ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΙλίου 4/2021

 

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας οικόσιτης οικιακής μισθωτής για τη φροντίδα ηλικιωμένου - Επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και αποδοχών και επιδομάτων αδείας -.

 

Εργοδότρια είναι η κόρη του ηλικιωμένου και όχι ο ηλικιωμένος (ηλικίας 85 ετών και πάσχων από τη νόσο Alzheimer). Η οικιακή μισθωτή είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν απαιτείτο να διαθέτει άδεια εργασίας προκειμένου να εργαστεί στην Ελλάδα. Ισχύουν και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις για την παροχή άδειας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, καθώς και για την παροχή επιδομάτων εορτών. Επί άρνησης χορήγησης στον οικιακό μισθωτό νόμιμης ετήσιας άδειας, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει τις αποδοχές αδείας αυξημένες κατά 100%. Η οικιακή μισθωτή δικαιούται εύλογης αποζημίωσης λόγω λύσης της σύμβασης εργασίας της συνεπεία του θανάτου του ηλικιωμένου, τη φροντίδα του οποίου είχε αναλάβει, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 675 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα. Απαράδεκτο ένστασης λόγω μη πρότασής της προφορικώς στο ακροατήριο και καταχώρισής της στα πρακτικά και λόγω αοριστίας. Αοριστία ένστασης εξόφλησης. Μη λήψη υπόψιν βεβαίωσης τρίτου που έλαβε χώρα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη.       

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Διονύση Θ. Μπαράτη, Μεταπτυχιακού Διπλωματούχου Αστικού Δικαίου)

 

 

Αριθμός 4/2021

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΙΛΙΟΥ

 

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Ειρηνοδίκη Ελευθερία Μπουτοπούλου και από τη Γραμματέα Κωνσταντίνα Χιονάτου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 03-11-2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …… (……) …… (……) του …… (……), κατοίκου Καλλιθέας Απτικής, επί της οδού ……… αρ. … που παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Διονυσίου Μπαράτη που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις (ΔΣΑ, υπʼ αρ. Π2774887/2020 Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Ενσήμων του ΔΣΑ για παράσταση και προτάσεις).

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ……… του ……, κατοίκου Αγίων Αναργύρων Αττικής, επί της οδού ……… αρ. … που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Πουλή που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις (ΔΣΑ, υπʼ αρ. Π277 5797/2020 Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Ενσήμων του ΔΣΑ για παράσταση και προτάσεις).

 

Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ ζητεί να γίνει δεκτή, για τους λόγους που επικαλείται σε αυτή, η από 04-06-2020 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με ΕΑΚ 7/04-06-2020 και ΓΑΚ 976/04-06-2020 και προσδιορίστηκε για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο στο πινάκιο ΕΡΓΑΤΙΚΑ/ΑΜΟΙΒΕΣ, με αρ. πινακίου 1.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, κατά την εκφώνησή της από τη σειρά της στο σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 663 ΑΚ, 3 παρ. 1 εδ. γʼ του ΒΔ της 16/18-7-1920, 1 παρ. 2 ΑΝ 539/1945, άρθρου μόνου περ. γ' ΒΔ 376/1971, 2 παρ. 1 περ. δ' ΒΔ 748/1966, 43 Ν. 1836/1989 και 1 παρ.1 Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οικιακοί μισθωτοί είναι εκείνοι που με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν στον εργοδότη τους ή/ και σε μέλη της οικογένειάς του υπηρεσίες που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές τους ανάγκες αλλά και στην προσωπική τους περιποίηση, ιδίως όταν αδυνατούν, λόγω ηλικίας ή ασθενείας, να επιμεληθούν του εαυτού τους (βλ. ’Π 1591/2017, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 250/1998, ΤΝΠ ΔΣΑ). Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη (ή του μέλους της οικογένειας του), χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί (βλ. ΑΠ 1955/2007, 1397/2006). Λόγω δε της ιδιάζουσας φύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν οι οικιακοί μισθωτοί και των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες τις παρέχουν (εντός του οικιακού περιβάλλοντος υπό συνθήκες σχέσεως εμπιστοσύνης και ειδικής μέριμνας για το μισθωτό), η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, επιπλέον δε δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται με συμφωνία και, σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο συνηθισμένος μισθός. Τα ανωτέρω δεν μεταβλήθηκαν μετά τις 8-3-1990, αφότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 1876/1990 "περί ελευθέρων συλλαβικών διαπραγματεύσεων", διότι ναι μεν το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω νόμου ορίζει ότι ο νόμος αυτός αφορά όλους όσους εργάζονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε ημεδαπό ή αλλοδαπό εργοδότη, επιχείρηση, εκμετάλλευση ή υπηρεσία του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι κατ’ οίκον εργαζόμενοι, όμως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κατ’ οίκον εργαζόμενοι είναι οι μισθωτοί που παρέχουν την εργασία τους όχι στο χώρο όπου λειτουργεί η επιχείρηση του εργοδότη αλλά στην οικία τους, δεν υπάγονται δε στην κατηγορία αυτή οι οικιακοί μισθωτοί, οι οποίοι έχουν προσληφθεί να παρέχουν την εργασία τους στην οικία του εργοδότη είτε διαμένουν και διατρέφονται σ’ αυτήν είτε όχι. Τούτο συνάγεται και από τα πρακτικά των συζητήσεων της συντακτικής επιτροπής του νόμου αυτού, στα οποία, ενώ στην αρχική διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 1 αυτού γινόταν ρητή αναφορά στο ότι ο εν λόγω νόμος έχει εφαρμογή και στο οικιακό προσωπικό και στους κατ’ οίκον εργαζομένους, στην τελική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως η επιτροπή απάλειψε το οικιακό προσωπικό διότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το αν μπορούν να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση. Ισχύουν όμως και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις του άρθρου μόνου περ. γ ΕΔ 376/1971 για την παροχή αδείας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980 και 4 παρ. 9 Κ.Υ.Α. 19040/1981 για την παροχή επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1955/2007).

