ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 8827/2022

 

Περιουσιακές διαφορές - Ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισής του - Έφεση - Μη χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος - Εξαίρεση - Καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης - Δεδικασμένο - Ταυτότητα διαδίκων - Μη νομιμοποίηση -.

 

Απόρριψη αγωγής λόγω έλλειψης νομιμοποίησης. Κανόνας περί μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος άνευ άσκησης έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση προς περαιτέρω κατ’ ουσία συζήτηση. Προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ταυτότητα προσώπων. Τροχαίο ατύχημα προκληθέν από μοτοσικλέτα η οποία κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν καλυπτόταν από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, λόγω ακυρώσεως από αυτή του οικείου ασφαλιστήριου συμβολαίου. Γνωστοποίηση της ακύρωσης στο Ελληνικό Κέντρο Πληροφοριών. Επίκληση δεδικασμένου προηγούμενης απόφασης, χωρίς όμως να συντρέχει η προϋπόθεση της ταυτότητας των διαδίκων μεταξύ των δύο υποθέσεων. Έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας. Απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 8827/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ιωάννα Αλεξίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Ευαγγελία Τσαβλή.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 14-1-2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ., κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευάγγελου Μπιτσαξή, βάσει δηλώσεως.

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος δεν παραστάθηκε και 2) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «AIG EUROPE SSA/ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΕΛΛΑΔΟΣ» (πρώην «AIG EUROPE LIMITED»), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Στυλιανού Μπεζαντέ, βάσει δηλώσεως.

 

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 29/4/2013 και με αριθμό κατάθεσης ./2013 αγωγή της κατά των εφεσίβλητων και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμό 4200/2018 οριστική απόφαση του, αφού θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα όσον αφορά τον 1° εναγόμενο, ως προς τον οποίο χώρησε παραίτηση εκ του δικογράφου της αγωγής, απέρριψε την αγωγή. Κατά της πιο πάνω απόφασης η εναγόμενη άσκησε την από 1/3/2019 και με αριθμό κατάθεσης ./2019 έφεση της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1378/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων, κατόπιν δηλώσεων τους, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αρ. 4200/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ζημίες από αυτοκίνητο καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης του), ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και συγκεκριμένα πριν από την παρέλευση δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ), αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αρμοδίως φέρεται δε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ίδιου Κώδικα), μόνο όμως ως προς τη δεύτερη των εφεσίβλητων, που ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη, ενώ, αντιθέτως, απαραδέκτως στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου Αθανασίου Βλαβιανού, ως προς τον οποίο είχε χωρήσει παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κι επομένως θεωρείται ότι ως προς αυτόν δεν ασκήθηκε η με αρ. κατ. ./2013 αγωγή. Επομένως, ως προς τον πρώτο των εφεσίβλητων πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη, κατ' άρθρα 68, 73, 294, 295 και 517 ΚΠολΔ.

 

Με την από 29/4/2013 και με αριθμό κατάθεσης ./2013 αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι στις 2/2/2013, προκλήθηκε αυτοκινητικό ατύχημα από αποκλειστική υπαιτιότητα του 1ου εναγόμενου ., οδηγού της υπ' αρ. κυκλ. ΒΙΡ-. δίκυκλης μοτοσικλέτας, η οποία ήταν ασφαλισμένη στη 2η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, υπό τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, με αποτέλεσμα να προκληθούν υλικές ζημίες στο υπ' αρ. κυκλ. ΥΗΟ- . ΙΧΕ αυτοκίνητο κυριότητας της ενάγουσας και ζήτησε, μετά από περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον το χρηματικό ποσό των 566,54 ευρώ, ως αποζημίωση για τις θετικές ζημίες που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος, αλλά και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμό 4200/2018 οριστική απόφαση του, αφού θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα όσον αφορά τον 1° εναγόμενο, ως προς τον οποίο χώρησε παραίτηση εκ του δικογράφου της αγωγής, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, κάνοντας δεκτή την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης που είχε υποβάλει η εναγόμενη, ισχυριζόμενη ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν κάλυπτε ασφαλιστικά τη ζημιογόνο δίκυκλη μοτοσικλέτα. Κατά της πιο πάνω απόφασης παραπονείται τώρα η ενάγουσα με τον λόγο που αναφέρεται στην έφεση της και ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει ο έχων έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επιδίκου δικαιώματος, ενώ παθητικά εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή, για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 614/2016), χωρίς, καταρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη εξάλλου νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών,    συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 2102/2007 Δνη 49. 492, ΕφΠειρ 14/2015, ΕφΘεσ 424/2010 Νόμος), ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει, καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της ειδικής έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξη της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί μη νομιμοποιήσεως περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ' ουσίαν αβάσιμη λόγω ελλείψεως (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως.

