ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑλεξανδρούπολης 4/2023

 

Δάνεια παλλινοστούντων - Εγγύηση Ελληνικού Δημοσίου - Συμβατική δυνατότητα των πιστωτών, να αιτηθούν την καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεώλυτρων, χωρίς να καταγγείλουν τη σύμβαση -.

 

Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση των περιοδικών χρεωλυτικών δόσεων, διατηρεί την αυθυπαρξία της, υποκείμενη ωστόσο στην πενταετή παραγραφή κατ’ αρ. 250 παρ. 15 ΑΚ - με χρόνο έναρξης αυτής, το τέλος του έτους, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή εκάστη χρεωλυτική δόση - με δεδομένο ότι για την επιμήκυνση της παραγραφής σε 20ετη, απαιτείται προηγουμένως η καταγγελία της σύμβασης. Μερικά δεκτή η ανακοπή. Ακυρώνεται εν μέρει η διαταγή πληρωμής, λόγω παραγραφής χρεωλυτικών δόσεων, συνολικού ποσού 13.695,30 ευρώ, επί συνολικού ποσού 19.401,67 ευρώ. Περιορισμός του κεφαλαίου της οφειλής, εκ της ένδικης διαταγής πληρωμής, στο ποσό των 5.706,37 ευρώ.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 4/2023

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΕΙΔ ./20.07.2021)

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Γεώργιο Ταβαντζή, που ορίστηκε με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, και τον Γραμματέα Ευάγγελο Σακελλαρίδη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 20η Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

 

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ : ... κατοίκου Αλεξανδρούπολης ... Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Γαρυφαλλιάς Γκατζιώλα (A.M. Δ.Σ. Αλεξανδρούπολης 243), η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της εδρεύουσας στην Αθήνα ... αριθ. ... ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "...." νομίμως εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ. ... η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας της δικηγόρου ... η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.07.2021 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΕΙΔ ./20.07.2021, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 25ης Ιανουαρίου 2022, κατόπιν αναβολής εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 05ης Απριλίου 2022 και κατόπιν δεύτερης αναβολής εκ του πινακίου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με τη κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί για τους εκτιθέμενους σε αυτή λόγους να ακυρωθεί η με αριθ. ΔΠ.../31.05.2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση της καθ' ης τράπεζας από την με αριθ. .../15.07.2002 σύμβαση στεγαστικού δανείου ποσού 30.814,38 €, που συνήφθη ανάμεσα τους καθώς και η από 07.06.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας η ανακόπτουσα υποχρεούται να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (19.844,43 €) ως σύνολο ληξιπρόθεσμων οφειλών, ήτοι ποσό 19.401,67 € για ληξιπρόθεσμα χρεολύσια, ποσό 442,76 € για τόκους υπερημερίας, το ποσό των 495,616 € για δικαστική δαπάνη, το ποσό των 2,00 € για έκδοση απογράφου, το ποσό των 30,00 € για σύνταξη της διαταγής με επιταγή και με παραγγελία προς επίδοση και το ποσό των 43,40 € για έξοδα επιδόσεως του αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο με την κάτωθι αυτού επιταγή προς πληρωμή. Ζητεί ακόμη να καταδικασθεί η καθ' ης στην δικαστική της δαπάνη.

 

Από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση ανακοπής συνάγεται σαφώς ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται παραδεκτά τόσο η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ όσο και η ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που δυνάμει αυτής επισπεύδεται (με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση) του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠολΔ, αμφότερες εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) τόσο οι ανακοπές των άρθρων 632 παρ. 1 ΚΠολΔ (κατ' άρθρον 632 παρ. 2 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ) όσο και οι ανακοπές κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ (κατ' άρθρον 937 παρ. 3 ΚΠολΔ) που εφαρμόζονται εν προκειμένω. Εξάλλου, οι ανακοπές των άρθρων 632 παρ. 1 και 933 ΚΠολΔ παραδεκτά σωρεύονται στο ανωτέρω δικόγραφο (άρθρα 218 παρ. 1 και 585 παρ. 1 ΚΠολΔ), διότι υπάγονται στο παρόν καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρα 9, 10, 14 παρ. 2, 632 παρ. 1, 933 και 584 ΚΠολΔ) και εκδικάζονται με την ίδια διαδικασία η δε σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση. Κατά τα λοιπά, οι ανακοπές έχουν α&ίηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' άρθρο 632 παρ. 2 και 934 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, αφού οι προσβαλλόμενες (ήτοι η με αριθμό ΔΠ123/31.05.2021 διαταγή πληρωμής και η από 07.06.2021 επιταγή προς πληρωμή) επιδόθηκαν την 02α.07.2021 στην ανακόπτουσα (βλ. την με αριθ. .Δ/02.07.2021 έκθεση επιδόσεως του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Θράκης και με έδρα το Πρωτοδικείο Ροδόπης, δικαστικού επιμελητή, ..., ενώ το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε την 20η.07.2021 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε την 22α.07.2021 στην καθ' ης η ανακοπή (βλ. την με αριθ. ...Γ/22.07.2021 έκθεση επίδοσης της διορισθείσας στην περιφέρεια τού Εφετείου Αθηνών και με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικής επιμελήτριας, ...), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δέκα πέντε (15) εργάσιμων ημερών από την επίδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής (άρθρα 144 και 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτέλεσης μετά την επίδοση της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή. Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση ανακοπή είναι νόμιμη, συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των διαλαμβανομένων λόγων της.

