ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑθ 666/2020

 

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Διαχρονικό δίκαιο - Παράνομος ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975 -.

 

Ανεκκαθάριστη η επιδικασθείσα απαίτηση της καθ’ ης, καθότι περιλαμβάνει μη επιτρεπτές χρεώσεις που προέκυψαν από ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975. Αδύνατη η ανεύρεση και ο διαχωρισμός του πραγματικού ύψους της οφειλής από τα προσκομισθέντα για την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής έγγραφα. Δεκτή η ανακοπή. Ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Επιβολή σε βάρος της καθ’ ης των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του Σωκράτη Οδ. Τσαχιρίδη, Δικηγόρου Αθηνών, ΜΔ Πάντειου Πανεπιστημίου, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση για λογαριασμό του ανακόπτοντος)

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης 666/2020

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών-Τμήμα Ανακοπών)

 

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Μυρσίνη Πετρέλλη, την οποία όρισε Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και γραμματέα

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 11 Φεβρουαρίου 2020, για δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Α. Ανακοπή αρ. κατ. …/2019

 

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: … του … κατοίκου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Σωκράτη Τσαχιρίδη.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … στην οποία μεταβιβάστηκαν στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του τεθέντος υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

 

Β. Εκούσια Αυτοτελής Πρόσθετη Παρέμβαση αρ. κατ. …/2020

 

ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  …, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχος διάδικος, εντολοδόχος αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της Πληρεξούσιας Δικηγόρου Αικατερίνης Μαρδακιούπη

 

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία …. στην οποία μεταβιβάστηκαν στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του τεθέντος υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία … που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα,  η οποία δεν παραστάθηκε.

 

ΚΑΘΌΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:… του … κατοίκου …. ο οποίος παραστάθηκε μετά του  πληρεξουσίου δικηγόρου Σωκράτη Τσαχιρίδη.

 

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από ...4.2019 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2019 ανακοπή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για για την δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

 

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από .1.2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με ειδικό αριθμό κατάθεσης …2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την ανωτέρω δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από ανακοπή 14.2019 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2019 και η από 1.2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της καθ' ης η ανακοπή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με ειδικό αριθμό κατάθεσης 2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθόσον έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρ.31 και 246 ΚΠολΔ.).

 

Από τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης του αντικειμένου της δίκης μετά την εκκρεμοδικία, ο ειδικός διάδοχος δικαιούται να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη και να καταστεί διάδικος, όμως η μεταβίβαση αυτή δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη, η οποία εξακολουθεί να διεξάγεται με τον διάδικο [ενάγοντα ή εναγόμενο] ττου μεταβίβασε, ο οποίος και νομιμοποιείται προς τούτο [ΑΠ 371/1989, Δίκη 1990.564, ΑΠ 648/1980, ΝοΒ 1980.1995, ΕφΔωδ. 60/2007. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 240/2002, Δικογρ. 2002.297]. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 80_ΚΠολΔ, ο ειδικός διάδοχος ενός των αρχικών διαδίκων κατά τη διάρκεια της δίκης έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στη δίκη, γιατί η απόφαση που θα εκδοθεί κατά του δικαιοπαρόχου του αποτελεί δεδικασμένο και κατ' αυτού, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 325 περ. 2_ΚΠολΔ, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που έγιναν ειδικοί διάδοχοι των διαδίκων όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος αυτής [ΑΠ 1574/1995, ΕλλΔνη 1997.1121, ΑΠ 813/1994, ΕφΔωδ. 162/2009, ΝΟΜΟΣ]. Συναφώς, από τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ που ορίζει ότι, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικο του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί η πρόσθετη παρέμβαση ως αυτοτελής είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης που θα εκδοθεί μεταξύ των κυρίων διαδίκων, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής της ενέργειας και στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντα τρίτου προς τον αντίδικο του. Το δικονομικό δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται ακριβώς για το λόγο αυτό, δηλαδή, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών από την απόφαση σε βάρος του τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην εκκρεμή δίκη και στις σχέσεις του τρίτου με τον αντίδικο του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Έτσι, με την άσκηση της αυτοτελούς -πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη κάποια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας θα επιφέρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης και απέναντι στον ίδιο.  Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου [ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 727/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 78/2017, Αρμ. 2017 1156, ΜονΕφΠειρ. 583/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3990/2009, ΕλλΔνη 2010.233,251, ΕφΑθ. 2809/2008 ΕλλΔνη 2011.183]. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 274 § 2 περ. α' ΚΠολΔ όπως η τελευταία αυτή διάταξη τέθηκε με το άρθρο 32 του v. 3994/2011 και καταλαμβάνει κατ' άρθρο 72 του ίδιου νόμου και τις εκκρεμείς δίκες ορίζεται ότι «... Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανιστεί κατά την συζήτηση, τότε β] αν λείπει μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του, μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση», ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 § 1 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι παρίσταται και αυτός, ότι συμμετέχει στη συζήτηση και ότι ενεργεί με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί και ο παριστάμενος αναγκαίος ομόδικος του, γι’ αυτό και η διαδικασία διεξάγεται σαν να ήταν παρών και ο απών αναγκαίος ομόδικος [βλ. ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2007, ΝοΒ 2007.1828, ΕφΛαρ. 343/2012, Δικογρ. 2012.698, ΕφΙωαν. 75/2005, ΕλλΔνη 2006.859, ΕφΑΘ. 205/2002, Αρμ. 2003.840].

