ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΔιατΕισΠρΘεσ 430/2019
Έγκληση
για απάτη επί δικαστηρίω σε πολιτική δίκη (διατροφές)
-.
’ρθρο 47 ΚΠΔ. Απορριπτική διάταξη με συνοπτική
αιτιολογία. Πότε η έγκληση θεωρείται νόμω αβάσιμη. Ο
Εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα να θέσει την υπόθεση στο αρχείο και όταν τα
καταγγελλόμενα αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως αρκεί η μήνυση να υποβλήθηκε
από τον παθόντα. Απάτη επί Δικαστηρίω. Ο ψευδής
ισχυρισμός πρέπει να υποστηρίζεται από την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών
αποδεικτικών μέσων (πλαστών, νοθευμένων, ή γνησίων αλλά με ψευδές περιεχόμενο).
Η προβολή αναληθούς ισχυρισμού με το εισαγωγικό δικόγραφο δε συνιστά καν αρχή
εκτελέσεως. Απαιτείται ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα σε συμπεριφορά και τη
Δικαστική απόφαση ως διαθετική πράξη. Όταν δε χωρεί τεκμήριο ομολογίας, και η
έκδοση απόφασης είναι αποτέλεσμα συνεκτίμησης αποδεικτικών στοιχείων η οποία
αποκλείει ακόμη και την απόπειρα, η ζημία του ηττηθέντος διαδίκου δε θεωρείται
παράνομη. Εν προκειμένω η μηνυόμενη στα δικόγραφα
διατροφής κατά του εγκαλούντος, ισχυρίστηκε όσα αποτύπωναν την προσωπική της
αντίληψη και γνώση, οι αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν αντιδικίας, οι Δικαστές
συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν τα εκατέρωθεν υποβληθέντα αποδεικτικά μέσα και οι
ισχυρισμοί σε καμία περίπτωση δε συνοδεύτηκαν από ανακριβή, νοθευμένα ή πλαστά
έγγραφα. Μη επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Ουσία αβάσιμη η έγκληση. Απορρίπτει.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Α.Β.Μ.: ...
Αριθμός Δ/ξης 430/2019
ΔΙΑΤΑΞΗ
Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Κατόπιν της από 10-10-2018 (Α.Β.Μ. : .) εγκλήσεως
του ... του ..., κατοίκου Θεσσαλονίκης, επί της οδού ...κατά της ... κατοίκου
Θεσσαλονίκης, επί της οδού ... με την οποία έγκληση καταμήνυε την προαναφερθείσα
εγκαλούμενη για την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 98
& 386§1 Π.Κ.), όπως η περιγραφόμενη στην υπό κρίση έγκληση πράξη μπορεί να
χαρακτηριστεί κατ' εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό, πράξη που φέρεται τελεσθείσα
στη Θεσσαλονίκη στις 4-7-2017, 27-9-2017, 8-3-2018 και 13-7-2018, διενεργήθηκε
προκαταρκτική εξέταση και μετά την ολοκλήρωση αυτής, εκθέτω τα ακόλουθα :
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 47§1 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας
εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο ή
είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την
απορρίπτει με διάταξη του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία. Κατά δε
την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή
ανακριτικές πράξεις, κατά το άρθρο 243 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο
εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της
ποινικής δίωξης, ενεργεί όπως στην προηγούμενη παράγραφο. Σημειώνεται επίσης
ότι το άρθρο 47 ΚΠΔ εφαρμόζεται και για τα εγκλήματα που διώκονται
αυτεπάγγελτα, εφ' όσον η μήνυση προέρχεται από τον παθόντα (ʼγγ. Μπουρόπουλος, κατ' άρθρον ερμηνεία του Κωδικός Ποινικής Δικονομίας, τόμος Α' σελ. 71). Νόμω αβάσιμη είναι η έγκληση, όταν τα εκτιθέμενα σε αυτή πραγματικά γεγονότα -αληθή
υποτιθέμενα- δεν συνιστούν έγκλημα κατ' άρθρο 14 Π Κ, όταν δηλαδή: α) δεν
συντρέχει ορισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά (ακαταμάχητη βία, πλήρης απάλειψη της
συνείδησης), β) λείπει οποιοδήποτε στοιχείο της αντικειμενικής ή της
υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος,
δόλος), γ) υπάρχει λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (άμυνα,
προσταγή κ.λ.π.) ή τον καταλογισμό (πραγματική ή
νομική πλάνη) ή εξαλείφει το αξιόποινο της πράξης (παραγραφή, αμνηστία) ή συντρέχει
υποχρεωτικός λόγος απαλλαγής από την ποινή. Συνεπώς, ο Εισαγγελέας έχει το
δικαίωμα να απορρίψει την έγκληση ως μη στηριζόμενη στο νόμο όταν ελλείπει το
στοιχείο του δόλου, το οποίο είναι απαραίτητο για την κρτά
το νόμο θεμελίωση και ολοκλήρωση ενός εγκλήματος (ΔιατΕισΕφΝαυπλ.