 

I. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2322/1995 "Παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων και άλλες διατάξεις" επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να παρέχει με απόφαση του την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου σε ημεδαπές τράπεζες για την κάλυψη δανείων και πιστώσεων που αυτές χορηγούν μεταξύ άλλων και προς ομάδες φυσικών προσώπων ή βιώσιμων ιδιωτικών επιχειρήσεων και επαγγελματιών για την για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση καθώς και για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων κλάδων και δραστηριοτήτων (παρ. 1 περ. α' υποπερ. Ββ') καθώς και προς ιδιώτες, επαγγελματίες, επιχειρήσεις κτλ. που έχουν πληγεί από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα ή σοβαρές οικονομικές διαταραχές προς αποκατάσταση των ζημιών τους και τη συνέχιση της δραστηριότητας τους (παρ. 1 περ. α' υποπερ. Γγ'), σύμφωνα δε με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου (όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με την παρ. 3 του άρθρου 20 του Ν. 4151/2013), οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών περί παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 11 του ιδίου ως άνω Νόμου ορίζουν τα εξής: "1. Το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητής προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεων του που απορρέουν από την κατάπτωση των εγγυήσεων που έχει παράσχει μετά από προηγούμενη βεβαίωση ως εσόδων του των σχετικών ποσών στις αρμόδιες δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και με βάση τα δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάσταση του στα δικαιώματα του πιστωτικού ιδρύματος ή άλλου φορέα που χορήγησε το δάνειο, την εγγυητική επιστολή ή την πίστωση γενικά τόσο κατά των πρωτοφειλετών όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυποχρέων.". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι στην περίπτωση που οι πρωτοφειλέτες των δανείων και των πιστώσεων δεν καταβάλουν εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις τους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τηρηθούν οι εκ του νόμου προβλεπόμενες διαδικασίες (βεβαίωση σε Δ.Ο.Υ.), οι εγγυήσεις που έχει παραχωρήσει το κράτος καταπίπτουν, με αποτέλεσμα το τελευταίο να είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει τα οφειλόμενα από την εγγύηση ποσά ως πρωτοφειλέτης, χωρίς να έχει το δικαίωμα να προβάλει κατά των δανειστών την ένσταση της δίζησης του άρθρου 855 του ΑΚ. Επίσης, κατάπτωση της εγγύησης του Δημοσίου επέρχεται, εν προκειμένω, όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές οι ρυθμιζόμενες οφειλές βάσει των τιθέμενων όρων της σχετικής υπουργικής απόφασης δυνάμει της οποίας παρασχέθηκε η εγγύηση (ΠΠρΑΘ 2434/2018 ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που διέπουν την εγγύηση (ΑΚ 847 επ.) εφαρμόζονται συμπληρωματικά, εφόσον αυτό δεν αποκλείεται από τις ειδικές ρυθμίσεις του Ν. 2322/1995 και των συναφών υπουργικών αποφάσεων (ΑΠ 1000/2006, ΠΠρΑΘ 1161/2016 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, για να επέλθει κατάπτωση εγγύησης του Δημοσίου, πρέπει να συντρέχουν οι αναφερόμενες στις σχετικές υπουργικές αποφάσεις προϋποθέσεις και να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Η διάταξη του άρθρου 5 του ιδίου ως άνω Νόμου ορίζει τα εξής: "5. Τα αναγκαία δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάσταση του Δημοσίου στα δικαιώματα των τραπεζών, ο χρόνος και ο τρόπος βεβαίωσης, οι περιπτώσεις έκπτωσης από την αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Λ.Κ. Δ......), βεβαιωμένων ήδη οφειλών και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών". Κατ' εξουσιοδότηση, μάλιστα, της προεκτεθείσας διατάξεως της παραγράφου 5 του ίδιου ως άνω άρθρου εκδόθηκε η με αριθμό 2/478/0025/04.01.2006 Υ.Α. με την οποία καθορίστηκε η σχετική διαδικασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω Υ.Α., τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να αποστείλουν πλήρη φάκελο μαζί με τα προβλεπόμενα από την παρ. Β της ίδιας Υ.Α. δικαιολογητικά στην 25η Διεύθυνση του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, η οποία, αφού διενεργήσει το σχετικό έλεγχο, μεριμνά, προκειμένου να βεβαιωθεί από αρμόδια Δ.Ο.Υ. ως δημόσιο έσοδο το ποσό αυτό για το οποίο έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο σε βάρος των υπόχρεων φυσικών ή νομικών προσώπων, μόνο δε μετά την εν λόγω βεβαίωση δύναται να διενεργηθεί η πληρωμή της εγγυημένης οφειλής προς το πιστωτικό ίδρυμα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 65 του Ν. 2362/1995 (όπως αυτές ισχύουν σήμερα ως παρ. 3 και 4 του άρθρου 126 του Ν. 4270/2014), προβλέπονται τα ακόλουθα: "3. Το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητής προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεων του που απορρέουν από την κατάπτωση της εγγύησης του μετά από προηγούμενη βεβαίωση ως εσόδων του των σχετικών ποσών στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) και με βάση τα δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάσταση του στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή τόσο κατά του πρωτοφειλέτη όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυποχρέων.". Τέλος από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 του άρθρου 11 του Ν. 2322/1995 προκύπτει ότι προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την κατάπτωση της εγγύησης που έχει το ίδιο παράσχει, θα πρέπει προηγουμένως να μεριμνήσει για την βεβαίωση των σχετικών ποσών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ως εσόδων του, με βάση όλα τα δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάσταση αυτού στα δικαιώματα του πιστωτικού ιδρύματος ή άλλου φορέα που χορήγησε το δάνειο, την εγγυητική επιστολή ή την πίστωση γενικά, τόσο κατά των πρωτοφειλετών, όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυποχρέων. Η ανωτέρω βεβαίωση διενεργείται σε δύο φάσεις, τη βεβαίωση εν ευρεία έννοια αφενός, που γίνεται από την αρμόδια προς τούτο αρχή του Δημοσίου και την ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση εν στενή έννοια) αφετέρου σύμφωνα με την οποία ο νόμιμος τίτλος είσπραξης εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο στα προς τούτο τηρούμενα βιβλία και καθίσταται έτσι εκτελεστός. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω, το Δημόσιο από της ταμειακής βεβαιώσεως υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα που είχε ο αρχικός δανειστής τόσο κατά του πρωτοφειλέτη, όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυποχρέων (ΠΠρΑΘ 1489/2011 σεΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γνμ ΝΣΚ Β' Τμήματος 260/2005, βλ. και Διοικ. Εκτέλεση υπό Βασ. Παπαχρήστου, Εκδόσεις Αφοί Σάκκουλα, κεφ IV επ).

