ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕιρΑθ 471/2020
Αντισυνταγματική
η διάταξη περί περικοπής δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας στους
εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αντίθετη νομολογία ΣτΕ δεν δεσμεύει τα λοιπά δικαστήρια, καθώς δεν είναι erga omnes.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός
απόφασης 471/2020
ΤΟ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία
άρθρ. 614 § 3 και 621 ΚΠολΔ)
Συγκροτήθηκε
από τον Δικαστή Εμμανουήλ Φωτάκη, Ειρηνοδίκη, που
όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών
και από την Γραμματέα Ελένη Δρόσου .
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του στις 15.11.2019 για να δικάσει την εξής υπόθεση:
Των
εναγόντων:
1)
του
και της
, κατοίκου Αθηνών, οδός
, αριθ
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Τριπόλεως, ειδικότητα οδηγός συρμών
2)
του
και της
κατοίκου Αθηνών, οδός
αριθ.
, με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Ε' Πειραιώς,
ειδικότητα οδηγός συρμών,
3) του
και
της
, κατοίκου Αθηνών, οδός .., αριθ.
, με ΑΦΜ
, Δ.Ο.Y. Γαλατσίου, ειδικότητα επιβλέπων λειτουργίας- επιβλέπων Α' ηλεκτροδηγών,
4) του
και της
, κατοίκου
Αττικής, οδός
αριθ.
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Πετρούπολης,
ειδικότητα οδηγός συρμών
5) του
και της
, κατοίκου
Αττικής, οδός
αριθ.
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Έ' Πειραιώς,
ειδικότητα οδηγός συρμών,
6) του
και της
, κατοίκου
Αττικής, οδός
αριθ.
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. ΙΔ Αθηνών,
ειδικότητα οδηγός συρμών,
. -
128) του
και της
, κατοίκου
Αττικής, οδός
αριθ.
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Ν. Σμύρνης, ειδικότητα
οδηγός συρμών,
129) του
και της
, κατοίκου
Αττικής, οδός
αριθ.
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Π. Φαλήρου,
ειδικότητα: οδηγός συρμών,
130) του
και της
, κατοίκου
Αττικής, οδός
αριθ.
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Κομοτηνής,
ειδικότητα οδηγός συρμών
131) του
και της
, κατοίκου
Αττικής, οδός
αριθ.
με ΑΦΜ
Δ.Ο.Υ. Α' Αθηνών,
ειδικότητα οδηγός συρμών,
εκ των οποίων
άπαντες παραστάθηκαν δια πλην του 33ου, όστις παρέστη μετά της
πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ελένης Πολύζου (ΑΜΔΣΑ 34498)
Της
εναγόμενης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «
» και διακριτικό τίτλο «
», που εδρεύει στην
Αθήνα, οδός
αριθμ.
, όπως νόμιμα εκπροσωπείται
μετά τη συντέλεση της συγχώνευσης των ανωνύμων εταιρειών με τις επωνυμίες «
» και «
», οι οποίες συγχωνεύτηκαν με απορρόφηση
από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «
», η οποία μετονομάστηκε σε «
», βάσει
του άρθρου
παρ.
περ. β' του Ν.
με ΑΦΜ
η οποία παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Αναστασίου Ταρπινίδη (α.μ. Δ.Σ.Θεσσαλονίκης 5746).
Οι
ενάγοντες, ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 21-12-2018 αγωγή τους με ΓΑΚ
ΕΑΚ
η
συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας
δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του πινακίου .. Κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν
προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα
πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ
ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το
Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς
διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» και στο άρθρο 25 ότι
«1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου
και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Οι
κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα
δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από
το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της
αναλογικότητας. 2.. 3.. .4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους
πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.1 του Συντάγματος «Η Βουλή κατά την τακτική
ετήσια σύνοδο της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους
για το επόμενο έτος...», ενώ, κατά το άρθρο 106 παρ.1 αυτού «Για την εδραίωση
της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος
προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα,
επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής
οικονομίας...». Από τον συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται
ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται
να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή
οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων
λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο λόγω της άμεσης εφαρμογής και
αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό
του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι
απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην
κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος
της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών
απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης,
και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα
των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και
της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ.4 του Συντάγματος
αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και
εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που
λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής
συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, όπως οι
μισθοδοτούμενοι από το Δημόσιο, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς στις
υποχρεώσεις τους, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη
και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της
ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών
μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων από τη μη εφαρμογή των οποίων
ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών, από την ασυνέπεια των οποίων -
κυρίως, στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων - προκαλείται
σε μεγάλο βαθμό η δυσμενής οικονομική συγκυρία (βλ. ΣτΕ
Ολομ. 3373/2015, 2192-2196/2014, 4741/2014,
1286/2012, Ε.Σ. Ολομ. 7412/2015, επίσης, πρβλ. ΣτΕ Ολομ.
668/2012). Η μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων στον δημόσιο τομέα
αποτέλεσε, προς αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής
κρίσης των τελευταίων ετών, αντικείμενο συνεχών νομοθετικών παρεμβάσεων.
Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του Κεφαλαίου Α' με τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των
δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εισοδηματική πολιτική έτους 2010» του Ν.
3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας-Επείγοντα μέτρα για την
αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α' 40/15.3.2010) ορίστηκε ότι «1..
