ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕφΑθ 6518/2020

 

Ασφαλιστήριο ζωής - Πρόσθετη κάλυψη απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση Διαρκούς Ολικής Ανικανότητας ή Σοβαρής Ασθένειας (ΑΠΑ3) -.

 

Από τους όρους του Παραρτήματος Β΄ του ασφαλιστηρίου, προκύπτει ότι η ασφαλιστική εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να απαλλάσσει τον ασφαλισμένο της από τα ασφάλιστρα, σε περίπτωση είτε επελεύσεως  διαρκούς ολικής ανικανότητος είτε εκδηλώσεως οποιασδήποτε  διαλαμβανομένης στον κατάλογο του ως άνω παραρτήματος «σοβαρής ασθενείας». Σε περίπτωση όμως είτε άρσεως της διαρκούς ολικής ανικανότητος είτε ιάσεως της ως άνω «σοβαρής ασθενείας», γεγονός το οποίο ο ασφαλισμένος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστή, ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος και εν προκειμένω η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, ακόμη και σε περίπτωση «ιάσεως σοβαρής ασθενείας» με την εκπλήρωση της παροχής της, ήτοι την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως και το έτερο μέρος απαλλάσσεται στο  διηνεκές από την υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής του, ήτοι την καταβολή του προβλεπομένου ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλομένου μέρους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς αντίκειται στο σκοπό της ερμηνευόμενης συμβάσεως, που συναρτά την καταβολή της παροχής της ασφαλιστικής εταιρείας σε αμφότερες τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές περιπτώσεις, δηλαδή τόσο επέλευσης της ανικανότητας όσο και της ασθένειας, με το διαρκή χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών, εξαιτίας των οποίων ο ασφαλισμένος περιέρχεται σε μόνιμη αδυναμία να ασκήσει απρόσκοπτα την δραστηριότητά του που θα του αποφέρει τα απαραίτητα εισοδήματα, για να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσής του για πληρωμή των ασφαλίστρων (άρθρα 173 και 200 ΑΚ).

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 6518/2020

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ: 16ο

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Βρεττού, Πρόεδρο Εφετών, Χριστίνα Ρωμέση, Στέφανο - Γρηγόριο Φετζιάν - Εισηγητή, Εφέτες και από το Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Α) THΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ», που εδρεύει στην Αθήνα και Εκπροσωπείται νόμιμο, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολ.Δικ., από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της. Βασιλική Μπερσίμη και Δέσποινα Γρυσμπολάκη.

 

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: … του … κατοίκου … ο οποίας εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Μανδραπήλια.

 

Β) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: … του… κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μανδραπήλια.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της, Βασιλική Μπερσίμη και Δέσποινα Γρυσμπολάκη.

 

Ο ενάγων … με την από 13 Μαΐου 2015 αγωγή του, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 1817/2015, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ ‘αυτή.

 

Το Δικαστήριο εκείνο, εξέδωσε την 960/2018 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή, προσέβαλαν οι εκκαλούντες, με τις από 25 Ιουνίου 2018 και 9 Ιουλίου 2019 αντίθετες εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχουν κατατεθεί με αριθμούς ./2018 και ./2018.

 

Ήδη η υπόθεση, εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι, Βασιλική Μπερσίμη και Δέσποινα Γρυσμπολάκη στην πρώτη έφεση κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ, ενώ στην δεύτερη έφεση οι ως άνω πληρεξούσιες δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Δημήτριος Μανδραπήλιας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1. Ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού φέρονται προς συζήτηση α) η από 25.6.2018 έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας κατά της με αριθμ. 968/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία είχε προσδιορισθεί για την δικάσιμο της 30.5.2019, οπότε και ματαιώθηκε και την οποία επανέφερε προς συζήτηση με την από 7.6.2019 κλήση της και την από 9-7-2018 έφεση ταυ ενάγοντος- εκκαλούντος κατά της ίδιας ως άνω οριστικής απόφασης. Οι παραπάνω εφέσεις της εναγομένης και του ενάγοντος έχουν ασκηθεί νομοτύπως ναι εμπροθέσμως (άρθρα 495 § 1, 498, 511, 513 § 1, 516 §1, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό αυτών έχει κατατεθεί κατά την άσκηση το οριζόμενο από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δικ. παράβολα (βλ. …/2018 ηλεκτρ. παράβολα). Συνεπώς, αφού διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση των παραπάνω εφέσεων, διότι είναι συναφείς υπάγονται στην ίδια διαδικασία και διευκολύνεται κατ' αυτό τον τρόπο η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε και μείωση των εξόδων (άρθρα 524 παρ. 1 31 και 246 του ΚΠολΔ), πρέπει αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθ. 532, 533 § 1 ΚΠολΔ).