 

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθιερώνεται ότι επί εφέσεως κατ' αρχήν ισχύει ο κανόνας της non reformatio in pejus, ήτοι της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος άνευ άσκησης έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο. Εξαίρεση του κανόνα τούτου εισάγεται με την διάταξη του άρθρου 536 παρ 2 ΚΠολΔ, στην οποία ορίζεται ότι η αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, χωρίς την άσκηση ιδίας εφέσεως ή αντεφέσεως από τον εφεσίβλητο, δεν ισχύει, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση προς περαιτέρω κατ' ουσία συζήτηση, διότι τότε αυτό υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλαδή δεν δικάζει πλέον την έφεση αλλά την αγωγή, και μπορεί και να χειροτερεύσει ακόμη και την θέση του εκκαλούντος, αλλ' όμως, κατά ρητή επιταγή της ιδίας διάταξης εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Συνεπώς, προϋπόθεση εφαρμογής της εξαίρεσης της παρ. 2 είναι όχι απλώς το σφάλμα της πρωτόδικης απόφασης και η συνεπεία αυτού εξαφάνιση της αλλά και η δυνατότητα έρευνας της διαφοράς κατ' ουσίαν. Αν η αγωγή απερρίφθη πρωτοδίκως για τυπικό λόγο (ως αόριστη) ή ως νόμω αβάσιμη, χωρίς δηλαδή να ερευνηθεί η ουσία αυτής, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι η αγωγή ήταν ορισμένη ή παραδεκτή ή νόμω βάσιμη, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, δύναται να κρατήσει την υπόθεση, να ερευνήσει την ουσία αυτής και να απορρίψει αυτήν κατ' ουσίαν, ανεξαρτήτως του εάν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υποθέσεως.

 

Εν προκειμένω, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι σε αυτήν η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το ζημιογόνο όχημα ήταν κατά τον χρόνο του ατυχήματος ασφαλισμένο στη 2η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία για τις έναντι τρίτων προξενούμενες ζημίες. Η δε εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ισχυρίστηκε το αντίθετο, ότι δηλαδή το ζημιογόνο όχημα δεν ήταν ασφαλισμένο σε αυτήν κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αγωγή περιείχε επίκληση των απαραίτητων για την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης περιστατικών, η δε αμφισβήτηση των περιστατικών αυτών από την τελευταία συνιστούσε όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, κατ' αποδοχή, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, της ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης που πρόβαλε η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου. Θα πρέπει λοιπόν κατά παραδοχή, του μοναδικού λόγου έφεσης, και αφού επιστραφεί στην εκκαλούσα το παράβολο άσκησης αυτής κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, ενώ στη συνέχεια το Δικαστήριο θα κρατήσει την υπόθεση και θα την δικάσει στην ουσία της.

 