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβαση τους οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015 "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, επιβάλλεται εισφορά σε βάρος κάθε είδους πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, η οποία μετά την 1/6/2003 ανέρχεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 3152/2003 σε ποσοστό 0,60% ετησίως επί του ετήσιου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων από αυτά δανείων πάσης φύσεως ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων των πιστώσεων προς τις τράπεζες και το δημόσιο.

 

Ωστόσο, είναι δυνατή η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στον δανειολήπτη με σχετική συμφωνία, βάσει της αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, καθώς τούτο δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975 ούτε απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ΑΠ 430/2005, ΕλλΔνη 2005.802, ΕφΑΘ 1558/2007, ΕλλΔνη 2007.902). Όμως, ο ανατοκισμός της εισφοράς αυτής δεν είναι νόμιμος, διότι, τόσο κατά το προϊσχύσαν (άρ. 8 περ 6 του ν. 1983/1980 σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής), όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (άρ. 12 ν. 2601/1998, άρ. 30 και 47 ν. 2789/2000, άρ. 42 ν. 3259/2004 και άρ. 39 του ν. 3259/2004), ο ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι επί φόρων προμηθειών ή άλλων εισφορών (ΑΠ 1782/2002, ΕλλΔνη 2002.1430, ΕφΛαμ 124/2007, Αρμ 2007.1190, ΜΠΘεσσαλ 8817/2015 ΕφΑΔ 2/2016,  178, ΠΠρΚερκ 664/2015 Αρμ 2015.2099, ΜΠΝάξου 18/2014 αδημ., ΜΠΑ 2461/2009, ΜΠΑ 7630/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 628 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης την οποία επιδικάζει, υπό την έννοια ότι το ακριβές ύψος της (όταν πρόκειται για χρηματική απαίτηση) προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η τυχόν ενσωμάτωση σε αυτήν μη οφειλόμενων κονδυλίων αναιρεί το εκκαθαρισμένο αυτής, όταν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των ποσών αυτών και η ανεύρεση του πραγματικού ύψους της, οπότε στην περίπτωση αυτή η τυχόν εκδοθείσα διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου (ΕιρΑθ 1324/2009, Αρμ 2010.1369).

 

Εν προκειμένω, από την με αριθμό ·…/24-4-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών , προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής, με πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η ανακοπή. Κατά τη συζήτηση, ωστόσο, της υπόθεσης όταν αυτή εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η καθ’ ης η ανακοπή δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης. Σύμφωνα, ωστόσο, και με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, λόγω του δεσμού της αναγκαίας ομοδικίας που τη συνδέει με την  ομόδικο της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στην παρούσα δίκη από την τελευταία.

