ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΔιατΕισΠρΠατών 269/2020
Απιστία κατ εξακολούθηση - Απάτη κατ εξακολούθηση
- Κακουργηματική απάτη - Παράνομη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες -.
Δεν συνάγεται ότι τελέστηκε από τους
εγκαλουμένους το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης σε βάρος των δύο
εγκαλούντων. Δεν συντρέχουν εν προκειμένω τα στοιχεία που απαιτούνται για την
πραγμάτωση του εγκλήματος: παράσταση από τους εγκαλουμένους ψευδών γεγονότων ως
αληθινών, παραπλάνηση των εγκαλούντων και πράξη που επιφέρει βλάβη σε ξένη
περιουσία. Δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράνομη νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα, καθόσον τα επίμαχα χρήματα προήλθαν από την ατομική
περιουσία του εγκαλουμένου. Απόρριψη έγκλησης ως αβάσιμης. Δεν προέκυψαν
επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος των εγκαλουμένων για τις αξιόποινες πράξεις
της απιστίας τελεσθείσας κατ εξακολούθηση, της απάτης τελεσθείσας κατ
εξακολούθηση, της ηθικής αυτουργίας στην κακουργηματική απάτη, της παράνομης
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία
του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου
Πατρών).
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΧΤΠ: Ιούνιος 2006 μέχρι και τέλη
2007
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
Α.Β.Μ:
Αριθμ: 269/20
ΔΙΑΤΑΞΗ
(κατ' άρθρο
51 παρ.3 ΚΠΔ)
Η
Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πατρών
Αφού
λάβαμε υπόψη την με ημερομηνία 23/9/2010 μηνυτήρια αναφορά (η οποία επέχει θέση
εγκλήσεως, καθ οσον άφορα τους αμέσως παθόντες), που
κατετέθη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία
Πρωτοδικών Πατρών λόγω τοπικής αρμοδιότητας (λαμβάνοντας ABM:
) των: 1)
, κατοίκου
Κάμπελ Καλιφόρνιας ΗΠΑ (οδός
) και 2)
, κατοίκου Σαν Χοσέ Καλιφόρνιας ΗΠΑ
(οδός
) κατά των: 1)
(δικηγόρου Πατρών κατά την επίδικη περίοδο-ήδη
δικηγόρου Αθηνών), κατοίκου Αθηνών (οδός
) και 2)
, κατοίκου Λονδίνου
Ηνωμένου Βασιλείου (
) για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απιστίας τελεσθείσας
κατ' εξακολούθηση, η περιουσιακή ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των
120.000 ευρώ (άρθρα 26°, 27 παρ. 1°, 98, 390 παρ.1 εδ.
β-α , του Ποινικού Κώδικα), β) της απάτης τελεσθείσας κατ εξακολούθηση, το συνολικό
όφελος και η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ
(άρθρα 98 και 386 παρ.1β-α του Ποινικού Κώδικα), γ) της ηθικής αυτουργίας στην
κακουργηματική απάτη (άρθρα 47 παρ. 1 και 386 εδ.β-α
του Π.Κ) και δ) της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες (άρθρο 39 του Ν.4557/2018), που φέρονται ως τελεσθείσες από στην
Πάτρα κατά το χρονικό διάστημα από Ιούνιο του 2006 μέχρι και τέλη του έτους
2007, εκθέτουμε τα κάτωθι:
Η σε
βάρος των ανωτέρω εγκαλουμένων ποινική δικογραφία με ABM:
σχηματίσθηκε
κατόπιν κατάθεσης στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (η οποία εν συνεχεία
διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, εκ του τόπου τελέσεως της
πράξης) της από 23/9/2010 εγκλήσεως των: α)
και β)
, και παραγγέλθηκε με
σχετικές παραγγελίες μας η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προς διακρίβωση
της βασιμότητας ή μη των καταγγελλομένων σχετικά με την τέλεση των αξιόποινων
πράξεων α) της απιστίας τελεσθείσας κατ εξακολούθηση, η περιουσιακή ζημία εκ
της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρα 26°, 27 παρ.Ι0, 98, 390
παρ.1 εδ.β-α του Ποινικού Κώδικα), β) της απάτης
τελεσθείσας κατ' εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία εκ της
οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρα 98 παρ.1β-α του Ποινικού
Κώδικα), γ) της ηθικής αυτουργίας στην κακουργηματική (άρθρα 47 παρ.1 και 386 εδ.β-α του Π.Κ) και δ) της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων α
εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 39 του Ν.4557/2018), που φέρονται ως τελεσθείσες
από στην Πάτρα κατά το χρονικό διάστημα από Ιούνιο του 2006 μέχρι και τέλη του
έτους 2007. Εν συνεχεία, κατόπιν του υπ' αριθμ. πρωτ. ./26-3-2013 εγγράφου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού
Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών και του υπ' αριθμ.πρωτ. ΕΜΠ../18-4-2013
εγγράφου του ΣΔΟΕ (Επιχειρησιακή Διεύθυνση Εσωτερικών Αποφάσεων) προς τον
Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ζητήθηκε (από τον Εισαγγελέα Οικονομικού
Εγκλήματος) η αποστολή από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πατρών της παρούσης
δικογραφίας (με ΑΒΜ:.), η οποία και διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα Οικονομικού
Εγκλήματος με το υπ' αριθμ.πρωτ. ./4-6-2013 έγγραφο
της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών. Ακολούθως, η εν λόγω δικογραφία έλαβε ΑΒΜ: Οικ.ΜΑ.ΠΕ. ./27-6-2013 και δόθηκε παραγγελία από τον
Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς τον Προϊστάμενο του ΣΔΟΕ (Επιχειρησιακή
Διεύθυνση Ειδικών Υποθέσεων). Ειδικότερα με την με ημερομηνία 23/9/2010 έγκληση
τους καταγγέλλουν τα κάτωθι: Ότι τυγχάνουν αμφότεροι ομογενείς Ελληνοαμερικανοί
πολίτες, που μαζί με άλλους έξι γνωστούς τους Ελληνοαμερικανούς πολίτες,
αποφάσισαν να προβούν σε επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα. Στην εν
λόγω απόφαση τους κατέληξαν κατόπιν συμβουλών και παραινέσεων του 1ου
εγκαλούμενου (
-δικηγόρου Πατρών), ο οποίος τους ανέφερε, ότι γνώριζε τον
πολιτικό μηχανικό και κατασκευαστή,
(2° εγκαλούμενο), ο οποίος διατηρούσε
«υψηλές γνωριμίες» με διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας Πειραιώς στην Πάτρα,
καθώς και υψηλόβαθμα στελέχη αυτής στην διοίκηση της, στην Αθήνα και είχε τη
δυνατότητα να πετύχει τη χορήγηση σε αυτούς, από την ανωτέρω τράπεζα
στεγαστικών δανείων με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους και χωρίς να απαιτηθεί η
χορήγηση εγγυήσεων. Τα δάνεια αυτά προορίζονταν, όπως τους διαβεβαίωσε, ο 1ος
εγκαλούμενος, ειδικά για Έλληνες της διασποράς, προκειμένου να επενδύσουν σε ακίνητη
περιουσία στην Ελλάδα. Η εν λόγω επένδυση θα συνίστατο ειδικότερα στην
εκμίσθωση των ακινήτων, που θα αγόραζαν, και την αποπληρωμή των τραπεζικών
δανείων μόνο μέσω των μισθωμάτων, τα οποία θα κατατίθονταν
σε τηρούμενους στην Τράπεζα Πειραιώς καθώς και μέσω του υποσχεθέντος
10% bonus δανείου, που θα χορηγούσε η Τράπεζα
Πειραιώς, το οποίο θα κατατίθετο ομοίως για την αποπληρωμή των δανείων, χωρίς
να προκύψει άλλη επιβάρυνση τους. Πεπεισμένοι από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του
ανωτέρω δικηγόρου Πατρών (1ου εγκαλούμενου), αναφορικά με την βεβαιότητα και
την έλλειψη κινδύνου της επένδυσης, που πρότεινε ο 2ος εγκαλούμενος-πολιτικός
μηχανικός (
), πράγματι παρείχαν στον
πληρεξουσιότητα προκειμένου να
προχωρήσει στη σύναψη των σχετικών δανειακών συμβάσεων και την υπογραφή των
σχετικών συμβολαίων μεταβίβασης των εν λόγω διαμερισμάτων. Περαιτέρω, οι
εγκαλούντες ισχυρίζονται, ότι δεν είχαν καμία απολύτως γνώση των συναλλαγών,
που πραγματοποιήθηκαν επ' ονόματι τους, καθ' όσον αυτές πραγματοποιήθηκαν εν
αγνοία τους, από τους πληρεξούσιους τους, οι οποίοι ουδόλως τους είχαν
ενημερώσει σχετικά με τις λεπτομέρειες της εν λόγω επένδυσης. Ειδικότερα, δεν
γνώριζαν ούτε το ύψος των εκταμιευθέντων δανείων ούτε
την αξία των αγορασθέντων ακινήτων, ούτε την αναντιστοιχία μεταξύ τους ύψους
των δανείων και του ύψους της αξίας των ακινήτων, τα οποία (σύμφωνα με τους
εγκαλούντες) υπερεκτιμήθηκαν ως προς την αξία τους; προκείμενου να διογκωθεί το
ποσό των δάνειων, σε σημείο, που ακόμα και εάν το υπερβάλλον της αντικειμενικής
αξίας ποσό, υπήρξε τίμημα μη δηλωθέν, τα ποσά αυτά υπερέβαιναν καταφανώς, τόσο
την αντικειμενική αξία της περιοχής αλλά και την εμπορική αξία. Επιπροσθέτως
καταγγέλλουν ότι, ουδέποτε κατέθεσαν χρήματα σε λογαριασμούς προθεσμιακών
καταθέσεων στην Τράπεζα Πειραιώς, ως εγγύηση, για την εκταμίευση των σχετικών
δανείων, στοιχείο, που αποδεικνύει (σύμφωνα με τους εγκαλούντες), ότι όλες οι
ενέργειες πραγματοποιήθηκαν εις βάρος τους μεθοδευμένα. Αποτέλεσμα των
μεθοδεύσεων των εγκαλουμένων (που συνέβησαν εν αγνοία τους), είναι να έχουν
επιβαρυνθούν οι εγκαλούντες με υπέρογκα ποσά δανείων (ήτοι: α) με το ποσό των
3.400.000 ευρώ ο 1ος εγκαλών (΄
) και β) με το ποσό των 4.000.000 ευρώ ο 2ος
εγκαλών (
), τη χορήγηση των οποίων ουδόλως δικαιολογούσε η οικονομική τους
κατάσταση και τα οποία οφείλουν να αποπληρώσουν, ενώ στην πραγματικότητα, έχουν
αποκτήσει ακίνητα χαμηλότερης αξίας από εκείνη των εκταμιευθέντων
δανείων και συνεπώς το επιπλέον ποσό, το οποίο η φορολογική αρχή έκρινε ως αποκρυφθέν τίμημα μεταβίβασης, αποτελεί την περιουσιακή
βλάβη, που υπέστησαν οι ανωτέρω εγκαλούντες με ταυτόχρονο παράνομο περιουσιακό
όφελος του
(πληρεξούσιου δικηγόρου), του κατασκευαστή-πωλητή (
) και τυχόν
εμπλεκόμενων στελεχών της Τράπεζας Πειραιώς.
Κατόπιν
της ανωτέρω παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος διενεργήθηκε
φορολογικός έλεγχος από τις κατά τόπο αρμόδιες φορολογικές αρχές προς
διακρίβωση τυχόν φορολογικών παραβάσεων των εν λόγω διαδίκων κατά την κατάρτιση
των σχετικών συμβολαίων αγοραπωλησίας. Ενόσω όμως η παρούσα δικογραφία
εκκρεμούσε προς επεξεργασία στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ετέθη σε ισχύ
(από 1/7/2019), ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος καταλαμβάνει και
τις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 590 παρ.1
του νέου ΚΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ.3 εδ.α του
οποίου «ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος έχει ως αρμοδιότητα τη διενέργεια
ερευνών ή προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης κάθε είδους
φορολογικών και οικονομικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών, εφόσον
αυτά διαπράττονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή
βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία». Όπως δε, προκύπτει από την αντιπαραβολή
της ως άνω διάταξης με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 17 Α παρ. 3 εδ.α του Ν. 2523/1997, η οποία έχει καταργηθεί με το άρθρο
586 του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει απαλειφθεί η μνεία των «νομικών
προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα». Επί του θέματος εξεδόθη και η υπ'αριθμ. ./9-7-2019 παραγγελία του Εποπτεύοντος
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος παρήγγειλε, ότι όποιες δικογραφίες δεν
εμπίπτουν πλέον στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, να
διαβιβασθούν στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Κατόπιν τούτων, ο
Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος με την υπ' αριθμ. πρωτ. ./8-8-2019 αναφορά του μας επαναδιαβίβασε
την παρούσα δικογραφία (με ABM: .), καθ' όσον (με βάση τις ισχύουσες διατάξεις
του νέου ΚΠΔ), δεν υφίσταται πλέον αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού
Εγκλήματος καθώς τα ερευνώμενα αδικήματα (ήτοι, απάτη κακουργηματική, απιστία
κακουργηματική και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), δεν
φέρονται τελεσθέντα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε εμπίπτουν κατά την
κρίση του, στην έννοια της σοβαρής βλάβης της εθνικής οικονομίας, σύμφωνα με το
συγκεντρωθέν υλικό.