15/1998, ΠοινΧρον ΜΗ' 836, 837).
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 386§1α' του ΠΚ,
«Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος
βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν
γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή
παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της
απάτης απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία : α) σκοπός του δράστη να αποκτήσει ο
ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαίο να
πραγματοποιηθεί η επέλευση του περιουσιακού οφέλους, β) με γνώση του δράστη
παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση
αληθινών γεγονότων (υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα), από
την οποία ως παράγωγο αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και βλάβη ξένης περιουσίας, η
οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή
παραλείψεις του δράστη (βλ. ΑΠ 1323/93 ΠοινΧρον Μ
1142, ΑΠ 506/94 ΠοινΧρον ΜΔ 627, ΑΠ 180/91 ΠοινΧρον ΜΑ 874, ΑΠ 227/92 ΝοΒ
40.1039). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο
παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως
είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες
συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς βεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών
γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να
δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη
ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την
πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της
απάτης (ΑΠ 11/2009, ΑΠ 125/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως περιουσιακή δε διάθεση νοείται
κάθε πράξη παράλειψη ή ανοχή του πλανώμενου με την
οποία επιφέρει μεταβολή στην περιουσία αυτού ή τρίτου επί της οποίας έχει
εξουσία διάθεσης. Η περιουσιακή μεταβολή όμως αυτή πρέπει να είναι άμεση,
δηλαδή μεταξύ αυτής και της συμπεριφοράς του πλανώμενου
να μην παρεμβάλλεται περαιτέρω αυτόνομη πράξη άλλου προσώπου (Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα
κατά της Ιδιοκτησίας και της Περιουσίας, σελ. 485 επ.).
Το πρόσωπο δε που παρεπλανήθη, δεν απαιτείται να
είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται,
αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για
τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε
ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στην διάθεση
της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη
της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή, ανάμεσα στην βλάβη της ξένης περιουσίας
και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική
ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερά ο χαρακτήρας του
εγκλήματος της απάτης ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (μετατοπίσεως) (ΑΠ
440/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το έγκλημα της απάτης πραγματώνεται και
ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου με την παράσταση ή προσαγωγή ενώπιον του
δικαστή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων εν γνώσει του προσκομίζοντος
αυτά. Ο δικαστής, παραπλανώμενος με βάση τα
προσκομισθέντα στοιχεία, πρέπει να εκδώσει ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο
απόφαση, προσπορίζοντας έτσι σε αυτόν παράνομη περιουσιακή ωφέλεια και
βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του αντιδίκου του κατηγορουμένου. Ο δε
υποβληθείς ψευδής ισχυρισμός μπορεί να υποστηρίζεται από την εν γνώσει
προσαγωγή και επίκληση είτε πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, είτε γνησίων μεν
εγγράφων, αναληθών όμως κατά περιεχόμενο (ΑΠ 578/1995, Π. Χρ. ΜΓ 899 και MB
417).