 

Με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, διότι εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της καθ' ης, η οποία, όμως, στερείτο ενεργητικής προς τούτο νομιμοποίησης, καθόσον, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την ίδια έγγραφα για την έκδοση της και ειδικότερα από το απόσπασμα αναλυτικής κίνησης λογαριασμού ... οφειλές δανείων εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, κατέπεσαν όλες οι χορηγηθείσες εγγυήσεις για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, το τελευταίο να νομιμοποιείται πλέον για την είσπραξη των οφειλόμενων ποσών. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, με το άνω περιεχόμενο προβαλλόμενος, είναι κατ' αρχήν αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι για το ορισμένο αυτού πρέπει να αναφέρονται τα προς εξατομίκευση της οφειλής του Δημοσίου αναγκαία στοιχεία και η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων καταβολής της εγγύησης (ΕφΑΘ 1666/2021 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Πρέπει, δηλαδή, να εκτίθενται στο δικόγραφο η σύναψη και οι όροι της δανειακής σύμβασης, ο χρόνος χορήγησης του δανείου, ο χρόνος έναρξης της υπερημερίας των δανειοληπτών (η συνδρομή των προϋποθέσεων κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου), η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται για τη λειτουργία της εγγυητικής ευθύνης του Δημοσίου από την οικεία υπουργική απόφαση καθώς και το ποσό της οφειλής της πρωτοφειλέτριας επιχείρησης (ΕφΑΘ 1666/2021, ΕφΛαρ 747/2003, ΕφΑΘ 300/2001 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο μάλιστα πρέπει να προσδιορίζεται, εάν συμπίπτει και σε ποιά έκταση με το εγγυημένο από το Δημόσιο ποσό (για κεφάλαιο και τόκους) σύμφωνα με τους όρους της οικείας υπουργικής απόφασης (ΕφΑΘ 1666/2021 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Επιπρόσθετα, από την επισκόπηση του συνόλου των προσκομιζομένων εγγράφων προκύπτει ότι για τη λογιστική εξυπηρέτηση της με αριθμό ./15.07.2002 επίδικης σύμβασης δανείου τηρήθηκε ο με αριθμό . λογαριασμός από την ημέρα εκταμίευσης του δανείου την κατά την οποία ημερομηνία διενεργήθηκε η μεταφορά των ληξιπρόθεσμων κονδυλίων από τον ανωτέρω λογαριασμό στο λογαριασμό με αριθμό . οφειλές δανείων εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να ακολουθήσει η υποβολή αιτήματος της καθ' ης τράπεζας για βεβαίωση και πληρωμή των εγγυημένων ποσών από το Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς όμως αυτό να έχει προβεί σε ταμειακή βεβαίωση ως δημοσίου εσόδου του αιτουμένου από την καθ' ης η ανακοπή ποσού της εγγύησης, οπότε δεν έχει χωρήσει καμία υποκατάσταση αυτού στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εναγομένης εκ της επίδικης τραπεζικής σύμβασης. Συγκεκριμένα, η ανακόπτουσα δεν προσκομίζει έγγραφο της Δ/νσης Κίνησης Κεφαλαίων Εγγυήσεων Δανείων και Αξιών (25η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) ότι η πιστώτρια τράπεζα ενήργησε για την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης διαδικασίας προς βεβαίωση της οφειλής και του ύψους αυτής της οφειλέτριας ανακόπτουσας και διαβίβασε στη συνέχεια το σχετικό φάκελο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ώστε από την τελευταία να βεβαιωθεί η εν λόγω οφειλή και το ύψος αυτής λόγω κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 της επίδικης σύμβασης σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιοσδήποτε οφειλής του δανείου μετά την παρέλευση τριών μηνών από τη λήξη εκάστης, προκειμένου να υποκατασταθεί το τελευταίο στα δικαιώματα της καθ' ης τράπεζας, ώστε να ακολουθήσει η πληρωμή αυτής, ενώ η καθ' ης τράπεζα νομιμοποιείται ενεργητικά, παρά τις περί αντιθέτου αιτιάσεις της ανακόπτουσας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, αφού η βεβαίωση του οφειλομένου εκ του δανείου ποσού στη Δ.Ο.Υ. αποτελεί προϋπόθεση, ώστε να αξιωθεί το εν λόγω ποσό από το Ελληνικό Δημόσιο - εγγυητή και να καταπέσουν οι εγγυήσεις του δημοσίου, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για υποκατάσταση αυτού στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της καθ' ης τράπεζας, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Άλλωστε, η έλλειψη βεβαίωσης των οφειλομένων ποσών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν στερεί από την καθ' ης η ανακοπή - δανειοδότρια την ενεργητική νομιμοποίηση της για την έκδοση διαταγής πληρωμής προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων της, η οποία εξακολουθεί να είναι φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τη σύμβαση δανείου και εξακολουθεί να μπορεί να στραφεί ως δανειοδότρια κατά της πρωτοφειλέτριας - ανακόπτουσας, χωρίς να είναι υποχρεωμένη από καμία διάταξη να στραφεί πρώτα κατά του εγγυητή Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος και ως ουσιαστικά αβάσιμος.

