ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕφΑθ 5077/2022

 

Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας του Δημοσίου επί δασικής εκτάσεως και επί κτημάτων των Οθωμανών - Κτήμα Βεΐκου - Επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση -.

 

Με την αναίρεση της απόφασης οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση. Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως. Το Εφετείο ως δικαστήριο της παραπομπής επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση, όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Οθωμανικά κτήματα. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου. Ιδιωτικά δάση. Αναγνώριση της κυριότητας του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου σε όλα τα δάση που δεν αναγνωρίστηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση του τεκμηρίου είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. 17.11/1.12/1836. Όταν ενάγεται το Δημόσιο και ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει συμπληρωθεί υπέρ αυτού έκτακτη χρησικτησία σε δημόσιο ακίνητο πριν τις 11.9.1915, ο ισχυρισμός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ότι πρόκειται για δάσος από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους δεν ανατρέπει αφ’ εαυτού τη συμπλήρωση της έκτακτης χρησικτησίας. Το κτήμα Ομορφοκλησιάς ή κτήμα Βεΐκου δεν έχει δασικό χαρακτήρα. Το Δημόσιο δεν μπορεί να προβαίνει σε αναδάσωση. Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία ουδόλως καταλύθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 5077/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(1° Τμήμα - Δημόσιο)

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αντώνιο Σβύνο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα, Βασιλική Ανδριοπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 24 Μαΐου 2022,για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

Α) Του καθ' η κλήση-εκκαλούντος-εναγόμενου-υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό Καραγεώργη Σερβίας αριθ.8 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε.

 

Της καλούσας-εφεσίβλητης-ενάγουσας-καθ' ης η πρόσθετη παρέμβαση: ., κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής, οδός ., που εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου.

 

Β) Του καθ'ου η κλήση-εκκαλούντος- προσθέτως παρεμβαίνοντος: του ΝΠΔΔ-ΟΤΑ με την επωνυμία «Δήμος Γαλατσίου», που εδρεύει στο Γαλάτσι Αττικής, στη συμβολή των οδών Αρχιμήδους και Ιπποκράτους και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο αυτού, το οποίο εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο Νικόλαο Σεβαστάκη.

 

Της καλούσας-εφεσίβλητης-ενάγουσας-καθ'ης η πρόσθετη παρέμβαση: ., κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής, οδός ., που εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου.

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη (και στις δύο εφέσεις) . άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 14.10.2008 (με αριθ.καταθ. ./2008) αγωγή της (αναγνωριστική κυριότητας) κατά του ήδη εκκαλούντος της πρώτης έφεσης Ελληνικού Δημοσίου και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Επ' αυτής, κατά τη συζήτηση της οποίας παρενέβη προσθέτως υπέρ του εναγομένου, με την από 4.5,2010 (με αριθ.καταθ. ./2010) πρόσθετη παρέμβαση του ο ήδη εκκαλών της δεύτερης έφεσης Δήμος Γαλατσίου, εκδόθηκε αντιμωλία, με την τακτική διαδικασία, η 3075/2013 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση, έγινε δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνωρίστηκε η ενάγουσα κυρία του επίδικου ακινήτου. Την απόφαση αυτή προσέβαλε τόσο το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την από 5.7.2013 πρώτη ως άνω έφεση, όσο και ο υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβαίνων Δήμος Γαλατσίου με την από 4.7.2013 δεύτερη ως άνω έφεση, στρεφόμενος όχι μόνο σε βάρος της . αλλά και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, για τη συζήτηση των οποίων ορίστηκε δικάσιμος η 11η.2.2014. Κατά τη δικάσιμο αυτή συνεκδικάστηκαν αμφότερες οι ανωτέρω εφέοεις, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 3423/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την από 4.7.2013 έφεση τυπικά ως προ το τμήμα με το οποίο στρεφόταν και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκε δε κατά τα λοιπά αμφότερες τυπικά και ουσιαστικά, εξαφάνισε την εκκαλουμένη με αριθμό 3075/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και συνεκδίκασε την ανωτέρω αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη, δέχθηκε δε την πρόσθετη παρέμβαση, επιβάλλοντας σε βάρος της εφεσίβλητης-ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των ήδη εκκαλούντων (εναγομένου και υπέρ αυτού παρεμβαίνοντος), αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Κατόπιν δε της από 12.1.2015 (και με αριθ.καταθ. ./15.1.2015) αίτησης αναίρεσης της εφεσίβλητης-ενάγουσας αναιρέθηκε η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της υπ' αριθ. 358/2016 απόφασης του Αρείου Πάγου (Γ' Πολιτικό Τμήμα), για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ' αυτήν και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή. Επαναφέρθηκαν δε, δια της από 24.7.2017 (και με αριθ.καταθ. ./2017) κλήσεως της εφεσίβλητης-ενάγουσας, οι ανωτέρω εφέσεις νομότυπα προς επανεκδίκαση κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 16ης.10.2018, (κατά το αναιρεθέν τμήμα της 3423/2014 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου) στο παρόν Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, συζητήθηκαν μεν οι ανωτέρω εφέσεις από την ορισθείσα Εφέτη, πλην όμως επ' αυτών δεν εκδόθηκε απόφαση εντός ευλόγου χρόνου από την τελευταία, με συνέπεια την αφαίρεση της δικογραφίας από εκείνη, δυνάμει της υπ' αριθ. 378/2022 (και με αριθ.καταθ. ./2022) Πράξης αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και ορισμού επανασυζήτησης της ανωτέρω κλήσεως. Ήδη, επομένως, δυνάμει της ίδια Πράξης επανεισάγεται, στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, προς οίκοθεν ανασυζήτηση η ανωτέρω κλήση (μετά την αναίρεση) προς επανεκδίκαση των ανωτέρω εφέσεων.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, η μεν καλούσα-εφεσίβλητη-ενάγουσα-καθ' ης η πρόσθετη παρέμβαση και ο δεύτερος καθ'ου η κλήση- υπό στοιχείο Β εκκαλών- προσθέτως παρεμβαίνον, εκπροσωπήθηκαν με δηλώσεις του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, από τους προαναφερόμενους πληρεξούσιους Δικηγόρους, το δε πρώτο καθ'ου η κλήση-υπό στοιχείο Α εκκαλούν-εναγόμενο δεν εκπροσωπήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I] Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Κατά δε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται με κλήση. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την αναίρεση της αποφάσεως οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως, ήτοι κατά τα πληγέντα κεφάλαια της (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναιρέσεως που έγινε δεκτός και όχι ως προς άλλα, εκτός αν τα τελευταία συνδέονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (ΑΠ 808/2017 τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 479/2009τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 707/2008 ΝοΒ 56.2190, ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563, ΕφΠατρ 16/2020 τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, ήτοι για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, τότε αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο (ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804, ΑΠ 88/1996 ΕλλΔνη 1996.1554,ΕφΠατρ 16/2020 ό.π.,ΕφΝαυπλ 66/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 6795/2006 ΕλλΔνη 2006.1686, Κεραμεας/Κονδύλης/Νίκας:Ερμηνεία ΚΠολΔ όρθρο 581 αριθμ. 6, σελ. 1082, Νίκος: ΠολΔ, Τόμος Μ' έκδοση 2007 παρ. 121. αριθμ. 34 σελ. 564). Στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, τα όρια δε αυτά δεν προσδιορίζονται μόνον από το διατακτικό της αναιρετικής αποφάσεως, αλλά, κυρίως από το αιτιολογικό της (ΑΠ 570/2005,ΑΠ 129/2004, ΕφΠατρ 16/2020 τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1308/2004 τνπ ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμη, όταν ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως πλήττει - κατά νομική ακολουθία - το κύρος της όλης αποφάσεως, κατά το διατακτικό της αναιρετικής σε συνδυασμό όμως και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804). Έτσι σε περίπτωση που χώρησε αναίρεση για μη λήψη υπόψη αποδείξεων (λόγος από τον υπ'αριθ. 11 άρθρ 559 ΚΠολΔ) και δεν προκύπτει κάτι άλλο, η αναίρεση είναι καθολική και το εφετείο εξετάζει συνολικά την υπόθεση και πάλι (ΑΠ 1840/2007 ΝοΒ 2008.708, ΑΠ 805/2003 ΕλλΔνη 2004.92, Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠολΔ εκδ.2012 τ I. Υπ’αρθρ. 579, σελ. 1238). Αν αντιθέτως η απόφαση αναιρεθεί μερικώς ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της αποφάσεως το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 524/2010, ΑΠ 721/2009, ΑΠ 4Ο4/2007 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310, ΕφΠατρ 16/2020 ό.π.). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και αναιρέθηκε εν μέρει, κατά το αυτό αναιρεθέν κεφάλαιο χωρεί η επανεξέταση της εφέσεως από το Δικαστήριο της παραπομπής. Κατά την επανεκδίκαση, δηλαδή, της εφέσεως οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναίρεση δεδικασμένου από την μερικώς οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτέρου βαθμού και συνεπώς δεν ερευνώνται εκ νέου ούτε θίγονται τα κεφάλαια της διαφοράς τα οποία αντιστοιχούν στις μη αναιρεθείσες διατάξεις, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002τνπ ΝΟΜΟΣ). Από δε τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 580 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν», προκύπτει ότι το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171), όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της αποφάσεως που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Ερευνώντας όμως τις διαταχθείσες αποδείξεις δύναται, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, να τις εκτιμήσει και διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση και δεν δεσμεύεται ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1614/2008τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 79/1988τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 16/2020 ό.π.), αφού η υποχρέωση του Δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα που έλυσε ο Άρειος Πάγος με τον λόγο της αναιρέσεως που έκανε δεκτό, ενώ, αντιθέτως, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σε σχέση με την ουσία της διαφοράς η περί της οποίας κρίση, άλλωστε είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 906/ 2009 τνπ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια, τέλος, της διατάξεως του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της αποφάσεως καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση. Ως εκ τούτου οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη γίνεται νόμιμη επίκληση τους κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ. Κατά τα λοιπά, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά την συζήτηση στην οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 36.1576, ΕφΠατρ 16/2020 ό.π.).