Ειδικώς για το έγκλημα της απάτης επί Δικαστηρίω, που διαπράττεται με παραπλάνηση του Δικαστού,
όταν υποβάλλεται σε αυτόν ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν
γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων, δηλ. πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων
ή γνησίων αλλά ψευδών κατά το περιεχόμενο τους (ψευδής κατάθεση μάρτυρα κλπ.),
από τα οποία προκύπτει παραπλάνηση του και έκδοση αποφάσεως που ως διαθετική
πράξη βλάπτει την περιουσία τρίτου προσώπου (ΑΠ 238/2015, ΠΧρΞΣΤ,
340), δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως μόνη η προβολή αναληθούς
ισχυρισμού που μπορεί να γίνει και με το εισαγωγικό ακόμα δικόγραφο (ΑΠ
2051/2010, ΠΧρΞΒ, 19. Επ' αυτού βλ. και Ν.
Ανδρουλάκης: «Είναι νοητή η απάτη επί Δικαστηρίω»: ΠΧρΚ, 561 εξ' αφορμής της Συμβ. Πλημ. Ηρακλείου: 695/1970, ΠΧρΚ,
537). Η επίκληση και προσκομιδή αποδεικτικών μέσων προς απόδειξιν
των ισχυρισμών του διαδίκου κρίνεται υπό τους όρους της αιτιώδους συνάφειας
ανάμεσα σε αυτή τη δικονομική συμπεριφορά και την θεωρούμενη ως διαθετική πράξη
Δικαστική Απόφαση (ΑΠ 1188/2014, ΠΧρΞΕ, 506, ΑΠ
1103/2014, ΠΧρΞΕ, 531). Τούτο σημαίνει ότι σε
περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν χωρεί τεκμήριο ομολογίας, ως συμβαίνει κατά κανόνα,
και το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως κατά συνεκτίμηση και
αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται από όλους τους
διαδίκους (σχετ. ΑΠ 977/2009, Αρμεν. 2009, 1743), η
βλάβη της περιουσίας του ηττηθέντος διαδίκου δεν είναι παράνομη το μεν διότι
δεν αποτελεί άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης κατά τη
θεωρία του ισοδυνάμου των όρων που απαιτεί να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος όχι
μόνο ανάμεσα στην απατηλή συμπεριφορά του δράστη και την πλάνη του διαθέτοντος
αλλά και ανάμεσα σε αυτή, και την βλαπτική περιουσιακή διάθεση (σχετ. διάταξη Εισαγγ. Πρωτ. Θεσ/νίκης: 67/2007, ΠΧρΝΘ, 668), το δε διότι συνιστά τούτη αντανακλαστική
συνέπεια νόμιμης, συνταγματικής περιωπής (άρθρο 20 Συν/τος) διαδικασίας, βάσει
του ισχύοντος θετικού δικαίου (βλ. Ανδρουλάκης: εα, 569). Ακριβώς η συνεκτίμηση
από το Δικαστήριο όλων των αποδεικτικών μέσων αποκλείει και αυτή ακόμα την
απόπειρα διαπράξεως του εγκλήματος, διότι η επίκληση και η προσκομιδή
αποκλειστικών στοιχείων ψευδών, έστω, κατά περιεχόμενο δεν οδηγεί άνευ ετέρου
στην έκδοση σύμφωνης προς αυτά και μόνον δικαστικής αποφάσεως εάν για
οποιονδήποτε λόγο δεν ανακοπεί η προς αυτήν διαδρομή των πραγμάτων (ΑΠ
1021/2015, ε.α., ΑΠ 391/2015, ε.α.).