 

II. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι οι προσβαλλόμενες διαταγή πληρωμής και η βάσει αυτής επιδοθείσα επιταγής προς πληρωμή είναι ακυρωτέες κατά το ποσό των 15.977,85 € που αφορούν το σύνολο των χρεολυσίων των ετών 2009 έως και 2015 λόγω παραγραφής τους, εφόσον παρήλθαν πέντε έτη από τη λήξη του έτους εντός του οποίου κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, καθόσον η καθ' ης δεν κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση κάνοντας χρήση του σχετικού όρου 10 παρ. 4 περ. α', με συνέπεια τη μη επιμήκυνση της παραγραφής σε εικοσαετία. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 806, 250 αρ. 15 και 253 ΑΚ σύμφωνα με τις οποίες ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Δυνάμει της με αριθμό ./15.07.2002 σύμβασης δανείου που καταρτίσθηκε στην Αλεξανδρούπολη, η καθ' ης χορήγησε στην ανακόπτουσα δάνειο ποσού 30.814,38 € αποκλειστικά για την αγορά κατοικίας, διεπόμενης από το Ν.Δ. της 17ης Ιουλίου 1923 "περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιριών", την με αριθ. 35395/657/14.10.1999 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και την με αριθ. 2/76320/0025/26.11.1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά ποσοστό 100% βάσει της ως άνω με αριθ. 2/76320/0025/26.11.1999 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών. Η συνολική διάρκεια του δανείου ορίστηκε σε δεκαπέντε (15) έτη, εξοφλητέο σε είκοσι επτά (27)   ισόποσες συνεχείς εξαμηνιαίες  χρεολυτικές δόσεις καταβαλλόμενων η πρώτη δόση την 10n.04.2004, οι επόμενες συνεχείς δόσεις τη δέκατη ημέρα του επόμενου εξαμήνου και εφεξής και η τελευταία την 10n.04.2017, με συμβατικό επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης πριν από την έναρξη κάθε περιόδου εκτοκισμού, προσαυξημένο κατά δύο και δύο δέκατα (2,2) εκατοστιαίες μονάδες και επιδοτούμενο από το Ελληνικό Δημόσιο κατά ποσοστό 100%. Σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης (άρθρο 10) σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιοσδήποτε οφειλής του δανείου, οι οποίες βεβαιώνονται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μετά την παρέλευση τριών μηνών από τη λήξη εκάστης, ο δανειολήπτης θα χρεώνεται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, όχληση ή επιταγή προς πληρωμή για τα καθυστερούμενα ποσά, από την ημέρα καθυστέρησης μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο του δανείου προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και οι τόκοι που προκύπτουν θα προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο, ενώ σε περίπτωση καθυστέρησης περισσοτέρων από πέντε βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων εξαμηνιαίων δόσεων, η επιδότηση θα διακόπτεται οριστικά, οπότε η καθ' ης δικαιούται είτε να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενων ποσών είτε, αφού καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο ανεξόφλητο ποσό του κεφαλαίου με τους τόκους υπερημερίας και τις λοιπές επιβαρύνσεις και να επιδιώξει την είσπραξη του. Το ποσό του χορηγηθέντος δανείου εκταμιεύτηκε εφάπαξ και λήφθηκε από την ανακόπτουσα στις 05.08.2002, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία έκδοσης 02.04.2021 προσκομιζόμενο απόσπασμα κίνησης του τηρηθέντος για εξυπηρέτηση της σύμβασης με αριθμό . λογαριασμού της καθ' ης. Κατά ομολογία της ίδιας της ανακόπτουσας σταμάτησε να καταβάλλει τις τοκοχρεολυτικές δόσεις τον Οκτώβριο του έτους 2008, όταν και περιήλθε σε αδυναμία πληρωμών και ο παραπάνω λογαριασμός εμφάνιζε την 17.03.2021 χρεωστικό υπόλοιπο 19.844,43 €, όπως προκύπτει από το εξαχθέν απόσπασμα από τα ηλεκτρονικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθ' ης, εκ του οποίου ποσό 19.401,67 € αφορούσε ληξιπρόθεσμα χρεολύσια, τα οποία είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου και καταβάλλονται χωριστά από τους τόκους και το υπόλοιπο ποσό των 442,76 € αφορούσε τόκους υπερημερίας. Με την από 29.04.2021 αίτηση της καθ' ης εκδόθηκε η με αριθμό ΔΠ./31.05.2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης και με το με αριθμό ./31.05.2021 βάσει αυτής πρώτο εκτελεστό απόγραφο επιτασσόταν η ανακόπτουσα δυνάμει της από 07.06.2021 κάτωθι αυτού επιταγής προς πληρωμή να της καταβάλει το άνω συνολικό ποσό των 19.844,43 € πλέον του ποσού των 495,616 € για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη και εξόδων εκτέλεσης νομίμως κοινοποιηθέν σε αυτήν στις 02.07.2021. Περαιτέρω, η καθ' ης προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής χωρίς να προχωρήσει σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης, που θα επέφερε ως συνέπεια την κήρυξη και του άληκτου κεφαλαίου της ως ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, όπως προκύπτει από το σώμα της ίδιας διαταγής πληρωμής, αλλά και όπως συνομολογείται και από την ίδια την καθ' ης τράπεζα, και άρα χωρίς επομένως να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας του δανείου και της συνακόλουθης οφειλής ολόκληρου του κατά το χρόνο έκδοσης της (31.05.2021) ανεξόφλητου κεφαλαίου του, οπότε η αξίωση της πιστώτριας καθ' ης θα υπόκειτο στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή (ΑΚ 249). Αντιθέτως, στην ένδικη περίπτωση, εφόσον δεν αποδεικνύεται καταγγελία της δανειακής σύμβασης, η αξίωση των περιοδικών χρεολυτικών δόσεων διατηρούν την αυθυπαρξία τους και υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 παρ. 15 (ΑΠ 1203/2019, 1455/2007, ΑΠ 637/1997σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, για το έτος 2009 η πρώτη χρεολυτική δόση ποσού 1.141,27 € ήταν