Σύμφωνα
με το άρθρο 51 παρ.2 του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν
στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη
δικαστικής εκτίμησης την απορρίπτει με διάταξη, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική
αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου
51 του Κ.Π.Δ «Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση
κατά το άρθρο 245 παρ.2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει,
ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης,
απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξη του». Περαιτέρω σύμφωνα με το
άρθρο 52 παρ. 1 ΚΠΔ «Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την
επίδοση της διατάξεως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα με τις παρ.2 και 3
του προηγούμενου άρθρου, να προσφύγει κατ' αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα
εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474», ενώ
σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 52 ΚΠΔ «Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει
παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο
επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Το ύψος του
ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το
παράβολο η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Αν ο
εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλει
είτε την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα για το
οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές
περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό.
Κατά το
άρθρο 386 παρ. 1α του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα «όποιος με σκοπό να
αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία
πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων
τιμωρείται ....αν η ζημία που προξενήθηκε είναι
ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών", κατά δε την παρ. 3
του ίδιου άρθρου «επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών» α) εάν ο υπαίτιος
διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η
συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ, β) αν το περιουσιακό όφελος
ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό
των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000 ευρώ), όπως αυτό αναπροσαρμόστηκε με το
άρθρο 24 του ν. 4055/2012), (προηγουμένως το ποσό ανερχόταν σε 73,000 ευρώ).
Σύμφωνα δε, με το άρθρο 386 παρ.Ια του Νέου Ποινικού
Κώδικα (όπως κυρώθηκε με Ν. 462019/2019), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1/7/2019,
«Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη
απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον
σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από την βλάβη αυτής της περιουσίας να
αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση
και χρηματική ποινή». Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ
επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή», ενώ συμφωνά με την
παρ.2 «Αν η άπατη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού
δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ
επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες
ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά από είκοσι έτη». Από την
αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 386 του
Π.Κ (όπως κυρώθηκε με Ν. 4619/2019), τροποποιήθηκε και πλέον προβλέπεται και
τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος σε μία μόνο περίπτωση σύμφωνα με την παρ.1 εδ.β-α και παρ.2 του άρθρου 386 του Π.Κ, όταν η ζημία που
προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ενώ πλέον το έγκλημα της απάτης
δεν προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν ο υπαίτιος διέπραττε απάτες κατ'
επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία,
υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 30.000 ευρώ (ήτοι, απαλείφτηκαν οι
επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης του
αδικήματος, που καθιστούσαν την πράξη της απάτης, κακουργηματική). Περαιτέρω
από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 51 και 52 παρ.1 και 2 του Νέου
Ποινικού Κώδικα, η κακουργηματική απάτη (που προβλέπεται στο άρθρο 386 παρ.1 εδ.β-α του Ποινικού Κώδικα) τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι
δέκα (10) έτη (όπως και στον προγενέστερο Ποινικό Κώδικα-ίδιο πλαίσιο ποινής ),
ενώ στο άρθρο 386 παρ.1β-α του Π.Κ (όπως κυρώθηκε με Ν. 4619/2019), προβλέπεται
η σωρευτική απειλή χρηματικής ποινής, καθ όσον το συγκεκριμένο έγκλημα
συνοδεύεται από χαρακτηριστικά αποκόμισης οικονομικού οφέλους (σε αντίθεση με
τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα, στο οποίο δεν
προβλεπόταν χρηματική ποινή). Από τη διάταξη του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς
μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο
περιουσιακό όφελος από την βλάβη που προκλήθηκε, έστω και αν τελικώς δεν
επιτευχθεί το όφελος β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση
ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την
οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για
τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί
να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει
ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να
συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης,
κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις
παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως παράσταση ψευδών
γεγονότων σαν αληθινών, η οποία μπορεί να είναι ρητή ή να συνάγεται σιωπηρά από
τη συμπεριφορά του δράστη, νοείται οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση, διαβεβαίωση
ή ισχυρισμός αυτού, που εμπεριέχει ανακριβή παρουσίαση ή απεικόνιση της
πραγματικότητας και αποσκοπεί στην απόκτηση από τον ίδιο ή από άλλον παράνομου
περιουσιακού οφέλους. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως
νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και
όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή
συμβατικές υποχρεώσεις. Το ψευδές γεγονός πρέπει να υπήρξε στο παρελθόν η να έχει
διαμορφωθεί και υπάρχει στο παρόν όταν γίνεται η βεβαίωση του και δεν μπορεί να
ανάγεται στο μέλλον. Όταν, όμως, εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα
αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις,
συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων
γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να
δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, βάσει της εμφανιζόμενης
ήδη στο παρόν ψευδούς πραγματικής κατάστασης ή δυνατότητας του δράστη, που είχε
από πριν ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε
θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των
οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, ενώ ως βλάβη νοείται
η μείωση ή χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης προσώπου, την οποία δεν
αναιρεί η τυχόν ύπαρξη ενεργού αξίωσης του παθόντος για αποκατάσταση της ζημίας
κατά αυτού που την προκάλεσε, έστω και αν ο τελευταίος είναι απόλυτα αξιόχρεος,
αφού για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης απαιτείται δικαστικός αγώνας, ο
οποίος συνιστά πάντοτε περιουσιακή βλάβη. Η απειλή περιουσιακής ζημίας
θεωρείται βλάβη, όταν προκαλεί χειροτέρευση της κατάστασης που υπάρχει κατά την
τέλεση της πράξης. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν η βλάβη επέρχεται ως
άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη, ενώ δεν
απαιτείται αυτός που παραπλανήθηκε και εκείνος που ζημιώθηκε να είναι το ίδιο
πρόσωπο (βλ. ΑΠ 82/2020, ΑΠ 1/2019, ΑΠ 95/2019 και ΑΠ 542/2017-ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου
κατά την διάταξη του άρθρου 390 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα, που ισχύει από 1η
Ιουλίου του 2019 «Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης
προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημιά στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του
νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνον
για ορισμένη πράξη) τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που
προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη
έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή». Κατά την διάταξη του άρθρου 405 παρ.1
του Π.Κ (όπως ισχύει από 1/7/2019) «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που
προβλέπονται στα άρθρα 390 παρ.1 εδ. α (πλημμεληματική απιστία) απαιτείται έγκληση», ενώ σύμφωνα με
την μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του νέου Ποινικού Κώδικα «Εκκρεμείς
ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή έγκλησης με
αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα
Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν
δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός
τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος (ήτοι από 1/7/2019 μέχρι
1/11/2019) ότι επιθυμεί την πρόοδο τους». Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 του
Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ180/18-11-2019) «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν
ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις απιστίας για την
δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα νόμο ενώ διώκονταν
αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται,
εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την
έναρξη της ισχύος του παρόντος (ήτοι από 18/11/2019 μέχρι 18/3/2020) ότι
επιθυμεί την πρόοδο τους». Προστατευόμενο από την διάταξη του άρθρου 390 του
Π.Κ έννομο αγαθό είναι η περιουσία, νοούμενη ως το σύνολο των οικονομικών
αγαθών του προσώπου, που μπορεί να έχει χρηματική αξία και μπορεί να διατίθενται
νομίμως, καθώς και η προσδοκώμενη με σταθερότητα κτήση τέτοιων γενικά οικονομικών
αγαθών και οι ελπίδες ακόμη, όχι οι γενικές απλές και ακαθόριστες, αλλά οι
στηριζόμενες σε ορισμένες πιθανότητες, υποκείμενο της δε μπορεί να είναι μόνο
πρόσωπο που έχει την επιμέλεια ή διαχείριση της περιουσίας άλλου, δηλαδή
πρόσωπο που μπορεί να ενεργεί νομικές πράξεις και όχι απλώς υλικές και να έχει
δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη
του, όπως λχ. ο διαχειριστής ν.π. (ΑΠ 682/2013, Α'
δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή,
άρθρο 390, σελ 2074 επ, Κ. Παπαθανασίου,
με εκεί παραπομπές). Αντικειμενικά για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος
απαιτείται πράξη ή παράλειψη του διαχειριστή που επιφέρει βέβαιη ζημία στην
ξένη προς αυτόν περιουσία, χωρίς όμως σκοπό «νοσφισμού», δηλαδή ιδιοποίησης ή
καταστροφής πράγματος, όπου ζημία η επί το έλαττον
διαφορά της χρηματικής αξίας του συνόλου της περιουσίας πριν τη διάθεση της και
της αξίας που απομένει μετά τη διάθεση της από τον δράστη. Η ζημία μπορεί να
είναι θετική ή αποθετική, ενώ συμψηφίζεται κάθε αύξηση της περιουσίας που
πηγάζει άμεσα από την ίδια διαχειριστική πράξη. Η ζημιογόνος συμπεριφορά του
δράστη, για να υπαχθεί στην πράξη της προσβολής του άρθρου 390 του Π.Κ, πρέπει
πρώτα απ' όλα να συνιστά πράξη διαχείρισης, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας
αποτελεί ο προς τα έξω αντιπροσωπευτικός και δικαιοπρακτικός της χαρακτήρας (βλ.
ΑΠ 1019/2012 ΠΧρ 2013, σελ. 345). Η πράξη διαχείρισης
με αυτά τα γνωρίσματα μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, όπως π.χ με συμβατική δέσμευση (αγορά, πώληση, μίσθωση κ.λπ.),
με σιωπηρή δήλωση βουλήσεως, με οιονεί δικαιοπραξία, με πράξεις δικονομικού χαρακτήρα
(αγωγή, δικαστικός συμβιβασμός). Δεν αποτελούν πράξεις διαχείρισης: α) οι
εσωτερικές υλικές πράξεις (λ.χ παράλειψη συντήρησης
περιουσιακών στοιχείων, διαγραφή πελατολογίου βλ Συμ.ΑΠ
973/2010 ΠΧρ 2011, σελ. 277), β) οι εξωτερικές υλικές
πράξεις, γ) οι εσωτερικές δικαιοπραξίες (λ. λήψη άτοκου δανείου από το ταμείο
της εταιρίας ή αμοιβής υψηλότερης από την εγκριθείσα (βλ. ΑΠ 1019/2012 ΠΧρ 2013, σελ. 345, ΑΠ 367/2002 ΠΧρ
2003 σελ. 1080) και δ) οι εξωτερικές δικαιοπραξίες, που υπερβαίνουν τα
διαχειριστικά όρια ή είναι άσχετες με τη διαχείριση (λ.χ
προσφορά ακινήτου της εταιρείας προς υποθήκη από τον διαχειριστή εταίρο,
μολονότι το καταστατικό της εταιρείας εξαιρεί από τη διαχείριση την πράξη αυτή κ.λπ.).
Περαιτέρω η πράξη της διαχειρίσεως, που είναι βλαπτική για την περιουσία του
άλλου, για να υπαχθεί στο άρθρο 390 του Π.Κ, πρέπει απαραίτητα να συνιστά
παράβαση των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης και συνακόλουθα κατάχρηση της
προς τα έξω αντιπροσωπευτικής εξουσίας του διαχειριστή. Αυτό βέβαια δεν το αναφέρει
ρητά ο νόμος , προκύπτει όμως λογικά από την ίδια την έννοια της διαχείρισης
και ως εκ τούτου αποτελεί άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, που
συμπληρώνει την πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού (βλ. επισημάνσεις του Ν.
Ανδρουλάκη ΠΧρ 1975, σελ. 161). Επομένως, εάν ο
διαχειριστής δεν κάνει κατάχρηση της διαχειριστικής του εξουσίας, δεν
πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 390 Π.Κ, έστω και εάν η
σχετική συμπεριφορά του διαχειριστή βλάπτει τελικά την περιουσία του άλλου (ΑΠ
50/2007 Πχρ 2007 σελ. 918, ΑΠ 1662/2002 ΠοινΛογ 2002 σελ. 1907). Οι κανόνες της επιμελούς
διαχείρισης δεν είναι ίδιοι σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά προσδιορίζονται κατά
βάση, μέσα στα όρια που διαγράφουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, οι
συναλλακτικές συνήθειες, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του
διαχειριστικού δικαιώματος (άρθρο 281 του Π.Κ). Ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθούν
οι περιπτώσεις, όπου η απόφαση του διαχειριστή λαμβάνεται υπό συνθήκες αβεβαιότητας,
ώστε γενικά, λοιπόν, η δράση του θα πρέπει να αξιολογείται με το πρίσμα μιας ex ante θεώρησης όλων των παραμέτρων, που έπρεπε να λάβει υπόψη του
ένας συνετός διαχειριστης, για να μη ζημιώσει την
ξένη περιουσία, που διαχειρίζονταν, αφού μια εκ των υστέρων θεώρηση θα οδηγούσε
σε αδράνεια κάθε διαχείριση (Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, ό.π.).