.2.Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με
οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη
προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών προσώπων
Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.),
των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής
Αστυνομίας, καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος μειώνονται κατά
ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%). Τα επιδόματα των παραγράφων A3 των άρθρων 30
και 33 του Ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α'), όπως ισχύουν, μειώνονται κατά ποσοστό
είκοσι τοις εκατό (20%) και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας
μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα.3...». Περαιτέρω,
με το άρθρο 2 του ίδιου Κεφαλαίου θεσπίσθηκε ανώτατο όριο αποδοχών και
πρόσθετων αμοιβών των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε
ο Ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής
οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικά
Ταμείο» (Α' 65/6.5.2010), με το άρθρο τρίτο του οποίου, που έχει τον τίτλο
«Μέτρα για τη μείωση των δημοσίων δαπανών», ορίστηκε ότι «1. Τα πάσης φύσεως
επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη
ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των
λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του
ν.3833/2010....μειώνονται κατά ποσοστά οκτώ τοις εκατό (8%).2. ...6. Τα
επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από
οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας,
διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς,
υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως
και 4,...καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια
(500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το
επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου
εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και
αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγουμένου εδαφίου, δεν
υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις τρεις χιλιάδες
(3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της
παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές
υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής
καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη
μείωση τους. 7...... Ακολούθως, με το άρθρο 38 παρ. 5 του Ν. 3986/2011
«Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής
2012-2015» (Α' 152/1.7.2011) ανεστάλησαν από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου
μισθολογίου, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 3205/2003, που
αφορούν τον χρόνο μισθολογικής εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ, τέλος, με
το άρθρο 55 παρ. 23 περ. α' του Ν. 4002/2011 (Α' 180/22.8.2011) μειώθηκε
αναδρομικά από 1.7.2011, κατά ποσοστά πενήντα τοις εκατό (50%) το προβλεπόμενο
από το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3205/2003 κίνητρο απόδοσης. Στη συνέχεια,
ακολούθησε ο Ν. 4024/2011 (Α' 226/27.10.2011), με τον οποίο καθιερώθηκε, ενόψει
των ιδιαίτερων δημοσιονομικών συνθηκών της Χώρας, νέο, ενιαίο μισθολόγιο που
διέπει τη μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το
οποίο αντικατέστησε, από την έναρξη ισχύος του, την Ιη.11.2011 (κατ άρθρο 32
παρ. 1) τις διατάξεις του προϊσχύοντος μισθολογίου (Ν. 3205/2003). Με τις
διατάξεις του νόμου αυτού, αναδιαρθρώθηκε η δομή του προγενέστερου μισθολογίου
και, μεταξύ άλλων, οριοθετήθηκαν τα χορηγούμενα στο προσωπικό του δημόσιου
τομέα επιδόματα και αμοιβές και καθορίσθηκαν οι ειδικότερες προϋποθέσεις
χορήγησης τους. Μεταξύ δε των χορηγούμενων επιδομάτων περιλήφθησαν και τα
επιδόματα εορτών και αδείας, το ύψος των οποίων καθορίσθηκε στα μειωμένα ποσά
που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου τρίτου παρ. 6 του Ν.
3845/2010. Ειδικότερα, ως προς τα εν λόγω επιδόματα προβλέφθηκε, με το άρθρο 16
του ως άνω νόμου, ότι «1. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται σε
πεντακόσια (500) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος
μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου
κάθε έτους και καταβάλλεται την 16η Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2. Το Επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται σε
διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος
μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15
Απριλίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα. 3.
Το Επίδομα Αδείας ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο
ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1ης
Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται την 1η Ιουλίου
κάθε έτους. 4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε για
χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του
άρθρου αυτού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο με αυτό που αντιστοιχεί στο
χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του. 5. Τα επιδόματα των παραγράφων 1, 2 και 3
καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές συμπεριλαμβανομένων και
των επιδομάτων αυτών δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη
βάση, τις τρεις χιλιάδες (3-000) ευρώ. Αν
με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι
πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν, κατά την ημερομηνία καταβολής τους,
το ύψος αυτό, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών
χιλιάδων (3,000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους». Περαιτέρω, με τον Ν. 4046/2012
{Μνημόνιο II] (Α' 28/14.2.2012) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding)
μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της
Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2) ως προϋπόθεση για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των
Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της
Τράπεζας της Ελλάδος, τα σχέδια των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο
και προσαρτήθηκαν σ' αυτόν ως Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο
αποτελείται από τρία επιμέρους Μνημόνια, στο πρώτο από τα οποία, δηλαδή στο
Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum
of Economic and Financial Policies),
το οποίο προσαρτάται στον Ν. 4046/2012 ως Παράρτημα VI και στο οποίο
περιγράφονται οι στόχοι, η στρατηγική και οι προοπτικές για την Ελληνική
Οικονομία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής, στο κεφάλαιο με τίτλο
«Δημοσιονομική Πολιτική»: «....6. Για να διασφαλίσει την πορεία δημοσιονομικής
προσαρμογής του προγράμματος, η κυβέρνηση θα αναλάβει τολμηρές διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις από την πλευρά των
δαπανών. Λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη πορεία ανάκαμψης, τα συνεχή
προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση και την ανάγκη να
προσαρμόσουμε κάποια από τα προηγούμενα μέτρα, θα απαιτηθούν επιπρόσθετα μέτρα
πέραν εκείνων που έχουν ήδη εγκριθεί στο πλαίσιο της ΜΔΣ [εννοείται:
Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Στρατηγική] του 2011 και του προϋπολογισμού του
2012.. Κατ' εφαρμογή του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε, στη συνέχεια, ο Ν. 4093/2012 «Έγκριση
Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 -Επείγοντα Μέτρα
Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής
Στρατηγικής 2013-2016 » (Α' 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις της παραγράφου Α
(με τίτλο ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2013-2016)
του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Όπως
προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του μεσοπρόθεσμου πλαισίου (βλ. σχετ. κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών Οκτωβρίου 2012)
βασικός άξονας της στρατηγικής της Κυβέρνησης ήταν «η σύζευξη της
δημοσιονομικής προσαρμογής και της επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας,
ώστε η χώρα να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της ύφεσης»,
καθώς και η εκδήλωση «ισχυρής πολιτικής βούλησης για την παραμονή της χώρας
εντός της ευρωζώνης και η ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας στην ευρωπαϊκή και
την παγκόσμια σκηνή». Όπως δε προκύπτει από το μεσοπρόθεσμο, η στρατηγική της
οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης που εφαρμόζεται από τα μέσα του 2012 έχει
δύο κατευθύνσεις, η πρώτη εκ των οποίων συνίσταται στην εδραίωση της
δημοσιονομικής εξυγίανσης, προσαρμογής και πειθαρχίας με στόχο τη δραστική
καταπολέμηση της σπατάλης, τον εξορθολογισμό των
δημοσίων δαπανών και τη συρρίκνωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων, ενώ η δεύτερη
εξ αυτών στην υλοποίηση ενός μεγάλου εύρους πολιτικών και μέτρων για την τόνωση
της οικονομίας ως προς την ανάπτυξη, την ανεργία, τη ρευστότητα και τη μείωση
του ελλείμματος. Βασική επιδίωξη του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής
στρατηγικής είναι να εισέλθει η χώρα σε μια μακρά περίοδο πρωτογενών
πλεονασμάτων) ώστε να πορεύεται χωρίς δανειακές ανάγκες. Εξάλλου, στην ενότητα
1 «Δημοσιονομική στρατηγική και πολιτικές» του Κεφαλαίου 3 του μεσοπρόθεσμου,
υποενότητα 1.4 «Η νέα δημοσιονομική προσπάθεια στην περίοδο 2013-2016»
αναφέρεται ότι «οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών, κυρίως στον τομέα
των διαρθρωτικών αλλαγών και η περιορισμένη εφαρμογή ή/και χαμηλότερη αποδοτικότητα κάποιων μέτρων, που οδήγησαν σε
πολύ χαμηλότερες αποδόσεις του συνολικού πακέτου των μέτρων της προηγούμενης
περιόδου σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς, σε συνδυασμό και με τη
βαθύτερη, από ότι προβλεπόταν, ύφεση, δημιούργησαν μεγάλες αποκλίσεις ακόμη και
από τους χαμηλότερους (μετά την επιμήκυνση) στόχους του πρωτογενούς ελλείμματος
Γενικής Κυβέρνησης της περιόδου 2013-2016. Προκειμένου να επανέλθει το
πρόγραμμα στις αρχικές του προβλέψεις, κρίθηκε απαραίτητο να συνεχισθεί και να
ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή...». Σε συμμόρφωση προς τις ανειλημμένες
δεσμεύσεις στα πλαίσια του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, με τις διατάξεις της
υποπαραγράφου Γ.1 (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ») της
παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ») του άρθρου πρώτου του ανωτέρω αναφερόμενου Ν. 4093/2012
επιχειρήθηκε νέα νομοθετική παρέμβαση στο μισθολόγιο των υπαλλήλων του
ευρύτερου δημόσιου τομέα με στόχο την περαιτέρω μείωση των αποδοχών τους. Στα
πλαίσια δε της παρέμβασης αυτής με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της
παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου, ορίσθηκε, ειδικότερα, ότι «Τα
επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από
οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας,
διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς,
υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α., καθώς και
για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής
Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από
1.1.2013...». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού - χωρίς καμία μνεία των
προηγουμένως επιβληθεισών με προγενέστερους νόμους μειώσεων των αποδοχών των μισθοδατούμενων από το Δημόσιο - αναφέρεται, ως προς την
κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, ότι
«Με τις παρούσες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα μισθολογικού περιεχομένου, τα
οποία προβλέπονται στο πλαίσιο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος
Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Ειδικότερα: Με τις διατάξεις της περίπτωσης 1
καταργούνται, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους
λειτουργούς και υπαλλήλους Δημοσίου, ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ...».
Με την
ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι άπαντες, τυγχάνουν τακτικοί υπάλληλοι
της εναγομένης, απασχολούμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου
χρόνου και μισθοδοτούμενοι από αυτήν κι ότι οι όροι εργασίας και αμοιβής τους
καθορίζονταν κάθε φορά με βάση την ατομική σύμβαση εργασίας τους σε συνδυασμό
με την εκάστοτε ισχύουσα Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που υπέγραφε
η συνδικαλιστική τους οργάνωση με την εναγόμενη. Ιστορούν άτι από 1-1-2010 και
με βάση τις μνημονιακές ρυθμίσεις που ακολούθησαν
διαδοχικά (με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3833/2010 και ακολούθως με
άρθρου 3 του Ν. 3845/2010 ) υπέστησαν κατακόρυφη μείωση αποδοχών, με
αποκορύφωμα την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας τα οποία για
διάρκεια ετών τους καταβάλλονταν διαρκώς και ανελλιπώς, αποτελώντας ουσιώδη όρο
της ατομικής σύμβασης εργασίας τους , αλλά και βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας
και σε κάθε περίπτωση αποτελούσαν για αυτούς παροχές μισθολογικού χαρακτήρα,
που προσαύξαναν τις μηνιαίες αποδοχές τους άμεσα συνυφασμένες με το χαρακτήρα
των συμβάσεων εργασίας τους ως εξαρτημένων - Ειδικότερα αναλύουν τις περικοπές
μέχρι και την 01/01/2013 (οπότε εφαρμόστηκε ο ν. 4093/2012) με το άρθρο 16 του
ν. 4024/2011 είχαν ήδη μειωθεί τα εισοδήματα τους και μέχρι την πλήρη κατάργηση
των επιδομάτων εορτών και ετήσιας αδείας από 1/1/2013 δυνάμει του άρθρου πρώτου
του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής
2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου
Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» αποστερώντας ετησίως ποσό των
500,00 ευρώ αναφορικά με το επίδομα Χριστουγέννων και στο ποσό των 250,00 ευρώ
για τα επιδόματα Πάσχα και αδείας, γεγονός που κατά τους αγωγικούς
ισχυρισμούς αντίκειται στο Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες και σε κάθε
περίπτωση δεν δικαιολογείται με δεδομένο άλλωστε άτι οι μικτές αποδοχές τους
δεν υπερέβαιναν το ποσό των 3.000,00 ευρώ μηνιαίως. Με βάση το ιστορικό αυτό οι
ενάγοντες ζητούν, κατ' εκτίμηση του οικείου αγωγικού
αιτήματος, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει εις έκαστον εξ αυτών πλην της
116ης ενάγουσας (
), της 117ης (
), του 118ου ενάγοντος (
), του 119oυ (..) , του 120ου (
), του 121ου
(
), του 122ου (
),και της 123ης (
),το ποσό των 6.000 (το οποίο
αναλύεται σε 3.000 για επίδομα Χριστουγέννων των ετών 2013 έως και 2018 -S-
1.500 για το επίδομα Πάσχα των ετών 2013 έως και 2018 + 1.5006 για το επίδομα
αδείας των ετών 2013 έως και 2018 = 6.000) Εισέτι ζητούν σε έκαστο εκ των
κατωτέρω, ήτοι: Στην 116η (
), στην 117η (
), στον 118° (
),
στον 119° (
), στον 120° (
) στον 121° (
), στον 122° (
) και στην 123η
(
) εξ αυτών
το ποσά των 3.000 (το οποίο αναλύεται σε 1.500 για επίδομα
Χριστουγέννων των ετών 2016 έως και 2018 + 750 για επίδομα Πάσχα των ετών 2016
έως και 2018 + 750 για επίδομα αδείας των ετών 2016 έως και 2018 = 3.000). Τα
ποσά αυτά ζητούν νομιμοτόκως από τότε που κάθε ποσό
κατέστη απαιτητό, ήτοι από την επομένη ημέρα της εκ του νόμου υποχρέωσης
καταβολής του κάθε επιδόματος, ήτοι για το επίδομα Χριστουγέννων από την Ι7η
Δεκεμβρίου κάθε έτους, για το επίδομα Πάσχα από την έναρξη του δεκαημέρου πριν
το Πάσχα κάθε έτους και για το επίδομα αδείας από την 2 Ιουλίου κάθε έτους,
άλλως επικουρικώς νομιμοτόκως από την επομένη