καταβλητέα στις 10.04.2009 και η δεύτερη αντίστοιχη δόση ποσού 1.141,28 € ήταν καταβλητέα στις 10.10.2009, για το έτος 2010 η πρώτη χρεολυτική δόση ποσού 1.141,27 € ήταν καταβλητέα στις 10.04.2010 και η δεύτερη αντίστοιχη δόση ποσού 1.141,28 € ήταν καταβλητέα στις 10.10.2010, για το έτος 2011 η πρώτη χρεολυτική δόση ποσού 1.141,27 € ήταν καταβλητέα στις 10.04.2011 και η δεύτερη αντίστοιχη δόση ποσού 1.141,28 € ήταν καταβλητέα στις 10.10.2011, για το έτος 2012 η πρώτη χρεολυτική δόση ποσού 1.141,27 € ήταν καταβλητέα στις 10.04.2012 και η δεύτερη αντίστοιχη δόση ποσού 1.141,28 € ήταν καταβλητέα στις 10.10.2012, για το έτος 2013 η πρώτη χρεολυτική δόση ποσού 1.141,27 € ήταν καταβλητέα στις 10.04.2013 και η δεύτερη αντίστοιχη δόση ποσού 1.141,28 € ήταν καταβλητέα στις 10.10.2013 και για το έτος 2014 η πρώτη χρεολυτική δόση ποσού 1.141,27 € ήταν καταβλητέα στις 10.04.2014 και η δεύτερη αντίστοιχη δόση ποσού 1.141,28 € ήταν καταβλητέα στις 10.10.2014. Όλες αυτές οι τοκοχρεολυτικές δόσεις παραγράφονται ειδικότερα για το έτος 2009 στις 31.12.2014, για το έτος 2010 στις 31.12.2015, για το έτος 2011 στις 31.12.2016, για το έτος 2012 στις 31.12.2017, για το έτος 2013 στις 31.12.2018 και για το έτος 2014 στις 31.12.2019, καθώς οι απαιτήσεις τρίτου (τράπεζας) έναντι των εκ δανείου πρωτοφειλετών (και των υπέρ αυτών εγγυητών) από τη χορήγηση δανείων με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τις κατ' εξουσιοδότηση του α.ν. 747/1945 και α.ν. 9/1967 εκδοθείσες αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών στις οποίες με τη μη εξόφληση του δανείου υποκαθίσταται το Δημόσιο με μόνη τη βεβαίωση του χρέους στο δημόσιο ταμείο και οι οποίες υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 87 παρ. 4 του ίδιου διατάγματος, άρχισε από το τέλος του οικονομικού έτους (το οποίο κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ν.δ. 321/1969 αρχίζει από 1/1 και λήγει την 24:00' ώρα της 31-12 του ίδιου έτους) εντός του οποίου βεβαιώθηκαν ojq Δημόσιο Ταμείο και, με την προϋπόθεση ότι δεν διακόπηκε με έναν από τους οριζόμενους στο άρθρο 89 του ν.δ. 321/1969 τρόπους, συμπληρωνόταν κατά τις προαναφερθείσες ημερομηνίες. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι οι χρεολυτικές δόσεις του έτους 2015 συνολικού ποσού (1.141,27 € + 1.141,28 € =) 2.282,55 € δεν έχουν υποπέσει στη πενταετή παραγραφή λόγω της αναστολής όλων των νόμιμων προθεσμιών, καθώς και του χρόνου παραγραφής των σχετικών απαιτήσεων λόγω των μέτρων που ελήφθησαν για την καταπολέμηση της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 257 παρ. 1 ΑΚ, το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής, κατά δε την παρ. 2 τη ως άνω διάταξης, όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες. Περαιτέρω, το άρθρο 11 της από 11.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α' 55/11.03.2020) ορίζει ότι "Ι. Προς τον σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης κορωνοϊού COVID-19 που ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβληθεί το μέτρο της προσωρινής, μερικής ή ολικής, αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών δικαστηρίων, καθώς και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. 2.Το μέτρο της παρ. 1 επιβάλλεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Δικαιοσύνης, καθώς και του Υπουργού Εθνικής Άμυνας στην περίπτωση των στρατιωτικών δικαστηρίων, μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19. Με όμοια απόφαση ορίζεται και κάθε συναφής και αναγκαία πρόβλεψη για τα ζητήματα αναστολής ή παρέκτασης δικονομικών προθεσμιών, αναστολής ή παράτασης παραγραφών, αναστολής διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης και διενέργειας πλειστηριασμών, παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, καθώς και για όλα τα λοιπά ζητήματα που αφορούν στο καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας." Σε εφαρμογή της ως άνω διάταξης εκδόθηκαν οι κάτωθι (κοινές) αποφάσεις των Υπουργών Υγείας, Δικαιοσύνης και Εθνικής Άμυνας, με τις οποίες ορίστηκε προσωρινή αναστολή λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων και των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων, καθώς και της παραγραφής των συναφών αξιώσεων και δη για το χρονικό διάστημα από 13.03.2020 έως και 31.05.2020, βάσει του άρθρου τρίτου της με αριθ. ΔΙα/ΓΠ.οικ. 17734/12.03.2020 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 833/12.03.2020), του άρθρου τρίτου της με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.18176/15.03.2020 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 864/15.03.2020), του άρθρου τέταρτου της με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.21159/27.03.2020 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 1074/27.03.2020), του άρθρου τέταρτου της με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.24403/10.04.2020 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 1301/11.04.2020), του άρθρου τέταρτου της με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25.04.2020 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 1588/25.04.2020) και του άρθρου τέταρτου παρ. 1 της με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.30340/15.05.2020 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης   (ΦΕΚ Β' 1857/15.05.2020). Περαιτέρω, από την 07η Νοεμβρίου 2020 μέχρι και την 05η Απριλίου 2021 ανεστάλησαν προσωρινά οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας, δυνάμει των διαδοχικών με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.71342/06.11.2020 (ΦΕΚ Β' 4899/06.11.2000) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 07.11.2020 έως και 30.11.2020, με αριθ. ΔΙα/ΓΠ.