ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΔΠρΘεσ 5125/2020
Δημοτικοί
Υπάλληλοι - Κατάργηση δώρων εορτών και αδείας - Συνταγματικότητα διατάξεων περ.
1 υποπαρ. Γ.1
παρ. Γ άρθρου πρώτου ν. 4093/2012 -.
Με τις αποφάσεις 1307-1316/2019 της
Ολομέλειας του ΣτΕ κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος, κρίθηκε
συνταγματική η ανωτέρω διάταξη. Εκκρεμοδικία. Απαραδέκτως
ασκείται δεύτερη αγωγή από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, όταν
υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου των δύο αγωγών, δηλαδή ταυτότητα διαφοράς,
υπό την έννοια της σύμπτωσης του δικαιώματος για την ικανοποίηση του οποίου
ασκούνται οι αγωγές, του αιτήματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας και
εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Παθητική νομιμοποίηση. Συνιστά διαδικαστική
προϋπόθεση και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Αοριστία ισχυρισμών αφού δεν
εξειδικεύεται με συγκεκριμένο τρόπο η αντίθεση προς τις εν λόγω διατάξεις του
περιεχομένου των επίμαχων νομοθετικών διατάξεων που οι ενάγοντες θεωρούν
αντισυνταγματικές. Απορριπτέα η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού
αφού δεν στηρίζεται σε άλλα ή πρόσθετα στοιχεία από αυτά της κύριας βάσης.
Απορρίπτει αγωγή εν μέρει ως απαράδεκτη και κατά τα λοιπά ως αβάσιμη.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Γεωργίου
Κωνσταντινίδη)
Aριθμός Απόφασης: 5125/2020
TO ΔIOIKHTIKO ΠPΩTOΔIKEIO ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Τμήμα Α΄ - Μονομελές
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2019, με δικαστή την Παναγιώτα Καραμήτρου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την
,
δικαστική υπάλληλο,
για
να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 26-7-2018 (ΑΓ
../2018),
των
1) 2), 3) 4) 5), 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12) 13), 14) 15) 16) 17) 18) 19), 20),
21), 22) 23) 24) 25) 26) 27) 28) 29) 30) 31) 32) 33) 34) 35) 36) 37) 38), 39)
40) 41) 42) 43), 44) 45) 46) 47) 48) 49) και 50), οι οποίοι παραστάθηκαν με την
κατατεθείσα στις 29-11-2019 δήλωση, κατ άρθρο 133 παρ.2 (όπως ισχύει) του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου
κατά
του Δήμου
, που εδρεύει στη
Θεσσαλονίκης (οδός
), εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του και παραστάθηκε με την
κατατεθείσα στις 2-12-2019 δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου
Κωνσταντινίδη.
Μετά τη
συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία.
Η κρίση του είναι
η εξής:
1.Επειδή, με
την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, μόνιμοι υπάλληλοι του εναγόμενου Δήμου,
ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, α)ως
αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού
Κώδικα (ΕισΝΑΚ), τα ειδικότερα αναφερόμενα στο
δικόγραφο ποσά (κυμαινόμενα από 591,67 ευρώ έως 3.000 ευρώ), τα οποία
αντιστοιχούν στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και στο
επίδομα αδείας, που παρανόμως, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν τους
καταβλήθηκαν, κατ εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1
της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, για επιμέρους χρονικά
διαστήματα των ετών 2015, 2016 και 2017, και β)το ποσό των 2.500 ευρώ ως
χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παραπάνω αιτία.
Τα ανωτέρω ποσά ζητούν να τους επιδικασθούν με τον νόμιμο τόκο από το χρονικό
σημείο που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την κατάθεση της
αγωγής. Επικουρικώς, δε, ζητούν να τους επιδικασθούν τα παραπάνω ποσά σύμφωνα
με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
2. Επειδή, ο
Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔιοικΔικ,
ν.2717/1999, Α 97) ορίζει στο άρθρο 71 παρ.1 ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει
εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου
δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.», στο άρθρο 72
ότι: «Η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου
δικαίου, που είναι υπόχρεο προς ικανοποίηση της κατά την παρ.1 του προηγούμενου
άρθρου αξίωσης.», στο άρθρο 76 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του
ν.3659/2008, Α΄ 77) ότι: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το
αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα. 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση
δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους
τυπικούς....» και στο άρθρο 35 ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη
συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων.». Κατά την έννοια του ως άνω άρθρου
76, απαραδέκτως ασκείται δεύτερη αγωγή από τον ίδιο
ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, όταν υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου των
δύο αγωγών, δηλαδή ταυτότητα διαφοράς, υπό την έννοια της σύμπτωσης του
δικαιώματος για την ικανοποίηση του οποίου ασκούνται οι αγωγές, του αιτήματος και
της ιστορικής και νομικής αιτίας (βλ. ΣτΕ 3032/2014,
340, 334/2012, 2292/2011, 3840/2009 Ολομ.).