Επιπροσθέτως σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 4557/2018 «1. Αντικείμενο του
παρόντος είναι η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά
τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού
συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν», «2. Νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι εξής πράξεις: α) Η
μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από
εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα με
σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της ή την παροχή
συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις
έννομες συνέπειες των πράξεων του, β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας,
όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση
περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή βρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας
ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή
προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια
δραστηριότητα, γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το
χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης της, του γεγονότος ότι η περιουσία
προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια
δραστηριότητα, δ) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση
σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές
δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, ε) ή
σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μίας ή
περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και δ' και
η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα, στ) η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση,
η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη μίας ή
περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και δ,
«3. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι
δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν
λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν
διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία
του κράτους αυτού». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 39 του Ν. 4557/2018 «1.α) Με
κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες
(20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος
πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, β) Ο υπαίτιος των
πράξεων της περίπτωσης α τιμωρείται με κάθειρξη και με χρηματική ποινή από
τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες
(1.500.000) ευρώ, αν έδρασε ως υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου ή αν το
βασικό αδίκημα περιλαμβάνεται στα αδικήματα των περιπτώσεων γ' και ε του
άρθρου 4, ακόμη και αν για αυτά προβλέπεται ποινή φυλάκισης γ) Ο υπαίτιος των
πράξεων της περίπτωσης α' τιμωρείται με
κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες
(50.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, αν ασκεί τέτοιου είδους
δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έδρασε για
λογαριασμό, προς όφελος ή εντός των πλαισίων εγκληματικής η τρομοκρατικής
οργάνωσης ή ομάδας, δ).............., ε).................., στ).............,
ζ)............, η)............, θ)..............., ι)..........». Το έγκλημα
τούτο προϋποθέτει την προγενέστερη τέλεση άλλου εγκλήματος που συνιστά την
εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα), από το οποίο κάποιος (υπαίτιος ή
άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (όπως είναι και το χρήμα υπό υλική ή άυλη
μορφή). Ειδικότερα στο περιεχόμενο του δόλου του δράστη περιλαμβάνεται τόσο ή
γνώση της αξιόποινης προέλευσης των εσόδων όσο και η γνώση του δράστη της
αξιόποινης πράξης από την οποία προήλθαν τα έσοδα. Το υποκείμενο του εγκλήματος
της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων και το υποκείμενο του βασικού εγκλήματος
που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία προέρχονται τα
νομιμοποιούμενα περιουσιακά στοιχεία, μπορεί να ταυτίζονται ή να πρόκειται για
διαφορετικά πρόσωπα (ΑΠ 1080/2019, Εφ.Πατρών
223/2017-ΝΟΜΟΣ).
Στην
κρινόμενη υπόθεση από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την
προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από την μαρτυρικές καταθέσεις, τα
επισυναφθέντα στη δικογραφία έγγραφα και τις ληφθείσες ανωμοτί εξηγήσεις
προέκυψαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα: Οι νυν εγκαλούντες,
ήτοι: α) ο
(επιχειρηματίας και μεσίτης
ασφαλιστικών προϊόντων) και β) ο
(μεσίτης ακινήτων) είναι Ελληνοαμερικανικής
καταγωγής και μόνιμοι κάτοικοι Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, οι οποίοι κατά το
χρονικό διάστημα 2006-2007 αποφάσισαν να επενδύσουν σε ακίνητα ευρισκόμενα στην
Ελλάδα. Περί τον μήνα Ιούνιο του έτους 2006, οι προαναφερόμενοι εγκαλούντες,
ήλθαν σε επαφή με τον 1° εγκαλούμενο,
(δικηγόρο Πατρών κατά την επίδικη
περίοδο) μέσω του φίλου τους ελληνοαμερικανού,
, ο
οποίος ήταν πελάτης του προαναφερόμενου δικηγόρου και είχε αναθέσει σε αυτόν
τον έλεγχο τίτλων για αγορά ακινήτου στα Αραχωβίτικα Πατρών και τη σύναψη
στεγαστικού δανείου με την Εθνική Τράπεζα για την αγορά αυτήν, τα οποία και
διεκπεραιώθηκαν τον μήνα Ιούνιο του 2006. Όταν εμφανίστηκαν στον προαναφερόμενο
δικηγόρο του ανέφεραν, ότι είχαν αποφασίσει να επενδύσουν σε ακίνητη περιουσία
στην Ελλάδα, ότι είχαν προβεί σε έρευνα αγοράς με Έλληνες μεσίτες ακινήτων, ότι
ήθελαν να κάνουν τις αγορές τους με τραπεζικό δάνειο (όπως είθισται στις αγορές
της Αμερικής) και ζήτησαν απ αυτόν (ήτοι τον 1° εγκαλούμενο-δικηγόρο) να τους
συστήσει έναν έμπειρο και αξιόπιστο κατασκευαστή, που να διαθέτει ακίνητα προς
πώληση. Στο πλαίσιο αυτό (και αφού ο
) τους σύστησε τον 2° εγκαλούμενο (
), οι
εγκαλούντες δια του
, απευθύνθηκαν στις εταιρείες συμφερόντων του
, ήτοι στις
εταιρείες «
ΑΤΕΔΑ» και «
ΑΤΕΔΑ», οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την
κατασκευή, ανάπτυξη και εκμετάλλευση ακινήτων. Για να διευκολυνθεί μάλιστα η
επενδυτική τους δραστηριότητα, αμφότεροι οι εγκαλούντες διόρισαν τον δικηγόρο
Πατρών
(1° εγκαλούμενο) ειδικό πληρεξούσιο τους στην Ελλάδα και του χορήγησαν
εξουσίες, ώστε να προβεί στη σύναψη τραπεζικών δανείων και στην κατάρτιση
συμβάσεων αγοράς ακινήτων επ' ονόματι τους. Συγκεκριμένα:
Ο
και
η σύζυγος του (
) αποφάσισαν να αγοράσουν
από την εταιρεία «
ΑΤΕΔΑ» (την οποία εκπροσωπούσε ο 2ος
εγκαλούμενος
), εννέα (9) διαμερίσματα
και οκτώ (8) θέσεις στάθμευσης, σε δύο κτήρια, στην Πάτρα καθώς και πέντε (5)
διαμερίσματα και πέντε (5) ανοιχτές θέσεις στάθμευσης, σε δύο κτήρια στην
Λευκάδα, όπως αυτά περιγράφονται αναλυτικά στα υπ' αριθ. ./12-10-2006 και ./12-10-2006
συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πατρών
. Ο
και η σύζυγος του, ανέθεσαν στον
δικηγόρο Πατρών
, να τους εκπροσωπήσει στις σχετικές διαδικασίες, που
απαιτούνταν, για την κατάρτιση των συμβάσεων δανείων και συμβάσεων αγοράς
ακινήτων με πληρεξούσια, τα οποία μάλιστα καταρτίσθηκαν προτού αναχωρήσουν για
την Αμερική. Ειδικότερα, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ./20-7-2006
πληρεξούσιο της συμ/φου
Πειραιά,
, ο
(νυν εγκαλών), διόρισε τον δικηγόρο Πατρών
(1ο εγκαλούμενο)
ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του και του χορήγησε τις ειδικές
εντολές και δικαιώματα, όπως αντί αυτού και για λογαριασμό του: α) ν αγοράζει
επ' ονόματι του, με τις νόμιμες διατυπώσεις, από τις Ανώνυμες Εταιρείες, που
εδρεύουν στην Πάτρα (
) με την επωνυμία «EASY HOMES Α.Ε» και «EUROTERRA
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «.ΑΤΕΔΑ»
και με τίμημα έως το ποσό των 4.000.000 ευρώ με οποιουσδήποτε όρους και
συμφωνίες εγκρίνει, οποιαδήποτε κινητά ή ακίνητα κτήματα, οπουδήποτε στην
Ελλάδα κ.λπ. και β) να παρίσταται και να αντιπροσωπεύει αυτόν ενώπιον
οποιασδήποτε Τράπεζας (και ειδικότερα ενώπιον της Τράπεζας Πειραιώς) και να
συνομολογεί μετ' αυτής στεγαστικά δάνεια (αγοράς, ανέγερσης, αποπεράτωσης) ή οποιασδήποτε
άλλης φύσεως δάνεια......Να παρίσταται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πατρών και να συναινεί στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε οποιαδήποτε
ακίνητα του υπέρ της διαχειρίστριας Τράπεζας Πειραιάς-Α.Ε και μέχρι του ποσού
των 5.400.000 ευρώ προς ασφάλεια των συμβάσεων δανείων (βλ. σχετικό
πληρεξούσιο). Περαιτέρω, επειδή, ο
αποφάσισε να αγοράσει τα ακίνητα από
κοινού με τη σύζυγο του,
, η τελευταία διόρισε (με σχετικό πληρεξούσιο σε
συμβολαιογράφο στην Καλιφόρνια), τον δικηγόρο Πατρών
(1° εγκαλούμενο) ειδικό
πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της και του χορήγησε τις ειδικές εντολές
και δικαιώματα, προκειμένου να προβεί στην κατάρτιση των σχετικών δανειακών
συμβάσεων και των συμβάσεων αγοράς ακινήτων (βλ. το υπ' αριθ. ./23-8-2006
πληρεξούσιο του συμ/φου
Αγίου Φραγκίσκου Καλιφόρνιας ΗΠΑ, .). Κατόπιν τούτων, ο
απέστειλε τα
απαιτούμενα έγγραφα αυτού και της συζύγου του (εκκαθαριστικό σημείωμα,
φωτοτυπίες διαβατηρίων κ.λπ.), και ο
κατέθεσε στην Τράπεζα Πειραιώς αίτηση
για χορήγηση στεγαστικού δανείου αγοράς και αποπεράτωσης για τα ανωτέρω ακίνητα
(διαμερίσματα και θέσεις στάθμευσης, που βρίσκονταν στην Πάτρα και Λευκάδα)-βλ.
το υπ' αριθ. . από 1/8/2006 έντυπο ανάλυσης δανειακού αιτήματος με συνημμένη
αίτηση). Ο ., είχε και άμεση επικοινωνία με το κατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς
(επί της οδού
στην Πάτρα), όπου και ο
είχε καταθέσει την αίτηση για
δανειοδότηση, και συγκεκριμένα με την υπάλληλο ., με την οποία είχε συνομιλήσει
αρκετές φορές για την διαδικασία που ακολουθείτο για την δανειοδότηση και την σταδιακή
εκταμίευση του δανείου (βλ. τις με ημερομηνία 15/4/2020 ανωμοτί εξηγήσεις του ..).
Μάλιστα, από Την Τράπεζα Πειραιώς, ζητήθηκε από τον
και τη σύζυγό του, να
μεταβούν στη θυγατρική της Τράπεζας Πειραιώς, ήτοι στη Τράπεζα «Marathon Bank» στον ’γιο
Φραγκίσκο και να υπογράψουν ενώπιον του εκεί υπαλλήλου
την «Εξουσιοδότηση
πελάτη», που αφορούσε την εξουσιοδότηση για την επεξεργασία των οικονομικών
τους δεδομένων αλλά και το πρωτότυπο δείγμα υπογραφής τους (βλ. σχετική
εξουσιοδότηση), Περαιτέρω στις 29/9/2006 και ενώ αναμενόταν η οριστική έγκριση
του δανείου, ο
, ζήτησε από τη γραμματέα του
, ήτοι από την
να συντάξει και
ν αποστείλει έγγραφο (σημείωμα) στον
, στο οποίο αναφέρονταν οι ιδιοκτησίες
που συμφώνησε να αγοράσει στην Πάτρα και στη Λευκάδα, τα χαρακτηριστικά τους
και το ακριβές συνολικό κόστος για την απόκτηση τους. Το σημείωμα αυτό εστάλη
από τη
από το φαξ (
) του γραφείου της εταιρείας «. ΑΤΕΔΑ» στον
στο φαξ του
με αριθμό .
στις 29/9/2006 και ώρα (Ελλάδος) 03:46 μ.μ
και εκδόθηκε και σχετικό αποδεικτικό αποστολής του (βλ. σχετικό σημείωμα και
αποδεικτικό αποστολής φαξ). Εν συνεχεία, ανεξάρτητοι εκτιμητές της δανείστριας
Τράπεζας Πειραιώς, προέβησαν σε εκτίμηση της αξίας των ακινήτων, που προτίθετο
να αγοράσει ο
και η σύζυγος του, βάσει της οποίας θα καθοριζόταν και το ύψος
του δανείου που θα ελάμβαναν. Τα ακίνητα, που ενδιέφεραν τον
εκτιμήθηκαν ως
εξής: α) όσον αφορά τα ευρισκόμενα στην Πάτρα ακίνητα, αυτά εκτιμήθηκαν για
λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς από τον Αρχιτέκτονα-Μηχανικό,
στην αξία των
2.139.000 ευρώ (βλ. την από 5/10/2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού
)
και β) όσον αφορά τα ευρισκόμενα στη Λευκάδα ακίνητα, αυτά εκτίμηθηκαν
για λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς από τον Αρχιτέκτονα-Μηχανικό,
.στην αξία
του 1.219.025 ευρώ (βλ. την από 3/10/2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του
μηχανικού .) και συνολικά (τα προαναφερόμενα ακίνητα) εκτιμήθηκαν από την
Τράπεζα Πειραιώς στο ποσό των 3.358.925 ευρώ. Κατόπιν τούτων η Τράπεζα Πειραιώς
ενέκρινε για τον . και τη σύζυγο του δανειοδότηση ύψους 3.400.000 ευρώ για την
αγορά και την επισκευή των εν λόγω ακινήτων, αλλά πέραν της προσημείωσης, που
θα εγγραφόταν στα επίδικα ακίνητα, η Τράπεζα ζήτησε την ενεχύραση
ποσού ίσου με το 10% της αξίας του δανείου, ήτοι 340.000 ευρώ πριν την
εκταμίευση του δανείου, καθ όσον οι δανειολήπτες ήταν κάτοικοι εξωτερικού (βλ.