 

 

ΙΙ. Για τα επιδόματα εορτών, για τις αποδοχές και για το επίδομα αδείας που αποτελούν και αυτά μισθό κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 655 Α.Κ., επειδή τάσσεται από το νόμο επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής, είναι προφανές ότι με μόνη την πάροδο αυτής (δήλης ημέρας) καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος, κατ’ άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ και οφείλει έκτοτε, επί χρηματικού χρέους, τόκους υπερημερίας κατ' άρθρο 345 εδαφ. α' ΑΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 655 ΑΚ ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή εργασίας και αν υπολογίζεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα (μήνας, εβδομάδα), καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Το άρθρο αυτό θεσπίζει έτσι τον κανόνα της προεκπλήρωσης της παροχής που βαρύνει το μισθωτό, είναι όμως δυνατό να υπάρξει αντίθετη συμφωνία ή να έχει δημιουργηθεί διαφορετική συνήθεια (Γ. Λεβέντη - Κ. Παπαδημητρίου, όπ.π., σελ. 527). Το δε δώρο Χριστουγέννων ισούται με ένα μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και υπολογίζεται επί του σβόλου των τακτικών αποδοχών, δηλαδή λαμβάνεται υπόψη και κάθε παροχή σε χρήμα και σε είδος που καταβάλλεται τακτικά στο μισθωτό σε αντάλλαγμα της εργασίας του, όπως μεταξύ άλλων η αναλογία του επιδόματος αδείας (Γ. Λεβέντη - Κ. Παπαδημητρίου, όπ.π., σελ. 533-535). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. 2 του α.ν. 539/1945 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 ν.δ. 3755/1957 ο εργοδότης που δεν χορηγεί στο μισθωτό την ετήσια άδεια αναψυχής του μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο αντιστοιχεί, δηλαδή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας. Με την πάροδο του έτους λοιπόν η αξίωση για παροχή αυτούσιας άδειας μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση (ΑΠ 1890/1983, ΔΕΝ 1984, 1124, ΑΠ 455/2010, ΔΕΝ 2010, 855).

 

 

ΙΙΙ. Εξ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ.1 Ν. 1346/1983 και στη συνέχεια από το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3302/2004, του άρθρου 4 παρ.1 του ίδιου α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 Ν. 4504/1966, του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. βʼ του ίδιου Νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 ΝΔ 3755/1957 και του άρθρου 8 της από 26-1-1977 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, που μετά την κύρωσή της με το άρθρο 8 Ν. 549/1977 έχει ισχύ νόμου, καθώς και από τα άρθρα 5 της από 18-5-1998 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και 6 της από 23-5-2000 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., προκύπτει όχι ο εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχολήσεως στην υπόχρεη επιχείρηση (δεκάμηνης υπό την ισχύ της Ε.Γ,Σ.Σ.Ε. 2002-2003, πράξη κατάθεσης Υπουργού Εργασίας /29-4-2002), αποκτά το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές 24 εργασίμων ημερών και, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, 20 εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σʼ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχολήσεως επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες. Από την 1-1-1999, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 12 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 14 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν εργάζονται επί εξαήμερο ή 25 εργάσιμων ημερών αν εργάζονται επί πενθήμερο. Με το άρθρο 6 της από 23-5-2000 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. μειώθηκε η προϋπηρεσία των 14 ετών σε 12 έτη. Η ετήσια αυτή κανονική άδεια του μισθωτού πρέπει να χορηγείται οπωσδήποτε ενιαίως μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και επιτρέπεται η κατάτμησή της σε δυο χρονικές περιόδους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από το νόμο, χωρίς να απαιτείται προς τούτο αίτηση του μισθωτού (ΑΠ 1591/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1289/2013, 191/2011).

 

 

IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 7 του α. ν. 539/1945, όπως τούτο συμπληρώθηκε με το ν. 1346/1983, εργοδότης αρνούμενος τη χορήγηση στο μισθωτό αυτού της νόμιμης ετήσιας άδειάς του, υποχρεούται, με τη λήξη του έτους κατά το οποίο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, να καταβάλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας, αυξημένες κατά 100%. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι, για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής), για τη θεμελίωση όμως της αξίωσής του προς λήψη της ως άνω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την ετήσια άδεια και ο εργοδότης εξανάγκασε αυτόν στην παροχή της εργασίας κατά το χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια, όχι, όμως, και αν αυτός δεν τη ζήτησε από τον εργοδότη (βλ. ΑΠ 1469/2001, ΕΕργΔ 2003.1146, ΑΠ 581/1999, ΕλλΔνη 2000.91, ΑΠ 1568/1999, ΕΕργΔ 2000.1129, ΔΕΝ 2000.498, ΕφΑΘ 39/1998, ΔΕΝ 1999.854). Πταίσμα του εργοδότη δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν έκανε χρήση της αδείας που χορηγήθηκε ή απέφυγε να τη ζητήσει. Η υπαιτιότητα και οι βαθμοί αυτής (δόλος, βαριά ή ελαφρά αμέλεια) είναι νομικές έννοιες. Έτσι, όταν ζητούνται αποδοχές αδειών παρελθόντων ετών στο διπλάσιο, πρέπει για το ορισμένο της αγωγής (άρθρο 216 ΚΠολΔ), να αναφέρεται σ' αυτή, ότι ο ενάγων ζήτησε, γραπτά ή προφορικά, εγκαίρως την άδειά του αυτούσια για συγκεκριμένο έτος και όχι ο εργοδότης αρνήθηκε να του χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια εξαναγκάζοντάς τον στην παροχή της εργασίας του κατά το χρόνο ακριβώς, κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια, και όχι να γίνεται χρήση μόνο της νομικής αξιολογικής έννοιας της «υπαιτιότητας» του εργοδότη, χωρίς, δηλαδή, να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, οδηγούν στη δικανική κρίση περί πραγμάτωσης της εν λόγω αξιολογικής νομικής έννοιας (βλ. ΑΠ 1591/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1289/2013, 191/2011, ΕφΑθ 39/1998, ΔΕΝ 1999.854, ΕφΘεσ 339/2003, Αρμ 2003.524, ΕφΠειρ 994/1995, ΔΕΝ 1997.621, ΜΠρΠειρ 1/2015).

 

 

V. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του άρθρου 6 του 3 ν.3198/1955 "πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά το ν.2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή το β.δ. της 16/18.7.1920 αποζημιώσεως τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ' ής κατέστη απαιτητή". Περαιτέρω κατά την παρ. 2 του άρθρου 675 ΑΚ με το θάνατο του εργοδότη η σύμβαση λύνεται μόνο όταν τα μέρη απέβλεπαν κυρίως στο πρόσωπό του. Σ' αυτή την περίπτωση το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να επιδικάσει στον εργαζόμενο εύλογο αποζημίωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ν.3198/1955, που καθορίζει την αποσβεστική προθεσμία των έξι (6) μηνών, αφορά αποζημίωση την οποία ο μισθωτός δικαιούται απ' ευθείας από το ν. 2112/1920 ή το β.δ. της 16/18.7.1920 και όχι την αποζημίωση που δικαιούται από άλλη αιτία, όπως είναι και εκείνη του άρθρου 675 παρ. 2 ΑΚ. Από τη διάταξη του άρθρου 675 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης αποζημίωσης αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ύστερα από εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, όπως είναι η οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, η ηλικία του εργαζομένου και η διάρκεια της εργασιακής σχέσης (ΑΠ 882/2007, ΝΟΜΟΣ).