 

Ο ανακόπτων με την κρινόμενη ανακοπή και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρει σε αυτήν, ζητεί την ακύρωση της υπ' αριθμ. .  …/2019 Διαταγή Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των 4.124,76 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και της από 4.2019 επιταγής προς εκτέλεση που του    κοινοποιήθηκε από την καθ' ης ευρισκόμενης κάτωθι αντιγράφου Α' εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ' ης στη δικαστική του  δαπάνη. Η ένδικη ανακοπή, κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αποτελεί ανακοπή στηριζόμενη στο άρθρο 632 ΚΠολΔ, κατά το μέρος δε με το οποίο ζητείται η ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή, αποτελεί ανακοπή κατά της εκτέλεσης, στηριζόμενη στο άρθρο 933 ΚΠολΔ. Οι δύο ανακοπές παραδεκτά σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο, κατ’ άρθρο 632 παρ. 6 ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το ’ρθρο τέταρτο, του άρθρου 1 του Ν. 4335/23-7-2015) και με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτώς και αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 632 παρ. 1 και 6 και 933 παρ. 3, 584 και 42-44 ΚΠολΔ), κατά τις διατάξεις των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2, 937 παρ. 3 και 614 επ. ΚΠολΔ). Η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα: α) η μεν πρώτη του άρθρου 632 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στην καθ' ης η ανακοπή στις ..-4-2019 όπως προκύπτει από τη με αριθμό …-4-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών … ενώ η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα την 4-2019, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών … και β) η δεύτερη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, λόγω μη παρόδου της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1 εδ. α' και 215 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να λάβει χώρα μέχρι την περάτωση της δίκης με αμετάκλητη απόφαση, ασκείται δε, κατά τις περί αγωγής διατάξεις, δηλαδή με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και κοινοποίηση- αυτού σε όλους τους, μέχρι την άσκηση της, διαδίκους. Κατά μία άποψη, η παράλειψη ή η ακυρότητα της επίδοση της αγωγής συνεπάγεται απαράδεκτο της της κλήτευσης και περαιτέρω της συζήτησης μόνο υπό τις προϋποθέσεις της διάταξης ΚΠολΔ 159 παρ. 3 (βλ. Ερμ.ΚΠολΔ Βαθρακοκοίλη, άρθρο 81 σημ. 1ο).

 