 

II] Κατά το άρθρο 307 εδ. α', β', γ' και δ' ΚΠολΔ: «Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάσθηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού ορισθεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση γκι τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάσσει να επαναληφθεί η συζήτηση. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, οι κλήσεις για συζήτηση και τα αποδεικτικά της επίδοσης συντάσσονται ατελώς». Κατά την ορθότερη γνώμη, η κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αποτελεί, όπως και η εκ του άρθρου 254 ΚΠολΔ τέτοια, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΕφΑΘ 3381/2021 ΕλλΔνη 2022.830, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε ΕφΑΘ 323/2008, ΕφΑΘ 1683/2004 και ΕφΑΘ 3000/2004 αδημ. Μ.Μαργαρίτης/Αν.Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, εκδ.2018, άρθρο 307, σ.514, Καλ.Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, εκδ.2000, άρθρο 307, σ.612, contra, ότι αποτελεί πλήρη αντικατάσταση της προηγούμενης συζήτησης, ΕφΑΘ 2448/2004 και ΕφΑΘ 603/2003 αδημ., ΕφΑΘ 927/2003 ΕλλΔνη 2004.257). Ο διάδικος δε, που παρίσταται νόμιμα σε ένα από τα δύο στάδια, ενώ απουσιάζει από το άλλο δικάζεται αντιμωλία (ΑΠ 420/1983 ΕλλΔνη 1983.462, ΕφΔωδ 212/2009, ΕφΠατρ 212/2009 ΝΟΜΟΣ- Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ τ.ΙΙ εκδ. 2000, σελ.530). Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η κατ’ αυτό τον τρόπο επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως κανένας δικαιολογητικός λόγος δεν συντρέχει ώστε να αντιμετωπιστούν με διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, καθόσον οι δύο περί επαναλήψεως διατάξεις διαφέρουν μόνο ως προς το λόγο της επαναλήψεως, ο οποίος μάλιστα στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν είναι δυνατόν να οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου, ο οποίος δεν δύναται να αποτρέψει την τοιαύτη επανάληψη, ώστε να υφίσταται δικαιολογητικός λόγος στην τελευταία περίπτωση, να έχει, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις δυσμενέστερη μεταχείριση, δικαζόμενος ερήμην, με τις εντεύθεν συνέπειες. Άλλωστε ούτε η σύνθεση του Δικαστηρίου από άλλα μέλη κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί επαρκή λόγο διαφοροποιήσεως των συνεπειών, διότι και στην περίπτωση του άρθρου 254 ΚΠολΔ, κατά την παρ.3 αυτού, δεν επιβάλλεται η σύνθεση να αποτελείται από τους αυτούς δικαστές αν τούτο είναι αδύνατο για φυσικούς ή νομικούς λόγους. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση προτάσεων, αλλά κατ' αυτήν επιτρέπεται συμπλήρωση των ήδη κατατεθειμένων, ενώ ο διάδικος που τυχόν δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, χωρίς να χρειάζεται κατάθεση νέων προτάσεων (ΕφΑΘ 3381/2021, ΕφΑΘ 323/2008 ό.π.) και επειδή η αρχική συζήτηση δεν αποδυναμώνεται, τα πρακτικά, τα οποία συντάχθηκαν κατ' αυτήν, παρέχουν πλήρη απόδειξη (ΑΠ 1067/1974 ΝοΒ 22.917).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η καλούσα-ενάγουσα με την από 14.10.2008 ( και με αρ. κατάθεσης δικογράφου ./2008) αγωγή της απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία), στρεφόμενη εναντίον του πρώτου καθ’ ου η κλήση-εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου ζήτησε να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του περιγραφομένου στην αγωγή ακινήτου και να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου ο δεύτερος των καθ’ων η κλήση Δήμος Γαλατσίου άσκησε την από 4.5.2010 (και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2010) πρόσθετη παρέμβαση εναντίον της καλούσας-ενάγουσας και υπέρ του πρώτου καθ'ου η κλήση-εναγόμενου, ζητώντας να απορριφθεί η αγωγή. Η ανωτέρω αγωγή και η πρόσθετη παρέμβαση συζητήθηκαν κατά τη δικάσιμο της 5ης.3.2013 και επ' αυτών εξεδόθη η υπ' αριθμ. 3075/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τόσο α) το πρώτο εκ των καθ' ων η κλήση (εναγόμενο) με την από 5.7.2013 (και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./8.7.2013 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ./20.8.2013 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο) έφεση του, όσο και β) ο δεύτερος εκ των καθ' ων η κλήση (προσθέτως παρεμβαίνων) Δήμος με την από 4.7.2013 (και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./12.7.2013 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ./20.8.2013 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο), με τις οποίες ζητούσαν να εξαφανιστεί η προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να απορριφθεί η από 14.10.2008 αγωγή, γενομένης εντεύθεν δεκτής και της ανωτέρω πρόσθετης παρέμβασης Το παρόν Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 3423/2014 οριστική απόφαση του, συνδεκδικάζοντας αμφότερες τις ανωτέρω εφέσεις (λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας) απέρριψε μεν τυπικά την υπό στοιχείο β) εξ αυτών ως προς το τμήμα της με το οποίο στρεφόταν και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκε δε κατά τα λοιπά αμφότερες τις εφέσεις τυπικά και κατ'ουσίαν, εξαφάνισε τη με αριθμό 3075/2013 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και συνεκδίκασε την προαναφερόμενη ένδικη αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση και απέρριψε την αγωγή ως ουσία βάσιμη. Κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου η καλούσα-ενάγουσα την από 12.1.2015 (και με αριθμό κατάθεσης ./15.1.2015) αίτηση αναίρεσης. Με την υπ' αριθμ. 358/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου (Γ’ Πολιτικό Τμήμα) αναιρέθηκε, η υπ' αριθμ. 3423/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο αυτό Δικαστήριο (συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το μέρος για το οποίο χώρησε η αναίρεση της απόφασης [που δεν αναιρέθηκε κατά το μέρος που κήρυξε απαράδεκτη την υπό στοιχείο β) ένδικη έφεση ως προς το 2° των σ'αυτήν εφεσίβλητων Ελληνικό Δημόσιο], ήτοι για τους ακόλουθους αναιρετικούς λόγους: i) αφενός του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, που συνίσταται εν προκειμένω στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ, καθότι ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ως ενιαία μείζονα έκταση το κτήμα Βεϊκου επιφανείας 4.500 στρεμμάτων, που περιλαμβάνει καλλιεργήσιμα τμήματα, βοσκότοπους, χέρσες εκτάσεις, λατομείο και δασοκτήματα στο οποίο ανήκει και το επίδικο εδαφικό τμήμα δεν αρκέστηκε προς θεμελίωση της επ' αυτού χρησικτησίας από την ενάγουσα και τους δικαιοπαρόχους της στην απόδειξη πράξεων νομής στη μείζονα αυτή έκταση αλλά πλημμελώς απαίτησε επιπλέον εξειδίκευση επί μέρους διακατοχικών πράξεων επιδηλωτικών αυτής επί του τελευταίου (επιδίκου) και μόνον, και αφετέρου ii)του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, που συνίσταται εν προκειμένω στο ότι κατόπιν επιτρεπτής (από τον Α.Π.) επισκόπησης του όλου περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης και το σύνολο των αιτιολογιών της, ιδίως δε της αναφοράς σ' αυτήν ότι «... τα έγγραφα και μισθωτήρια συμβόλαια που με επίκληση προσκομίζει η ενάγουσα (αναιρεσειουσα) αφορούν λατομικές εργασίες εξόρυξης μαρμάρου και σε βοσκή, χορτονομή, καλλιέργεια επί των βοσκήσιμων γαιών, λιβαδιών και καλλιεργήσιμων εκτάσεων» δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο αλλά αντιθέτως καταλείπονται αμφιβολίες για το ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και τα κάτωθι νομοτύπως προταθέντα με επίκληση έγγραφα, ήτοι α) την υπ'αριθ. ./1865 συμβολαιογραφική πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., με την οποία οι εκτελεστές της από 11.1.1864 διαθήκης του .  εγκατέστησαν την κληρονόμο του . χήρα . ή ., απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας στην κυριότητα, νομή και κατοχή ολοκλήρου του κτήματος, με παράδοση σ' εκείνη των τίτλων του κτήματος, β) την υπ'αριθ. ./1882 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών . για τον καθορισμό και την αναγνώριση των ορίων του κτήματος από την . χήρα . ή . και τους όμορους ιδιοκτήτες και γ) το υπ'αριθ. ./1892 εγγυητικό έγγραφο του συμβολαιογράφου Αθηνών ., με το οποίο ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας . παρέχει εγγύηση προς το Δημόσιο επί του όλου κτήματος στη θέση «Εύμορφη Εκκλησιά» για τον από το τελευταίο διορισμό σ' αυτό του αγροφύλακα ., τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διότι αφορούν στον πραγματικό ισχυρισμό της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) περί της άσκησης εκ μέρους των δικαιοπαρόχων της διακατοχικών πράξεων, επιδηλωτικών της νομής τους επί της περιλαμβάνουσας και το επίδικο εδαφικό τμήμα μείζονος έκτασης.