Τέτοιος ανακύπτων τη διαδρομή προς την ολοκλήρωση του εγκλήματος λόγος δεν
είναι η εκφερόμενη δικαστική κρίση, στον έλεγχο της οποίας εξ αρχής και εν
γνώσει όλων υποβάλλονται οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί και τα προσκομιζόμενα
αποδεικτικά μέσα. Επομένως, δεν στοιχειοθετούνται τα καταγγελόμενα
δια της εγκλήσεως εγκλήματα της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρΐω
και της απάτης επί Δικαστηρίω - η πράξη αυτή μάλιστα
καταγγέλλεται ότι διαπράχθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων,
ισχύοντος του ανακριτικού συστήματος - και η υποβληθείσα έγκληση είναι κατά
τούτο νόμο αστήρικτη (βλ. υπ' αριθμ. 201/2017 ΔιατΕισΠρΑΘ, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η παραβίαση ακόμη και του
καθήκοντος αληθείας, που θεσμοθετείται στο χώρο της πολιτικής δίκης με τη
διάταξη του άρθρου 116 του Κ,Πο,Α, που συντελείται με
την προβολή στο δικαστήριο του απλού ψευδούς πραγματικού ισχυρισμού, δεν μπορεί
να θεμελιώσει τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης στο δικαστήριο, καθόσον η
ως άνω παραβίαση συνεπάγεται μόνο δικονομικές κυρώσεις σε βάρος του διαδίκου
(1887/2012 Εφθεσσαλ, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προκαταρκτική
εξέταση που διενεργήθηκε και ειδικότερα, από το περιεχόμενο της έγγραφης
έγκλησης, των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν και την από 17-1-2019 χωρίς όρκο
κατάθεση της εγκαλούμενης, δεν προέκυψαν ενδείξεις ικανές που να δικαιολογούν
την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο Δικαστήριο, καθώς άπαντες οι ισχυρισμοί
που περιέχονται στις αιτήσεις και αγωγές που κατέθεσε η ... ενώπιον των
αρμοδίων πολιτικών Δικαστηρίων και συγκεκριμένα : α) της με αριθμ.
κατάθ. ./4-7-2017 αίτησης ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, β) της με αριθμ. καταθ. ./27-9-2017 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, γ) της με αριθμ. καταθ. ./8-3-2018 αίτησης ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και δ) της με αριθμ. καταθ. ./13-7-2018 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δεν στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του
αδικήματος της απάτης επί Δικαστηρίω, ούτε στο στάδιο
της απόπειρας, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας,
καθώς τα όσα ισχυρίστηκε στα δικόγραφα που κατέθεσε αποτύπωναν την προσωπική
της αντίληψη και γνώση, ενώ οι αποφάσεις που εκδόθηκαν επί των δικογράφων αυτών
εκδόθηκαν κατόπιν αντιδικίας, στις οποίες οι Δικαστές συνεκτίμησαν και συναξιολόγησαν τα υποβληθέντα αποδεικτικά μέσα, επιπλέον δε
σε καμία περίπτωση οι προβληθέντες ισχυρισμοί δεν
συνοδεύτηκαν από ανακριβή, νοθευμένα ή πλαστά έγγραφα.
Επομένως, δεν υπάρχουν οι απαραίτητες εκείνες
ενδείξεις ενοχής, που να δικαιολογούν την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του
ακροατηρίου και πρέπει η υπό κρίση έγκληση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.
Τα δε δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε
βάρος του εγκαλούντος, καθώς δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 585 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτουμε την από 10-10-2018 (Α.Β.Μ. : .)
έγκληση του ..., κατοίκου Θεσσαλονίκης, επί της οδού ...κατά της ... κατοίκου Θεσσαλονίκης, επί της οδού ...
για την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται τελεσθείσα
στη Θεσσαλονίκη στις 4-7-2017, 27-9-2017, 8-3-2018 και 13-7-2018.
Θεσσαλονίκη, 16-4-2019
Ο Εισαγγελέας
Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών