ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 41/2021
Αμετάκλητη απόφαση. Αμοιβή δικηγόρου. Η σύμβαση
εργολαβίας δίκης δεν προϋποθέτει για το κύρος της τήρηση εγγράφου τύπου, εκτός
αν αφορά εργατικές και αυτοκινητικές διαφορές. Υπολογισμός αμοιβής επί του
επιδικασθέντος συνολικού ποσού, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, και όχι επί του
καθαρού. Σώρευση αιτημάτων καταβολής
αμοιβής από εργολαβία δίκης και αμοιβή από προφορική εντολή κατάρτισης
συμφωνητικών εκμίσθωσης ακινήτου. Στοιχεία που πρέπει να διαλαμβάνονται στο
δικόγραφο για το ορισμένο αγωγής του δικηγόρου. Παθητική νομιμοποίηση επί
αγωγής καταρτισθείσης με τον αντιπρόσωπο και στρεφομένης και κατά του
αντιπροσωπευόμενου. Παθητική οφειλή εις ολόκληρον
προς πληρωμή της όλης αμοιβής κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων.
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατ΄ άρθρο 281 Α.Κ.
Δεν επιτρέπεται η αμοιβή του δικηγόρου για κάθε εργασία του να υπολείπεται των
ελαχίστων ορίων, που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ.
Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954). Ο εντολέας δεν
επιτρέπεται να αντιτάξει ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή-άκυρη η συμφωνία.
Νόμιμο το αίτημα της καταψήφισης τόκων υπερημερίας μετά την εν μέρει μετατροπή
του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό. Ο
Φ.Π.Α υπολογίζεται πλέον της αμοιβής, καθώς αποτελεί πρόσθετη επιβάρυνση εκ του
νόμου. Νόμιμη η καταβολή τόκων επί του ποσού του Φ.Π.Α. για το χρόνο μετά την
πλήρη εξόφληση του κονδυλίου της αγωγής. Δεν λαμβάνεται υπόψη ένορκη βεβαίωση
μάρτυρα όταν στην κλήση για εξέταση μαρτύρων δεν αναφέρεται το επάγγελμα του
μάρτυρα. Αποδεικτική δύναμη ανυπόγραφου εγγράφου. Απόφαση προσωρινά εκτελεστή
για όλο το επιδικασθέν ποσό. Επιδίκαση
πλήρους δικαστικής δαπάνης και δικηγορικής αμοιβής στην ενάγουσα δικηγόρο που παραστάθηκε, καθώς και στον πληρεξούσιο
δικηγόρου της.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΑΜΟΙΒΩΝ
Αριθμός
απόφασης 41/2021
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντοπούλου Βασιλική,
Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του
Πρωτοδικείου Αθηνών και από την Γραμματέα Αθανασοπούλου Παναγιώτα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22
Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της Καλούσας - Ενάγουσας: ., Δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου
Αθηνών, οδός ., με ΑΦΜ ., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με την ιδιότητα της
ως δικηγόρου (AM ΔΣΑ .) και μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου
Μπάκα (AM ΔΣΑ 24492).
Των Καθ' ων η Κλήση - Εναγομένων : 1. . και 2. . οι
οποίες παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων Μαρίας ΦΩΤΙΟΥ (AM ΔΣΑ
020468) και Βασιλικής ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ (AM ΔΣΑ 015079).
Η καλούσα - ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από
27-09-2019 Αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του δικαστηρίου με
αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./02-10-2019 και προσδιορίστηκε αρχικά για την
δικάσιμο της 26-11-2019 και εγγράφηκε στο πινάκιο, ακολούθως αναβλήθηκε για τη
δικάσιμο της 03-11-2020, πλην όμως με την υπό κρίση από 05-12-2019 και με
αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./07-01-2020 κλήση της προσδιορίστηκε στη
συντομότερη δικάσιμο της 17-03-2020, οπότε η συζήτηση της ματαιώθηκε λόγω
επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων
και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας, και εν συνεχεία επαναπροσδιορίστηκε
οίκοθεν κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο
πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου
πινακίου και κατά τη συζήτηση της, η καλούσα - ενάγουσα παριστάμενη
αυτοπροσώπως ως δικηγόρος καθώς και οι πληρεξούσιο δικηγόροι των καθ' ων η
κλήση - εναγομένων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά
όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
Νόμιμα φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου
αυτού, κατόπιν οίκοθεν επαναπροσδιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 74 § 2 του Ν.
4690/2020 (ΦΕΚ Α' 104/30.05.2020), η από 05-12-2019 και με αριθμό κατάθεσης
δικογράφου ./07-01-2020 κλήση της καλούσας - ενάγουσας, με την οποία αυτή ζητά
να γίνει δεκτή η από 27-09-2019 αγωγή, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του
δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./02-10-2019 και προσδιορίστηκε
αρχικά για την δικάσιμο της 26-112019 και εγγράφηκε στο πινάκιο, ακολούθως
αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 03-11-2020, πλην όμως με την υπό κρίση από
05-12-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./07-01-2020 κλήση της
προσδιορίστηκε στη συντομότερη δικάσιμο της 17-03-2020, οπότε και η συζήτηση
της ματαιώθηκε λόγω επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας
όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας, για το χρονικό
διάστημα από 16-03-2020 έως και 27-03-2020, σύμφωνα με το άρθρο τρίτο παρ. 1
περ. α της ΚΥΑ ΔΙα/ΓΠ.οικ.18176/2020 (ΦΕΚ 864/Β/15-3-2020).
ΜΕΛΕΤΗΣΕ
ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111
παρ. 2 και 216 παρ. 1 οτοιχ. α και β του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση
των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκηση της από τον
ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της
διαφοράς. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή
όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη
νομότυπη την άσκηση της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης, λόγω
αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον
εναγόμενο. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις,
ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την
εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 837/2019, ΑΠ 1864/2011, ΑΠ 329/2007 σχετ. ΑΠ 862/2015, ΑΠ 291/2015).
Ειδικότερα, εάν πρόκειται για αγωγή περί καταβολής
αμοιβής, αποζημιώσεων ή/και εξόδων που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των
διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 622Α του ΚΠολΔ), ασκούμενη από δικηγόρο, για το ορισμένο της αγωγής,
πρέπει να γίνουν οι κάτωθι διακρίσεις: στην περίπτωση της κατάρτισης σύμβασης
εργολαβίας δίκης, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση
της αμοιβής μετά την επιτυχή περάτωση της ανατεθείσας στο δικηγόρο εργασίας
αρκεί στο οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνονται: α) η συμφωνία μεταξύ του
δικηγόρου και του εντολέως του για την κατάρτιση
σύμβασης εργολαβίας δίκης και το αντικείμενο αυτής, με περαιτέρω μνεία του
ρητώς συμφωνηθέντος όρου ότι σε περίπτωση αποτυχίας ο δικηγόρος δεν θα
δικαιούται να λάβει την αμοιβή, β) το ύψος της αμοιβής με μνεία του
συμφωνηθέντος ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης ή της αναληφθείσας
εργασίας και της αξίας αυτών μετά την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας και
γ) η επιτυχής τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς με τη δικαίωση του εντολέα ή η
επιτυχής ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας με τη διενέργεια των αναγκαίων
προς τούτο δικαστικών ή εξώδικων πράξεων εκ μέρους του δικηγόρου (ΑΠ 108/2020
ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 396/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 598/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1388/2015 ΝΟΜΟΣ).
Αντιθέτως στις περιπτώσεις εκείνες που δεν έχει
καταρτισθεί σύμβαση εργολαβίας δίκης, ούτε έχει συναφθεί καθαρά άνευ αιρέσεως
συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ως προς το ύψος της οφειλομένης
στον τελευταίο αμοιβής, ή όπου η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία προβλέπει αμοιβή
κατώτερη των ελάχιστων ορίων ή όπου η συμφωνηθείσα αμοιβή καθορίσθηκε στην
προβλεπόμενη από τα άρθρα του Κώδικα των Δικηγόρων ελαχίστη αμοιβή σε ποσοστό
επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης ή της δικαιοπραξίας ή του είδους της
διεκπεραιωθείσας εργασίας, για το ορισμένο της αγωγής του δικηγόρου πρέπει στο
οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνεται: α) η συμφωνία των διαδίκων για ανάθεση της
εντολής στο δικηγόρο και το αντικείμενο αυτής, β) οι όροι αυτής για το ύψος της
συμφωνηθείσας αμοιβής στα ανωτέρω πλαίσια ή η μνεία ότι δεν υπήρξε μεταξύ των
μερών συμφωνία ως προς το ύψος της οφειλομένης αμοιβής, γ) η εκτέλεση της
εντολής αυτής με την διενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της
ανατεθείσας εντολής δικαστικών και εξώδικων πράξεων από τον δικηγόρο που πρέπει
να διαλαμβάνονται λεπτομερώς στο οικείο δικόγραφο και δ) η αναγραφή της αξίας
του αντικειμένου της δίκης ή της αξίας της δικαιοπραξίας ή του είδους της
διεκπεραιωθείσας εργασίας σε συνάρτηση με τις επί μέρους διαδικαστικές
ενέργειες στις οποίες προέβη ο δικηγόρος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον
υπολογισμό της οφειλόμενης εκάστοτε ελάχιστης αμοιβής και η αναφορά της
οφειλομένης για κάθε επί μέρους ενέργεια αμοιβής, με βάση τα προβλεπόμενα από
τον Κώδικα των δικηγόρων ελάχιστα όρια (ΑΠ 108/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 945/2019 ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 180/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 556/2009), (με παράθεση αυτών στον
προβλεπόμενο από το άρθρο 680 του ΚΠολΔ πίνακα, προ
της καταργήσεως του άρθρου 680 εμμέσως με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο Ν. 4335/2015
με έναρξη ισχύος από 01-01-2016).
II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211- 212
του ΑΚ προκύπτει ότι επί αγωγής εκ συμβάσεως καταρτισθείσης με τον αντιπρόσωπο
και στρεφόμενης κατά του αντιπροσωπευομένου
απαιτείται για το ορισμένο κατά νομική βασιμότητα της αγωγής ως προς την
παθητική, νομιμοποίηση του εναγομένου, να επικαλεσθεί ο ενάγων και σε περίπτωση
αμφισβητήσεως να αποδείξει, εκτός άλλων και ότι ο αντισυμβληθείς
με αυτόν ως αντιπρόσωπος του εναγομένου είχε επιχειρήσει τη σύμβαση επ' ονόματι
εκείνου και είχε καταστήσει ρητά γνωστό στον ενάγοντα ότι η εκ της συμβάσεως
ενέργεια θα παραχθεί όχι γι' αυτόν αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο εναγόμενο η
ότι αυτό (το ότι δηλαδή είχε καταστήσει φανερό στον ενάγοντα ότι η εκ της
συμβάσεως ενέργεια θα παραχθεί όχι γι' αυτόν αλλά για τον
αντιπροσωπευόμενο-εναγόμενο) δεν είχε μεν δηλωθεί ρητά σ' αυτόν από τον αντισυμβληθέντα αντιπρόσωπο, αλλά συνάγονταν οπωσδήποτε από
τις περιστάσεις τις οποίες πρέπει να προσδιορίζει και να επικαλείται ο ενάγων.
Σε περίπτωση όμως, που ο εναγόμενος αμφισβητήσει την αντιπροσωπευτική εξουσία
του προσώπου που φέρεται ότι ενήργησε για λογαριασμό του, ο ενάγων πρέπει να
αποδείξει ότι το τελευταίο τούτο πρόσωπο είχε την εξουσία να εκπροσωπήσει τον
εναγόμενο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 480 ΑΚ "Αν περισσότεροι οφείλουν
διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε
περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε
δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος". Κατά δε το άρθρο 481 ΑΚ
"Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση
περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ' αυτούς έχει την υποχρέωση
να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει
μόνο μια φορά". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να υπάρξει ενοχή
εις ολόκληρον, πρέπει η απαίτηση καθενός των
περισσοτέρων δανειστών ή η υποχρέωση καθενός των περισσοτέρων οφειλετών να
αφορά την ίδια παροχή και, επιπλέον, οι περισσότερες ενοχές (απαιτήσεις ή
υποχρεώσεις) που αφορούν τους περισσότερους δανειστές ή οφειλέτες να έχουν
μεταξύ τους καθολική συνδετική σχέση, δηλαδή να συνδέονται με τον ίδιο κοινό
σκοπό και τον ίδιο γενεσιουργό λόγο. Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ως
κανόνας στις πολυπρόσωπες ενοχές, οι οποίες αφορούν διαιρετές παροχές, η κατ'
ισομοιρία ευθύνη και το κατ' ισομοιρία δικαίωμα, αντίστοιχα, ενώ η εις ολόκληρο
ενοχή και, ειδικότερα, η παθητική εις ολόκληρον ενοχή
αναγνωρίζεται μόνο όταν αυτή συνιστάται με αναμφίβολη δήλωση βούλησης των
συμβαλλομένων ή καθιερώνεται από το νόμο. Τέτοια εκ του νόμου παθητική εις
ολόκληρο ενοχή καθιερώνουν οι διατάξεις των άρθρων 167 και 168 του Κωδικός των
Δικηγόρων ν.δ. 3026/1954 οι οποίες προβλέπουν την
αμοιβή του δικηγόρου όταν οι πράξεις ή εργασίες έγιναν ύστερα από εντολή
περισσοτέρων του ενός εντολέων. Ειδικότερα, με τη δεύτερη τούτων ορίζεται
"Επί πλειόνων εντολέων έκαστος τούτων είναι εις ολόκληρον
υπόχρεως προς πληρωμήν της
όλης αμοιβής είτε της συμπεφωνημένης είτε της κατά τας διατάξεις του παρόντος
νόμου οφειλομένης" (ΑΠ 598/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 214/2015 ΝΟΜΟΣ πρβλ και ΑΠ 1275/2018 ΕΠολΔ
2019.218)
III. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος
απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα
χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια
της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η
συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που
διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη δημιουργία μιας
αξίωσης μέχρι την άσκηση της, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να
επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη
άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού
ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή, με επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο,
μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ιδιαίτερες συνθήκες και διατηρήθηκε για
πολύ χρόνο. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και όταν
δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι
δεν πρόκειται να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη
μεταγενέστερη άσκηση αυτού. Απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές
συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά
του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του
δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της
επί μακρόν διαμορφωθείσας κατάστασης, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω
διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι
απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες,
αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων, πρέπει
να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην έλασσον του διά την παραγραφή του
δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να
ασκήσει το δικαίωμα του (ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990). Το
ζήτημα αν οι συνέπειες από την άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον
υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που
μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του
δικαιώματος του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος
καθίσταται μη ανεκτή από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς,
καταχρηστική και απαγορευμένη. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει
έντονο το χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που
απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις
των δικηγόρων προς καταβολή της ελαχίστης αμοιβής για την παροχή των νομικών
υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ.1, 98, 100 επ. του ν.δ. 3026/1954 "περί
Κωδικός των Δικηγόρων" (ΑΠ 229/2006). Ειδικότερα (α) κατ' άρθρο 91 παρ.1
του ως άνω κώδικα ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της
δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε
εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ' άρθρο 92 παρ.1 του ίδιου κώδικα (όπως
ισχύει μετά την προσθήκη του εδ. β' αυτής με το άρθρο
5 παρ.3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάσταση του
με το άρθρο 8 του ν. 1093/1980), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία
του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του και περιλαμβάνει είτε όλη τη
διεξαγωγή της δίκης, είτε μέρος της, είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσεως
εργασίες, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των
ελαχίστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ.
