλων και κατά της αιτιολογίας με την οποία η
εκκαλουμένη έκανε δεκτή την κατά τρόπο ορισμένο πάντως - υποβληθείσα ένσταση
της καθ' ής περί δολίας περιέλευσης του αιτούντος σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών
και απέρριψε για τον λόγο αυτό την αίτηση, θα γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη
και θα υπαχθεί αυτός στις διατάξεις του ν. 3869/2010, γενομένης δεκτής της
αίτησης του. Μετά ταύτα και δεδομένου ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση λήψης ασφαλιστικών
μέτρων λόγω της ήδη αρξάμενης αναγκαστικής εκτέλεσης,
η οποία πιθανολογείται ότι θα προκαλέσει ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος,
καθώς σε περίπτωση που αυτή προχωρήσει και οδηγήσει σε πλειστηριασμό ακινήτου
του αιτούντος, θα καταστεί χωρίς αντικείμενο η κρίση του δικάζοντος την έφεση
Δικαστηρίου, ειδικώς ενόψει της εφαρμογής του άρ. 9
παρ. 2 του Ν. 3869/2010, θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η υπό κρίση
αίτηση και να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται
από την 2η καθ' ής, δυνάμει της εκδοθείσας μετά από
αίτηση της 1ης καθ' ής - υπ' άρ.
διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την παραπόδας από επιταγή προς εκτέλεση, μέχρι την έκδοση απόφασης
επί της ασκηθείσης έφεσης κατά της υπ' αρ. ; οριστικής απόφασης του
Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αναστολή η
οποία συνεπάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων
του οφειλέτη. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 8 § 6 του Ν. 3869/2010, που βρίσκει εν προκειμένω εφαρμογής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ
αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ
την αίτηση κατά ένα μέρος.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ
την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την 2ης καθ' ής, δυνάμει της - εκδοθείσας μετά από αίτηση της 1ης καθ' ής - υπ' αρ.
διαταγής πληρωμής της Δικαστού του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την παραπόδας από
επιταγή προς εκτέλεση, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσης από τον
αιτούντα έφεσης κατά της υπ' αρ
. οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών,
που εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη
δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων των
διαδίκων, στις 23/3/2020.
ΓΙΑ
ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