σημείωμα οριστικής έγκρισης για υπ' αριθμ. . Πέραν
του εγκριθέντος δανείου των 3.400.000 ευρώ, η τράπεζα θα τους χορηγούσε και
δωρεάν ποσό ίσο με 4% του δανείου, δηλαδή 136.000 ευρώ, ως «bonus
δανείου», το οποίο ήταν την συγκεκριμένη περίοδο κοινή πρακτική της Τράπεζας
Πειραιώς και άλλων τραπεζών για την προσέλκυση δανειοληπτών, χρήματα τα οποία
θα παρέμεναν δεσμευμένα προς εξυπηρέτηση του δανείου. Ο δικηγόρος και 1ος
εγκαλούμενος (.), καθώς επίσης και η υπάλληλος της Τράπεζας Πειραιώς (.),
ενημέρωσαν άμεσα τον
, ότι προκειμένου να δανειοδοτηθεί με το ποσό των
3.400.000 ευρώ και για να καταρτισθούν οι σχετικές αγοραπωλησίες, έπρεπε ο ίδιος
να διαθέσει το ποσό των 340.000 ευρώ, το οποίο και θα δεσμευόταν στον
λογαριασμό του (για εξασφάλιση του δανείου). Ο
, επειδή κατά την επίδικη
περίοδο η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου δεν ήταν ευνοϊκή γι' αυτόν (δηλαδή 1 ευρώ =
1,45-1,50 δολάρια), συμφώνησε το εν λόγω χρηματικό ποσό των 340.000 ευρώ (που
έπρεπε να κατατεθεί και να παραμείνει δεσμευμένο στο λογαριασμό .του για
εξασφάλιση του δανείου) να προκαταθέσει άτοκο, ως
διευκόλυνση, ο
(πωλητής των ακινήτων), μετά δε την εκταμίευση του δανείου, θα
του επιστρεφόταν αυθημερόν (ήτοι στο
) , με το καταβληθησόμενο
σε αυτόν εκτός του συμβολαίου τίμημα. Πράγματι, την 12/10/2006 ο
εξέδωσε την
υπ' αριθμ.
τραπεζική επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας,
ύψους 340.000 ευρώ, εις διαταγή του
(1ου εγκαλουμένου), η οποία εισπράχθηκε
από την Τράπεζα Πειραιώς και τοποθετήθηκε σε ενεχυρασθέντα
λογαριασμό του
, αφού προηγουμένως ο
είχε καταθέσει αίτημα στην Τράπεζα για
άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα του
(βλ. υπ'αριθμ.
τραπεζικό λογαριασμό σε συνδυασμό με την από 12/10/2016 σύμβαση ενεχύρασης κατάθεσης). Ακολούθως και δη την 12/10/2006, ο
(10ς εγκαλούμενος): α) υπέγραψε τη σύμβαση στεγαστικού δανείου αγοράς και
αποπεράτωσης διαμερισμάτων και θέσεων στάθμευσης για το ποσό των 3.400.000 ευρώ
(βλ. την υπ' αριθμ.
/12-10-2006 αρχική σύμβαση
στεγαστικού δανείου, β) τη σύμβαση για τις 136.000 ευρώ, δηλαδή για το ποσοστό
4% επί του άνω δανείου, το οποίο έλαβαν ο
και η σύζυγος του, δωρεάν στο
λογαριασμό τους ως «bonus δανείου» (βλ. την υπ'αριθμ.
/12-10-2006 πράξη τροποποίησης σύμβασης
στεγαστικού δανείου) και γ) τα συμβόλαια αγοραπωλησίας όλων των ακινήτων μεταξύ
αφενός των αγοραστών του
και της συζύγου του και αφετέρου των οικοπεδούχων
πωλητριών εταιρειών «EASY HOMES Α.Ε» και «E. ΑΤΕΔΑ», οι οποίες εκπροσωπήθηκαν
από τον
. 2ο εγκαλούμενο (βλ. τα υπ αριθμ.
../12-10-2006 και
/12-10-2006 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πατρών-
, που
αφορούν την αγορά εννέα (9) διαμερισμάτων και οκτώ (8) θέσεων στάθμευσης, σε
δύο κτήρια στην Πάτρα καθώς και πέντε (5) διαμερισμάτων και πέντε (5) ανοιχτών
θέσεων στάθμευσης, σε δύο κτήρια στην Λευκάδα), αντί αναγραφόμενου τιμήματος
την αντικειμενική αξία των ακινήτων, ήτοι 932.990,42 ευρώ για τα ακίνητα της
Πάτρας και 539.967,58 ευρώ για τα ακίνητα της Λευκάδας και συνολικά
1.472.958,00 ευρώ. Συνεπώς, το αναγραφόμενο στα συμβόλαια τίμημα ανήλθε στο
ποσό των 1.485.259,89 ευρώ (το οποίο αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξία των
ακινήτων) και το υπόλοιπο ποσό των 1.914.740.11 ευρώ (που είχε συμφωνηθεί και
με τους ανωτέρω εγκαλούντες να μην αναγραφεί στο συμβόλαιο), καταβλήθηκε
αυθημερόν σε τραπεζικό λογαριασμό του
. Την ημέρα υπογραφής των συμβολαίων
(12/10/2006) ο δικηγόρος
, έδωσε εντολή στην τράπεζα να μεταφέρει από το
εκταμιευμένο δάνειο (υπ' αριθμ.
λογαριασμό δανείου
),
ποσό 1.914.740,11 ευρώ στον υπ' αρίθμ.
τραπεζικό
λογαριασμό του
, το οποίο παρέμεινε δεσμευμένο, μέχρι να προσκομιστούν στην
τράπεζα οι μεταγραφές-καταχωρίσεις των συμβολαίων και οι εγγραφές-καταχωρίσεις
των προσημειώσεων επί των πωληθέντων ακινήτων. Από το ποσό των 1.914.740,11
ευρώ (που έλαβε ο
εκτός συμβολαίου) καλύφθηκε το ποσό των 340.000 ευρώ, που είχε
προκαταβάλει για τη σύσταση του ενεχύρου υπέρ της τράπεζας καθώς και άλλα έξοδα
στα οποία υπεβλήθη ο
και δη ποσό 242.642,88 ευρώ, αφορούσε στην επιστροφή των
πάσης φύσεως δαπανών, που είχε προκαταβάλει ο ίδιος για τα συμβόλαια και για τη
δανειοδότηση (Φόρος μεταβίβασης ακινήτων, αμοιβή δικηγόρου, μηχανικού τράπεζας,
συμβολαιογράφου, μεταγραφή-καταχώριση των συμβολαίων στο αρμόδιο
υποθηκοφυλακείο και κτηματολογικό γραφείο) καθώς επίσης και τα ποσά, που θα
κατέβαλε για λογαριασμό των αγοραστών για την εγγραφή των προσημειώσεων επί των
πωληθέντων (παραστάσεις-αμοιβές δικηγόρων, εγγραφή
στο Υποθηκοφυλακείο Λευκάδας και στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών), το δε ποσό
των 1.332.097,33 ευρώ, που απέμενε, αφορούσε μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος.
Το υπόλοιπο τίμημα των 1.472.958 ευρώ (που αντιστοιχούσε στην αντικειμενική
αξία των αγορασθέντων ακινήτων, ήτοι 932.990,42 ευρώ για τα ακίνητα της Πάτρας
και 539.967,58 ευρώ για τα ακίνητα της Λευκάδας) κατεβλήθη στην πωλήτρια
εταιρεία «EUROTERRA ΑΤΕΔΑ» με τρεις τραπεζικές επιταγές ποσών 932.990,42 ευρώ
στις 6/11/2006, 229.824,47 ευρώ στις 6/11/2006 και 322.445 ευρώ στις 7/11/2006,
οι οποίες εκδόθηκαν από τον υπ' αριθμ.
λογαριασμό
του
Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το συνολικό τίμημα αγοράς από τον
και τη σύζυγο του όλων των ακινήτων (στην Πάτρα και Λευκάδα), ανήλθε στο
συνολικό ποσό των 2.805.055,33 ευρώ. Τα σχετικά με την εμπορική (αγοραία αξία)
των εν λόγω ακινήτων του
, προκύπτουν και από την με ημερομηνία 11/3/2010
έκθεση ελέγχου της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών.
Ειδικότερα, οι ελεγκτές, κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα: <<Από όλα όσα
λεπτομερώς αναφέραμε για τις αγοραπωλησίες ακινήτων, που αναγράφονται στα υπ' αριθμ. ./12-10-2006 και ./12-10-2006 συμβόλαια της συμβολαιογράφου
Πατρών
προέκυψε, ότι η ελεγχομένη επιχείρηση «. ΑΤΕΔΑ» μεταβίβασε ακίνητα
στους
και τη σύζυγο του στις 12/10/2006 στην περιοχή των Πατρών και της
Λευκάδας. Για την εξόφληση της πωλήτριας εταιρείας οι αγοραστές συνήψαν την υπ'
αριθμ.
δανειακή σύμβαση με την Τράπεζα Πειραιώς ύψους
3.400.000 ευρώ. Από το ποσό αυτό, 1.485.259,89 ευρώ κατεβλήθη στην πωλήτρια
εταιρεία για την εξόφληση της συνολικής αξίας των δύο συμβολαίων, το δε
υπόλοιπο από 1.914.740,11 ευρώ, διοχετεύθηκε στο προσωπικό λογαριασμό του
Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας «. ΑΤΕΔΑ» (
), που αφορά ποσό
εκτός συμβολαίου από τη χορήγηση του ανωτέρω στεγαστικού δανείου. Από τα
παραπάνω προκύπτει, ότι τα προαναφερόμενα συμβόλαια συντάχθηκαν ανακριβώς ως
προς το πραγματικό τίμημα>>. Μετά την πλήρη εξόφληση του τιμήματος και
την επιστροφή στον
όλων των χρημάτων, που είχε προκαταβάλει για λογαριασμό
του
και της συζύγου του, οι τελευταίοι προέβησαν στη σύνταξη του από
20/1/2007 πληρεξουσίου ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλιφόρνιας ΗΠΑ,
, με το
οποίο έδιναν στον
(1° εγκαλούμενο) ειδική εντολή για ενεχυρίαση της
τραπεζικής κατάθεσης των 340.000 ευρώ στον υπ' αριθμ.
τραπεζικό τους λογαριασμό προς εξασφάλιση της αρχικής σύμβασης στεγαστικού
δανείου και της υπ αριθ. ./12-10-2006 πράξης τροποποίησης αυτής. Στο ίδιο
πληρεξούσιο του έδωσαν εντολή για την εκμίσθωση των αγορασθέντων ακινήτων τους
και την εκχώρηση των μισθωμάτων στην Τράπεζα Πειραιώς και ενέκριναν όλες τις
μέχρι τότε ήδη διενεργηθείσες πράξεις του
σε σχέση με όλες τις
προαναφερόμενες έντοκες (βλ. σχετικό πληρεξούσιο). Πράγματι δε, ο
, προέβη
κατ' εντολή και για λογαριασμό του
και της συζύγου του, σε εκμίσθωση σχεδόν
όλων των αγορασθέντων ακινήτων τους και ενεχύραση των
μισθωμάτων από την τράπεζα (βλ. την από 25/1/2007 σύμβαση σύστασης ενεχύρου επί
απαιτήσεων), τα οποία κατέθεταν οι μισθωτές στον υπ' αριθ.
λογαριασμό
εξυπηρέτησης του δανείου τους στην Τράπεζα Πειραιώς. Την άνοιξη του έτους 2007,
ο
, επισκέφθηκε εκ νέου την Πάτρα και κατόπιν συνάντησης με τον δικηγόρο
παρέλαβε τα αντίγραφα των συμβολαίων αγοράς, τις συμβάσεις δανείου, τις
εγγεγραμμένες προσημειώσεις, τις συμβάσεις ενεχύρασης,
τις μισθωτικές συμβάσεις και των συμβάσεις ενεχυρίασης των μισθωμάτων, ενώ
μετέβη και στην Τράπεζα Πειραιώς, όπου και ήλεγξε με την υπάλληλο
(με την
οποία είχε διαρκή επικοινωνία για την έκβαση των υποθέσεων του), όλες τις
διενεργηθείσες από τον δικηγόρο
συναλλαγές, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε
αντίρρηση για τις μέχρι τότε διενεργηθείσες πράξεις του πληρεξούσιου δικηγόρου
του (ήτοι, του
).