 

Κατόπιν τούτων, και δη της καθολικής, κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο I] μείζονα σκέψη, αναίρεσης της 3423/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα και δη ως προς τις ρηθείσες πλημμέλειες της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ και τη μη λήψη υπόψη των προδιαλαμβανόμενων αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκε και προσκόμισε η εφεσίβλητη κατά την κατ’ ουσία διερεύνηση τη ένδικης αγωγής, η καλούσα-εφεσίβλητη-ενάγουσα ήδη επανέφερε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 24.7.2017 (αρ. κατάθεσης ./2017) κλήση της, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, κατ' άρθρα 580 παρ. 3 εδ. β' και 581 παρ. 1-2 Κ.Πολ.Δ.: την από 5.7.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. . και ./2013) έφεση και την από 4.7.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. . και ./2013) έφεση, οι οποίες εισήχθησαν νομίμως προς συζήτηση στις δικάσιμο της 16ης.10.2018, οπότε και αμφότερες συζητήθηκαν, πλην όμως επειδή κατέστη αδύνατο να εκδοθεί απόφαση από την τότε δικάζουσα Εφέτη, νομίμως δυνάμει της με αριθμό 378/2022 Πράξεως της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, αφαιρέθηκε από την τελευταία η δικογραφία της ως άνω συζητηθείσης υπόθεσης κατά εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ και περαιτέρω διατάχθηκε και προσδιορίστηκε η επανάληψη-ανασυζήτηση της υποθέσεως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ως δικάσιμος. Για το λόγο αυτό παραδεκτά και νόμιμα, κατ' άρθρο 307 του ΚΠολΔ, επαναλαμβάνεται οίκοθεν η συζήτηση της ανωτέρω από 24.7.2017 κλήσεως μετά από αναίρεση, δια της από 24.3.2022 κλήσεως του Γραμματέως του Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, με την οποία γνωστοποιήθηκε η ανωτέρω Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και η οποία επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αιτούσα-εφεσίβλητη και στους καθ’ων η κλήση-εκκαλούντες (σύμφωνα με τις από 6.4.2022, 29.3.2022 και 28.3.2022 επισυναπτόμενες στη δικογραφία, εκθέσεις επίδοσης των Επιμελητών δικαστηρίων του Εφετείου Αθηνών …). Κατά τη σημερινή δικάσιμο η μεν καλούσα-εφεσίβλητη και ο δεύτερος καθ’ου η κλήση και εκκαλών στην υπό στοιχείο β) έφεση Δήμος Γαλατσίου παραστάθηκαν δια δηλώσεων των πληρεξουσίων Δικηγόρων αυτών (άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ το πρώτο των καθ' ων η κλήση και εκκαλούν στην υπό στοιχείο α) έφεση Ελληνικό Δημόσιο δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο Δικηγόρο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην υπό στοιχείο II] μείζονα σκέψη, το πρώτο των καθ' ων η κλήση και εκκαλούν στην υπό στοιχείο α) έφεση Ελληνικό Δημόσιο, αν και δεν παραστάθηκε κατά την επανασυζήτηση της υπόθεσης, εντούτοις δικάζεται αντιμωλία, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της δικογραφίας, είχε εκπροσωπηθεί από την Δικαστική Αντιπρόσωπο του Ν.Σ.Κ. Μαρία Τριανταφυλλοπούλου στην αρχική δίκη για τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης (στις 16.10.2018). Μετά ταύτα, νομίμως σύμφωνα με όσα κατά συνδυασμό και αλληλοσυμπλήρωση ορίζονται στις ανωτέρω υπό στοιχεία I] και II] μείζονες σκέψεις εισάγονται οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις προς συζήτηση και πρέπει να συνεκδικαστούν αφενός λόγω της μεταξύ τους φανερής σχέσης και συνάφειας αφετέρου επειδή υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ως εκ τούτου, οι νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσες εφέσεις των εκκαλούντων (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516, 518 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν δεκτές κατά τους τύπους και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, καθώς και η υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την άνω αναιρετική απόφαση, τα οποία ορίζονται από τα αντίστοιχα παράπονα των εφέσεων αυτών.

 

Με την ένδικη από 14.10.2008 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στρεφόμενη κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος της πρώτης έφεσης Ελληνικού Δημοσίου, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ιστορούσε ότι είναι κυρία του λεπτομερώς περιγραφόμενου στο δικόγραφο κατά έκταση και όρια ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση «Όμορφη Εκκλησιά» του Δήμου Γαλατσίου, εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου, την κυριότητα του οποίου απέκτησε με παράγωγο τρόπο, λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τους γονείς της, κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου από την πατέρα της ., που απεβίωσε στις 6.1.1956 και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από τη μητέρα της . χήρα . που απεβίωσε στις 11.11.2005, την κληρονομιά των οποίων αποδέχθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας επ' αυτού τις αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, με συνυπολογισμό της νομής της δικαιοπαρόχου μητέρα της (για το ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου) από το έτος 1956 μέχρι την άσκηση της αγωγής. Ότι στον πατέρα της το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει λόγω αγοράς από τις . συζ. . και . συζ.., κληρονόμων του ., στις οποίες είχε περιέλθει, με διαδοχική σειρά νόμιμων τίτλων, ως τμήμα του μείζονος κτήματος Βεϊκου ή Όμορφης Εκκλησιάς, επιφάνειας 4.500 στρεμμάτων, το οποίο σχηματίστηκε μεταξύ των ετών 1829 έως 1853 από αγορές διαφόρων εδαφικών τμημάτων που πραγματοποίησε ο ., ο οποίος όπως και οι διάδοχοι του άσκησαν επ' αυτού τις επικαλούμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, που προσιδιάζουν στη φύση του, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από τους ανωτέρω χρόνους κτήσης των επιμέρους τμημάτων του ως το έτος 1956. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη έννομο συμφέρον, λόγω αμφισβήτησης της κυριότητας της, από το εναγόμενο, ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία του επιδίκου. Επί της αγωγής αυτής και της ασκηθείσας υπέρ του εναγομένου πρόσθετης παρέμβασης του έτερου εκκαλούντος Δήμου Γαλατσίου, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία αυτές συνεκδικάστηκαν, κρίθηκαν παραδεκτές και νόμιμες, έγινε δεκτή η αγωγή ως βάσιμη επί της ουσίας και απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το Ελληνικό Δημόσιο και ο προσθέτως παρεμβάς Δήμος με τις κρινόμενες εφέσεις τους και ζητούν, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτές και που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, να γίνουν αμφότερες δεκτές και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

 

III] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 1041 και 1045 ΑΚ προκύπτει, ότι επί αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας αγωγής που αφορά τμήμα μείζονος ενιαίας έκτασης και στηρίζεται σε χρησικτησία, για τη θεμελίωση της τελευταίας αρκεί η παράθεση και απόδειξη διακατοχικών πράξεων εκ μέρους του ενάγοντος και των τυχόν δικαιοπαρόχων του, επιδηλωτικών της νομής τους στη μείζονα έκταση για όσο χρόνο απαιτείται κατά περίπτωση από το νόμο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση επί μέρους πράξεων νομής και στο επίδικο τμήμα, αφού πρόκειται για ενιαία έκταση, η δε φυσική εξουσία τους και το πνευματικό στοιχείο (διάνοια κυρίου) τούτων εκτείνεται σε ολόκληρο το μείζον ακίνητο, εντός του οποίου εμπίπτει και το επίδικο τμήμα (ΑΠ 358/2016, ΑΠ 1420/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ).

 