 

 

VI. Από τη διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη ένσταση εξόφλησης, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μ α και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 191, 192 και 193/2011, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 250/2002, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

VII. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68-73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων διεξαγωγής της δίκης είναι η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 114/2008, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 6152/1982, ΝοΒ 30,1282, ΕΠειρ 133/1987 ΝοΒ 35,1069). Η νομιμοποίηση λοιπόν πρέπει να υπάρχει γενικώς κατά την έναρξη της δίκης και καθʼ όλη τη διάρκειά της, προκειμένου να είναι δυνατή η έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, ενώ η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΑΠ 994/2007, ΧρΙΔ 2003. 140, ΑΠ 45/2007, Δ 2007, 583, ΑΠ 1016/2005, ΕλΔ 2005, 1088, ΕφΑΘ 5685/1999, ΕλΔ 2000, 527). Για τη νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί μόνο ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχήν να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή αναληθής (βλ. ΑΠ 2102/2007, Δ 2007, 428, ΑΠ 871/2003, ΕλΔ/νη 44, 1624, ΑΠ 351/1979, ΝοΒ 1979, 1427, ΕφΑθ 8511/2 305, ΕλΔ 2006, 534). Αν δεν εκτίθενται στην αγωγή τα περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν όμως εκτίθενται αλλά δεν αποδειχθούν τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη (ΑΠ 351/19 79, ΝοΒ 1979, 1427, ΕφΑΘ 8107/2001, ΕλΔ 2003, 225, Μ.Μαργαρίτη - Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2012, τόμος I, αρ. 68, σελ. 131, 132). Ενόψει δε της φύσης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, Ε.Α. 5685/1999 ΕλλΔνη 41.526).

 

 

Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καταρτισθείσας μεταξύ της ίδιας και της εναγόμενης, προσλήφθηκε την 01-08-2013 από την εναγόμενη ως οικόσιτη οικιακή μισθωτή προκειμένου να φροντίζει και να περιποιείται τον πατέρα της εναγόμενης ………, 85 ετών περίπου, ο οποίος έπασχε από την νόσο Alzheimer, να ασχολείται με την ατομική του υγιεινή, να τον πηγαίνει βόλτα, να του αγοράζει τρόφιμα, να του μαγειρεύει, να πλένει και να σιδερώνει τα ρούχα του και να καθαρίζει την οικία του και εν γένει να εκτελεί όλες τις οικιακές εργασίες της οικίας του. Ότι δυνάμει της ανωτέρω συμφωνίας συμφωνήθηκε η ενάγουσα να διαμένει και να διατρέφεται στην οικία του πατρός της εναγόμενης (διαμέρισμα δευτέρου ορόφου οικοδομής, επί της οδού ……… αρ. … στους Αγίους Αναργύρους Αττικής) και να εργάζεται όλες τις ημέρες του μήνα πλην των Κυριακών που είχαν οριστεί ως ημέρες ανάπαυσης, επί 24 ώρες την ημέρα. Ότι ο μηνιαίος μισθός της συμφωνήθηκε στο ποσό των 600 ευρώ (καθαρές αποδοχές), καταβλητέος την 30η ημέρα εκάστου μηνός πλέον επιδομάτων εορτών και αδείας και περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι θα ελάμβανε επιδόματα εορτών και αδείας και ετήσια άδεια αναψυχής μετʼ αποδοχών. Ότι η ανωτέρω σύμβαση εργασίας ήτο έγκυρη καθόσον η εναγόμενη είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρίας) και κατά συνέπεια δεν απαιτείτο να διαθέτει άδεια εργασίας. Ότι σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων η ενάγουσα εκτελούσε προσηκόντως όλα τα καθήκοντά της κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης. Ότι το έτος 2014 η ενάγουσα εγκαταστάθηκε με τον πατέρα της εναγόμενης στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της ανωτέρω οικοδομής όπου διέμενε ήδη η εναγόμενη με τους τρεις σκύλους της και ότι η ανωτέρω συγκατοίκηση πολλαπλασίασε τα καθήκοντα της ενάγουσας. Ότι τον Μάρτιο του έτους 2015 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να εργάζεται η ενάγουσα και τις Κυριακές, ήτοι να μην διαθέτει ημέρες ανάπαυσης και εκ του λόγου αυτού ο μισθός της να ανέλθει στο ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως. Ότι από τον Μάρτιο του 2015 η εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλλει ακέραιο τον συμφωνηθέντα μισθό της ενάγουσας, περιοριζόμενη στην καταβολή ενός μέρους αυτού, διαφορετικού ύψους κάθε φορά. Ότι ο πατέρας της εναγόμενης απεβίωσε το Νοέμβριο του έτους 2016, οπότε και λύθηκε η ανωτέρω σύμβαση εργασίας. Ότι η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για δεδουλευμένους μισθούς για το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2015 έως και τον Νοέμβριο του 2016 το συνολικό ποσό των 7.200 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, νομιμοτόκως για έκαστο επιμέρους οφειλόμενο ποσό από την 30η ημέρα του μηνός στον οποίο αντιστοιχεί και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και πιο συγκεκριμένα για έκαστο από τους 21 μήνες από τον Μάρτιο του 2015 έως και τον Νοέμβριο του 2016 το ποσό των 350 ευρώ, 450 ευρώ, 350 ευρώ, 300 ευρώ, 500 ευρώ, 150 ευρώ, 400 ευρώ, 400 ευρώ, 450 ευρώ, 300 ευρώ, 500 ευρώ, 350 ευρώ, 200 ευρώ, 150 ευρώ, 300 ευρώ, 400 ευρώ, 350 ευρώ, 250 ευρώ, 300 ευρώ, 350 ευρώ και 400 ευρώ αντίστοιχα. Ότι περαιτέρω η εναγόμενη ουδέποτε κατέβαλε στην ενάγουσα επιδόματα εορτών και επομένως οφείλει για την ανωτέρω αιτία στην ενάγουσα (επιδόματα εορτών Χριστουγέννων ετών 2013 έως και 2016 και επιδόματα εορτών Πάσχα ετών 2014 έως και 2016) το συνολικό ποσό των 3.515,58 ευρώ, υπολογιζόμενο κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή και πιο συγκεκριμένα i) α) το ποσό των 390,62 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2013 (που αντιστοιχεί στους πέντε μήνες εργασίας της ενάγουσας κατά το έτος 2013), νομιμοτόκως από την 21-12-2013, β) το ποσό των 624,99 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2014, νομιμοτόκως από την 21-12-2014, γ) το ποσό των 729,16 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2015, νομιμοτόκως από την 21-12-2015 και δ) το ποσό των 729,16 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2016, νομιμοτόκως από την 21-12-2016 και ii) α) το ποσό των 312,49 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2014, νομιμοτόκως από την 16-04-2014, β) το ποσό των 364,58 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2015, νομιμοτόκως από την 08-04-2015 και γ) το ποσό των 364,58 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2016, νομιμοτόκως από την 27-04-2016. Ότι περαιτέρω η εναγόμενη κατά το έτος 2013 δεν χορήγησε με πρόθεση στην ενάγουσα τις ημέρες αδείας που δικαιούτο παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της τελευταίας, επικαλούμενη ότι την χρειαζόταν για την φροντίδα του πατρός της και εξαναγκάζοντας την ενάγουσα να εργαστεί. Ότι κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 480 ευρώ, ήτοι το ποσό των 240 ευρώ για αποδοχές αδείας έτους 2013, υπολογιζόμενο κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, προσαυξημένο με προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας, ήτοι κατά το ποσό των 240 ευρώ, νομιμοτόκως από την 31-12-2013. Ότι περαιτέρω η εναγόμενη ουδέποτε κατέβαλε στην ενάγουσα επιδόματα αδείας και επομένως της οφείλει για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 1.240 ευρώ, υπολογιζόμενο κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή και πιο συγκεκριμένα α) για αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2013, το ποσό των 240 ευρώ, νομιμοτόκως από την 31-12-2013, β) για επίδομα αδείας έτους 2014, το ποσό των 300 ευρώ, νομιμοτόκως από την 01-39-2014 (ημερομηνία χορήγησης της άδειάς της), γ) για επίδομα αδείας έτους 2015, το ποσό των 350 ευρώ, νομιμοτόκως από την 01-09-2015 (ημερομηνία χορήγησης της άδειάς της) και δ) για επίδομα αδείας έτους 2016, το ποσό των 350 ευρώ, νομιμοτόκως από την 01-09-2015 (ημερομηνία χορήγησης της άδειάς της). Ότι άλλως επικουρικώς και σε περίπτωση κατά την οποία η ανωτέρω σύμβαση εργασίας ήθελε θεωρηθεί άκυρη για οποιοδήποτε λόγο, η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 7.200 ευρώ, το ανωτέρω ποσό των 3.515,58 ευρώ, το ανωτέρω ποσό των 480 ευρώ και το ανωτέρω ποσό των 1.240 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του ΑΚ, καθόσον κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά τα ανωτέρω ποσά εις βάρος της περιουσίας της ενάγουσας και με ζημία της τελευταίας, καθόσον η εναγόμενη απέφυγε ισόποσες δαπάνες που θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό με τα ίδια με την ενάγουσα προσόντα και ειδικότητα, βάσει έγκυρης σύμβασης εργασίας. Ότι περαιτέρω η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωσης λόγω λύσης της σύμβασης εργασίας της συνεπεία του θανάτου του πατρός της εναγόμενης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 675 παρ. 2 ΑΚ, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 1.400 ευρώ, το οποίο ισούται με δύο μηνιαίους μισθούς της, λαμβανομένης υπόψη της οικογενειακής - οικονομικής της κατάστασης, την οποία εκθέτει. Ότι η εναγόμενη αρνείται να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά στην ενάγουσα παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις της τελευταίας.