επίδοσης της παρούσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικαστεί η
εναγόμενη στην δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό
το περιεχόμενο και με αυτά τα αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, αρμοδίως εισάγεται
προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ5 ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να τη δικάσει (άρθρα 7, 9, 14
παρ. 1 περ. α και 614 επ. ΚΠολΔ,
κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Είναι, δε, πλήρως
ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και σ' αυτές
των άρθρων 340, 345, 346, 361, 648, 653 ΑΚ, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, και πρέπει, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω
αναφορικά με την ουσιαστική της βασιμότητα αφού δεν απαιτείται η καταβολή
δικαστικού ενσήμου καθώς το αιτούμενο από έκαστο των εναγόντων ποσό δεν
υπερβαίνει το ισχύον ανώτατο όριο της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου
(άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6
παρ. 17 του Ν. 2479/1997).
Από την
εκτίμηση των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν
νόμιμα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη
είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από
τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για
την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς και των όσων συνομολογούνται
(άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ) από το εναγόμενο, όπως προκύπτει
από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις ισχυρισμών του (βλ.
ΑΠ 357/1999, Δ/νη 40, 1567, ΑΠ 1537/1997, Δ/νη 39, 1321, ΑΠ 180/1998, Δ/νη 39,
851, ΑΠ 1114/1996, Δ/νη 38, 1075) αποδεικνύονται τα ακόλουθα: άπαντες οι
ενάγοντες, τυγχάνουν προσωπικά της εναγομένης, απασχολούμενοι με σχέση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αμειβόμενοι σύμφωνα με το ενιαίο Μισθολόγιο
του Δημοσίου, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι σήμερα, ενώ προκύπτει ότι
οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων ήταν, για όλα τα επίδικα έτη
κάτω από το ποσό των 3.00Ο (το προβλεπόμενο, δηλαδή, από τα αρθρ. 3 παρ. 6 Ν.
3845/2010 και άρθρ. 16 παρ. 5 Ν. 4024/2011 όριο). Περαιτέρω, κατ' εφαρμογή της
διάταξης της υποπαραγραφ. Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση
Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα
Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής
Στρατηγικής 2013-2016», καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα
και αδείας που λάμβαναν. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του
ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη
Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν .δ. 53/1974 (Α 256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον
δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή
της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους
υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφεράμεναι διατάξεις δεν θίγουσι
το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχΰι νόμους
ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρΰθμισιν
της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή
προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του
προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας.
Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο -από
- την τυπική - κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό
δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα
δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά
συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ' αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως
περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες
σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή
διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει
νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο,
άτι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια
επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση
που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική
διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου
κράτους. Εν όψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπομένων
από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους αποδοχών, εφ' όσον συντρέχουν οι
προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψεις 23 και 26, Vilho Esken και λοιποί κατά
Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94). Πάντως με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ.
Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Juhani Saarinen κατά Φινλανδίας, No 69136/01, Kechko κατά
Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 77), με
συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ' αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή
συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ
άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου Ι του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια,
πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις,
καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους
περιλαμβάνονται, κατ' αρχήν, και λύγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός
ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού
προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της
βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως
προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό
περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για
την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακά δικαστικά
έλεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James
και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, No
8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania
Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995,
σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25 Adrejeva κατά Λετονίας, - της 18.2.2009, σκέψη 83).
Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για
την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και
να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James
και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50). Σύμφωνα με όσα αναφέρονται
παραπάνω στην έννοια της περιουσίας που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνεται σειρά περιουσιακών
δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιώματα μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και
κάθε άλλης μορφής αποδοχών εργαζομένων ή δικαιούχων κοινωνικής ασφάλισης ή
περιοδικών παροχών προς αυτούς, εφόσον είναι προσδιορισμένα με νόμο ή προσδιορίσιμα βάσει νόμου ή συνιστούν αντικειμενικώς νόμιμη
προσδοκία, που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο ισχύον μέχρι την προσβολή δίκαιο.
Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, για τον λόγο
αυτό η εν όλω κατάργηση τους αποτελεί εν όλω στέρηση του αντικειμένου αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή
περιουσιακών δικαιωμάτων. Για την στέρηση αυτή το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.ΑΛ. προβλέπει ότι δύναται να χωρήσει
δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους από τον νόμο και τις
γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, δηλαδή «έναντι έγκαιρης και δίκαιης
αποζημιώσεως για την απώλεια της». Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες
προβάλλουν και προκύπτει ότι η χορήγηση και ο τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων
εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας, ως τμήμα του καταβαλλομένου σ'
αυτούς μισθού, προεβλέπετο από το άρθρο 9 του ν.
