ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ(Ασφ.Μ.)Αθ 4080/2022

 

Αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής ποσού 229.060,25 ευρώ, που εξέδωσε τράπεζα σε βάρος δανειοληπτών. Πιθανολόγηση ευδοκίμησης λόγου ανακοπής, που προσβάλλει τις χρεώσεις των λογαριασμών που τηρήθηκαν για την επίμαχη σύμβαση στεγαστικού δανείου και στηρίζεται σε αναλυτική μελέτη ελέγχου πίστωσης που συντάχθηκε από εξειδικευμένη εταιρεία εταιρεία ελέγχου τραπεζικών συμβάσεων, το πόρισμα της οποίας δεν αντέκρουσε η καθ’ ης. Πιθανολόγηση πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης, ιδίως λόγω του προβλήματος υγείας της δεύτερης αιτούσας. Δεκτή εν μέρει η αίτηση. Αναστολή εκτέλεσης της επίμαχης διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του Σωκράτη Οδ. Τσαχιρίδη, δικηγόρου, ΜΔ Παντείου Πανεπιστημίου, διαπιστευμένου διαμεσολαβητή, ο οποίος παραστάθηκε για τους αιτούντες)

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 4080/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Δήμητρα Κάββουρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25-2-2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αιτούντων: 1) του … και 2) της … κατοίκου … οι οποίοι παραστάθηκαν αμφότεροι δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Σωκράτη Τσαχιρίδη.

 

Των καθ' ων η αίτηση: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) της εταιρίας με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο … που εδρεύει στη … Αττικής, επί … και εκπροσωπείται νόμιμα, νομίμως αδειδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος (απόφαση υπ' αριθμ. … της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ' αριθ. … Πράξη, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας  με την επωνυμία … εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει του από Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων, της από … Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών … και του υπ' αριθ. … Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών … και της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο …, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της … και εκπροσωπείται νόμιμα δυνάμει της από … Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχοροφυλακείου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικόλαου Καρπέτα.

 

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από …2022 αίτηση τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …2021 και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Από την υπ' αριθ. …2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών … που προσκομίζουν οι αιτούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για τη σημερινή δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη καθ' ης. Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα, συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 696 παρ. 1 και 699 ΚΠολΔ, βλ. Π. Τζίφρα-Ασφ. Μέτρα, έκδ. 1985, σ. 50).

 

Οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτηση τους ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ' αριθ. …2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου καθώς και της επ' αυτής επιταγής προς εκτέλεση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής τους και να καταδικασθεί η καθ' ης στη δικαστική της δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, πλην του σκέλους της με το οποίο οι αιτούντες επικαλούνται ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με την από 2021 επιταγή προς εκτέλεση, ως προς το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, δοθέντος ότι με αυτή ζητείται η αναστολή της διαδικασίας έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης από το Δικαστήριο, πριν την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής και της άσκησης ενδίκου μέσου κατά αυτής, μη εφαρμοζόμενης ούτε της διάταξης του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. γ ΚΠολΔ αλλά ούτε και αυτής του άρθρου 731 ΚΠολΔ. Επίσης, μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα καταδίκης των καθ’ ων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αιτούντων, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ως ισχύει), επί αίτησης χορήγησης αναστολής εκτέλεσης επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθ' ου. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αίτηση, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

 

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατό, ο μεν καθ' ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ' αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας (ΑΠ 370/2012, ΧρΙΔ 2012,609, ΑΠ 50/2004, ΕλλΔικ 2004, 735, ΑΠ 1684/1998, ΕλλΔικ 40, 92, ΕφΑΘ 5900/2006, ΔΕΕ 2007, 327, ΕφΘεσ 2534/2003, ΕπισκΕμπΔ 2003, 1228), μπορούν δε να αφορούν είτε στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε στην ουσιαστική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ' ου η ανακοπή ενστάσεις. Για τον λόγο αυτό, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 916/2002, ΕλλΔικ 2003, 1297, ΑΠ 722/2000, ΕΕμπΔ 2000, 49, ΑΠ 583/1997, ΕλλΔικ 1998, 88, ΑΠ 491/1994, ΝοΒ 43, 548, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕπισκΕμπΔ 2010, 196, ΕφΑθ 3791/2008, ΕλλΔικ 2009, 205). Εξάλλου, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολο της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωση της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 169/2020 ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013).