 

 

Κατ’ ακολουθία του ιστορικού αυτού η ενάγουσα ζητεί από την εναγόμενη να της καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες α) για δεδουλευμένους μισθούς μηνών Μαρτίου 2015 έως και Νοεμβρίου 2016 το συνολικό ποσό των 7.200 ευρώ, β) για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων ετών 2013 έως και 2016 και Πάσχα ετών 2014 έως και 2016 το συνολικό ποσό των 3.515,58 ευρώ, γ) για αποδοχές αδείας και προσαύξηση αποδοχών αδείας έτους 2013 το συνολικό ποσό των 480 ευρώ, δ) για επιδόματα αδείας ετών 2013 έως και 2016 το συνολικό ποσό των 1.240 ευρώ, νομιμοτόκως για όλα τα ανωτέρω ποσά ως άνω, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και δ) για εύλογη αποζημίωση λόγω της λύσης της σύμβασης εργασίας της το ποσό των 1.400 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος η ενάγουσα ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα.

 

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 14 παρ. 1 και 22 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 614 αρ. 3 ΚΠολΔ), περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία που την καθιστούν ορισμένη και περαιτέρω είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσα; διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 648, 663, 675 παρ. 2, 361, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 1 Ν. 1082/1980, 2 παρ. 1 Α.Ν. 539/1945, 1 Ν. 1346/1983, 1 παρ. 1 Ν. 3302/2004, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, στις διατάξεις της Υ.Α. 19040/1981 και του ΒΔ 376/1971 και στις διατάξεις των άρθρων 907, 908, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του επιμέρους αιτήματος να καταβληθούν τα αιτούμενα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων ετών 2013 έως και 2016 νομιμοτόκως από την 21n Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αντιστοιχούν και τα αιτούμενα επιδόματα εορτών Πάσχα ετών 2014 και 2016, νομιμοτόκως από την Μεγάλη Τετάρτη του έτους στο οποίο αντιστοιχούν το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο καθ’ ο μέρος αφορά στο χρονικό διάστημα από την 21η Δεκεμβρίου έως την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους και στο χρονικό διάστημα από την Μεγάλη Τετάρτη έως την 30η Απριλίου του αντίστοιχου έτους, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 τελ. διάταξη ΥΑ 19040/1981, ο εργοδότης μπορεί να παρακρατήσει μέχρι την 31 Δεκεμβρίου ή την 30 Απριλίου το ποσό που αναλογεί στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, χωρίς να μπορεί να το καταβάλλει αργότερα από τις ημερομηνίες αυτές (βλ. ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002, 168, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001, 456, ΔΕΝ 2001, 1361, ΕλλΔνη 2001, 1308, ΜΠρΑΘ 314/2019, ΝΟΜΟΣ). Επομένως η υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία ως προς την κύρια βάση της.

 

 

Η εναγόμενη, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά και με τις έγγραφες Προτάσεις της αρνείται την ένδικη αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη, ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται σύμβαση εργασίας μεταξύ της ίδιας και της ενάγουσας και περαιτέρω προβάλλει ισχυρισμό περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της (που συνιστά άρνηση της αγωγής ως αμφισβήτηση διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και όχι ένσταση, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας), για το λόγο όχι αφενός η επίδικη σύμβαση εργασίας δεν καταρτίστηκε μεταξύ της ίδια; και της ενάγουσας καθόσον η εναγόμενη ουδέποτε προσέλαβε, απασχόλησε, πλήρωνε ή παρείχε στέγη στην ενάγουσα, αλλά μεταξύ της ενάγουσας και του πατρός της εναγόμενης, ο οποίος το έτος 2013 διαγνώστηκε με ελεγχόμενη άνοια και αποφάσισε να προσλάβει ο ίδιος την ενάγουσα ως οικιακή βοηθό, η δε ανωτέρω σύμβαση εργασίας διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι τον θάνατο του τον Νοέμβριο του 2016. Ο ανωτέρω ισχυρισμός ωστόσο πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης αρκεί και μόνο ο ισχυρισμός της ότι είναι υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και εν προκειμένω ότι συμβλήθηκε στην ανωτέρω σύμβαση εργασίας με την ενάγουσα, χωρίς κατ’ αρχήν να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή αναληθής (ΑΠ 2102/2007, Δ 2007, 428, ΑΠ 871/2003, ΕλΔ/νη 44, 1624, ΑΠ 351/1979, ΝοΒ 1979, 1427, ΕφΑΘ 8511/2005, ΕλΔ 2006, 534), επομένως ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης, ενώ η τυχόν διαπίστωση της έλλειψης της ως άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης κατά την εξέταση της αγωγής στην ουσία της, Θα οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης και όχι ως απαράδεκτης ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης. Περαιτέρω η εναγόμενη προβάλλει με τις έγγραφες προτάσεις της ένσταση περί αναγραφής ΦΠΑ της ενάγουσας στην αγωγή της, ισχυριζόμενη ότι δεν προκύπτει από κανένα άλλο στοιχείο της αγωγής. Η ανωτέρω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ωστόσο ως απαράδεκτη, αφενός διότι υποβλήθηκε μόνο με τις έγγραφες προτάσεις της εναγόμενης και δεν προτάθηκε και προφορικώς στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ούτως ώστε να καταχωρηθεί στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά (ιδέτε άρθρο 591 παρ. 1 περ. δʼ ΚΠολΔ) και αφετέρου λόγω αοριστίας, καθόσον δεν περιέχει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των στοιχείων που την θεμελιώνουν (ιδέτε άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος η εναγόμενη προβάλλει με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά και με τις έγγραφες προτάσεις της ένσταση εξόφλησης της οφειλής από τον πατέρα της ………. Η ανωτέρω ένσταση ωστόσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθόσον η εναγόμενη δεν αναφέρει τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και τον χρόνο καταβολής αυτών.