3. Επειδή,
στην προκείμενη περίπτωση,
από το δικόγραφο της από
..αγωγής (ΑΓ
/2017) που
προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος Δήμος προκύπτει ότι με την εν λόγω
προγενέστερη αγωγή κατά του εναγομένου -η οποία απορρίφθηκε ήδη ως αβάσιμη με
την 4675/2020 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Στ
Τμήματος)-, α)η 18η ενάγουσα
. ζήτησε να
υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει το ποσό των 4.250 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί
σε παρανόμως μη καταβληθέντα επιδόματα αδείας και εορτών Χριστουγέννων και
Πάσχα των ετών 2013, 2014, 2015, 2016 και επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017,
και β)ο 29ος ενάγων
. ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του
καταβάλει το ποσό των 1.250 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε παρανόμως μη
καταβληθέντα επιδόματα αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2016
και επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017, προβάλλοντας ότι η διάταξη της
περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του
ν.4093/2012 (Α΄ 222) αντίκειται σε διατάξεις του Συντάγματος (2 παρ. 1, 4 παρ.
5, 25 παρ. 1 και 5) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ.
Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, που ερείδεται στην ίδια νομική και πραγματική
βάση, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 παρ.1 του ΚΔιοικΔικ, απαράδεκτη ως δεύτερη κατά το μέρος που ασκείται
α)από την 18η ενάγουσα και αφορά στα επιδόματα αδείας και εορτών Χριστουγέννων
και Πάσχα των ετών 2015, 2016 και στο επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017 και
β)από τον 29ο ενάγοντα και αφορά στα επιδόματα αδείας και εορτών Χριστουγέννων
και Πάσχα του έτους 2016 και στο επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017.
4.Επειδή,
περαιτέρω, με το από 2-12-2019 υπόμνημά του, ο εναγόμενος Δήμος προβάλει βάσιμα
ένσταση απαραδέκτου της υπό κρίση αγωγής, λόγω έλλειψης παθητικής
νομιμοποίησης, κατά το μέρος που ασκείται α)από τον 29ο ενάγοντα
και αφορά στη μη καταβολή των επιδομάτων Πάσχα, αδείας και Χριστουγέννων του
έτους 2015 και των επιδομάτων Πάσχα και αδείας του έτους 2016, διότι μέχρι τις
17-7-2016 υπηρετούσε στον Δήμο Ωραιοκάστρου [σχ. η
../8-6-2016 απόφαση
μετάταξης, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Γ
και το
πρωτόκολλο
εγκατάστασης και ανάληψης υπηρεσίας του στο νπδδ με
την επωνυμία «Κοινωνικός Οργανισμός Δήμου
..», το οποίο καταργήθηκε και
το προσωπικό του μεταφέρθηκε στον εναγόμενο Δήμο με την οικ
.
απόφαση του ασκούντος καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης
Μακεδονίας-Θράκης (ΦΕΚ Β΄
.], και β)από την 45η ενάγουσα
και αφορά στη μη καταβολή του επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2017, διότι
αυτή μετατάχθηκε από
..στο νπδδ με την
επωνυμία «Δημοτικός Οργανισμός Πολιτισμού Πρόνοιας και Αλληλεγγύης
»
(σχ. η
.. απόφαση μετάταξης, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Γ
).
Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αγωγή είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί
στην ουσία.