του ως άνω κώδικα. Κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ως άνω
καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεως της. Από τις
προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του
δικηγόρου ως εργαζόμενου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους αυτού ως
θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου για τη λήψη αμοιβής κατώτερης
των ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του
κώδικα δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο (πριν ή μετά την εκτέλεση της
συμφωνημένης εργασίας) και την μορφή υπό την οποία συνάπτεται, όπως άφεση
χρέους του άρθρου 456 ΑΚ ή άλλη συμφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη
γενομένη (ΑΚ 174, 180). Ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει
από τον εντολέα του για κάθε εργασία, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο
οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας δεν μπορεί ν' αντιτάξει κατά της
αξιώσεως προς καταβολή της εν λόγω αμοιβής ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη
αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Η αφορμή ή οι συνθήκες, όμως, υπό τις
οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από την ελάχιστη αμοιβή, το περιεχόμενο
του σχετικού εγγράφου κλπ. μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της
αντιθέσεως της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από το κύρος
της συμφωνίας, η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της ελάχιστης
αμοιβής ενδέχεται να καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκηση της. (ΑΠ Ολ 10/2012, ΑΠ 1453/2018, ΑΠ 439/2013, ΕφΘεσ
778/2017, ΝΟΜΟΣ). Πάντως η συμπεριφορά του δικαιούχου δικηγόρου δεν είναι
απαραίτητο να στηρίζεται μόνο σε θετικές ενέργειες του τελευταίου (πχ έγγραφη
παραίτηση, κατάρτιση συμφωνίας με περιεχόμενο έλλασον
του δικαιούμενου δικαιώματος κ.λπ.), αλλά μπορεί να στηρίζεται και σε
παραλείψεις, εφόσον αυτές συνοδεύονται από συνθήκες κάτω από τις οποίες εύλογα
θα ανέμενε κανείς από τον δικαιούχο να μη σιωπήσει αλλά να αντιδράσει,
δεδομένου ότι στις περιπτώσεις αυτές στην ουσία πρόκειται περί σιωπηρής
παραίτησης του δικηγόρου, η οποία, εάν είναι και αβίαστη, καθιστά κακόπιστη την
εν συνεχεία διεκδίκηση της νόμιμης αμοιβής του (βλ. ΑΠ 439/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 778/2007 Αρμ 2017.879).
Με την από 27-09-2019 αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά
διορθώθηκε με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της, αλλά και με δήλωση της
που επαναλήφθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα
με την παρούσα πρακτικά (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα
εκθέτει τα εξής : τυγχάνει εν ενεργεία δικηγόρος μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου
Αθηνών και στα πλαίσια της άσκησης του ελεύθερου επαγγέλματος του δικηγόρου,
τον Ιούνιο έτους 2012 συνήψε με την πρώτη εναγομένη ενεργούσα ατομικά και ως
αντιπροσώπου της δεύτερης εναγομένης θυγατέρας της, άτυπη προφορική σύμβαση
εργολαβίας δίκης, δια της οποίας συμφωνήθηκε : α) να προβεί η ενάγουσα σε κάθε
νόμιμη δικαστική ή εξωδικαστική ενέργεια προς αποζημίωση των εναγομένων από το
Ελληνικό Δημόσιο για την ψυχική οδύνη που οι τελευταίες υπέστησαν από το θάνατο
του υιού της πρώτης και αδερφού της δεύτερης εξ αυτών υπό τις περιστάσεις που
εκτίθενται στην αγωγή, και για την αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας τους, β) για
τις σχετικές νομικές και δικαστικές ενέργειες και τη διεξαγωγή της δίκης κατά
του Ελληνικού Δημοσίου κατ' άρθρα 105 Εισ.ΝΑΚ. σε
συνδυασμό με 297, 914, 929 παρ. 2 και 932 εδ. 3 ΑΚ,
συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση ευδοκίμησης των εν λόγω ενεργειών η αμοιβή της
ενάγουσας δικηγόρου, που συμφωνήθηκε καταβλητέα εις ολόκληρον
από τις εναγόμενες, θα κυμαινόταν σε ποσοστό ανερχόμενο μεταξύ 12 και 15%,
πλέον εξόδων και του αναλογούντος Φ.Π.Α., υπολογιζόμενο ανάλογα με το ύψος της επιδικασθησόμενης τελεσιδίκως ή της συμφωνηθείσας στο
πλαίσιο συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς αποζημίωσης κατά κεφάλαιο και
τόκους γ) σε περίπτωση αποτυχίας οι εναγόμενες θα βαρύνονταν μόνο με τα έξοδα
και ότι η ενάγουσα δικηγόρος δεν θα είχε δικαίωμα αμοιβής, δ) δήλη ημέρα
εκπλήρωσης της σχετικής υποχρέωσης των εναγομένων συμφωνήθηκε η ημέρα που το
Ελληνικό Δημόσιο θα κατέβαλε την αποζημίωση στις ήδη εναγόμενες, η ως άνω
συμφωνία καταρτίστηκε προφορικά, λόγω της μακρόχρονης φιλίας ενάγουσας και
πρώτης εναγομένης. Ακολούθως η ενάγουσα διεξήγαγε επιτυχώς τη σχετική δίκη,
αφού κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 09-05-2019
και με γενικό αριθμό κατάθεσης ./16-05-201 αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου,
επί της οποίας εκδόθηκε η 5528/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών,
με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή. Κατά της ως άνω αποφάσεως κατέθεσε την
από 06-04-2016 και με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2016 έφεση ενώπιον του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ενώ και το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κατ' αυτής την
από 08-02-2016 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 2066/2016 έφεση. Αμφότερες οι
εφέσεις προσδιορίστηκαν προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 12-10-2016,
ακολούθως κατόπιν αναβολής για τις 14-11-2016 και με νέα συναινετική αναβολή
για τις 08-03-2017, οπότε και με αμοιβαίες παραιτήσεις των διαδίκων μερών από
τις ασκηθείσες εφέσεις τους η δίκη καταργήθηκε με τις ΠΚΔ ./08-03-2017 και ΠΚΔ
./08-03-2017 αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου, ενόψει επιτευχθέντος εντωμεταξύ
εξωδικαστικού συμβιβασμού, για την επίτευξη του οποίου και τη διεξαγωγή των σχετικών
διαπραγματεύσεων οι εναγόμενες είχαν παράσχει στην ενάγουσα ειδική
συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα, δυνάμει της οποίας αυτή είχε ήδη υποβάλει
ενώπιον του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους την από 27-10-2016 και με αριθμό
πρωτοκόλλου ./01-112016 αίτηση των ήδη εναγομένων με θέμα «Εξωδικαστική Επίλυση
Εκκρεμούς Διαφοράς και Κατάργηση Δίκης». Επ' αυτής εκδόθηκε το 4578 Πρακτικό
Συμβιβασμού της Συνεδρίασης 57ης της 1ης Δεκεμβρίου 2016 του ΝΣΚ, που έγινε
δεκτό από τον Υπουργό Οικονομικών μετά την έκδοση του 4449/2016 Πρακτικού του Δ
Τμήματος ΝΣΚ περί παραπομπής του ζητήματος στην Ολομέλεια. Με το ως άνω
Πρακτικό Συμβιβασμού συμφωνήθηκε α) να παραιτηθεί το Ελληνικό Δημόσιο και
συγχρόνως οι αιτούσες/ενάγουσες (και ήδη εναγόμενες) από τις ως άνω ασκηθείσες
εφέσεις τους β) να καταβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο σε συμμόρφωση με την υπ'
αριθ. 5528/2015 οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (8™
Τριμελούς) και εντός των ορίων της συμβιβαστικής επίλυσης ης διαφοράς, στην μεν
., το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ (5.476) για έξοδα
κηδείας και το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ ως χρηματική
ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέσπη από το
θάνατο του υιού της και συνολικά το ποσό των εξακοσίων πέντε χιλιάδων
τετρακοσίων εβδομήντα έξι (605.476) ευρώ, νομιμοτόκως
με επιτόκιο 6% από την επίδοση της αγωγής (29-05-2013) μέχρις εξοφλήσεως,
παραιτούμενης, συνεπεία του συμβιβασμού από την είσπραξη του επιπλέον
επιδικασθέντος ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, στην δε, . ως χρηματική
ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του αδελφού της, το
ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, νομιμοτόκως
με επιτόκιο 6% από την επίδοση της αγωγής (29-05-2013) μέχρις εξοφλήσεως,
παραιτούμενης, συνεπεία του συμβιβασμού από την είσπραξη του επιπλέον ποσού των
πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Κατόπιν ενεργειών της ενάγουσας προς επιτάχυνση
της διαδικασίας, στις 20-12-2017 το Ελληνικό Δημόσιο κατέβαλε στις εναγόμενες
το ποσό του ενός εκατομμυρίου δέκα επτά χιλιάδων τριακοσίων πενήντα εννέα
(1.017.359,00 ) ευρώ, επιμεριζόμενο ως εξής : (α) Στην . (1η εναγομένη)
καταβλήθηκε από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Οικ. Έτους 2017, μέσω της
Τράπεζας της Ελλάδος, το συνολικό ποσό, κατά κεφάλαιο και τόκους, των
επτακοσίων εξήντα τεσσάρων επτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτών
(764.748,37 ευρώ), [ήτοι 605.476,00 κεφάλαιο + 159.212,37 τόκοι], σύμφωνα με το
υπ' αριθ. ./14-12-2017 Χρηματικό Ένταλμα και την ενσωματωμένη κατάσταση του
Υπουργείου Εσωτερικών Τομέα Προστασίας του Πολίτη, (β) Στην . (2η εναγομένη)
καταβλήθηκε, στις 20.12.2017, από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Οικ. Έτους
2017, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος το συνολικό ποσό, κατά κεφάλαιο και τόκους,
των διακοσίων πενήντα δύο χιλιάδων εξακοσίων δέκα ευρώ και εξήντα τριών λεπτών
(252.610,63 ευρώ), [ήτοι 200.000 ευρώ κεφάλαιο + 52.610,63 ευρώ τόκοι], σύμφωνα
με το υπ' αριθ. ./11-12-2017 Χρηματικό Ένταλμα και την ενσωματωμένη κατάσταση
του Υπουργείου Εσωτερικών Τομέα Προστασίας του Πολίτη. Ακολούθως με προφορική
συμφωνία μεταξύ ενάγουσας και πρώτης εναγομένης, η οποία ενεργούσε ατομικά και
ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, συμφωνήθηκε ο υπολογισμός της αμοιβής
της με βάση το ποσοστό 13%, καταβλητέο από 20-12-2017, επί του οικονομικού
αντικειμένου, ήτοι του ακαθαρίστου ποσού της αποζημίωσης ύψους συνολικά ενός
εκατομμυρίου δέκα επτά χιλιάδων τριακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και με τον τρόπο
αυτό υπολογίστηκε στα εκατόν τριάντα δύο χιλιάδες διακόσια πενήντα έξι ευρώ και
εξήντα επτά λεπτών (132.256,67 ευρώ), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ανερχομένου σε
24%. Λόγω της φιλικής τους σχέσης η ως άνω αμοιβή στρογγυλοποιήθηκε στα 130.000
ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% ποσού 31.200 ευρώ καταβλητέου με την εξόφληση της αμοιβής
της και την έκδοση της σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών από την ενάγουσα
και συνολικά εκατόν εξήντα μίας χιλιάδων διακοσίων (161.200,00) ευρώ. Έναντι
της ως άνω συνολικής αμοιβής, ως αυτή στρογγυλοποιήθηκε, η πρώτη εναγομένη
κατέβαλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 28.000 ευρώ, έκτοτε δε ουδέν άλλο
χρηματικό ποσό κατέβαλαν σε αυτήν οι εναγόμενες, αμφισβητώντας πλέον τη μεταξύ
τους συμφωνία για το ύψος της δικηγορικής αμοιβής με την από 21-02-2018 Εξώδικη
Δήλωση - Πρόσκληση - Διαμαρτυρία τους προς την ενάγουσα, επικαλούμενες
συμφωνηθείσα αμοιβή ανερχόμενη στο 10% επί του καθαρού ποσού των 941.28,21
ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Η ενάγουσα απάντησε στις ως άνω αιτιάσεις δια
της από 26-02-2018 Εξώδικης Απάντησης, Διαμαρτυρίας και Πρόσκλησης, που τους
επιδόθηκε στις 28-02-2018, καλώντας αυτές να προχωρήσουν στην καταβολή των
οφειλομένων σε τραπεζικό της λογαριασμό στην Τράπεζα Eurobank,
πλην όμως ουδέν κατέβαλαν. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα
ζητά 1Α. κατά την κύρια βάση της αγωγής της, την αμοιβή της κατόπιν συμφωνίας
εργολαβικού δίκης και συγκεκριμένα να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως
και εις ολόκληρον έκαστη, να της καταβάλουν για μεν
το οφειλόμενο κεφάλαιο το ποσό των εκατόν δύο χιλιάδων (102.000,00 ευρώ) νομιμοτόκως από 20-12-2017, που είχε συμφωνηθεί δήλη ημέρα
καταβολής της αμοιβής της, άλλως από την 01-03-2018, ήτοι την επομένη της
επίδοσης έγγραφης όχλησης, άλλως από επιδόσεως της αγωγής μέχρι την ολοσχερή
εξόφληση και για δε την απαίτηση για αναλογούντα ΦΠΑ 24% επί του συνόλου της
αμοιβής της (ποσού 130.000 ευρώ) να υποχρεωθούν να της καταβάλουν ενεχόμενες
αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό των τριάντα
μίας χιλιάδων διακοσίων (31.200,00) ευρώ νομιμοτόκως
από την καταβολή του κεφαλαίου και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ήτοι να
υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των (102.000 + 31.200=) εκατόν
τριάντα τριών χιλιάδων διακοσίων (133.200,00) ευρώ, νομιμοτόκως
κατά τις ως άνω διακρίσεις. Άλλως, 1Β. επικουρικά, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες
να καταβάλουν το ως άνω ποσό διαιρετά ως εξής: α) η πρώτη εναγομένη να
υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των εκατό χιλιάδων εκατόν είκοσι έξι ευρώ
και σαράντα τεσσάρων λεπτών (100.126,44 ευρώ) εκ του οποίου ποσό 76.673.40 ευρώ
που αφορά κεφάλαιο ανεξόφλητης αμοιβής νομιμοτόκως
από την 20-12-2017, που είχε συμφωνηθεί ως δήλη ημέρα καταβολής της αμοιβής
της, άλλως από την 01-03-2018 ήτοι την επομένη της επίδοσης έγγραφης όχλησης,
άλλως από επιδόσεως της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και ποσό είκοσι
τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων πένητα τριών ευρώ και τεσσάρων λεπτών (24.453,04
ευρώ) που αφορά ΦΠΑ 24% επί της αρχικώς οφειλόμενης αμοιβής, νομιμοτόκως από την καταβολή του κεφαλαίου και μέχρι την
ολοσχερή εξόφληση, β) η δεύτερη εναγομένη να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό
των τριάντα τριών χιλιάδων εβδομήντα τριών ευρώ και πενήντα έξι λεπτών
(33.073,56 ευρώ) εκ του οποίου ποσό εικοσιπέντε χιλιάδων τριακοσίων είκοσι έξι
ευρώ (25.326,60 ευρώ) που αφορά κεφάλαιο αμοιβής νομιμοτόκως
από την 20-12-2017 που είχε συμφωνηθεί ως δήλη ημέρα καταβολής της αμοιβής της,
άλλως από την 01-03-2018, ήτοι την επομένη της επίδοσης έγγραφης όχλησης, άλλως
από επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επτά
χιλιάδες επτακόσια σαράντα έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (7.746,96 ευρώ) που
αφορά ΦΠΑ 24% νομιμοτόκως από την καταβολή του
κεφαλαίου και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. 2. Α. Επικουρικά δε, σε περίπτωση
που κριθεί ότι μεταξύ αυτής και των εναγομένων δεν καταρτίσθηκε συμφωνία
αμοιβής ή αυτή για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι έγκυρη ή ισχυρή, ζητά να
υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον
τις ελάχιστες νόμιμες αμοιβές που αντιστοιχούν στις δικαστικές και εξώδικες
ενέργειες της, προσαυξανόμενες κατά περίπτωση από το Δικαστήριο, λαμβάνοντας
υπόψη την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, το χρόνο
που αυτή ανάλωσε και την σπουδαιότητα της διαφοράς. Ειδικότερα, η ενάγουσα,
συνυπολογίζοντας στο αίτημα της αγωγής αποζημίωσης και τους τόκους από την
επίδοση έως και την ημέρα συζήτησης της αγωγής, [αίτημα της αγωγής 2.105,476 +
νόμιμοι τόκοι 221.033,68], υπολογίζει αυτό στο ποσό των δύο εκατομμυρίων
εννιακοσίων είκοσι έξι χιλιάδων πεντακοσίων εννιά ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών
(2.926,509.68 ευρώ) και λαμβάνοντας αυτό ως αξία του αντικειμένου της δίκης
ζητά την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή της για την σύνταξη, υπογραφή και κατάθεση των
επίμαχων δικογράφων ως εξής: 1. ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για την σύνταξη της
ενδίκου αγωγής υπολογιζόμενη σε {2.926.509,68 Χ 2%:) 58.530.19 ευρώ πλέον ΦΠΑ
24%. 2. ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για την παράσταση ενώπιον του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών στην πρωτόδικη συζήτηση της αγωγής 822 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24 %,
ήτοι το ποσό της αξίας του ελαχίστου γραμματίου προκαταβολής εισφορών και
ενσήμων (Γραμμάτιο Προείσπραξης), δεδομένου ότι αυτή είναι υπερβάλλουσα σε
σχέση με τη νόμιμη αγωγή που ορίζει ο κώδικας. 3. ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για
την σύνταξη προτάσεων (υπομνήματος) ενάγοντος κατά την πρώτη συζήτηση της
αγωγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (2.926.509,68 Χ 1 %:)
29.265.10 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24%. 4. ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για την σύνταξη,
υπογραφή και κατάθεση, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έφεσης κατά της
πρωτόδικης απόφασης 235,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24%, ήτοι το ποσό της αξίας του
ελαχίστου γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (Γραμμάτιο Προείσπραξης),
και συνολικά ζητά το άθροισμα των ως άνω ποσών ήτοι ογδόντα οκτώ χιλιάδες
οκτακόσια πενήντα δύο ευρώ και είκοσι εννέα λεπτά (88.852,29 ευρώ) πλέον ΦΠΑ
24%, ήτοι συνολικά το ποσό των εκατόν δέκα χιλιάδων εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ
και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (110.176,84 ευρώ) συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.