 

 

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν μετʼ επικλήσεως οι διάδικοι (πλην της προσκομιζόμενης από 29-10-2020 βεβαίωσης της ψυχιάτρου ………, η οποία καθ’ ο μέρος αφορά στην αναφερόμενη πρόσληψη της ενάγουσας δεν θα ληφθεί υπόψη, καθόσον αποτελεί μαρτυρία που έλαβε χώρα κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη, χωρίς ωστόσο να έχουν τηρηθεί εν προκειμένω οι δικονομικές διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες σε υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών, οι μαρτυρίες των τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο, είχε με ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα - ιδέτε ΟλΑΠ 8/1987, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 930/2008, ΝΟΜΟΣ), από την ένορκη εξέταση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της μάρτυρος της ενάγουσας και του μάρτυρα του εναγόμενου που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά και εκτιμώνται κατ’ ιδίαν και σε συνδυασμό μεταξύ τους, από όσα οι διάδικοι ρητώς ή εμμέσως συνομολογούν, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη και από την διαδικασία γενικότερα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

 

Δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καταρτισθείσας μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης, η ενάγουσα προσλήφθηκε την 01-08-2013 από την εναγόμενη ως οικόσιτη οικιακή μισθωτή προκειμένου να παρέχει στον πατέρα της εναγόμενης ………, 85 ετών περίπου, ο οποίος έπασχε από την νόσο Alzheimer, υπηρεσίες που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές του ανάγκες αλλά και στην προσωπική του περιποίηση και πιο συγκεκριμένα η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να τον φροντίζει, να ασχολείται με την ατομική του υγιεινή, να του δίνει τα φάρμακά του, να τον πηγαίνει βόλτα, να του αγοράζει τρόφιμα, να του μαγειρεύει, να πλένει και να σιδερώνει τα ρούχα του και να καθαρίζει την οικία του και εν γένει να εκτελεί όλες τις οικιακές εργασίες της οικίας του. Δυνάμει της ανωτέρω συ αφωνίας συμφωνήθηκε η ενάγουσα να διαμένει και να διατρέφεται στην οικία του πατρός της εναγόμενης (διαμέρισμα δευτέρου ορόφου οικοδομής, επί της οδού ……… αρ. … στους Αγίους Αναργύρους Αττικής) και να εργάζεται όλες τις ημέρες του μήνα πλην των Κυριακών που είχαν οριστεί ως ημέρες ανάπαυσης. Ο μηνιαίος μισθός της συμφωνήθηκε δυνάμει της ανωτέρω συμφωνίας στο ποσό των 600 ευρώ (καθαρές αποδοχές), καταβλητέος την 30η ημέρα εκάστου μηνός (και αναφορικά με τον μήνα Φεβρουάριο την τελευταία ημέρα αυτού). Η ανωτέρω σύμβαση καταρτίστηκε όπως εκτέθηκε και ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης υπέρ του πατρός αυτής και όχι μεταξύ της ενάγουσας και του πατρός της εναγόμενης, ο οποίος κατά το έτος 2013 ήχο ήδη προχωρημένης ηλικίας (85 ετών περίπου) και έπασχε ήδη από την νόσο Alzheimer. Η εναγόμενη και όχι ο πατέρας αυτής κατήρτισε με την ενάγουσα την ανωτέρω σύμβαση εργασίας, ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει τον μισθό της και εν συνεχεία της έδινε δεσμευτικές οδηγίες και εντολές που αφορούσαν στον τόπο, τρόπο και χρόνο άσκησης των καθηκόντων της και της ασκούσε έλεγχο και εποπτεία προς διαπίστωση της συμμόρφωσης με αυτές τις οδηγίες και εντολές. Μάλιστα η ενάγουσα σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής (26-06-2018) είχε προσφύγει στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας κατά της εναγόμενης για την μη καταβολή μισθών εκ μέρους της εναγόμενης κατά τα έτη 2015-2016, συνολικού ύψους 7.200 ευρώ, αναφέροντας ως εργοδότρια αυτής την εναγόμενη, ισχυριζόμενη μάλιστα ότι η τελευταία δεν είχε αρνηθεί την οφειλή αλλά ότι την είχε διαβεβαιώσει ότι όταν ελάμβανε χρήματα από μία πώληση ακινήτου θα την εξοφλούσε (ιδέτε την προσκομιζόμενη αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς της ενάγουσας κατά της εναγόμενης ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και το προσκομιζόμενο Δελτίο Εργατικής Διαφοράς υπʼ αρ. ./2018 του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας). Η δε εναγόμενη δεν παρέστη ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα (12-07-2018 και ώρα 10.00) παρότι είχε κληθεί νομίμως προς τούτο, όπως προκύπτει από το ανωτέρω Δελτίο Εργατικής Διαφοράς. Το γεγονός ότι εργοδότρια της ενάγουσας ήτο η εναγόμενη επιβεβαιώνει και η μάρτυρας της ενάγουσας με την ένορκη κατάθεσή της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά, σύμφωνα με την οποία κατά την πρόσληψη της ενάγουσας το έτος 2019 από την ίδια, η ενάγουσα της είχε αναφέρει ότι από το έτος 2013 προσελήφθη από την εναγόμενη για να φροντίζει τον πατέρα της εναγόμενης και όχι υπήρχε κάποια δικαστική διαμάχη μεταξύ τους που θα την ανάγκαζε να λείψει κάποιες μέρες από την εργασία της («(...)-Αυτά που μου τα είπε η κυρία …… όταν ξεκινήσαμε τη συνεργασία και ο λόγος ήταν ότι υπάρχει κάποια διένεξη, κάποια δικαστική διαμάχη με προηγούμενο αφεντικό, οπότε θα χρειαστώ κάποιες ημέρες να λείψω (...) Αυτό που μου είπε είναι ότι από το 2013 και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2013 προσελήφθη από την κυρία ……. Είναι η κόρη του παππού, του κυρίου ………, που θα φρόντιζε, ένας υπερήλικας άνθρωπος, 85 ετών και άνω με αλχσχάιμερ. Και η δουλειά της θα ήταν να βρίσκεται εντός της οικίας, να τον φροντίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου. -Η συμφωνία σας είπε ότι έγινε με την κυρία ………; -Ακριβώς (...)» Ακόμα δε και αν υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο πατέρας της εναγόμενης εδύνατο να αναγνωρίζει πρόσωπα και ότι ήτο προσανατολισμένος στο χώρο, τούτο δεν αναιρεί ότι αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας στην ανωτέρω σύμβαση εργασίας (που απαιτούσε την διαπραγμάτευση των επιμέρους όρων αυτής και της επιμέρους οικονομικής συμφωνίας για τον μισθό της ενάγουσας) ήτο η εναγόμενη και όχι ο πατέρας της. Ο δε μάρτυρας της εναγόμενης αναφέρει στην ένορκη κατάθεση του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση Πρακτικά «(...)- Κοιτάτε να δείτε, ένας άνθρωπος που έχει αλχσχάιμερ, σίγουρα δεν είναι και σε όλα χα λογικά πλαίσια (...)» και σε άλλο σημείο αυτής «(...)-Από εκεί και πέρα ποιος τη βρήκε τη γυναίκα, ποιος την ανακάλυψε, ποιος την πήγε εκεί δεν μπορώ να γνωρίζω. Ξέρω ότι ήταν ο πατέρας που είπε ότι θέλουμε μία γυναίκα» (...) Σας είπα και πριν όχι δεν ήμουν μπροστά στη συμφωνία και ο κύριος με ρώτησε εάν ξέρω ποια ήταν η συμφωνία. Εγώ από ό,τι μου έχει πει η φίλη μου η ……, μου είπε ότι ο μπαμπάς της ζήτησε μία γυναίκα για να τον προσέχει (...)». Και' ακολουθία των ανωτέρω και από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι ο πατέρας της εναγόμενης είχε εκφράσει στην εναγόμενη την επιθυμία να προσλάβει η τελευταία μία γυναίκα προκειμένου να φροντίζει αυτόν και την οικία του λόγω της ηλικίας του και της κατάστασης της υγείας του και η τελευταία αποδέχτηκε την ανωτέρω επιθυμία προσλαμβάνοντας την ενάγουσα και καταρτίζοντας με την τελευταία την ανωτέρω σύμβαση εργασίας ως εργοδότρια της ενάγουσας. Η ανωτέρω σύμβαση εργασίας ήτο έγκυρη καθόσον η εναγόμενη είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρίας) και κατά συνέπεια δεν απαιτείτο να διαθέτει άδεια εργασίας προκειμένου να εργαστεί στην ανωτέρω εργασία. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων η ενάγουσα εκτελούσε προσηκόντως τα καθήκοντά της κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης. Το έτος 2014 η ενάγουσα, κατόπιν σχετικής προφορικής συμφωνίας της με την εναγόμενη εγκαταστάθηκε με τον πατέρα της εναγόμενης στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της ανωτέρω οικοδομής όπου διέμενε ήδη η εναγόμενη με τους τρεις σκύλους της προκειμένου να παρέχει στον εν λόγω χώρο υπηρεσίες που αφορούσαν στις οικιακές ανάγκες, αλλά και στην προσωπική περιποίηση του πατρός της εναγόμενης, ενώ παράλληλα σύμφωνα με την ανωτέρω συμφωνία η ενάγουσα διέμενε εφεξής και διατρεφόταν στο ανωτέρω διαμέρισμα, του τρίτου ορόφου. Κατά τα λοιπά εξακολούθησαν να ισχύουν οι όροι της συναφθείσας την 01-08-2013 προφορικής σύμβασης εργασίας μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης. Το γεγονός όχι η ενάγουσα διέμενε πλέον στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, ήτοι όχι μόνο με τον πατέρα της εναγόμενης, αλλά και με την ίδια την εναγόμενη και τους τρεις σκύλους αυτής, είχε ως συνέπεια την εκ των πραγμάτων αύξηση των καθηκόντων της ενάγουσας, καθόσον αυξήθηκαν κα οι οικιακές ανάγκες. Τον Μάρτιο του έτους 2015 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να εργάζεται η ενάγουσα και τις Κυριακές και εκ του λόγου αυτού ο μισθός της να ανέλθει στο ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, από τον Μάρτιο του 2015 η εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλλει ακέραιο τον συμφωνηθέντα μισθό της ενάγουσας, περιοριζόμενη στην καταβολή ενός μέρους αυτού, διαφορετικού ύψους κάθε φορά. Ο πατέρας της εναγόμενης απεβίωσε το Νοέμβριο ου έτους 2016, οπότε και λύθηκε η ανωτέρω σύμβαση εργασίας, η οποία απέβλεπε κυρίως στο πρόσωπό του. Η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για δεδουλευμένους μισθούς για το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2015 έως και τον Νοέμβριο του 2016 το συνολικό ποσό των 7.200 ευρώ και πιο συγκεκριμένα η εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα την 30-03-2015 το ποσό των 350 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Μαρτίου 2015 και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 350 ευρώ, την 30-04-2015 το ποσό των 250 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Απριλίου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 450 ευρώ, την 30-05-2015 το ποσό των 350 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Μαΐου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 350 ευρώ, την 30-06-2015 το ποσό των 400 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Ιουνίου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 300 ευρώ, την 30-07-2015 το ποσό των 200 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Ιουλίου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 500 ευρώ, την 30-08-2015 το ποσό των 550 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Αυγούστου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 150 ευρώ, την 30-09-2015 το ποσό των 300 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Σεπτεμβρίου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 400 ευρώ, την 30-10-2015 το ποσό των 300 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Οκτωβρίου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 400 ευρώ, την 30-11-2015 το ποσό των 250 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Νοεμβρίου 2015, και οφείλει το υπόλοιπα ποσό των 450 ευρώ, την 30-12-2015 το ποσό των 400 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Δεκεμβρίου 2015, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό ίων 300 ευρώ, την 30-01-2016 το ποσό των 200 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Ιανουαρίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 500 ευρώ, την 29-02-2016 το ποσό των 350 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Φεβρουάριου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 350 ευρώ, την 30-03-2016 το ποσό των 500 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Μαρτίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 200 ευρώ, την 30-04-2016 το ποσό των 550 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Απριλίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 150 ευρώ, την 30-05-2016 το ποσό των 400 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Μαΐου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 300 ευρώ, την 30-06-2016 το ποσό των 300 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Ιουνίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 400 ευρώ, την 30-07-2016 το ποσό των 350 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Ιουλίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 350 ευρώ, την 30-08-2016 το ποσό των 450 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Αυγούστου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 250 ευρώ, την 30-09-2016 το ποσό των 400 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Σεπτεμβρίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 300 ευρώ, την 30-10-2016 το ποσό των 350 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Οκτωβρίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 350 ευρώ και την 30-11-2016 το ποσό των 300 ευρώ έναντι του οφειλόμενου μισθού μηνός Νοεμβρίου 2016, και οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 400 ευρώ. Και ʼ ακολουθία των ανωτέρω η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για δεδουλευμένους μισθούς μηνών Μαρτίου 2015 έως και Νοεμβρίου 2016 (21 μήνες) το συνολικό ποσό των 7.200 ευρώ νομιμοτόκως για έκαστο επιμέρους οφειλόμενο ποσό ύψους 350 ευρώ, 450 ευρώ, 350 ευρώ, 300 ευρώ, 500 ευρώ, 150 ευρώ, 400 ευρώ, 400 ευρώ, 450 ευρώ, 300 ευρώ, 500 ευρώ, 350 ευρώ 200 ευρώ, 150 ευρώ, 300 ευρώ, 400 ευρώ, 350 ευρώ, 250 ευρώ, 300 ευρώ 350 ευρώ και 400 ευρώ αντίστοιχα (που αντιστοιχεί σε έκαστο από τους ανωτέρω 21 μήνες), από την επομένη της 30ης ημέρας του μηνός στον οποίο αντιστοιχεί και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και για τον Φεβρουάριο του 2016, από την 01-03-2016 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