Β)
Σχετικά με τον 2° εγκαλούντα (
) σημειώνουμε τα κάτωθι: Ο
αποφάσισε και αυτός
να αγοράσει από την εταιρεία «
ΑΤΕΔΑ» (την οποία εκπροσωπούσε ο 2ος
εγκαλούμενος,
), ακίνητα στην Ελλάδα, αναθέτοντας και αυτός στον δικηγόρο
Πατρών-
, να τον εκπροσωπήσει στις σχετικές διαδικασίες, που απαιτούνταν, για
την κατάρτιση των συμβάσεων δανείων και συμβάσεων αγοράς ακινήτων με
πληρεξούσιο, το οποίο , μάλιστα, καταρτίσθηκε προτού αναχωρήσει για την
Αμερική. Ειδικότερα, σύμφωνα με το αρχικό υπ' αρίθμ. ./28-8-2006
πληρεξούσιο της συμ/φου
Πατρών, ., ο . (νυν 2ος εγκαλών), διόρισε τον δικηγόρο Πατρών-. (1°
εγκαλούμενο) ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του και του χορήγησε
τις ειδικές εντολές και δικαιώματα, όπως αντί αυτού και για λογαριασμό του: α)
ν' αγοράζει επ' ονόματι του, με τις νόμιμες διατυπώσεις, από τις Ανώνυμες
Εταιρείες, που εδρεύουν στην Πάτρα (.) με την επωνυμία «EASY HOMES Α.Ε» και
«EUROTERRA ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» και τον διακριτικό
τίτλο «E. ΑΤΕΔΑ» και με τίμημα έως το ποσό των 1.500.000 ευρώ με οποιουσδήποτε
όρους και συμφωνίες εγκρίνει, οποιαδήποτε κινητά ή ακίνητα κτήματα, οπουδήποτε
στην Ελλάδα κ.λπ. και β) να παρίσταται και να αντιπροσωπεύει αυτόν ενώπιον
οποιασδήποτε Τράπεζας (και ειδικότερα ενώπιον της Τράπεζας Πειραιώς) και να
συνομολογεί μετ' αυτής στεγαστικά δάνεια (αγοράς, ανέγερσης, αποπεράτωσης) ή
οποιασδήποτε άλλης φύσεως δάνεια......Να παρίσταται ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πατρών και να συναινεί στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε
οποιαδήποτε ακίνητα του υπέρ της δανείστριας Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε και μέχρι
του ποσού των 2.100.000 ευρώ προς ασφάλεια των συμβάσεων δανείων (βλ. σχετικό
πληρεξούσιο). Το προαναφερόμενο πληρεξούσιο αφορούσε την αρχική συμφωνία με τον
,
καθ' όσον το μήνα Φεβρουάριο του 2007, οπότε και επέστεψε εκ νέου στην Ελλάδα
(και δη στην Πάτρα), αποφάσισε να αγοράσει άλλα ακίνητα (ήτοι, αυτά που τελικά
αγόρασε), οπότε προέβη στη σύνταξη νέου πληρεξουσίου (βλ. το υπ' αριθμ. ./23-2-2007 πληρεξούσιο της συμβ/φου Πατρων
). Στο πληρεξούσιο αυτό
(ο
) ανέγραψε λεπτομερώς όλα τα
ακίνητα, που θ αγόραζε για λογαριασμό του ο
αντί τιμήματος μέχρι 5.000.000
ευρώ, όρισε το ύψος της προσημείωσης για εξασφάλιση του δανείου μέχρι 7.000.000
ευρώ, του έδωσε εντολή ενεχυρίασης
καταθέσεων μέχρι 2.000.000 ευρώ, εντολή εκμίσθωσης των ακινήτων που θα αγόραζε
και εντολή εκχώρησης των μισθωμάτων στην Τράπεζα Πειραιώς. Επίσης την ίδια
ημέρα (ήτοι, την 23/2/2017) υπέγραψε το υπ' αριθμ. ./23-2-2007
πληρεξούσιο, με το οποίο παρείχε ειδική εντολή σε έτερο δικηγόρο τον
«να
συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 7.000.000
ευρώ, προς εμπράγματη εξασφάλιση απαιτήσεων της Τράπεζας Πειραιώς από χορήγηση
δανείων μέχρι του ποσού των 5.000.000 ευρώ επί των κατωτέρω ακινήτων που
αγόρασε από τον
. Ο
είχε αποφασίσει
να προβεί στην αγορά από την εταιρεία του
, ακινήτων ευρισκομένων σε κτηριακό
συγκρότημα στην Πάτρα και δη ενός εμπορικού καταστήματος επιφανείας 352,19 τ.μ, 28 κλειστών θέσεων στάθμευσης συνολικής επιφάνειας
περί τα 400 τ.μ, δύο υπογείων χώρων συνολικής
επιφάνειας 104 τ.μ, επτά αποθηκών καθώς και να αποκτήσει
την αποκλειστική χρήση κοινόχρηστων χώρων συνολικής επιφάνειας 439,33 τ.μ (όπως αυτά περιγράφονται αναλυτικά στο υπ'αριθμ.
/23-2-2007 πληρεξούσιο της συμ/φου Πατρών-
καθώς επίσης και στο υπό στοιχεία
/1-3-2007
συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πατρών-
). Για την χρηματοδότηση του
από την
Τράπεζα Πειραιώς, ο εκτιμητής της Τράπεζας,
, υπολόγισε την εμπορική αξία των εν
λόγω ακινήτων στα3.243.163 ευρώ και επί τη
βάσει της εκτίμησης, αυτής η Τράπεζα τελικώς ενέκρινε δανειοδότηση ύψους
4.000.000 ευρώ για την αγορά, επισκευή και αποπεράτωση των ανωτέρω εργασιών.
Έτσι κατ εντολή του ανωτέρω εγκαλούντος και δυνάμει του άνω πληρεξουσίου, ο
δικηγόρος
, κατέθεσε την υπ αριθμ.
αίτηση για
στεγαστικό δάνειο αγοράς και αποπεράτωσης για ποσό 3.200.000 ευρώ και την υπ αριθμ.
αίτηση για στεγαστικό δάνειο επισκευής για ποσό
800.000 ευρώ. Ειδικότερα, για το δάνειο των 3.200.000 ευρώ πέραν της εγγραφής
προσημείωσης υποθήκης επί των ακινήτων που θα αγόραζε ο Κουρέτας, απαιτήθηκε η πρόσθετη εξασφάλιση ενεχυρίασης
κατάθεσης ποσού 360.000 ευρώ (ποσοστό 130% της εκτιμηθείσας
αξίας) και για το δάνειο των 800.000 ευρώ (επισκευαστικό) απαιτήθηκε η
ενεχυρίαση κατάθεσης ποσού ίσου με το 105% του δανείου, δηλαδή ποσού 840.000 ευρώ,
αφού γι αυτό το δάνειο δεν υπήρχε άλλη εξασφάλιση, δηλαδή απαιτήθηκε συνολικό
ποσό 1.200.000 ευρώ προς ενεχυρίαση. Όπως συμφωνήθηκε με τον
, έτσι και για
τον
, ο
κατέβαλε το εν λόγω ποσό ατόκως προς διευκόλυνση του, το οποίο θα
του επέστρεφε με την εκταμίευση του δανείου, ώστε να μην επιβαρυνθεί με την μη
ευνοϊκή γι' αυτόν ισοτιμία ευρώ-δολαρίου.
Επιπροσθέτως, συμφωνήθηκε να
καταβάλει ο
για λογαριασμό του αγοραστή τις δαπάνες για τα συμβόλαια και τη
δανειοδότηση (Φόρο μεταβίβασης ακινήτων, αμοιβή δικηγόρου, μηχανικού τράπεζας,
συμβολαιογράφου, μεταγραφή-καταχώριση των συμβολαίων στο αρμόδιο
υποθηκοφυλακείο και κτηματολογικό γραφείο) καθώς επίσης και τα ποσά, που θα
κατέβαλε για λογαριασμό των αγοραστών για την εγγραφή των προσημειώσεων επί των
πωληθέντων (παραστάσεις-αμοιβές δικηγόρων, εγγραφή
στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών) Περαιτέρω και ο
ζήτησε να αναγραφεί επί των
συμβολαιογραφικών πράξεων η αντικειμενική αξία ως τίμημα, προς αποφυγή πληρωμής
επιπλέον φόρου μεταβίβασης ακινήτων και των υπολογιζόμενων βάσει του
αναγραφόμενου τιμήματος λοιπών δαπανών (αμοιβών συμ/φου, δικηγόρου, δικαιωμάτων κτηματολογίου κ.λπ.). Στις
28/2/2007, ο
, κατέθεσε στον υπ' αριθ.
τραπεζικό λογαριασμό του
, επιταγή
ύψους 1.200.000 ευρώ που είχε εκδώσει ο
(και την είχε οπισθογραφήσει στον
)
και αφορούσε τα χρήματα, που είχε προκαταβάλει ο
(για λογαριασμό του
) στην
Τράπεζα για τη σύσταση ενεχύρου σε τραπεζικό λογαριασμό. Τελικώς την 1/3/2007
υπεγράφη (από τον
) επ' ονόματι του
η υπ' αριθ.
σύμβαση στεγαστικού
δανείου ύψους 3.200.000 ευρώ και η υπ' αριθ.
σύμβαση στεγαστικού δανείου
ύψους 800.000 ευρώ. Μετά την εκταμίευση του εν λόγω δανείου υπεγράφη το υπ'
αριθ. ./1-3-2007 συμβόλαιο αγοραπωλησίας των ανωτέρω ακινήτων μεταξύ του
ως
αγοραστή και της εταιρείας «
ΑΤΕΔΑ», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο
.
Μετά την εκταμίευση των δανείων στον υπ' αριθ.
τραπεζικό λογαριασμό των
δανείων του
, ο
έδωσε εντολή μεταφοράς του ποσού των 3.125.857 ευρώ στον υπ'
αριθ.
τραπεζικό λογαριασμό του
, όπου παρέμειναν δεσμευμένα μέχρι την
προσκόμιση στην Τράπεζα των καταχωρίσεων των συμβολαίων και των καταχωρίσεων
των προσημειώσεων επί·των·πωληθέντων ακινήτων, το
αναγραφόμενο στο συμβόλαιο ως τίμημα, ήτοι το ποσό των 874.143 ευρώ, το οποίο
αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξία των ακινήτων καταβλήθηκε στην πωλήτρια
εταιρεία (συμφερόντων του
) με την υπ' αριθ.
δίγραμμη τραπεζική επιταγή,
εκδοθείσα από τον ίδιο ως άνω υπ' αριθ.
τραπεζικό λογαριασμό δανείων του ...
Από το ποσό των 3.125.857,00 ευρώ (που έλαβε ο
εκτός συμβολαίου) καλύφθηκε το
ποσό του 1.200.000 ευρώ, που είχε προκαταβάλει για τη σύσταση του ενεχύρου υπέρ
της τράπεζας καθώς και άλλα έξοδα στα οποία υπεβλήθη ο
και δη ποσό 220.945
ευρώ , αφορούσε στην επιστροφή των πάσης φύσεως δαπανών, που είχε προκαταβάλει
ο ίδιος για τα συμβόλαια και για τη δανειοδότηση (Φόρος μεταβίβασης
ακινήτων-που αντιστοιχούσε στο ποσό των 96.000 ευρώ, αμοιβή δικηγόρου,
μηχανικού τράπεζας, συμβολαιογράφου, μεταγραφή-καταχώριση των συμβολαίων στο αρμόδιο
υποθηκοφυλακείο και κτηματολογικό γραφείο) καθώς επίσης και τα ποσά, που θα
κατέβαλε για λογαριασμό των αγοραστών για την εγγραφή των προσημειώσεων επί των
πωληθέντων (παραστάσεις-αμοιβές δικηγόρων, εγγραφή
στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών), το δε ποσό των 1.525.857 ευρώ, που απέμενε,
αφορούσε μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος (που καταβλήθηκε εκτός συμβολαίου
στον πωλητή). Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το συνολικό τίμημα αγοράς από
τον
όλων των ακινήτων (που περιγράφονται αναλυτικά στο υπό στοιχεία
2007
συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πατρών-
), ανήλθε στο συνολικό ποσό
των 2.400.000 ευρώ. Σημειωτέον δε, ότι το υπόλοιπο εναπομείναν ποσό του ταμείου,
ήτοι 179.055 ευρώ, επεστράφησαν στον
, με δύο μεταφορές στον υπ αριθμ.
τραπεζικό
του λογαριασμό, ποσού 120.000 ευρώ την 25/4/2007 και 59.500 ευρώ (αντί για το
ορθό ποσό των 59.055 ευρώ) την 16/5/2017 (βλ. σχετικά έγγραφα).
Ο
και ο
Κρις Κουρέτας, διατείνονται στην έγκληση τους, ότι δεν είχαν καμία
απολύτως γνώση των συναλλαγών, που πραγματοποιήθηκαν επ' ονόματι τους, καθ' όσον
αυτές πραγματοποιήθηκαν εν αγνοία τους, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους και
τον εργολάβο
(εγκαλούμενους), οι οποίοι ουδόλως τους είχαν ενημερώσει σχετικά
με τις λεπτομέρειες της εν λόγω επένδυσης. Ειδικότερα (σύμφωνα με τις
καταγγελίες τους) , δεν γνώριζαν ούτε το ύψος των εκταμιευθέντων
δανείων, ούτε την αξία των αγορασθέντων ακινήτων, ούτε την αναντιστοιχία μεταξύ
τους ύψους των δανείων και του ύψους της αξίας των ακινήτων, τα οποία (σύμφωνα
με τους εγκαλούντες) υπερεκτιμήθηκαν ως προς την αξία τους, προκειμένου να
διογκωθεί το ποσό των δανείων, σε σημείο, που ακόμα και εάν το υπερβάλλον της
αντικειμενικής αξίας ποσό, υπήρξε τίμημα μη δηλωθέν, τα ποσά αυτά υπερέβαιναν
καταφανώς, τόσο την αντικειμενική αξία της περιοχής αλλά και την εμπορική αξία,
ενώ τους είχαν διαβεβαιώσει οι προαναφερόμενοι εγκαλούμενοι, ότι είχαν τη
δυνατότητα να πετύχουν τη χορήγηση σε αυτούς, από την ανωτέρω τράπεζα
στεγαστικών δανείων με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους και χωρίς να απαιτηθεί η
χορήγηση εγγυήσεων. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε η
βασιμότητα των καταγγελλομένων από τους εγκαλούντες και δη ότι οι εγκαλούμενοι
με τις ενέργειες τους, τους εξαπάτησαν, προκαλώντας τους παράνομη περιουσιακή
βλάβη. Αντιθέτως, από τα επισυναφθέντα στη δικογραφία έγγραφα, προέκυψε, ότι οι
εγκαλούντες είχαν γνώση της πραγματικής (εμπορικής) αξίας των ακινήτων που θα
αγόραζαν, αλλά και του ύψους των τραπεζικών δανείων, που θα τους χορηγούνταν
από την Τράπεζα Πειραιώς.