Επικαλούμενη δε τις ειδικότερα και λεπτομερώς περιγραφόμενες στις σελίδες 34
έως και 37 της αγωγής ειδικές περιστάσεις που καθιστούν επιβεβλημένη την
επιδίκαση αυξημένης δικηγορικής αμοιβής, με βάση τα κριτήρια που καθορίζουν οι
διατάξεις του άρθρου 98 νδ. 3026/1954 άλλως του άρθρου 58 παρ. 5 του ν.
4194/2013, ζητά να υπολογιστεί η αμοιβή της με προσαύξηση : (α) 40 % επί της
ελάχιστης νόμιμης αμοιβής για την ασκηθείσα αγωγή, ήτοι 81.942,27 ευρώ πλέον
ΦΠΑ 24%, (β) 100 % επί της ελάχιστης νόμιμης αμοιβής για τη σύνταξη και
κατάθεση προτάσεων - υπομνήματος πρώτης συζήτησης, ήτοι 58.530,19 ευρώ πλέον
ΦΠΑ 24%, (γ) 1 % επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης για την σύνταξη και
κατάθεση έφεσης ήτοι 29.265,10 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και συναθροίζοντας τα ανωτέρω
ποσά στα ε 170.559,16 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά στα διακόσιες έντεκα
χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα τρία ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (211.493,36 ευρώ)
(συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Περαιτέρω ζητά επαυξημένη αμοιβή για τον
επιτευχθέντα εξωδικαστικό συμβιβασμό, υπολογιζόμενη σε ποσοστό 6 % επί του
οικονομικού αντικειμένου του συμβιβασμού συγκεκριμένα, 61.041,51 ευρώ, πλέον
ΦΠΑ 24% ήτοι εβδομήντα πέντε χιλιάδες επτακόσια ενενήντα ένα ευρώ και πενήντα
ένα λεπτά (75.791,51 ευρώ). Ήτοι η συνολική επικουρικώς αιτούμενη αξίωση της
ανέρχεται σε απαίτηση απόληψης αμοιβής ποσού διακοσίων τριάντα μας χιλιάδων
εξακοσίων ευρώ και εβδομήντα λεπτών (231.600,70 ευρώ) νομιμοτόκως
από την επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και σε απαίτηση ποσού
(231.600,70 Χ 24% =) πενήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ
και δεκαεπτά λεπτών (55.584,17 ευρώ) για αναλογούντα σε αυτή την αμοιβή
ΦΠΑ24%ο, (από το οποίο ζητά να αφαιρεθεί το ήδη καταβληθέν ποσό των 28.000 ευρώ,
το οποίο καταλογίζει στην οφειλόμενη αμοιβή για την κατάθεση της αγωγής κατά
του Ελληνικού Δημοσίου) ήτοι ποσό για την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή της ύψους
διακοσίων τριών χιλιάδων εξακοσίων ευρώ και εβδομήντα λεπτών (203.600,70 ευρώ) νομιμοτόκως από την καταβολή του κεφαλαίου και μέχρι την
ολοσχερή εξόφληση ενεχόμενες εις ολόκληρον και
αλληλεγγύως, άλλως 2.Β. επικουρικά εκάστη εναγομένη κατά την αναλογία ης
απαίτησης της στο οικονομικό αντικείμενο της δίκης, όσον αφορά τις δικαστικές
ενέργειες και του ποσού του συμβιβασμού όσον αφορά την επίτευξη εξωδικαστικού
συμβιβασμού, με αναλογία 74,1% για την πρώτη και αντίστοιχα 25,87% για τη
δεύτερη εναγομένη σε σχέση με τις δικαστικές ενέργειες με βάση το αγωγικό αίτημα και με αναλογία 75,17% για την πρώτη και
αντίστοιχα 24,83% για τη δεύτερη εναγομένη σε σχέση με την επίτευξη δικαστικού
συμβιβασμού. Η ενάγουσα, παραδεκτά προέβη με τις νομοτύπως κατατεθείσες
προτάσεις της, αλλά και με δήλωση της που επαναλήφθηκε στο ακροατήριο του
Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας
συνεδρίασης (άρθρο 223 εδ. β' σε συνδυασμό με τα
άρθρα 294 εδ. α', 295 παρ. 1 εδ.
β' και 297 ΚΠολΔ), στη νόμιμη μετατροπή του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματος της επικουρικής αυτής βάσης της
αγωγής της σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, κατά ποσοστό 49% με αντίστοιχη
μετατροπή όλων των επιμέρους κονδυλίων που συνθέτουν το επικουρικό της αίτημα
σε έντοκα αναγνωριστικά κατά την ίδια αναλογία, για λόγους οικονομικής
αδυναμίας καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου που αναλογεί στο ποσό αυτό.
Κατόπιν αυτών ζητά : α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν για μεν
το οφειλόμενο κεφάλαιο το ποσό των 103.836,36 ευρώ νομιμοτόκως
από επιδόσεως της αγωγής έως εξοφλήσεως, για δε την απαίτηση από τον
αναλογούντα ΦΠΑ 24% επί του συνόλου της αμοιβής της να υποχρεωθούν να της
καταβάλουν ενεχόμενες εις ολόκληρον και αλληλεγγύως,
το ποσό των 28.347,92 ευρώ νομιμοτόκως οπό την
ολοσχερή καταβολή του κεφαλαίου και μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) να
αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν επιπλέον για μεν το
οφειλόμενο κεφάλαιο το ποσό των 99.764,34 ευρώ νομιμοτόκως
από την επίδοσης της αγωγής έως εξοφλήσεως για δε την απαίτηση για αναλογούντα
ΦΠΑ 24% επί του συνόλου της αμοιβής να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να
της καταβάλουν, ενεχόμενες εις ολόκληρο και αλληλεγγύως το ποσό 27.236,25 ευρώ νομιμοτόκως από την ολοσχερή καταβολή του κεφαλαίου και
μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ήτοι να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν,
εις ολόκληρο και αλληλεγγύως, το συνολικό ποσό των (103.836,136 + 28,347,92 =)
εκατό τριάντα δύο χιλιάδων εκατό ογδόντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι οχτώ λεπτών
(132.184,28 ευρώ) και να αναγνωριστεί ότι επιπλέον του ποσού αυτού οφείλουν να
της καταβάλουν το ποσό των (99,764,34 +27,236,25 =) εκατό είκοσι επτά χιλιάδων
ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (127.000,59 ευρώ) νομιμοτόκως
κατά τις ως άνω διακρίσεις. 2.Γ. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που κριθεί ότι
πρέπει το ποσό αυτό να καταβληθεί διαιρετά από τις εναγόμενες, α) να υποχρεωθεί
η πρώτη εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 98.311,97 ευρώ και να
αναγνωριστεί ότι της οφείλει επιπλέον το ποσό των 94.456,60 ευρώ, κατόπιν
μετατροπής σε εν μέρει καταψηφιστικό και σε εν μέρει
έντοκο αναγνωριστικό του αγωγικού κονδυλίου ποσού
192.768,57 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 151.564,03 ευρώ που αφορά κεφάλαιο
ανεξόφλητης αμοιβής νομιμοτόκως από την 20.12.2017,
που είχε συμφωνηθεί ως δήλη ημέρα καταβολής της αμοιβής της, άλλως από την
01.03.2018, ήτοι την επομένη της επίδοσης έγγραφης όχλησης στην εναγομένη,
άλλως οπό επιδόσεως της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και ποσό 41.204,54
ευρώ που αφορά ΦΠΑ 24% επί της αρχικώς οφειλόμενης αμοιβής νομιμοτόκως
οπό την καταβολή του κεφαλαίου και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, β) να
υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 33.872,31 ευρώ και
να αναγνωριστεί ότι της οφείλει επιπλέον το ποσό των 32.543,99 ευρώ, κατόπιν
της μετατροπής εν μέρει σε καταψηφιστικό και εν μέρει
σε έντοκο αναγνωριστικό του αγωγικού κονδυλίου ποσού
66.416,30 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 52.036,67 ευρώ, που αφορά κεφάλαιο αμοιβής νομιμοτόκως οπό την 20-12-2017, που είχε συμφωνηθεί ως δήλη
ημέρα καταβολής της αμοιβής του, άλλως από την 01-03-2018, ήτοι την επομένη της
επίδοσης έγγραφης όχλησης στην εναγομένη, άλλως από επιδόσεως της αγωγής έως
εξοφλήσεως και ποσό 14.379,63 ευρώ, που αφορά ΦΠΑ 24% νομιμοτόκως
από την καταβολή του κεφαλαίου και έως εξοφλήσεως. 3. Επιπλέον η ενάγουσα
εκθέτει ότι η πρώτη εναγομένη στις αρχές Ιανουαρίου 2018 της ανέθεσε με
προφορική εντολή να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη σύνταξη και
υπογραφή των αναγκαίων εγγράφων -ιδιωτικών συμφωνητικών για την εκμίσθωση
ακινήτου της - καταστήματος, που λειτουργούσε ως κοσμηματοπωλείο από την ίδια
και βρίσκεται στον ισόγειο όροφο πολυώροφης οικοδομής, κείμενης στην Αθήνα και
επί της οδού ., προς την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «. Α.Ε.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο, CORONS.A., με εγγυήτρια την κ. .,
αντί μηνιαίου μισθώματος δέκα τριών χιλιάδων πεντακοσίων (13.500,00 ευρώ),
πλέον αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, χρονική διάρκεια 72 έτη, και τους λοιπούς
βασικούς όρους και συμφωνίες που θα ορίζονταν αρχικά σε προσύμφωνο έγγραφο-
ιδιωτικό συμφωνητικό και στη συνέχεια με τους όρους και συμφωνίες που θα
περιέχονταν στην οριστική σύμβαση μισθώσεως - Ιδιωτικό Συμφωνητικό Μισθώσεως,
χωρίς, όμως κατά την ανάθεση της παραπάνω εντολής να συμφωνήσουν το ύψος της
αμοιβής της. Ότι η ίδια εξετέλεσε την εντολή και ότι
α) για τη σύνταξη του από 08-01-2018 Ιδιωτικού Συμφωνητικού (Προσυμφώνου) της
οφείλεται η νόμιμη ελάχιστη αμοιβή της σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 ν.
4194/2013, υπολογιζόμενη με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας
(13.500 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα Χ 12 μήνες Χ12 έτη = 1.944.000 ευρώ) ύψους 9.396
ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% και συνολικά έντεκα χιλιάδες εξακόσια πενήντα ένα ευρώ και
τέσσερα λεπτά (11.651,04 ευρώ). β) επειδή η ίδια συνέταξε και παραστάθηκε στην
υπογραφή του από 10-01-2018 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Μισθώσεως ισχυρίζεται ότι
της οφείλεται η νόμιμη ελάχιστη αμοιβή της σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 ν.
4194/2013, υπολογιζόμενη με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας
(13.500 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα Χ 12 μήνες Χ12 έτη = 1.944.000 ευρώ) ύψους 9.396
ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% και συνολικά έντεκα χιλιάδες εξακόσια πενήντα ένα ευρώ και
τέσσερα λεπτά (11.651,04 ευρώ). γ) επειδή συνέταξε και παραστάθηκε στην
υπογραφή του από 15-022018 Πρωτοκόλλου Παράδοσης και Παραλαβής Μισθίου, για το
οποίο απασχολήθηκε δύο ώρες και επειδή το περιεχόμενο του ως άνω συμφωνητικού
δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, ισχυρίζεται ότι της
οφείλεται αμοιβή ύψους 300 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24%. δ) Για Σύνταξη και παράσταση
κατά την υπογραφή της από 16-02-2016 (Πρόσθετης Συμφωνίας μεταξύ των ιδίων
συμβαλλομένων, για το οποίο απασχολήθηκε τρεις ώρες και επειδή το περιεχόμενο
του ως άνω συμφωνητικού δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα,
ισχυρίζεται ότι της οφείλεται νόμιμη ελάχιστη αμοιβή ύψους 450 ευρώ πλέον ΦΠΑ
24%. Και συνολικά για την ως άνω αιτία η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η πρώτη
εναγομένη να της καταβάλει για το κεφάλαιο της απαίτησης της το ποσό των είκοσι
τεσσάρων χιλιάδων πενήντα δύο ευρώ και οκτώ λεπτών (24.052,08 ευρώ) εντόκως από
01-03-2019, ήτοι την επομένη της επίδοσης σχετικής έγγραφης όχλησης έως
εξοφλήσεως και για ΦΠΑ 24% να υποχρεωθεί στην καταβολή του ποσού των πέντε
χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (5.772,50 ευρώ) με το
νόμιμο τόκο από την καταβολή του κεφαλαίου έως εξοφλήσεως. Ζητά επίσης να
κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να
καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη και πλήρη δικηγορική της
αμοιβή για την αυτοπρόσωπη παράσταση της καθώς και την αμοιβή του πληρεξουσίου
δικηγόρου της, προσκομίζοντας δια των προτάσεων της και σχετικό πίνακα
αποδοτέων εξόδων, ως εξής: για έξοδα κατάθεσης αγωγής, 6,00 ευρώ, για επιδόσεις
αγωγής, 86,80 ευρώ, για λήψη αντιγράφων για επίδοση 6,00 ευρώ, για επιδόσεις
κλήσης 86,80 ευρώ, για επιδόσεις γνωστοποίησης μαρτύρων 86,80 ευρώ, για αμοιβή
συμβολαιογράφου για λήψη ενόρκων βεβαιώσεων 654,00 ευρώ, για μεγαρόσημα προτάσεων 6,00 ευρώ, αμοιβή δικηγόρου για
σύνταξη αγωγής και προτάσεων (δική της και του πληρεξουσίου της δικηγόρου)
8.002,71 ευρώ σε έκαστο, για παράβολο δικαστικού ενσήμου 1.727,00 ευρώ, για
έξοδα φωτοτύπησης σχετικών εγγράφων 50,00 ευρώ και
συνολικά δεκαοχτώ χιλιάδων επτακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών
(18.714,82 ευρώ).