3205/2003 (Α' 297). Πρόκειται δηλαδή περί γεγεννημενων
δικαιωμάτων που αποτελούν περιουσιακά δικαιώματα εντασσόμενα στην προστασία του
εδαφίου 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και για
τον λόγο αυτό η εν όλω αφαίρεση των περιουσιακών
αυτών δικαιωμάτων και όχι ο περιορισμός τους, όπως συνέβαινε με τις διατάξεις
των άρθρων 1 παρ.5 του Ν. 3833/2010, 3 παρ. 6 του Ν. 3845/2010 και 16 του Ν.
4024/2011, συνιστά την κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 1 του εν λόγω Πρωτοκόλλου
στέρηση της ιδιοκτησίας, η οποία θα ηδύνατο μεν να χωρήσει για δημόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις
προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης
αποζημίωσης για την απώλεια της», όπως έγινε δεκτό με την υπ' αριθμ. 668/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣΤΕ, που θεωρεί
ότι παραβιάζεται η διάταξη του εδαφίου 2 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. σε περίπτωση πλήρους στέρησης και όχι απλώς
περιορισμού των επιδομάτων (κατά την μειοψηφία ακόμα και στην περίπτωση του
περιορισμού), αφού στην περίπτωση της πλήρους στέρησης θα απαιτούνταν καταβολή
αποζημιώσεως για να είναι σύννομη κατά το ως άνω Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. η
στέρηση. Εν όψει αυτού η εν όλω κατάργηση των εν λόγω
επιδομάτων με την υποπαράγραφο Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ»
(Περ. 1) του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 δεν συνιστά απλό περιορισμό
ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ο οποίος θα ηδύνατο να χωρήσει προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να
δικαιολογηθεί εφόσον δεν θα έθιγε τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ενώ
τώρα τον θίγει με την ολοσχερή κατάργηση. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει
προσβολή του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.ΑΑ. και ο
σχετικός λόγος της αγωγής είναι νόμιμος. Ακόμη, οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 Ν.
4093/2012, οι οποίες αφορούν στην κατάργηση επιδομάτων των εργαζομένων στο
Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και Ν.Π.Ι.Δ. και τους ΟΤΑ, αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και, ειδικότερα, της ισότητας ενώπιον των δημοσίων
βαρών (παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως, του άρθρου 4 του Συντάγματος), διότι οι
εν λόγω ρυθμίσεις, καθ ο μέρος προβλέπουν πλήρη κατάργηση των επιδομάτων
Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των εργαζομένων στον δημόσιο εν γένει τομέα
αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές, διότι δεν πλήττουν, κατ'
αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφ' ενός και τους
χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφ' ετέρου. Είναι, κατόπιν των ανωτέρω, νόμιμος ο
λόγος της αγωγής περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας και, ειδικότερα, της
αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του
Συντάγματος). Ο λόγος περί παραβιάσεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που
προστατεύει την ανθρώπινη αξία, είναι βάσιμος, στον βαθμό που οι ρυθμίσεις του
άρθρου 1 ταυ ν. 4093/2012 δεν συναρτούν την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων
Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, με τον προσδιορισμό ενός ελαχίστου ποσού
αποδοχών, διασφαλίζοντας το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως (βλ. ΣτΕ Ολ 668/2012 σκέψη 36 ΤΝΠΝομος). Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,
η διάταξη της υποπαραγράφου Γ.1 (Περ.1) του άρθρου
πρώτου του Ν. 4093/2012 τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα και
στις έχουσες υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις των
ανωτέρω διεθνών συνθηκών, καθόσον στερεί το δικαιούμενο, ικανοποιητικό και
αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των χαμηλόμισθων Ελλήνων μισθωτών. Αντίθετα, οι
διατάξεις των άρθρων 5 του Ν. 3833/2010 και 3 του Ν. 3845/2010, με τις οποίες
μειώθηκαν τα επίδικα επιδόματα, κρίνονται ως συνταγματικές. Ειδικότερα, στο
άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι "με νόμο καθορίζονται οι
γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας
συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους
κανόνες που θέτει η διαιτησία". Στους γενικούς όρους εργασίας
περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και ο μισθός. Επομένως, το Σύνταγμα δεν καθορίζει ως
αποκλειστική πηγή προσδιορισμού των όρων εργασίας και συνεπώς και του μισθού,
τις συλλογικές συμβάσεις εργασίες αλλά παραλλήλως και το νόμο. Με δεδομένο,
λοιπόν, ότι η χώρα μας βρίσκεται σε κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης
και σε κατάσταση εξαιρετικώς έκτακτων οικονομικών συνθηκών, παρέχεται για το
λόγο αυτό από το Σύνταγμα η εξουσία στον κοινό νομοθέτη να παρεμβαίνει
ρυθμιστικά στον καθορισμό των αποδοχών των εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως ακριβώς έγινε με τις
ανωτέρω διατάξεις νόμου και με αυτή του άρθρου 31 του Ν. 4024/2011. Συνεπώς, η
περικοπή των αποδοχών των εναγόντων, όπως και των λοιπών εργαζομένων στο
Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, η οποία έγινε αφενός μεν για την άμεση
αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσης, η
οποία κατ αυτόν είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών
της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της και
αφετέρου για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και τη μείωση του
δημοσιονομικού ελλείμματος, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος αλλά
ούτε και στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Επιπρόσθετα, με τους ανωτέρω νόμους
ρυθμίστηκαν οι βασικοί όροι αμοιβής των εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου
τομέα ενώ σε κανένα σημείο του νόμου δεν προβλέπεται ότι απαγορεύεται η
δυνατότητα κατάρτισης νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας στις επιμέρους
επιχειρήσεις, με τις οποίες θα ρυθμιστούν οι λοιποί όροι εργασίας ενώ,
αντίθετα, με το άρθρ. 37 του Ν. 4024/2011 προβλέπεται ρητά η δυνατότητα σύναψης
συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης
και τις ενώσεις των εργαζομένων (βλ. ΜΠρΘηβών 57/2014
ΔΕΝ τ. 1643 [16-31 Μαρτίου 2014], σελ. 297 επ.).
Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη αγωγή ισχυρισμός περί παραβάσεως
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι απορριπτέος. Ειδικότερα,
στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την
προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών
(Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α' 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον
δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή
της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους
προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.
Αι προααναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι
το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους
ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμίσιν
της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισα» της
καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές
κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη
στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η
οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο - από - την τυπική κατάταξη των
επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο
εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα,
αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα
«οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ' αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής
φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από
έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με
δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικά δίκαιο,
εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο
δικαστήριο, δίκαιο, άτι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή,
υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του
συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση
θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική
διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του
συμβαλλομένου κράτους. Εν όψει των ανωτέρω περιουσία, κατά την έννοια του
άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελούν και οι έναντι των
οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αξιώσεις για την χορήγηση προβλεπομένων από τη
νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην
περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς
εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν
εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι
πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το
εθνικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Vesna Hasani κατά Κροατίας, της 30.9.2010, Andrejeva
κατά Λετονίας, της 18.2.2009, No 55707/00, σκέψη 77, Stec και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, No 65731/01 και 65900/01, σκέψη 54, Jankovic
κατά Κροατίας,της 12.10.2000, No
43440/98, Kjactan Asraundsson
κατά Ισλανδίας, της 12.10.2004, No 60669/00, σκέψη
39, Domalewski κατά Πολωνίας, της 15,6.1999, No 34610/97). Περαιτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του
άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή
προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους αποδοχών, εφ' όσον
συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις
Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψεις
23 και 26, Who Esken και
λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94). Πάντως με το άρθρο 1 του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη
ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της
20.9.2001, Juhani Saarinen
κατά Φινλανδίας, No 69136/01, Kechko
κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, Vilho Eskelinen και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη
94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη
77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ' αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του
μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε
συνθήκες. Εξ άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την
ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους
κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού
συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι
προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως
σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού
προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών
οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου
συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς
την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής νια την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού
συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ.
Ε.Δ.ΔΛ. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου
Βασιλείου, της 21.2.1986, No 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20Λ1.1995, σκέψη
37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1,2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25 Adrejeva κατά Λετονίας, - της 18.2.2009, σκέψη 83).
Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για
την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και
να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. ΕΛΔ.Α. James
και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50). Εν προκειμένω, με τους νόμους
3833 και 3845/2010 ελήφθησαν διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται
και η περικοπή αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο
τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αφ' ενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της
διαπιστωθείσης από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, η οποία, κατ'
αυτόν, είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας
μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της, και αφ ετέρου
για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών με τη μείωση του δημοσιονομικού
ελλείμματος κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και μετά την τριετή περίοδο, στην
οποία κατ' αρχήν απέβλεπαν τα λαμβανόμενα μέτρα. Ειδικώς δε η λήψη των μέτρων
του ν. 3845/2010, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περαιτέρω περικοπή
αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία συνεπάγεται, κατά τις εκτιμήσεις
του νομοθέτη, τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά 2,5 περίπου
εκατοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π., κρίθηκε αναγκαία από τον νομοθέτη εν όψει του
ότι, κατά την εκτίμηση του, τα προγενεστέρως θεσπισθέντα με τις διατάξεις του
ν. 3833/2010 μέτρα απεδείχθησαν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της δυσμενούς
οικονομικής καταστάσεως της χώρας, με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η προσφυγή
στον αποφασισθέντα από τα λοιπά, πλην της Ελλάδας,
κράτη μέλη της Ευρωζώνης ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Με τα δεδομένα αυτά, η θεσπισθείσα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010
περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο
δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών
παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής
και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο,
συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση
του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη
βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή
στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ' αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου
συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των
κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης
από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας
και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολο της. Τα μέτρα
δε αυτά, λόγω της φύσεως τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων
δαπανών. Ενόψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά τον νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά
τον χρόνο θεσπίσεως των επίμαχων μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ'
αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με
αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου,
άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την
αντιμετώπιση της υπ' αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως
υπόκειται σε οριακά μόνον δικαστικό έλεγχο. Η περικοπή των αποδοχών των ανωτέρω
εργαζομένων και των συνταξιοδοτικών παροχών αποβλέπει κυρίως, κατά την εκτίμηση
του νομοθέτη, στον περιορισμό των δαπανών της γενικής κυβερνήσεως, ο οποίος θα
συμβάλει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Στις δαπάνες δε
της γενικής κυβερνήσεως περιλαμβάνονται και οι δαπάνες των οργανισμών
κοινωνικής ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως του ότι οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν
αυτοτελή, σε σχέση με το νομικό πρόσωπο του κράτους, νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου με οικονομική αυτοτέλεια. Εν
όψει, δε, του ότι η περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον
ευρύτερο δημόσιο τομέα αποβλέπει, κατά τα προεκτεθέντα,
κυρίως στον ανωτέρω σκοπό, δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς την προσφορότητα του μέτρου αυτού ή την ανάγκη λήψεως του το αν
η περικοπή των ανωτέρω αποδοχών μπορεί πράγματι να ασκήσει περαιτέρω επίδραση,
όπως εκτιμά ο νομοθέτης, και στη διαμόρφωση των αποδοχών των εργαζομένων στον
ιδιωτικό τομέα, η οποία θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους παραγωγής των
εγχωρίων προϊόντων και διόρθωση της τιμής των προϊόντων και υπηρεσιών και, κατά
συνέπεια, σε χαμηλότερο πληθωρισμό, αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής
οικονομίας, ενδυνάμωση της απασχόλησης και, τελικώς, σε αύξηση του Ακαθαρίστου
Εθνικού Προϊόντος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα, η
αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Χώρας και, η
δημοσιονομική εξυγίανση αυτής δεν στηρίζεται μόνον στην μείωση των δαπανών
μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των
δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων,
οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη
εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της
Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο
δυνάμενο να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας,
στην οποία, κατ' αρχήν αποβλέπει το περιλαμβανόμενο στο Μνημόνιο πρόγραμμα.