5. Επειδή,
προς εφαρμογή του εγκριθέντος με το ν.4046/2012 δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης
(Α' 28), δημοσιεύθηκε ο ν.4093/2012 (Α' 222), με τις διατάξεις του οποίου ο
νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Χώρα
εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την
είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της
παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των
αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο. Στο πλαίσιο δε αυτό, με τη διάταξη
της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του
εν λόγω ν.4093/2012 ορίστηκε ότι: «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και
αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο
συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας
ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ.,
Ν.Π.Ι.Δ., και Ο.Τ.Α., καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και
αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος,
καταργούνται από 1.1.2013». Σχετικώς με τις ρυθμίσεις αυτές, στην αιτιολογική
έκθεση του νόμου αναφέρεται ότι: «Με τις διατάξεις της περίπτωσης 1 καταργούνται,
από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και
υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, και των ΟΤΑ. Με τις ίδιες διατάξεις
καταργούνται τα επιδόματα εορτών και αδείας και για όλους τους υπαλλήλους και
τους μισθωτούς των ΝΠΙΔ». Εξάλλου, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του
Κράτους, που συνόδευε το σχέδιο του ανωτέρω ν.4093/2012 κατά την υποβολή του
προς ψήφιση στη Βουλή, αναφέρονται, σχετικώς, τα εξής: «Παράγραφος Γ
Τροποποιούνται οι μισθολογικές διατάξεις που διέπουν τους φορείς του δημόσιου
τομέα ως ακολούθως: - Καταργούνται, από 1-1-2013, τα επιδόματα εορτών και
άδειας υπέρ των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, των ο.τ.α.
και των άλλων ν.π.δ.δ., καθώς και υπέρ των μισθωτών
των ν.π.ι.δ. ... 2. Από τις προτεινόμενες διατάξεις
προκαλούνται τα ακόλουθα οικονομικά αποτελέσματα: Α. Επί του κρατικού
προϋπολογισμού 1. Ετήσια εξοικονόμηση δαπάνης ποσού ... 469.600.000 ΕΥΡΩ από
την κατάργηση των δώρων εορτών και επιδόματος άδειας στους εν ενεργεία
υπαλλήλους και λειτουργούς (Παρ. Γ)». Στο πλαίσιο αυτό, δημοσιεύθηκε,
ακολούθως, ο ν.4354/2015 (Α 176), στο κεφάλαιο Β΄ του οποίου (άρθρα 7-35), με
τίτλο «Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, των Νομικών Προσώπων
Δημοσίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και των Δ.Ε.Κ.Ο.
του Κεφαλαίου A του N.3429/2005 (Α` 314) και άλλες μισθολογικές διατάξεις» και
έναρξη ισχύος από 1-1-2016 (άρθρο 35 αυτού), θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των
υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ανωτέρω νομικών προσώπων, στο
οποίο δεν περιλαμβάνονται δώρα εορτών και επίδομα αδείας. Σύμφωνα δε με την
αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, το νέο σύστημα αμοιβών υπόκειται απολύτως
στις αρχές της δημοσιονομικής προσαρμογής, η τήρηση της οποίας έχει καταστεί
ζωτικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική επιβίωση της χώρας.
6. Επειδή,
όπως κρίθηκε με τις 1307-1316/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της
Επικρατείας, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και
οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της
Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των
δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η
συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (Ολομ. ΣτΕ 481/2018, βλ. και Ολομ. ΣτΕ 3372, 3373/2015,
3177/2014, πρβλ. και Ολομ. ΣτΕ 431/2018, 3404-3406/2014, 2192-2196/2014, 668/2012, σκ.
35 κ.ά.). Η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο
εθνικός νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), το οποίο παγίως
δέχεται ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. εμπίπτουν μεν οι δεδουλευμένες αποδοχές του
δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους,
εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των
σχετικών αξιώσεων, πλην, με τις διατάξεις αυτές δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε
διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους (Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση
της 19-4-2007, Eskelinen κατά Φινλανδίας, απόφαση της
20-3-2012, Panfile κατά Ρουμανίας, Ολομ. ΣτΕ 481/2018,
3404-3406/2014, 3177/2014, 668/2012, σκ. 34, βλ. και Ολομ.
ΣτΕ 431/2018, 2192-2196/2014 κ.ά.), εκτός αν
συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου
(Ολομ. ΣτΕ 481/2018,
668/2012, σκ. 35).