 

2. Στην αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και της εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας συνήφθη η . υπ’ αριθμ. … σύμβαση ασφάλισης ζωής, διάρκειας από 8.12.2000 έως -και 08.12.2023 με κάλυψη νοσοκομειακής περίθαλψης και εξόδων εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων κατά τους αναγραφόμενους στη σύμβαση όρους. Ότι στο Παράρτημα Β αυτής προβλεπόταν μεταξύ άλλων η πρόσθετη κάλυψη Π απαλλαγής του ενάγοντος από την πληρωμή των ασφαλίστρων α) σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ταυ από ασθένεια ή από ατύχημα ή β) σε περίπτωση προσβολής του από μία εκ των περιοριστικώς αναφερομένων σε αυτό (Παράρτημα) σοβαρών ασθενειών μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ασθένεια του καρκίνου. Ότι στις 01.10.2012 επήλθε στο πρόσωπο του η ανωτέρω (β) ασφαλιστική περίπτωση, καθώς υποβλήθηκε σε αριστερά νεφρεκτομή λόγω καρκίνου στο νεφρό. Ότι ακολούθως με αίτηση του προς την εναγομένη ζήτησε την ενεργοποίηση του παραπάνω παραρτήματος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του, δηλαδή την απαλλαγή του από την πληρωμή των ασφαλίστρων υποβάλλοντας όλα τα αναγκαία ιατρικά πιστοποιητική και δικαιολογητικά. Ότι η εναγόμενη σε απάντηση της ως άνω αίτησης του και σε εφαρμογή των σχετικών όρων του εν λόγω παραρτήματος τον απάλλαξε από την καταβολή ασφαλίστρων από τις 8.12.2012. Ότι περαιτέρω, η εναγόμενη στις 01.09.2014 του κοινοποίησε επιστολή με την οποία ζητούσε την προσκομιδή νεότερων δικαιολογητικών σχετικά με την κατά τον χρόνο εκείνο κατάσταση της υγείας του αίτημα στο οποίο ο ίδιος ανταποκρίθηκε άμεσα αποστέλλοντας τις σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις. Ότι εν τέλει η εναγόμενη με την από 1.9.2014 επιστολή της τον ενημέρωσε ότι λόγω της αποκατάστασης της ικανότητας του υποχρεούται να καταβάλλει εφεξής τα ασφάλιστρα. Ότι ο ίδιος δεν προέβη στην καταβολή των επόμενων δόσεων του συμβολαίου, αντιδρώντας στην παραπάνω απαίτηση της εναγομένης, με συνέπεια η τελευταία να τον ενημερώσει ότι το συμβόλαιο του έχει γίνει πλέον ελεύθερο πληρωμής ασφαλίστρων, ήτοι έχει παύσει η ισχύς όλων των πρόσθετων καλύψεων -παραρτημάτων του. Ότι βάσει των όρων του συμβολαίου η απαλλαγή από τα ασφάλιστρα λόγω επέλασης των περιοριστικά αναφερόμενων στο Παράρτημα Β σοβαρών ασθενειών, άπαξ και ενεργοποιηθεί είναι ισόβια και είναι διακριτή περίπτωση από αυτήν της διαρκούς ολικής ανικανότητας και συνεπώς, η απαίτηση της εναγόμενης να συνεχίσει αυτός να καταβάλλει ασφάλιστρα λόγω του ότι η ασθένεια ταυ έπαυσε να είναι διαρκής, είναι παράνομη και αντισυμβατική. Ότι οι αποσταλείσες στον ίδιο επιστολές της εναγομένης με τις οποίες του ζήτησε να προσκομίσει εντός τετράμηνο» ιατρική έκθεση και πρόσφατες εξετάσεις από τις οποίες να προκύπτει ο βαθμός ανικανότητας του προς εργασία και από τις οποίες εξαρτά την μη πληρωμή εκ μέρους του των ασφαλίστρων, μολονότι πρόκειται για τον έτερο επελθόντα ασφαλιζόμενο κίνδυνο της σοβαρής ασθένειας συνιστά παραβίαση των όρων του ασφαλιστηρίου. Ότι η εν συνεχεία αυθαίρετη διακοπή της απαλλαγής του από την πληρωμή είχε ως συνέπεια την παύση ισχύος των πρόσθετων ασφαλίσεων που οδήγησε στην διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσης του και την έκθεση σε κίνδυνο των οικονομικών συμφερόντων του και έτσι η συμπεριφορά αυτή της εναγομένης συνιστά αδικοπραξία. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ο ενάγων ζήτησε να αναγνωρισθεί: α) ότι το ως άνω ασφαλιστήριο ζωής δεν έχει γίνει ελεύθερο περαιτέρω καταβολής ασφαλίστρων σύμφωνα με τους γενικούς όρους του ασφαλιστηρίου και ότι οι πρόσθετες ασφαλίσεις, καλύψεις και παραρτήματα του ως άνω ασφαλιστηρίου, με όλους τους αναγραφόμενους όρους, βρίσκονται σε πλήρη ισχύ, β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να συνεχίσει την ασφάλιση με όλες τις πρόσθετες ασφαλίσεις, καλύψεις και παραρτήματα του ως άνω ασφαλιστηρίου, γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να συνεχίσει τη λειτουργία της κάλυψης της απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων δυνάμει της πρόσθετης ασφάλισης του Παραρτήματος Β του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής λόγω επέλευσης της σοβαρής ασθένειας (καρκίνου), που είναι ένας εκ των ασφαλιστικών κινδύνων και που δεν συνδέεται με την ικανότητα για εργασία, δ) να αναγνωρισθεί, ότι δεν οφείλει στην εναγομένη ασφάλιστρα και ότι είναι άκυρη η επιβολή ασφαλίστρων μετά τις 8-12-2012 για το εν λόγω ασφαλιστήριο ζωής, ε) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να παύσει τις αντισυμβατικές και παράνομες οχλήσεις της προς τον ενάγοντα με τις οποίες τον καλεί να της προσκομίσει δικαιολογητικά και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία προς έλεγχο της κατάστασης υγείας του και στ) να αναγνωρισθεί η γενική υποχρέωση της εναγομένης προς αποζημίωση του ενάγοντος για τη ζημία που έχει υποστεί από την αδικοπρακτική της συμπεριφορά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, αφού απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα άνω υπό στοιχ. β’ και ε’ αιτήματα της αγωγής και ως αόριστο το ως άνω υπό στοιχείο στ’ αίτημα, διότι δεν προσδιορίζεται στην αγωγή τόσο το ποσό της αιτούμενης αποζημίωσης όσο και το ύψος της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης» κρίθηκε κατά τα λοιπά νόμιμη και έγινε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα πρώτον αναγνωρίστηκε άτι το ως άνω ασφαλιστήριο ζωής, οι πρόσθετες καλύψεως και παραρτήματα του ως άνω ασφαλιστηρίου με όλους τους αναγραφόμενους όρους βρίσκονται σε ισχύ και δεν έχει καταστεί αυτό ελεύθερο περαιτέρω καταβολής ασφαλίστρων και δεύτερον αναγνωρίστηκε ότι ο εναγών δεν οφείλει στην εναγομένη ασφάλιστρα για το διάστημα από τις 8-12-2012 και εφεξής για το άνω ασφαλιστήριο ζωής. Με τις άνω εφέσεις τους οι εκκαλούντες παραπονούμαι για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και επιπλέον, η εναγομένη για μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η απόφαση, ώστε κατά το μεν εναγομένη να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της, κατά δε τον ενάγοντα να γίνει δεκτό το υπό στοιχείο στ’ απορριφθέν αίτημα αυτής. Ειδικότερα ο ενάγων - εκκαλών - εφεσίβλητος με το μοναδικό λόγο της έφεσης του αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε το ως άνω υπό στοιχείο στ’ αγωγικό αίτημα ως αόριστο.