 

 

Περαιτέρω η εναγόμενη ουδέποτε κατέβαλε στην ενάγουσα επιδόματα εορτών. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας ισχύουν και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις του άρθρου μόνου περ. γʼ ΒΔ 376/1971 για την παροχή αδείας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980 και 4 παρ. 9 Κ.Υ.Α. 19040/1981 για την παροχή επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1955/2007). Το επίδομα δώρου εορτών Πάσχα παράγει τόκους υπερημερίας από την πρώτη του μηνός Μαΐου του έτους που αφορά και το επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων από την 1n Ιανουαρίου του επόμενου έτους (βλ. ΟλΑΠ 39- 40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002, 168, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001, 456, ΔΕΝ-2001, 1361, ΕλλΔνη 2001, 1308,-ΜΠρΑΘ 31^/2019, ΝΟΜΟΣ) και οι αποδοχές και το επίδομα αδείας από το τέλος του έτους που αφορούν (βλ. ΜΠρΘεσ 9116/2014, ΤΝΠ ΔΣΑ). Ο μισθός της εναγόμενης κατά το έτος 2013 ανερχόταν στο ποσό των 600 ευρώ. Ο μισθός της εναγόμενης κατά το έτος 2013 προσαυξημένος με την αντίστοιχη αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι με τον συντελεστή αποζημίωσης αδείας 0,04166 ανέρχεται στο ποσό των (600 + (600 X 0,04166) = 624,99 ευρώ) 624,99 ευρώ. Περαιτέρω η ενάγουσα εργάστηκε το έτος 2013 στην εναγόμενη από την 01-08-2013 έως την 31-12- 2013 ήτοι για 153 ημέρες που αντιστοιχούν σε 8,05 19ημερα (153/19 = 8,05). Σύμφωνα δε με την ΥΑ 19040/1981 στους μισθωτούς του η σχέση εργασίας τους με τον υπόχρεο στην καταβολή επιδόματος Χριστουγέννων εργοδότη δεν διήρκεσε όλο το χρονικό διάστημα του έτους, καταβάλλεται ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε 19μερο χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσης, ενώ για χρονικό διάστημα μικρότερο του 19μερου δικαιούνται ανάλογο κλάσμα. Επομένως η εναγόμενη οφείλει ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των (2/25 X 624,99 X 8,05 = 402,49 ευρώ) 402,49 ευρώ, ωστόσο σύμφωνα με την αρχή της διαθέσεως πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο για την ανωτέρω αιτία ποσό ύψους 390,62 ευρώ, νομιμοτόκως από την 01-01-2014. Περαιτέρω κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας η ενάγουσα οφείλει στην εναγόμενη α) για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2014 το ποσό των (600 + (600 X 0,04166) = 624,99 ευρώ) 624,99 ευρώ, το οποίο ισούται με ένα μηνιαίο μισθό, προσαυξημένο με την αντίστοιχη αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι με τον συντελεστή αποζημίωσης αδείας 0,04166, νομιμοτόκως από την 01-01-2015, β) για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2015 το ποσό των (700 + (700 X 0,04166) = 729,16 ευρώ) 729,16 ευρώ, το οποίο ισούται με ένα μηνιαίο μισθό, προσαυξημένο με την αντίστοιχη αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι με τον συντελεστή αποζημίωσης αδείας 0,04166, νομιμοτόκως από την 01-01-2016 και γ) για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2016 το ποσό των (700 + (700 X 0,04166) = 729,16 ευρώ) 729,16 ευρώ, το οποίο ισούται με ένα μηνιαίο μισθό, προσαυξημένο με την αντίστοιχη αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι με τον συντελεστή αποζημίωσης αδείας 0,04166, νομιμοτόκως από την 01-01-2017, οπότε και ζητείται η καταβολή του με την ένδικη αγωγή. Περαιτέρω και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας η ενάγουσα οφείλει στην εναγόμενη α) για επίδομα εορτών Πάσχα 2014 το ποσό των (300 + (300.Χ 0,04166) = 312,49 ευρώ) 312,49 ευρώ, το οποίο ισούται με μισό μηνιαίο μισθό (600 / 2 = 300 ευρώ), προσαυξημένο με την αντίστοιχη αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι με τον συντελεστή αποζημίωσης αδείας 0,04166, νομιμοτόκως από την 01-05-2014, β) για επίδομα εορτών Πάσχα 2015 το ποσό των (350 + (350 X 0,04166) = 364,58 ευρώ) 364,58 ευρώ, το οποίο ισούται με μισό μηνιαίο μισθό (700 / 2 = 350 ευρώ), προσαυξημένο με την αντίστοιχη αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι με τον συντελεστή αποζημίωσης αδείας 0,04166, νομιμοτόκως από την 01-05-2015 και γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2016 το ποσό των (350 + (350 X 0,04166) = 364,58 ευρώ) 364,58 ευρώ, το οποίο ισούται με μισό μηνιαίο μισθό (700 / 2 = 350 ευρώ), προσαυξημένο με την αντίστοιχη αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι με τον συντελεστή αποζημίωσης αδείας 0,04166, νομιμοτόκως από την 01-05-2016. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες (επίδομα εορτών Χριστουγέννων ετών 2013 έως και 2016 και επίδομα εορτών Πάσχα ετών 2014 έως και 2016) το συνολικό ποσό των (390,62 + 624,99 + 729,16 + 729,16 + 312,49 + 364,58 + 364,58 = 3.515,58 ευρώ) 3.515,58 ευρώ, νομιμοτόκως για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 390,62 ευρώ από την 01-01-2014, για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 624,99 ευρώ, από την 01-01-2015, για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 729,16 ευρώ, από την 01-01-2016, για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 729,16 ευρώ, από την 01-01-2017, για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 312,49 ευρώ, από την 01-01-2014, για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 364,58 ευρώ, από την 01-05-2015 και για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 364,58 ευρώ από την 01-05-2016 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