Το άρθρο 11α του ΠΔ 237/1986, "Κωδικοποίηση των διατάξεων του ν. 489/1976 περί υποχρεωτικής ασφάλισης της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης", όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α' 100/14-05-2007), και πριν από την αντικατάσταση του με το Ν. 4261/2014 (έναρξη ισχύος 05-05-2014), όριζε τα εξής: «1. Τα μέρη που συμβάλλονται στην Ασφαλιστική σύμβαση μπορούν να λύουν αυτήν, οποτεδήποτε, με έγγραφη συμφωνία. Η λύση της σύμβασης γνωστοποιείται, με επιμέλεια του Ασφαλιστή, στο Κέντρο Πληροφοριών, που προβλέπεται στο όρθρο 27β (ήτοι, την εκεί οριζόμενη υπηρεσιακή μονάδα της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, ενώ ήδη, μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4364/2016, το Κέντρο Πληροφοριών αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του Επικουρικού Κεφαλαίου) και ισχύει έναντι των τρίτων μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από τη γνωστοποίηση αυτή. 2. α) Ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος μπορούν να καταγγέλλουν την ασφαλιστική σύμβαση, οποτεδήποτε, με γραπτή δήλωση η οποία επιδίδεται στον ασφαλιστή ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτόν διαμεσολαβητή, επί αποδείξει. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση αυτής στον ασφαλιστή, β) Ο Ασφαλιστής μπορεί, με γραπτή δήλωση, να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση μόνο για παράβαση ουσιώδους όρου αυτής από το λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο, βαρυνόμενος με την απόδειξη της παράβασης. Με τη δήλωση της καταγγελίας, η οποία επιδίδεται στον λήπτη της ασφάλισης και τον ασφαλισμένο με συστημένη επιστολή ή επί αποδείξει, γνωστοποιείται ότι, η μη συμμόρφωση τους με τον παραβιασθέντα ουσιώδη όρο εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της καταγγελίας, επιφέρει τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης, γ) Η καταγγελία επιδίδεται στη διεύθυνση της κατοικίας ή διαμονής του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο. Ως κατοικία ή διαμονή θεωρείται και η τελευταία διεύθυνση που ο λήπτης της ασφάλισης και ο ασφαλισμένος δήλωσαν εγγράφως στον Ασφαλιστή. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται ανεξάρτητα από την άρνηση του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου να παραλάβουν αυτήν ή τη μη ανεύρεση τους στις διευθύνσεις κατοικίας ή διαμονής του προηγούμενου εδαφίου ή τη μη προσέλευση τους στο Ταχυδρομείο για την παραλαβή της, εκτός εάν ο λήπτης της ασφάλισης και ο ασφαλισμένος αποδείξουν ότι, ανυπαιτίως, δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της καταγγελίας, δ) Αν την καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης ασκεί ο Ασφαλιστής, υποχρεούται να κοινοποιεί αυτήν στο Κέντρο Πληροφοριών, η σχετική βεβαίωση του οποίου αποτελεί πλήρη απόδειξη του περιεχομένου της. Αν την καταγγελία ασκεί ο λήπτης της ασφάλισης, ο ασφαλιστής γνωστοποιεί τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης στο Κέντρο Πληροφοριών. 3. Ο Ασφαλιστής μπορεί να επικαλεσθεί τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από τη γνωστοποίηση της στο Κέντρο Πληροφοριών, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο δ’ της προηγούμενης παραγράφου. 4. Η ασφαλιστική σύμβαση ισχύει για όσο χρόνο ορίζεται στο ασφαλιστήριο και ανανεώνεται κάθε φορά, αυτοδικαίως, για ίσο χρόνο, εκτός εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη γνωστοποιήσει στο άλλο, με συστημένη επιστολή ή επί αποδείξει, την εναντίωσή του τριάντα (30) ημέρες πριν από τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής μπορεί να επικαλεσθεί τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την εκ μέρους του γνωστοποίηση της στο Κέντρο Πληροφοριών. 5. Η ισχύς της ασφαλιστικής σύμβασης αναστέλλεται από την έκδοση πρόσθετης πράξης του ασφαλιστή, μετά από έγγραφη αίτηση του λήπτη της ασφάλισης. Ο Ασφαλιστής μπορεί να επικαλεσθεί την αναστολή αυτή έναντι του ζημιωθέντος τρίτου μετά την έκδοση της πρόσθετης πράξης και την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την εκ μέρους του γνωστοποίηση της στο Κέντρο Πληροφοριών. Η ανωτέρω αναστολή ισχύει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και πάντως για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριάντα (30) ημερών. Εάν η αναστολή χορηγείται για αόριστο χρόνο, η ασφαλιστική σύμβαση επανέρχεται σε ισχύ από την παραλαβή, εκ μέρους του ασφαλιστή, σχετικής έγγραφης αίτησης του λήπτη της ασφάλισης. Εάν η αναστολή χορηγείται για ορισμένο χρόνο, η ισχύς της ασφαλιστικής σύμβασης παρατείνεται για χρόνο ίσο με το χρόνο της αναστολής ή επιστρέφονται τα ασφάλιστρα που αντιστοιχούν στο χρόνο της αναστολής, κατά τη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών». Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 11 παρ. 1 και 2 του ίδιου ΠΔ, «1. Με την επιφύλαξη του δικαιώματος άσκησης αγωγής κατά του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου και του οδηγού, ο Ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου, όταν αυτός ασκεί την αξίωση της παραγράφου 1 του άρθρου 10, ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση. 2. Κατά ζημιωθέντος τρίτου, η ακύρωση, η λύση, η λήξη ή η αναστολή της ασφαλιστικής σύμβασης μπορεί να αντιταχθούν, μόνο εάν το ατύχημα συνέβη μετά πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από τη γνωστοποίηση, εκ μέρους του ασφαλιστή, της ακύρωσης, της λύσης, της λήξης ή της αναστολής της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11α».

 

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321 και 325 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεδικασμένο, το οποίο εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι τελεσίδικες αποφάσεις των δικαστηρίων, ακόμη και οι άδικες και εσφαλμένες, υπάρχει δε αυτό μεταξύ των ίδιων προσώπων, που παρίστανται στη νέα δίκη με την ίδια ιδιότητα, της οποίας δεν υπάρχει μεταβολή σε περίπτωση εναλλαγής της διαδικαστικής θέσης αυτών (από ενάγων εναγόμενος και αντίστροφα), μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία.

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και από τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν νομίμως μετ' επικλήσεως, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 2/2/2013 και περί ώρα 13:00, το με αρ. κυκλ. ΥΗΟ-. ΙΧΕ αυτοκίνητο της ενάγουσα και ήδη εκκαλούσας ήταν σταθμευμένο προσωρινά στην αριστερή πλευρά της οδού . στην Αθήνα, στο ύψος του αρ. .. Την ίδια στιγμή, η με αρ. κυκλ. ΒΙΡ-. δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του ., επιχειρώντας ελιγμό ανάμεσα σε διερχόμενο αυτοκίνητο και το όχημα της ενάγουσας, ήρθε σε επαφή με το τελευταίο. Το συμβάν έγινε αντιληπτό από τον σύζυγο της ενάγουσας ., ο οποίος ήταν παρών στο περιστατικό και κατέθεσε ως μάρτυρας σε έτερη, με αρ. κατ. ./2015, αγωγή, που άσκησε για το ίδιο περιστατικό η ενάγουσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου (βλ. με αρ. ./2016 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Όσον αφορά ωστόσο την ασφάλιση της ζημιογόνας δίκυκλης μοτοσικλέτας κατά τον χρόνο του ατυχήματος, αυτή δεν καλυπτόταν από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, διότι η τελευταία είχε ήδη από την 7/3/2012 ακυρώσει το με αρ. . ασφαλιστήριο συμβόλαιο με προβλεπόμενο χρόνο ισχύος από 30/3/2012 έως 30/3/2013 (βλ. με αρ. Ε. πρόσθετη πράξη) λόγω ύπαρξης άλλου συμβολαίου και συγκεκριμένα του με αρ. . συμβολαίου της ασφαλιστικής εταιρίας ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ, ακύρωση την οποία γνωστοποίησε στις 9/3/2012 στο Ελληνικό Κέντρο Πληροφοριών, όπως προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 2 και 11α παρ. 3 του ΠΔ 237/1986, "Κωδικοποίηση των διατάξεων του ν. 489/1976 περί υποχρεωτικής ασφάλισης της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης". Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την με αρ. πρωτ. ./21.5.2013 βεβαίωση του Ελληνικού Κέντρου Πληροφοριών (το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 27 β του ν. 489/1976 και αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του Επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων). Συνεπώς, εφόσον είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των 16 ημερών από τη γνωστοποίηση της ακύρωσης στο Ελληνικό Κέντρο Πληροφοριών έως την επέλευση του ατυχήματος, και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία δεν ευθύνεται έναντι της ενάγουσας για τις ζημίες από τη λειτουργία της ως άνω δίκυκλης μοτοσικλέτας. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, για την απόδειξη της παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης, επικαλείται την με αρ. ./2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε επί της με αρ. κατ. ./2015, αγωγής που άσκησε για το ίδιο περιστατικό η ενάγουσα σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου και απέρριψε αυτήν, αποφαινόμενη ότι, με βάση έγγραφο της ΥΣΑΕ (Υπηρεσίας Στατιστικής Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων), η ζημιογόνος μοτοσικλέτα ήταν ασφαλισμένη κατά τον χρόνο του ατυχήματος στην εναγόμενη. Ωστόσο, από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει δεσμευτικό για το παρόν δικαστήριο δεδικασμένο, καθόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση της ταυτότητας των διαδίκων μεταξύ των δύο υποθέσεων. Εξάλλου, αντίθετα με τη βεβαίωση του αρμόδιου κατά νόμο Ελληνικού Κέντρου Πληροφοριών, τα πληροφοριακά έγγραφα της ΥΣΑΕ (Υπηρεσίας Στατιστικής Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων) δεν αποτελούν απόδειξη περί της ακυρώσεως ή μη της ασφαλιστικής σύμβασης και περί της γνωστοποίησης της ακύρωσης στο Ελληνικό Κέντρο Πληροφοριών. Επισημαίνεται επίσης ότι, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο κατά την άσκηση της αγωγής, όπως παρατέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, προϋπόθεση για να επικαλεστεί ο ασφαλιστής έναντι του ζημιωθέντος τρίτου την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης, είναι η πάροδος δεκαέξι (16) ημερών από τη γνωστοποίηση, εκ μέρους του ασφαλιστή, της ακύρωσης στο Ελληνικό Κέντρο Πληροφοριών, προϋπόθεση που εν προκειμένω πληρούται. Ενόψει τούτων η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, η οποία για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

 

Συνακόλουθα, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή του ;λόγου έφεσης που κρίθηκε ουσιαστικά βάσιμος, το Δικαστήριο θα κρατήσει την υπόθεση και θα δικάσει την αγωγή κατά την ίδια διαδικασία, απορρίπτοντας την ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, εφόσον η έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε' ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα επιβληθούν στην εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 178 παρ. 1), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του 1ου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την έφεση ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά τυπικά και κατ' ουσία την έφεση κατά της υπ' αρ. 4200/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της κατά την άσκηση της εφέσεως της.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση.

 

ΚΡΑΤΕΙ και

 

ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση στην ουσία της.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων (350) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, στην Αθήνα και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 26 Αυγούστου '22.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