IV] Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως "περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων" προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητα του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013, ΕφΑΘ 2516/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17.11/1.12.1836 «περί ιδιωτικών δασών» που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση δε των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω Β.Δ/τος θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ.(50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), και οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού, με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Η ύπαρξη ταπί', 'χοτζέτ' ή άλλου οθωμανικού τίτλου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η υποβολή των τίτλων αυτών στη διαδικασία του άρθρου 3 του β.δ. της 17.11/29.11.1836 δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης, αλλά έχει σημασία για την κρίση ότι η νομή ήταν ανεπίληπτη κατά την κρίση του νομέα (ΑΠ 102/2010, ΑΠ 178/2004 τνπ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δημόσια δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" (ΟλΑΠ 75/1987 , ΑΠ 52/2014, ΑΠ 1524/2012 τνπ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα, περιλαμβανομένου και του δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Δάσος δε κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν.ΑΧΝ'/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο .3077/1924 «περί δασικού Κωδικός» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ/φοι 1 και 2 του ν.998/1979. Κατ’ αυτές «ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβολή εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρέτηση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος» (άρθρο 3 παρ.1) και ως «δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχρός, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρέτηση μίαν ή περισσότερος των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών» (ΑΠ 400/2011 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 191/1997ΕλλΔνη 38.1544). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιαδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές, ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 309/2012 τνπ ΝΟΜΟΣ). Με την απόδειξη δε συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας κατά τον άνω τρόπο επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων. Ο σχετικός ισχυρισμός προτείνεται είτε απευθείας με αγωγή του προβάλλοντος δικαίωμα κυριότητας έναντι του Δημοσίου, είτε κατ' ένσταση εναντίον αγωγής του Δημοσίου κατ' αυτού (ΟλΑΠ 75/1987 ΝοΒ 37.1984, ΑΠ 730/2004 ΕλλΔνη 47.1020). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι όταν ενάγεται το Δημόσιο και ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει συμπληρωθεί υπέρ αυτού έκτακτη χρησικτησία σε δημόσιο ακίνητο πριν τις 11.9.1915, ο ισχυρισμός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ότι πρόκειται για δάσος από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, δεν ανατρέπει αφ'εαυτού τη συμπλήρωση της έκτακτης χρησικτησίας (εφόσον αυτή χωρεί και επί δασών), και δεν ασκεί έννομη επιρροή. Η αμφισβήτηση, όμως, των συγκεκριμένων πράξεων νομής και της συνοδεύουσας αυτές καλής πίστης αποτελεί άρνηση, ενώ η αμφισβήτηση της ύπαρξης τίτλων έχει σημασία μόνο στα πλαίσια της άρνησης της συνδρομής του στοιχείου της καλής πίστης και συνεπώς συνιστούν αντικείμενο ανταποδείξεως στο πλαίσιο της κυρίας αποδείξεως, που βαρύνει τον ενάγοντα για την ιστορική βάση της αγωγής του (ΕφΑΘ. 2516/2008 τνπ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν έννομη επιρροή μεταγενέστερες διατάξεις των δασικών κωδίκων που τέθηκαν σε ισχύ αργότερα, ειδικότερα δε και εκείνες του άρθρου 215 του ν.4173/1929 (όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 37 του α.ν. 1539/1938) και του άρθρου 16 του α.ν. 192/1946 που επαναλήφθηκε με το άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 «περί δασικού κωδικός», με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων γενικά δασών, θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ' αυτών καμία πράξη νομής και ότι η εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά, βοσκή και λοιπές αγροτικές πράξεις επί των δημόσιων γενικά δασών, δεν θεωρούνται ποτέ ως πράξεις νομής ή οιονεί νομής (ΑΠ 815/2013, ΑΠ 1524/2012 τνπ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεων του κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχα έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και τα οποία δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, καταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 160/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 "περί διοικήσεως κτημάτων", με το οποίο ορίστηκε "ότι όλα τα παρ1 ιδιωτών ή μόνο τούτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των ...ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο". Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Συναφώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός "περί διακρίσεως κτημάτων" τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητα του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν "δικαιώματι πολέμου", ανεξαρτήτως της κατάληψης τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017 τνπ ΝΟΜΟΣ). Οι στηριζόμενοι δε στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψης τους τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι ο ενάγων (ΑΠ 94/2020, ΑΠ 1182/2018 τνπ ΝΟΜΟΣ). Για να είναι όμως ορισμένη η αγωγή που στηρίζεται σε απόκτηση της κυριότητος του επιδίκου ακινήτου με χρησικτησία, δεν απαιτείται να εκτίθεται σ’ αυτήν ότι το ακίνητο δεν είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ούτε να δικαιολογείται για ποιο λόγο αυτό δεν συμβαίνει. Ο ιδιώτης, δηλαδή, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας, επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11.9.2015 ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθώς ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 325/2002,ΕφΠειρ 121/2021, ΕφΠατρ 389/2021,ΕφΑΘ 5214/2019τνπ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων .και ., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέρχονται στα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα δυνάμει της υπ' αριθ. ./8.6.2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμος .αι αριθμός .) αποδέχθηκε ατομικά κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου την κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1956, πατρός της ., και για λογαριασμό της αποβιωσάσης, το έτος 2005, μητρός της , η οποία είχε κληρονομήσει κατά το ποσοστό του ¼ εξ αδιαιρέτου τον αποβιώσαντα σύζυγο της, την κληρονομιά, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό και εν συνεχεία αποδέχθηκε και το ανωτέρω ποσοστό της κληρονομιάς του συζύγου της τελευταίας. Με αυτό τον τρόπο η ενάγουσα, φέρεται ότι κατέστη αποκλειστική κυρία της επίδικης εδαφικής έκτασης, επιφανείας, 700,87 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 704,62 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Όμορφη Εκκλησιά» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, πρώην Δήμου Αθηναίων, εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Γαλατσίου Αττικής και στον οικισμό ., το οποίο αποτυπώνεται με τον αριθμό . του υπ' αριθ. . «οικοδομικού τετραγώνου», στο από Οκτωβρίου 1940 διάγραμμα των μηχανικών . και . που προσαρτάται στην ./1940 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη . και συνορεύει ανατολικά με το υπ'αριθ.. γήπεδο αυτού του τετραγώνου, δυτικά με οδό, βόρεια με οδό και νότια με το υπ' αριθ.. του αυτού τετραγώνου. Περιλαμβάνεται εντός μείζονος εδαφικής έκτασης επιφάνειας 935,483 στρεμμάτων που βρίσκεται στην ίδια θέση Ομορφοκκλησιά-Λόφος Κόκκου Γαλατσίου, όπως αυτή απεικονίζεται στο από 6-10-1994 τοπογραφικό διάγραμμα του .