 

3. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Επίσης, το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως "το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον". Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης κατά των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 2S8 ΑΚ). Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς (ΑΠ 1154/2019 ΤΝΠ NOΜOS). Το κυριότερο δε κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται εάν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβαση της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη (ΟλΑΠ 967/1973). Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 1849/2017). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν. κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και ηδύνατο αντικειμενικώς να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 8/2018). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία1 για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, στο μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, στο δε εναγόμενο να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1154/2019).

 

4. Ο ενάγων με το μοναδικό λόγο της έφεσης του παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ' εσφαλμένη Ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τα αίτημα του να αναγνωρισθεί δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τα αίτημα του να αναγνωρισθεί η γενική υποχρέωση της εναγομένης προς αποζημίωση του ενάγοντος για τη ζημία που έχει υποστεί από την αδικοπρακτική της συμπεριφορά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η ως άνω ασκηθείσα αξίωση του, ενάγοντος, μολονότι εκείνος δεν καθορίζει τα αιτούμενα ποσά για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, είναι ορισμένη, αφού στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει έννομο συμφέρον (βλ. Μ. Μαργαρίτη -Α. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 70 αρ. 9, Κρητικό, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 2019, σελ. 385), Μετά ταύτα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το ως άνω αίτημα ως αόριστο έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς, η έφεση του ενάγοντος εκκαλούντος - εφεσίβλητου πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά το κεφάλαιο αυτό η Εκκαλούμενη και αφού διακρατηθεί. η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως στο. πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (ΚΠολΔ 522) η εν λόγω αξίωση ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της. Όμως, η εν λόγω αξίωση είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, διότι η εκτιθέμενη συμπεριφορά της εναγομένης - εφεσίβλητης εκκαλούσας συνιστάμενη στην αποστολή στον ενάγοντα επιστολών με τις οποίες του ζήτησε να προσκομίσει εντός τετραμήνου ιατρική έκθεση και πρόσφατες εξετάσεις από τις οποίες να προκύπτει ο βαθμός ανικανότητάς του προς εργασία, ώστε να εξακολουθήσει η απαλλαγή του από την πληρωμή των ασφαλίστρων και η εν συνεχεία διακοπή της απαλλαγής του από την πληρωμή» που είχε ως συνέπεια την παύση ισχύος των πρόσθετη ασφαλίσεων, συνιστά μόνο αντισυμβατική συμπεριφορά η οποία χωρίς την ύπαρξη της συμβατικής σχέσης ασφάλισης δεν συνιστά παράνομη και υπαίτια πράξη που να πληροί το πραγματικό της εκτεθείσας στη μείζονα σκέψη διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ούτε αντίκειται στο γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς τον άλλον υπαίτια (βλ. ΕφΑθ 1435/2019 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ}, Εφόσον, η έφεση του ενάγοντος έγινε δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου σε αυτόν (άρθρ. 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

 