 

ΙΙ. Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 Ν. 128/1975, «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ' αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Ως εκ τούτου, η ρυθμιστική ισχύς του αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών (ΕφΘεσ 1034/2013 δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από το γράμμα και τον σκοπό της διάταξης αυτής, δεν προκύπτει ότι απαγορεύεται να μετακυληθεί συμβατικά στον δανειολήπτη η εισφορά, που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς η κανονιστική ισχύς του εν λόγω άρθρου αφορά αποκλειστικά στην (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 128/1975 στον δανειολήπτη επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, αρκεί να μην απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης και της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε την εισφορά αυτή. Η απαγόρευση της μετακύλισης δεν είναι εφικτή από τη φύση του πράγματος, στο μέτρο που οι τράπεζες μπορούν, ενόψει του καθεστώτος ελεύθερου προσδιορισμού των επιτοκίων, να υπολογίζουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς στη σύμβαση δανείου. Η επιβολή της εισφοράς στον δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας (άρθρα 281 και 288 ΑΚ και Ν. 2251/1994 -ΜΕφΘεσ 154/2017, ΜΕφΘεσ 473/2017 δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 16/2016 ΕλλΔνη 2016.1419, ΕφΠειρ 369/2015 δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012.1039, ΕφΑθ 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη 2008.902), λαμβανομένης υπόψη και της υπ' αριθ. ΠΔ/ΤΕ/2501/2002, με την οποία επεκτάθηκε η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι η εισφορά του Ν. 128/1975. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων των τραπεζών, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Περαιτέρω, με το άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 2601/1998 «Περί ενισχύσεων ιδιωτικών επενδύσεων για την οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας και άλλες διατάξεις», ορίστηκε ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί (ελλείψει συμφωνίας ανατοκισμού ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου του), από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης και οι ανακύπτοντες τόκοι προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ' ελάχιστο όριο (είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού) και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι, επί συμβάσεων δανείων ή αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ τραπεζών και πελατών τους, το ζήτημα του ανατοκισμού δεν επαφίεται στη βούληση των τραπεζών, αλλά ρυθμίζεται, κυρίως και προεχόντως, από τις μεταξύ των μερών συμφωνίες και μόνο σε περίπτωση έλλειψης τέτοιων συμφωνιών γίνεται ευθεία παραπομπή στις περί ανατοκισμού διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΕφΑΘ 1159/2012 ΕΕΜΠΔ 2013.385).

 

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Κατόπιν της από …/2021 αίτησης της πρώτης των καθ’ ων, εκδόθηκε η υπ' αριθ. ...2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, σε βάρος των αιτούντων, η οποία τους διατάσσει όπως καταβάλουν στην καθ' ης, για απαίτηση της, που απορρέει από την υπ' αριθ. … 2006 σύμβαση στεγαστικού δανείου και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, στην οποία ο πρώτος αιτών συμβλήθηκε ως πρωτοφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια το ποσό των 229.060,25 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 28-1-2020 με επιτόκιο υπερημερίας το συμφωνηθέν συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας σύμφωνα με τη σύμβαση και το νόμο, πλέον επιβαρύνσεων και λοιπών εξόδων μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεσης η πρώτη καθ' ης κοινοποίησε στους αιτούντες στις …12-2021, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. … και …/2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …

 

Μετά την επίδοση της επιταγής, οι αιτούντες άσκησαν την από 3-12-2021 ανακοπή τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ζητώντας να ακυρωθεί η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής.