ου συνεργείου κτηματογράφησης της ΠΕΔΑΝ. Ειδικότερα, η μείζων αυτή έκταση των 935,483 στρεμμάτων, στην οποία εμπίπτει το επίδικο, αποτελεί, κατά τους επικαλούμενους από την ενάγουσα τίτλους των δικαιοπαρόχων της όπως αυτοί εφαρμόστηκαν επί του εδάφους με το από 6-6-1998 διάγραμμα της ., υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών, τμήμα μεγαλύτερου κτήματος, γνωστού με την ονομασία "Κτήμα Βεϊκου" ή "Κτήμα Όμορφη Εκκλησιά", επιφάναας 4.500 στρεμμάτων περίπου, το οποίο περιλάμβανε όλη την περιοχή μεταξύ της κορυφογραμμής των Τουρκοβουνίων, του Γαλατσίου, της συνοικίας Κυπριάδου, της οδού Ηρακλείου, της Ριζούπολης, του Περισσού, της Ν. Ιωνίας και του ρέματος Καλογρέζας μέχρι την κορυφή των Τουρκοβουνίων, όπως προκύπτει και από το ./1-9-2008 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, στο οποίο αναγράφεται ότι: "σύμφωνα με την αριθ. πρωτ. ./27-8-2008 Τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού ., προέκυψε ότι η ανωτέρω ιδιοκτησία (σημ: αναφέρεται στο επίδικο που βρίσκεται στη θέση "Όμορφη Εκκλησιά" του Δήμου Γαλατσίου, στο .) εμπίπτει: 1. Στην έκταση του κτήματος Βεϊκου, όπως αστή περιγράφεται στο από 6-6-1998 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού . και 2. στην αναδασωτέα έκταση των 935,483 στρεμμάτων, όπως αυτή απεικονίζεται στο από 6-10-1994 τοπογραφικό διάγραμμα του συνεργείου κτηματογράφησης της ΠΕΔΑΝ, που συνοδεύει την με αριθ. 1147/10-10-1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ 1110/25-10-1994) περί κήρυξης ως αναδασωτέας έκτασης 935,483 στρ. στη θέση "Όμορφη Εκκλησιά" του Δήμου Γαλατσίου. Περαιτέρω, η έκταση αυτή, δεν περιήλθε ποτέ στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, εφόσον, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο IV] μείζονα σκέψη η Αττική δεν κατακτήθηκε από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις με τα όπλα, αλλά περιήλθε στην εδαφική κυριαρχία του ελληνικού κράτους στις 31.3.1822, κατ'εφαρμογή της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και μετά από σχετικές συμφωνίες των ελληνικών και τουρκικών αρχών. Μετά δε, τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Τούρκων και τη σύσταση του Ελληνικού Κρότους, ο .  πλούσιος έμπορος από την Ήπειρο που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, άρχισε να αγοράζει τμήματα κατά πλήρη κυριότητα διάφορα κτήματα, ευρισκόμενα στις περιοχές «Εύμορφη Εκκλησιά» και «Σκουμπουργιάννη» του σημερινού Δήμου Γαλατσίου. Ειδικότερα, στη διάρκεια των ετών 1829 μέχρι 1853, μέλη της οικογένειας Κοτζιά και δικαιοπάροχοι τους από τους οποίους ουδείς διέθετε οθωμανικούς τίτλους, έστω και άκυρους, μεταβίβασαν διαδοχικά προς αυτόν, τις παρακάτω εκτάσεις και συγκεκριμένα: α) με τα από 02.04.1829, 06.05.1829, 29.05.1829, 13.07.1829 και 06.09.1829 έγγραφα, που συντάχθηκαν ενώπιον του Δημοσίου Νοταρίου . το πρώτο και του Δημοσίου Νοταρίου . τα υπόλοιπα, οι αναφερόμενες σ’ αυτά εκτάσεις επιφάνειας 250, 20, 30, 300 και 80 στρεμμάτων αντίστοιχα, ευρισκόμενες στη θέση "Εύμορφη Εκκλησιά", για τις οποίες γίνεται μνεία ότι βρίσκονται στην εξουσία των Τούρκων και ότι ο αγοραστής θα τις παραλάβει μετά την αποχώρηση τους και σε αντίθετη περίπτωση (μη αποχώρησης) δεν θα έχει καμία αξίωση, μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης από τους … αντίστοιχα, προς τον αγοραστή …, β) με τις ενώπιον του Δημοσίου Νοταρίου Σπετσών …, που συντάχθηκαν στο σώμα των ανωτέρω εγγράφων, από 23.11.1829 ισάριθμες πράξεις ο αγοραστής .. μεταβίβασε τις αυτές ως άνω εκτάσεις στο …, γ) με το από 02.09.1830 έγγραφο του … και την ./04.03.1833 εγκριτική συναφή πράξη (επιτροπικό έγγραφο) του ως άνω Δημοσίου Νοταρίου, οι ίδιες πιο πάνω εκτάσεις μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης από τους . και .  στο ., δ) με το από 13-2-1833 έγγραφο που συντάχθηκε ενώπιον του Μνήμονος (Νοταρίου) της πόλης των Αθηνών ., οι ίδιες πιο πάνω εκτάσεις μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης από το . στον ., ε) με το από 27.02.1833 έγγραφο που συντάχθηκε από τον Πρόκριτο των Αθηνών . ενώπιον των Δημογερόντων Αθηνών … μεταβίβασαν λόγω πώλησης στον . την ακίνητη κληρονομιαία περιουσία της μητέρας τους ., θυγατέρας .  στη θέση «Ευμορφη Εκκλησιά», έκτασης 60 στρεμμάτων καλλιεργήσιμης έκτασης και στ) με τα ./1837, ./1841, ../1843, ./1852, ./1852, ./1852, ./1852 και ./1853 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών ., οι πωλητές α) … και ζ) … και η) … αντίστοιχα, μεταβίβασαν λόγω πώλησης στον αγοραστή . εκτάσεις επιφάνειας 60 στρεμμάτων (το πρώτο) τις αναφερόμενες σ’ αυτά εδαφικές εκτάσεις στη θέση Ευμορφη Εκκλησιά και με το τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο από αυτά και το κτήμα "Σκουμπουριάνους" σε μερίδια 1/4 αντίστοιχα με το καθένα, η επιφάνεια των οποίων δεν προσδιορίζεται σε όλους τους τίτλους. Όλες οι ανωτέρω εκτάσεις, αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε, το γνωστό ως "Κτήμα Βεϊκου", επιφάνειας 4.500 στρεμμάτων περίπου, που περιλάμβανε καλλιεργήσιμα τμήματα, βοσκότοπους (λιβάδια), χέρσες εκτάσεις, λατομεία άμμου, λίθων και μαρμάρων, ασβεστοκάμινο αλλά και δασοκτήματα και βουνά (γην αγρίαν) και εντός της οποίας, όπως εμμέσως ομολογεί (άρθρο 261 εδ.β' ΚΠολΔ) και το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο βρίσκεται το επίδικο ακίνητο. Η ευρύτερη αυτή έκταση, που μεταβιβάστηκε με τον προαναφερόμενο τρόπο στον ., διαμορφώθηκε από τον εν λόγω αγοραστή της σε ενιαία περιοχή, η οποία προδιορίζεται με ανατολικό-νοτιοανατολικό όριο την κορυφογραμμή των Τουρκοβουνίων και το Ψυχικό και με βόρειο-βορειοανατολικό όριο το ρέμα Καλογρέζας, όρια που θεωρούνται φυσικά και σταθερά, έτσι ώστε δικαιολογείται η αναφορά στα προαναφερόμενα έγγραφα ότι το ευρύτερο κτήμα «Ευμορφη Εκκλησιά» εκτείνεται δυτικά της κορυφογραμμής των Τουρκοβουνίων και νότια του ρέματος Καλογρέζας. Επομένως από ανατολικά και βόρεια, το ευρύτερο κτήμα οριοθετείται από σταθερό και φυσικά όρια που δεν αμφισβητούνται. Δυτικά το ευρύτερο κτήμα «Εύμορφη Εκκλησιά» συνορεύει εν μέρει με τη Λ. Ηρακλείου και νότια με το κτήμα Γαλατσίου. Το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι οι περιγραφές των ακινήτων κατά θέση, έκταση και όρια στα ως άνω συμβόλαια είναι ασαφείς. Τούτο, όμως μπορεί να δικαιολογηθεί, διότι στην εποχή των πιο πάνω μεταβιβάσεων ήταν δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η τοπογράφηση τόσο μεγάλων εκτάσεων, σύμφωνα και με τις ορθές και αναντίλεκτες ουσιαστικές παραδοχές της με αριθ. 4743/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Έτσι, κατά τους χρόνους υπογραφής των «Περί της ανεξαρτησίας της Ελλάδος» τριών Πρωτοκόλλων (δηλαδή στις 3.2.1830, στις 16.6.1830 και στις 1.7.1833) και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (δηλαδή στις 9.7.1832), αλλά και στις 31.3.1833, οπότε και ολοκληρώθηκε η ενσωμάτωση της Αττικής στο ελληνικό κράτος το επίδικο ακίνητο, ως περιλαμβανόμενο στην πιο πάνω ευρύτερη έκταση του κτήματος των 4.500 στρεμμάτων, κατ' αρχήν ανήκε κατά κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο. Οι απώτατοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης επ' αυτού με ταπί, την ύπαρξη του οποίου δεν επικαλείται αυτή για κανέναν και ως εκ τούτου, το επίδικο φέρεται από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο IV] μείζονα σκέψη να περιήλθε κατά κυριαρχικό δικαίωμα στην κυριότητα του ως δημόσιο κτήμα, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως δημιουργηθέντος σχετικού τεκμηρίου κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επ' αυτών, ανάλογο δε τεκμήριο δημιουργήθηκε από τις 30.11.1837, και για όσα τμήματα της ευρύτερης περιοχής αποτελούσαν, κατά τους σχετικούς ισχυρισμού του τελευταίου, λιβάδια. Άλλωστε και μετά την έκδοση του β.δ. της 17.11/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών", για το ακίνητο αυτό και την μείζονα φερόμενη από το Ελληνικό Δημόσιο δασική έκταση στην οποία αυτό περιλαμβάνεται, κανένας ιδιοκτήτης δεν τήρησε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 3 αυτού υποχρέωση υποβολής τίτλων στη Γραμματεία των Οικονομικών, εντός της ετήσιας ανατρεπτικής προθεσμίας από τη δημοσίευση του, γιατί δεν υπήρχαν τέτοιοι έστω και οθωμανικοί τίτλοι. Ωστόσο, ο . απέκτησε στην κατοχή του ολόκληρο το κτήμα «Βεϊκου» ή «Εύμορφη Εκκλησιά» («Ομορφοκκλησιά»), κατά τα προαναφερθέντα όρια, περιλαμβανομένου και του επιδίκου, συμπεριφερόμενος ως κύριος και πιστεύοντας ότι του ανήκει, με βάση τους προαναφερόμενους ανίσχυρους κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλους (ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα), κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις που ωστόσο πίστευε, μετά την ενσωμάτωση της Αθήνας στο νέο ελληνικό κράτος στις 31.3.1833, ότι του μεταβίβασαν την κυριότητα, έχοντας και την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει την κυριότητα άλλου, ούτε και του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, άλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι ουδέποτε τον όχλησε προβάλλοντας ίδιο δικαίωμα κυριότητας. Όπως σχετικά, ακολούθως αποδεικνύεται, ο . και οι διάδοχοι του ουδέποτε έπαυσαν από τις 31.3.1833, οπότε ενσωματώθηκε η Αττική στο ελληνικό κράτος και στη συνέχεια και μέχρι και τις 11.9.1915, να κατέχουν και να νέμονται ανεπίληπτα ολόκληρη την έκταση του κτήματος, ανεξαρτήτως της μορφολογίας της με την ειλικρινή πεποίθηση ότι είναι κύριοι αυτής και ότι δεν παραβιάζουν με τη συμπεριφορά τους τα δικαιώματα άλλων, ούτε και του Ελληνικού Δημοσίου. Πιο συγκεκριμένα, ο . απεβίωσε στις 10.10.1864. Με την από 11.1.1864 μυστική διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε με το 8/11-11-1864 πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, ο . όρισε μοναδική κληρονόμο του την .. Δυνάμει δε της υπ' αριθ. ./1865 συμβολαιογραφικής πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., οι εκτελεστές της από 11.1.1864 διαθήκης του . εγκατέστησαν στην κυριότητα, νομή και κατοχή ολόκληρου του κτήματος την προαναφερόμενη κληρονόμο του και απώτερη δικαιοπάροχο της ενάγουσας με παράδοση σε εκείνη των τίτλων του κτήματος. Περαιτέρω, με την υπ' αριθ. ./17.3.1882 πράξη καθορισμού ορίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., καθορίστηκαν και αναγνωρίστηκαν από την . και τους όμορους ιδιοκτήτες του κτήματος Ομορφοκκλησιά εν μέρει από δυτική και νότια πλευρά, τα όρια του εν λόγω κτήματος και αυτά των δικών τους κτημάτων. Η . απεβίωσε στις 21-1-1899 και κατέλειπε μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον γιο της ., ο οποίος υπεισήλθε στην κληρονομιά της μητέρας του, στην οποία περιλαμβανόταν και ολόκληρο το πιο πάνω κτήμα των 4.500 στρεμμάτων, επομένως και το επίδικο ακίνητο που αναμείχθηκε σ' αυτό. Τον τελευταίο, μετά το θάνατο του στις 15-2-1911, διαδέχτηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του η σύζυγος του . και τα τέκνα του .. Η . αποποιήθηκε την κληρονομιά με την 63/03.03.1911 πράξη του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και η μερίδα της προσαύξησε ισομερώς τις μερίδες των άλλων κληρονόμων. Από αυτούς ο .  