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ' αριθ … ασφαλιστήριο συμβόλαιο καταρτίσθηκε στις 11-12-2000 μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης σύμβαση ασφάλισης ζωής η οποία διέπεται από τους διαλαμβανόμενους σε αυτό όρους με χρόνο έναρξης της ασφάλισης την 8.12.2000 και λήξης την 8.12.2023. Η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στον ενάγοντα: α) βασική ασφάλιση ζωής για 23 έτη, β) ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εξόδων νοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων, γ) καταβολή του ασφαλιζόμενου ποσού λόγω ανικανότητας και δ) απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας από ασθένεια ή ατύχημα ή σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας, Η καταβολή των ασφαλίστρων συμφωνήθηκε να γίνεται όλο τον ενάγοντα σε τριμηνιαίες δόσεις και ήδη το τριμηνιαίο ασφάλιστρο ανέρχεται στο ποσά το/ν 765,29 ευρώ. Στο άνω Παράρτημα Β του ασφαλιστηρίου που επιγράφεται «ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΠΑΑΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ» διαλαμβάνεται ότι «Με αυτό το Παράρτημα, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ασφαλιστηρίου Ζωής, η ήδη εναγομένη δηλώνει τα εξής: Δέχεται την αίτηση του ήβη ενάγοντος ασφαλισμένου με το Ασφαλιστήριο Ζωής και αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον απαλλάξει από παραπέρα καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης ζωής και των παραρτημάτων της, πλην των παραρτημάτων Ζ’ και Κ’, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος πάθει: α) διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα ή β) μια εκ των σοβαρών ασθενειών». Στο άρθρο 1 του άνω Παραρτήματος ορίζεται ότι «Διαρκής Ολική Ανικανότητα θεωρείται η για ένα (1) τουλάχιστον χρόνο από τότε που αναγγελθεί εγγράφως στην Εταιρία διαρκής και ολοκληρωτική ανικανότητα του Ασφαλισμένου, είτε από ασθένεια είτε από ατύχημα, να εκτελέσει την εργασία που έκανε, πριν πάθει την ανικανότητα ή κάθε άλλη εργασία για την οποία έχει την απαιτούμενη μόρφωση, εκπαίδευση και πείρα με την προϋπόθεση ότι το Ασφαλιστήριο Ζωής και το παρόν Παράρτημα θα βρίσκονται τότε σε πλήρη ισχύ....» και ως «σοβαρές ασθένειες» ορίζονται οι εξής: «1 - ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ...2. Η ΕΓΧΕΙΡΗΣΗ BY - PASS ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ ... 3. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ..- 4. ΚΑΡΚΙΝΟΣ. Αυτός προσδιορίζεται ως κάβε ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών όγκων και διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοαναταμική εξέταση. Ο όρος καρκίνος περιλαμβάνει και τη λευχαιμία, τα κακοήθη μελανώματα, καθώς και τη νόσο του BODGKIN. 5. ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ... ». Κατά το άρθρο 2,1, του Παραρτήματος (υπό τον τίτλο «ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ») «Η ήδη εναγομένη απαλλάσσει τον Ασφαλισμένο από παραπέρα καταβολή Ασφαλίστρων, αν ο Ασφαλισμένος πάθει Διαρκή Ολική Ανικανότητα ή κάποια από τις σοβαρές ασθένειες (άρθρο 1) και εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν και αφορούσαν το διάστημα από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας (άρθρο 3) μέχρι την ημερομηνία αναγνώρισης επιστρέφονται. Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του Ασφαλισμένου πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται οι Τελικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου Ζωής ... ». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του άνω Παραρτήματος Β που τιτλοφορείται «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ») «Ο Ασφαλισμένος ή ο Συμβαλλόμενος, έχει την υποχρέωση εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της ασφαλιστικής περίπτωσης να ειδοποιήσει εγγράφως την Εταιρία - Υποχρεούται επίσης να δίνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να υποβάλει στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου που του ζητάει η Εταιρία. Επίσης, είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει βεβαίωση από εντεταλμένη αρχή βάσει της οποίας θα αποδεικνύεται το συμβάν. Προς τούτο ο ασφαλισμένος με το παρόν Παράρτημα εξουσιοδοτεί την εταιρία να λαμβάνει γνώση κάθε ιατρικού εγγράφου που έχει σχέση με την υγεία του. Ο Ασφαλισμένος οφείλει επίσης, δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητα του». Από τους προαναφερόμενους όρους του άνω Παραρτήματος Β ερμηνευομένους με βάση τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι : α) η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να απαλλάσσει τον ασφαλισμένο από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση επελεύσεως είτε διαρκούς ολικής ανικανότητας είτε εκδηλώσεως οποιασδήποτε διαλαμβανομένης στον κατάλογο του υπ' αριθ. 1.ΙΙ. όρου του ως άνω Παραρτήματος «σοβαρής ασθενείας» και β) σε περίπτωση είτε άρσεως της διαρκούς ολικής ανικανότητας είτε ιάσεως της ως άνω «σοβαρής ασθενείας», γεγονός το οποίο ο ασφαλισμένος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστή, ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, υπό την οποία  το  ένα συμβαλλόμενο μέρος και εν προκειμένω η εκκαλούσα - εφεσίβλητη - εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, ακόμη και σε περίπτωση «ιάσεως σοβαρής ασθενείας» με την εκπλήρωση της παροχής της, ήτοι την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως και το έτερο μέρος απαλλάσσεται στο διηνεκές από την υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής του. ήτοι την καταβολή του προβλεπομένου ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλομένου μέρους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς αντίκειται στο σκοπό της ερμηνευμένης συμβάσεως που συναρτά την καταβολή της παροχής της εκκαλούσας-εφεσίβλητης-εναγομένης σε αμφότερες τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές περιπτώσεις, δηλαδή τόσο επέλευσης της ανικανότητας Όσο και της ασθένειας, με το διαρκή χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών, εξαιτίας των οποίων ο ασφαλισμένος περιέρχεται σε μόνιμη αδυναμία να ασκήσει απρόσκοπτα την δραστηριότητα του που θα του αποφέρει τα απαραίτητα εισοδήματα για να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του για πληρωμή των ασφαλίστρου (ΕφΑΘ 1546/2020, ΕφΑΘ 4145/2019, ΕφΑΘ 1435/2019, ΕφΑΘ 3775/2017 δημοσ. όλες στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑΘ 4634/2020, ΕφΑΘ 2814/2020, ΕφΑΘ 7141/2019 προσκομιζόμενες). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων -εκκαλών-εφεσίβλητος την 1-10-2012 εισήχθη στην Ουρολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών …. όπου λόγω ύπαρξης καρκινώματος στον αριστερό νεφρό υποβλήθηκε σε αριστερά νεφρεκτομή, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. πρωτ. …. ιστολογική έκθεση που συντάχθηκε από ιατρό παθολογοανατόμο του άνω νοσοκομείου διαγνώσθηκε ότι πάσχει από «διαυγοκυτταρικό, νεφροκυτταρικό καρκίνωμα, πυρηνικού βαθμού κακοήθειας κατά Furhnman 1, με θέσεις ίνωσης, εστιακές αποτιτανώσεις και μυξοειδή εκφύλιση του στρώματος, ενώ δεν παρατηρήθηκε διήθηση της νεφρικής κάψας και του πυελοκαλυκικού συστήματος» και με βάση το διεθνώς αναγνωρισμένο σύστημα σταδιοποίησης της νόσου, η νόσος αυτή κατατάχθηκε στο στάδιο pT1bNxMx. Μετά την πλήρη εξαίρεση τον νεοπλάσματος ο ενάγων νοσηλεύτηκε στη χειρουργική κλινική του άνω νοσοκομείου από 1.10.2012 έως 10-10.2012. Ακολούθως ο ενάγων - εκκαλών -εφεσίβλητος ενημέρωσε την εναγομένη - εκκαλούσα- εφεσίβλητη για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης συνιστάμενη στην προσβολή της υγείας του από την περιγραφείσα σοβαρή ασθένεια και προσκόμισε όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα, προκειμένου να γίνει δεκτό το υποβληθέν στην εναγομένη αίτημα του για την ενεργοποίηση του προαναφερθέντος όρου του Παραρτήματος Β περί απαλλαγής του από την πληρωμή των ασφαλίστρων. Η εναγομένη με την από 14.10.2012 δήλωση της αναγνώρισε ότι ο ενάγων πάσχει από σοβαρή ασθένεια, και τον απάλλαξε από την καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφαλιστικής κάλυψης ζωής και των παραρτημάτων της από 8.12.2012 και εφεξής. Ο ενάγων στις 8.11.2012 και 25.10.2013 εισέπραξε τα ποσά των 2.934,70 ευρώ και 1,467,35 ευρώ αντίστοιχα λόγω σοβαρής ασθένειας που συνέβη στις 16.10.2012 και λόγω διαρκούς υλικής ανικανότητας που συνέβη την ίδια ημερομηνία, όπως αναφέρεται αντίστοιχα στις οικείας εξοφλητικές αποδείξεις. Μετέπειτα η εναγομένη με την από 01.09.2014 επιστολή της επικαλουμενη το άρθρο 3 του άνω Παραρτήματος Β που περιλαμβάνει τους όρους της πρόσθετης ασφάλισης απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων ζήτησε από τον  ενάγοντα να προσκομίσει εντός τεσσάρων μηνών από την λήψη της α) πλήρη αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη ιατρική έκθεση και β) πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις από κρατικό ή ιδιωτικό θεραπευτήριο ή διαγνωστικό κέντρο από τα οποία να προκύπτει η τωρινή κατάσταση της υγείας του διευκρινίζοντας ότι, εάν παρέλθει άπρακτο το παραπάνω διάστημα, παύει αυτοδικαίως η ισχύς της πρόσθετης ασφάλισης απαλλαγής ασφαλίστρων και ο ενάγων υποχρεούται να καταβάλει τα ασφάλιστρα. Ο ενάγων προσκόμισε στην εναγομένη τα σχετικά δικαιολογητικά στα οποία περιλαμβάνονται και η άνω υπ’ αριθμ. πρωτ….8.10.2012 ιστολογική έκθεση και η υπ' αριθμ. πρωτ. … 10.10.2014 ιατρική βεβαίωση - γνωμάτευση του ουρολόγου … Διευθυντή της Ουρολογικής Κλινικής του άνω νοσοκομείου στην οποία βεβαιώνεται ότι υποβλήθηκε κατά τα εκτεθέντα σε αριστερά νεφρεκτομή. το άνω στάδιο της νόσου και ότι ο ενάγων θα υποβάλλεται σε πλήρη ουρολογικά έλεγχο ανά τρίμηνο και θα παρακολουθείται για πενταετία λόγω κινδύνου υποτροπής της νόσου. Η εναγομένη στη συνέχεια με επιστολή της ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι μετά την ενδελεχή έλεγχο των προσκομισθέντων δικαιολογητικών από τις αρμόδιες υπηρεσίες προκύπτει ότι έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του, αφού η κατάσταση της υγείας του είναι πλέον καλή και τον κάλεσε από 8-11-2014 και εφεξής να καταβάλει εκ νέου ασφάλιστρα. Ο ενάγων απαντώντας στην άνω επιστολή της εναγομένης κοινοποίησε σε αυτήν στις 28-11-2014 την από 24-11-2014 εξώδικη δήλωση του στην οποία αναφέρει προβαίνοντας ο ίδιος σε ερμηνεία της σύμβαση: ότι η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να προβαίνει σε απαλλαγή του από την πληρωμή ασφαλίστρων, είτε σε περίπτωση που περιέλθει σε κατάσταση ολικής ανικανότητας προς εργασία, είτε σε περίπτωση που προσβληθεί από σοβαρή ασθένεια, δηλαδή επισημαίνει ότι πρόκειται για δύο διακριτούς ασφαλιζόμενους κινδύνους και η επέλευση καθενός εκ των άνω κινδύνων οδηγεί στην ενεργοποίηση του όρου της απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων. Με βάση τα παραπάνω κάλεσε την εναγομένη να αναγνωρίσει άτι η απαλλαγή του από την πληρωμή ασφαλίστρων παραμένει ενεργοποιημένη, καθώς και να συνεχίσει τη λειτουργία της κάλυψης της απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων τηρώντας την ισχύουσα ασφάλιση ζωής με όλες τις ασφαλιστικές καλύψεις και τα παραρτήματα αυτής. Η εναγομένη με την από 29.12.2014 συστημένη επιστολή της υπενθύμισε στον ενάγοντα ότι δεν εξόφλησε την ληξιπρόθεσμη δόση ασφαλίστρων της 8.12.2014 και τον ενημέρωσε ότι έχει παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα πρόσθετη προθεσμία των 30 ημερών για εξόφληση της ανωτέρω δόσης και το ασφαλιστήριο είναι ελεύθερο για μειωμένο κεφάλαιο. Περαιτέρω, η εναγομένη αντικρούοντας την άνω εξώδικη επιστολή του ενάγοντος επέδωσε σε αυτόν στις 27-2-2015 την από 25-2-2015 επιστολή της με την οποία επικαλούμενη τα άρθρα 2 καν 3 του παραπάνω Β Παραρτήματος ενέμεινε στη θέση της ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος απαλλαγής του, καθώς, όπως αναφέρει, ιατρός, αφού προέβη σε αξιολόγηση των προσκομισθέντων δικαιολογητικών, εκτίμησε ότι ο ενάγων είναι ελεύθερος τοπικής υποτροπής ή μεταστάσεις δηλαδή, ελεύθερος ενεργής νόσου και ότι ως τούτου, δεν υφίσταται λόγος συνέχισης της απαλλαγής του από την πληρωμή των ασφαλίστρων και ταυτόχρονα τον ενημέρωσε ότι το συμβόλαιο έχει ήδη κατάσχει ελεύθερο πληρωμής ασφαλίστρων σύμφωνα με τους γενικούς όρους του ασφαλιστηρίου. Ο ενάγων δεν υποβλήθηκε σε χημειοθεραπείες ούτε σε ακτινοβολίες και από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προκύπτει ότι η νόσος του είναι ενεργή, καθώς δεν προσέβαλε λεμφαδένες, δεν εμφάνισε υποτροπή ούτε μεταστάσεις. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου δεν αναιρείται από την με αριθμ. πρωτ. … ιατρική βεβαίωση - γνωμάτευση του άνω ουρολόγου …. Διευθυντή της Ουρολογικής Κλινικής του άνω νοσοκομείου στην οποία βεβαιώνεται ότι τελευταίος απεικονιστικός έλεγχος στον οποίο υποβλήθηκε ο ενάγων παρουσίασε μία ασάφεια στην κοίτη της προηγηθείσας νεφρεκτομής και χρειάζεται περαιτέρω διευκρινιστικός έλεγχος σε δύο μήνες. Και αυτό, διότι στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται μεν ότι για την άρση της ασάφειας επιβάλλεται η διενέργεια απεικονιστικού ελέγχου εντός δύο μηνών, όμως, αν και παρήλθε έκτοτε διάστημα πέντε ετών, εντούτοις δεν προσκομίστηκε κάποιο έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει ότι διενεργήθηκε ο υποδειχθείς έλεγχος και το αποτέλεσμα αυτού, ώστε να μπορεί να εξαχθεί η κρίση για την τυχόν δυσμενή εξέλιξη της νόσου του ή την τυχόν υποτροπή της. Με βάση τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι επήλθε ίαση της προαναφερόμενης ασθένειας, με την έννοια ότι ο ενάγων μετά την άνω νεφρεκτομή δεν εμποδίζεται να ασκήσει τις καθημερινές δραστηριότητες του συμπεριλαμβανομένης βιοποριστικής εργασίας κατ’ επομένως, ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση του να καταβάλλει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα στην εκκαλούσα εταιρία από την ανωτέρω ημερομηνία που του υπέδειξε η εναγομένη, αφού από το περιεχόμενο των άνω άρθρων 2 και 3 του παραρτήματος Β της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, όπως ερμηνεύονται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση είτε άρσης της διαρκούς ολικής ανικανότητας, είτε ιάσεως της ως άνω ασθένειας, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων από τον ασφαλισμένο. Αφού ο ενάγων δεν νοσεί από τον προαναφερθέντα χρόνο από ενεργή νόσο του καρκίνου, δεν συντρέχει έκτοτε περίπτωση εφαρμογής του όρου απαλλαγής του από την πληρωμή ασφαλίστρων και συνακόλουθα, οφείλει να καταβάλει τα ασφάλιστρα στην εναγομένη. Μετά ταύτα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και δικαστεί η αγωγή, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι αξιώσεις του ενάγοντος - εκκαλούντος εφεσιβλήτου που μεταβιβάστηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την έφεση της εκκαλούσας και αποτέλεσαν αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των οικείων διατάξεων (άρθρ. 179 ΚΠολΔ). Τέλος κατ'  εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ πρέπει λόγω της ήττας της εναγομένης - εκκαλούσας - εφεσίβλητης να επιστραφεί σε αυτήν το κατατεθέν παράβολα

 

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

 

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση του ενάγοντος - εκκαλούντος εφεσίβλητου.

 

Εξαφανίζει την υπ' αριθ. 968/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό εκκληθέν μέρος της.

 

Διακρατεί και δικάζει την αγωγή ως προς το άνω εκκληθέν εκ μέρους του -ενάγοντος κεφάλαιο της εκκαλουμένης που αφορά την αναφερόμενη στο σκεπτικό αξίωση του.

 

Απορρίπτει την αγωγή ως προς την άνω αξίωση του ενάγοντος.

 

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση της εναγομένης -εκκαλούσας- εφεσίβλητης.

 

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 968/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τις αξιώσεις του ενάγοντος - εκκαλούντος -εφεσίβλητου που μεταβιβάστηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

 

Διακρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την αγωγή κατά το παραπάνω μέρος.

 

Απορρίπτει την αγωγή κατά το μέρος αυτό.

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ΚΑΙ

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εναγομένη - εκκαλούσα και στον ενάγοντα - εκκαλούντα των υπ’ αριθμ. …/2018 ηλεκτρ. παραβόλων αντίστοιχα.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, στις 27 Νοεμβρίου 2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