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή,
όπως παραδεκτά διορθώθηκε και τράπηκε το αίτημα της σε εν μέρει αναγνωριστικό
και εν μέρει καταψηφιστικό, κατά τα προαναφερθέντα,
αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να
συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 14, 16 περ. 7 και 22, 26 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των Περιουσιακών
Διαφορών και συγκεκριμένα των διαφορών από αμοιβές των άρθρων 591 επ., 614 περ. 5 και 622Α παρ. 1 του ΚΠολΔ,
σύμφωνα και με το άρθρο 86 ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) για τις ενέργειες
που έγιναν κατόπιν εντολών που δόθησαν υπό την ισχύ
του. Είναι αρκούντως ορισμένη, και τυγχάνει νόμιμη, α) κατά την κύρια βάση της
(αναφερόμενη στη μεταξύ των διαδίκων σύναψη σύμβασης εργολαβικού δίκης -κονδύλι
αριθμός 1. αγωγής), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 3, 5, 98 του
κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954, προϊσχύσαντος
Κώδικα των Δικηγόρων, που σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΕισΝΑΚ,
έχει εν προκειμένω εφαρμογή, για τις ένδικες αξιώσεις που προέρχονται από την
παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών που έλαβαν χώρα κατόπιν εντολής πριν από την
κατάργηση του εν λόγω Κώδικα, καθώς και των άρθρων 713 επ.,
340, 341, 345, 346 ΑΚ, 69 παρ. 1£, 176, 219, 907, 908 ΚΠολΔ.
β) κατά την κύρια βάση της (αναφερόμενη στην ελάχιστη νόμιμη αμοιβή της για
ενέργειες σχετικά με τη μίσθωση ακινήτου της πρώτης εναγομένης -κονδύλι αριθμός
3. αγωγής) και κατά την επικουρική της βάση (αναφερόμενη στην ελάχιστη νόμιμη
αμοιβή της για δικαστικές και εξώδικες ενέργειες για την άσκηση αγωγής και
επίτευξη τελικά αποζημίωσης μέσω συμβιβασμού -κονδύλι αριθμός 2. αγωγής)
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 91, 92, 96, 98, 100 παρ. 1, 107 παρ.
1,110, 111,124 παρ. 1, 125 παρ. 2, 161, 168, 174, 176 προϊσχύσαντος
Κώδικα των Δικηγόρων, που σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΕισΝΑΚ,
έχει εν προκειμένω εφαρμογή, για τις ένδικες αξιώσεις που προέρχονται από την
παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών που έλαβαν χώρα κατόπιν εντολής πριν από την
κατάργηση του εν λόγω Κώδικα, εκ των οποίων τα άρθρα 100 επ.
του ως άνω νδ/τος εφαρμόζεται αναλογικά και για τις διοικητικές διαφορές βάσει
των άρθρων 4 παρ. 1 ν. 4507/1966 και 8 του ν. 950/1979, καθώς και των άρθρων
57, 59, 58, 74, 81 του νέου Κώδικα των Δικηγόρων, σε συνδυασμό με τα
Παραρτήματα I και II αυτού, για όσες ενέργειες έγιναν βάσει εντολών που δόθηκαν
μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα των Δικηγόρων με το άρθρο 166 του ν.
4194/2013 (ΦΕΚ Α 208/21-9-2013), της ΥΑ 12398/9-21 Φεβρουαρίου 1989 (ΦΕΚ
Β/131), των άρθρων 713 επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 69
παρ. 1£, 70,176, 219, 907, 908 ΚΠολΔ. Σημειώνονται
εδώ τα εξής: Α] , η αγωγή τυγχάνει ορισμένη, παρά τα περί του αντιθέτου
υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, και περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία
για το ορισμένο αυτής τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση,
κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω στη νομική σκέψη υπό I. της παρούσας,
αφού ως προς την κύρια βάση της αιτούμενης αμοιβής λόγω εργολαβικού δίκης
αναφέρονται α) η συμφωνία μεταξύ της δικηγόρου και των εντολέων της για την
κατάρτιση σύμβασης εργολαβίας δίκης και το αντικείμενο αυτής, με περαιτέρω
μνεία του ρητώς συμφωνηθέντος όρου ότι σε περίπτωση αποτυχίας η δικηγόρος δεν
θα δικαιούται να λάβει την αμοιβή, β) το ύψος της αμοιβής με μνεία του
συμφωνηθέντος ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης και της αξίας αυτού μετά
την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας και γ) η επιτυχής τελεσίδικη επίλυση
της διαφοράς με τη δικαίωση των εντολέων της πρωτόδικα και την επιτυχής
ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας με τη διενέργεια των αναγκαίων προς τούτο
δικαστικών και εξώδικων πράξεων εκ μέρους της δικηγόρου για την επίτευξη
συμβιβασμού. Εξάλλου, η σύμβαση εργολαβίας δίκης δεν προϋποθέτει για το κύρος
της την τήρηση έγγραφου τύπου, εκτός αν αφορά εργατικές η αυτοκινητικές
διαφορές (ΑΠ 1266/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1288/2017 ΝΟΜΟΣ) και μπορεί να αποδειχθεί και
με μάρτυρες (ΑΠ 1309/2012 ΝΟΜΟΣ). Ως προς την έτερη
κύρια και την επικουρική της βάση (της αιτούμενης ελάχιστης νόμιμης αμοιβής με
βάση τον κώδικα των δικηγόρων αφενός για την εντολή σε σχέση με τη σύναψη
σύμβασης μίσθωσης, αφετέρου επικουρικά για την αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του
Δημοσίου) αναφέρονται α) η συμφωνία των διαδίκων για ανάθεση της εντολής στη
δικηγόρο και το αντικείμενο αυτής, β) η μνεία ότι δεν υπήρξε μεταξύ των μερών
συμφωνία ως προς το ύψος της οφειλομένης αμοιβής, γ) η εκτέλεση της εντολής
αυτής με την διενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας
εντολής δικαστικών και εξώδικων πράξεων από τη δικηγόρο, οι οποίες διαλαμβάνονται
λεπτομερώς στην αγωγή και δ) η αναγραφή της αξίας του αντικειμένου της δίκης
καθώς και της αξίας της δικαιοπραξίας (για το υπό 3. Αίτημα), οι επί μέρους
διαδικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη η ενάγουσα δικηγόρος, οι οποίες
λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της οφειλόμενης εκάστοτε ελάχιστης αμοιβής
και η αναφορά της οφειλομένης για κάθε επί μέρους ενέργεια αμοιβής, με βάση τα
προβλεπόμενα από τον Κώδικα των δικηγόρων ελάχιστα όρια, με ρητή αναφορά στην
αγωγή ότι απαριθμούνται και αιτούνται οι κυριότερες δικαστικές και εξώδικες
ενέργειες στις οποίες η ενάγουσα προέβη και ότι δεν έχουν διατιμηθεί οι
εξωδικαστικές ενέργειες προς επίτευξη του συμβιβασμού. Β] το αίτημα της
καταψήφισης τόκων υπερημερίας μετά την, κατά τα ως άνω, εν μέρει μετατροπή του αιτήματος
της αγωγής (κατά την επικουρική της βάση) από καταψηφιστικό
σε αναγνωριστικό, είναι νόμιμο, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν αίρονται
οι συνέπειες της όχλησης που συνιστά η επίδοση της καταψηφιστικής
αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε νόμιμα σε αναγνωριστικό (ΟλΑΠ 13/1994, ΟλΑΠ 23/2004 ΝοΒ 2005.74, ΧρΙΔ 2004.914, ΑΠ
423/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 23/2004 ΝΟΜΟΣ), η Το παρεπόμενο αίτημα για την καταβολή
νόμιμων τόκων επί του αναλογούντος, στο αιτούμενο με την αγωγή ποσό που
αντιστοιχεί στο ΦΠΑ 24% επί του ποσού της αιτούμενης αμοιβής της ενάγουσας,
τυγχάνει νόμιμο για το χρόνο μετά από την πλήρη καταβολή του κονδυλίου της
αμοιβής) μέχρι την εξόφληση του και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 69 παρ.
1 περ. ε' ΚΠολΔ και 16 παρ. 2 περ. ζ' του Ν. 2859/2000
(ΑΠ 535/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 80/1999 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 8884/2003 ΝΟΜΟΣ). Δ] νόμιμο τυγχάνει
το αίτημα καταβολής μίας αμοιβής για τη σύνταξη και κατάθεση αγωγής σε βάρος
του Δημοσίου για λογαριασμό των δύο εναγομένων, διότι η ύπαρξη της ίδιας
ιστορικής και νομικής αιτίας και του ίδιου αντικειμένου των περισσοτέρων αγωγών
που σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο, συνεπάγονται την οφειλή μίας μόνο αμοιβής, η
οποία οφείλεται εις ολόκληρον, σύμφωνα με το άρθρο
168 ν.δ. 3026/1954 (ΑΠ 1275/2018 ΕΠολΔ
2019.218, βλ. και τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη υπό III. της παρούσας). Πρέπει
επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της
βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει καταβληθεί το
ανάλογο για το αντικείμενο της τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθμό
350793892950 1116 0062 e-παράβολο, το ποσό του οποίου καταβλήθηκε με την από
24-09-2020 Εντολή Πληρωμής της ALPHA BANK).
Οι εναγόμενες, με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις
τους, αρνούνται εν γένει την αγωγή εκθέτοντας ότι: α) Η ενάγουσα ανέλαβε τις
δικαστικές και εξώδικες ενέργειες για τη διεκδίκηση αποζημίωσης, λόγω της
φιλικής τους σχέσης, ενώ οι εναγόμενες κατά τη διάρκεια των ενεργειών αυτών
κατέβαλαν τα έξοδα και την προβλεπόμενη αμοιβή της για την άσκηση της αγωγής
ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, την παράσταση της κατά τη συζήτηση αυτής
και την άσκηση έφεσης, χωρίς αυτή να αξιώσει περαιτέρω αμοιβή και ότι λόγω
ακριβώς της στενής φιλίας τους, η πρώτη εναγομένη πρότεινε και η ενάγουσα
αποδέχτηκε, ήδη προ της ασκήσεως της αγωγής αποζημίωσης κατά του Ελληνικού
Δημοσίου και εν όψει αυτής (σελ. 30 προτάσεων) να της καταβάλει ως αμοιβή
ποσοστό 8% επί του καθαρού ποσού της αποζημίωσης που θα λάμβαναν οι εναγόμενες
από το Ελληνικό Δημόσιο (σελ. 5, 63, 64, προτάσεων), πλην όμως, μετά τη λήψη
της αποζημίωσης που ορίστηκε με το συμβιβασμό, η ενάγουσα έθετε προσκόμματα
στην καταβολή της αμοιβής της, με αποτέλεσμα οι εναγόμενες να της αποστείλουν
την από 21-02-2018 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση - διαμαρτυρία, δηλώνοντας την
πρόθεση τους να της καταβάλουν την συμφωνηθείσα αμοιβή. Ωστόσο η ενάγουσα, τους
κοινοποίησε την από 26-02-2018 εξώδικη απάντηση - διαμαρτυρία -πρόσκληση δια
της οποίας αμφισβήτησε τα συμφωνηθέντα επιδιώκοντας μεγαλύτερη αμοιβή.
Περαιτέρω αρνούνται ότι η διενέργεια εκ μέρους της ενάγουσας της συγκεκριμένης
δίκης αποζημίωσης είχε απόλυτα επιτυχή έκβαση, γεγονός που αποδέχτηκε η
ενάγουσα προτρέποντας αυτές να ασκήσουν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης που
έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή τους. (σελ. 63 προτάσεων). β) τη διαδικασία και
επίτευξη του συμβιβασμού με το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε προσωπικά η πρώτη
εναγομένη μετά του δικηγόρου Νικολάου Κωνσταντόπουλου που είχε αναλάβει το
ποινικό σκέλος της υπόθεσης, χωρίς τη συμβολή της ενάγουσας, ενώ τα ποσά που οι
εναγόμενες εισέπραξαν από το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι τα αναφερόμενα στην
αγωγή, αλλά μετά την παρακράτηση των αναλογούντων φόρων και τελών ανέρχονται σε
705.661,08 ευρώ για την πρώτη, κατατεθέντα στις 19-12-2017 και 235.622,13 ευρώ
για τη δεύτερη, κατατεθέντα στις 20-12-2017 και συνολικά έλαβαν εννιακόσιες
σαράντα μία χιλιάδες διακόσια ογδόντα τρία ευρώ και είκοσι ένα λεπτά
(941.283,21 ευρώ). γ) συνομολογούν ότι έχουν καταβάλει στην ενάγουσα το
συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι οχτώ χιλιάδων (28.000,00) ευρώ με δύο
τραπεζικές επιταγές της τράπεζας Eurobank Ergasias ποσού εκάστη δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000,00)
ευρώ, οι οποίες πληρώθηκαν, ενώ δεν κατέστη δυνατό να καταβάλουν άλλα χρηματικά
ποσά σε αυτήν, διότι η ενάγουσα διαρκώς μετέβαλε τον αξιούμενο
τρόπο καταβολής χρημάτων, προκειμένου να αποφύγει τη φορολόγηση αυτών, δ) ήδη
έχουν καταβάλει στην ενάγουσα επιπλέον συνολικό χρηματικό ποσό είκοσι ενός
χιλιάδων (21.000,00) ευρώ τοις μετρητοίς ως εξής : 1. Τον Μάιο 2013 ποσό 5.000
ευρώ για την άσκηση της αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου (γραμμάτιο
προκαταβολής δικηγορικής αμοιβής του ΔΣΑ, ένσημα - μεγαρόσημα,
επίδοση με δικαστικό επιμελητή), ήτοι για έξοδα και πλέον αυτών. 2. Τον Ιούνιο
2004 ποσό 400,00 ευρώ για παράσταση αναβολής στο διοικητικό πρωτοδικείο. 3.
Ποσό 500,00 ευρώ για τη σύνταξη και επίδοση της από 23-04-2014 κλήσης για τη
λήψη ενόρκων καταθέσεων και την παράσταση αυτής στο Ειρηνοδικείο κατά τη λήψη
των ενόρκων βεβαιώσεων, για κάλυψη εξόδων και αμοιβής αυτής που περιλαμβάνεται
στο γραμμάτιο προκαταβολής δικηγορικής αμοιβής. 4. Ποσό 10.000,00 ευρώ κατά τη
συζήτηση της αγωγής, για κάλυψη εξόδων και μέρους της αμοιβής της. 5. Τον
Απρίλιο 2016 ποσό 5.000,00 ευρώ για έξοδα κατάθεσης της έφεσης, για το
γραμμάτιο προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής του ΔΣΑ, ένσημα -μεγαρόσημα και επίδοση μέσω δικαστικού επιμελητή. Τα
ανωτέρω ποσά υπό γ) και δ) συνολικού ύψους σαράντα εννέα χιλιάδων (49.000,00)
ευρώ ζητούν να αφαιρεθούν από την αιτούμενη δια της αγωγής αμοιβή της
ενάγουσας, προτείνοντας ένσταση μερικής εξόφλησης, νόμιμη κατά τα άρθρα 416 και
422 ΑΚ (σελ. 18, 19, 22 προτάσεων), ε) η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή
επιχειρεί να αποσπάσει μεγαλύτερη αμοιβή από την αμοιβή ύψους 8% επί του
εισπραχθέντος καθαρού ποσού, συμφωνηθείσα ενόψει της πολυετούς σχέσης φιλίας
και εμπιστοσύνης με την πρώτη εναγομένη, ενώ το προηγούμενο διάστημα προ της
είσπραξης της αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο η ενάγουσα διατείνετο ότι δεν αξιώνει αμοιβή για τις παρασχεθείσες
υπηρεσίες της, πέραν των καταβαλλόμενων τμηματικά με την πρόοδο της διαδικασίας.
Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητούν την απόρριψη της αγωγής ως
καταχρηστικής, κατ' άρθρο 281 ΑΚ. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι μη νόμιμοι
προτεινόμενοι ως ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του άρθρου 281
ΑΚ„ καθόσον τα ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά και αν ακόμη είναι
αληθή, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν το πραγματικό της ως άνω ενστάσεως,
καθόσον δεν παρατίθενται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν αυτή, ήτοι: Αφενός ότι
τι η ενάγουσα με δική της ελεύθερη βούληση και κατ' επαγγελματική επιλογή
αποδέχτηκε την παροχή υπηρεσιών στις εντολείς της και τη λήψη της αμοιβής της
υπολογιζόμενης κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, εν γνώσει της ότι πρόκειται για
συμφωνία αμοιβής υπολειπόμενης των ελάχιστων νομίμων ορίων που προβλέπονται από
τον Κώδικα Δικηγόρων και επομένως άκυρης και αποδεχόμενη ρητώς αυτό το ύψος
αμοιβής, άνευ επιφυλάξεως, και χωρίς να διατυπώσει εγγράφως ή προφορικώς τη
βούληση της να διεκδικήσει την ήδη αιτούμενη αμοιβή, αφετέρου η επί μακρόν
αδράνεια της δικαιούχου ενάγουσας, εκτιθέμενη δια συγκεκριμένων πράξεων ή
παραλείψεων της, να αξιώσει τη συμφωνηθείσα ή την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή της,
καθώς και η εκ της προηγηθείσας συμπεριφοράς της ενάγουσας προκληθείσα εύλογη
πεποίθηση των υπόχρεων εναγομένων ότι το δικαίωμα αυτό δεν υπάρχει ή ότι δεν
πρόκειται να ασκηθεί, με αποτέλεσμα την ανατροπή της ήδη δημιουργηθείσας
κατάστασης και την επέλευση συγκεκριμένων δυσμενών συνεπειών για τις
εναγόμενες, εν συγκρίσει και με τις συνέπειες σε βάρος της ενάγουσας από την
τυχόν απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος της. Ούτως ο ανωτέρω ισχυρισμός των
εναγομένων λαμβάνεται υπόψη όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση της
αγωγής, ιδίως ως προς το ύψος της αμοιβής και τους αναφερόμενους λόγους της μη
εξόφλησης αυτής, στ) αναφορικά με την αμοιβή της ενάγουσας για τη σύνταξη του
συμφωνητικού μίσθωσης του ακινήτου επί της οδού Βουκουρεστίου αρ. 20, η πρώτη
εναγομένη επικαλείται την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας για αμοιβή της ενάγουσας
ύψους 5.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, επισημαίνοντας ότι και η ίδια η
ενάγουσα αποδέχεται αυτή δια της από 26-02-2018 προαναφερθείσας εξωδίκου της,
ισχυρισμός που συνιστά άρνηση της αγωγής.
Από την ομολογία των εναγομένων ως προς την καταβολή
χρηματικού ποσού 28.000 ευρώ στην ενάγουσα ως μέρος της συμφωνηθείσας αμοιβής
της, η οποία (δικαστική ομολογία) αποτελεί μέρος σύνθετων ισχυρισμών των
εναγομένων, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία
πλήρη απόδειξη εναντίον τους (άρθρ. 352 παρ. 1, και 3 , 591 παρ. 1 και 614 ΚΠολΔ), της ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στο ακροατήριο
του Δικαστηρίου κα περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση
πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, των μαρτύρων ., που εξετάστηκε με επιμέλεια της
ενάγουσας και ., που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων, από τις ένορκες
βεβαιώσεις που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου
Αθηνών . κατόπιν νομίμου κλήσεως των
εναγομένων κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ.
αντίστοιχα τις . ΣΤ και ./11-03-2020 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού
Επιμελητή περιφερείας Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .) και
συγκεκριμένα τις: α) ./16-03-2020 ένορκη βεβαίωση της ., Δικηγόρου, β)
./16-03-2020 ένορκη βεβαίωση της ., δικηγόρου, γ) ./16-03-2020 ένορκη βεβαίωση
της ., συνταξιούχου δικηγόρου, - χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ./16-03-2020
ένορκη βεβαίωση της ., διότι στην από 10-03-2020 κλήση για εξέταση μαρτύρων που
επιδόθηκε νόμιμα κατά τα ανωτέρω στις εναγόμενες, δεν αναφέρεται το επάγγελμα
αυτής, κατά τα απαιτούμενα από το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ
(ΑΠ 977/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1175/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ
75/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 215/2017 ΝΟΜΟΣ) -καθώς και από
τις ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας προς αντίκρουση
(άρθρο 422 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ) των ισχυρισμών και της
ενστάσεως μερικής εξοφλήσεως που προβλήθηκαν από τις εναγόμενες κατά τη
συζήτηση (ΑΠ 321/2018, ΑΠ 616/2015 ΝΟΜΟΣ), και οι οποίες ένορκες βεβαιώσεις
δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών κατόπιν νομίμου κλήσεως των εναγομένων
(βλ. αντίστοιχα την ./22-09-2020 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας
περιφερείας Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .) και συγκεκριμένα
τις: α) ./25-09-2020 ένορκη βεβαίωση της ., δικηγόρου και β) ./25-09-2020
ένορκη βεβαίωση της ., άνεργης, από τις ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν με
επιμέλεια των εναγομένων ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . κατόπιν νομίμου
κλήσεως της ενάγουσας κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ
(βλ. την ./10-03-2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής Επιμελήτριας περιφερείας
Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .) και συγκεκριμένα τις: α)
./13-03-2020 ένορκη βεβαίωση της ., δικηγόρου, β) ./13-03-2020 ένορκη βεβαίωση
του ., δικηγόρου, γ) ./13-03-2020 ένορκη βεβαίωση της ., δικηγόρου, από τις
φωτογραφικές απεικονίσεις γραπτών μεταξύ των διαδίκων μηνυμάτων δια κινητού
τηλεφώνου, οι οποίες δεν αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, εφόσον αυτά
περιήλθαν στην κατοχή της ενάγουσας και εναγομένης με τη συναίνεση εκάστης και
εφόσον η προσκομιζόμενη αλληλογραφία δια γραπτών μηνυμάτων είναι συνδεδεμένη με
την επιχειρηματική δραστηριότητα των διαδίκων και δεν εμπίπτει στην έννοια της
ιδιωτικής ζωής, ούτε σε αυτήν των προσωπικών δεδομένων (ΕφΠειρ
47/2021 ΝΟΜΟΣ), από το ιδιόχειρο έγγραφο σημειώσεων που προσκομίζει η ενάγουσα
και το οποίο, αν και δεν φέρει υπογραφή, ωστόσο έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά
του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο, δηλαδή συνιστά ιδιωτικό έγγραφο που
δεν έχει, κατ' αρχήν, αποδεικτική ισχύ, σύμφωνα με τα άρθρα 432 και 443 ΚΠολΔ, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και
εκτιμάται ελεύθερα ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, με
την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, σύμφωνα
με το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ
15/2003, ΑΠ 1251/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 946/2018 ΧρΙΔ
2020.268) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και
προσκομίζουν, κάποια από τα οποία αναφέρονται ονομαστικά κατωτέρω, χωρίς πάντως
να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, καθώς και από
τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο
αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρ. 336 παρ. 4 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η ενάγουσα είναι εν ενεργεία δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου
Αθηνών, διατηρεί δε γραφείο επί της οδού . και . στην Αθήνα, και συνδεόταν από
τουλάχιστον είκοσι ετών με προσωπική φιλία με την πρώτη εναγομένη και την
οικογένεια της. Στις 06-12-2008 ο ανήλικος υιός της πρώτης εναγομένης και
αδερφός της δεύτερης, . γεν. 25-06-1993, δολοφονήθηκε στην Αθήνα, στην περιοχή
των Εξαρχείων από τον ειδικό φρουρό - αστυνομικό όργανο του Ελληνικού
Δημοσίου-., ενώ ο τελευταίος εκτελούσε διατεταγμένη εποχούμενη υπηρεσία
κατόπτευσης της περιοχής. Το ίδιο εκείνο βράδυ, η πρώτη εναγομένη κάλεσε την
ενάγουσα στο Νοσοκομείο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου την πληροφόρησε για τις συνθήκες
θανάτου του ανήλικου υιού της και της ανέθεσε να ενεργήσει ως πληρεξούσια και
αντίκλητος αυτής και της δεύτερης εναγομένης ανήλικης τότε θυγατέρας της,
προκειμένου να ασκήσει όλα τα νόμιμα δικαιώματα της ως πολιτικώς ενάγουσας,
χορηγώντας σε αυτήν και τη σχετική έγγραφη εντολή από 07-12-2008. Πράγματι η
ενάγουσα μετέβη στη Γ.Α.Δ.Α., προέβη στην από 07-12-2008 δήλωση παράστασης
πολιτικής αγωγής ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στις από
08-12-2008 και 09-12-2008 γνωστοποιήσεις διορισμού τεχνικού συμβούλου ενώπιον
του 9™ Τακτικού Ανακριτή Αθηνών, και την από 10-12-2008 αίτηση προς τον ως άνω
Ανακριτή για διενέργεια ανακριτικής πραγματογνωμοσύνης ενώπιον των τεχνικών
συμβούλων της πολιτικώς ενάγουσας και γενικότερα επιμελήθηκε την άσκηση των
δικαιωμάτων της πολιτικής αγωγής υπέρ των συμφερόντων της ενάγουσας
προανακριτικά και κατά το πρώτο στάδιο της ανάκρισης, έως ότου η υπόθεση να
ανατεθεί από την πρώτη εναγομένη σε ειδικούς ποινικολόγους, τους . και εν
συνεχεία το . και τη ., δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν εξειδικεύεται στο ποινικό
δίκαιο, αλλά στο αστικό και ιδίως στο δίκαιο αποζημιώσεων. Για τις ως άνω
ενέργειες η ενάγουσα ουδεμία αμοιβή ζήτησε ή επιδίωξε, ενεργώντας σεβόμενη τη
μνήμη του ανηλίκου ., τον οποίο γνώριζε προσωπικά και σεβόμενη την οδύνη της
οικογένειας. Με τη 14-73/2010 καταδικαστική απόφασης του ΜΟΔ Άμφισσας, ο
κατηγορούμενος ... καταδικάστηκε για την ανθρωποκτονία του ως άνω ανηλίκου από
πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοχρησία, παράβαση των άρθρων παρ. 6, 7γ
και 6 παρ. 5 Ν. 3169/2003, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών, σε ποινή ισοβίου
καθείρξεως και επιπλέον ποινή φυλάκισης δεκαπέντε μηνών, ο δε κατηγορούμενος .
καταδικάστηκε για απλή συνεργεία στην ως άνω ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ποινή
καθείρξεως δέκα ετών. Ακολούθως η πρώτη ενάγουσα, ενεργούσα ατομικά και ως
αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης θυγατέρας της, περί τον Ιούνιο έτους 2012,
συνήψε με την πρώτη εναγομένη άτυπη προφορική σύμβαση εργολαβίας δίκης, δια της
οποίας συμφωνήθηκε να προβεί η ενάγουσα σε κάθε νόμιμη δικαστική ή εξωδικαστική
ενέργεια προς αποζημίωση των εναγομένων από το Ελληνικό Δημόσιο για την ψυχική
οδύνη που οι τελευταίες υπέστησαν από το θάνατο του υιού της πρώτης και αδερφού
της δεύτερης εξ αυτών, υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις που γίνονται δεκτές
στην απόφαση του ΜΟΔ Άμφισσας, και για την αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας τους,
και συγκεκριμένα σε όλες τις σχετικές νομικές και δικαστικές ενέργειες και τη
διεξαγωγή της δίκης κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ' άρθρα 105 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό με 297, 914, 929 παρ. 2 και 932 εδ. 3 ΑΚ, έναντι αμοιβής, το ύψος της οποίας συμφωνήθηκε
ότι θα κυμαινόταν σε ποσοστό ανερχόμενο μεταξύ 12 και 15%, πλέον εξόδων και του
αναλογούντος ΦΠΑ, υπολογιζόμενο ανάλογα με το ύψος της επιδικασθησόμενης
τελεσιδίκως ή της συμφωνηθείσας στο πλαίσιο συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς
αποζημίωσης κατά κεφάλαιο και τόκους, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας η ενάγουσα δεν
θα δικαιούτο να λάβει αμοιβή, παρά μόνο τα έξοδα της. Λόγω της μακρόχρονης
φιλίας ενάγουσας και πρώτης εναγομένης, η οποία ενδυναμώθηκε υπό τις
περιστάσεις του θανάτου του υιού και αδελφού των εναγομένων και της δύσκολης
περιόδου που ακολούθησε με την πολύμηνη εκδίκαση της υπόθεσης στο ΜΟΔ Άμφισσας,
κατά την οποία η ενάγουσα συμπαραστάθηκε ως φίλη στην πρώτη εναγομένη,
μεταβαίνοντας μαζί της στην Άμφισσα για τις επαναλαμβανόμενες συνεδριάσεις του
ΜΟΔ και την αναμονή του αποτελέσματος της κατ' έφεση δίκης, η ως άνω συμφωνία συνήφθη προφορικά, δεν προσδιόριζε ακόμη με ακρίβεια το
ποσοστό της αμοιβής της ενάγουσας και σε κάθε περίπτωση το διατηρούσε σε
επίπεδο πολύ κατώτερο του 20% που είναι το σύνηθες για τέτοιες συμφωνίες και
είναι το ανώτατο προβλεπόμενο κατά το άρθρο 92 παρ. 3 ν.δ.
3026/1954 (υπό την ισχύ του οποίου συνήφθη η ως άνω
συμφωνία). Ακολούθως, προς διεκπεραίωση της ανωτέρω εντολής η ενάγουσα κατέθεσε
ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 09-05-2019 και με γενικό
αριθμό κατάθεσης 12721/16-052013 αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, δια της
οποίας οι εναγόμενες ζητούσαν να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να τους
καταβάλει στην πρώτη εναγομένη ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη ένα εκατομμύριο
πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000,00) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης πεντακόσιες χιλιάδες (500.000,00) ευρώ, για έξοδα κηδείας πέντε χιλιάδες
τετρακόσια εβδομήντα έξι (5.476,00) ευρώ, ενώ στη δεύτερη εναγομένη για ψυχική
οδύνη επτακόσιες χιλιάδες (700.000,00) ευρώ, όλα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο
τόκο απά επιδόσεως της αγωγής,έως
εξοφλήσεως. Η ως άνω αγωγή επιδόθηκε στον Υπουργό των Οικονομικών ως εκπρόσωπο
του Ελληνικού Δημοσίου και τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του
Πολίτη, με έγγραφη παραγγελία της ενάγουσας δια των ./29.5.2013 και υπ' αριθ.
./29.05.2013 εκθέσεων επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου
Αθηνών, .. Για τη σύνταξη της αγωγής αυτής η ενάγουσα έλαβε αντίγραφα της 14
έως και 73/2010 απόφασης με Πρακτικά του ΜΟΔ Άμφισσας, συνολικά 1390 σελίδων
και συγκέντρωσε υλικό από αντίγραφα της σχετικής δικογραφίας και υλικό που
συνέλεξε με δικές της ενέργειες, το οποίο κατέλαβε όγκο εννέα μεγάλων φακέλων,
που προσκομίστηκαν ακολούθως στο δικαστήριο προς απόδειξη της αγωγής και προς
αντίκρουση των ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου και των αποδεικτικών εκείνου
εγγράφων, περίπου χιλίων σελίδων συνολικά. Η ενάγουσα συνέταξε, υπέγραψε και
κατέθεσε την ./16-05-2013 Αίτηση Επιτάχυνσης Διαδικασίας- Προτίμησης
απευθυνόμενη προς την Προϊσταμένη του Διοικητικού Συμβουλίου του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε σιωπηρά. Στη συνέχεια συνέταξε,
υπέγραψε και κατέθεσε την ./27-11-2013 Αίτηση Επιτάχυνσης Διαδικασίας-
Προτίμησης των αιτουσών και ήδη εναγόμενων, προς την Προϊσταμένη του
Διοικητικού Συμβουλίου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και παραστάθηκε
κατά τη συζήτηση της χωρίς την παρουσία των εναγόμενων, οπότε και η αίτηση αυτή
έγινε δεκτή, και η αγωγή προσδιορίστηκε, κατά προτίμηση, να δικαστεί σε σύντομη
δικάσιμο στις 04-06-2014). Παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της 04-06-2014 ενώπιον
του 8ου Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εκπροσωπώντας τις ήδη εναγόμενες,
δυνάμει του ./2014 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., οπότε
και η συζήτηση, όπως προκύπτει και από τα από 04-06-2014 Πρακτικά Δημόσιας
Συνεδρίασης του 8™ Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αναβλήθηκε για
08-10-2014 ελλείψει προσκόμισης διοικητικού φακέλου από το Ελληνικό Δημόσιο.