7. Επειδή,
περαιτέρω, όπως κρίθηκε με τις ίδιες ως άνω αποφάσεις, από καμία συνταγματική
διάταξη ή αρχή δεν κωλύεται, καταρχήν, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε
συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, να
προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων,
εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό
έλεγχο. Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό
έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται
οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων
λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της
ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για
τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Στις περιπτώσεις δε αυτές, το επίπεδο
αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των
προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε
συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει. Εν
προκειμένω, με την επίμαχη διάταξη του ν.4093/2012 ο νομοθέτης προέβη στην
πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους λειτουργούς και
υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους στρατιωτικούς,
ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης
οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το μέτρο δε, αυτό αποτελεί τμήμα ενός
ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο
Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016») και προώθησης διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη
των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα
αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής
κατάστασής της (βλ. σχετικές αναφορές στο εγκριθέν με τον ν.4046/2012 Μνημόνιο
Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής καθώς και στην αιτιολογική έκθεση
του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016), δηλαδή στην
εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος,
δυνάμενους να δικαιολογήσουν, καταρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών
δαπανών του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ
Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014,
1286/2012, σκ.16, 668/2012, σκ.35), δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση
υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην
Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται στις
αποφάσεις 2010/320, 2011/734 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις
οποίες το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχθηκε ότι: «...εκδόθηκαν
αφού διαπιστώθηκε ότι η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της Ελληνικής
Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ιδίας όσο και
της ζώνης του ευρώ εν γένει» και ότι «...στο πλαίσιο αυτό τα δημοσιονομικά
μέτρα που προβλέπουν οι επίμαχες αποφάσεις συζητήθηκαν διεξοδικά με την
Ελληνική Κυβέρνηση και συμφωνήθηκαν από κοινού από την Επιτροπή, την ΕΚΤ και το
ΔΝΤ... Συνεπώς, υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεν ήταν προδήλως αδικαιολόγητο να
προβλεφθεί η λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών» (βλ. απόφαση Γενικού
Δικαστηρίου Ε.Ε. Τ-531/14, Λεϊμονιά Σωτηροπούλου κατά Συμβουλίου Ευρωπαϊκής
Ένωσης, σκ. 84, 85, 86). Σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών θεσπίστηκε το
προαναφερόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, για τα έτη 2013-2016,
βάσει της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών
Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013-2016». Στο πλαίσιο
της μελέτης αυτής, εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε
«αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων». Ειδικά, σε σχέση με τη
μισθολογική δαπάνη, στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά
τις παρεμβάσεις που έγιναν από το έτος 2010. Στην ίδια, άλλωστε, διαπίστωση της
υψηλής μισθολογικής δαπάνης, ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη - μέλη της
Ευρωζώνης, προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου,
τα επιδόματα εορτών και αδείας δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ο περιορισμός
των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων με την κατάργησή τους δικαιολογείται για
λόγους γενικού συμφέροντος, καθώς αποσκοπεί στη διασφάλιση της δημοσιονομικής
εξυγίανσης και στη μείωση των δημοσίων δαπανών της Χώρας και, κατά συνέπεια, το
μέτρο αυτό ανταποκρίνεται επίσης στους σκοπούς που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση,
δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν
ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της
ζώνης του ευρώ (πρβλ. ανωτέρω απόφαση Γενικού
Δικαστηρίου Ε.Ε. Τ-531/14, σκ. 89, 90). Επομένως, το επίδικο μέτρο της
κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, το οποίο, λόγω της φύσης του,
συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, τεκμηριώνεται επαρκώς με
βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται δε απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως,
για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι
δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά
σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης
και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία
υπαγορεύεται από επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του υπερβολικού
δημοσίου ελλείμματος (πρβλ. αποφάσεις Δ.Ε.Ε. C-49/18,
Carlos Escribano Vindel, σκ. 67 και C-64/16, Associaçâo
Sindical dos Juizes Portugueses, σκ. 49 και
52). Εξάλλου, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου της κατάργησης των εν λόγω
επιδομάτων εορτών και αδείας, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν
γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου
διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων. Συγκεκριμένα και όπως προκύπτει από τα
δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον
κρίσιμο χρόνο θέσπισης του ν.4093/2012 (12.11.2012), στοιχεία της Ελληνικής
Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), δηλαδή της κατά τα άρθρα 1 παρ.2 και 10 του
ν.3832/2010 (Α' 38), όπως ισχύει, ανεξάρτητης αρχής, η οποία αποτελεί την
εθνική στατιστική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 (L 87/164), και υπάγεται στον έλεγχο της
