ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 365/2023
Μέτρα προστασίας δημόσιας υγείας κατά του κορωνοϊού covid-19 - Εργαζόμενοι σε δομές υγείας - Υποχρεωτικός εμβολιασμός - Παροχή εργασίας χωρίς υποχρέωση καταβολής αποδοχών - Μονομερής βλαπτική μεταβολή όρων εργασίας - Μισθοί υπερημερίας - Αποζημίωση απόλυσης -.
Θέση εργαζομένης σε καθεστώς παροχής εργασίας χωρίς υποχρέωση καταβολής των αποδοχών της, λόγω μη συμμόρφωσης προς τη νομοθετική επιταγή για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού των εργαζομένων σε δομές υγείας, η οποία έγινε χωρίς να συντρέχουν πλέον οι όροι του νόμου, όπως έχει κριθεί με απόφαση του ΣτΕ. Επιδίκαση ποσών για μισθούς υπερημερίας. Μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας για τη θέση της εργαζομένης σε καθεστώς αναστολής εργασίας. Επιδίκαση αποζημίωσης απόλυσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός Αποφάσεως 365/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ιωάννη Κανάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Χρύσα Μπόβη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: ……… του ……, κατοίκου Σεπολίων Αττικής, επί της οδού ……… αρ. …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Θεοδώρου Παναγιωτόπουλου.
Των εναγόμενων: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……… - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στο Δήμο Αμαρουσίου Αττικής, οδός ……… αρ. …, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Παναγιώτας Πετρόγλου και 2) Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας Άννας Κωστοπούλου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-12-2022 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό …/29-12-2022 και προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 656 ΑΚ αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 349 και 350 ΑΚ, συνάγεται ότι ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία, όταν ο μισθωτός προσφέρει πραγματικά, με τον προσήκοντα τρόπο, την εργασία του και αυτός δεν τη δέχεται ή δηλώνει ότι δεν τη δέχεται, με συνέπεια να εξακολουθεί να υποχρεούται στην καταβολή του μισθού. Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη, να καταβάλει το μισθό υπάρχει και σε περίπτωση δικής του αδυναμίας να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε δικό του πταίσμα, αλλά και σε ανυπαίτια περιστατικά, που συνδέονται είτε με περιστάσεις, που ο ίδιος οφείλει και μπορεί να ελέγχει είτε με κινδύνους από τη λειτουργία της επιχείρησης που ασκεί και ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα του κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα (ΑΠ 868/2010). Ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του μισθού μόνον αν η αδυναμία του ως προς την αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε ανώτερη βία. Ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός. Τέτοιο θεωρείται το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά και δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του εργοδότη. Υπό την έννοια αυτή γίνεται δεκτό ότι δεν αποτελούν περιστατικά ανωτέρας βίας, αφού ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου του εργοδότη: το γεγονός ότι τα εντάλματα πληρωμής των αποδοχών των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου σε ΟΤΑ δεν επρόκειτο να θεωρηθούν από τον αρμόδιο επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Α.