οικ.76629/28.11.2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β' 5255/28.11.2020) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 30.11.2020 έως και 07.12.2020, με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.78363/05.12.2020 (ΦΕΚ Β' 5350/05.12.2020) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα για το χρονικό διάστημα από 07.12.2020 έως και 14.12.2020, μεαριθ.Δ1α/ΓΠ.οικ.80189/12.12.2020 (ΦΕΚ Β' 5486/12.12.2020) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 13.12.2020 έως και 07.01.2021, με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.2/02.01.2021 (ΦΕΚ Β' 1/02.01.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 03.01.2021 έως και 11.01.2021, με αριθ. ΔΙα/ΓΠ.οικ. 1293/08.01.2020 (ΦΕΚ Β' 30/08.01.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 11.04.2021 έως και 18.01.2021, με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.3060716.01.2021 (ΦΕΚ Β' 89/16.01.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 18.01.2021 έως και 25.01.2021, με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.4992/25.01.2021 (ΦΕΚ Β' 186/25.01.2021)-άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 25.01.2021 έως και 01.02.2021, με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.6877/29.01.2021 (ΦΕΚ Β' 341/29.01.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 30.01.2021 έως και 08.02.2021, με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.8378/05.02.2021 (ΦΕΚ Β' 454/05.02.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 08.02.2021 έως και 15.02.2021, μεαριθ.Δ1α/ΓΠ.οικ.9147/10.02.2021 (ΦΕΚ Β' 534/10.02.2021)-άρθρο 1 παρ. 1 α/α 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 4 εδ. β' αυτής, για το χρονικό διάστημα από 15.02.2021 έως και 01.03.2021, με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ. 12639/26.02.2021 (ΦΕΚΒ' 793/27.02.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 01.03.2021 έως και 08.03.2021, με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ. 13805/03.03.2021 (ΦΕΚ Β' 843/03.03.2021), όπως αντικαταστάθηκε με την με αριθμό ΔΙ α/ΓΠ.οικ. 14453/06.03.2021 (ΦΕΚ Β' 895/06.03.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 04.03.2021 έως και 16.03.2021, με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ. 16320/13.03.2021 (ΦΕΚ Β' 996/13.03.2021) -άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 16.03.2021 έως και 22.03.2021, με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ. 17698/20.03.2021 (ΦΕΚ Β' 1076/20.03.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 20.03.2021 έως και 29.03.2021 και με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.18877/27.03.2021 (ΦΕΚ Β' 1197/27.03.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο Πίνακα 4 για το χρονικό διάστημα από 29.03.2021 έως και 05.04.2021, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. β* της με αριθ. ΔΙ α/ΓΠ.οικ.20651/03.04.2021 (ΦΕΚ Β' 1308/03.04.2021) - άρθρο 1 παρ. 1 α/α 4 για την 05n.04.2021, Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Αμυνας, Παιδείας και θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση των μνημονευόμενων σε αυτές Π.Ν.Π. και ήδη κυρωθεισών με τους επίσης μνημονευόμενους σε αυτές τυπικούς νόμους, σε συνδυασμό με το σημείο (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α731.03.2021), το οποίο ορίζει ότι το χρονικό διάστημα από 07.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξεως της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της Κ.Υ.Α. του άρθρου 11 της από 11.03.2020 Π.Ν.Π., η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4682/2020, δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των   δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Ορίστηκε δε ότι μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν για τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Συνεπώς, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι για τα χρονικά διαστήματα από 13.03.2020 έως και 30.05.2020, καθώς και από 07.11.2020 έως και 05.04.2021, ανεστάλησαν όλες οι νόμιμες προθεσμίες, μεταξύ των οποίων και η παραγραφή των σχετικών αξιώσεων. Ευθύς αμέσως μόλις κατέστη εφικτό, ήτοι τον Απρίλιο του 2021, η καθ' ης κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 29.04.2021 αίτηση της, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Με βάση τα ανωτέρω, το συνολικό ποσό των παραγραφεισών χρεολυτικών δόσεων λόγω ελλείψεως καταγγελίας του ένδικου τοκοχρεωλυτικού δανείου εκ μέρους της ήδη καθ' ης η ανακοπή δανείστριας που διατήρησαν εντεύθεν την αυθυπαρξία τους είναι πενταετής με χρόνο ενάρξεως αυτής (παραγραφής) από τη λήξη του έτους εντός του οποίου η κάθε μία κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και ανέρχεται στις (2.282,55 € χ 6 έτη =) 13.695,30 € για τα έτη από 2009 έως και 2014 κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμου. Επομένως, ενόψει και της έγγραφης απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού μερικής παραγραφής, θα πρέπει κατά το ποσό αυτό να ακυρωθεί μερικά η πληττόμενη διαταγή προς πληρωμή, περιοριζόμενου του οφειλόμενου ποσού του κεφαλαίου της απαίτησης από 19.401,67 € σε 5.706,37 €, αφού το αρχικό οφειλόμενο κεφάλαιο μειώθηκε με την ανωτέρω μερική παραγραφή, η οποία (εξόφληση) προτείνεται παραδεκτά με την κρινόμενη ρνακοτ/ή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, αφού τούτη έλαβε χώρα πριν την έκδοση της συμπροσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής.