Υπέβαλε την ./19-03-2014 αίτηση προς το Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας με την
οποία ζήτησε τη χορήγηση αντιγράφου του πορίσματος μετά των σχετικών εγγράφων
της διενεργηθείσης Ε.Δ.Ε. σε βάρος των ειδικών φρουρών, . και .. Έλαβε
αντίγραφο του ./11-06-2014 εγγράφου του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης με τις
απόψεις του Ελληνικού Δημοσίου επί της ασκηθείσας ως άνω αγωγής προς αντίκρουση
των απόψεων του. Δια της από 06-03-2014
Εξουσιοδότησης της πρώτης εναγόμενης έλαβε επίσημο
αντίγραφο της απόφασης του ΜΟΔ Άμφισσας από τη Γραμματεία του Μικτού Ορκωτού
Εφετείου Λαμίας, καθώς και επίσημα αντίγραφα των εγγράφων της σχετικής ποινικής
δικογραφίας, συνοδευόμενη την πρώτη φορά από την συνάδελφο της, κ. ., ενώ
χρειάστηκε να μεταβεί συνολικά τρεις φορές στη Λαμία, λόγω του όγκου της
ποινικής δικογραφίας και των προς επικύρωση αντιγράφων της. Υπέβαλε ενώπιον του
8ου Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών «Κατάσταση Εγγράφων» στην οποία
αναφέρονται όλα τα προς απόδειξη προσκομισθέντα μετ' επικλήσεως επίσημα
έγγραφα, αριθμημένα με αριθμούς από 1 έως και 147 και ταξινομημένα με απόλυτη
σειρά σε δύο μεγάλους φακέλους ( Α και Β) και 6 υποφακέλους
με το στοιχεία Α1, Α2, A3, Α4, Α5, Α6. Με την ./03-09-2014 αίτηση της ενώπιον
του Τριμελούς Συμβουλίου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έλαβε φωτοτυπικά
αντίγραφα εκ των προσκομισθέντων εγγράφων του Ελληνικού Δημοσίου (άνω των 1000
σελίδων) προς μελέτη και αντίκρουση.
Κατά τη δικάσιμο της 08-10-2014 οπότε και συζητήθηκε η αγωγή, η ενάγουσα
παραστάθηκε ως πληρεξούσια των ήδη εναγομένων δυνάμει του ./28-05-2014
Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..
Συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε εντός της νόμιμης προθεσμίας το από
13-10-2014 και με ημερομηνία καταθέσεως 13-10-2014, Υπόμνημα των (εκεί)
εναγουσών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα δ0"
Τριμελούς) 50 σελίδων. Έλαβε αντίγραφο του από 10-10-2014 Υπομνήματος του
Ελληνικού Δημοσίου. Συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε εντός της νόμιμης
προθεσμίας την από 16-10-2014 Προσθήκη Αντίκρουση, 11 σελίδων, προς αντίκρουση
των απόψεων, ενστάσεων και αιτημάτων του Ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ αυτών
ένστασης συντρέχοντος πταίσματος της πρώτης (εκεί) ενάγουσας μητέρας του,
αιτήματος αναστολής έκδοσης απόφασης μέχρι την αμετάκλητη έκδοση απόφασης επί
της ποινικής υπόθεσης, δεδομένου ότι η μη αμετάκλητη ποινική απόφαση δεν
δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο ούτε ως προς την ενοχή του δράστη καθώς και
το αίτημα μείωσης των εξόδων κηδείας. Έλαβε αντίγραφο του από 16-10-2014
Συμπληρωματικού Υπομνήματος - Αντίκρουσης του Ελληνικού Δημοσίου. Για την
υποστήριξη της αγωγής, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της, επιδόθηκε στο Ελληνικό
Δημόσιο, όπως αυτό εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών δια της
./25-04-2014 Έκθεσης Επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών,
., καθώς και στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης δια της ./25-04-2014 Έκθεσης Επίδοσης
του ιδίου δικαστικού επιμελητή, η από 23-04-2014 κλήση για εξέταση μαρτύρων,
συνταχθείσα και υπογραφείσα από την ενάγουσα. Συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε
την από 02-06-2014 αίτηση των ήδη εναγομένων προς τον κ. Ειρηνοδίκη του
Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε ως πληρεξούσια δικηγόρος τους να
καταθέσουν ενόρκως οι γνωστοποιηθέντες με την από 23-04-2014 Κλήση, μάρτυρες
κατά την κατάθεση των οποίων παραστάθηκε για λογαριασμό τους. Κατόπιν αυτών των
ενεργειών της και με τη φροντίδα και επιμέλεια της δόθηκαν ενώπιον του
Ειρηνοδίκη Αθηνών οι εξής ένορκες βεβαιώσεις: ./2014 του Ιατροδικαστή ., ./2014
του μάρτυρα - πραγματογνώμονα ., ./2014 της μάρτυρος ., 4038/2014 της μάρτυρος
Ψυχιάτρου Μαρίνας Οικονόμου, ./2014 της μάρτυρος .. Ζήτησε και έλαβε την ./2015
Βεβαίωση, στην οποία αναγράφεται το Διατακτικό της 5528/2015 απόφασης του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ακολούθως δε έλαβε επίσημο αντίγραφο της
απόφασης αυτής, η οποία, μετά τη μετατροπή του αιτήματος σε εντόκως
αναγνωριστικό, για λόγους καταβολής δικαστικού ενσήμου, αναγνώρισε την
υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας ποσοστού 6%, στην
πρώτη ενάγουσα το ποσό των εξακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων
εβδομήντα έξι (655.476,00) ευρώ και στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των διακοσίων
πενήντα χιλιάδων (250.000,00) ευρώ. Ακολούθως η ενάγουσα συνέταξε, υπέγραψε και
κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών την από 06-04-2016 και με
γενικό αριθμό κατάθεσης ./2016 έφεση κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης. Η
έφεση αυτή κατατέθηκε κατόπιν της ./06-04-2016 Άδειας του Δικηγορικού Συλλόγου
Αθηνών, που έλαβε η ενάγουσα, λόγω της τότε αποχής των δικηγόρων από τα
καθήκοντα τους. Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε επίσης την από 08-02-2016 και με
γενικό αριθμό κατάθεσης 2066/2016 έφεση του κατά της ιδίας απόφασης. Οι ανωτέρω
εφέσεις προσδιορίστηκαν προς συνεκδίκαση κατά τη συζήτηση
της 12-10-2016, ενόψει της οποίας η ενάγουσα συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε προαποδεικτικά στις 10-10-2016 τον από 11-10-2016 Κατάλογο
Προσκομιζομένων Εγγράφων. Ακολούθως η συζήτηση των εφέσεων προσδιορίστηκε
κατόπιν αναβολής για τις 14-11-2016 και με νέα συναινετική αναβολή για τις
08-03-2017, οπότε και με αμοιβαίες παραιτήσεις των διαδίκων μερών από τις
ασκηθείσες εφέσεις τους η δίκη καταργήθηκε με τις ΠΚΔ ./08-03-2017 (για την
έφεση του Ελληνικού Δημοσίου) και ΠΚΔ ./08-03-2017 (για την έφεση των ήδη
εναγομένων) αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου, ενόψει επιτευχθέντος εντωμεταξύ
εξωδικαστικού συμβιβασμού. Προ της δικασίμου της 08-03-2017, η ενάγουσα
συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών την από
09-02-2017 Δήλωση Παραίτησης των . και . οπό το δικόγραφο της ως άνω από
06-04-2016 Έφεσης, σε εκτέλεση του ./01-12-2016 Πρακτικού του Ν.Σ.Κ. (Β'
Τακτικής Ολομέλειας), δυνάμει του ./2017 Ειδικού Πληρεξουσίου της
Συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρήνης Φίλη. Εξάλλου και το Ελληνικό Δημόσιο
παραιτήθηκε από το δικόγραφο της δικής του έφεσης με την από 13-02-2017 και με
αριθμό καταχώρησης ΑΠ./13-02-2017 Δήλωση του. Για την επίτευξη του
προαναφερθέντος συμβιβασμού με το Ελληνικό Δημόσιο και τη διεξαγωγή των
σχετικών διαπραγματεύσεων οι εναγόμενες είχαν παράσχει στην ενάγουσα ειδική
συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα, με το ./02-08-2016 Πληρεξούσιο της
Συμβολαιογράφου Αθηνών ., δυνάμει της οποίας η ενάγουσα υπέβαλε ενώπιον του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους την από 27-10-2016 και με αριθμό πρωτοκόλλου
154.457/01-11-2016 αίτηση των ήδη εναγομένων με θέμα «Εξωδικαστική Επίλυση
Εκκρεμούς Διαφοράς και Κατάργηση Δίκης», δια του οποίου υποβλήθηκε ενώπιον του
Νομικού Συμβουλίου αίτημα να γνωμοδοτήσει θετικά υπέρ της υποβληθείσας εκ των
ήδη εναγομένων προτάσεως για εξωδικαστική συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και
την κατάργηση της εκκρεμούς δίκης, με την καταβολή στην πρώτη εναγομένη
συνολικά του χρηματικού ποσού των εξακοσίων πέντε χιλιάδων τετρακοσίων
εβδομήντα έξι (605.476,00) ευρώ και στη δεύτερη εναγομένη του χρηματικού ποσού
των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από
επιδόσεως της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το
./2016 Πρακτικό Συμβιβασμού της Συνεδρίασης 57ης της 1ης Δεκεμβρίου 2016 του
ΝΣΚ (Β' Τακτικής Ολομέλειας), το οποίο, με ψήφους 21 υπέρ και με μειοψηφία 2
Μελών δέχτηκε την αίτηση, πιθανολογώντας το όφελος του Δημοσίου, ύψους
100.000,00 ευρώ, από τα οποία οι ήδη εναγόμενες παραιτούντο από το αναγνωρισθέν
με την πρωτόδικη απόφαση ποσό (κατά 50.000,00 ευρώ εκάστη), μη αποκλείοντας το
ενδεχόμενο να γίνει δεκτή η έφεση των ήδη εναγομένων και να απορριφθεί η έφεση
του Δημοσίου, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο και τις συνθήκες θανάτου του ανηλίκου
αλλά και το γεγονός ότι υπόθεση με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δεν
κατέστη δυνατόν να ευρεθεί στη νομολογία την τελευταία δεκαπενταετία, με τη
σημείωση ότι στο 87% των σχετικών περιπτώσεων εφέσεως του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ που
αφορούν χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, ο σχετικός λόγος
έχει απορριφθεί. Με το ως άνω Πρακτικό Συμβιβασμού, που έγινε δεκτό από τον
Υπουργό Οικονομικών, συμφωνήθηκε α) να παραιτηθεί το Ελληνικό Δημόσιο και
συγχρόνως οι αιτούσες/ενάγουσες (και ήδη εναγόμενες) από τις ως άνω ασκηθείσες
εφέσεις τους β) να καταβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο σε συμμόρφωση με την υπ'
αριθ. 5.528/2015 οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (8™
Τριμελούς) και εντός των ορίων της συμβιβαστικής επίλυσης ης διαφοράς, στην μεν
., το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ (5.476) για έξοδα
κηδείας και το ποσό των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ ως χρηματική
ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του υιού της και
συνολικά το ποσό των εξακοσίων πέντε χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα έξι (605.476)
ευρώ, νομιμοτόκως με επιτόκιο 6% από την επίδοση της
αγωγής (29-05-2013) μέχρις εξοφλήσεως, παραιτούμενης, συνεπεία του συμβιβασμού
από την είσπραξη του επιπλέον επιδικασθέντος ποσού των πενήντα χιλιάδων
(50.000) ευρώ, στην δε ., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που
υπέστη από το θάνατο του αδελφού της, το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000)
ευρώ, νομιμοτόκως με επιτόκιο 6% από την επίδοση της
αγωγής (29-05-2013) μέχρις εξοφλήσεως, παραιτούμενης, συνεπεία του συμβιβασμού
από την είσπραξη του επιπλέον ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Επίσημο
αντίγραφο του ως άνω πρακτικού έλαβε η ενάγουσα δια της από ./13-12-2016
αίτησης που συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε η ίδια. Ακολούθως η ενάγουσα
συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε το Υπουργείο Εσωτερικών - Αρχηγείο Ελληνικής
Αστυνομίας την από 10-04-2017 Αίτηση - Προσκόμιση δικαιολογητικών στο όνομα των
ήδη εναγομένων, με θέμα την καταβολή αποζημίωσης σε εκτέλεση των
προαναφερθέντος Πρακτικού Συμβιβασμού του ΝΣΚ, ζητώντας και τη διόρθωση του ονόματος
της πρώτης εναγομένης, που από παραδρομή είχε καταχωρηθεί ως . αντί του ορθού
.. Ακολούθως εκδόθηκε η από 04-01-2018 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ αποζημιώσεως ., με
ανάλυση αποδόσεων, του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΓΕΝΙΚΗ
Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ και ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ όπου αναφέρεται ότι καταβλήθηκε
μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος σε Τραπεζικό Λογαριασμό της πρώτης εναγομένης το
χρηματικό ποσό των 705.661,08 ευρώ, μετά την παρακράτηση φόρου και λοιπών
κρατήσεων, με το συνημμένο: α) από 14-12-2017 ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ποσού
764.748,37 ευρώ, που υπογράφεται οπό τον Τμηματάρχη, κ. . και β) την από 07
Δεκεμβρίου 2017 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, που υπογράφεται οπό την κ. . και τον Διευθυντή .,
Ταξίαρχο. Εκδόθηκε επίσης η από 04-01-2018 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ αποζημιώσεως .,
με ανάλυση αποδόσεων, του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ και ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ όπου αναφέρεται ότι
καταβλήθηκε μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος σε Τραπεζικό Λογαριασμό της πρώτης
εναγομένης το χρηματικό ποσό των 235.622,13 ευρώ, μετά την παρακράτηση φόρου
και λοιπών κρατήσεων, με το συνημμένο: α) από 11-12-2017 ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ,
ποσού 252.610,63 ευρώ, που υπογράφεται από τον Τμηματάρχη, κ. . και β) την από
07 Δεκεμβρίου 2017 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, που υπογράφεται οπό την κ. . και τον Διευθυντή .,
Ταξίαρχο. Τα καθαρά ποσά που αντιστοιχούσαν σε κάθε ενάγουσα κατατέθηκαν σε
κοινό λογαριασμό των ήδη εναγομένων στη EUROBANK, για την μεν πρώτη εναγομένη
στις 19-12-2017, ενώ για τη δεύτερη στις 20-12-2017. Το χρονικό διάστημα από
21-11-2017 έως 19-12-2017 η ενάγουσα βρισκόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο,
προκειμένου να συμπαρασταθεί στον ασθενή αδερφό της . και τη θυγατέρα αυτού, .,
η οποία υποβλήθηκε σε επέμβαση ακρωτηριασμού τεσσάρων δακτύλων αριστερού κάτω
άκρου, ωστόσο ήταν σε διαρκείς τηλεφωνικές επικοινωνίες με την πρώτη εναγομένη,
καθώς και τους υπαλλήλους . και ., προκειμένου να διεκπεραιωθεί το ταχύτερον δυνατόν η πληρωμή των εναγομένων, ως προκύπτει
και από τις προσκομιζόμενες αναλύσεις του λογαριασμού της κινητής τηλεφωνίας
της εταιρείας CSOMOTE για το χρονικό διάστημα από 08-12-2017 έως 07-01-2018.