Π 1984/2017), το γεγονός ότι καταγγέλθηκε από την ανάδοχο εταιρεία η σύμβαση παραχώρησης με το Ελληνικό Δημόσιο λόγω της αδυναμίας εκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της περιοχής (ΑΠ 868/2010), το γεγονός ότι οι παλαιές εγκαταστάσεις του εργοδότη υπέστησαν ζημίες από ακραία καιρικά φαινόμενα, οι οποίες όμως θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν γινόταν τακτική και συστηματική συντήρησή τους (ΠΠρΒολ 130/2008), το ότι η εργοδότρια εταιρεία αναγκάστηκε να κλείσει την επιχείρησή της λόγω γενικότερης δυσπραξίας (ΜΠρΑΘ 1444/1999), το ότι σε δίκη μεταξύ της εργοδότριας εταιρείας ως μισθώτριας και του Ελληνικού Δημοσίου ως εκμισθωτή του ενός από τα δύο λιγνιτωρυχεία, η εκμετάλλευση των οποίων αποτελούσε το κύριο αντικείμενο των εργασιών της, της αφαιρέθηκε η χρήση και η εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου αυτού και στη συνέχεια η ΔΕΗ αρνήθηκε να ανανεώσει τη σύμβαση προμήθειας λιγνίτη από αυτήν (ΕφΘεσσ 1775/1994), η κακή πορεία των εργασιών του εργοδότη (ΕφΠειρ 126/1991) και η πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια αυτού (ΑΠ 17/1954, ΕΕργΔ 1954, 235), η παύση/διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης (ΑΠ 179/1993, ΕφΘεσ 3434/1990), η θέση της εργοδότριας εταιρείας υπό τη μεσεγγύηση του Δημοσίου (βάσει α.ν. 2636/1940) (ΑΠ 314/1954, ΕΕργΔ 1954, 637). Αντιθέτως, γίνεται δεκτό ότι αποτελούν περιστατικά ανωτέρας βίας κατά την προαναφερθείσα έννοια, που απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής του μισθού συνεπεία αδυναμίας του να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού για λόγους που δεν ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου του: η απεργία των εργαζομένων αν συνοδεύεται από κατάληψη του εργοστασίου ή άλλων εγκαταστάσεων της επιχείρησης, κατά τρόπο που εμποδίζεται η προσέλευση όσων εργαζομένων επιθυμούν να εργαστούν (ΑΠ 1303/2004, ΜονΠρΠατρ 487/1992), η διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης λόγω πυρκαϊάς (ΕφΠατρ 429/2002, ΕφΠατρ 8/2001), οι σεισμοί, από τους οποίους καταστράφηκε ολικά ή εν μέρει μεγάλο ποσοστό καταστημάτων και γενικά κτιρίων της πόλης της Καλαμάτας (ΜΠρΚαλ 11/1987) και, ιδίως η αδυναμία απασχόλησης/απόλυση κατ’ επιταγή της νομοθετικής ή δικαστικής ή διοικητικής Αρχής, εφόσον η επιβολή της είναι αναπότρεπτη (και στην περίπτωση διαταγής της διοικητικής αρχής, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι αυτή είναι σύννομη τύποις και ουσία) (ΕφΑΘ 207/1971, ΕΕργΔ 1971, 737, ΕφΑΘ 1161/1971, ΕΕργΔ 1971, 683). Ειδικότερα έχει κριθεί ότι αποτελεί ανωτέρα βία υπό την προαναφερθείσα έννοια: η με διαταγή της Κρατικής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας απαγόρευση στην εργοδότρια αεροπορική εταιρεία να απασχολεί τον ενάγοντα ως ιπτάμενο μηχανικό επί των αεροπλάνων (ΑΠ 187/1972, ΕΕργΔ 1972, 710), η θέση σε κατάσταση διαθεσιμότητας και στη συνέχεια προσωρινή και οριστική απόλυση τραπεζοϋπαλλήλου με πράξη του Υπουργού Οικονομικών βάσει κατοχικού νομοθετήματος (ΑΠ 10/1958, ΕΕργΔ 1958, 185), η απόλυση του υπαλλήλου κατ’ επιταγή του Νόμου (α.ν. 516/1948 «περί ελέγχου νομιμοφροσύνης δημοσίων υπαλλήλων») (ΑΠ 648/1950, ΕΕργΔ 1951, 256), η διάλυση της επιχείρησης κατ’ επιταγή του Νόμου (Ν.Δ. 2512/1953) (ΑΠ 444/1954, ΕΕργΔ 1954, 899). Περαιτέρω, σε περίπτωση αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης, χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη επιδικάζεται μόνον όταν η αντισυμβατική συμπεριφορά συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου (ΑΚ 57, 59) (βλ. Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, §47 αρ. 20). Για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας (άρ. 57 επ. ΑΚ) απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ. 2, 59, 914, 299, 932, 926, 927,71 ΑΚ). Οι όροι δηλ. αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημίωσης [προσβολή, παράνομη συμπεριφορά, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου, που προσβάλλει] (ΑΠ 105/2020). Στο δικόγραφο της αγωγής, με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, πρέπει να εκτίθενται ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη για συγκεκριμένους λόγους [ή λόγο], από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, που πρέπει ο εργαζόμενος και να αποδεικνύει (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 1186/1990). Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου δεν συνιστά αδικοπραξία αλλά γεννά υποχρέωση προς καταβολή των μισθών υπερημερίας (άρθρο 656 ΑΚ), που συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης (ως απαίτηση μισθού) και όχι αδικοπραξία (ΑΠ 700/2011, ΑΠ 77/2009, ΑΠ 547/2008, ΑΠ 1562/2004). Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι μετά την απάντηση της πρώτης εναγομένης, τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργού Υγείας στην από 12.12.2022 Εξώδικη Δήλωση-Διαμαρτυρία-Πρόσκληση της, με την οποία αυτή ουδόλως συμμορφώθηκε, ώστε να ανακαλέσει την πράξη αναστολής καθηκόντων μη αποδοχής παροχής εργασίας χωρίς υποχρέωση καταβολής των αποδοχών σύμφωνα με την 2332/2022 απόφαση του ΣτΕ και στη βάση της συμβάσεως αορίστου χρόνου της προξενείται υπέρμετρη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, εγκαθιστώντας την κατ’ ουσίαν στο μαρτύριο του Ταντάλου «εις αιώνια πείναν και δίψα». Ότι η ως άνω συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, η οποία από 01.09.2021 δεν έκανε δεκτή την εργασία της και δεν κατέβαλε τις αποδοχές της, με βάση την αντισυνταγματική και παράνομη διάταξη του άρθρου 206 παρ. 6 β' του ν. 4820/2021 και ουδόλως συμμορφώθηκε με την από 12.12.2022 Εξώδικη-Δήλωση- Διαμαρτυρία-Πρόσκλησή της, καθώς δεν προέβη σε ανάκληση της πράξεως απένταξής της, ούτε σε καταβολή των αναλογούντων μισθών, δώρων και επιδομάτων, αποτελεί αθέτηση της μεταξύ τους σύμβασης τουλάχιστον μετά την 2332/2022 απόφαση του ΣτΕ και συνακόλουθα καθιστά μη ανεκτή τη συνέχιση της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης. Ότι εκ τούτω προβαίνει σε καταγγελία της από 06.07.2020 συμβάσεως εργασίας της, όπως αυτή τροποποιήθηκε σε σύμβαση αορίστου χρόνου στις 13.02.2021, ως ακολούθως. Ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές ότι η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων, που συνίσταται στην απένταξή της από το προσωπικό του Νοσοκομείου και στην αδικαιολόγητη μη καταβολή των αποδοχών της από 01-09-2021 και έπειτα, εκτός από προδήλως προσβλητική για το πρόσωπό της, αποτελεί αθέτηση της μεταξύ τους σύμβασης και συνακόλουθα καθιστά μη ανεκτή τη συνέχιση της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης. Ότι κατά συνέπεια και λόγω του ότι η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, παρά τις οχλήσεις της μέχρι σήμερα, και παρά την κοινοποίηση της από 12.12.2022 Εξώδικης-Δήλωσης-Διαμαρτυρίας-Πρόσκλησής της, με την οποία ουδόλως συμμορφώθηκε, επιδεικνύει αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά απέναντι της, προβαίνει σε καταγγελία λόγω ύπαρξης σπουδαίου λόγου, της ανωτέρω συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία. Ότι με βάση δε τα ανωτέρω, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση, η οποία συνίσταται αφενός στο διαφυγόν κέρδος της, δηλαδή στους μισθούς που προσδοκούσε πιθανότατα από τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ότι θα εισέπραττε, αφετέρου δε και σε κάθε άλλη ζημία που υφίσταται από την οφειλόμενη στην υπαίτια αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης πρόωρη λύση της σύμβασης. Ότι ύστερα από την αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, κατά τα ανωτέρω, και την εκ μέρους της καταγγελία της προμνημονευθείσας συμβάσεως, οι εναγόμενοι της οφείλουν και πρέπει να της καταβάλλουν νομιμοτόκως: (1)...αποζημίωση απόλυσης... Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία... κατέστη... σε υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, για την ανωτέρω ιστορούμενη αιτία το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ (16.896 €) και ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη το ποσόν των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), ήτοι συνολικά το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ (36.896 €), νομιμοτόκως από την κατάθεση άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί. Να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, όπως το αίτημα αυτής περιορίστηκε παραδεκτά σε εν μέρει αναγνωριστικό, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον και παραδεκτώς ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 16 αριθ. 2, 25 και 614 επ. ΚΠολΔ), αφού αφορά σε αντιδικία εργαζομένου του ιδιωτικού τομέα προς τον πρώην εργοδότη της (………-ΑΕ) για εργασιακές διαφορές που άπτονται της αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, το οποίο συνυπογράφει όλες τις κανονιστικές πράξεις για το επίδικο ζήτημα αφ’ ενός και του Υπουργού Υγείας αφ’ ετέρου με αφορμή τις διατάξεις του άρθρου 206 του ν. 4820/2021, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει, δυνάμει του οποίου επιβλήθηκε η υποχρέωση εμβολιασμού σε όλο το προσωπικό (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό) σε ιδιωτικές, δημόσιες και δημοτικές δομές υγείας, καίτοι οι αξιώσεις που εγείρονται κατά του ελληνικού δημοσίου, δεν οφείλονται σε ατομικές παραλείψεις ή πταίσματα, αλλά συναρτώνται με τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και το νομοθετικό έργο εν γένει, για τα οποία αρμοδιότητα έχουν τα διοικητικά δικαστήρια, του οποίου Υπουργού οι σχετικές διαταγές είναι δεσμευτικές για την εναγομένη και προσβάλλονται παρεμπιπτόντως ως μη νόμιμες, με την ένδικη αγωγή. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι νόμιμη, ως προς τα κύρια αιτήματά της, στηριζόμενη στις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 907, 908 περ. ε και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή, πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα της πρώτης εναγομένης, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του δικαστηρίου, η οποία καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του, από τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμόν ./6-3-2023 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατ’ άρθρο 339 ΚΠολΔ, μετά από προηγούμενη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. τη συνοδευτική ./1-3-2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με την 2332/2022 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Γ' Τμήματος, κρίθηκε α) ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 4917/2022, με την οποία παρατάθηκε η ισχύς της παρ. 8 του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 περί επαναξιολογήσεως της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των εργαζόμενων στις δομές υγείας μέχρι τις 31-12-2022, είναι αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και β) ακυρώθηκε η Γ4β/Γ.Π.οικ. 21912/14-4-2022 απόφαση του Υπουργού και της Αναπληρώτριας Υπουργού Υγείας (Β' 1995/20-4-2022), με τίτλο «Καθορισμός διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού ορισμένου χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 ν. 4825/2021 (Α' 157)». Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι, όπως έχει γίνει δεκτό από το Σ.τ.Ε. με σειρά αποφάσεών του, τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία της δημόσιας υγείας κατά του κορωνοϊού covid-19, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατηγορίας εργαζομένων (βλ. Σ.τ.Ε. 1684/2022 ως προς τους εργαζομένους σε δομές υγείας και 1400/2022 ως προς τους υπηρετούντες στις Ε.Μ.Α.Κ.), μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η ελευθερία κινήσεως και η ιδιωτική του ζωή, πλην όμως η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή εφ’ όσον, μεταξύ άλλων, τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκειά τους, λόγω της προσωρινότητάς τους, πρέπει να επανεξετάζεται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των εγκύρων επιστημονικών παραδοχών. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε ο ν. 4917/2022 (31-3-2022) και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη (14-4-2022) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα οκτώ και πλέον μηνών από τη λήψη του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας, ήτοι διάστημα που λόγω της φύσεως του μέτρου και των συνεπειών του, υπερβαίνει προδήλως το εύλογο, χωρίς, ωστόσο, να έχει διενεργηθεί επαναξιολόγηση του, βάσει επίκαιρων, κατά τον χρόνο εκείνο, επιστημονικών και επιδημιολογικών στοιχείων, για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και την πορεία και την εξέλιξη της πανδημίας. Εξ άλλου, ουδόλως προκύπτει βάσει ποιων συγκεκριμένων επιστημονικών δεδομένων ο χρόνος της επαναξιολογήσεως παρατάθηκε έως τις 31-12-2022, δηλαδή τοποθετήθηκε σε χρόνο που επίσης υπερβαίνει τον εύλογο, εν όψει του ότι απέχει εννέα μήνες από την ψήφιση του ν. 4917/2022. Κατόπιν των ανωτέρω, κρίθηκε ότι αλυσιτελώς η Διοίκηση επικαλείται και προσκομίζει ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, δικαιολογούν την παράταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού, εφ’ όσον η επαναξιολόγηση του μέτρου αυτού αναβλήθηκε ρητώς, κατά τα ανωτέρω, για τις 31-12-2022, και, πάντως, από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι έγινε πράγματι τέτοια συνθετική εκτίμηση και αξιολόγηση των εν λόγω στοιχείων από αρμόδιο προς τούτο επιστημονικό όργανο. Εν πάση δε περιπτώσει ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν δικαιολογούσαν την παράταση της υποχρεώσεως προς εμβολιασμό. Στην προκειμένη περίπτωση η από 1.9.2021 ένταξη της ενάγουσας σε καθεστώς παροχής εργασίας χωρίς υποχρέωση καταβολής των αποδοχών της που έγινε από την εναγομένη σε συμμόρφωση προς τη νομοθετική επιταγή του άρθρου 206 ν. 4820/2021, που επέβαλε για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού όλου του προσωπικού (ιατρικού, παραϊατρικού, νοσηλευτικού, διοικητικού και υποστηρικτικού) σε ιδιωτικές, (και δημόσιες και δημοτικές) δομές υγείας (κλινικές), όπως η δική τους στη Θεσσαλονίκη, έγινε χωρίς να συντρέχουν τελικά οι όροι του νόμου, όπως κρίθηκε με την υπ’ αρ. 2332/2022 απόφαση του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παρά το ότι δεν προσέκρουσε σε καμία συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή και δεν επομένως δεν ήταν αρχικά παράνομη, όπως κρίθηκε με την υπ’ αρ. 1684/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δικαιούται, συνεπώς, 15.048 ευρώ για μισθούς υπερημερίας. Η δε από 1.9.2021 θέση της εναγομένης σε καθεστώς αναστολής εργασίας κατ’ άρθρο 206 Ν. 4820/2021 αποτελούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, για το οποίο η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε σιωπηρά, μη εμβολιαζόμενη επί μακρό χρονικό διάστημα 15,5 μηνών, ήτοι από 1.9.2021 μέχρι την από 13.12.2022 κοινοποίηση στην εναγομένη εταιρεία της ως άνω δήλωσης- διαμαρτυρίας της. Δικαιούται, συνεπώς, και ποσό 1.848 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης. Ούτε ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν απολύθηκε από την εναγομένη εταιρεία αλλά κατήγγειλε η ίδια τη σύμβαση εργασίας της, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη νομολογία γιατί η ενάγουσα στηρίζει το αγωγικό της αίτημα για ηθική βλάβη στο ότι παρανόμως τέθηκε σε καθεστώς αναστολής εργασίας κατ’ άρ. 206 Ν. 4820/2021. Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη. Για χρηματική της ικανοποίηση είναι 20.000 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους (176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας αγωγή.
Δέχεται αυτή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα έξι (36.896) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Καταδικάζει τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7-4-2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