 

III. Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφο της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1/2017, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 370/2012, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1443/2017, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία) είτε γνησίων δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 368/2019, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ' αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση, συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2Ϊ8 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1943/2017, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο σύμβασης δανείου, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ στην περίπτωση δε αυτή, φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ' ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 2210/2013, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολο της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωση της αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ' ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ' αυτής το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά  απορρίπτονται  και  αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας. Για το λόγο αυτό, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, αν πρόκειται για   απαίτηση  από  κατάλοιπο  αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακής σύμβασης, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα κατ' ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού jiai δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού/αι, γενικότερα, του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1071/2017, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επί προβαλλόμενης δε με λόγο ανακοπής καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενο τους, ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και, στη συνέχεια, ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 15/2007, ΕφΚρητ. 13/2021, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, κατ' ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ο Γ.Ο.Σ. που εμπεριέχεται στον σχετικό όρο της ένδικης σύμβασης με τον οποίο το επιτόκιο πίστωσης υπολογίστηκε με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών είναι άκυρος, διότι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, καθόσον με τον τρόπο αυτό η δανειολήπτρια δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο και επιβαρύνεται με τη μεθόδευση αυτή για κάθε ημέρα με επιπλέον 1,3889% τόκους. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται δεδομένου ότι η ανακόπτουσα έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, αφού η χορήγηση στεγαστικού δανείου από το καθ' ου πιστωτικό ίδρυμα, δυνάμει της επίδικης σύμβασης, συμπεριλαμβάνεται στις συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες (χορήγηση δανείων και πιστώσεων) που απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, συνιστούν, δηλαδή, παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι ωστόσο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, αφού ναι μεν η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, όπως επιτάσσεται από τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, ωστόσο δεν προσβάλλεται με αυτόν συγκεκριμένο κονδύλιο του αλληλόχρεου λογαριασμού, παρά μόνον προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού αυτού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης παροχής πίστωσης, με δεδομένο ότι η ανακόπτουσα δεν αναφέρει επακριβώς τα επί πλέον χρηματικά ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκε παράνομα εξαιτίας της εφαρμογής του προκείμενου όρου της σύμβασης χορήγησης πίστωσης, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού της και σε καταφατική περίπτωση να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνον κατά το ακριβές ποσό των παρανόμως επιβληθέντων τόκων που επιδικάστηκαν με αυτήν (βλ. ΑΠ 168/2021, ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 999/2019, ΕφΛαρ 31/2021 τνπΔΣΑ, ΕφΑΘ 2407/2021 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 378/2020 σε ΤΝΠ ΔΣΑ). Αντιθέτως, επικαλείται ότι η επιβάρυνση της ανέρχεται σε ποσοστό 1,3889% για κάθε ημέρα, χωρίς να προσβάλλει συγκεκριμένα κονδύλια του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης πιστώσεως λογαριασμού, ώστε μόνον κατ' αυτό το ποσό να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Για την εξεύρεση, μάλιστα, του ακριβούς ύψους της επιπλέον χρεώσεως,  δεν είναι  δυνατόν να  διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, καθώς έπρεπε η ίδια η ανακόπτουσα να προσδιορίσει την επικαλούμενη επιπλέον χρέωση της με την ανακοπή (βλ. σχετ. ΕφΑΘ. 1159/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα, ενόψει του ότι η επικαλούμενη από την ανακόπτουσα ακυρότητα του ανωτέρω όρου Γ.Ο.Σ. (λόγω αδιαφάνειας του) δεν συνδέεται με την ακυρότητα συγκεκριμένων κατ'  ιδίαν κονδυλίων και, συνακόλουθα, ποσών που επιδικάστηκαν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, επιπλέον δε, η επικαλούμενη από αυτούς ακυρότητα δεν συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, αφού ούτε οι Ίδιοι ισχυρίζονται ότι αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (άρθρο 181 ΑΚ), ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας (βλ. σχετ. ΑΠ 999/2019, ΕφΠατρ. 58/2021, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ανακόπτουσας περί ακυρότητας της πληττόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλομένης βάσει αυτής επιταγής προς πληρωμή με την αναφορά αποφάσεων, μεταξύ αυτών και της με αριθμό 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, με τις οποίες έχουν κριθεί άκυροι και καταχρηστικοί συμπεριληφθέντες στις δανειακές συμβάσεις όροι και εκ των οποίων παράγεται δεδικασμένο και για την κρινόμενη υπόθεση, αφού έχουν εκδοθεί επί συλλογικών αγωγών ενώσεων καταναλωτών, ώστε δεσμεύεται από αυτές (αποφάσεις) και η καθ' ης η ανακοπή, ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων με τις διατάξεις των άρθρων 632, 591 παρ. 1, 216, 117, 118 ΚΠολΔ, αφού δεν μνημονεύονται σε αυτόν οι άκυροι όροι της επίδικης σύμβασης και πώς αυτοί επέδρασαν στην εκτέλεση της, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του Ν. 2251/1994 κατά την οποία οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από απόφαση που δέχεται συλλογική αγωγή, ασκηθείσα κατά το άρθρο 10 παρ. 16 στοιχ. α' και β' του ίδιου άρθρου, ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι, καθιερώνεται ιδιότυπη δεσμευτικότητα αυτής (απόφασης), που ισχύει έναντι πάντων (βλ. ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔ/νη 2001/1495), πλην όμως, η απόφαση επί συλλογικής αγωγής της παραπάνω διάταξης που δεν διαγιγνώσκει δικαιώματα ή υποχρεώσεις ούτε ενεργεί αποκαταστατικά αλλά διαπιστώνει την αντικαταναλωτική συμπεριφορά του προμηθευτή, δεν είναι δυνατό να προσδοθεί σε αυτήν η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας προκαλούν δεσμευτικότητα εκτεινόμενη και στην περιοχή της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αποκλειστικά και μόνο όμως για τα θέματα εκείνα που κατά νόμο ανήκουν στη sedes materiae της καθοριστικής λειτουργίας του δικαίου, ώστε η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα του ΓΟΣ για τη χρέωση του λογαριασμού δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης που άσκησε την αγωγή και η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους (βλ. Κουσούλη, Σ., Τα αποτελέσματα αποφάσεως επί συλλογικής αγωγής- ιδίως επί χρήσεως καταχρηστικών ΓΟΣ εν όψει της ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2002/1097). Συνεπώς δε το αληθές νόημα της κρίσιμης διάταξης είναι ότι οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα της εκδοθείσας ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει απλά αντικείμενο επίκλησης τόσο από τα μέλη της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη ένωσης, οι οποίοι διατηρούν μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου.