Ειδικότερα:
Ο 1ος εγκαλών (
) είναι επιχειρηματίας και μεσίτης ασφαλιστικών προϊόντων στην
Καλιφόρνια Αμερικής, ενώ ο 2ος εγκαλών (
) είναι μεσίτης ακινήτων στην Αμερική.
Συνεπώς, μόνο εκ των ανωτέρω επαγγελματικών τους ιδιοτήτων (ο 2ος
δραστηριοποιείται με τα κτηματομεσιτικά και την αγορά ακινήτων), συνάγεται, ότι
επρόκειτο για δύο άτομα, που διέθεταν επαγγελματική εμπειρία και ικανότητα στις
συναλλαγές και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί (κατά πρώτον), ότι τα
συγκεκριμένα πρόσωπα, εντάσσονται σε ένα κύκλο προσώπων, που θα μπορούσαν να
εξαπατηθούν από ένα δικηγόρο και ένα εργολάβο στην Ελλάδα και να καταστούν (εν
αγνοία τους) υπόχρεοι προς εκπλήρωση δανειακών συμβάσεων της τάξεως των
4.000.0000 και 5.000.000 ευρώ. Οι ανωτέρω εγκαλούντες, όταν ελάμβαναν χώρα
(περί τον μήνα Ιούνιο του 2006), οι διαπραγματεύσεις με τον
(δικηγόρο Πατρών), είχαν καταστήσει σαφές σε
αυτόν, ότι θα πραγματοποιούσαν επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελλάδα, υπό την
προϋπόθεση, ότι δεν θα επένδυαν προσωπικό τους κεφάλαιο για αγορά ακινήτων,
ήτοι επιθυμούσαν άπαντα τα έξοδα (εμπορική αξία ακινήτων, φόρος μεταβίβασης
ακινήτου, δαπάνες συμ/φων κ.λπ.)
να καλυφθούν από τις δανειακές συμβάσεις, που θα εγκρίνονταν από την Τράπεζα
Πειραιώς. Στα πλαίσια αυτά, και προκειμένου να περιορίσουν το συνολικό κόστος
της αγοραπωλησίας των ακινήτων, είχαν συμφωνήσει να μην αναγράφει στο πωλητήριο
συμβόλαιο το πραγματικό συμφωνηθέν τίμημα, ήτοι το τίμημα, που αντιστοιχούσε
στην εμπορική αξία των ακινήτων), αλλά μόνο μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος,
το δε υπόλοιπο τίμημα (που δεν θα αναγραφόταν στο συμβόλαιο), θα καταβαλλόταν
από τον αγοραστή στον πωλητή μετά την υπογραφή του συμβολαίου (από το επιπλέον
χορηγούμενο δάνειο). ’λλωστε, ήταν γνωστό, ότι στις αγοραπωλησίες ακινήτων στην
Ελλάδα, είχε επικρατήσει η πρακτική της μη αναγραφής του πραγματικού τιμήματος
στην συμβολαιογραφική πράξη, καθ' όσον κατ' αυτόν τον τρόπο, περιοριζόταν το
συνολικό κόστος της αγοραπωλησίας ενός ακινήτου (για τα συμβαλλόμενα μέρη) και
δη μειώνονταν τα διάφορα έξοδα (ιδίως φόρος μεταβίβασης ακινήτου, αμοιβές
δικηγόρων κ.λπ.),τα οποία υπολογίζονταν με βάση την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο
αξία του ακινήτου. Μάλιστα και τα τραπεζικά ιδρύματα, υπολόγιζαν το ποσό των
στεγαστικών δανείων, που θα χορηγούσαν στους αγοραστές ακινήτων με βάση την
εμπορική αξία ενός ακινήτου και όχι με βάση την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο
αντικειμενική αξία. Η εκτίμηση της αγοραίας αξίας ενός ακινήτου,
πραγματοποιείτο για λογαριασμό των τραπεζών από εκτιμητές (ιδίως πολιτικούς
μηχανικούς), οι οποίοι πραγματοποιούσαν αυτοψία στο ακίνητο και εκτιμούσαν
διάφορους παράγοντες (εμπορικότητα, παλαιότητα) για να προσδιορίσουν την
αγοραία αξία του ακινήτου. Και στην προκείμενη περίπτωση, η εμπορική αξία των
επίδικων ακινήτων, που αγόρασαν οι εγκαλούντες, προσδιορίστηκε από τους
εκτιμητές της Τράπεζας Πειραιώς, οι εκθέσεις των οποίων απεστάλησαν στις
επιτροπές δανείων της Τράπεζας, που ενέκριναν τα δάνεια και καθόρισαν και το
ύψος της δανειοδότης. Συγκεκριμένα: Τα ακίνητα, που ενδιέφεραν τον
(ήτοι,
εννέα (9) διαμερίσματα και οκτώ (8) θέσεις στάθμευσης, σε δύο κτήρια στην Πάτρα
καθώς και πέντε (5) διαμερίσματα και πέντε (5) ανοιχτές θέσεις στάθμευσης, σε
δύο κτήρια στην Λευκάδα, όπως αυτά περιγράφονται αναλυτικό στα με αριθμ.
και
της συμβολαιογράφου Πατρών
) εκτιμήθηκαν ως
εξής: α) όσον αφορά τα ευρισκόμενα στην Πάτρα ακίνητα, αυτά εκτιμήθηκαν για
λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς από τον Αρχιτέκτονα-Μηχανικό,
στην αξία των
2.139.000 ευρώ (βλ. την από 5/10/2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού .)
και β) όσον αφορά τα ευρισκόμενα στη Λευκάδα ακίνητα, αυτά εκτιμήθηκαν για
λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς από τον Αρχιτέκτονα-Μηχανικό,
στην αξία του
1.219.025 ευρώ (βλ. την από 3/10/2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού
)
και συνολικά (τα προαναφερόμενα ακίνητα) εκτιμήθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς
στο ποσό των 3.358.925 ευρώ. Τελικώς, όπως προέκυψε από τα ανωτέρω αναφερόμενα,
το συνολικό τίμημα αγοράς από τον
και τη σύζυγο του όλων των ακινήτων (στην
Πάτρα και Λευκάδα), ανήλθε στο συνολικό ποσό των 2.805.055,33 ευρώ (αγοραία
αξία) αν και δανειοδοτήθηκαν με το συνολικό ποσό των 3.400.000 ευρώ. Τα δε
ακίνητα, που αφορούσαν τον
και δη ακίνητα ευρισκόμενα σε κτηριακό συγκρότημα
στην Πάτρα και δη ενός εμπορικού καταστήματος επιφανείας 352,19 τ.μ, 28 κλειστών θέσεων στάθμευσης συνολικής επιφάνειας
περί τα 400 τ.μ, δύο υπογείων χώρων συνολικής
επιφάνειας 104 τ.μ, επτά αποθηκών καθώς και να
αποκτήσει την αποκλειστική χρήση κοινόχρηστων χώρων συνολικης
επιφάνειας 439,33 τ.μ (όπως αυτά περιγράφονται
αναλυτικά στο υπ αριθμ. ./23-2-2007 πληρεξούσιο της συμ/φου Πατρών
καθώς επίσης και
στο υπο στοιχεία ./1-3-2007 συμβόλαιο της
συμβολαιογράφου Πατρών
) εκτιμήθηκαν, στο συνολικό ποσό των 3.243.163 ευρώ.
Τελικώς, προέκυψε ότι το συνολικό τίμημα αγοράς (εμπορική αξία), των ακινήτων,
που αγόρασε ο Κρις Κουρέτας, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 2.400.000 ευρώ αν και
δανειοδοτήθηκε με το συνολικό ποσό των 4.000.000 ευρώ. Οι ισχυρισμοί των
εγκαλούντων «ότι ουδόλως ήταν σε γνώση τόσο όσον αφορά το ακριβές ύψος του εκταμιευθέντος δανείου, όσο και όσον αφορά την αξία των
αγορασθέντων ακινήτων» καταρρίπτεται πλήρως, από τα κάτωθι αποδεικτικά
στοιχεία: Από τα ειδικά πληρεξούσια, που χορήγησαν προς τον δικηγόρο Πατρών (
),
δυνάμει των οποίων, τον εξουσιοδοτούσαν να προβεί στην σύναψη δανειακών
συμβάσεων και στην αγορά των επίδικων ακινήτων, αποδεικνύεται, ότι οι
εγκαλούντες είχαν γνώση της πραγματικής αξίας των ακινήτων που θα αποκτούσαν
αλλά και του ύψους των τραπεζικών δανείων, που θα τους χορηγούνταν, όταν
μάλιστα οι εντολές τους, αφορούσαν επενδύσεις ποσών 4-5 εκατομμυρίων ευρώ σε
ακίνητα, στην Ελλάδα. Ειδικότερα: α) με το υπ' αριθμ.
./20-7-2006 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, που υπέγραψε ο
, χορήγησε στον
τις
εξής εξουσίες: α) Ν αγοράζει επ' ονόματι του, με τις νόμιμες διατυπώσεις, από
τις Ανώνυμες Εταιρείες, που εδρεύουν στην Πάτρα (
) με την επωνυμία «EASY HOMES
Α.Ε» και «EUROTERRA ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» και τον
διακριτικό τίτλο «E ΑΤΕΔΑ» και με τίμημα έως το ποσό των 4.000.000 ευρώ με
οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες εγκρίνει, οποιαδήποτε κινητά ή ακίνητα
κτήματα, οπουδήποτε στην Ελλάδα κ.λπ. και β) να παρίσταται και να
αντιπροσωπεύει αυτόν ενώπιον οποιασδήποτε Τράπεζας (και ειδικότερα ενώπιον της
Τράπεζας Πειραιώς) και να συνομολογεί μετ αυτής στεγαστικά .δάνεια (αγοράς,
ανέγερσης, αποπεράτωσης). ή οποιοδήποτε άλλης φύσεως δάνεια...... Να παρίσταται
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και να συναινεί στην εγγραφή
προσημείωσης υποθήκης σε οποιαδήποτε ακίνητα του υπέρ της δανείστριας Τράπεζας
Πειραιώς Α.Ε και μέχρι του ποσού των 5.400.000 ευρώ προς ασφάλεια των συμβάσεων
δανείων (βλ. σχετικό πληρεξούσιο). Περαιτέρω, και η σύζυγος του
, ήτοι η
,
διόρισε και αυτή (με σχετικό πληρεξούσιο σε συμβολαιογράφο στην Καλιφόρνια),
τον δικηγόρο Πατρών-
(1° εγκαλούμενο) ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και
αντίκλητο της και του χορήγησε τις ειδικές εντολές και δικαιώματα, προκειμένου
να προβεί στην κατάρτιση των σχετικών δανειακών συμβάσεων και των συμβάσεων
αγοράς ακινήτων (βλ. το υπ αριθμ
/23-8-2006
πληρεξούσιο του συμ/φου
Αγίου Φραγκίσκου Καλιφόρνιας ΗΠΑ,
). Η γνώση του
για τα ακίνητα που απέκτησε
και την εμπορική αξία αυτών, αποδεικνύεται και από το αναλυτικό σημείωμα με
ημερομηνία 29/9/2006 της εταιρείας «E. ΑΤΕΔΑ» (συμφερόντων του
) προς αυτόν,
το οποίο του εστάλη με φαξ αυθημερόν με εντολή του πληρεξούσιου δικηγόρου του
και ενώ αναμενόταν η οριστική έγκριση του δανείου. Στο εν λόγω σημείωμα
αναφέρονται επ' ακριβώς τα ακίνητα που είχε συμφωνήσει ο
(1ος εγκαλούμενος)
να αγοράσει στην Πάτρα και στη Λευκάδα, τα χαρακτηριστικά τους και το ακριβές
συνολικό κόστος για την απόκτηση τους. Ειδικότερα περιγράφονται επακριβώς οι
ιδιοκτησίες (διαμερίσματα και θέσεις στάθμευσης, τετραγωνικά των ακινήτων), και
η συνολική εμπορική αξία, που εκτιμάται αρχικά στο ποσό των 2.950.000 ευρώ,
επιπροσθέτως δε, αναγράφεται σε αυτό, ότι το συνολικό κόστος της επένδυσης
(συμπεριλαμβανομένων του φόρου μεταβίβασης, των αμοιβών των δικηγόρων,
συμβολαιογράφων και τα έξοδα υποθηκοφυλακείου και κτηματολογίου) , θα ανήρχετο
στο ποσό των 3.200.000 ευρώ. Τίθεται συνεπώς το εύλογο ερώτημα, γιατί ο 1ος
εγκαλών (
) δεν εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για την αγορά των ανωτέρω
προαναφερόμενων ακινήτων ή γιατί δεν ματαίωσε, εφόσον δεν συμφωνούσε με τις
προσδιορισθείσες (από τους εκτιμητές της Τράπεζας) εμπορικές αξίες των ακινήτων,
την σύναψη των συμβάσεων δανείων με την Τράπεζα Πειραιώς και την κατάρτιση των
συμβολαιογραφικών πράξεων, που αφορούσαν αγορααπωλησίες
των επίδικων ακινήτων. Επιπροσθέτως, καταγγέλλει στην έγκληση του (ο
), ότι
υπεγράφη εν αγνοία του από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (
), σύμβαση ενεχύρασης προθεσμιακής κατάθεσης ύψους 340.000 ευρώ με την
Τράπεζα Πειραιώς στον με αριθμό
λογαριασμό καταθέσεων της προαναφερόμενης
τράπεζας, για την μερική εξασφάλιση του τότε χορηγηθησομένου
δανείου, ενώ ο ίδιος (και η σύζυγος του) δεν γνώριζαν την ύπαρξη του
λογαριασμού αυτού, καθ όσον ουδέποτε προέβησαν στην κατάθεση του ανωτέρω ποσού
στον λογαριασμό αυτό και αγνοούν μέχρι και σήμερα τα στοιχεία του προσώπου που
κατέθεσε τα χρήματα αυτά. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν, οι
προαναφερόμενες αιτιάσεις του Διονυσίου Χελιώτη και της συζύγου του, κρίνονται
παντελώς αβάσιμοι και ψευδείς: Ειδικότερα: Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω η
Τράπεζα Πειραιώς ενέκρινε για τον
και τη σύζυγο του δανειοδότηση ύψους
3.400.000 ευρώ για την επισκευή και την αγορά των επίδικων ακινήτων. Για να
εκταμιευθεί το ανώτερω δάνειο, η Τράπεζα·Πειραιώς·ζήτησε
ως εξασφάλιση, πέραν την εγγραφής της προσημείωσης υποθήκης την ενεχύραση ποσού ίσο με το 10% της αξίας του δανείου. Επειδή
την επίδικη περίοδο η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου δεν ήταν ευνοϊκή για τον
(δηλαδή
1 ευρώ=1,45-1,50 δολάρια) και προκειμένου να προχωρήσει η αγοραπωλησία των
ακινήτων (καθ' όσον ο
τους έχει διαμηνύσει, ότι για την επένδυση, που θα
πραγματοποιούσε στην Ελλάδα, δεν προτίθετο να δαπανήσει οποιοιδήποτε χρηματικό
ποσό από την προσωπική του περιουσία) συμφωνήθηκε μεταξύ τους τα χρήματα αυτά
να διατεθούν ατόκως από τον
ως διευκόλυνση με τον όρο να του επιστραφούν τα
χρήματα αυτά αυθημερόν, μετά την εκταμίευση του δανείου, με το ποσό που θα του
καταβαλλόταν εκτός του συμβολαίου. Αδιάσειστη απόδειξη της γνώσεως του
(και
της συζύγου του) περί της υπογραφής από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους (
) της
σύμβασης ενεχύρασης προθεσμιακής τους κατάθεσης ύψους
340.000 ευρώ με την Τράπεζα Πειραιώς, αποτελεί το από 20/1/2007 πληρεξούσιο
ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλιφόρνιας ΗΠΑ,
, με το οποίο (Ο
και η σύζυγος
του) έδιναν στον
(1° εγκαλούμενο) ειδική εντολή για ενεχυρίαση της τραπεζικής
κατάθεσης των 340.000 ευρώ στον υπ' αριθ.