 

Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγο της ανακοπής οι αιτούντες διατείνονται ότι είναι παράνομος ο σχετικός όρος της επίδικης σύμβασης περί επιβάρυνσης τους με την εισφορά του Ν. 128/75, η οποία επιβλήθηκε σε αυτούς από την πρώτης καθ' ης, τα δε ποσά του παρανόμως μετακυλιόμενου φόρου προστέθηκαν στους τόκους, κεφαλαιοποιήθηκαν και ανατοκίστηκαν περιοδικά με αυτούς και ότι οι πιο πάνω όροι της σύμβασης είναι εντελώς αδιαφανείς, καθώς επιβλήθηκαν μονομερώς από την πρώτη καθ' ης κατά τρόπο κεκαλυμμένο, ότι δεν έλαβαν γνώση των πιο πάνω όρων, οι οποίοι έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ουσιώδους ανισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος των συμφερόντων τους που θίγονται από την δυνάμει των πιο άνω όρων προσαύξηση της απαίτησης της πρώτης καθ' ης. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής προβάλλονται αορίστως και πιθανολογείται ότι θα απορριφθούν, σύμφωνα και με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού οι ανακόπτοντες ουδόλως προσδιορίζουν τα ποσά της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς τους, επιβάρυνσης του, ενώ παραλείπουν τη σύνδεση των λόγων αυτών με συγκεκριμένα κονδύλια του δανειακού λογαριασμού και της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, πλην όμως τυχόν μερική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής δεν πλήττει την εγκυρότητα αυτής στο σύνολο της. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι αυτοί της ανακοπής πιθανολογούνται απορριπτέοι και ως μη νόμιμοι, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη με αριθμό II νομική σκέψη, νόμιμα επιβλήθηκε με τη σύμβαση η εν λόγω εισφορά, αφού αυτή ήταν η συμφωνία των συμβαλλομένων μερών με σχετικό συμβατικό όρο (κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανακοπή και στη σύμβαση, βλ. τον όρο 5 και 6 της ένδικης σύμβασης), συμφωνία που ήταν καθόλα έγκυρη ως μη προσκρούουσα σε απαγορευτική διάταξη νόμου, δεδομένου ότι και οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης ικανοποιήθηκαν, αφού για τη χρέωση αυτή πραγματοποιήθηκε ειδική αναφορά στη σύμβαση. Εξάλλου, δοθέντος ότι η εν λόγω εισφορά αποτελούσε, βάσει των μεταξύ των διαδίκων κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντων, μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νόμιμα κεφαλαιοποιήθηκε, εκτοκίστηκε και ανατοκίστηκε (βλ. την αμέσως ως άνω νομική σκέψη και ΜΕφΘεσ 1224/2017 δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Ψυχομάνη, «Τα τραπεζικά επιτόκια» ΝοΒ 1995.16).

 

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, οι αιτούντες διατείνονται ότι στο πλαίσιο λειτουργίας του υπ' αριθ. ... λογαριασμού που τηρήθηκε για την επίδικη σύμβαση η τράπεζα καταλόγισε τόκους ποσού 79.174,82 και τόκους υπερημερίας 893,66 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 80.068,48 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται εισφορά του ν. 128/1975 ποσού 2.212,22 ευρώ, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς μελέτης ελέγχου πίστωσης που συντάχθηκε από εξειδικευμένη εταιρεία ελέγχου τραπεζικών συμβάσεων για την επίδικη σύμβαση έπρεπε να καταλογιστούν τόκοι ποσού 79.858,49 ευρώ και τόκοι υπερημερίας ποσού 54,88 ευρώ, ήτοι συνολικά 79.913,37 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται εισφορά του ν. 128/1975 ποσού 2.251,20 ευρώ, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν παρανόμως με το ποσό των 155,11 ευρώ. Ότι στο πλαίσιο λειτουργίας του υπ' αριθ. … λογαριασμού που τηρήθηκε για την επίδικη σύμβαση η τράπεζα καταλόγισε τόκους ποσού 12.254 ευρώ και τόκους υπερημερίας 57,27 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 12.311,27 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται εισφορά του ν. 128/1975 ποσού 629,60 ευρώ, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς μελέτης ελέγχου πίστωσης που συντάχθηκε από εξειδικευμένη εταιρεία ελέγχου τραπεζικών συμβάσεων για την επίδικη σύμβαση έπρεπε να καταλογιστούν τόκοι ποσού 12.186,84 ευρώ και τόκοι υπερημερίας ποσού 0,24 ευρώ, ήτοι συνολικά 12.187,18 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται εισφορά του ν. 128/1975 ποσού 634,76 ευρώ, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν παρανόμως με το ποσό των 124,09 ευρώ καθώς και με το ποσό των 650,44 ευρώ, με το οποίο τους χρέωσε η τράπεζα για έξοδα-λοιπές χρεώσεις, που δεν προκύπτει σε τι αντιστοιχούν.

 

Ότι στο πλαίσιο λειτουργίας του υπ' αριθ … λογαριασμού που τηρήθηκε για την επίδικη σύμβαση η τράπεζα καταλόγισε τόκους ποσού 19.540,51 ευρώ και τόκους υπερημερίας 53,63 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 19.594,14 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται εισφορά του ν. 128/1975 ποσού 301,95 ευρώ, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς μελέτης ελέγχου πίστωσης που συντάχθηκε από εξειδικευμένη εταιρεία ελέγχου τραπεζικών συμβάσεων για την επίδικη σύμβαση έπρεπε να καταλογιστούν τόκοι ποσού 14.952,06 ευρώ και τόκοι υπερημερίας ποσού 1.890,40 ευρώ, ήτοι συνολικά 16.842,46 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται εισφορά του ν. 128/1975 ποσού 861,36 ευρώ, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν παρανόμως με το ποσό των 2.751,68 ευρώ. Ότι σύμφωνα με αντίγραφα κίνησης του πιο πάνω λογαριασμού την …6-2020 το υπόλοιπο της επίδικης σύμβασης δανείου ανερχόταν στο ποσό των 218.741,79 ευρώ πλέον εξωλογιστικών τόκων του ν. 4261/2014 ποσού 14.434,45 ευρώ, ήτοι συνολικά 233.176,23 ευρώ, ενώ σύμφωνα με την ως άνω μελέτη ελέγχου πίστωσης, την …6-2020 το υπόλοιπο της επίδικης σύμβασης δανείου έπρεπε να ανέρχεται στο ποσό των 230.145,35 ευρώ, ήτοι επιβαρύνθηκαν με το ποσό των 3.030,88 ευρώ, ότι ειδικότερα η τράπεζα καταλόγισε στους ως άνω τηρούμενους λογαριασμούς τόκους ποσού 110.969,33 ευρώ και τόκους υπερημερίας ποσού 1.004,56 ευρώ, ήτοι συνολικά 111.973,89 ευρώ, ενώ σύμφωνα με την ως άνω μελέτη ελέγχου πίστωσης έπρεπε να καταλογιστούν τόκοι 106.997,49 ευρώ και τόκοι υπερημερίας ποσού 1.945,52 ευρώ, ήτοι συνολικά 108.943,01 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται εισφορά του ν. 128/1975 ποσού 3.747,32 ευρώ. Για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η επίδικη διαταγή πληρωμής, με την οποία καλούνται να καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 3.030,88 ευρώ. Ο παραπάνω λόγος πιθανολογείται ως βάσιμος, προκύπτει δε από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους αιτούντες αναλυτική μελέτη ελέγχου πίστωσης που συντάχθηκε για την επίδικη σύμβαση δανείου από την εταιρεία «…» το πόρισμα της οποίας δεν αντικρούει ειδικά η καθ' ης, ο δε ισχυρισμός της τελευταίας ότι οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως («παραχρήμα»), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 5 ΚΠολΔ αφορά τις αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και όχι την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής κατ' άρθρο 632 επ. ΚΠολΔ, όπως εν προκειμένω. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ενδεχόμενη εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στους αιτούντες ενόψει και του προβλήματος υγείας της δεύτερης αιτούσας. Κατ' ακολουθίαν όλων όσων προεκτέθηκαν, πρέπει η αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από την αιτούσα ανακοπής. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι αιτούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης καθ' ης, που υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα με το σημείωμα της (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. β' και γ' του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει ερήμην της πρώτης καθ' ης και αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

 

Αναστέλλει την εκτέλεση της υπ' αριθ. …21 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 3-12-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …2021 ανακοπής.

 

Καταδικάζει τους αιτούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της πρώτης των καθ' ων η αίτηση, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 7-6-2022.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

                     (για τη δημοσίευση)