 

Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής διώκεται η ακύρωση της ανακοπτομένης, διότι με τον ΓΟΣ υπ' αριθμό 11 της επίδικης σύμβασης συμφωνήθηκε ότι τα νόμιμα εξηγμένα πλήρη αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθ' ης στα οποία εμφαίνεται η κίνηση του δανειακού λογαριασμού, αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της δανείστριας τράπεζας έναντι του δανειολήπτη. Με το ως άνω περιεχόμενο ο ανωτέρω λόγος ανακοπής, πέραν της αοριστίας του, καθόσον η ανακόπτουσα δεν αμφισβητεί συγκεκριμένα κονδύλια που περιέχονται στο απόσπασμα των βιβλίων (οπότε φέρει και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της - ΑΠ 583/1990, ΕλλΔνη 30,119, ΕφΔωδ 25/2015, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς η περιλαμβανόμενη στη δανειακή σύμβαση ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του δανειολήπτη θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη, οι σχετικοί δε όροι στις ένδικες τραπεζικές συμβάσεις περί αναγόρευσης του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας σε αποδεικτικό μέσο δεν συγκαταλέγονται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994 ούτε αντιβαίνουν στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου ότι δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος (πρβλ. άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκόμιση ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της, το οποίο (απόσπασμα) αντλεί την αποδεικτική του δύναμη από τους ως άνω ΓΟΣ. Εξάλλου, από την ίδια τη διατύπωση του ως άνω όρου προκύπτει σαφώς ότι έναντι των αποσπασμάτων της Τράπεζας επιτρέπεται ανταπόδειξη, ώστε δεν τίθεται καν ζήτημα ανεπίτρεπτου περιορισμού των αποδεικτικών μέσων της ανακόπτουσας. Η δυνατότητα δε αυτή ανταπόδειξης από μέρους της ανακόπτουσας ενισχύεται σημαντικά ενόψει και της διάταξης του άρθρου 47 παρ.3 του Ν. 2873/2000, σύμφωνα με την οποία: "οι Τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, υποχρεούνται, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, να χορηγούν στον αιτούντα δανειολήπτη αντίγραφο του φακέλου του δανείου του και λεπτομερή κατάσταση, περιέχουσα όλες τις επί μέρους χρεωπιστωτικές πράξεις και σημειώσεις και την εν γένει εξέλιξη του χρέους του". Η επιβάρυνση της θέσης του πιστούχου, για το λόγο ότι με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η καθ' ης τράπεζα στην απόδειξη και της ύπαρξης της απαίτησης είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς η όποια τυχόν "διατάραξη της ισορροπίας" των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων, από τους εν λόγω ΓΟΣ, δεν εμπίπτει στη/έννοια του άρθρου 2 παρ.6 εδ. α' του Ν. 2251/1994 (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 1558/2007, ΠολΠρθεσ 8628/2018, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει μερικώς δεκτός ο πρώτος λόγος της ανακοπής και να ακυρωθεί μερικά η με αριθ. ΔΠ./31.05.2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης και η από 07.06.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής περιοριζόμενου του ποσού του κεφαλαίου της απαίτησης από το ποσό των 19.401,67 € σε αυτό των 5.706,37 €, άνω διαταγή πληρωμής κατά το υπόλοιπο ποσό της και να καταδικασθεί η ανακόπτουσα σε μέρος των εξόδων της καθ' ης η ανακοπή με βάση τη μερική νίκη και ήττα ενός εκάστου των διαδίκων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς τον πρώτο λόγο της με αριθμό κατάθεσης ΕΙΔ./20.07.2021 ανακοπής.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ μερικώς της με αριθμό ΔΠ ./31.05.2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης και τη με ημερομηνία 07.06.2021 επιταγή προς πληρωμή τεθείσα παρά πόδα της με αριθμό ΔΠ ./31.05.2021 ως άνω διαταγής πληρωμής, περιοριζόμενου του ποσού του κεφαλαίου της απαίτησης από το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων ένα ευρώ και επτά λεπτών (19.401,67 €) στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (5.706,37 €).

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τους λοιπούς λόγους της με αριθμό κατάθεσης ΕΙΔ./20.07.2021 ανακοπής.

 

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό ΔΠ ./31.05.2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης και τη βάσει αυτής με ημερομηνία 07.06.2021 συγκοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή κατά το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (5.706,37 €).

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ' ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν είκοσι ευρώ (120,00 €).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αλεξανδρούπολη την 09η Ιανουαρίου 2023 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