Βουλής των Ελλήνων, το 2011 το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις
κοινωνικές μεταβιβάσεις (ΕΚΑΣ και λοιπά κοινωνικά επιδόματα) είχε διαμορφωθεί
στα 6.591 ευρώ (βλ. έκδοση ΕΛΣΤΑΤ, Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, 2.11.2012),
τη στιγμή που το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα ανερχόταν στα 12.637,08
ευρώ (βλ. το από 2.11.2012 Δελτίο Τύπου της ΕΛΣΤΑΤ με τίτλο «Έρευνα Εισοδήματος
και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2011»). Παράλληλα, με τον ν.4024/2011
θεσπίστηκε νέο, ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, με τον βασικό μισθό
υπαλλήλου κατηγορίας ΥΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 780 ευρώ, τον βασικό
μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΔΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 858 ευρώ, τον
βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΤΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 1037 ευρώ
και τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΠΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα
1092 ευρώ (άρθρο 13 του ν.4024/2011), ενώ με τον ν.4093/2012 ο κατώτατος
βασικός μισθός διαμορφώθηκε στα 586,08 ευρώ και το κατώτατο ημερομίσθιο στα
26,18 ευρώ. Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά
την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο
διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με
όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και
ημερομίσθιο. Εξάλλου, η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την
αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης κατάστασης υπόκειται, κατά
τα ανωτέρω, σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014,
1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35), δεδομένου ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει
μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής
πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και
εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη
δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους (απόφαση
ΕΔΔΑ, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, της 7.5.2013, σκ. 39). Κατά συνέπεια,
τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για τον νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη
αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο
η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο
χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία
του (πρβλ. ΕΔΔΑ, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ.
48). Περαιτέρω, ενόψει της κατά τα άνω φύσης των επιδομάτων εορτών και αδείας
και του λόγου της θέσπισής τους, καθώς και του ύψους, στο οποίο είχαν
διαμορφωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάργησή τους
στερείται, προδήλως, εύλογης βάσης, ούτε ότι η επερχόμενη με αυτή μείωση των
συνολικών αποδοχών θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των υπαλλήλων
(πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3404-3406/2014, 3177/2014, πρβλ.
και ΕΔΔΑ, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 31, 45 και 46). Εκ μόνου δε του
λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του ν.4093/2012, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα
(μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του
Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης
ρύθμισης. Ενόψει αυτών, η διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της
παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, με την οποία, κατ εκτίμηση του
δημοσιονομικού κόστους, καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, δεν
παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος
και της προστασίας των δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων και, συνεπώς, αυτή
δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της
αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Τέλος, η επίδικη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ.5 και 25 παρ.4 του
Συντάγματος, δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρο που αφορά όλους τους υπαλλήλους
του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα
της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού
τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν
επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσης μέτρα.
8. Επειδή,
στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα
ακόλουθα: Οι ενάγοντες, οι οποίοι υπηρετούσαν κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα
ως μόνιμοι υπάλληλοι του εναγόμενου Δήμου, προβάλλουν ότι η διάταξη της
περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του
ν.4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα δώρα εορτών και το επίδομα
αδείας που λάμβαναν ως υπάλληλοι ΟΤΑ, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2
παρ.1, 4 παρ.5, 17 παρ.2, 22 παρ.2, 23, 25 παρ.1 και 4 και 106 παρ.1 του
Συντάγματος, του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), του άρθρου 12 παρ.3 του
Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, των διεθνών συμβάσεων εργασίας 87, 98, 150 και 151
και του άρθρου 8 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και
Μορφωτικά Δικαιώματα. Ενόψει τούτων, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του
εναγόμενου Δήμου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, α)ως αποζημίωση, σύμφωνα
με τα άρθρα 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο ποσά
(κυμαινόμενα από 591,67 ευρώ έως 3.000 ευρώ), τα οποία αντιστοιχούν στα
επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και στο επίδομα αδείας, που
παρανόμως, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν τους καταβλήθηκαν για επιμέρους
χρονικά διαστήματα των ετών 2015, 2016 και 2017, και β)το ποσό των 2.500 ευρώ
ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παραπάνω
αιτία.
9. Επειδή, με
τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα
στην 7η σκέψη της παρούσας, η κατάργηση των επιδομάτων αδείας και εορτών
Χριστουγέννων και Πάσχα των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νπδδ,
που θεσπίστηκε με τη διάταξη της περ.1 της υποπαρ.
Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 και διατηρήθηκε, κατά τα
ένδικα έτη 2016 και 2017, με τις διατάξεις του νέου μισθολογίου του ν.4354/2015,
κατ επίκληση των αρχών της δημοσιονομικής προσαρμογής, που εκτιμώνται ως
ζωτικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική επιβίωση της χώρας, δεν
αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της
αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ,
ούτε στα άρθρα 4 παρ.5 και 25 παρ.4 του Συντάγματος, όπως αβάσιμα προβάλλεται
με την κρινόμενη αγωγή. Δεδομένου δε ότι, όπως προαναφέρθηκε, η κατάργηση αυτή
δεν θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των θιγόμενων υπαλλήλων, δεν
παραβιάζει ούτε το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος περί σεβασμού και προστασίας
της αξίας του ανθρώπου. Όσα, εξάλλου, υποστηρίζουν οι ενάγοντες περί παράβασης
του άρθρου 106 παρ.1 του Συντάγματος (περί κρατικού συντονισμού της οικονομικής
δραστηριότητας στην Χώρα με σκοπό την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την
οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας), του άρθρου 12
παρ.3 (περί ανύψωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας) του Ευρωπαϊκού
Κοινωνικού Χάρτη (που κυρώθηκε με το ν.1426/1984, Α΄32), των άρθρων 22 παρ.2
(περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας) και 23 (περί συνδικαλιστικής ελευθερίας)
του Συντάγματος, καθώς και των διεθνών συμβάσεων εργασίας 87 (περί
συνδικαλιστικής ελευθερίας, που κυρώθηκε με το ν.δ.4204/1961, Α΄174), 98 (περί
εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως,
που κυρώθηκε με το ν.δ.4205/1961, Α΄174), 150 (για τη διοίκηση της εργασίας,
που κυρώθηκε με το ν.1546/1985, Α΄94) και 151 (για την προστασία του δικαιώματος
οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια
διοίκηση, που κυρώθηκε με το ν.2405/1996, Α΄101) και του άρθρου 8 (περί
συνδικαλιστικής ελευθερίας και δικαιώματος απεργίας) του Διεθνούς Συμφώνου για
τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (που κυρώθηκε με το
ν.1532/1985, Α΄45), πρέπει να απορριφθούν προεχόντως
ως αόριστα, αφού δεν εξειδικεύεται με συγκεκριμένο τρόπο η αντίθεση προς τις εν
λόγω διατάξεις του περιεχομένου των επίμαχων νομοθετικών διατάξεων (πρβλ. ΣτΕ 3177/2014 Ολομ., 1285/2012 Ολομ,
1033-1035/2015 7μ). Κατόπιν τούτων, νομίμως δεν καταβλήθηκαν στους ενάγοντες
επιδόματα εορτών και αδείας κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017, επομένως, δεν
ανακύπτει ζήτημα ευθύνης των οργάνων του εναγομένου, κατ εφαρμογή των άρθρων
105 και 106 του ΕισΝΑΚ, απορριπτομένης
της κύριας βάσης της υπό κρίση αγωγής. Τέλος, είναι απορριπτέα και η επικουρική
της βάση της κρινόμενης αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί
αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ),
δεδομένου ότι δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα
από εκείνα στα οποία στηρίζεται η εξετασθείσα κύρια
βάση της (πρβλ. ΣτΕ
651/2018, σκ.5 κ.ά.).
10. Επειδή,
κατ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή. Κατ εκτίμηση, όμως, των
περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγούν οι ενάγοντες από τη δικαστική δαπάνη του
εναγομένου που νίκησε (άρθρο 275 παρ.1 του ΚΔιοικΔικ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει
την αγωγή ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται α)από την 18η ενάγουσα
και αφορά στα επιδόματα αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα
των ετών 2015, 2016 και στο επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017, β)από τον 29ο
ενάγοντα
. και αφορά στα επιδόματα αδείας και εορτών Χριστουγέννων και
Πάσχα των ετών 2015 και 2016 και στο επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017 και
γ)από την 45η ενάγουσα
.. και αφορά στο επίδομα Χριστουγέννων του
έτους 2017.
Απορρίπτει
την αγωγή ως αβάσιμη, κατά τα λοιπά.
Απαλλάσσει
τους ενάγοντες από τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου.
Η απόφαση
δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του
Δικαστηρίου, στις 16-7- 2020.
Η
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