Με την υπό κρίση αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση,  η προσθέτως παρεμβαίνουσα εκθέτει ότι είναι μη δικαιούχος διάδικος εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ενεργούσα ως εντολοδόχος δια ειδικού πληρεξουσίου, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρείας με την επωνυμία … στην οποία δυνάμει της από ...9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης , μεταβιβάσθηκαν απαιτήσεις από δάνεια ή και πιστώσεις της καθ' ης η ανακοπή. Ότι κατ' αυτό τον τρόπο κατέστη η ως άνω εταιρεία ειδική διάδοχος της καθ' ης η ανακοπή στην έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η απαίτηση που επιδικάσθηκε με τη με αριθμό …/2019 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών και ως εκ τούτου η ίδια, ως εντολοδόχος δια ειδικού πληρεξουσίου της ανωτέρω ειδικής διαδόχου, δικαιολογεί έννομο συμφέρον να παρέμβει υπέρ της αρχικής διαδίκου προς απόκρουση της ανακοπής, εφόσον η αντιπροσωπευομένη από αυτήν δεσμεύεται από την ισχύ, το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, ζητεί δε να απορριφθεί η ανακοπή και να καταδικαστούν οι ανακόπτοντες στα δικαστικά της έξοδα.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, κοινοποιήθηκε μόνο στον ανακόπτοντα (βλ. τη με αριθμό …/1-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …) και όχι στην υπερ' ης η πρόσθετη παρέμβαση, καθόσον η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ούτε επικαλείται ούτε προσκόμισε αποδεικτικό επίδοσης προς την …. Πλην όμως το Δικαστήριο υιοθετώντας την παραπάνω άποψη και καθόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ΚΠολΔ 159 παρ. 3 θεωρεί παραδεκτή την κρινόμενη αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 80, 81, 83, 225, 325 § 2, 919 ΚΠολΔ, καθώς και 455 επ. ΑΚ. Ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα δε νομιμοποιείται στην άσκηση της εν λόγω παρεμβάσεως επειδή δεν αναγγέλθηκε σ' αυτούς η μεταβίβαση των απαιτήσεων της καθ' ης είναι απορριπτέος, εφόσον το άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003 προσδίδει θέση αναγγελίας προς τον οφειλέτη της εκχώρησης στην καταχώρηση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν.2844/2000, μη απαιτούμενης εκ του νόμου έγγραφης αναγγελίας της εκχώρησης από την μεταβιβάσασα εταιρεία ή την εταιρεία ειδικού σκοπού προς τον οφειλέτη για να συντελεσθεί η μεταβίβαση. Οι ως άνω ειδικές διατάξεις αίρουν την υποχρέωση ενημέρωσης του άρθρου 11 παρ.3 ν.2472/1997 (που ενσωμάτωσε την οδηγία 95/46/ΕΚ) κατά το αναγκαίο για να εφαρμοστούν περιεχόμενο τους (απόφαση 134/2017 Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) και δεν απαιτείται, πέραν της καταχώρισης της σχετικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο και άλλου είδους προηγούμενη ατομική ενημέρωση του οφειλέτη για να συντελεστεί η μεταβίβαση. Ως εκ τούτου, η μη ενημέρωση του οφειλέτη μετά την τιτλοποίηση της απαίτησης δεν καθιστά μη νόμιμη τη μεταβίβαση της τελευταίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα επικαλείται ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής, εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, εταιρείας με την επωνυμία …, ειδικής διαδόχου της καθ' ης (…), υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4354/15, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 225/12-4-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ Β71391/24-4-2017 και 326/2/17.9.19 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ 3533/20.9.19), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας-ειδικής διαδόχου της καθ'ης η ανακοπή από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων. Δυνάμει της από 9.2019 συμβάσεως πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στις 16.9.19 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου στον τόμο … και με αριθμό … η καθ' ης η ανακοπή έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία … που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας. Κατόπιν, με την από 9.19 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10,14 και 16 του ν.3156/2003, που καταχωρήθηκε στις 9.19 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου … στον τόμο  … και αριθμό … ανατέθηκε η διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου αρχικά στην…. Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα με την αρχική επωνυμία … (με τροποποίηση του καταστατικού της που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ με αρ. ….11.19), κατόπιν τροποποίησης της από ….9.19 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων με την από 9.19 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, που δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου ...9.19 στα ίδια ως άνω βιβλία του ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό … σε συνδυασμό με το από … πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Δουβλίνου …, ορίσθηκε ως νέα διαχειρίστρια και πληρεξούσια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Πρέπει, λοιπόν, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, συνεκδικαζομένη με την ανακοπή.

 