τραπεζικό τους λογαριασμό προς
εξασφάλιση της αρχικής σύμβασης στεγαστικού δανείου και της υπ' αρίθμ.
/12-10-2006 πράξης τροποποίησης αυτής. Στο ίδιο
πληρεξούσιο μάλιστα του έδωσαν .εντολή για την εκμίσθωση των αγορασθέντων
ακινήτων τους και την εκχώρηση των μισθωμάτων στην Τράπεζα Πειραιώς και
ενέκριναν όλες τις μέχρι τότε ήδη διενεργηθείσες πράξεις του
σε σχέση με όλες
τις προαναφερόμενες εντολές (βλ. σχετικό πληρεξούσιο).
Σχετικά
με τον
σημειώνουμε τα κάτωθι: Ο
υπέγραψε το υπ' αριθ. ./23-2-2007 συμβολαιογραφικό
πληρεξούσιο (που συντάχθηκε από την συμ/φο Πατρών-
),
στο οποίο ανέγραψε λεπτομερώς όλα τα ακίνητα, που ενδιαφερόταν να αγοράσει (τα
οποία και τελικά αγόρασε), επιπροσθέτως δε, χορήγησε στον
τις εξής εξουσίες:
α) Ν αγοράζει επ' ονόματι του, με τις νόμιμες διατυπώσεις, από τις Ανώνυμες
Εταιρείες, που εδρεύουν στην Πάτρα (
) με την επωνυμία «EASY HOMES Α.Ε» και
«EUROTERRA ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» και τον διακριτικό
τίτλο «E ΑΤΕΔΑ» και με τίμημα έως το
ποσό των 5.000.000 ευρώ με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες εγκρίνει ο
εντολοδόχος τα κάτωθι ακίνητα (στα σημεία 1 έως 39 του πληρεξουσίου να γίνεται
η αναλυτική περιγραφή του καταστήματος, των κλειστών θέσεων στάθμευσης, των
αποθηκών κ.λπ., που απέκτησε ο
), β) να παρίσταται και να αντιπροσωπεύει αυτόν
ενώπιον οποιασδήποτε Τράπεζας (και ειδικότερα ενώπιον της Τράπεζας Πειραιώς)
και να συνομολογεί μετ' αυτής στεγαστικά δάνεια (αγοράς, ανέγερσης,
αποπεράτωσης) ή οποιασδήποτε άλλης φύσεως δάνεια μέχρι του ποσού των 5.000.000
ευρώ ....Να εγγράφει προσημείωση ή υποθήκη σε ακίνητα του και συγκεκριμένα σε
όλα ή σε οποιαδήποτε από τα ακίνητα του.....ε) Να συστήνει ενέχυρο υπέρ της δανείστριας
Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε ή οιασδήποτε άλλης τράπεζας, μέχρι του ποσού των
2.000.000 ευρώ και να υπογράφει με τη δανείστρια τράπεζα τη σχετική σύμβαση
ενεχύρου και να αποδεχθεί και να συνομολογήσει τους όρους αυτής......». Επίσης
την ίδια ημέρα (ήτοι, την 23/2/2017) υπέγραψε το υπ' αριθ. ./23-2-2007
πληρεξούσιο, με το οποίο παρείχε ειδική εντολή σε έτερο δικηγόρο τον
«να
συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 7.000.000
ευρώ, προς εμπράγματη εξασφάλιση απαιτήσεων της Τράπεζας Πειραιώς από χορήγηση
δανείων μέχρι του ποσού των 5.000.000 ευρώ επί των επίδικων ακινήτων που
αγόρασε από τον
. Πέραν τούτων, προέκυψε, ότι αμφότεροι οι εγκαλούντες (μέσα
του έτους 2007, οπότε και επισκέφθηκαν εκ νέου την Πάτρα) , παρέλαβαν τα
αντίγραφα των συμβολαίων αγοράς, τις συμβάσεις δανείου, τις εγγεγραμμένες
προσημειώσεις, τις συμβάσεις ενεχύρασης, τις
μισθωτικές συμβάσεις και τις συμβάσεις εκχώρησης των μισθωμάτων, εγκρίνοντας
τις μέχρι τότε διενεργηθείσες ενέργειες (συναλλαγές) του δικηγόρου τους,
,
χωρίς να αμφισβητήσουν ή να εκφράσουν οποιαδήποτε επιφύλαξη για τις ενέργειες
του
. Μάλιστα, ο
μετά τη σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων και την απόκτηση των
επίδικων ακινήτων τον μήνα Μάρτιο του 2007, εκδήλωσε το ενδιαφέρον του (προς
τον
) να συνεχίσει τις επενδύσεις ακινήτων στην Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό τον
μήνα Οκτώβριο του 2007, επισκέφθηκε στην Πάτρα τον
, ενώ με το από 20/12/2007
e-mail, που απέστειλε στον
, ζητούσε περαιτέρω
πληροφορίες για διάφορα ακίνητα στην Λευκάδα (βλ. σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου-έγγραφο
15 στα σχετικά έγγραφα που προσκόμισε ο
) .
Μεταξύ
δε, των πληροφοριών που ζητούσε για τα ακίνητα που ενδιαφερόταν να αγοράσει στη
Λευκάδα, ήταν οι τιμές πώλησης (εμπορικές αξίες) και τα έξοδα, που
συμπεριλαμβάνονταν σε αυτήν, όπως ο φόρος μεταβίβασης ακινήτου, οι δικηγορικές αμοιβές,
τα έξοδα της τράπεζας κ.λπ. Συνεπώς, η προαναφερόμενη συμπεριφορά του, ενώ
δηλαδή είχε ήδη λάβει γνώση (από τα μέσα του έτους 2007) των δανειακών
συμβάσεων και του συμβολαίου αγοράς των επίδικων ακινήτων (που υπέγραψε ως
πληρεξούσιος του, ο
), δεν συνάδει με τις μετέπειτα (περίπου μετά από δύο έτη)
καταγγελίες του, περί εξαπάτησης του από τους εγκαλούμενους και αμφισβήτηση της
νομιμότητας και εγκυρότητας των τραπεζικών συναλλαγών. ’λλωστε, τίθεται και το
εξής εύλογο ερώτημα: Για ποιο λόγο οι εγκαλούντες, εφόσον διατείνονται στην
έγκληση τους, ότι η οικονομική τους κατάσταση δεν επέτρεπε την χορήγηση υψηλών
δανείων, παρείχαν στον
, εντολή με τα ανωτέρω αναφερόμενα συμβολαιογραφικά
πληρεξούσια να προβεί σε επενδύσεις ακινήτων με την σύναψη τραπεζικών δανείων
ποσού 4.000.000 με 5.000.000 ευρώ έκαστος; Συνοψίζοντας, αναφέρουμε τα κάτωθι:
Ειδικότερα ο
και η σύζυγος του, αγόρασαν τα επίδικα ακίνητα αντί τελικού
συμφωνηθέντος τιμήματος συνολικού ποσού 2.805.055,33 ευρώ, αν και η εκτίμηση
της Τράπεζας Πειραιώς για την αγοραία (εμπορική αξία) των ακινήτων κατά το χρόνο
αγοράς ανήρχετο στο χρηματικό ποσό των 3.358.925 ευρώ (βλ. ανωτέρω σχετικές
εκτιμήσεις μηχανικών), ο δε
αγόρασε τα επίδικα ακίνητα, αντί συνολικού
συμφωνηθέντος τιμήματος ποσού 2.400.000 ευρώ, αν και η εκτίμηση της Τράπεζας
Πειραιώς για την αγοραία αξία των ανωτέρω ακινήτων κατά το χρόνο αγοράς ήταν
3.234,163 ευρώ (βλ. την από 24/11/2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτων του μηχανικού
).
Συνεπώς οι εγκαλούντες προέβησαν στην αγορά των επίδικων ακινήτων σε κατώτερο
από το εκτιμηθέν (ως εμπορική αξία) τίμημα. Πρέπει δε
να ληφθούν υπ' όψιν και οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική
αγορά την επίδικη περίοδο (200.6-2.007), κατά την οποία ονομαστικές τιμές των ακινήτων
είχαν παρουσιάσει σωρευτική αύξηση (υπερτίμηση των εμπορικών αξιών). Από όλα τα
παραπάνω δεν συνάγεται ότι τελέστηκε από τους εγκαλούμενους (
) το αδίκημα της
κακουργηματικής απάτης, από την οποία προκλήθηκε ζημία που υπερβαίνει το ποσό
των 120.000 ευρώ, σε βάρος των δύο (2) εγκαλούντων, καθόσον δεν ενυπάρχουν εν
προκειμένω τα τρία στοιχεία που απαιτούνται για την πραγμάτωση του ως άνω
αδικήματος, ήτοι παράσταση από τους εγκαλούμενους ψευδών γεγονότων ως αληθινών,
παραπλάνηση των εγκαλούντων και πράξη που επιφέρει βλάβη σε ξένη περιουσία,
λαμβάνοντας μάλιστα υπ' όψιν, ότι οι εγκαλούντες καμία ζημία δεν υπέστησαν,
δεδομένου ότι, αφενός μεν ουδεμία επένδυση προσωπικών κεφαλαίων πραγματοποίησαν
(για την αγορά των επίδικων ακινήτων) και αφετέρου διατηρούν μέχρι και σήμερα
στην κυριότητα τους τα επίδικα ακίνητα. Σχετικά δε με τη ζημία (που
ισχυρίζονται οι εγκαλούντες, ότι υπέστησαν) και η οποία συνίσταται στην επιβολή
σε βάρος τους, από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές, των αναλογούντων φόρων και
προστίμων, λόγω της μη αναγραφής του πραγματικού τιμήματος στα συμβόλαια αγοράς
(το οποίο έγινε κατ' εντολή τους προς αποφυγή πληρωμής του φόρου μεταβίβασης
ακινήτου, που αντιστοιχούσε στην εμπορική αξία του ακινήτου), είναι οι νόμιμες
συνέπειες της μη καταβολής των νομίμων φόρων στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο
προκάλεσαν οι ίδιοι οι εγκαλούντες με την υπ' αρίθμ. ./30-1-2009
καταγγελία τους προς την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών.