Ορισμένα από τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με διατάξεις των ίδιων νόμων 3833 και
3845/2010 (αύξηση κρατικών εσόδων μέσω της αυξήσεως των συντελεστών του φόρου
προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης και της επιβολής εκτάκτων
εισφορών), ενώ με άλλους νόμους θεσπίσθηκαν μέτρα για την αποκατάσταση της
φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (ν. 3842/2010, Α
58), για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ν.3863/2010,
Α' 115) και του συστήματος συνταξιοδοτήσεως
των υπαλλήλων του Δημοσίου (ν. 3865/2010, Α' 120), για την αναθεώρηση των
διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου της εξελίξεως των δημοσίων οικονομικών
(ν. 3832/2010 «Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα
(ΕΛ.Σ.Σ.) Σύσταση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΑ,ΣΤΑΤ.) ως Ανεξάρτητης Αρχής», Α' 38), για την
δημοσιονομική διαχείριση (ν. 3871/2010, Α' 141, με τον οποίο αναμορφώθηκε
πλήρως ο ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του
Κράτους και άλλες διατάξεις», Α' 247), για την απελευθέρωση ορισμένων κλειστών
επαγγελμάτων (βλ. ν. 3887/2010, Α' 174, για τις οδικές εμπορευματικές
μεταφορές) και για την εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων (βλ. ν. 3920/2011 ΦΕΚ Α'
33/03.03.2011 για την εξυγίανση, αναδιάρθρωση και ανάπτυξη των αστικών
συγκοινωνιών Περιφέρειας Αττικής). Με το σύνολο δε, των μέτρων, που έχει λάβει
ο νομοθέτης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα επίμαχα, επιδιώκεται,
όπως έχει ήδη εκτεθεί, όχι μόνον η αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του
νομοθέτη, οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων
οικονομικών, κατά τρόπο που θα διατηρηθεί και στο μέλλον. Περαιτέρω, με τα
επίμαχα μέτρα, τα οποία αναφέρονται σε κατάργηση ή μείωση ορισμένων μόνον
επιδομάτων ή συνταξιοδοτικών παροχών και, ως εκ τούτου, συνεπάγονται μείωση των
συνολικώς καταβαλλομένων, αντιστοίχως, σε μισθωτούς και συνταξιούχους αποδοχών
και συνταξιοδοτικών παροχών, όχι, όμως, και στέρηση αυτών, εξασφαλίζεται, κατ'
αρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη,
συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των
περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων,
εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων
περικοπών, καθώς και του γεγονότος ότι
προβλέπεται η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, έστω και σε μειωμένα εν σχέσει με το προϊσχύον δίκαιο ποσά, σε εργαζομένους και
συνταξιούχους, των οποίων, αντιστοίχως, οι αποδοχές ή η σύνταξη δεν υπερβαίνει
το ποσό των 3.000 ή των 2.5006 από το ηλικιακό δε κριτήριο των 60 ετών, με τη συμπλήρωση
των οποίων και μόνον συνταξιούχος δικαιούται τα νέα επιδόματα εορτών και
αδείας, εξαιρούνται ευπαθείς ομάδες, όπως π.χ. όσοι λαμβάνουν σύνταξη λόγω
αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών
-επαγγελμάτων ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αν είναι δικαιούχοι συντάξεως εκ
μεταβιβάσεως.
Με την
επίμαχη, όμως, διάταξη επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή των
αποδοχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον, με αυτήν,
κατάργηση - και όχι απλώς περαιτέρω μείωση - ενός διακριτού τμήματος των
καταβαλλόμενων συνολικών ετήσιων αποδοχών (βλ. σχετικώς ανωτέρω άρθρα 14 και 16
ν. 4024/2011), το οποίο παγίως, με διαδοχικούς νόμους, εχορηγείτο στο σύνολο
των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως ειδικότητας και φορέα,
δοθέντος ότι, πράγματι, τα επίδικα επιδόματα εορτών και αδείας συνδέονταν, από
τη φύση τους και ενόψει του νομοθετικού λόγου της θέσπισης τους, με τις
αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο
των θερινών διακοπών, οι ανάγκες δε αυτές συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους
ανεξάρτητα από το μισθό καθενός από αυτούς (βλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012, σχ.40, 1283/2012, σκ. 34). Λαμβανομένων
υπόψη των ανωτέρω στοιχείων (αιφνίδια ανατροπή, εν μέρει, του ισχύοντος
μισθολογικού καθεστώτος της ίδιας κατηγορίας πολιτών - υπαλλήλων εν γένει του
Δημοσίου), ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να
προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς να έχει
προηγουμένως εκτιμήσει, κατά πρώτου, την προσφορότητα
του μέτρου αυτού, ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που
είχε λάβει έως τότε (μειώσεις μισθών και συντάξεων) δεν είχαν αποδώσει τα
αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν
ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Όφειλε δε, περαιτέρω, ο νομοθέτης,
αποφαινόμενος τεκμηριωμένα και για την αναγκαιότητα του ίδιου ως άνω μέτρου, να
εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα
πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδιωκόμενο δημόσιο
σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και αν οι επιπτώσεις της
συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων,
αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης
της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά
τα προεκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και
συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης
έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, ανεργία, έκταση και περιεχόμενο
δανειοληπτικών υποχρεώσεων κ.λπ.), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου
ζωής των υπαλλήλων κάτω του κατά το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος επιπέδου
αξιοπρεπούς διαβίωσης (πρβλ. ΣτΕ
Ολομ. 2287- 2288/2015). Όμως, ούτε από τις
προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 ούτε από το κείμενο του
εγκριθέντος με το νόμο αυτόν Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής
2013-2016 ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012
Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει, σε σχέση με την κατάργηση των εν λόγω παροχών,
οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία, πάντως,
ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται περί παροχών, οι οποίες,
όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους
επιβίωση (από το 1950-1951 και εφεξής) συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη
από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5, παρ. 1 και 21) κοινωνική πραγματικότητα τα
τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια.