με την από 31.08.1911 αγωγή του ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε τη διανομή όλου του ως άνω ακινήτου που είχε περιέλθει σ' αυτόν και στους συγκληρονόμους του. Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ο . αγόρασε από τη μητέρα του . και την αδελφή του ., δυνάμει του ./1918 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του δήμου Αθηναίων (τ.744 και αρ.293), τα 2/4 εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου (1/4 εξ αδιαιρέτου από την κάθε μία). Ακολούθως, αυτός και η αδελφή του Αικατερίνη, ως μόνοι πλέον συγκύριοι του κτήματος, με το ./16.03.1927 συνυποσχετικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ., συμφώνησαν να καταργήσουν τις μεταξύ τους δίκες για τη διανομή του κτήματος και προέβησαν σε εξώδικη διανομή του με την από 04.06.1927 απόφαση τους που κηρύχθηκε εκτελεστή με την 7008/1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, καθώς και με τα με αριθ. από 1 έως 16/1927 πρακτικά διαιτησίας που κηρύχθηκαν εκτελεστά με την 8855/1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών και μετεγράφησαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τ.. και αρ. .), από την οποία ο . έλαβε το βόρειο τμήμα του κτήματος, μεταξύ των οποίων και το επίδικο οικόπεδο, η δε αδελφή του . έλαβε το νότιο τμήμα του αγροτικού τομέα και διαιρετά τμήματα από τον οικιστικό τομέα του μείζονος κτήματος. Το επίδικο, λοιπόν ακίνητο, περιλαμβάνεται στα διαιρετά τμήματα από τον οικιστικό τομέα, που περιήλθαν κατά τον ως άνω τρόπο στον ... Μετά το θάνατο του, στις 13-9-1934, κληρονομήθηκε εκ διαθήκης, από τις θετές, με βάση την 5226/1925 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών περί υιοθεσίας, θυγατέρες του, .., αμφότερες το γένος . (η τρίτη θετή θυγατέρα του . είχε προαποβιώσει, χωρίς να καταλείπει κατιόντες), οι οποίες αποδέχθηκαν την κληρονομιά, τμήμα της οποίας ήταν και το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης και πώλησαν αυτό στον πατέρα της ενάγουσας με το ./13-9-1943 συμβολαιογραφικό έγγραφο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., που μεταγράφηκε νόμιμα. Όπως δε ήδη προαναφέρθηκε, την κληρονομιά του τελευταίου, που απεβίωσε στις 6-1-1956 και της μητέρας της που απεβίωσε στις 11-11-2005, αποδέχτηκε η ενάγουσα με την ρηθείσα ./8-6-2006 συμβολαιογραφική πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών .. Οι προμνημονευόμενοι αρχικός ιδιοκτήτης του μείζονος κτήματος . και όλοι οι ως άνω αναφερόμενοι διάδοχοι του κατείχαν και νέμονταν αρχικώς ολόκληρο (και επομένως και την επίδικη έκταση) το ενιαίο ακίνητο και ακολούθως, κατά τα τμήματα που περιήλθαν στον καθένα από αυτούς, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, όπως ήδη αναφέρθηκε, με βάση τους αναφερόμενους πιο πάνω κτητικούς τίτλους και κληρονομικές διαδοχές σύμφωνα με το β.ρ.δ. που ίσχυε στην Αττικής μέχρι την εισαγωγή του Α.Κ., στις 23.2.1946, κατά τις αντίστοιχες διακρίσεις από τότε που ο . αγόρασε και το τελευταίο τμήμα του (1853) και μέχρι την άσκηση της αγωγής έχοντας μέχρι την εισαγωγή του Α.Κ. (23.2.1946) την πεποίθηση ότι, νεμόμενοι το κτήμα δεν προσβάλλουν δικαίωμα κυριότητας τρίτων και αυτού ακόμα του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, μετά δε την εισαγωγή του Α.Κ. έχοντας την πεποίθηση, χωρίς βαριά αμέλεια, και σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το στοιχείο της καλής πίστης, ότι έχουν αποκτήσει κυριότητα στο όλο ακίνητο και το επίδικο. Ειδικότερα, η μεγαλύτερη αυτή έκταση αποτελείτο από καλλιεργήσιμους πεδινούς αγρούς (στους οποίους περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο), οπωροφόρα δένδρα, δασοκτήματα και βοσκήσιμες εκτάσεις, όπως επίσης ασβεστοκάμινους και λατομεία άμμου, λίθων και μαρμάρου. Την έκταση αυτή οι προαναφερόμενοι νομείς την εκμίσθωναν σε τρίτους κατά τμήματα για βοσκή, καλλιέργεια, εξόρυξη λίθων, συλλογή ρητίνης, όπως προκύπτει από τα μισθωτήρια συμβόλαια ./1837, ./1938, ./1843, ./1841 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1861 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1877 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1903 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1910 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1877 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1906 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1914 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1917 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./1918 και ./1923 του ίδιου Συμβολαιογράφου, ./1928, ./1928, ./1928 του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., ενώ δηλωτικά της φυσικής εξουσίασης του ενδίκου κτήματος από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας είναι περαιτέρω α) τόσο το υπ' αριθ. ./1892 εγγυητικό έγγραφο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., με το οποίο ο . παρέχει εγγύηση προς το Ελληνικό Δημόσιο επί του κτήματος στη θέση Ομορφοκκλησιά για το διορισμό του αγροφύλακα ., β) όσο και το ./1912 έγγραφο του Δασαρχείου Αττικής, με το οποίο απαγορεύεται η συλλογή ρητίνης από τα υπάρχοντα στο κτήμα πεύκα, μετά από αίτηση του . (εκ των κληρονόμων του .), στην οποία αναφέρεται αυτός ως ιδιοκτήτης. Ακόμη, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1867 έως το έτος 1910, δηλαδή συνεχώς για 40 και πλέον έτη, οι αντιστοίχως ως άνω απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας υπέβαλλαν κατ' έτος στο Δήμο Αθηνών, δηλώσεις βοσκής, αλλά και πλήρωναν στο Δήμο φόρους βοσκής, όπως προκύπτει από τα υπ' αριθ. ./1867, ./1869, ./1870, ./1872, ./1873, ./1874, ./1875, ./1876, ./1877, ./1879, ./1880, ./1881, ./1882, ./1883, ./1884, ./1885, ./1887, ./1888, ./1889, ./1890, 6381/1891, ./1892, ./1893, ./1894, ./1895, ./1896, ./1896, ./1897 και ./1897 διπλότυπα είσπραξης του Δημοσίου Ταμείου. Επίσης, επισκέπτονταν το κτήμα, το επέβλεπαν ως δικό τους, επιμελήθηκαν της οριοθέτησης του τόσο με την ρηθείσα ./1882 πράξη καθορισμού και με την προηγούμενη υπ'αριθ. 154/32.5.1853 έκθεση οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών, οροσημαίνοντας αυτά με ογκώδη ορόσημα, όσο και με τις μεταγενέστερες με αριθμούς ./1918, ./1923 και ./1924 πράξεις διακανονισμού ορίων, μεριμνούσαν για τη φύλαξη του, διορίζοντας αγροφύλακες-δασοφύλακες καθώς και με την αποβολή καταπατητών τμημάτων της όλης μείζονος εκτάσεως (βλ. το από 22.11.1858 πρακτικό συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και την 18448/1860 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, τα 190/1907 και 209/1907 πρακτικά συνεδριάσεως του Α' Ειρηνοδικείου βόρειας πλευράς Αθηνών και την 3954/1907 απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόρειας Πλευράς), ενώ αναγνωρίστηκαν και ως δικαιούχοι αποζημίωσης απαλλοτριώσεων για τα τμήματα αυτής (βλ. τις 146/1930 και 8/1935, 1030/1958, 944/1968, 357/1959 αποφάσεις του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών). Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι η επικαλούμενη ως άνω υπ'αριθ. 154/31.5.1853 έκθεση οριοθεσίας του Ειρηνοδίκη της Βόρειας πλευράς των Αθηνών, η οποία περιέχεται στην προσκομιζόμενη σε φ/ο πράξη κατάθεσης του Συμβολαιογράφου Αθηνών . δεν κρίθηκε πλαστή με την υπ' αριθ. 10897/1970 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια με την υπ'αριθ. 9244/1972 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Αντιθέτως, με τις αποφάσεις αυτές πλαστό κρίθηκε αντίγραφο της ως άνω υπ'αριθ. ./31.5.1853 εκθέσεως οριοθεσίας. Όπως προεκτέθηκε, το επίδικο δεν βρίσκεται εντός του σχεδίου πόλεως Γαλατσίου Αττικής, ωστόσο η ευρύτερη περιοχή του επιδίκου ακινήτου έχει πλήρως ενταχθεί στον αστικό ιστό και αποτελεί τμήμα του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Γαλατσίου, με πλήθος κατοικιών, δίκτυο δρόμων και σύνδεση με τα δημόσια δίκτυα παροχής ύδατος, ηλεκτρισμού και τηλεπικοινωνιών. Σύμφωνα δε με την από 14.10.2010 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του δασοπόνου ., προκύπτει ότι η επίδικη έκταση, τουλάχιστον από το έτος 1945 και μετά δεν ήταν ποτέ δάσος ή δασική έκταση, ούτε άλλωστε συνορεύει με δάσος ή δασική έκταση, αλλά με χέρσες οικοπεδικές εκτάσεις. Έτι περαιτέρω και για τα προηγούμενα του 1945 έτη, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου δύναται το Δικαστήριο να σχηματίσει βέβαιη δικανική πεποίθηση ότι το συνολικό κτήμα των 4500 στρεμμάτων, που σχηματίστηκε, κατά τις προδιαλαμβανόμενες παραδοχές, από τον . κατά τα έτη 1833 έως 1852, ήταν κατά το έτος 1836 δάσος. Αντίθετα τα πολιτικά Δικαστήρια με σειρά αποφάσεων του Αρείου Πάγου και του Εφετείου Αθηνών, που περιλαμβάνονται στις κατωτέρω στην οικεία θέση αναφερόμενες, όπως είναι και οι ενδεικτικώς προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως αποφάσεις με αριθμούς 1363/2006 του Εφετείου Αθηνών και 975/2008 του Αρείου Πάγου, επί σχετικών αγωγών αναγνώρισης κυριότητας ή διεκδικητικών αγωγών, έχουν αναγνωρίσει ότι το κτήμα Ομορφοκλησιάς δεν είχε δασικό χαρακτήρα, αλλά αποτελείτο κατά το πλείστον από αγρούς, οπωροφόρα δέντρα, βοσκήσιμες εκτάσεις, ασβεστοκάμινο, λατομεία άμμου, λίθων και μαρμάρων. Η έλλειψη δε δασικού χαρακτήρα του επιδίκου ενισχύεται περαιτέρω και από το με αριθμ.πρωτ. 42213/4896/24.8.1981 έγγραφο του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, με το οποίο δίνεται εντολή προς σύνταξη μελέτης οικιστικής αναπτύξεως της περιοχής Λόφος Κόκκου στο Γαλάτσι, στην οποία (περιοχή) όπως αναφέρθηκε, βρίσκεται στο Λόφο . (φέρον τον αριθμό .), μη δυναμένης της οικιστικής αξιοποίησης  του εν λόγω συνοικισμού, εφόσον αποδεικνυόταν ότι αυτό είχε αποτελέσει δάσος ή δασική έκταση. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εναγόμενου- εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου περί κηρύξεως αναδασωτέας της ιδιοκτησίας της ενάγουσας-εφεσίβλητης, με το αιτιολογικό ότι πρόκειται για δασική έκταση των παρ.2 και 4 του άρθρου 3 του ν.998/1979, που έχει εκχερσωθεί λεκτέα τα εξής: η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, που πράγματι είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ'αριθ. 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ Β' 134) και επανακηρύχθηκε ομοίως με την υπ' αριθ. 1147/1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ Δ’ 1110), απεικονιζόμενη στο από 6-10-1994 τοπογραφικό διάγραμμα του συνεργείου κτηματογρόφησης της ΠΕΔΑΝ, που συνοδεύει την υπόψη απόφαση του Νομάρχη Αθηνών. Ωστόσο, από το Ε.Δ.Δ.Α. (απόφαση της 10.4.2003, Παπασπύρου κ.λπ. κατά Ελλάδας) και από το ΣτΕ (ΣτΕ 2208/2011, 4644/2011), κρίθηκε ότι η εν λόγω απόφαση του Νομάρχη, που κήρυξε αναδασωτέα ευρύτερη έκταση, βασιζόμενη στην ρηθείσα απόφαση 108424/1934 του Υπουργού Γεωργίας, δεν στηρίχθηκε σε καμία νέα επανεκτίμηση της κατάστασης, όπως αυτή απεικονίζεται στην τελευταία απόφαση, και ότι , ενόψει του εξαιρετικά παρωχημένου χρόνου της κήρυξης της και του γεγονότος ότι αυτή αφορά γενικώς στην περιοχή όλου του λεκανοπεδίου της Αττικής, που ορίζεται ευρύτατα και χωρίς διάγραμμα, εξαιρουμένων, μάλιστα σημαντικών κατηγοριών εκτάσεων, δεν συνεπάγεται τον αυτόματο χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης ως αναδασωτέας, αλλά θα έπρεπε να αιτιολογείται με νεότερα στοιχεία η συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της (βλ. προσκομιζόμενη με αριθ. 4743/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών). Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, το ως άνω γεγονός ότι η μείζονα έκταση, μέρος της οποίας αποτελεί όπως αποδείχθηκε και το επίδικο, κηρύχθηκε ως άνω αναδασωτέα, ουδεμία επιρροή ασκεί στο υφιστάμενο δικανικό πόρισμα, αφού ο υφιστάμενο ιδιοκτήτης της αναδασωτέας έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας. Περαιτέρω η υφιστάμενη χορτολιβαδική βλάστηση (φρύγανα και χόρτα) δεν μπορεί, ενόψει των ανωτέρω, να της προσδώσει δασική μορφή, εφόσον δεν προκύπτει από άλλα νεότερα στοιχεία, (παρά μόνο από την Υπουργική Απόφαση έτους 1934, που , κατά τα ανωτέρω, κρίθηκε μη επαρκής), ότι αυτή περικλείεται από δάσος ή δασική έκταση, σύμφωνα με την παρ.3 (4) του άρθρου 3 του ν.998/1979. Επίσης, η ύπαρξη ισχνής δασικής βλάστησης (σχίνων, πρίνων) και μεμονωμένων πεύκων, δεν μπορεί, ενόψει των ανωτέρω να στοιχειοθετήσει δασικό οικοσύστημα (πρβλ. ΣτΕ 2729/2014, 2515/2009). Τέλος πρόσθετα στοιχεία, εισφερόμενα ως ενισχυτικά του δασικού χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, ήτοι ο χάρτης του Γερμανού αρχαιολόγου . των ετών 1878/79, οι από τις ./2-6-1994, ./19-9-1994,../6-10-1994 και ./10-10-1994 εκθέσεις φωτοερμηνείας του 4ου Συνεργείου Κτηματογράφησης αεροφωτογραφιών των ετών 1937, 1945, I960, 1969, 1972, 1978, 1983 και 1987, αλλά και το διάγραμμα με το υπόμνημα που τις συνοδεύει, με πεύκα μεγάλης ηλικίας διάσπαρτα σε όλη την επιφάνεια της με μεγαλύτερη πυκνότητα περί την έκταση του κτήματος των κληρονόμων ., η από την ./5-6-1912 απαγορευτική της ρητινοσυλλογής διάταξη του τότε Δασαρχείου Αττικής σε μια έκταση 10.000 στρ. περίπου στην οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη περιοχή, το με αριθ. 134246/13-10-1937 έγγραφο του Τμήματος Αναδασώσεων της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας με το οποίο δίνεται η έγκριση στον Δασάρχη Αναδασώσεων να απαγορεύσει τη ρητίνευση του Δάσους "Όμορφης Εκκλησιάς", καθώς και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες εγκρίσεις υλοτομίας πευκοδένδρων των ετών 1915 και 1917 (3473/1915, 4289/1915, 47527/1917) ανάγονται σε χρόνο παρωχημένο και γι’ αυτό το λόγο δεν συγκροτούν επαρκές αιτιολογικό έρεισμα για την κρίση της Διοίκησης ως προς το δασικό χαρακτήρα της κηρυχθείσας ως αναδασωτέας έκτασης (βλ. σχετ. ΣτΕ 713/2014 σκ.8, 4643/2011 τνπ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς το Δημόσιο δεν μπορεί να προβαίνει σε αναδάσωση βάσει της υπουργικής απόφασης του έτους 1934, καθότι σύμφωνα και με τις με αριθμούς 4643-4644/2011 αποφάσεις του ΣτΕ, ένας τέτοιος τρόπος πορείας σε μία τόσο περίπλοκη κατάσταση στην οποία οποιαδήποτε διοικητική απόφαση μπορεί να έχει αρκετά βαρύνουσα σημασία για τις ιδιοκτησίες ενός μεγάλου αριθμού προσώπων δεν μπορεί να θεωρηθεί επίδειξη σεβασμού προς το δικαίωμα το οποίο διαφυλάσσεται με ευλάβεια στο Αρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περί προστασίας της ιδιοκτησίας και δεν παρέχει επαρκή προστασία προς εκείνους οι οποίοι καλή τη πίστει νέμονται ένα ακίνητο ή είναι κύριοι αυτού, όπως συμβαίνει με τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας και την ίδια, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπ' όψιν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα αποζημιώσεως βάσει του Ελληνικού Δικαίου. Τα όσα δε περί του δασικού χαρακτήρα της υπόψη περιοχής της «Όμορφης Εκκλησιάς» καταθέτει ο μάρτυρας . Διευθυντής Δασών Αθηνών, που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προερχόμενα από προσωπικές του αξιολογικές κρίσεις, αφορώσες όμως, κατά το πλείστον, σε συνθήκες που ανάγονται σε τόσο παρελθοντικούς χρόνους (έτη 1928, 1912) ώστε ο ίδιος δεν θα ηδύνατο να διαθέτει προσωπική αντίληψη περί αυτών και μη επιβεβαιούμενα (τα όσα ο ανωτέρω μάρτυρας καταθέτει) από επικαιροποιημένα επιστημονικά ερείσματα για το δασικό χαρακτήρα της ανωτέρω περιοχής, δεν κρίνονται πειστικά. Αντίθετα, από πλήθος δημοσίων εγγράφων, τα οποία αναφέρονται αναλυτικά στην προσκομιζόμενη με επίκληση 9632/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν χαρακτήριζε την ευρύτερη έκταση ως ιδιωτική περιουσία, με την ανάλογη κατά περίπτωση αντιμετώπιση αναφορικά με τις άδειες ρητινοσυλλογής και υλοτομίας. Άλλωστε, σημειώνεται ότι έχει ήδη κριθεί αμετάκλητα με σειρά αποφάσεων του Α.Π. όπως με την προσκομιζόμενη μετ'επικλήσεως με αριθμό 975/2008 απόφαση, καθώς και με τις παρατιθέμενες στην επίσης προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως με αριθ. 4743/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με αριθμούς 358/2016, 2088/2014, 1420/2014, 1355/2014, 52/2014, 1047/2013, 1359/2002, 1358/2002, 1563/1995, 696/1980 και 30/1979 αποφάσεις του Α.