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι στην επιδικασθείσα απαίτηση περιλαμβάνονται μη επιτρεπτές χρεώσεις της εισφοράς του Ν. 128/197, η οποία παρανόμως ανατοκιζόταν από την καθ' ης τράπεζα, δια της ενσωμάτωσης αυτής στο επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, τα δε σχετικά ποσά ενσωματώθηκαν στην κύρια οφειλή και επενέργησαν στο πληττόμενο με την ανακοπή συνολικό ύψος της οφειλής, ώστε η απαίτηση της καθ' ης, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είναι στο σύνολο της ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στην ανωτέρω νομική σκέψη διατάξεις, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 624 παρ. 1 και 626 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ και των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, και είναι αρκούντος ορισμένος, απορριπτόμενης της σχετικής ένστασης της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας που αντιπροσωπεύει την καθ' ης, καθόσον εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα πραγματικά εκείνα περιστατικά για τη θεμελίωση του, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται το ύψος του οφειλόμενου ποσού, ώστε να υποχρεούνται οι ανακόπτοντες να αναφέρουν το πραγματικά οφειλόμενο από μέρους τους ποσό, αλλά η αποδεικτικότητα των προσκομισθέντων εγγράφων για την έκδοση της προσβαλλομένης και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται κατ' άρθρο 261  ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνει υπ' όψη αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο και από την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Δυνάμει της υπ'αριθμ. …2013 σύμβασης καταναλωτικού δανείου που συνήφθη μεταξύ του ανακόπτοντα και της καθης η ανακοπή, η τελευταία χορήγησε στον ανακόπτοντα δάνειο ποσού 5.780 ευρώ. Το επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο, το οποίο κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ανερχόταν σε 11,70% συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς Ν. 128/1975 (0,60%) (βλ. άρθρο 5 της ανωτέρω σύμβασης). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. γ της επίδικης σύμβασης ο οφειλέτης επιβαρύνεται με κάθε φόρο, τέλος, εισφορές, δικαιώματα ή κάθε άλλου είδους επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, που επιβάλλονται ή θα επιβληθούν επί του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών εξόδων του δανείου ή έχουν με οποιοδήποτε τρόπο σχέση με τη σύμβαση αυτή ενώ σύμφωνα με την παρ. δ του άρθρου 6, τα έξοδα και οι δαπάνες αυτές θα είναι έντοκες, από την ημερομηνία καταβολής των από την Τράπεζα και αμέσως απαιτητές με τον τόκο υπερημερίας, που προβλέπεται στο άρθρο 9 της σύμβασης για τις συνέπειες υπερημερίας του οφειλέτη. Λόγω μη κανονικής εξυπηρέτησης της ανωτέρω σύμβασης, η καθ’ ης προχώρησε στην από …11.2018 καταγγελία της, η οποία κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα στις …11.2018 και κατόπιν αιτήσεως της, εκδόθηκε η με αριθμ.  …/2019 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των 4.124,76 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι γινόταν ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς του Ν. 128/1975 με την ενσωμάτωση της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων. Έτσι, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στον τηρηθέντα για την επίδικη σύμβαση λογαριασμό ποσών, η προσβαλλόμενη διαταγή είναι άκυρη, κατά το μέρος που επιδίκασε στους καθ' ων (εδώ ανακόπτοντες) απαίτηση που δεν γεννήθηκε ποτέ. Περαιτέρω, η ακυρότητα αυτή των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης, αφού στα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν είναι δυνατός, λόγω του είδους της εγγραφής, ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών και ο προσδιορισμός του πραγματικού ποσού της απαίτησης της καθ' ης, με συνέπεια, η απαίτηση της καθ' ης, που ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής,  να  καθίσταται ανεκκαθάριστη, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 624 παρ. 1 ΚΠολΔ. (ad hoc ΕφΛαμ 124/2007 Αρμ. (2009)63.1190 και ΤΝΠ Δ ΣΑ, Μον.Πρωτ.ΑΘ. 3479/2016, Ειρ ΑΘ 4268/2017, ΕιρΑΘ 4374/2015 αδημ.).Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο εξεταζόμενος λόγος ανακοπής.

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή ως κατ' ουσία βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής και να ακυρωθεί η με αριθμό ./2019 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών καθώς και η κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 4.4.2019 επιταγή προς εκτέλεση. Ως προς την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει [ούτε καν σιωπηρά] το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκηση της [βλ. ΑΠ 715/1998, ΕλλΔνη 1999.630, ΕφΑθ. 5722/2011, ό.π., ΕφΑθ. 6524/1996, ΕλλΔνη 1997.929]. Τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος πρέπει κατόπιν σχετικού τους αιτήματος να επιβληθούν σε βάρος της καθ'ης, που αντιπροσωπεύεται από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, που ηπήθηκε σε αυτή τη δίκη [άρθρα 106, 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ]: κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την ανακοπή και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή-υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία θεωρείται αντιπροσωπευόμενη από την παριστάμενη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό .2019 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών καθώς και την κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 4.4.2019 επιταγή προς εκτέλεση

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ'ης - αντιπροσωπευομένης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο , στις 24-6-2020.

 

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΥΡΣΙΝΗ ΠΕΤΡΕΛΛΗ