Περαιτέρω,
με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι
επελθούσες με το νόμο αυτόν συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των δημοσίων
υπαλλήλων, τις οποίες (μειώσεις) συνεπάγεται η πλήρης κατάργηση των επιδομάτων
εορτών και αδείας και οι οποίες θεσπίσθηκαν αποκλειστικά με βάση το ανωτέρω
καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με τις προηγούμενες μειώσεις που
επιβλήθηκαν διαδοχικά επί των πάσης φύσεως αποδοχών και επιδομάτων τους, καθώς
και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος τους βάσει παράπλευρων νομοθετημάτων της
περιόδου της κρίσης κατά τα άνω (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το
άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την
καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περίπτ.
α' του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.ΠΔ.Υ. με το άρθρο 38
παρ. 2 περίπτ. β' του ιδίου ν. 3986/2011 με
αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους
αποτελέσματος και της έκτασης τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές
της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης, άλλωστε;, και
της χρονίζουσας αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και
είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που αποτέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους
κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των
λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, που επήλθαν με την επίμαχη πλήρη
κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 481, 431/2018,
4741/2014, 2192-2196/2014). Κατόπιν των ανωτέρω, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος
που επικαλέσθηκε η εναγόμενη προς
δικαιολόγηση της συνταγματικότητας της επίμαχης περικοπής του ν.
4093/2012, οι οποίοι συνίστανται στην επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου
προγράμματος και την αποφυγή του κινδύνου χρεωκοπίας της Χώρας, δεν αρκούν,
κατά τα ήδη εκτεθέντα, για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις
συγκεκριμένες περικοπές. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι το επίμαχο καταργητικό
μέτρο ψηφίσθηκε όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της
οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά
μέτρα για την αντιμετώπιση της (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2287, 2288/2015, πρβλ. και Ολομ. 2192 -
2196/2014). Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν
ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος
δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της
ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι, σύμφωνα
και με τα παραπάνω αναφερόμενα, η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως
και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014).
Εξάλλου, η συνταγματικότητα του καταργητικού αυτού μέτρου δεν μπορεί να
στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας,
η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως
την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη
αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να
δικαιολογήσει την κατ' επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων (βλ. ειδικώς ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014.
Τέλος
αξίζει να σημειωθεί ότι η κρίση του Δικαστηρίου αυτού για την
αντισυνταγματικότητα της παραπάνω διάταξης, την οποία κλήθηκε να εφαρμόσει στην
ένδικη αγωγή δε δεσμεύεται από τις τυχόν αντίθετες με αυτή αποφάσεις (ΟλΣτΕ 2307/2014,1307/2019), καθώς στα πλαίσια του διάχυτου
και αυτεπάγγελτου ελέγχου της συνταγματικότητας κάθε διάταξης (ουσιαστικού και
τυπικού) νόμου που καλείται να εφαρμόσει ο Δικαστής η κρίση του περιορίζεται
μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έχει ισχύ έναντι όλων. Μόνη εξαίρεση
στο διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας αποτείνει η κρίση του ΑΕΔ, η οποία
είναι δεσμευτική για όλα τα Δικαστήρια, πλην όμως μέχρι σήμερα το ως άνω
Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί για τη αντισυνταγματικότητα ή μη της διάταξης της
περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.
4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα επιδόματα εορτών
Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου
και του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, και επομένως είναι επιτρεπτός ο παρεμπίπτων
έλεγχος αυτής (ΜΠρΘεσπ 42/2019). Ως εκ τούτου η
εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει εις έκαστο των εναγόντων τα επίδικα
επιδόματα, όπως αυτά καθορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 16 Ν. 4024/2011,
ήτοι τα ποσά των 500 για επίδομα Χριστουγέννων, 250 ευρώ για επίδομα Πάσχα
και 250 για επίδομα αδείας ετησίως. Τέλος συνομολογείται ότι οι επίδικες
αξιώσεις των επίδικων ετών (2013-2018) συνολικού ύψους 6.000 και 3000
αντίστοιχα για τους 116η, 117η, 118°, 119°, 120° , 121°, 122° και 123η
των εναγόντων δεν έχουν καταβληθεί οφείλονται από την εναγόμενη. Κατ' ακολουθία
των ανωτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, η διάταξη της περίπτωσης 1
της υποπαραγράφου Γ.Ι της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με
την οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα
και αδείας για λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου
Δημόσιου Τομέα, όπως οι ενάγοντες , αντίκειται στα άρθρα 25 παρ.1 και 4 παρ. 5
του Συντάγματος .και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της αναλογικότητας και της
ισότητας στα δημόσια βάρη και συνακόλουθα υποχρεούται σύμφωνα με τα αναφερόμενα
στην νομική σκέψη της παρούσας να μη τον εφαρμόσει κατά τη ρητή επιταγή του
άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Κατόπιν τούτων, η ένδικη αγωγή, πρέπει να
γίνει δεκτή ως προς τα επίδικα επιδόματα και ως κατ' ουσίαν
βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στους εναγόντες τα ως άνω
ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της παρούσας, ενώ τα
δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω του
δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (179ΚΠολΔ).
ΠΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει
κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται
εν μέρει την ένδικη αγωγή.
Υποχρεώνει
την εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων πλην των 116ης ενάγουσας (.)
της 117ης (.), του 118ου
ενάγοντος (.), του 119ου (.), του 120ου (.), του 121ου (.),
του 122ου (.) και της 123ης (.), το ποσό των 6.000 και στους ως άνω
εξαιρούμενους (116ης, 117ης, 118ου, 119ου, 120ου, 121ου,
122ου και 123ης, το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000) , άπαντα
με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής.
Συμψηφίζει
μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε,
αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στις 30 ΙΟΥΛ. 2020 σε έκτακτη και
δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του.
Ο
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