Π, όπως και με τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως με αριθμούς 4743/2020, 1363/2006 και 9632/2000 καθώς και με τις παρατιθέμενες στην πρώτη εξ αυτών, με αριθμούς 6000/2012, 1752/2004, 2374/2003, 1363/2003, 1162/2002, 4017/2001, 4021/2001, 5947/2000, 5945/2000, 2386/2000, 8864/1995 και 6870/1993 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, η κυριότητα των κληρονόμων . επί του επίμαχου κτήματος Εύμορφης Εκκλησιάς και αναγνωρίστηκε εντεύθεν το εν λόγω κτήμα αμετακλήτως (στις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις που κρίθηκαν μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και ετέρων ιδιοκτητών τμημάτων του κτήματος αυτού), ως ιδιωτική περιουσία. Σύμφωνα, επομένως, με το σύνολο των προηγούμενων παραδοχών, εφόσον αποδείχθηκε ότι από το έτος 1833 και πάντως το αργότερο από το έτος 1855 έως τις 11.9.1915, δηλαδή συνεχώς και για διάστημα τριάντα (30) και πλέον ετών, νεμήθηκαν το επίδικο με διάνοια κυρίου και με ανεπίληπτη καλή πίστη, με βάση τους πιο πάνω τίτλους τους, οι προμνημονευόμενοι έμμεσοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας-εφεσίβλητης αυτοί έγιναν κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ.δ. (άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ.), ανεξάρτητα από τη μορφολογία της ευρύτερης έκτασης. Η υπόψη δε κυριότητα μεταβιβάστηκε στη συνέχεια νομοτύπως στους λοιπούς δικαιοπαρόχους της ενάγουσας και τελικώς στην ίδια με τους πιο πάνω τίτλους όπως αυτοί κατά σειρά αναφέρθηκαν. Ενόψει των ίδιων αποδειχθέντων γεγονότων, το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε άσκησε διακατοχικές πράξεις (με άσκηση καλόπιστης νομής επί 30 έτη, ώστε να καταστεί αυτό κύριο του όλου επίμαχου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία κατά το ίδιο προϊσχύσαν β.ρ.δ. ή μεταγενέστερα από 23.2.1946, με άσκηση νομής επί 20 έτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Α.Κ) με διάνοια κυρίου στο μείζον κτήμα Βέϊκου (και επομένως και στο επίδικο ακίνητο) έτσι ώστε να καταστεί αυτό κύριο του εν λόγω κτήματος και του περιεχόμενο σ' αυτό επιδίκου ακινήτου, με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Επίσης και συνεκδοχικά, ουδέποτε, σύμφωνα με τις ρηθείσες ουσιαστικές παραδοχές κατέστη καθ' οιονδήποτε τρόπο αδέσποτο το επίδικο ακίνητο και αδέσποτη η ευρύτερη έκταση, ώστε να περιέλθουν εν συνεχεία στο Δημόσιο. Μετά ταύτα, ως προς τον επιμέρους ισχυρισμό του εναγομένου-εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, που επαναφέρει και με το σχετικό σκέλος του επιμέρους λόγου της ένδικης έφεσης του περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων από την εκκαλουμένη απόφαση, και ο οποίος βάλει κατά της νομιμότητας της κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου κατά παράγωγο τρόπο και συνάπτεται με την ακυρότητα του ρηθέντος ./13-9-1943 συμβολαίου λόγω παράνομης κατάτμησης κατ’ άρθρο 60 παρ.1 του ισχύοντος δασικού κώδικα (ν.δ. 86/1969), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού ήδη κατά τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης εδαφικής έκτασης. Επαλλήλως, ο ίδιος ισχυρισμός που βάλλει κατά της νομιμότητας της κτήσης κυριότητας του επιδίκου κατά πρωτότυπο τρόπο (ήτοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας) στηρίζεται σε λάθος προϋπόθεση και ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέος, αφού οι συνέπειες (απόλυτη ακυρότητα) που προβλέπει το άρθρο 60 παρ.1 του δασικού κώδικα αφορούν μόνο σε δικαιοπραξίες και όχι στην κτήση κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Σύμφωνα, επομένως, με τις προηγηθείσες νομικές και ουσιαστικές παραδοχές, πέραν του αμέσως ανωτέρω ισχυρισμού του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν και οι λοιποί ισχυρισμοί τόσο του τελευταίου όσο και του προσθέτως παρεμβαίνοντος- έτερου εκκαλούντος Δήμου Γαλατσίου, οι οποίοι συνιστούν και τους αντίστοιχους υπό κρίση φερόμενους λόγους των ενδίκων εφέσεων αμφοτέρων, ήτοι: ότι το Ελληνικό Δημόσιο είναι κύριο της επίδικης έκτασης, διότι αυτή περιήλθε ως δημόσια έκταση στην κυριότητα του, λόγω διαδοχής του Οθωμανικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας «Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» του έτους 1832 και τα από 6.6.1830 και 7.7.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, ότι το επίδικο και η ευρύτερη έκταση στην οποία αυτό εμπίπτει, ανήκει στην κυριότητα του, καθόσον ήταν δάσος, κατά το έτος 1836 και δεν προσκομίστηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας του μέσα στην προβλεπόμενη από το β.δ. της 16.11.1836 «Περί ιδιωτικών δασών» ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους ή διότι ήταν λιβάδι ή βοσκότοπος τα έτη 1833-1834, για την επικαρπία του οποίου κανένας δεν παρουσίασε έγγραφο «ταπί», το οποίο είχε εκδοθεί από την τουρκική εξουσία ή διότι το επίδικο καταλήφθηκε πριν από το έτος 1837 ως αδέσποτο ή διότι αυτό ήταν αδέσποτο και καταλήφθηκε αργότερα από το Δημόσιο με βούληση κυρίου ή διότι το νεμόταν συνεχώς από την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους μέχρι την άσκηση της αγωγής, αφού η με βάση τα πιο πάνω τεκμήρια και κατά το χρόνο εκείνο, κυριότητα του Ελληνικού Δημόσιου, καταλύθηκε, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, με έκτακτη χρησικτησία του . και των διαδόχων του, που συμπληρώθηκε μέχρι τις 11.9.1915, όπως ιστορεί στην αγωγή της η εφεσίβλητη-ενάγουσα και έκτοτε (από τις 11.9.1915), ανήκει στην κυριότητα τους και μεταβιβάστηκε νομοτύπως στην κυριότητα των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας και τελικώς στην ίδια κυριότητα η οποία ουδόλως καταλύθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε την αναγνωριστική αγωγή κυριότητας της εφεσίβλητης απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του εναγόμενου-εκκαλούντος, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις απορριπτέοι δε ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι κρίνονται οι σχετικοί προς (μετά από αναίρεση) επανεκδίκαση παραδεκτό και νόμιμα φερόμενοι: 2ος (υπό στοιχείο Β.), 3ος (υπό στοιχείο Γ.), 4ος (υπό στοιχείο Δ.), 5ος (υπό στοιχείο Ε.) και 6ος (υπό στοιχείο ΣΤ.) λόγοι έφεσης του αφενός εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και 1ος (υπό στοιχείο Α.), 2ος (υπό στοιχείο Β.), 3ος (υπό στοιχείο Γ.) και 4ος (υπό στοιχείο Δ,Δ1-Δ5) λόγοι έφεσης του αφετέρου εκκαλούντος Δήμου Γαλατσίου: α) περί της επικαλούμενης ως εσφαλμένης αποδεικτικής εκτίμησης της εκκαλουμένης περί του ότι η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται στο μείζον «κτήμα Βέϊκου» ή «κτήμα Ομορφοκκλησιάς», β) περί της επικαλουμένηως ως εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από την εκκαλουμένη ως προς την εφαρμογή του άρθρου 62 παρ.1 ν.998/1979, που καθιερώνει το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί του επιδίκου ακινήτου λόγω του δασικού χαρακτήρα του, γ) περί της επικαλούμενης ως εσφαλμένης αποδεικτικής εκτίμησης της εκκαλουμένης περί του ότι το κριθέν ως πλαστό αντίγραφο της .4/1853 έκθεσης οριοθεσίας δεν ασκεί επιρροή στα όρια του ανωτέρω επίμαχου κτήματος που αγόρασε ο . γ) περί της επικαλούμενης ως εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και αποδεικτικής εκτίμησης της εκκαλουμένης περί του ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν καταστεί κύριοι της επίδικης εκτάσεως με τα προσόντα της χρησικτησίας δ) περί της επικαλούμενης ως εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από την εκκαλούμενη περί της από μέρους της παραβίασης του ισχύοντος δεδικασμένου, καθώς και της κακής εκτίμησης των αποδείξεων, που αφορούν τον χαρακτήρα της επίδικης έκτασης ως δασικής καθώς και ως αναδασωτέας ή τον χαρακτήρα αυτής ως λιβάδι ή βοσκότοπο και ε) περί της επικαλούμενης εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από την εκκαλούμενη περί της κατά νόμον απαγορευμένης κατάτμησης δασικής ιδιοκτησίας, αφού επισημανθεί ότι η υπόψη αναίρεση της με αριθ. 3423/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, δεν εκτείνεται και ως προς το κεφάλαιο της ανοιγείσης ενώπιον αυτού δίκης, που αντιστοιχεί στον πρώτο λόγο της κρινόμενης πρώτης έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείτο επειδή η εκκαλούμενη δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και τον οποίο με την ρηθείσα απόφαση του το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, απέρριψε' κεφάλαιο, συνεπώς ως προς το οποίο η εν λόγω απόφαση δεν εξαφανίστηκε αλλά διατηρεί το δεδικασμένο της Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες εφέσεις στο σύνολο τους ως αβάσιμες. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους καθόσον η ερμηνεία των κανόνων Δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 5.7.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2013) και από 4.7.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2013) εφέσεις.

 

Δέχεται τυπικά αυτές και

 

Απορρίπτει αυτές κατ' ουσίαν.

 

Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 7/10/2022, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, απόντων των διαδίκων, των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους και της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