 

 

Περαιτέρω καίτοι το έτος 2013 η ενάγουσα ζήτησε από την εναγόμενη την ετήσια άδεια, η τελευταία την εξανάγκασε στην παροχή της εργασίας κατά το χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια, ήτοι δεν χορήγησε με πρόθεση στην ενάγουσα τις ημέρες αδείας που δικαιούχο παρά τα αιτήματα της τελευταίας, επικαλούμενη ότι την χρειαζόταν για την φροντίδα του πατρός της. Επομένως η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας το συνολικό ποσό των 480 ευρώ, νομιμοτόκως από την 31-12-2013 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ήτοι τις αποδοχές αδείας δέκα ημερών που αντιστοιχούν σε 5 μήνες απασχόλησης (από τον Αύγουστο έως και τον Δεκέμβριο του 2013), οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των (600 ευρώ /25 ημέρες X 10 μέρες = 240 ευρώ) 240 ευρώ, προσαυξημένες με προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας, ήτοι κατά το ποσό των 240 ευρώ (240 + 240 = 480 ευρώ).

 

 

Περαιτέρω η εναγόμενη ουδέποτε κατέβαλε στην ενάγουσα επιδόματα αδείας και επομένως της οφείλει για την ανωτέρω αιτία α) για αναλογία επιδόματος αδείας έτους 2013, το ποσό των 240 ευρώ, νομιμοτόκως από την 31-12-2013, το οποίο ισούται με τις αποδοχές αδείας δέκα ημερών που αντιστοιχούν σε 5 μήνες απασχόλησης (από τον Αύγουστο έως και τον Δεκέμβριο του 2013), οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των (600 ευρώ / 25 ημέρες X 10 μέρες = 240 ευρώ) 240 ευρώ, νομιμοτόκως από την 31-12-2013, β) για επίδομα αδείας έτους 2014, το ποσό των 300 ευρώ, το οποίο ισούται με τις αποδοχές ενός 15μερου (600 / 2 = 300 ευρώ), νομιμοτόκως από την 01-09-2014 (ημερομηνία έναρξης της άδειάς της ενάγουσας, οπότε και είναι προκαταβλητέο), γ) για επίδομα αδείας έτους 2015, το ποσό των 350 ευρώ, το οποίο ισούται με τις αποδοχές ενός 15μερου (700 / 2 = 350 ευρώ), νομιμοτόκως από την 01-09-2015 (ημερομηνία έναρξης της άδειάς της ενάγουσας, οπότε και είναι προκαταβλητέο) και δ) για επίδομα αδείας έτους 2016, το ποσό των 350 ευρώ, το οποίο ισούται με τις αποδοχές ενός 15μερου (700 / 2 = 350 ευρώ), νομιμοτόκως από την 01-09-2016 (ημερομηνία έναρξης της άδειάς της ενάγουσας, οπότε και είναι προκαταβλητέο). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία (επιδόματα αδείας ετών 2013 έως και 2016) το συνολικό ποσό των (240 + 300 + 350 + 350 = 1.240 ευρώ) 1.240 ευρώ, νομιμοτόκως για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 240 ευρώ από την 31-12-2013, για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 300 ευρώ από την 01-09-2014, για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 350 ευρώ από την 01-09-2015 και για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 350 ευρώ από την 01-09-2016 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

 

 

Περαιτέρω η ενάγουσα δικαιούχοι εύλογης αποζημίωσης λόγω λύσης της σύμβασης εργασίας της συνεπεία του θανάτου του πατρός της εναγόμενης, στο πρόσωπο του οποίου απέβλεπαν οι διάδικοι κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εργασίας, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 675 παρ. 2 ΑΚ, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 700 ευρώ, το οποίο ισούται με έναν μηνιαίο μισθό της, κατόπιν εκτίμησης των ειδικών συνθηκών και περιστάσεων που συντρέχουν εν προκειμένω, όπως της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, της οικογενειακής κατάστασης της ενάγουσας και της διάρκειας της εργασιακής σχέσης, απορριπτομένου του αιτούμενου κονδυλίου κατά το υπερβάλλον αιτούμενο ποσό ως ουσία αβάσιμου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 700 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

 

 

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα α) για δεδουλευμένους μισθούς το συνολικό ποσό των 7.200 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω β) για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων ετών 2013 έως και 2016 και για επιδόματα εορτών Πάσχα ετών 2014 έως και 2016 το συνολικό ποσό των 3.515,58 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω, γ) για αποδοχές αδείας έτους 2013, προσαυξημένες με προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας, το συνολικό ποσό των 480 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω, δ) για επιδόματα αδείας ετών 2013 έως και 2016 το συνολικό ποσό των 1.240 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω και ε) ως εύλογη αποζημίωση λόγω της λύσης της σύμβασης εργασίας της το ποσό των 700 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω, να κηρυχθεί η παρούσα εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, ήτοι ως προς το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 7.200 ευρώ (που αφορά στους δεδουλευμένους μισθούς), καθόσον η καθυστέρηση στην εκτέλεση αναφορικά με το εν λόγω ποσό μπορεί να προκαλέσει κατά την κρίση του Δικαστηρίου σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ), να επιβληθεί εις βάρος της εναγόμενης λόγω της εν μέρει ήττας της στην παρούσα δίκη, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθούν τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων (7.200) ευρώ, νομιμοτόκως με τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξη προσωρινός εκτελεστή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (5.935,58 ευρώ), νομιμοτόκως i) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 390,62 ευρώ από την 01-01-2014, ii) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 624,99 ευρώ, από την 01-01-2015, iii) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 729,16 ευρώ, από την 01-01-2016, iv) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 729,16 ευρώ, από την 01-01-2017, v) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 312,49 ευρώ, από την 01-05-2014, vi) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 364,58 ευρώ, από την 01-05-2015, vii) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 364,58 ευρώ από την 01-05-2016, viii) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 480 ευρώ από την 31-12-2013, ix) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 240 ευρώ από την 31-12-2013, x) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 300 ευρώ από την 01-09-2014, xi) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 350 ευρώ από την 01-09-2015, xii) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 350 ευρώ από την 01-09-2016 και xiii) για το επιμέρους οφειλόμενο ποσό των 700 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της εναγόμενης μέρος τι ον δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων σαράντα (440) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στο Ίλιον την 27-04-2021 απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