Πέραν τούτων, οι αναφερόμενες καταγγελίες στο Υπουργείο Οικονομικών, η κατάθεση
εγκλήσεων, αγωγών κ.λπ. (από τους εγκαλούντες), τοποθετούνται χρονικά δύο (2) περίπου
έτη μετά την κατάρτιση των δανειακών συμβάσεων και αγοραπωλητηρίων
συμβολαίων στην Ελλάδα (τέλη 2008 με αρχές του έτους 2009), όταν πλέον έχει ήδη
ξεκινήσει η ύφεση και οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο (τα πρώτα σημάδια
της οποίας εμφανίζονται στις ΗΠΑ το έτος 2007), με κύριο χαρακτηριστικό την
κατακόρυφη πτώση των (εμπορικών) τιμών των ακινήτων σε ποσοστό μάλιστα 50 έως
και 80%, η οποία οφείλεται κατά ένα μέρος και στην χρηματοπιστωτική κρίση με
επίκεντρο την αγορά ακινήτων και τα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης. Πιθανόν δε, οι
εγκαλούντες, οι οποίοι διέθεταν και την κατάλληλη επαγγελματική εμπειρία στην
Αμερική (μεσίτες ασφαλιστικών προϊόντων και ακινήτων), αντιλαμβανόμενοι, την
επερχόμενη υποτίμηση των επενδύσεων τους σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και
στην προσπάθεια τους να απεμπλακούν από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που
ανέλαβαν από τα ανωτέρω στεγαστικά δάνεια, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα των
τραπεζικών συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τους εγκαλούμενους. Σχετικά δε
με την κατατεθείσα, από τον
και την σύζυγο του, ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, υπ' αριθμ../2011
αγωγή (από αδικοπραξία) κατά: α) της Τράπεζας Πειραιώς, β) του
και γ) του
με αίτημα της αγωγής να υποχρεωθούν να τους καταβάλουν εις ολόκληρον
έκαστος το ποσό των 2.157.304,67 ευρώ για την συνολική περιουσιακή ζημία που
τους προκάλεσαν και το χρηματικό ποσό των 2.000.000 ευρώ ως χρηματική
ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, σημειώνουμε, ότι σύμφωνα με το
υπ αριθμ. πρωτ.
/2020
πιστοποιητικό πορείας δικογράφων του Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Πινακίων), η
συζήτηση της εν λόγω υπόθεσης ματαιώθηκε την 1/12/2016 και ουδέποτε επανήλθε προς
συζήτηση με επίδοση σχετικής κλήσης από τους ανωτέρω διαδίκους.
Σχετικά
δε με την αποδιδομένη στον 1° εγκαλούμενο (δικηγόρο Πατρών) αξιόποινη πράξη της
κακουργηματικής απιστίας , εκθέτουμε τα κάτωθι: Ο 1ος εγκαλούμενος-δικηγόρος
Πατρών (
) κατά την επίδικη περίοδο προέβη σε όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες
πράξεις, ήτοι σύναψη συμβάσεων δανείων με την Τράπεζα Πειραιώς για την
ολοκληρωτική χρηματοδότηση (μέσω δανείων) των ακινήτων, υπογραφή των συμβολαίων
αγοραπωλησίας των ακινήτων με τις κατασκευαστικές εταιρείας του
με πίστωση
του αναγραφόμενου τιμήματος και άμεση καταβολή του εκτός συμβολαίου τιμήματος
από το ποσό δανείου που εκταμιεύθηκε την ίδια ημέρα που υπεγράφησαν τα
συμβόλαια, σύναψη συμβάσεων ενεχύρασης καταθέσεων,
σύναψη συμβάσεων εκχώρησης μισθωμάτων των επίδικων ακινήτων στην Τράπεζα Πειραιώς
προς εξασφάλιση των δανείων, κατ' εντολή των εγκαλούντων, ως πληρεξούσιος τους
και αποκλειστικά εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας που του είχαν χορηγήσει
οι ίδιοι, χωρίς καμία δυνατότητα πρωτοβουλίας του και λήψεως αποφάσεων κατά την
κρίση του (βλ. ανωτέρω σχετικά συμβολαιογραφικά πληρεξούσια, δυνάμει των οποίων
ενεργούσε νομικές πράξεις στα πλαίσια της αντιπροσώπευσης των εγκαλούντων).
Ειδικότερα από την επισκόπηση των συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, στα οποία
προσδιορίζονταν επακριβώς οι εξουσίες που χορηγούνταν (από τους εγκαλούντες)
στον
(και δη οι εντολές τους σχετικά
με το ύψος του ποσού, που επιθυμούσαν να επενδύσουν σε ακίνητα στην Ελλάδα και
το χρηματικό όριο των συμβάσεων δανείων, που θα κατήρτιζε με την Τράπεζα
Πειραιώς), προκύπτει, ότι ο 1ος εγκαλούμενος ενήργησε εντός των ορίων της
δοθείσας από τους εγκαλούντες πληρεξουσιότητας. Επομένως, εν προκειμένω, ο
υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής, δεν προέβη σε κατάχρηση της
διαχειριστικής (αντιπροσωπευτικής) του εξουσίας προς τα έξω και συνεπώς δεν
πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 390 Π.Κ. Τέλος, ως προς την
αποδιδόμενη από τους εγκαλούντες πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα, εκθέτουμε τα εξής: Καταγγέλλουν στην έγκληση τους, ότι κατετέθησαν
σημαντικά ποσά από άγνωστα πρόσωπα σε προθεσμιακούς τους λογαριασμούς, που
ανοίχθηκαν (παρανόμως) από τον
, οι οποίοι εν συνεχεία ενεχυριάσθηκαν υπέρ της
δανείστριας τράπεζας, για εξασφάλιση του δανείου, με αποκλειστικό σκοπό
(σύμφωνα με τους εγκαλούντες) να νομιμοποιήσουν (αμφότεροι οι εγκαλούμενοι)
παρανόμως χρήμα από εγκληματικές δραστηριότητες, τουλάχιστον ισόποσο με το ποσό
που κατετέθη στους αναφερθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς προθεσμιακών
καταθέσεων, που ενεχυράσθηκαν. Όπως αναφέρθηκε αναλυτικά
και ανωτέρω, τα ποσά αυτά συμφωνήθηκε μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών να
κατατεθούν από τον
, προκειμένου να μην επιβαρυνθούν οι εγκαλούντες με την
τότε ασύμφορη ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, εν συνεχεία δε (συμφωνήθηκε) να
επιστραφούν τα χρήματα αυτά στον
, ως μέρος του εκτός του συμβολαίου
τιμήματος, που του καταβλήθηκε από την πώληση των επίδικων ακινήτων. Συνεπώς,
δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα, καθ' όσον τα χρήματα αυτά προήλθαν από την ατομική
του περιουσία (δραστηριοποιείται στην κατασκευή και διαχείριση ακινήτων από το
έτος 1981 με ευρύ κύκλο εργασιών στη Δυτική Ελλάδα , επεκτείνοντας τη
επιχειρηματική του δραστηριότητα στη Βουλγαρία, Ρουμανία, Λονδίνο, κ.λπ. μέτοχος
σε μεγάλες ανώνυμες κατασκευαστικές εταιρείες), την οποία έχει αποκτήσει από
την πολυετή νόμιμη επιχειρηματική του δραστηριότητα.
Όσον
αφορά τον φορολογικό έλεγχο, αναφέρουμε τα εξής: Οι νυν εγκαλούντες, προέβησαν
στην υποβολή της υπ'αριθμ. πρωτ.
./30-1-2009 αναφοράς-καταγγελίας προς την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.EE) του
Υπουργείου Οικονομικών, ζητώντας (σύμφωνα με την καταγγελία τους) την εξιχνίαση
της υπόθεσης, προκειμένου να αποκαλυφθεί η σε βάρος τους απάτη και να
απεμπλακούν από τα οικονομικά βάρη, τα οποία είχαν επωμιστεί εν αγνοία τους.
Κατόπιν τούτων, η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων και οι αρμόδιες κατά τόπο Δ.Ο.Υ στα
πλαίσια των καθηκόντων τους, διενήργησαν έλεγχο στις εταιρείες «. ΑΤΕΔΑ» και «.
ΑΤΕΔΑ» (συμφερόντων του
-πωλητού). Από τις λογιστικές εγγραφές στα βιβλία των
ελεγχόμενων εταιρειών, προέκυψε, ότι τα προαναφερόμενα συμβόλαια μεταβίβασης
ακινήτων συντάχθηκαν ανακριβώς ως προς το πραγματικό τίμημα και δη στα
λογιστικά βιβλία καταχωρήθηκαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων (που
αναγράφονταν στα συμβόλαια) και όχι το πραγματικό τίμημα που έλαβε ο εργολάβος.
Για τον λόγο αυτό συντάχθηκαν εκθέσεις ελέγχου αναφορικά με τις ανωτέρω
πωλήτριες εταιρείες και καταλογίστηκαν παραβάσεις για σύνταξη και καταχώριση
ανακριβών συμβολαίων (βλ. το υπ'αριθμ. πρωτ. ./25/15-3-2010 δελτίο πληροφοριών της Υπηρεσίας
Ειδικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών απευθυνόμενο προς την .' Δ.Ο.Υ
Πατρών. Περαιτέρω για την πιο πάνω διαφορά που προέκυψε, καταλογίσθηκε και εις
βάρος των νυν εγκαλούντων (αγοραστών) συμπληρωματικός φόρος μεταβίβασης με τον
υπολογισμό της επιπλέον αξίας (αξία ελέγχου) κάθε οριζόντιας ιδιοκτησίας καθώς
και κάθε ανοιχτής ή κλειστής θέσης στάθμευσης επιμεριστικά ανάλογα με την
συνολική αξία σε σχέση με την συνολική αξία του ελέγχου (βλ. την υπ' αριθμ. ./2011 έκθεση ελέγχου του φόρου μεταβίβασης ακινήτου
της Γ'Δ.Ο.Υ Πατρών).
Κατ'
ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση έγκληση θα πρέπει ν' απορριφθεί ως ουσία
αβάσιμη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 51 παρ. 3 ΚΠΔ, καθ όσον δεν
προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος των εγκαλουμένων (
) για τις
αξιόποινες πράξεις α) της απιστίας τελεσθείσας κατ εξακολούθηση, η περιουσιακή
ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρα 26°, 27 παρ.1α,
98, 390 παρ.1 εδ.β-α του Ποινικού Κώδικα), β) της απάτης
τελεσθείσας κατ' εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία εκ της
οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρα 98 και 386 παρ.1β-α του
Ποινικού Κώδικα), γ) της ηθικής αυτουργίας στην κακουργηματική απάτη (άρθρα 47
παρ.1 και 386 εδ.β-α του Π.Κ) και δ) της παράνομης
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 39 του
Ν.4557/2018), που φέρονται ως τελεσθείσες από στην Πάτρα κατά το χρονικό
διάστημα από Ιούνιο του 2006 μέχρι και τέλη του έτους 2007. Περαιτέρω, δεν θα
πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εγκαλούντων, διότι δεν
πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
1)
ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ως ουσία αβάσιμη την με ημερομηνία 23/9/2010 έγκληση , που κατετέθη
στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών
Πατρών λόγω τοπικής αρμοδιότητας (λαμβάνοντας ABM: .) των: 1)
, κατοίκου
Κάμπελ Καλιφόρνιας ΗΠΑ (οδός
) και 2)
, κατοίκου Σαν Χοσέ Καλιφόρνιας ΗΠΑ
(οδός
) κατά των: 1)
(δικηγόρου Πατρών κατά την επίδικη περίοδο-ήδη
δικηγόρου Αθηνών), κατοίκου Αθηνών (οδός .) και 2)
, κατοίκου Λονδίνου
Ηνωμένου Βασιλείου (
) για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απιστίας τελεσθείσας
κατ' εξακολούθηση, η περιουσιακή ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των
120.000 ευρώ (άρθρα 26α, 27 παρ.10, 98, 390 παρ.1 εδ.β-α
του Ποινικού Κώδικα), β) της απάτης τελεσθείσας κατ' εξακολούθηση, το συνολικό
όφελος και η συνολική ζημία εκ της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ
(άρθρα 98 και 386 παρ.1β-α του Ποινικού Κώδικα), γ) της ηθικής αυτουργίας στην
κακουργηματική απάτη (άρθρα 47 παρ.1 και 386 εδ.β-α
του Π.Κ) και δ) της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες (άρθρο 39 του Ν.4557/2018), που φέρονται ως τελεσθείσες από στην
Πάτρα κατά το χρονικό διάστημα από Ιούνιο του 2006 μέχρι και τέλη του έτους
2007.
2) ΔΕΝ
ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΜΕ τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εγκαλούντων.
Σημειώνουμε
ότι οι εγκαλούντες, έχουν δικαίωμα να προσφύγουν κατά της παρούσης διατάξεως,
στον κ. Εισαγγελέα Εφετών Πατρών μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από
την επίδοση της .
Πάτρα,
3/7/2020
Η
Εισαγγελέας
Βασιλική
Δημοπούλου
Αντεισαγγελέας
Πρωτοδικών