Ενόψει των ανωτέρω, με την επίτευξη του εξωδικαστικού συμβιβασμού και την
καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού στις εναγόμενες, θεωρείται ότι πληρώθηκε η
αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελούσε η γέννηση της απαίτησης της ενάγουσας
για την καταβολή της ως άνω συμφωνηθείσης αμοιβής της. Τούτο, καθόσον οι
εναγόμενες έλαβαν το ως άνω ποσό από το αντίδικο τους Ελληνικό Δημόσιο κατόπιν
των προπεριγραφέντων ενεργειών της ενάγουσας, η οποία
διεξήγαγε τη σχετική δίκη σε πρώτο βαθμό, άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης
απόφασης, ενώ η δια συμβιβασμού τελικώς επιτευχθείσα επίλυση της διαφοράς ήταν
αποτέλεσμα δικών της ενεργειών και ιδιαίτερα ικανοποιητική για τις εντολείς
της, δεδομένου ότι αφενός επιτεύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, εν αντιθέσει
με το συνήθως συμβαίνον όταν διάδικος είναι το Ελληνικό Δημόσιο, αφετέρου δε
κατέληγε σε ένα ύψος χρηματικής αποζημίωσης που αφίσταται κατά πολύ του ύψους
που επιδικάζεται συνήθως σε δίκες εις βάρος του Δημοσίου. Για τους λόγους
αυτούς και δεδομένης της φιλικής σχέσης των διαδίκων, περί το τέλος Ιανουαρίου
2018, με προφορική συμφωνία μεταξύ ενάγουσας και πρώτης εναγομένης, η οποία
ενεργούσε ατομικά και ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, συμφωνήθηκε ο
υπολογισμός της αμοιβής της με βάση το ποσοστό 13%, επί του οικονομικού
αντικειμένου του συμβιβασμού, ήτοι του ακαθαρίστου ποσού της αποζημίωσης ύψους
ενός εκατομμυρίου δέκα επτά χιλιάδων τριακοσίων πενήντα εννέα (1.017.359,00)
ευρώ και ειδικότερα υπολογίστηκε ως εξής: α) για το ποσό που καταβλήθηκε στην
πρώτη εναγομένη, υπολογίστηκε αμοιβή της ενάγουσας ύψους 99.417,29 πλέον ΦΠΑ
23.860,14 ευρώ και β) για το ποσό που καταβλήθηκε στη δεύτερη εναγομένη
υπολογίστηκε αμοιβή της ενάγουσας ύψους 32.839,38 ευρώ πλέον ΦΠΑ 7.881,45 ευρώ
και συνολικά εκατόν τριάντα δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εξήντα
επτά λεπτών (132.256,67 ευρώ), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ανερχομένου σε 24%.
Λόγω της φιλικής τους σχέσης η ως άνω αμοιβή στρογγυλοποιήθηκε στις εκατόν
τριάντα χιλιάδες (130.000,00) ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% ποσού τριάντα μίας χιλιάδων
διακοσίων (31.200,00) ευρώ, καταβλητέου με την εξόφληση της αμοιβής της
ενάγουσας και την έκδοση της σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών από την
ενάγουσα και συνολικά εκατόν εξήντα μίας χιλιάδων διακοσίων (161.200,00) ευρώ.
Ακολούθως οι εναγόμενες κατέβαλαν στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των
είκοσι οχτώ χιλιάδων (28.000,00) ευρώ με δύο τραπεζικές επιταγές της τράπεζας Eurobank Ergasias ποσού εκάστη
δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000,00) ευρώ, οι οποίες εξοφλήθηκαν αντίστοιχα στις
02-02-2018 και στις 07-02-2018. Η καταβολή αυτή συνομολογείται από τις
διαδίκους. Κατόπιν αυτών άλλη καταβολή προς την ενάγουσα δεν ακολούθησε, καθώς
δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για τον τρόπο καταβολής των χρημάτων,
ενόψει των δυσχερειών που προέκυψαν λόγω της εντωμεταξύ επιβολής μέτρων
περιορισμού στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), ενώ οι εναγόμενες μετέβαλαν γνώμη ως προς το
ποσοστό υπολογισμού της αμοιβής της ενάγουσας δικηγόρου, καθώς και ως προς την
καταβολή του ΦΠΑ που αναλογούσε στην υπολογισθείσα αμοιβή. Για το λόγο αυτό στα
μέσα Φεβρουαρίου 2018 η πρώτη εναγομένη κάλεσε την ενάγουσα σε συνάντηση, στην
οποία ωστόσο δεν παραβρέθηκε η ίδια, αλλά οι φίλες της και δικηγόροι . και .. Η
συνάντηση αυτή απέβη άκαρπη. Ακολούθως, με την από 2102-2018 Εξώδικη Δήλωση -
Πρόσκληση - Διαμαρτυρία τους προς την ενάγουσα, που επιδόθηκε σε αυτήν στις
22-02-2018, οι εναγόμενες, επικαλέστηκαν συμφωνηθείσα αμοιβή ανερχόμενη στο 10%
επί του καθαρού ποσού των που έλαβαν μετ' αφαίρεση φόρων και λοιπών κρατήσεων,
ύψους συνολικά εννιακοσίων σαράντα μίας χιλιάδων διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ
και είκοσι ενός λεπτών (941.283,21 ευρώ) συμπεριλαμβανομένου σε αυτήν και του
ΦΠΑ 24% και επίσης εκδήλωσαν την πρόθεση να καταβάλουν στην ενάγουσα (πέραν των
ήδη καταβληθέντων 28.000,00 ευρώ δια των προαναφερθέντων επιταγών) συνολικά
(73.736,00) ευρώ, υπολογίζοντας τελικά την αμοιβή της ενάγουσας στο 10% επί του
ακαθάριστου ποσού του ενός εκατομμυρίου δεκαεπτά χιλιάδων τριακοσίων εξήντα
επτά ευρώ (1.017.367,00 ευρώ) της επιδικασθείσας αποζημίωσης, αρνούμενες ωστόσο
να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό για ΦΠΑ πέραν του υπολογισθέντος 10%. Η ενάγουσα
απάντησε δια της από 26-02-2018 Εξώδικης Απάντησης, Διαμαρτυρίας και Πρόσκλησης,
που επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 28-02-2018, αρνούμενη τους ισχυρισμούς τους
και καλώντας αυτές να προχωρήσουν στην καταβολή των οφειλομένων σε τραπεζικό
της λογαριασμό στην Τράπεζα Eurobank. Έκτοτε ουδεμία
περαιτέρω καταβολή έγινε από τις εναγόμενες, οι οποίες εξακολουθούν να οφείλουν
τη συμφωνηθείσα αμοιβή της ενάγουσας. Περί του χρόνου σύναψης συμφωνίας
εργολαβικού δίκης, του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής της ενάγουσας επί του
συνολικού επιδικασθησόμενου και όχι καθαρού ποσού,
για το αρχικό εύρος του ποσοστού υπολογισμού της αμοιβής σε ποσοστό 12-15%,
καθώς και την τελική συμφωνία για αμοιβή ύψους 13%, την κατόπιν συμφωνίας
υπολογισθείσα αμοιβή ύψους 130.000 ευρώ, καθώς και τη μεταστροφή των
εναγομένων, κατέθεσε ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας της ενάγουσας .,
καθώς και οι . και ., οι καταθέσεις των οποίων περιλαμβάνονται στις ανωτέρω
ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας. Οι ανωτέρω
ισχυρίζονται ότι ήδη, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, είχαν πληροφορηθεί
από την ενάγουσα για το περιεχόμενο και τους όρους της συμφωνίας αυτής και το
πλαίσιο 12% -15% του ποσοστού για τον υπολογισμό της αμοιβής της ενάγουσας σε
περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, ενώ τα κατατεθέντα από αυτούς δεν
αντικρούονται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Εξάλλου, δια των προτάσεων
τους, επικαλούμενες τις καταθέσεις των μαρτύρων ., που περιλαμβάνονται στις
προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων, οι
εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η άσκηση της αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των
διοικητικών δικαστηρίων ήταν μια απλή και εύκολη υπόθεση, ότι η προηγηθείσα
απόφαση του ΜΟΔ Άμφισσας ουσιαστικά προεξοφλούσε το αποτέλεσμα της αγωγής
αποζημίωσης, η άσκηση της οποίας θα μπορούσε να ανατεθεί σε οιονδήποτε από τους
πολλούς φίλους δικηγόρους της πρώτης εναγομένης, αλλά προθυμοποιήθηκε να την
ασκήσει η ενάγουσα, η οποία δεν αξίωνε αμοιβή, ενώ η πρώτη εναγομένη πρόσφερε
από δική της ελευθεριότητα ποσό 8%, το οποίο και έγινε αποδεκτό από την
ενάγουσα, ενώ στο ποσοστό αυτό θα περιλαμβανόταν και ο ΦΠΑ. Πλην όμως τα
ανωτέρω δεν αποδείχτηκαν βάσιμα, για τους εξής λόγους: Η άσκηση αγωγής
αποζημίωσης σε βάρος του Δημοσίου, ενόψει του ότι δεν υπήρχε αμετάκλητη ποινική
απόφαση, δεν μπορούσε να έχει εξασφαλισμένο αποτέλεσμα, καθώς η άσκηση αγωγής
ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διέφερε κατά τις προϋποθέσεις και τη
διαδικασία από την ήδη ασκηθείσα πολιτική αγωγή κατά την ποινική διαδικασία,
αλλά και από τη διαδικασία ενώπιον των αστικών δικαστηρίων. Εξάλλου, η πρώτη
εναγομένη και στην ποινική δίκη δεν αρκέστηκε στην εκπροσώπηση από οποιονδήποτε
φίλο της δικηγόρο, αλλά επιδίωξε την καλύτερη δυνατή εκπροσώπηση από
εξειδικευμένους ποινικολόγους, τους . και . (όπως ο τελευταίος αναφέρει στην ως
άνω ./2020 ένορκη βεβαίωση), εκ των οποίων, για τους τρεις τελευταίους η
αμοιβή, μόνο για την υποστήριξη πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανήλθε στα 50.000 ευρώ σε έκαστο, συμπεριλαμβανομένου
ΦΠΑ, πλέον εξόδων συνολικά ύψους 30.000 ευρώ (ως αναφέρεται στην αγωγή
αποζημίωσης των ήδη εναγομένων κατά του Ελληνικού Δημοσίου).
Περαιτέρω, οι . και . αναφέρουν ότι πληροφορήθηκαν από
την πρώτη εναγομένη την ύπαρξη συμφωνίας για αμοιβή με συντελεστή ύψους 8% επί
του καθαρού ποσού, χωρίς ωστόσο να αναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες για το
πότε έγινε αυτή η συμφωνία, αλλά και το πότε την πληροφορήθηκαν από την πρώτη
εναγομένη, γεγονός που καθιστά τη μαρτυρία τους ανακριβή, εν σχέση με τις
αντίθετες μαρτυρίες που προεκτέθηκαν. Περαιτέρω, για
το ύψος της αμοιβής της ενάγουσας, όπως αυτό συμφωνήθηκε τελικά σε 13%,
ελήφθησαν υπόψη τα εξής στοιχεία: ο όγκος της δικογραφίας, το ύψος του
αιτουμένου ποσού, η εργασία που απαιτήθηκε για την ευπρεπή εκπροσώπηση και
υποστήριξη της υπόθεσης των εναγομένων, όπως οι επιμέρους ενέργειες της
ενάγουσας εκτέθηκαν ανωτέρω και οι οποίες δεν περιορίστηκαν στην τυπική
εκπροσώπηση ενώπιον του ακροατηρίου, αλλά περιελάμβαναν πλήθος ενεργειών προς
υποστήριξη της αγωγής και επιτάχυνση της εκδίκασης της, η τελική ευνοϊκή έκβαση
της πρωτόδικης δίκης, αλλά και η επίτευξη του μεγάλου αυτού ποσού αποζημίωσης
μέσω συμβιβασμού, σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα έναντι του Ελληνικού
Δημοσίου, σε συνδυασμό με την φιλική σχέση των διαδίκων. Εντούτοις, οι
εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η επίτευξη του συμβιβασμού δεν ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών
της ενάγουσας πληρεξούσιας τους δικηγόρου, αλλά αποτέλεσμα προσωπικών ενεργειών
της πρώτης εναγομένης, η οποία, από κοινού με τον δικηγόρο . (όπως και ο ίδιος
βεβαιώνει στην ως άνω ένορκη κατάθεση του) προώθησε το αίτημα στον τότε
Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών, οι οποίοι αποδέχθηκαν το αίτημα και
παρέπεμψαν την υπόθεση στο Νομικό Συμβούλιο, το οποίο ωστόσο ήταν και το μόνο
αρμόδιο να αποφανθεί επί σχετικής αιτήσεως. Αυτές οι ενέργειες των εναγομένων,
δεν θα μπορούσαν όμως αυτοτελώς να επιφέρουν το αποτέλεσμα του ευνοϊκού για
αυτές συμβιβασμού, αν δεν είχαν προηγηθεί οι ενδεδειγμένες νόμιμες ενέργειες
της ενάγουσας, ήτοι η κατάθεση της προαναφερθείσας αίτησης προς το Νομικό
Συμβούλιο του Κράτους, η προηγηθείσα επιτυχής διεξαγωγή από αυτήν της δίκης επί
της αγωγής σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και η άσκηση έφεσης κατά της
πρωτόδικης απόφασης, η πιθανή ευδοκίμηση της οποίας ελήφθη υπόψη για την έκδοση
του προαναφερθέντος ./2016 Πρακτικού Συμβιβασμού του ΝΣΚ το οποίο, δέχτηκε την
αίτηση, για τους στο ως άνω Πρακτικό αναφερόμενους λόγους. Επιπλέον, οι
εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα μετέβαλε τη στάση της, αιτούμενη
μεγαλύτερη αμοιβή από τη συμφωνηθείσα, μετά την καταβολή της αποζημίωσης, η
οποία επιτεύχθηκε με το συμβιβασμό, υποστηρίζοντας ούτως ότι ουδεμία εμπλοκή
είχε ως προς το ύψος της ορισθείσας αποζημίωσης, αλλά εκμεταλλεύτηκε την
επίτευξη του με ενέργειες της πρώτης εναγομένης και των πληρεξουσίων της στην
ποινική δίκη. Τούτο όμως κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα δεν αποδεικνύεται βάσιμο,
δεδομένου και ότι το ποσό του συμβιβασμού ορίστηκε βάσει του επιδικασθέντος
πρωτοδίκως ποσού (και μάλιστα κατόπιν μερικής παραιτήσεως των εναγομένων), η
επίτευξη του οποίου μέσω της ευδοκίμησης της αγωγής αποζημίωσης, ήταν
αποτέλεσμα των ενεργειών της ενάγουσας. Περαιτέρω, ως προς τους ισχυρισμούς των
εναγομένων σχετικά με το ποσό βάσει του οποίου πρέπει να υπολογιστεί η αμοιβή
της ενάγουσας, αλλά και για το αν αυτό συμπεριλαμβάνει ή όχι ΦΠΑ, λεκτέα τα εξής: κατά τα συναλλακτικά ήθη, ο υπολογισμός της
δικηγορικής αμοιβής σε περίπτωση εργολαβικών δίκης, γίνεται επί του τελικά και
συνολικά επιδικασθέντος ποσού (μετά των τόκων), ενώ ο ΦΠΑ υπολογίζεται πλέον
της αμοιβής, καθώς αποτελεί πρόσθετη επιβάρυνση εκ του νόμου, επιρρίπτεται από
τον κατά το νόμο υπόχρεο δικηγόρο στον εντολέα του, εκτός αν υπάρχει αντίθετη
ρητή συμφωνία στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων και αποδίδεται με την
έκδοση του σχετικού τιμολογίου. Τέτοια αντίθετη συμφωνία δεν αποδείχτηκε εν
προκειμένω. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ως άνω μαρτυρίες των . και ., η συμφωνία
των διαδίκων περιελάμβανε τον υπολογισμό της αμοιβής της ενάγουσας με βάση το
καθαρό επιδικασθησόμενο ποσό, πλέον του ΦΠΑ. Τούτο
εξάλλου συνάγεται και από το περιεχόμενο της από 21-02-2018 Εξώδικης Δήλωσης -
Πρόσκλησης - Διαμαρτυρίας τους προς την ενάγουσα, δια της οποίας αρχικά οι
εναγόμενες επικαλέστηκαν συμφωνηθείσα αμοιβή ανερχόμενη στο 10% επί του καθαρού
ποσού, ωστόσο καταλήγουν να υπολογίζουν τελικά την αμοιβή της ενάγουσας με βάση
το συνολικά επιδικασθέν ποσό αποζημίωσης, αρνούνται την καταβολή επιπλέον ποσού
ΦΠΑ, υπόσχονται την καταβολή στην ενάγουσα του υπολοίπου της οφειλόμενης
αμοιβής της που με τον τρόπο αυτό υπολογίζουν, αλλά τελικά δεν κατέβαλαν ούτε
τα δια του εξωδίκου αναγνωρισθέντα ποσά. Οι αντιφατικοί ισχυρισμοί των
εναγομένων, τόσο στο περιεχόμενο της ως άνω εξωδίκου, αλλά και εν σχέσει με τους προβαλλόμενους δια των προτάσεων τους
ισχυρισμούς, δεικνύουν μια διαρκή μεταβολή στη στάση τους έναντι της πληρωμής
της αμοιβής της ενάγουσας, ούτως καθιστούν ουσιαστικά αβάσιμα τα αναφερόμενα
δια των προτάσεων τους περί αμοιβής με βάσει ποσοστό 8% και μάλιστα επί του
καθαρού ποσού της αποζημίωσης. Περαιτέρω οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι ήδη
κατέβαλαν στην ενάγουσα συνολικά είκοσι μία χιλιάδες (21.000,00) ευρώ για έξοδα
και αμοιβή της, ποσό που ζητούν να αφαιρεθεί από τη συνολικά επιδικασθείσα
αμοιβή, χωρίς ωστόσο να προσκομίζουν αντίστοιχα παραστατικά, ή κάποιο άλλο
αποδεικτικό μέσο, καθώς και στις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν
με επιμέλεια τους, καμία σχετική συγκεκριμένη αναφορά δεν γίνεται. Η δε
ενάγουσα, τόσο δια της αγωγής της, όσο και δια της προσθήκης της, αναφέρει ότι
οι εναγόμενες κατέβαλαν πράγματι τα έξοδα για τη διεξαγωγή της δίκης (έξοδα
φωτοτυπιών, χαρτοσήμανση, παράβολα, κινητά ένσημα, έξοδα γραμματίων
προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ, παράβολα υπέρ του Δημοσίου), σύμφωνα με
το μεταξύ τους εργολαβικό δίκης, για το λόγο δε αυτό και ουδέν σχετικό ποσό
αιτείται δια της αγωγής. Για το λόγο αυτό ο σχετικός ισχυρισμός περί μερικής εξόφλησης
της οφειλόμενης αμοιβής τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Σημειώνεται ότι το ποσό των είκοσι οχτώ χιλιάδων (28.000,00) ευρώ που
συνομολογείται από τις διαδίκους ότι έχει καταβληθεί στην ενάγουσα, έχει
προαφαιρεθεί και δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής. Συνακόλουθα, οι
εναγόμενες οφείλουν στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν δύο χιλιάδων (102.000,00)
ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 01-03-2018, ήτοι την επομένη της επίδοσης της
προαναφερθείσας έγγραφης όχλησης σε αυτές (καθώς δεν αποδείχτηκε προηγούμενη
συμφωνία που να ορίζει δήλη ημέρα καταβολής την ημέρα καταβολής της αποζημίωσης
στις εναγόμενες), καθώς και το χρηματικό ποσό του αναλογούντος ΦΠΑ 24% επί του
συνόλου της αμοιβής, ύψους τριάντα μίας χιλιάδων διακοσίων (31.200,00) ευρώ με το
νόμιμο τόκο από την καταβολή του κεφαλαίου έως εξοφλήσεως. Εξάλλου, αποδείχτηκε
ότι η πρώτη εναγομένη, στις αρχές Ιανουαρίου 2018, ανέθεσε με προφορική εντολή
στην ενάγουσα δικηγόρο να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη
σύνταξη και υπογραφή των αναγκαίων εγγράφων - ιδιωτικών συμφωνητικών για την
εκμίσθωση ακινήτου της - καταστήματος, που λειτουργούσε ως κοσμηματοπωλείο από
την ίδια ευρισκομένου στον ισόγειο όροφο πολυώροφης οικοδομής, κείμενης στην
Αθήνα και επί της οδού …, προς την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «.Α.Ε.Ε.
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο, «CORON SA», με εγγυήτρια
την κ. ., με τους λοιπούς βασικούς όρους και συμφωνίες που θα ορίζονταν αρχικά
σε προσύμφωνο έγγραφο - ιδιωτικό συμφωνητικό και στη συνέχεια με τους όρους και
συμφωνίες που θα περιέχονταν στην οριστική σύμβαση μισθώσεως - Ιδιωτικό
Συμφωνητικό Μισθώσεως. Η αρχική συμφωνία των διαδίκων ήταν η αμοιβή της
ενάγουσας να ανέλθει στα πέντε χιλιάδες (5.000,00) ευρώ, πλέον ΦΠΑ, πλην όμως η
συμφωνία αυτή προέβλεπε αμοιβή που υπολείπεται των ελάχιστων νόμιμων αμοιβών
που προβλέπονται από τον Κώδικα Δικηγόρων και επομένως τυγχάνει άκυρη. Ως εκ
τούτου, η ενάγουσα, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τις
εναγόμενες εντολείς της, για την εντολή που πράγματι εκτέλεσε, τα από το νόμο
οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ακόμη και αν αυτά κρίνονται από την πρώτη
εναγομένη ως υπερβολικά. Η πρώτη εναγομένη εντολέας δεν μπορεί να αντιτάξει,
κατά της αξιώσεως προς καταβολή της εν λόγω αμοιβής, ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη
αμοιβή, κάτω των ελαχίστων νομίμων ορίων, καθώς η συμφωνία αυτή είναι άκυρη.
Κατόπιν της ως άνω εντολής, η ενάγουσα συνέταξε και παραστάθηκε κατά την
υπογραφή του από 08-01-2018 Ιδιωτικού Συμφωνητικού (Προσυμφώνου) Απόδειξης
καταβολής ποσού 27.000,00 ευρώ μεταξύ εκμισθώτριας, μισθώτριας και εγγυήτριας,
το οποίο προέβλεπε δωδεκαετή διάρκεια σύμβασης μίσθωσης, με μηνιαίο μίσθωμα
13.500,00 ευρώ για όλη τη διάρκεια της, πλέον του αναλογούντος τέλους
χαρτοσήμου, ποσοστού 3,6%, αναπροσαρμοζόμενου από το δεύτερο έτος της μισθώσεως
και καθ' όλη τη διάρκεια αυτής με το προβλεπόμενο ποσοστό. Η αξία του
αντικειμένου της ως άνω δικαιοπραξίας ανήλθε σε (13.500 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα Χ
12 μήνες Χ12 έτη =) ένα εκατομμύριο εννιακόσιες σαράντα τέσσερις χιλιάδες
(1.944.000) ευρώ. Συνεπώς η για την παραπάνω εργασία της ενάγουσας δικηγόρου
νόμιμη αμοιβή της (άρθρα 74 παρ. 2 νέου Κώδικα Δικηγόρων - λόγω της σύναψης της
σχετικής σύμβασης εντολής υπό την ισχύ του- σε συνδυασμό με τα ποσοστά και τις
αξίες στο παράρτημα II αυτού) υπολογίζεται ως εξής: Για το ποσό μέχρι 44.000,00
ευρώ, η αμοιβή της υπολογίζεται με ποσοστό 1 %, ήτοι 440,00 ευρώ. Για το ποσό
από 44.001,00 μέχρι 1.400.000,00 ευρώ η αμοιβή της υπολογίζεται με ποσοστό 0,5%
ήτοι (1.356.000 Χ 0,5%=) 6.780,00 ευρώ. Για το ποσό από 1.400.000,00 ευρώ μέχρι
το 1.944.000,00 ευρώ η αμοιβή της υπολογίζεται με ποσοστό 0,4%, ήτοι
(543.000,00 Χ 0,4% =) 2.176,00. Και συνολικά της οφείλεται ποσό εννέα χιλιάδων
τριακοσίων ενενήντα έξι (9.396,00) ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%. Περαιτέρω η ενάγουσα
συνέταξε και παραστάθηκε κατά την υπογραφή του από 08-01-2018 οριστικού
Ιδιωτικού Συμφωνητικού Μισθώσεως μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων με μηνιαίο
μίσθωμα 13.500,00 ευρώ για το πρώτο έτος της μίσθωσης, πλέον του αναλογούντος
τέλους χαρτοσήμου, ποσοστού 3,6%, αναπροσαρμοζόμενου από το δεύτερο έτος της
μισθώσεως και καθ' όλη τη διάρκεια αυτής με το προβλεπόμενο ποσοστό. Η αξία του
αντικειμένου της ως άνω δικαιοπραξίας ανήλθε σε (13.500 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα Χ
12 μήνες Χ12 έτη =) ένα εκατομμύριο εννιακόσιες σαράντα τέσσερις χιλιάδες
(1.944.000) ευρώ. Συνεπώς η για την παραπάνω εργασία νόμιμη αμοιβή της
ενάγουσας (άρθρα 74 παρ. 2 νέου Κώδικα Δικηγόρων - λόγω της σύναψης της
σχετικής σύμβασης εντολής υπό την ισχύ του- σε συνδυασμό με τα ποσοστά και τις
αξίες στο παράρτημα II αυτού) υπολογίζεται με τους ίδιους ακριβώς ως άνω
μαθηματικούς υπολογισμούς, οι οποίοι παραλείπονται αποκλειστικά για την αποφυγή
επαναλήψεων, ήτοι συνολικά της οφείλεται ποσό εννέα χιλιάδων τριακοσίων
ενενήντα έξι (9.396,00) ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%. Ακολούθως η ενάγουσα συνέταξε και
παραστάθηκε στην υπογραφή του από 1502-2018 Πρωτοκόλλου Παράδοσης και Παραλαβής
Μισθίου, το περιεχόμενο του οποίου δεν είναι αποτιμητό
σε χρήμα, και για το οποίο απασχολήθηκε τουλάχιστον δύο ώρες για το λόγο αυτό
της οφείλεται αμοιβή 80 ευρώ για κάθε ώρα εργασίας, (άρθρο 59 σε συνδ. με
Παράρτημα I. ν. 4194/2013) ήτοι 160,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%, απορριπτόμενου του
επιπλέον αιτουμένου από την ενάγουσα ως μη νόμιμου. Τέλος η ενάγουσα συνέταξε
και παραστάθηκε στην υπογραφή της από 16-02-2018 Ιδιωτικού Συμφωνητικού
(Πρόσθετης Συμφωνίας) μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, το περιεχόμενο της οποίας
δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, και για το οποίο
απασχολήθηκε τρεις ώρες για το λόγο αυτό της οφείλεται αμοιβή 80 ευρώ για κάθε
ώρα εργασίας, (άρθρο 59 σε συνδ. με Παράρτημα I. ν. 4194/2013) ήτοι 240,00
ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%, απορριπτόμενου του επιπλέον αιτουμένου από την ενάγουσα ως
μη νόμιμου. Οι ανωτέρω ενέργειες της ενάγουσας δικηγόρου, οι οποίες εξάλλου δεν
αμφισβητήθηκαν ρητά από την πρώτη εναγομένη, αποδεικνύονται από τα αντίγραφα
των ως άνω εγγράφων (ιδιωτικών συμφωνητικών και αποδείξεων), η δε απασχόληση
της αποδεικνύεται και από τις εκτυπώσεις σχετικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου δια των οποίων ενημέρωνε τις ενδιαφερόμενες πλευρές για το
περιεχόμενο των από αυτήν συνταχθέντων εγγράφων, αλλά και από την ένορκη
κατάθεση του μάρτυρα . που εξετάστηκε στο ακροατήριο με επιμέλεια της
ενάγουσας, καθώς και τις περιεχόμενες στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις
των μαρτύρων . και .. Συνακόλουθα, για την ως άνω αιτία, η πρώτη εναγομένη
οφείλει στην ενάγουσα (9.396,00+ 9.396,00+160,00 + 240,00=) δεκαεννέα χιλιάδες
εκατό ενενήντα δύο (19.192,00) ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% ύψους τεσσάρων χιλιάδων
εξακοσίων έξι ευρώ και οχτώ λεπτών (4.606,08) ευρώ, καταβλητέου με την εξόφληση
της αμοιβής και την έκδοση του σχετικού τιμολογίου, με το νόμιμο τόκο από
επιδόσεως της αγωγής και όχι από 01-03-2018, δεδομένου ότι δια του από
26-02-2018 Εξώδικης απάντησης της ενάγουσας δεν υπήρχε συγκεκριμένη σχετική όχληση
για καταβολή της ελάχιστης νόμιμης αμοιβής της.
Κατόπιν όλων όσων ανωτέρω έγινα δεκτά, θα πρέπει να
γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι
εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον
εκάστη, το χρηματικό ποσό των 102.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 01-03-2018
και έως εξοφλήσεως, καθώς και το χρηματικό ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων
διακοσίων (31.200,00) ευρώ, για ΦΠΑ 24% που αντιστοιχεί στην αμοιβή συνολικού
ύψους εκατό τριάντα χιλιάδων (130.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την
ολοσχερή καταβολή του ως άνω κεφαλαίου και την έκδοση σχετικού τιμολογίου, έως
εξοφλήσεως. Θα πρέπει επίσης να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην
ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εκατό ενενήντα δύο
(19.192,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από επιδόσεως της αγωγής και έως
εξοφλήσεως, καθώς και το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων έξι
ευρώ και οχτώ λεπτών (4.606,08) ευρώ για αναλογούντα ΦΠΑ 24%, με το νόμιμο τόκο
από την ολοσχερή καταβολή του ως άνω κεφαλαίου και την έκδοση σχετικού
τιμολογίου, έως εξοφλήσεως. Η δε απόφαση θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά
εκτελεστή λόγω του ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει ζημία στην
ενάγουσα που νίκησε, αλλά και εκ της φύσης του δικαιώματος, που αφορά αμοιβή
[908 παρ. 1ε) και 728 ΚΠολΔ]. Τέλος οι εναγόμενες, θα
πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή της πλήρους δικαστικής δαπάνης και
δικηγορικής αμοιβής της ενάγουσας, την οποία δικαιούται αν και παραστάσα αυτοπροσώπως καθώς και του πληρεξουσίου δικηγόρου
της, λόγω της ήττας τους και δεδομένου ότι το μέρος κατά το οποίο απορρίφθηκε η
αγωγή είναι ελάχιστο, σύμφωνα με τον περιλαμβανόμενο στις προτάσεις της Πίνακα
Εξόδων, ο οποίος περιλαμβάνει τα απαραίτητα έξοδα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση
της δίκης (άρθρα 176, 178, 182, 189, 190 και 191 ΚΠολΔ),
κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα
το χρηματικό ποσό των εκατό δύο χιλιάδων (102.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο
από 01-03-2018 και έως εξοφλήσεως, καθώς και το χρηματικό ποσό των τριάντα μίας
χιλιάδων διακοσίων (31.200,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ολοσχερή
καταβολή του ως άνω κεφαλαίου και έως εξοφλήσεως.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην
ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εκατό ενενήντα δύο
(19.192,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από επιδόσεως της αγωγής και έως
εξοφλήσεως, καθώς και για αναλογούντα ΦΠΑ 24%, το χρηματικό ποσό των τεσσάρων
χιλιάδων εξακοσίων έξι ευρώ και οχτώ λεπτών (4.606,08 ευρώ) με το νόμιμο τόκο
από την ολοσχερή καταβολή του ως άνω κεφαλαίου και έως εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι έκρινε
απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής
δαπάνης της ενάγουσας ύψους δεκαοχτώ χιλιάδων επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και
ογδόντα δύο λεπτών (18.714,82 ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο
ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των
διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 5/5/2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